Σελίδες

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ τελώνης.
 Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
 
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Στά μέρη τῆς Ἀφρικῆς ζοῦσε κάποτε ἕνας τελώνης μέ τό ὄνομα Πέτρος. Ἦταν πολύ τσιγκούνης, διότι οὐδέποτε εἶχε ἐλεήσει τούς πτωχούς, οὔτε ποτέ σκεπτόταν τόν θάνατο καί οὔτε ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία. Ἔτσι αὐτός, ἐβούλωνε τά αὐτιά του, μπροστά σ᾿ αὐτούς πού τοῦ ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη. Καί ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά φροντίζει γιά τήν σωτηρία ὅλων, μέ μία καλωσύνη τοῦ Πέτρου τόν ἔφερε στήν σωτηρία. Καί ἰδού πῶς:
Κάποια φορά  ἀρκετοί πτωχοί καί πεινασμένοι ἐστέκοντο σ᾿ ἕνα δρομάκι καί ἄρχισαν νά ἐπαινοῦν τούς  ἐλεήμονες καί νά προσεύχωνται στόν Θεό γι᾿ αὐτούς, ἐνῶ κατηγοροῦσαν τούς ἀνελεήμονες. Ἔφθασε αὐτός ὁ λόγος τῶν πτωχῶν καί στά αὐτιά τοῦ Πέτρου γιά τόν ὁποῖον ἔλεγαν ὅτι εἶναι μέγας τσιγκούνης καί ὅτι διώχνει κάθε πτωχό πού θά πάη νά τοῦ ζητήση ψωμί.
Καί μεταξύ τους οἱ πτωχοί ἐρωτοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἐάν ἐπῆραν ποτέ ψωμί ἀπό τά χέρια τοῦ Πέτρου. Καί ὅλοι ἔλεγαν ὅτι δέν ἐπῆρε κανένας ἀπ᾿ αὐτόν κάτι. Μετά σηκώθηκε ἕνας πτωχός ἀνάμεσά τους καί τούς εἶπε: -Τί μοῦ δίνετε καί ἐγώ θά πάω τώρα νά πάρω ἀπ᾿αὐτόν ἐλεημοσύνη;
Καί ἔβαλαν στοίχημα μεταξύ τους. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι δέν θά πάρη καμμία ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ αὐτόν τόν τελώνη, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ πτωχός τούς εἶπε ὅτι θά τούς τό δώσει διπλό, ὅ,τι καί νά τοῦ δώση ὁ τελώνης.
Ἐπῆγε λοιπόν ὁ πτωχός καί στάθηκε στήν πόρτα τοῦ Πέτρου. Βγῆκε κάποια στιγμή ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του ὁ Πέτρος μέ τό γαϊδουράκι του φορτωμένο ψωμιά. Ὁ πτωχός, ὅταν τόν εἶδε, ἄρχισε νά τοῦ βάζη μετάνοιες καί τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη κλαίγοντας.
Τότε ὁ Πέτρος, γνωστός γιά τήν δυστροπία του, ἔψαχνε νά βρῆ κάτι γιά νά τραυματίση τόν πτωχό καί μέ βία νά τόν ἀπομακρύνη. Καί μή εὑρίσκοντας μία πέτρα, ἅρπαξε ἀπό τά τσουβάλια ἕνα ψωμί καί τό πέταξε στόν πτωχό γιά νά τόν κτυπήση.
Καί πράγματι τόν κτύπησε στό μάγουλο. Τότε ὁ πτωχός ἐπῆρε τό ψωμί στά χέρια του καί ἐπῆγε χαρούμενος στούς συντρόφους του, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Πέτρος μέ τά ἴδια του τά χέρια τοῦ ἔδωσε αὐτό τό ψωμί καί ὅλοι ἐδόξασαν τόν Θεό, διότι ὁ Πέτρος ἔγινε ἐλεήμων.
Τήν δεύτερη ἡμέρα ἀσθένησε ὁ Πέτρος καί ἐπλησίασε πρός τόν θάνατον. Εἶδε ὄραμα καί εἶδε τόν ἑαυτό του νά τόν καλοῦν στήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἦταν μία ζυγαριά. Στό ἕνα μέρος της ἔβαζαν τά καλά τους ἔργα οἱ ἄνθρωποι καί κυκλικά ὑπῆρχε πλῆθος δαιμόνων, ἐνῶ στό ἄλλο μέρος ἐστέκοντο πλῆθος φωτεινῶν ἀγγέλων.
Ὁπότε οἱ δαίμονες ἔβαλαν ὅλα τά κακά του ἔργα πού εἶχε κάνει στήν ζωή του ὁ Πέτρος ἐπάνω στήν μπαλάντζα. Οἱ ἄγγελοι δέν εὑρῆκαν τίποτε ἀπό τά καλά ἔργα τοῦ Πέτρου γιά νά τό βάλουν πρός τό μέρος τους. Ἐστέκοντο οἱ ἄγγελοι λυπημένοι καί ἔλεγαν ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον:
-Ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε ἐδῶ!
Τότε εἶπε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς:
-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἔχουμε τίποτε, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο τό ψωμί πού ἔδωσε ὁ Πέτρος στόν Χριστό (στόν πτωχό), πρίν ἀπό δύο ἡμέρες, ἔστω καί χωρίς τήν θέλησί του!
Ἔτσι ἔβαλαν τό ψωμί στό ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς καί ἔγειρε πρός τό μέρος τῶν ἀγγέλων. Τότε εἶπαν οἱ ἄγγελοι πρός τόν Πέτρο τόν Τελώνη:
Πήγαινε, πτωχέ Πέτρε, καί πρόσθεσε καί ἄλλο ψωμί ἐπάνω σ᾿ αὐτό πού ἔδωσες στόν πτωχό προχθές γιά νά μήν ἁρπάξουν τήν ψυχή σου οἱ σκοτεινοί δαίμονες καί σέ ρίξουν στά αἰώνια βάσανα!
Ὅταν ἐξύπνησε ὁ Πέτρος, ἦταν ὅλος ταραγμένος καί ἱδρωμένος ἀπό τό ὄραμα πού εἶδε. Ὅταν ἦλθε στόν ἑαυτό του σκεπτόταν τί ἦταν αὐτά πού εἶδε. Ἐκατάλαβε ὅτι τό ὄραμα δέν ἦταν φαντασία του, ἀλλά ἀληθινό, διότι εἶδε ὅλες τίς ἁμαρτίες του πού εἶχε κάνει ἀπό τήν νεότητά του, τίς ὁποῖες τώρα εἶχε ξεχάσει. Εἶδε ὅτι ὅλα τά κακά του τά ἔβαλαν οἱ δαίμονες ἐπάνω στήν πλάστιγγα. Καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του παραξενεμένος:
-Ἐάν ἕνα ψωμί πού ἐπέταξα καί ἐκτύπησα στό μάγουλό του τόν πτωχό, μέ βοήθησε τόσο πολύ, ὥστε δέν μ᾿ ἐπῆραν οἱ δαίμονες μέ τό μέρος τους, πόσο πολύ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη μέ πραότητα καί ἐπιμέλεια θά πρέπει νά κάνω καί νά μοιράσω τά πλούτη μου ἀνάμεσα στούς πτωχούς γιά νά βρῶ ἔλεος ἀπό τόν Κύριο;
Καί ἀπό τότε ἄρχισε νά κάνη πολλή ἐλεημοσύνη, ὥστε δέν ἤθελε νά κρατήση τίποτε γιά τόν ἑαυτό του, καθώς θά ἰδοῦμε καί παρακάτω.
Κάποια φορά πηγαίνοντας στό τελωνεῖο του γιά τήν δουλειά του, τόν συνάντησε ἕνας καπετάνιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πτωχύνει καί εἶχε μείνει χωρίς κάτι, ἐξ αἰτίας τοῦ ναυαγίου τοῦ πλοίου του. Πέφτοντας ἐκεῖνος στά πόδια τοῦ Πέτρου τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί τό ροῦχο του γιά νά σκεπάση τήν γυμνότητά του, διότι εἶχε πολλή παγωνιά.
Τότε ὁ Πέτρος, ἐπειδή εἶχε ἀρνηθῆ τελείως τήν κακή συνήθεια τῆς τσιγκουνιᾶς, ἔβγαλε τό ἐπανωφοριό του, πού ἦταν πολύτιμο καί βαρύτιμο, καί τοῦ τό ἔδωσε. Ὁ καραβοκύρης ντροπιάσθηκε πού ὁ ἄνθρωπος ἔβγαλε τό παλτό του, τόσο ἀκριβό καί τοῦ τό ἔδωσε. Τό ἐπῆρε εὐχαριστῶντας καί τό ἐπῆγε σ᾿ ἕναν ἔμπορο γιά νά τό πωλήση. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν δουλειά του ὁ Πέτρος, ἐπέρασε ἀπό τήν ἀγορά καί εἶδε τό παλτό του νά κρέμεται γιά πώλησι. Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ καί πηγαίνοτας στό σπίτι του δέν ἔφαγε τίποτε ἀπό τήν θλίψι του. Κλειδώθηκε στό σπίτι του καί κλαίοντας καί στενάζοντας, εἶχε στραφῆ πρός τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε: «Δέν δέχθηκε ὁ Θεός τήν ἐλεημοσύνη μου! Δέν ἤμουν ἄξιος γιά νά μέ μνημονεύη ἐκεῖνος ὁ πτωχός!»
Ἔτσι πληγωμένος ψυχικά καί λυπημένος ἔπεσε νά κοιμηθῆ λίγο καί ἰδού, εἶδε κάποιον ὡραῖον στήν ὄψι καί λαμπρότερον ἀπό τόν ἥλιον, πού εἶχε σταυρό στό κεφάλι του καί φοροῦσε τό ροῦχο πού εἶχε δώσει χθές στόν καπετάνιο τόν πτωχό. Τόν ἐρώτησε τόν Πέτρο ἐκεῖνος ὁ φωτόμορφος νέος:
-Γιατί κλαῖς καί στενάζεις, ἀδελφέ;
Κι αὐτός τοῦ ἀπήντησε:
-Πῶς νά μή κλαίω, Δέσποτά μου, διότι αὐτά πού δίνω στούς πτωχούς, πού Ἐσύ μοῦ τά δίνεις, αὐτοί πηγαίνουν καί τά πωλοῦν στήν ἀγορά.
Τότε τοῦ εἶπε Αὐτός πού τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ καί ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός:
-Ἄραγε γνωρίζεις τό ροῦχο, τό ὁποῖον Ἐγώ φορῶ τώρα;
Καί ὁ τελώνης τοῦ ἀπήντησε:
-Ναί, Δέσποτα, τό γνωρίζω ὅτι ἦταν τό δικό μου, μέ τό ὁποῖο ἐνέδυσα τόν γυμνόν καραβοκύρη.
-Τότε τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:
-Μή λυπῆσαι, διότι ἀπό τήν ὥρα πού τό ἔδωσες στόν πτωχό, Ἐγώ τό ἐπῆρα καί τό φορῶ, καθώς τώρα μέ βλέπεις. Ὁπότε νά δοξάζης Ἐμένα γι᾿ αὐτή τήν καλή ἀλλαγή, διότι ἐνέδυσες Ἐμένα, τόν παγωμένο ἀπό τό κρῦο.
Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπό τόν ὕπνο του ὁ τελώνης, ἐθαύμασε καί πάλι καί ἄρχισε νά μακαρίζη τούς πτωχούς, λέγοντας πρός τόν ἑαυτό του: «Ἐάν οἱ πτωχοί εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Θεός εἶναι ζωντανός, βάζω τώρα αὐτή τήν ἐντολή στόν ἑαυτό μου: «Νά μή πεθάνω μέχρι νά γίνω κι ἐγώ ἕνας σάν κι αὐτούς τούς πτωχούς».
Ὁπότε ἀμέσως ἐμοίρασε ὅλη τήν περιουσία του στούς πτωχούς καί ἐλευθέρωσε τούς δούλους του. Καλῶντας ἕνα δοῦλο, τοῦ εἶπε:
-Ἔχω νά σοῦ εἰπῶ ἕνα μυστικό, τό ὁποῖον νά τό φυλάξης, διότι, ἐάν δέν μοῦ ὑπακούσης καί δέν φυλάξης τήν ἐντολή μου, νά ξέρης ὅτι θά σέ πωλήσω στούς εἰδωλολάτρες.
Καί ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε:
-Ὅλα, ὅσα μέ διατάξεις, Δέσποτα, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τά κάμω.
Καί ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε:
-Ἄς πᾶμε στήν ἁγία πόλι Ἱερουσαλήμ νά προσκυνήσουμε τόν Ζωηφόρο Τάφο τοῦ Χριστοῦ μας καί ἐκεῖ νά μέ πωλήσης ἐμένα σέ κάποιον ἀνάμεσα στούς χριστιανούς καί τήν ἀξία μου σέ χρήματα νά τά μοιράσης στούς πτωχούς καί σύ μετά ἀπ᾿ αὐτό τό ἔργο θά εἶσαι γιά πάντα ἐλεύθερος.
Ἐξεπλάγη ὁ δοῦλος ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀλλόκοτη ἀπόφασι τοῦ ἀφεντικοῦ του καί δέν ἤθελε νά τόν ὑπακούση. Καί τοῦ εἶπε:
-Εἶμαι ὑποχρεωμένος νά πάω μαζί σου στήν Ἁγία Πόλι σάν ἕνας δοῦλος σου, ἀλλά γιά νά σέ πωλήσω, ἐσένα τόν άφέντη μου, δέν γίνεται. Δέν μπορῶ νά κάνω ποτέ αὐτό τό ἔργο.
Καί ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε:
-Ἐάν ἐσύ δέν μέ πωλήσης, νά ξέρης ὅτι θά σέ πωλήσω ἐγώ ἐσένα στούς εἰδωλολάτρες, καθώς καί προηγουμένως σοῦ εἶπα.
Ἔφθασαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐπροσκύνησαν τόν Πανάγιο Τάφο καί ὅλους τούς Ἁγίους Τόπους, εἶπε ὁ Πέτρος πρός τόν δοῦλο του:
-Πώλησέ με τώρα ἐμένα, γιά νά μή σέ πωλήσω ἐγώ στούς βαρβάρους καί μείνης στά χέρια τους αἰχμάλωτος μέχρι θανάτου σου.
Ὁπότε, βλέποντας ὁ δοῦλος τήν ἀμετακίνητη ἀπόφασι τοῦ κυρίου του, τοῦ ἔκανε ὑπακοή. Καί ἄλλαξαν μεταξύ τους τά ροῦχα τους. Ὁ Πέτρος ἐφόρεσε τοῦ δούλου του καί ὁ δοῦλος τοῦ ἀφεντικοῦ του. Ἀφοῦ εὑρῆκε ὁ δοῦλος ἕναν ἄνθρωπο θεοφοβούμενο, ἀργυροχόο στόν ἐπάγγελμα μέ τό ὄνομα Ζώϊλο, τοῦ εἶπε:
-Ἄκουσέ με, ἀδελφέ Ζώϊλε, καί ἀγόρασε ἀπό μένα ἕναν καλόν δοῦλον. Δέν θά εὕρης ἄλλον καλλίτερον ἀπ᾿ αὐτόν καί δέν θά μετανοιώσης, ἐπειδή τόν ἀγόρασες.
Βλέποντας ὁ ἀργυροχόος τόν Πέτρο ὅτι δέν δείχνει νά ξέρη ἀπό ἐργασία, εἶπε στόν δοῦλο τοῦ Πέτρου:
-Ἀδελφέ, θέλω νά μέ πιστεύσης ὅτι ἔχω πτωχύνει καί δέν ἔχω νά σοῦ δώσω γι᾿ αὐτόν.
Καί ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε:
-Νά γνωρίζης ἀπό μένα ὅτι εἶναι πολύ ἐργατικός καί πολύ πιστός χριστιανός. Ὑπακούει σέ ὅ,τι τόν διατάξεις καί τελειώνει τά πάντα μέ βιασύνη. Δανείσου τά χρήματα ἀπό κάποιον καί ἀγόρασέ τον διότι εἶναι πολύ καλός καί ὁ Θεός θά σέ εὐλογῆ μέσῳ αὐτοῦ.
φοῦ ἐπίστευσε στά λόγια του ὁ Ζώϊλος, ἐπῆρε ἀπό κάποιον φίλο του χρήματα 30 χρυσᾶ φλωρία καί ἀγόρασε τόν Πέτρο ἀπό τόν δοῦλο του μή γνωρίζοντας τό μεγάλο μυστήριο.
Ἔτσι, παίρνοντας τά χρήματα αὐτά ὁ δοῦλος, ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολι, χωρίς νά εἰπῆ τίποτε σέ κανέναν γιά ὅ,τι εἶχε γίνει καί τά χρήματα τά ἐμοίρασε στούς πτωχούς, κατά τήν ἐντολή τοῦ ἀφεντικοῦ του Πέτρου.
Ἀπό τότε ὁ Πέτρος ὑπηρετοῦσε τόν Ζώϊλο δουλεύντας σκληρά, παρότι δέν ἦταν συνηθισμένος ἀπό παλαιότερα. Ἄλλοτε ἐζύμωνε κι ἔκανε ψωμί στόν φοῦρνο, ἄλλοτε ἐκαθάριζε τό ἀποχωρητήριο τοῦ σπιτοῦ τοῦ Ζώϊλου καί ἄλλοτε έδούλευε στόν κῆπο, σκάβοντας τήν γῆ. Καί μέ ἄλλες ἀκόμη ταλαιπωρίες καί ἀσκήσεις ἐβασάνιζε τό σῶμα του καί ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωσι.
Ἔτσι, βλέποντας ὁ Ζώϊλος ὅτι τό σπίτι του εὐλογήθηκε μέ τά ἔργα τοῦ δούλου του, διότι ἦλθε πολύς πλοῦτος στό σπίτι, ἀγάπησε τόν Πέτρο καί αἰσθανόταν ἐντροπή γιά τήν μεγάλη ταπείνωσι τοῦ δούλου του. Κάποια ἡμέρα τοῦ εἶπε:
-Ἀδελφέ Πέτρε, θέλω νά σέ ἐλευθερώσω ἀπό σήμερα κιόλας καί ἀπ᾿ ἐδῶ καί ἐμπρός θά σέ ἔχω σάν ἀδελφό μου!
Ἀλλά αὐτός δέν ἤθελε νά ἐλευθερωθῆ, ἀλλά νά παραμείνη δοῦλος του.
Καί τόν ἔβλεπε κανείς νά τόν περιγελοῦν οἱ ἄλλοι δοῦλοι, ἄλλοι νά τόν κτυποῦν  καί νά τό  στενοχωροῦν μέ διάφορους τρόπους. Αὐτός ὅμως ὑπέμενε τά πάντα μέ σιωπή. Μία νύκτα ὁ Πέτρος εἶδε στό ὄνειρό του μέ τήν μορφή τοῦ
ἡλίου τόν Σωτῆρα Χριστόν, ὁ Ὁποῖος κρατοῦσε 30 χρυσᾶ ἀργύρια στά χέρια του καί τοῦ εἶπε:
-Μή στενοχωριέσαι, Πέτρε, διότι Ἐγώ δέχθηκα τήν θυσία σου. Ἀγωνίσου ἀκόμη μέχρι τότε πού θέλω Ἐγώ!
Μετά ἀπό μερικά χρόνια μερικοί ἀργυροχόοι ἦλθαν ἀπό τήν Ἀφρική στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους. Αὐτούς ἐκάλεσε ὁ Ζώϊλος, τό ἀφεντικό τοῦ Πέτρου, γιά νά τούς φιλοξενήση.
Καί ἐνῶ ἐφιλοξενοῦντο στό σπίτι του, ἄρχισαν νά κυττάζουν τόν Πέτρο καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
-Πόσο ὁμοιάζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Πέτρο τόν Τελώνη!
Ὁ Πέτρος τούς ἄκουσε καί κρύφθηκε γιά νά μή τόν γνωρίσουν.
Αὐτοί ὅμως τόν ἀνεγνώρισαν καί ἄρχισαν νά συζητοῦν μέ τόν Ζώϊλο:
-Κύριε Ζώϊλε, ἔχουμε νά εἰποῦμε κάτι μόνο σέ σένα: Νά ξέρης ὅτι μεγάλος ἄνθρωπος σέ ὑπηρετεῖ στό σπίτι σου, διότι ἀλήθεια αὐτός εἶναι ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος κάποτε εἶχε μεγάλη δύναμι στήν Ἀφρική καί πολλούς δούλους. Μετά ἀπελευθέρωσε ὅλους τούς δούλους του κι αὐτός ἐξαφανίσθηκε. Θά ἤθελα νά τόν πάρω καί νά τό πάω πίσω, διότι στενοχωρήθηκε πολύ ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεώς μας, διότι τοῦ ἦταν πολύ ἀπαραίτητος καί μέχρι τώρα δέν ἤξερε κανείς ποῦ εὑρίσκεται.
Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Πέτρος  στεκόταν ἔξω καί ἄκουγε αὐτά τά λόγια τους. Ἀφήνοντας κάτω τό βάζο τό ὁποῖον μετέφερε σ᾿ αὐτούς, ἔτρεξε πρός τήν πόρτα τῆς αὐλῆς μέ σκοπό νά φύγη.
Ἀλλά ὁ πορτάρης ἦταν μουγγός καί κωφός ἀπό τήν γέννησί του καί μόνο μέ νεύματα ἄνοιγε καί ἔκλεινε τήν πόρτα. Ἐπειδή βιαζόταν νά φύγη ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πέτρος, εἶπε στόν μουγγό:
-Βιάζομαι στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξε τήν πόρτα νά φύγω.
Καί ἀμέσως μέ τόν λόγο αὐτόν τοῦ Πέτρου, ὁ μουγγός θαυματουργικά θεραπεύθηκε.
Ὡμίλησε, λοιπόν, ὁ μουγγός καί τοῦ εἶπε:
-Ναί, δέσποτα, θ᾿ ἀνοίξω γρήγορα.
Ἀμέσως ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὁ Πέτρος ἐξῆλθε. Μετά ἐπῆγε ὁ πρώην μουγγός στό ἀφεντικό του καί ὡμιλοῦσε ἐνώπιον ὅλων. Ὅλοι τους ἐθαύμαζαν πού τόν ἔβλεπαν νά ὁμιλῆ καί νά ἀκούη. Μετά, ἀφοῦ σηκώθηκε, ἀνεζήτησε τόν Πέτρο, ἀλλά δέν τόν εὑρῆκε. Καί ὁ πρώην μουγγός τούς εἶπε:
-Βλέπετε ποιός εἶναι ὁ μεγάλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε: «Στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σοῦ ζητῶ, ἄνοιξέ μου τήν πόρτα». Καί ἀμέσως εἶδα ὅτι ἀπό τό στόμα μου ἐξῆλθε μία φλόγα σάν φωτιά καί ἄρχισα νά ὁμιλῶ.
Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό θαῦμα, σηκώθηκαν ὅλοι τους καί ἔτρεξαν νά τόν συναντήσουν καί νά τόν φέρουν πίσω, ἀλλά δέν τόν εὑρῆκαν. Τότε ὅλοι, ὅσοι ἔμεναν στό σπίτι τοῦ Ζώϊλου, ἦσαν στενοχωρημένοι γιά πολύ καιρό καί ἔλεγαν: «Πῶς δέν ἠξέραμε ἐμεῖς ἀπό πολύ ἐνωρίτερα ὅτι αὐτός ἦταν μεγάλος δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» Καί ἐδόξασαν τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔχει πολλούς κρυφούς ἐκλεκτούς Του ἐπάνω στήν γῆ.
Ἀποφεύγοντας ὁ Πέτρος τήν δόξα τοῦ κόσμου, ἔφθασε στήν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἔζησε μέ πολλή ταπείνωσι μέχρι τήν κοίμησί του πρός Κύριον, στόν Ὁποῖον ἀνήκει κάθε δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

  Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου