Σελίδες

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (Ἀπό τό: Ὁ βίος τῆς Παναγίας, Ἀρχιμ. Χ. Βασιλόπουλου)

undefined
Στην Καινή Διαθήκη ο θάνατος ονομάζεται και κοίμησις, τα δε νεκροταφεία «κοιμητήρια». Διά τους πιστούς ο θάνατος είναι ύπνος. Διότι όπως το βράδυ βγάζει κανείς τα ρούχα του και κοιμάται για να ξυπνήση το πρωί με ακμαίες δυνάμεις και να τα ξαναφορέση, έτσι και στο θάνατο. ο άνθρωπος αφήνει το σώμα του, για να το ξαναφέρη σ την Άνάστασι των νεκρών, κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του Χρίστου και να ζήση εις εύτυχέστερον κόσμον.
Σ την γλώσσα της Χριστιανωσύνης και ο θάνατος της Παναγίας ονομάζεται Κοίμησις. Πότε όμως έκοιμήθη η Θεοτόκος; η Παράδοσις και οι γραπτές μαρτυρίες, που σωθήκανε λένε, ότι η Παναγία έζησε ένδεκα χρόνια μετά την Ανάληψι τού Κυρίου.
Τριών ετών επήγε εις τον Ναόν. Στα δεκαέξη εμνηστεύθη τον Ιωσήφ. Στα 49 ανελήφθη ο Κύριος. Και στο εξηκοστόν έκοιμήθη.
Έζησε δε πάντα Στα “Ιεροσόλυμα, εκεί που ο Θεάνθρωπος θυσιάσθηκε για τή σωτηρία της άνθρωπότητος και έθριάμβευσε με την ένδοξον Άνάστασίν του…

Η Παναγία ανέβαινε συχνά στο όρος των Ελαιών, από το όποιον άνελήφθη ο Κύριος. Εκεί με ιερή συγκίνησι προσευχόταν στον Ουράνιο Πατέρα και στον Υιόν της.
Πάντοτε έφερνε στον νουν της τις μεγάλες εκείνες ώρες τού Ιησού και δάκρυα ευγνωμοσύνης κυλούσανε από τα θεία της μάτια…
Τρεις ημέρες, προτοϋ κοιμηθή, ειδοποιήθηκε η Παρθένος από Άγγελο του Ουρανού για την κοίμησί της. Λέγεται, ότι ο Άγγελος, πού της έφερε την αγγελία της κοιμήσεως, ήτανε και πάλιν ο Γαβριήλ, ο όποιος άλλοτε της είχε φέρει το μεγάλο μήνυμα τού Ευαγγελισμού και της είχε ε’ιπή το «Χαίρε Κεχαριτωμένη…». ο Ουρανόσταλτος Άγγελος της είπε τώρα να μή ταραχθή, άλλά να δεχθή με εύφροσύνην και το νέο μήνυμα της κοιμήσεως της, διότι την προσμένει η αθάνατη ζωή πλησίον τού Υίοϋ της.
Καμμία ταραχή και καμμία λύπη δεν ταράζει τότε την καρδιά της Παρθένου. Αλλά αντιθέτως πλημμυρίζει από χαρά και επιθυμία πότε θα βρεθή κοντά στον Χριστόν.
Προτού, λοιπόν, ανακοίνωση πουθενά τίποτε για το θείο άγγελμα,, ανέβηκε για τελευταία φορά στο όρος των Έλαιών, για να κάνη την προσευχή της. Λένε, ότι στο άνηφόρισμά της τα δε νδρα την ύποδεχτήκανε με χαμηλωμένα τα κλαδιά τους και σκυμμένες τις κορυφές τους. Στο γεγονός αυτό δίδεται η έξήγησις πού λέει, ότι και η άψυχος φύσις με θεία δύναμι έδειξε σεβασμό σ την Αγνή Μητέρα, πού ανάλωσε όλη της την ζωή στο θέλημα τού Θεού.
Μετά την προσευχή της στο όρος, επέστρεψε και πάλι στα Ιεροσόλυμα, όπου άρχισε να έτοιμάζη τα απαραίτητα, διά τον ενταφιασμό της. Άναψε φώτα και λαμπάδες στο σπίτι της και κάλεσε τις γνωστές φίλες της Χριστιανές, στις όποιες άνεκοίνωσε το μήνυμα της κοιμήσεως της. Εκείνες κλάψανε για το χωρισμό.
Εκεί, ύστερα από λίγο, συναθροίσθησαν θαυματουργικά οι Απόστολοι εκ περάτων της γης, τούς άρπαξε θείο σύννεφο και τούς έφερε αιθέριους στή Γεθσημανή, στο σπίτι της Θεοτόκου. Στη θέλησι του Παντοδυνάμου Θεού τίποτε το αδύνατον!
Μαζί με τούς άλλους μαθητές και Αποστόλους τού Χριστού το σύννεφο έφερε στην Άγια Πόλι και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον Άγιο Ιερόθεο, τον Απόστολο Τιμόθεο και άλλους θεοσόφους Τεράρχες.
Επειδή, λοιπόν, οί συγκεντρωθέντες άρχισαν να κλαίνε, μόλις μάθανε, ότι πλησιάζει η έκδημία της Θεοτόκου, Εκείνη τούς είπε:
—Ω φίλοι και μαθηταί του Ιησού και Θεού μου, μή κάνετε πένθος και λύπη την χαρά μου, αλλά ενταφιάστε το σώμα μου, όταν θα έλθη η στιγμή να κοιμηθώ.
Και σε λίγο να! Φθάνει, λέγουν, εκεί και ο φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου, ο Απόστολος τών Εθνών Παύλος ο όποιος με σεβασμό χαιρετάει την Παρθένο και της πλέκει το εγκώμιο.
Έπειτα, μέσα σέ μιά ατμόσφαιρα κατανυκτικής σιγής, η Θεοτόκος αποχαιρετάει όλους και παρακαλεί τον Θεό, για την ειρήνη τοϋ κόσμου.
Παίρνει κατόπιν την νεκρική στάσι στο «νεκροκρέββατο» και η θεία της πνοή, η ολόφωτη και Πάναγνη ψυχή της, πετάει προς τον Ουρανό. Ανηφορίζει στον θρόνο τού Θεοϋ, κοντά στο Υιό της.
Ύστερα άπ’ αυτό γεμάτοι από θεία και ιερή συγκίνησι οί μαθητές και Απόστολοι τοϋ Χρίστου και πλήθος Χριστιανών κηδέψανε το Άγιο Σώμα της.
Η κηδεία της ήτανε μιά πομπή κατανυκτική. Οι Απόστολοι κρατούσανε το φέρετρο, ενώ άλλοι προχωρούσανε μπροστά, ψάλλοντες ύμνους. Καί πάνω άπό τις ανθρώπινες φωνές ακουγόταν καί κυριαρχούσε μιά αόρατη Ουράνια ψαλμωδία. “Ητανε οί αρμονικές φωνές τών Αγγέλων καί τών Ασωμάτων Δυνάμεων.
Οί φθονεροί όμως άρχοντες τών Ιουδαίων, οί πάντοτε εχθροί τού Χρίστου καί της Πανα¬γίας, ώργάνωσαν μερικούς άπό το πλήθος εναντίον της νεκρικής πομπής καί τούς παρεκίνησαν να πετάξουν κάτω στή γη το Αγιο Σκήνος της Παρθένου. Συνέβη όμως τότε ένα θαυμαστό γεγονός:
Ο Κύριος δε ν ήταν δυνατόν ν’ αφήση το άγιο Σώμα της Μητέρας Του, το «Θεοδόχον Σώμα» να πεταχτή από τούς ασεβείς στο δρόμο. η θεία Δίκη πρόλαβε εκείνους, πού τολμήσανε ν’ ασεβήσουν καί τούς τύφλωσε!
Ένας δε Εβραίος άπό τον άγριο εκείνο συρφετό, πού με θράσος άρπαξε το φέρετρο, είδε πιό φανερή την θεία τιμωρία. Όχι μονά¬χα τυφλώθηκε, άλλά καί τα ασεβή χέρια του κοπήκανε και μείνανε να νοιώση συντριβή ψυχής, να πιστέψη στο Χριστό και ν’ αναγνώριση την Παναγία, Μητέρα τού Κυρίου.
Ύστερα άπ’ αυτό θεραπεύτηκε. Λένε μάλιστα, πως εκείνος πήρε από το φόρεμα της Παναγίας ένα μικρό κομμάτι, με το όποιο γιατρεύτηκαν έπειτα καί όλοι όσοι τιμωρήθηκαν με τύφλωσι την ημέρα εκείνη. με το κομμάτι εκείνο τού ιματίου της τούς άγγιξε ο θεραπευθείς στα τυφλωμένα μάτια τους, και όλοι, αφού πίστεψαν, γιατρεύτηκαν.
Περί Μεταστάσεως
Ή εκκλησιαστική Παράδοσις ομιλεί καί περί «μεταστάσεως» της Θεοτόκου…
Μετά τον ενταφιασμό της Παναγίας οί άγιοι Απόστολοι παρέμειναν λίγες μέρες εις το χωρίον Γεθσημανή.
Έκεί —σύμφωνα με την Παράδοση— ήκουον συνεχώς επί τριήμερον ύμνους και αγγελικός μελωδίας. Όταν έγινε ο ενταφιασμός της Παναγίας ένας έκ των Αποστόλων απου¬σίαζε. Έφθασε στην Γεθσημανή τρεις ήμερες μετά την ταφή της.
Τότε οι άλλοι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο της Παναγίας για να προσκύνηση και ο απόστολος πού απουσίαζε, το Θεοδόχο Σώμα της.
Όλοι όμως στο άνοιγμα έμειναν κατάπληκτοι. Ο τάφος ήτανε άδειος! Είχε μονάχα την σινδόνα! η Θεοτόκος είχε μεταστή εκ του τάφου.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία σέβεται την Παράδοσιν της μεταστάσεως της Θεοτόκου και θεωρεί αυ την ως «Μυστικόν Δόγμα», όπως λέγει ο “Αγιος Νικόδημος το όποιον δε ν «δύναται να δημοσιευθή έπ’ Εκκλησίας».
Αντιθέτως, ο παπισμός την ευσεβή παράδοσιν περί ενσωμάτου μεταστάσεως η αναλήψεως της Θεοτόκου εις τον ούρανόν, την άνήγαγεν πραξικοπηματικώς εις δόγμα, κάνοντας χρήσιν τού αυθαιρέτου παπικοϋ αλάθητου.
Τό νέον αυτό δόγμα άνεκήρυξεν ο πάπας Πίος ΙΒ’, την Ιην Νοεμβρίου 1950 και το επεκύρωσε εν συνεχεία με παπική βούλλαν, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει:
«Τυγχάνει υπό του Θεού αποκαλυφθέν δόγμα, ότι η Αμίαντος και Αειπάρθενος Θεομήτωρ, μετά την έπί γης ζωήν αυτής, μετέστη έν σώματι και ψυχή εις την ούράνιον δόξαν». Αλλά αυτό είναι άνήκουστον, διότι όπως λέγουν και πολλοί παπικοί, οί πρώτες πληροφορίες περί της μεταστάσεως δε ν προέρχονται άπό την Γραφήν και την Αποστολικήν Παράδοσιν, αλλά άπό τα απόκρυφα του 4ου αιώνος, τα όποια δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ώς σοβαρόν θεμέλιον δόγματος.
Απαραίτητος προϋπόθεσις του δόγματος είναι να αναφέρεται τοϋτο μόνον εις την Αγίαν Γραφήν, εις την Αποστολικήν Παράδοσιν και εις την Έκκλησιαστικήν δογματικήν Παράδοσιν, η οποία περιέχεται εις την συμφωνίαν τών Ιερών Συνόδων και των θεοφόρων Πατέρων, πράγμα το όποιον δε ν συμβαίνει με το θέμα της Μεταστάσεως. Δι’ αυτό και ή
Όρθόδοξος Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το νέον παπικόν δόγμα, την παπικήν αυ την αύθαιρεσίαν…
«Έν τιμή έστω Μαρία»
Η Ορθόδοξος Εκκλησία δε χεται την όρθήν άποψιν καί απορρίπτει τις υπερβολές. Ακολουθεί την Αποστολική Παράδοσι καί απαγορεύει την λατρευτική προσκύνησι, η την λατρεία της Θεοτόκου. Στο σημείο αυτό είναι σύμφωνος με την γνώμη τού Άγιου έπιφανίου, ο όποιος λέγει: «Την Μαρίαν μηδείς προσκυνείτω». Δηλαδή να μήν την λατρεύη κανείς σάν Θεά. Διότι η λατρεία ανήκει Μόνον στην Αγία Τριάδα: τον Πατέρα, τον Υίόν καί το Άγιον Πνεύμα. Στην Παναγία επιβάλλεται η τιμητική προσκύνησις. ο Άγιος Έπιφάνιος λέγει: «Έν τιμή εστω Μαρία».
Τέτοια τιμητική προσκύνησις ανήκει σε όλους τους Άγιους. Ξεχωριστά όμως καί τιμητικώτερα στην Παναγία, η Οποία έγινε Μητέρα του Θεού. Ο Υιός είναι Θεός, η Μητέρα είναι άνθρωπος. Άλλη είναι η δόξα τού Θεού και άλλη η δόξα της Παναγίας.
Έτσι η Όρθόδοξος Εκκλησία χαράζει τον σωστό δρόμο. Ακολουθεί την Βασιλική όδό. Όχι της λατρευτικής, άλλά της τιμητικής προσκυνήσεως της Παναγίας. δε ν δε χεται την Μαριολατρεία τών Παπικών, άλλά απορρίπτει καί την ακρότητα τών Προτεσταντών.
Ή Παναγία πρεσβεύει εις τον Υίόν της υπέρ ημών. «Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ σώσον ημάς». Εις μεσίτης μεταξύ Θεού καί ανθρώπων ο Ίησοϋς Χριστός. η Παναγία πρεσβεύει, δε εται στον Υίόν Της Θεόν, για την σωτηρία τών αμαρτωλών. Διότι όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος, «Πολλά ισχύει δέησις Μη¬τρός προς ευμένειαν Δεσπότου».
Δι’ αυτό πιο κάτω καί εμείς παραθέτομεν τον Παρακλητικόν Κανόνα, διά να τον έχουν πρόχειρον οί πιστοί καί να τον λέγουν παντού καί πάντοτε.
Ο τάφος της Παρθένου
Ή Παναγία έκοιμήθη καί ετάφη Στα Ιεροσόλυμα, στο χωρίον Γεθσημανή. Ο τάφος της Θεομήτορος στην Γεθσημανή σώζεται και ανήκει στους Όρθοδόξους από τους χρόνους της Ελένης. Θεωρείται δε σπουδαία θρησκευτική κληρονομιά για την Όρθοδοξία.
Οι Παπικοί ένοχλούνται πολύ από το γεγονός αυτό. Για αυτό σκεφθήκανε να το αμφισβητήσουν. Για ν’ αφαιρέσουν μάλιστα κάτι από την δόξα αυτή της Όρθοδοξίας, δημιουργήσανε ένα ψεύτικο θόρυβο και είπανε, ότι η Παναγία έζησε κι’ ετάφη, όχι στα Ιεροσόλυμα, στην Γεθσημανή, αλλά στην Έφεσο!
Και αυτό το στηρίζουν —άκουσον, άκουσον— στο όνειρο μιάς φραγκοκαλόγρηας, που είδε τον περασμένο αιώνα. Οι δε Τούρκοι το δεχθηκαν αυτό ευχαρίστως χάριν του Τουρισμού τους…
Τα ψεύτικα όμως αυτά κατασκευάσματα των Παπικών τα διαλύει και τα εξαφανίζει η Ιστορία, η Παράδοσις και η Υμνογραφία. Οι επιδιώξεις τών παπικών και η σύγχυσις πού προσπαθούν να επιτύχουν στο σημείο αυτό αποτυγχάνουν.
Όπως αναφέρουν οι ιστορικές πηγές, η Παναγία ετάφη στην Γεθσημανή. Σέ κώδικα του 11ου αιώνος μ.Χ., ο οποίος ευρίσκεται σ την βιβλιοθήκη του Βατικανού, υπάρχει κατάλογος τών Ναών, που ίδρυσε η Άγια Ελένη. Μεταξύ δε τών Ναών αυτών αναγράφεται τέταρτος κατά σειράν ο Ναός αυτός: «Εκκλησία εν Γεθσημανή επί του τάφου της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Η αυτοκράτειρα Πουλχερία άνοιξε τον τάφο της Παρθένου και μέρος τών «νεκρικών οθονίων» μετεκομίσθη ευλαβικά και εφυλάχθη στην Κωνσταντινούπολη στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
Ο σημερινός ναός της Παναγίας Στα Ιεροσόλυμα έχει μήκος 30 μέτρα και πλάτος οκτώ. Ο τάφος είναι λαξευμένος σέ βράχο και βρίσκεται στα δεξιά του εισερχομένου πιστού.
Τό γεγονός, ότι ο τάφος της Θεομήτορος βρίσκεται σ την Γεθσημενή ενισχύουν και οί αρχαίοι ύμνοι της Εκκλησίας, οι όποιοι γραφήκανε από ευσεβείς και αφανείς υμνογράφους. να τί λέγει ένα τροπάριο για το μέρος της Αναπαύσεως της Ευλογημένης:
«Χαίρε Γεθσημανή το τέμενος το θείον της μόνης Θεοτόκου, εν ώπερ ανεκλήθη απάντων η Βασίλισσα».
Κανένας εις το πέρασμα τών αιώνων, έκτος τών Παπικών, δεν σκέφτηκε ν’ αμφισβήτηση τα άγια κι’ αδιάψευστα λόγια της Αειπάρθενου προς τούς Αποστόλους, πού επαναλαμβά¬νουν με ιερή συγκίνηση χιλιάδες κι’ εκατοντάδες χιλιάδων Χριστιανικές φωνές:
«Απόστολοι εκ περάτων σνναθροισθέντες ενθάδε ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ τω χωρίω κηδευσατέ μου το Σώμα…».
Ο κορυφαίος υμνογράφος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σέ Κανόνα, πού ψάλλεται κατά την ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως, ως τόπον κοιμήσεως της Θεοτόκου αναφέρει την Σιών, δηλαδή την Ιερουσαλήμ.
«Όμολογούμεν την Άγίαν Παρθένον Θεοτόκον»
Στην ‘Ορθόδοξον Έκκλησίαν η Παναγία είναι: α) ‘Αειπάρθενος καί β) Θεοτόκος. η Παναγία εγέννησε Παρθένος και έμεινε Παρθένος σ’ όλη την επίγειο ζωή της. Γέννησε δε Θεόν και όχι «τον άνθρωπον Χριστόν», όπως υποστηρίζουν βλασφημουντές οι αιρετικοί.
Στην πρώτη Εκκλησία δε ν φαίνεται μεγάλη τιμή. Διότι η Εκκλησία εφοβείτο μήπως οί πιστοί την εκλάβουν ώς Θεάν, όπως ήσαν συνηθισμένοι άπό την είδωλολατρείαν με τις θεές: Αθηνάν, Αρτέμιδα, Ήραν. Παρ’ όλα αυτά ο σεβασμός στο πρόσωπο της Παναγίας παρεξηγήθη από Χριστιανούς ωρισμένων μερών, όπως της Αραβίας, της Σκυθίας καί της Θράκης και κατάντησε στο τέλος λατρεία της Μαρίας. Αυτό ωνομάσθηκε Μαριολατρεία.
Έκτος όμως άπό αυτή την έκδήλωσι, εμφανίστηκαν και βλασφημουντές κατά της Αειπαρθένου, οί όποιοι έδίδασκαν, ότι η Μαρία, μετά την γέννησι τού Χριστού, έγέννησε καί άλλα παιδιά με τον Ιωσήφ, αυτοί είναι σήμερα οί Προτεστάνται (Ευαγγελικοί – Μεθοδισταί, Βαπτισταί) κ.λπ. καί περισσότερον οι αντίχριστοι Ίεχωβάδες, όπως γράφομε εις άλλην σελίδα.
Χαλασμένα μυαλά καί άπύλωτα στόματα προσπαθήσανε να μιάνουν την θεία Κιβωτό, την Παρθένο, καί να την παρουσιάσουν «Χρυστοτόκο» δηλαδή «ανθρωποτόκο». Σκοτεινός νους αυτής της αιρετικής σκέψεως ήτανε ο Νέστορας καί σήμερα οί Πρετεστάνται.
Γιά τις αιρέσεις αυτές συνήλθε σ την Έφεσο η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. Αυτοκράτορας στο Βυζάντιο τότε ήτανε ο Θεοδόσιος ο Μικρός.
Η Σύνοδος ως γνωστόν, κατεδίκασε την αίρεσι του Νεστορίου και έξέδωκε τον παρακάτω όρον πίστεως:
«Όμολογούμεν την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον, δια τον Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ένανθρωπήσαι και έξ αυτής της συλλήψεως ένώσαι έαυτω τον εξ αυτής ληφθέντα ναόν».
Η απόφασις των 200 Πατέρων της Συνόδου εκείνης πανηγυρίστηκε από τον λαό της Εφέσου και οί Πατέρες έγιναν άντικείμενον θερμών ζητωκραυγών.
Η Ορθοδοξία θέλει την Παναγία σε θέσι δόξης. Σύμφωνα με την Ορθόδοξο διδασκαλία η θέσις της Παρθένου «ετέθη ευθύς αμέσως μετά τον Χριστόν». Είναι «η μετά Θεόν Θεός», κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον.
Πηγή: Ο βίος της Παναγίας, Αρχιμανδρίτου Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, Εκδόσεις Ορθοδόξου Τύπου
 http://vatopaidi.wordpress.com/2010/08/15

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου