Σελίδες

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Γέρων Σωφρόνιος Γρηγοριάτης (+ 1907 - 1977)


  Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Κάθε Μοναχός, ὅπως καί κάθε ἄνθρωπος, κρύβει  μέσα του ἕνα μυστήριο. ῎Εχει τίς ἐλλείψεις του, ἀλλά καί τίς ἀρετές του. Ἐμεῖς μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε καί ἀπό τά δύο, ἄν ἔχουμε ταπείνωσι. Κοντά στόν π. Σωφρόνιο συναντήσαμε αὐτό τό κρᾶμα συμπεριφορᾶς. ῎Αλλοτε νά μᾶς ἑλκύῃ μέ τά λόγια του, τήν ταπείνωσί του, τήν μετάνοιά του καί ἄλλοτε νά μᾶς ἀπωθῆ μέ τήν αὐστηρότητά του καί τόν θυμόν του.
῞Ενα πρωῒ, κτυπῶ τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του.
-Εὐλογεῖτε πάτερ Σωφρόνιε.
-Νἆσαι εὐλογημένος.
Τόσα χρόνια ζοῦμε ἐδῶ καί ἀκόμα δέν γνωρισθήκαμε. Δέν μάθαμε ὁ ἕνας τήν καταγωή τοῦ ἄλλου. Πές μου λοιπόν ἀπό ποιό χωριό εἶσαι; Εἶσαι Μωραῒτης; Διότι βλέπω ὅτι πολύ τούς ἀγαπᾶς.

-῎Ακου νά σοῦ πῶ, παιδί μου. Ἐγώ ἐγεννήθηκα στό ῾Ηράκλειο τῆς Κρήτης, ἀλλά ἀγαπῶ τούς Μωραῒτες, γιατί εἶναι καλοί ἄνθρωποι. Μέ ὑποστήριξαν, ἀφ᾿ ὅτου ἦρθα στό Μοναστήρι, πλήν ἐξαιρέσεων.

Γεννήθηκα τό 1907. Οἱ γονεῖς μου Ἰωάννης καί Εἰρήνη Φραγκιαδάκη, εἶχαν 10 παιδιά. Ἐγώ ἤμουν ὁ ἔννατος. Στυλιανός ἦταν τό βαπτιστικό μου ὄνομα. Τό δέκατο παιδί, ὁ Ἀνδρέας πέθανε, ὅταν ἦταν μικρός.
 Ἀπό μικρός ἔμαθα τήν ραπτική τέχνη. Ἀγαποῦσα τήν Ἐκκλησία καί συχνά ἐπήγαινα στόν Ναό τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ. Στά 18 μου χρόνια, εἶδα κάποια ἡμέρα τήν πενθερά τῆς ἀδελφῆς μου, καί ἐδιάβαζε τόν βίο τοῦ ῾Οσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Ἐζήτησα καί τόν διάβασα κ ἐγώ. Τόσο ἐνθουσιάσθηκα, ὥστε ἔκλαιγα ἀπό τήν χαρά μου.
Μά τί νά σοῦ εἰπῶ. Αὐτός ὁ βίος εἶναι ὁ ἔρωτας τῆς καλογερικῆς ζωῆς. Ἀμέσως ἐπῆγα στήν μάννα μου καί τῆς εἶπα: "Μάννα ἐγώ θέλω νά γίνω Καλόγερος". Αὐτή μέ τούς ἄλλους συγγενεῖς μου, οὔτε νά ἀκούσουν δέν ἤθελαν. ῎Εφυγα κρυφά καί ἐπῆγα σέ ἕνα κοντινό Μοναστήρι, πού λέγεται «Ἐπάνω Σήφη».
Μέ εὑρῆκαν οἱ δικοί μου καί μέ κατέβασαν στό σπίτι συρόμενον, διά τῆς βίας. Ἀπεφάσισαν γρήγορα νά μέ παντρέψουν. Ἐγώ ἐπῆγα στόν μητροπολίτη Τίτο, καί τοῦ εἶπα τά σχετικά. Τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ φορέσουν ράσα γιά νά τό πάρουν ἀπόφασι οἱ δικοί μου καί νά σταματήσουν νά μέ ἐμποδίζουν. ῾Ο γαμπρός μου, μοῦ εἶπε: «θά σοῦ δώσω ὅσα χρήματα θέλεις καί θά πᾶς στό τάδε χωριό. Ἐκεῖ ἐμεῖς θά σοῦ στείλουμε τό κορίτσι νά τό πάρης».
Ἀδύνατον τοῦ εἶπα, νά γίνῃ αὐτό. Ἐπῆγα στήν μάννα μου καί τῆς εἶπα: «Μάννα ἄφησέ με νά πάω στήν Ἀθήνα, νά ἰδῶ τήν ἀδελφή μου καί στείλετε ἐκεῖ τό κορίτσι νά τό πάρω.». Συμφώνησε μαζί μου. ῎Εφθασα στήν Ἀθήνα φορώντας καί τά ράσα. ῾Η ἀδελφή μου ἔβαλε τά κλάματα καί μέ παρακαλοῦσε νά καθίσω κοντά της. Ἀφοῦ δέν ὑποχωροῦσα, μοῦ ἐπρότεινε νά πάω στήν Μονή Πεντέλης.
Ἐπῆγα. ῾Ηγούμενος ἦταν ἕνας παπᾶ Προκόπιος. Ἠθέλησε νά μέ κρατήσῃ ἐκεῖ. Ἐπέμενα ἐγώ ὅτι θέλω νά μονάσω στό ῞Αγιον ῎Ορος. Τότε ἐκεῖνος μοῦ ἀποκάλυψε τόν ἑαυτόν του. ῏Ηταν Γρηγοριάτης Μοναχός, ὑποτακτικός τοῦ ἀειμνήστου παπᾶ Συμεών, καί παραδελφός τοῦ παπᾶ Θανάση, ῾Ηγουμένου τότε τῆς Μονῆς Γρηγορίου.
 Μοῦ ἔδωσε λοιπόν ἕνα συστατικό γράμμα, καί ἦλθα κατ᾿ εὐθείαν στήν Μονήν μας. Μέ ὑποδέχθηκαν ὁ Γέρο Βαρλαάμ καί ὁ ῾Ηγούμενος. Ἀπό τότε μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ἡ σοβαρότης, ἡ σιωπή, καί ἡ πραότης του. ῎Εβαλα μετάνοια ὡς Δόκιμος Μοναχός καί μέ τοποθέτησαν ὡς παραμάγειρα.
-῎Εχουμε ἀκούσει, Γέρο Σωφρόνιε, ὅτι εἶχες πολλές περιπέτειες στήν μοναχική σου ζωή. Θά ἤθελες νά μᾶς εἰπῇς κάτι συνοπτικά;
Ἐγώ αὐτά πού ἔχω περάσει, θά χρειασθῇ ὁλόκληρο βιβλίο νά γραφοῦν. Ἀλλά θά σᾶς πῶ τά βασικώτερα ἀπό τά βάσανά μου.
῞Οταν εἶχα συμπληρώσει ἑπτά χρόνια στό Μοναστήρι, ἡλικίας τότε 30 ἐτῶν, μ᾿ ἔστειλαν στό Μετόχι Βούλτσιστα τῆς Κατερίνης. Ἐπειδή πράγματι ἤμουν ὀξύθυμος καί νευρώδης, ἐμάλωσα μέ τούς ἐκεῖ Πατέρες κι αὐτοί μ᾿ ἔδιωξαν. ῎Εφυγα. Ἐβάδισα περί τά 4 χιλιόμετρα καί ἔφθασα στό Αἰγίνιο. Ἐκεῖ μέ συνάντησε ὁ ἀγροφύλακας τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ καί μοῦ εἶπε: «Πέταξε τά ράσα καί πήγαινε νά παντρευτῇς, διότι οὔτε στό Μοναστήρι σέ δέχονται οἱ Πατέρες»
-Ἐγώ τοῦ εἶπα: Ἐάν δέν μέ θέλουν στό Μοναστήρι μου, μέ θέλει ἡ Παναγία. ῎Εφθασα στήν Θεσσαλονίκη, καί λόγῳ τρικυμίας, δέν ἔφευγε καράβι γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Στήν πόλι δέν ἐγνώριζα κανέναν καί εἶχα μόνον 75 δραχμές. Ἐπί δέκα ἡμέρες ἐκοιμώμουν στά ἑβραϊκά μνήματα καί ζοῦσα μέ ξηροφαγία. Μέ κυρίευσαν λογισμοί ἀπελπισίας. Ἐπήγαινα στήν παραλία πέρα-δῶθε καί ὁ λογισμός μέ ἐπίεζε νά πέσω μέσα. ῞Ενας τελώνης μέ εἶδε λυπημένον καί μέ πλησίασε.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ;
-Ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, τήν Μονή Γρηγορίου.
-Ἀπό ποῦ κατάγεσαι;
-Ἀπό τό ῾Ηράκλειο Κρήτης.
-῎Εε, πᾶμε νά πιοῦμε ἕνα καφέ.
Ἐπήγαμε στό καφενεῖο, ἀλλά δέν μποροῦσα νά πιῶ καφέ γιατί μέ ἔτρωγε τό σαράκι τοῦ λογισμοῦ. Μοῦ λέγει ὁ τελώνης: «Πᾶμε στό σπίτι μου νά γνωρίσῃς καί τήν γυναῖκα μου πού εἶναι καί πατριώτισσά σου». Ἐπήγαμε. Μοῦ ἔβαλαν νά φάγω. Μά δέν μποροῦσα. Ἐκεῖνος ἔδιωξε τήν γυναῖκα του, μέ ἐπλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Βλέπω ὅτι κάτι σέ ἀπασχολεῖ. Εἴμεθα πατριῶτες καί εἴμεθα στήν ξενητειά. Πρέπει νά ὑποστηρίξουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ποῦ θέλεις νά σέ πάω; Στό ῞Αγιον ῎Ορος; Στήν Κρήτη; Ἐγώ θά σέ πάω. Μή στενοχωριέσαι».
 Ὠνομαζόταν Κωνσταντῖνος Τσαγκαράκης. ῾Ο Θεός νά τόν ἁγιάση (ἀναλύθηκε ὁ παπποῦς σέ δάκρυα). Τό πρωῒ μοῦ ἔβγαλε εἰσιτήριο καί μπῆκα στό βαπόρι γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Τί νά σοῦ πῶ, βρέ ἀδελφέ μου; Μόλις πάτησα τό πόδι μου στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἡ καρδιά μου φτερούγιζε ἀπό χαρά. Πετοῦσα στόν Οὐρανό καί ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ἀπελπισίας ἔφυγαν.
῏Ηλθα στήν πόρτα τῆς Μονῆς Κωνσταμονίτου, καί ἐζήτησα τόν ἡγούμενο Συμεών, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πατριώτης μου. Τοῦ εἶπα τήν ἱστορίαν μου, καί μοῦ εἶπε «:Νά πᾶς στήν Μονή σου καί ἐάν δέν σέ δεχθοῦν νά ἔλθῃς πάλι ἐδῶ». Πράγματι ἐπῆγα καί εὑρῆκα στήν πόρτα τόν Γέρο Βαρλαάμ. Μοῦ εἶπε: «Φῦγε, δέν σέ γνωρίζουμε». Ἐπῆγα πάλι στόν ῾Ηγούμενο τῆς Κωνσταμονίτου, καί κεῖνος μ᾿ ἔστειλε πάλι στήν Γρηγορίου. ῏Ηλθα καί ἐζήτησα τόν ῾Ηγούμενο Ἀθανάσιο, ἀλλά ὁ θυρωρός δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά μπῶ μέσα. Ἐπέστρεψα στήν Κωνσταμονίτου καί ὁ ῾Ηγούμενος μοῦ εἶπε: «Θά πᾶς γιά τρίτη καί τελευταία φορά. Πᾶρε αὐτό τό σχῆμα στά χέρια σου πού σοῦ δίνω.
῞Οποιος σοῦ ἀπαγορεύσει νά μπῇς μέσα, πές του: «῾Ορῖστε, πάρε τό σχῆμα μου κι ἐγώ φεύγω γιά τόν κόσμο καί θά εἶσαι ἐσύ ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τό κατάντημά μου» Πράγματι ἐπῆγα. ῏Ηταν στήν πύλη ὁ Γέρο Βικέντιος. Ἐζήτησα νά ἰδῶ τόν ῾Ηγούμενο, καί ἐκεῖνος προφασίσθηκε. Τοῦ εἶπα, ὅ,τι μέ εἶχε συμβουλεύσει ὁ Κωνσταμονίτης ῾Ηγούμενος. Ἐκεῖνος θορυβήθηκε, ἀλλά δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά μπῶ μέσα. Τέτοιες ὁδηγίες εἶχε πάρει ἀπό τούς ἀνωτέρους του.
Φεύγοντας ἐγώ ἐπῆγα στήν Μονή Ξηροποτάμου, ὅπου ἔμεινα ἀρκετό καιρό. Συχνά ἐπήγαινα στήν Κωνσταμονίτου, ἀλλά σέ καμμιά ἄλλη Μονή δέ ἐσύχναζα. Μετά ἀγόρασα σπίτι στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὅπου καί ἔμεινα περί τά 5 χρόνια.
῾Ο Γέροντάς μου παπᾶ Θανάσης, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦλθα τρεῖς φορές στό Μοναστήρι, ἔστειλε ἔμπιστο πρόσωπο καί μέ ἐκάλεσε νά ἔρθω στήν Μονή. Πράγματι ἦλθα καί εἰδοποίησα μ᾿ ἕνα Μοναχό νά ἔλθῃ ὁ ῾Ηγούμενος στό γεφυράκι τοῦ χειμάρρου Χρέντελι. Ἐκεῖ θά μέ συναντήσῃ.
῏Ηλθε ἐκεῖ ὁ Γέροντάς μου, μέ ἀγκάλιασε καί ἔκλαιγε. Τοῦ εἶπα: «Ἐγώ, Γέροντα, ἔγινα ἀπό ἐσᾶς Μεγαλόσχημος Μοναχός. ῎Εδωσα τίς φρικτές ὑποσχέσεις ἐνώπιόν σας. Οὐδέποτε διαννοήθηκα νά φύγω ἀπό τήν Μετάνοιά μου.
Καί ἐάν ἐσεῖς δέν θά μέ ἐδεχόσαστε, θά  ἔδενα μιά κλωστή καί θά ἐγύριζα τριγύρω στό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐάν μέ δεχθῆτε, ἐγώ ἐπιθυμῶ νά ἀποθάνω στό Μοναστήρι μου».
῎Εγινε Γεροντική σύναξις καί ἀπεφάσισαν νά μέ κρατήσουν παμψηφεί. Μοῦ ἔδωσαν διακόνημα τοῦ παραμάγειρα, μάγειρας ἦταν τότε ὁ π. Ἀρσένιος. ῾Ο ῾Ηγούμενος Βησσαρίων μέ βοήθησε πολύ. Δόξα σοι ὁ Θεός.
-Τώρα στά γεράματα, πόσα κομποσχοίνια κάνεις στό κελλί σου, π. Σωφρόνιε;
Προσεύχομαι ὅσο μπορῶ περισσότερο. Πάντως ὐποχρεωτικά κάθε ἡμέρα θά κάνω 20 κομποσχοίνια τοῦ Χριστοῦ, 20 τῆς Παναγίας, 20 σ᾿ ὅλους τούς ῾Αγίους καί σέ μερικούς ὀνομαστικῶς, 3 γιά τούς Προστάτας μας, 1 γιά τόν ῾Ηγούμενό μας, 1 γιά τούς Κτήτορες, εὐεργέτας καί ἀφιερωτάς. ῞Οταν δέν μπορῶ νά ἔλθω στόν ῾Εσπερινό, κάνω 25 κομποσχοίνια, γιά τό Ἀπόδειπνο κάνω 12 καί γιά τόν ῎Ορθρο 40, ἐνῶ γιά τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας τούς λέγω ἀπέξω δύο φορές τήν ἡμέρα.
-Πῶς θά ἀποκτήσουμε δάκρυα μετανοίας, Γέρο Σωφρόνιε;
Εἶναι δύσκολο νά ἔχουμε δάκρυα, παιδί μου, γιατί αὐτό εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Πάντως ἀπαιτεῖται μνήμη θανάτου, ὁ ὁποῖος μᾶς φέρνει πόνο στήν καρδιά. Χρειάζεται αὐτομεμψία καί συναίσθησι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Νά λέμε, «ἐγώ γυμνός καί ἄθλιος εἶμαι ἀπό χάρι καί ἔργα. Βρῶμα καί ἀκαθαρσία σκορπίζω μέ τήν παρουσία μου στό Μοναστήρι καί στούς ἀδελφούς. Γι᾿ αὐτό σέ παρακαλῶ νά προσεύχεσαι νά μᾶς λυπηθῇ ἡ Παναγία μας, νά σωθοῦμε μέ τίς πρεσβεῖες της.
Μερικές φορές ὁ Θεός μέ παρηγοροῦσε μέ καυτά δάκρυα μετανοίας, τά ὁποῖα  σκόρπιζαν τούς κακούς λογισμούς καί ἅπλωναν μέσα μου μιά βαθειά εἰρήνη. Ἡ ψυχή μου δυνάμωνε μ᾿ αὐτές τίς θεῖες ἐπισκέψεις καί ἔφθανα σέ σημεῖο νά κάνω καί ἀσκήσεις χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός μου.
Δέν θά ξεχάσω, ὅταν ἕνα βράδυ μέ ἐπισκέφθηκε ὁ σεβαστός Γέροντάς μου παπᾶ Ἀθανάσιος. Χωρίς νά τοῦ ἔχω ἀνακοινώσει τίποτε, ἦλθε στό κελλί μου καί προστακτικά μοῦ εἶπε:
-Σήκωσε τά σκεπάσματα τοῦ κρεβατιοῦ σου.
Πάγωσα. Ἤθελα ν᾿ ἀποφύγω αὐτή τήν ἀποκάλυψι. Μέ ἡγούμενο τό θέλημά μου εἶχα βάλει μία στρῶσι χαλίκια κάτω στό κρεβάτι μου καί τά εἶχα σκεπάσει μέ ἕνα σεντόνι. Ἤθελα νά μιμηθῶ τούς μεγάλους ἀσκητές γιά νά ταλαιπωρῶ τίς νύκτες τό σῶμα μου. Ἡ Θεία Χάρις ὅμως ἐφώτισε τόν Γέροντά μου καί ἦλθε ἀμέσως νά μέ λυτρώση ἀπ᾿ αὐτή τήν δαιμονική παγίδα, ἡ ὁποία σίγουρα σέ λίγο καιρό θά μέ ὡδηγοῦσε στήν πλάνη καί τήν ὑπερηφάνια.
Μόνος του λοιπόν, ὁ Γέροντάς μου σήκωσε τά κλινοσκεπάσματά μου καί μέ ρώτησε:
-Τί εἶναι αὐτά, παιδί μου Σωφρόνιε; Ποιός σοῦ ἔδωσε εὐλογία νά κάνης αὐτές τίς ἀσκήσεις;
-Συγχώρεσέ με, Γέροντα. Τά ἔκανα μέ τό θέλημά μου. Ἐπίστευσα ὅτι ἔτσι θά ἠμπορέσω νά ὑποτάξω τό σῶμα καί νά εὐαρεστήσω τόν Θεό.
-Σέ παρακαλῶ, παιδί μου, μή κάνης ποτέ τό θέλημά σου, ἐάν θέλης τήν σωτηρία σου. Στό θέλημα τοῦ μοναχοῦ ὑπάρχει κρυπτός καί ἀταπείνωτος ἐγωϊσμός.
Δόξα τῶ Θεῶ, διότι ἐγώ δέν εἶχα πρόθεσι νά φανερώσω τά θεληματάρικα ἔργα μου στόν Γέροντά μου. Μέ λυπήθηκε ὁ Θεός καί φώτισε τόν Γέροντα. Καί ὁ Θεός διέλυσε σάν ἰστό ἀράχνης τά σχέδια τῶν πονηρῶν δαιμόνων.
-Πάτερ Σωφρόνιε, πές μου τώρα τό καταστάλαγμα τῆς μοναχικῆς σου ζωῆς στό ῞Αγιον ῎Ορος ἐπί 60 τόσα χρόνια.
Εἶμαι ὑπέρ εὐχαριστημένος, διότι εὑρίσκομαι στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἐξαρτῶ τήν σωτηρίαν μου ἀπ᾿ Αὐτήν, διότι Αὐτή εἶπε στόν ῞Αγιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅτι θά προστατεύση τό γένος τῶν Μοναχῶν καί στήν ὥρα τῆς Μελλούσης Κρίσεως θά πρεσβεύσῃ γιά τήν σωτηρίαν ὅλων μας.
-Πρίν φύγετε ἀπό τήν παροῦσα ζωή, πές μας μερικές συμβουλές γιά μᾶς τούς νεωτέρους Πατέρας;
῾Η συμβουλή μου εἶναι νά κάνετε ὑπομονή καί ὑπακοή. Νά τελῆτε τά πνευματικά σας καθήκοντα καί νά ἀποφεύγετε τίς συναναστροφές μέ τούς λαϊκούς. Μή τούς πλησιάζετε μέ θάρρος καί ἀφοβία, γιατί μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔχουν τόν διάβολο μέσα τους. Δέν ἐννοῶ νά τούς μισῆτε, ἀλλά νά φυλάγεσθε. Προσέχετε, ἀδελφοί μου, διότι ὁ διάβολος θά σᾶς πολεμᾶ μέχρι τελευταίας σας ἀναπνοῆς. Γι᾿ αὐτό νά λέγετε στόν φύλακα ῎Αγγελό σας: «῞Αγιε Φύλακα τῆς ψυχῆς μου, φύλαξέ με τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπό κάθε κακή σκέψι πού θά θελήσῃ νά προσβάλῃ τόν νοῦν μου. Μή μέ ἀφήσῃς στά χέρια τοῦ διαβόλου, οὔτε καί νά ἀφήσῃς νά μέ πειράξη περισσότερο ἀπό ὅ,τι μπορῶ νά ἀντέξω. Ἀγαπητέ μου φίλε ῎Αγγελε, νά μπαίνῃς μπροστά ἀπό τόν διάβολο καί νά μέ σκεπάζῃς ἀπό τήν δυναστεία του».
Θέλει μεγάλη προσοχή ἡ καλογερική ζωή, Πατέρες μου. Εἴθε νά μᾶς σκεπάζῃ ἡ Παναγία, καί ὁ ῎Αγγελός μας μέ τά φτερά του.
-Τί προετοιμασία πρέπει νά κάνουμε γιά τόν θάνατό μας, πάτερ Σωφρόνιε;
Νά ἀγωνιζώμεθα μέ προσευχή γιά τήν μετάνοια. Νά παρακαλοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας τήν Παναγία μας νά μᾶς σώσῃ καί νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε κακό. Νά μή ἀπελπιζώμεθα, διότι ὁ Κύριος ἐνίκησε τόν θάνατον καί τόν διάβολο, καί μᾶς ἄνοιξε τήν ὁδό τῆς μετανοίας. ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου προκαλεῖ πόνο στήν καρδιά καί φέρνει τά δάκρυα.

-Πῶς νά προετοιμαζώμεθα γιά τήν Θεία Μετάληψι;
Μέ συντριβή καρδίας καί αὐτομεμψία. Νά λέμε: «ἐγώ εἶμαι βρῶμα καί ἀκαθαρσία. Δέν ἔχω ἔργα, Θεέ μου, καί μόνο στό ἔλεός σου ἐλπίζω. Γυμνός καί τετραχηλισμένος εἶμαι, μή μέ περιφρονήσῃς. Εἶμαι ἄθλιος δοῦλος σου. Σῶσε με. Φύλαξέ με Κύριε, νά μή γίνω θηριάλωτος ὑπό τοῦ νοητοῦ λύκου».
Ξέρεις τί θά εἰπῇ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; Τρέμουν οἱ ῎Αγγελοι, παιδί μου, ὅταν τό βλέπουν. Αὐτοί δέν ἔχουν τό μεγαλεῖο αὐτό πού ἔχουμε ἐμεῖς, δηλαδή νά πλησιάζουμε καί νά κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτό τό Αἷμα του μᾶς ξεπλένει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Βέβαια πάλιν ἁμαρτάνουμε, ἀλλά καί πάλιν καί πάλιν νά κοινωνοῦμε, μέχρις ὅτου μᾶς καθαρίσῃ καί μᾶς ἁγιάσῃ.

-Τί σημαίνει μετάνοια, Γέρο Σωφρόνιε;
Μετάνοια σημαίνει νά ἐξομολογούμεθα τίς ἁμαρτίες μας, καί νά ἀγωνιζώμεθα νά μή κάνουμε τά ἴδια. Σ᾿ αὐτόν ὅπου ἐξομολογεῖται, ὁ διάβολος χάνει τά ὀχυρώματά του. ῞Οταν μετανοήσῃ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν καρδιά του, τότε ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά κάνῃ τίποτε. Νά προσέχουμε τί μᾶς συμβουλεύει ὁ Φύλαξ ῎Αγγελός μας. ῞Οταν μᾶς λέγει στόν λογισμό μας, «μή τό κάνεις αὐτό», ἐμεῖς νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή, διότι ἀριστερά μας εἶναι ὁ διάβολος πού μᾶς παρακινεῖ νά τό κάνουμε. ῾Ο ῎Αγγελος μᾶς τό λέγει μιά φορά καί μέ σοβαρότητα, ἐνῶ ὁ διάβολος μᾶς σπρώχνει συνεχῶς.
-Ποίους ῾Αγίους, Γέροντα, ἔχετε σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια;
Τόν ῞Αγιον Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Γιατί;
Διότι εἶναι ἐγγυητής τῶν ἁμαρτωλῶν. ῾Ο ῞Αγιος Βασίλειος εἶναι αὐστηρός, ἐνῶ ὁ ῞Αγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι μαλακός καί ἐπιεικής. Κάποιος ἁμαρτωλός, ἐπῆγε στόν ῞Αγιο Χρυσόστομο καί τοῦ ἐζήτησε τήν Θείαν Μετάληψι.
῾Ο ῞Αγιος τοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά σέ κοινωνήσω, ἄν πρῶτα μοῦ ὑποσχεθῇς, ὅτι δέν θά ἁμαρτήσῃς πάλι». Καί πράγματι τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐκοινώνησε. ῞Ομως, ὅλους τούς ῾Αγίους τούς ἔχω σέ εὐλάβεια καί τραβῶ κομποσχοίνι σέ ὅσους ἐνθυμοῦμαι. Στούς Προστάτας τῆς Μονῆς κάνω ὁπωσδήποτε κάθε ἡμέρα δύο κομποσχοίνια.

-῎Εχετε δοκιμάσει φανερούς πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο, πάτερ Σωφρόνιε;
-Ναί, πολλούς. ῞Οταν εἶχα ἔλθει ὡς Δόκιμος στήν Μονή, μερικά βράδυα, ὅταν ἐξάπλωνα, ἔβλεπα μπροστά μου ὁλοζώντανη τήν μορφή τῆς Μάννας μου. Μέ κυττοῦσε ἀμίλητη καί μέ σοβαρότητα. Τό εἶπα στόν Γέροντά μου, καί μοῦ εἶπε: «Τό βράδυ, ἄν ξαναέλθῃ, νά μοῦ τό εἰπῇς». Πράγματι ἦλθε. Τό εἶπα στόν Γέροντα. Μοῦ ἐδιάβασε ἐκεῖνος τούς ἐξορκισμούς τοῦ Μ. Βασιλείου, καί ἔκτοτε δέν παρουσιάστηκε.
Μιά ἄλλη φορά, ἤμουν παραμάγειρας, καί μοῦ εἶπε ὁ διακονητής μου Γέρο Αὐξέντιος, νά κατέβω μιά Κυριακή πρωῒ στό μαγειρεῖο νά μαγειρέψω ρεβύθια. Τήν νύκτα, πρίν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία, κατέβαινα γιά τό μαγερεῖο. ῎Ακουσα νά κτυποῦν τά τάλαντα, εἶδα μέσα στήν ἐκκλησία ἀναμμένες λαμπάδες, πολύ φωτοχυσία μέσα. Σκέφθηκα ὅτι οἱ Πατέρες διαβάζουν τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Ἐπῆγα στό μαγειρεῖο, ἄναψα τήν φωτιά, ἔβαλα τά ρεβύθια ἐπάνω καί τραβοῦσα τό κομποσχοίνι μου. ῞Οταν τελείωσα τό μαγείρευμα, ἀκούω τόν Μοναχό Βασίλειο νά κτυπᾷ τό τάλαντο. Τόν φωνάζω «Τί συμβαίνει, τοῦ λέγω, βρέ  πάτερ Βασίλειε; Γιατί κτυπᾶς πάλι τό τάλαντο; Δέν τό κτύπησες πρίν δύο ὧρες πάλι;». Ἐκεῖνος μέ ἐθεώρησε πλανεμένο καί δέν μοῦ ἔδωσε σημασία. ῏Ηλθε ὁ διακονητής μου π. Αὐξέντιος. Τοῦ ἐξήγησα τό περιστατικό. ῾Η ὑπόθεσις ἐπῆγε κατ᾿ εὐθείαν στόν ῾Ηγούμενο. Ἀπεδείχθη ὅτι ἦταν διαβολική πλεκτάνη. ῾Ο ῾Ηγούμενος ἔκτοτε μοῦ ἀπηγόρευσε νά κατεβαίνω μόνος μου στό μαγειρεῖο, παρά μόνο μέ τόν ὑπεύθυνο ἀδελφό.
Μιά ἄλλη φορά ἐπήγαινα μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή Ἰβήρων στήν Μεγίστη Λαύρα. Ἐστάθμευσα γιά λίγο νά ξεκουρασθῶ στό ῾Αγίασμα τοῦ ῾Αγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπου πλησίον ὑπάρχει τό Ρουμάνικο κελλί τῶν ῾Αγίων 40 Μαρτύρων.
 Ἐκεῖ εἶδα ἕνα Μοναχό. Τοῦ μίλησα: «Παρίντε, παρίντε (πάτερ) τί κάνεις; Εὐλογεῖτε. Ἐπῆγα κοντά, τόν ἔπιασα ἀπό τά γένεια. Καί τί λές ἔπιασα; Μιά τούφα ἀπό πράσινα χόρτα. ῏Ηταν ὁ διάβολος μέ τήν μορφή Μοναχοῦ πού ἤθελε νά μέ πειράξῃ.
῎Αλλοτε πάλι, ἕνα πρωῒ κατέβαινα γιά τήν ἐκκλησία. Στήν ἡμικυκλική πετρόσκαλα τῆς ἐσωτερικῆς αὐλῆς, συνήντησα μπροστά μου ἕνα Μοναχό. Μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Μοναχός Αὐξέντιος πού πνίγηκα μέ ἄλλους δύο στό πέλαγος τῆς Σιθωνίας, ὅταν πηγαίναμε πρό ἐτῶν, κατ᾿ ἐντολή τῶν Γεροντάδων στό Μετόχι μας, στό χωριό Νέος Μαρμαρᾶς Χαλκιδικῆς.
 Νά εἰπῇς σ᾿ αὐτούς τούς Γεροντάδες, πού μᾶς ἔστειλαν ὅτι ἐμεῖς δέν πνιγήκαμε, γιατί μᾶς ἔσωσε ἡ ὑπακοή". ῎Αλλοτε πάλι ὁ ἴδιος Μοναχός Αὐξέντιος, παρουσιάσθηκε μία νύκτα στόν ἐπίτροπο τῆς Μονῆς παπᾶ Φώτιο, τοῦ κτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. ῾Ο παπᾶ Φώτιος τοῦ ἀποκρίθηκε.
-Ἐμπρός, ποιός εἶναι;
-Εἶμαι ὁ Αὐξέντιος.
-Μά, αὐτός πνίγηκε προχθές στήν θάλασσα.
-Αὐτοί πού τελειώνονται στήν ὑπακοή δέν πνίγονται. Καί ἐξαφανίσθηκε.
῾Η τελευταία μου ἐπίσκεψις στό κελλί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
-Εὐλογεῖτε, Γέρο Σωφρόνιε.
-῾Ο Χριστός καί ἡ Παναγία νά σέ εὐλογοῦν.
-Πῶς πάει τό κουράγιο σου;
-Γρήγορα θά φύγω. Ἐλπίζω στήν Παναγία μας, τό Προπύργιο τῶν Ὀρθοδόξων καί τήν ἀκαταμάχητη Προστασία μας, ὅτι θά μέ βοηθήσῃ στήν ὥρα τοῦ θανάτου μου.
-῞Οταν πᾶς, Γέροντα, ἐπάνω στόν Παράδεισο, νά θυμᾶσαι καί ἐμᾶς τούς ἀδελφούς σου πού ζήσαμε ἐδῶ μαζί 13 χρόνια.
-Μή λέγεις τέτοια λόγια. Δέν εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά προσευχηθῶ γιἀ σᾶς, διότι εἶμαι βρῶμα καί δυσωδία. Εἶμε πόρνος καί ὁ πάτος τῆς κολάσεως. Μά ἄν μέ ἐλεήσῃ ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία μας, πῶς θά μπορέσω νά ξεχάσω ἐσᾶς τά νέα Καλογέρια τῆς Μονῆς μας;
-Τί νά κάνουμε γιά νά σωθοῦμε, πάτερ Σωφρόνιε;
-Μή κάνετε τέτοιες ἐρωτήσεις, γιατί ρίχνετε τόν ἄλλον στήν ὑπερηφάνεια καί στήν κενοδοξία. Ποῖος εἶμαι ἐγώ πού θά σᾶς συμβουλεύσω; Μά ἄν θέλετε νά γίνετε καλοί Μοναχοί, νά κάνετε τά κομποσχοίνια σας, νά μισῆτε τήν ὑπερηφάνεια, ν᾿ ἀποφεύγετε τά ἀξιώματα καί τά κοσμικά μεγαλεῖα, διότι αὐτά βυθίζουν τόν ἄνθρωπο στήν ἀμετανοησία.
῎Αχ! τί μεγάλο κακό εἶναι ὁ παγκάκιστος  ἐχθρός στούς ἀνθρώπους !! Αὐτός δέν ἡσυχάζει νά πολεμῇ τούς Μοναχούς μέ τήν φαντασία καί τίς πονηρές σκέψεις. Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς νά ἔχουμε τόν νοῦν μας στραμμένο μέ ἐλπίδα καί ὑπομονή στόν Χριστό καί τήν Παναγία μας.
Ἔμεινε συνολικά 15 ἡμέρες, στό κρεβάτι του καί πρό τῆς κοιμήσεώς του, κάλεσε τόν Πνευματικό τῆς Μονῆς νά πάη στό κελλί του. Τοῦ ἐζήτησε νά ἐξομολογηθῆ. Ἐξωμολογήθηκε καί ὁ Πνευματικός τοῦ διάβασε συγχωρητική εὐχή. Κατόπιν ἐφώναξε τόν διακονητή του, τόν μοναχό Νικόδημο καί ζήτησαν συγχώρησι μεταξύ τους.
Μετά οἱ Πατέρες ἄρχισαν νά διαβάζουν τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί πρίν τελειώσουν ὁ Γέρο-Σωφρόνιος ἐκοιμήθη μέ βαθειά εἰρήνη. Ἡ κοίμησίς του ἦτο τόσο ἀνεπαίσθητη, ὥστε ὁ ἰατρός τῆς Μονῆς μας π. Λουκᾶς, χρειάσθηκε νά τόν ψηλαφήση γιά νά βεβαιωθῆ. Ἐντύπωσι προκάλεσε σ᾿ ὅλους τό φωτεινό καί εἰρηνικό πρόσωπό του. Ἐνόμιζε κανείς ὅτι κοιμᾶται.
Ἐκοιμήθη στίς 15 Ἀπριλίου 1991, δύο ὧρες μετά τό πέρας τῆς θ. Λειτουργίας. Σύμφωνα
μέ τίς ἰατρικές πληροφορίες τῶν γιατρῶν  τῆς Μονῆς μας, ἔπασχε, πρίν ἀπό πολλές δεκαετίες ἀπό χρόνιο ἀλλεργικό ἆσθμα καί καρδιακή ἀνεπάρκεια. Τό τελευταῖο διάστημα τῆς ζωῆς του ἔπασχε ἀπό μή ἀναστρέψιμο πνευμονικό οἴδημα.
Ἐγκατέλειψε τά ἐπίγεια γιά νά τά ἀνταλλάξῃ μέ τά οὐράνια. Ἀνεπαύθη ἀπό τούς πολλούς ἀσκητικούς του πόνους, τά βάσανά του, τούς κατατρεγμούς του, τίς ἀρρώστειές του, καί τίς δαιμονικές ἐνοχλήσεις.
῎Εφυγε ἀπό τόν κόσμο, ἀφοῦ ἔζησε στό Μοναστήρι 62 χρόνια μέ τελεία ξενητεία χωρίς νά γνωρίζῃ γιά τούς συγγενεῖς του ποῦ εἶναι  κι ἄν εὑρίσκονται στήν ζωή.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀδελφέ μας Γέροντα Σωφρόνιε. ῾Ετοίμασε τόπον καί γιά ἐμᾶς στίς αἰώνιες Μονές τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν.



Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου  
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω  
2005

Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου