Σελίδες

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Ἡ μοναχική ζωή ὡς ἀπάντηση στήν ἐκκοσμικευμένη ζωή τῶν Χριστιανῶν

ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ Α΄. 
ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ

  1. Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ

    Ἡ μοναχική ζωή ὡς ἀπάντηση στήν ἐκκοσμικευμένη ζωή τῶν Χριστιανῶν.


    Ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν Ἐνοριῶν σηματοδοτήθηκε μέ τήν κατάλυση τῆς ἀκτημοσύνης-κοινοκτημοσύνης τῶν μελῶν τους καί τήν ἀπόκτηση ἀπό τούς χριστιανούς ἰδιωτικῆς περιουσίας. Αὐτό συνέβη ἀντίθετικά μέ ὅ,τι συνέβαινε στούς πρώτους χριστιανούς.

    «Κατά τά πρῶτα χρόνια τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας», σημειώνει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «στούς πρώτους Χριστιανούς, ἔχομε κομμουνιστικό σύστημα διαβιώσεως». Καί συνεχίζει: «Ὅποιος...διαβάσει τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, βλέπει καθαρά ὅτι ὅλοι τότε εἶχαν τά πάντα κοινά. Καί ὅποιος ἤθελε νά βαπτισθῆ, ἔπρεπε ὅ,τι εἶχε στήν κατοχή του νά τό δώσει στό κοινό ταμεῖο τῆς Ἐνορίας. Κανένας δέν εἶχε ἀτομική περιουσία. Ὅλα ἦσαν κοινά. Μάλιστα ἔχομε τό περίφημο παράδειγμα τοῦ Ἀνανία, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τήν γυναῖκα του εἶπαν ψέμματα καί πέθαναν ἀμέσως!

    Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτή ἡ κατάσταση ὑπῆρχε μόνο στήν Ἀποστολική Ἐνορία. Ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς εἶχε πεῖ στούς εἰδωλολάτρες ὅτι “Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἔχομε τά πάντα κοινά”66. Ἄν λάβωμε τώρα ὑπ' ὄψιν ὅτι ὁ Ἰουστῖνος ὁ μάρτυς πέθανε περί τά τέλη τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνα καί ὅτι Ἐκεῖνος δέν εἶχε ὑπ' ὄψιν του καμμία Ἐνορία Χριστιανῶν πού νά μήν εἶχαν ὅλοι τά πάντα κοινά, σημαίνει ὅτι ὁ θεσμός αὐτός τῆς κοινοκτημοσύνης κράτησε τοὐλάχιστον διακόσια χρόνια (ὅπως καί οἱ κοινές τράπεζες δηλαδή τό «ὁμοδίαιτον»). Ἀργότερα ὁ θεσμός αὐτός ἄρχισε νά διαλύεται καί τότε ἄρχισε νά ἐμφανίζεται ὁ κοινοβιακός μοναχισμός. Ὅταν πρωτοεμφανίζεται ὁ μοναχισμός, ὀνομάζεται Ἀποστολική ζωή. Αὐτός ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς –μέ τά πάντα κοινά– διασώθηκε μέσῳ τῶν αἰώνων στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό. Αὐτός ὅμως, ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός, γιά νά ἐπιτύχει, πρέπει πρῶτα νά προηγηθεῖ στόν ἄνθρωπο μία ἐσωτερική ἀλλαγή, μιά ἀλλαγή στήν στάση ζωῆς, πού ὀφείλεται στήν μετάνοια...

    Στήν Ἐκκλησία, τό Ἅγιο Βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο, πού «δυνάμει» ἐπιφέρει αὐτήν τήν ἀλλαγή στόν ἄνθρωπο. Ὁ πυρήνας ὅμως τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, πού ἤκμασε ἐπί τόσους αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀσκητική ἀγωγή.

    Οἱ Πατέρες, γιά νά ἐπιτύχουν αὐτήν τήν ἀλλαγή στόν ἄνθρωπο, αὐτό πού ὀνομάζουν «καλήν ἀλλοίωσιν», ὥστε ἡ ἀλλαγή νά γίνει καί «ἐνεργείᾳ», λένε ὅτι χρειάζεται στόν ἄνθρωπο ἡ ἀσκητική ἀγωγή. Γι' αὐτό ὑπάρχουν στόν μοναχισμό ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή. Αὐτά δέν εἶναι ὅμως μόνο γιά τούς ἀγάμους, ἐξ ἐπόψεως Πατερικῆς, ἀλλά εἶναι καί γιά τούς ἐγγάμους.

    Ἀπόδειξη;... Ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἀσκητικούς συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας παντρεμένος δεσπότης (τότε ἐπιτρεπόταν αὐτό), ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔχει γράψει κι ἕνα πολύ ὡραῖο βιβλίο Περί Παρθενίας.

    Μερικοί νομίζουν ὅτι ἡ παρθενία συνίσταται μόνο στήν βιολογική παρθενία ἤ παρθενία τοῦ σώματος. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό τό πνεῦμα τῶν Πατέρων. Ὅταν οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά ἐγκράτεια καί νηστεία, ἀναφέρονται καί στούς ἐγγάμους (στήν Πατερική γλῶσσα ἡ ἐγκράτεια στήν σαρκική σχέση μεταξύ τῶν συζύγων ὀνομάζεται σωφροσύνη).

    Ἡ ἀσκητική ἀγωγή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἱστορικά τοὐλάχιστον, σημειώθηκε κυρίως στά ἀσκητικά καί μοναστικά κέντρα τῆς Ἐκκλησίας. Παλαιότερα τά Mοναστήρια δέν ἦσαν μόνο ἔξω στίς ἐρημιές, ἀλλά ἦσαν καί μέσα στίς πόλεις. Ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν γεμάτη ἀπό Mοναστήρια καί γι’ αὐτό τήν ἀποκαλοῦσαν τό Μέγα Μοναστήρι. Ἡ σημερινή τάση εἶναι νά διώχνουμε τά Mοναστήρια ἀπό τίς πόλεις καί νά πηγαίνουν στά βουνά, γιά νά μήν ἐπηρεάζουν τούς ἀνθρώπους καί μολυνθῆ(!) ὁ Νεοελληνισμός, πού ἤθελε πάντοτε νά ἀκολουθεῖ τόν ἀστισμό. Βέβαια, γιά νά ἐπιτύχει, γιά νά ἀναπτυχθεῖ, ἡ ἀστική κοινωνία, γιά νά στερεωθοῦν οἱ μπουρζουά (ἀστοί), πού εἶναι οἱ φορεῖς τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ καί Ἀμερικανικοῦ πολιτισμοῦ, ἔπρεπε νά παραμερισθεῖ ἀπό τίς πόλεις ὁ μοναχισμός ὡς ἐπικίνδυνος»67.

    Ὁ μοναχισμός, ἑπομένως, ἄρχισε ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν ζωή μοναχική, ἀσκητική κατά μίμηση τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μετά τούς διωγμούς καθώς καί στήν ἐποχή τῆς Ὀρθόδοξης Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας ἤ ὅπως λέγεται τοῦ «Βυζαντίου»68 οἱ κοσμικοί (λαϊκοί) τῶν Ἐνοριῶν συνέχισαν νά ζοῦν, ἐν πολλοῖς, χριστιανικά, ἀλλά ὄχι κατά τόν τέλειο βαθμό τῶν πρώτων χριστιανῶν. Οἱ πιό ζηλωτές ἀποχωρίζονταν ὄχι μόνον «τροπικά» ἀλλά καί «τοπικά» ἀπό τόν «κόσμο». Φεύγοντας στήν ἔρημο, προσπαθοῦσαν νά κρατήσουν ἄσβηστο τό «πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς»69, ἱδρύοντας μοναστικά κοινόβια ἤ ἀσκώντας τόν ἡρωϊκό «ἀναχωρητικό» βίο.

    Ἡ ἄνθηση τοῦ μοναχικοῦ τρόπου ζωῆς καί ἡ «ἀναχωρητική» πρός τίς ἐρήμους κίνηση, συνέβη κυρίως, ὅταν τό πνεῦμα στίς κατά τόπους Ἐνορίες ἄρχισε νά γίνεται κοσμικό καί νά ἐγκαταλείπεται ἡ ἄσκηση.

    μοναχική ζωή ὅμως, ὡς ἰδιαίτερη καί αὐθεντική συνέχεια τῆς πρωτοχριστιανικῆς ζωῆς, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπό τούς χρόνους τῶν διωγμῶν. «Εἶναι ἀλήθεια πὼς μερικοὶ συνήθιζαν ν' ἀφήνουν τὶς πόλεις (καί νά γίνονται ἀναχωρητές) πολὺ πιὸ πρίν, στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν», ἐπισημαίνει ὁ π. Γ. Φλορόφσκυ, «παρὰ ταῦτα, ἐπίσημη κίνηση ἀρχίζει μόνο μετὰ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο»70.

    Ἐπίσης εἶναι γνωστό, πὼς ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὑπῆρχε ὅρκος τῶν παρθένων καὶ τῶν χηρῶν, ὁ ὁποῖος, τουλάχιστον κατὰ τὸν τρίτο αἰῶνα μ.Χ., δινόταν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου71.

    Ἐπίσης, «πολὺ πιό πρὶν ἀπό τὴν περίοδο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου βρίσκουμε χριστιανοὺς συγγραφεῖς μὲ ἐπιρροή, οἱ ὁποῖοι συνηγοροῦν γιὰ τὴν προσευχὴ ἐκείνου ἢ τοῦ ἄλλου εἴδους, τὴν τρίτη, ἕκτη καὶ ἑνάτη ὥρα … ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προσευχὲς ‘’στὴν ἀρχὴ τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας’’»72.

    Διαπιστώνουμε δηλ. ὅτι τό ἰδεῶδες τοῦ «ἀδιαλείπτως προσκαρτερεῖν ταῖς προσευχαῖς» τῆς πρώτης Ἐνορίας τῶν Ἱεροσολύμων συνεχίζει νά διατηρεῖται καί στούς χριστιανούς τῶν ἑπομένων αἰώνων. Διατηρεῖται ὡς κύριος στόχος ζωῆς ὄχι μόνον γιά τούς μοναχούς ἀλλά καί γιά ὅλους τούς χριστιανούς. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχουμε στήν Ἁγία Γραφή καθώς καί στούς Πατέρες τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων ἀναφορές στήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, δηλ. στό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό»73.

    Ἦταν αὐτονόητο οἱ Χριστιανοί νά «βαστάζουν» συνεχῶς μέσα στήν καρδιά τους τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου.

    «Στά Εὐαγγέλια, στίς Πράξεις καί στίς Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων» παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ «βλέπουμε τήν ἀπέραντη πίστη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως καί τόν ἀπέραντο σεβασμό τους γι’ αὐτό. Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἔκαναν τά πιό ἐκπληκτικά θαύματα. Δέν ὑπάρχει περίπτωση ἀπό τήν ὁποία νά μποροῦμε νά μάθουμε πῶς προσεύχονταν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅμως, σίγουρα ἔτσι προσεύχονταν. Πῶς μποροῦσαν νά πράξουν ἀλλιῶς, ὅταν ἡ προσευχή ἐκείνη τούς δόθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο κι ἔτσι τούς παρήγγειλε νά προσεύχονται, κι ὅταν ἡ ἐντολή γι' αὐτό ἐπιβεβαιώθηκε μέ τό νά ἐπαναληφθεῖ δυό φορές; Ἄν ἡ Γραφή σιωπᾶ πάνω σ’ αὐτό τό σημεῖο, εἶναι μόνο καί μόνο γιατί ἡ προσευχή αὐτή ἦταν σέ κοινή χρήση καί ἦταν τόσο καλά γνωστή πού δέν χρειαζόταν εἰδική μνεία σέ αὐτήν. Ἀκόμη καί στά γραπτά κείμενα τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἔχουν φτάσει μέχρι τήν ἐποχή μας, ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ξεχωριστῆς πραγματείας, ἀλλά μνημονεύεται μοναχά σέ συνάρτηση μέ ἄλλα θέματα»74.

    Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή-λατρεία καθώς καί ἡ συνεχής φιλανθρωπία ἦσαν τά κύρια ἔργα τῶν πρώτων ἀλλά καί τῶν μετέπειτα χριστιανῶν.

    Ὁ μοναχισμός, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν φιλανθρωπία πού ἄσκησε, συνέχισε νά βαδίζει, ἔχοντας ὡς κύριο σκοπό του τήν μίμηση τῆς ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν

    Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού ἤδη κυκλοφορεῖ.

    66 Ἁγίου Ἰουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος, Α' Ἀπολογία, Κεφ. 14. Ἡ συνάφεια τοῦ κειμένου: TLG, Work #001 14.2.1 to Work #001 14.3.7 :«οἱ πάλαι μὲν πορνείαις χαίροντες͵ νῦν δὲ σωφροσύνην μόνην ἀσπαζόμενοι· οἱ δὲ καὶ μαγικαῖς τέχναις χρώμενοι͵ ἀγαθῷ καὶ ἀγεννήτῳ θεῷ ἑαυτοὺς ἀνατεθεικότες· χρημάτων δὲ καὶ κτημάτων οἱ πόρους παντὸς μᾶλλον στέργοντες͵ νῦν καὶ ἃ ἔχομεν εἰς κοινὸν φέροντες καὶ παντὶ δεομένῳ κοινωνοῦντες· οἱ μισάλληλοι δὲ καὶ ἀλληλοφόνοι καὶ πρὸς τοὺς οὐχ ὁμοφύλους διὰ τὰ ἔθη καὶ ἑστίας κοινὰς μὴ ποιούμενοι͵ νῦν μετὰ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ Χριστοῦ ὁμοδίαιτοι γινόμενοι͵ καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν εὐχόμενοι͵ καὶ τοὺς ἀδίκως μισοῦντας πείθειν πειρώμενοι͵ ὅπως οἱ κατὰ τὰς τοῦ Χριστοῦ καλὰς ὑποθημοσύνας βιώσαντες εὐέλπιδες ὦσι σὺν ἡμῖν τῶν αὐτῶν παρὰ τοῦ πάντων δεσπόζοντος θεοῦ τυχεῖν».

    67 Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Καθ. Πανεπιστημίου, Πατερική Θεολογία, Ἐκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 185-187.

    68 Βάζουμε τή λέξη σέ εἰσαγωγικά διότι δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα. Ὁ ὅρος «Βυζάντιο, -ινός» ἐφευρέθηκε ἀπό τούς Δυτικούς ἀπογόνους τῶν Φράγκων μέ σκοπό τήν ἀποκοπή τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Δύσης ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί ὁ Ἑλληνικός της πολιτισμός δέν ἀντικαταστάθηκαν ἀπό κάποια «Βυζαντινή» αὐτοκρατορία καί κάποιο «Βυζαντινό» πολιτισμό, ἀλλά συνεχίστικαν ἀφοῦ ὀρθοδοξοποιήθηκαν καί ἀπετέλεσαν τήν μεγάλη Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας, στήν ὁποία ἔλαμψε ἡ Ὀρθοδοξία. Σ’ αὐτήν διατηρήθηκε ἡ Ἱερά Ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ ὁποία δέν εἶναι Βυζαντινή ἀλλά Ἀποστολική. Πρβλ. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου (†), Καθηγητοὺ Πανεπιστημίου, Δογματική καί συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος Α΄, 4η ἔκδοση, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ.39-40. Βλέπε ἐπίσης στό Κεφάλαιο: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ- ΤΟ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ» τοῦ Β΄μέρους αὐτοῦ τοῦ βιβλίου.

    69 Βλ. Φ. Ντοστογιέφσκυ, Ἀδελφοί Καραμαζώφ.

    70 Πρωτοπρ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμὸς καὶ πολιτισμός, ὅ.π. σ. 155. (παράθεση στό : Γ. Βαλσάμη, Ὁ Νέος Ἑλληνισμός καί ἡ Δύση, http://www.ellopos.net/gr/byzantium.asp#_ftnref60)

    71 Βλ. Ὠμάν, Origins of monasticism”: Word and Spirit 6 (1984), σ. 6.

    72 Γκρίσμπρουκ, “The Formative Period – Cathedral and Monastic Offices”, εἰς, Jones – Wainwright –Yarnold – Bradshaw (ἐπιμ.), The study of Liturgy, N.Y. 1992, σ. 406 στό: Γ. Βαλσάμης, Ὁ Νέος Ἑλληνισμός καί ἡ Δύση, http://www.ellopos.net/gr/byzantium.asp#_ftnref60.

    73 Ἀρχιμ. Ζαχαρίου Ζαχάρου, Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, Ἱερά Πατριαρχική Μονή Τιμίου Προδρόμου Εsseχ Ἀγγλίας, Ἀπό τό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυάτειρων καί Μεγάλης Βρετανίας, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΗΡΥΞ», Ἰούλιος – Αὔγουστος 2001.

    74 Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν..., ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 84.

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου