Σελίδες

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου. Ρουμάνοι Μοναχοί.


Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου
Μοναστήρι Σέκου νομοῦ Νεάμτς
(1887-1945)

Στό νομό Νεάμτς ὑπάρχει ἀνάμεσα στά πανύψηλα δένδρα τῶν Καρπαθίων ὀρέων ἕνα ἀσήμαντο χωριό, πού λέγεται Γεδεών. Ἴσως παλαιότερα νά
ὑπῆρχε κάποιο μικρό ἡσυχαστήριο μέ κτίτορα καί κάτοικο κάποιον μοναχόν Γεδεών. Ἀλλά τό χωριό αὐτό δοξάσθηκε καί τιμήθηκε ἀπό τόν Θεό, διότι τό 1887 γεννήθηκε ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους πνευματικούς πατέρας καί ἱεραποστόλους τοῦ 20ου αἰῶνος στήν βόρεια Ρουμανία. Κι αὐτός εἶναι ὁ π. Βικέντιος Μαλάου.
Οἱ γονεῖς του, Δημήτριος καί Μαρία, ἦσαν γεωργοί μέ μία καταπληκτική εὐσέβεια καί πίστι. Τήν ἴδια ζωή ἔδωσαν καί στά παιδιά τους μέ τό παράδειγμά τους. Ἠσχολοῦντο στήν οἰκογένειά τους μόνο γιά τά χρειώδη τῆς ἡμέρας, διότι περισσότερο τούς ἐμαγνήτιζε ἡ ζωή τῆς ἐκκλησίας, τῆς προσευχῆς καί τῶν καλῶν ἔργων.
Μία ἡμέρα εἶπε ὁ κύρ Δημήτριος στήν γυναῖκα του:
-Ξέρεις κάτι; Ἐγώ ἀπεφάσισα νά πάω στό μοναστήρι. Ἐχόρτασα αὐτόν τόν μάταιο κόσμο. Πηγαίνω νά κλαύσω τίς ἁμαρτίες μου. Αὔριο πεθαίνω καί δέν ἔκαμα τίποτε γιά τήν ψυχή μου.
-Ἀλλά γιά μένα δέν ἔχεις πλέον ἀγάπη καί καλωσύνη; Διότι κι ἐγώ ἔχω ψυχή. Θά μέ ἀφήσεις μόνη μου μέ τρία παιδιά;
-Νά, ἐγώ παίρνω μαζί μου τό μεγαλύτερο παιδί μας, τό ἀγόρι μας, καί ἐσύ μεῖνε μέ τά δύο κορίτσια μας...


-Ὄχι, ὄχι, δέν μένω οὔτε κι ἐγώ στόν κόσμο. Φεύγω  κι ἐγώ γιά τό μοναστήρι νά βρῶ τήν σωτηρία μου. Ἐάν ἐσύ παίρνεις τό ἀγόρι μας, παίρνω κι ἐγώ τά κορίτσια μας καί φεύγουμε ὅλοι μαζί.
Ἐν τάξει. Ἑτοίμασε τά πράγματα μας γιά τό ταξίδι μας.
Ἦτο ἡ ἄνοιξις τοῦ 1894. Μέσα σέ μία γλυκειά νύκτα, πρίν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἕνα κάρρο φορτωμένο μέ τά ἀπαραίτητα πράγματά τους κατέβαινε γοργά μέ κατεύθυνσι τήν κοιλάδα, ὅπου εἶναι τά μοναστήρια τῆς βορείου Ρουμανίας. Ἦτο ἡ οἰκογένεια τοῦ Δημητρίου καί τῆς Μαρίας Μαλάου.
Ὅλοι σιωπηλοί καί χαρούμενοι στήν καρδιά τους. Δέν εἶπαν τίποτε στούς συγχωριανούς τους. Γι᾿ αὐτό κι ἔφυγαν νύκτα ἀπό τό χωριό γιά τόν μεγάλο αὐτό σκοπό τῆς ζωῆς τους. Ὁ Βασίλειος ὁ γυιός τους 7 ἐτῶν, ἡ Ἑλένη 5 ἐτῶν καί ἡ Μαρκέλλα ἑνός ἔτους.
Ἐπήγαιναν στά μοναστήρια νά ὑπηρετήσουν τόν Χριστό. Ὀπίσω τους ἄφησαν: τό σπίτι τους, τούς συγγενεῖς τους, τά πράγματά τους, τά τρόφιμά τους, ὅλα γιά τούς πτωχούς, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά τοῦ χωριοῦ.
-Σέ ποιό μοναστήρι θά πᾶς ἐσύ; Ἐρώτησε τήν γυναῖκα του.
-Στό μοναστήρι Βαράτεκ, ἀπήντησε ἐκείνη. Ἐκεῖ ἐλπίζω νά μέ δεχθοῦν. Ἀλλά ἐσύ ποῦ θέλεις νά μείνεις;
-Στό μοναστήρι Σέκου ἐπιθυμῶ. Ἐκεῖ ἀκούω ὅτι ὑπάρχει μεγάλη ἡσυχία.
Καθώς ἔφθασαν στήν πόλι Τίργκου Νεάμτς μέ τό κάρρο κατευθύνθηκαν πρός τήν μονή Βαράτεκ. Ἀφοῦ τό κάρρο σταμάτησε, κατέβηκαν ἐκεῖ ἡ κ. Μαρία μέ τά δύο κορίτσια της, ἐνῶ ὁ κύρ Δημήτρης συνέχισε ἀκόμη λίγο γιά τήν μονή Σέκου. Ἰδού μία ὁλόκληρη οἰκογένεια ἀφιερώνεται στόν Θεό καί γίνεται ἁγία καί εὐλογημένη! Ἰδού μία ἀληθινή θυσία καί προσφορά στόν Χριστό! Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου καί ἡ μεταξύ τους συζυγική ἀγάπη! Νικήθηκε, δέν κατεστράφη. Δέν ἐκλείδωσαν τήν ἀγάπη τους, ἀλλά μέ ταπείνωσι τήν ὑπέταξαν στόν Χριστό.
Ἡ πρώην σύζυγός του, ἡ δόκιμη τώρα Μαρία, εἴπαμε ὅτι ἐπῆγε στό Βαράτεκ, ὅπου ἀπό παλαιότερα λειτουργοῦσε καί σχολή παιδιῶν. Ἐκεῖ ἐκοπίασε ὄχι ὀλίγον γιά τήν άνατροφή τῶν παιδιῶν της. Ἡ ἴδια ἐκάρη μοναχή καί ἔλαβε τό ὄνομα Μιχαέλα.
 Στά πρῶτα χρόνια ὑπηρέτησε στόν σταῦλο τῶν ζώων, ὅπου καθάριζε καί ἑτοίμαζε τήν τροφή τους καθημερινά. Ἄλλοτε τήν ἔστελλαν στούς κήπους τῆς μονῆς.
Στήν ἀγκαλιά της κρατοῦσε καθημερινά καί τό νήπιο κοριτσάκι της, δεμένο στούς ὤμους της γιά νά ἠμπορεῖ μέ τά χέρια της νά ἐργάζεται. Ὑπέμενε τούς ὀνειδισμούς ἀπό ἄλλες μοναχές καί ἦταν χαρούμενη διότι διωκόταν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Μέ θέλημα τοῦ Χριστοῦ οἱ δύο ἀδελφές χωρίσθηκαν γιά πάντα μεταξύ τους. Ἡ μικρή, ἡλικίας 9 ἐτῶν, μετέβη στούς ούρανούς, ἐνῶ ἡ μεγάλη, ἡ Ἑλένη ἔμεινε στήν μονή Βαράτεκ. Προώδευσε στά μοναχικά της καθήκοντα καί ξεπέρασε πολλές ἄλλες στήν προσευχή, τήν σιωπή, τήν ταπείνωσι καί τήν ὑπομονή. Ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Εὐπραξία καί ἔζησε ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς της μαζί μέ τήν μοναχή Λαυρεντία. Σάν διακόνημα εἶχε τήν ὑποδοχή καί φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν στό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς.
Τήν ἄνοιξι τοῦ 1967 ἦσαν καί οἱ δύο ἀδελφές ἄρρωστες καί ἡλικιωμένες. Προσευχήθηκαν στόν Θεό νά φύγουν μαζί ἀπ᾿ αὐτή την ζωή γιά τόν οὐρανό, ὅπως ἦσαν καί ἀχώριστες ἐδῶ στήν γῆ. Στό τέλος τοῦ μηνός Μαΐου εἶπε ἡ μοναχή Λαυρεντία στήν μοναχή Εὐπραξία:
-Συγχώρεσέ με, ἀδελφή Εὐπραξία, διότι ἐγώ τώρα πηγαίνω στόν Κύριο!
-Ὁ Θεός νά σέ συγχωρήσει, μητερούλα Λαυρεντία. Μετά ἑπτά ἡμέρες θά ἔλθω κι ἐγώ.
Καί πράγματι ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπιθυμία τους. Ἐτάφησαν δίπλα δίπλα στό κοιμητήριο τῆς μονῆς τους.

      *    *    *
Ὁ ζῆλος τοῦ Δημητρίου δέν ἱκανοποιήθηκε πλήρως, ἐπειδή ἐπῆγε στό Σέκου. Ἡ σκέψις του τόν ὠθοῦσε νά πάει στό Ἅγιον Ὄρος. Τό καλοκαίρι τοῦ ἰδίου ἔτους μέ τόν μικρό γυιό του, τόν Βασίλειο ἔφθασαν στό Ὄρος τῆς Παρθένου. Ἐκεῖ ἄρχισε ὁ πατέρας νά κάνει μία ἀληθινή μοναχική ἄσκησι, ἔχοντας κοντά του καί τό παιδί του.
Ὅταν ὁ μικρός Βασίλειος μεγάλωσε λίγο καί ἔφθασε στήν
ἡλικία τῶν 14 ἐτῶν, ὁ πατέρας του τόν ἔδωσε σ᾿ ἕνα ρουμᾶνο ἀσκητή τοῦ Ἄθωνος, πού ἀσκήτευε ἐκεῖ κοντά γιά νά διδαχθῆ καί τά ὑψηλότερα μαθήματα τῆς καλογερικῆς ζωῆς. Ἐκεῖ ὑπέμεινε τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου, τήν πεῖνα, τό κρύο, τήν ἀσθένεια, τούς λογισμούς καί κάθε εἴδους ἀπατηλές φαντασίες.
Στήν ἐρώτησι τοῦ νεαροῦ ἀσκητοῦ, πῶς ἠμπορεῖ νά προοδεύσει στήν πνευματική του ζωή, ὁ γέρων ἡσυχαστής τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
-Νά προφέρεις πάντοτε μέ τόν νοῦ, τό στόμα καί τήν καρδιά σου τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἄν μπορεῖς καί μέ δάκρυα.
-Νά τρώγεις μία φορά τήν ἡμέρα καί νά γεύεσαι φαγητά μόνο μέ λάδι καί μέ κρασί.
-Νά κάνεις κάθε ἡμέρα πολλές μετάνοιες-ἐδαφιαῖες καί προσκυνητές-ἀνάλογα μέ τήν δύναμίν σου.
-Νά μή συγκεντρώνεις χρήματα, ἀλλά νά ζῆς, μέ τό θέλημά σου, μέ πολλή πτωχεία. Ὅταν κάποιος σοῦ δίνει κάτι, ἀμέσως νά τό δίνεις στούς πτωχούς.
-Φυλάξου ἀπό τήν φιλία τῶν κακῶν ἀνθρώπων, φῦγε ἀπό τήν συνομιλία μέ γυναῖκες, γιά νά διατηρεῖς τόν νοῦ σου καθαρόν.
-Νά εἶσαι πρᾶος μέ τούς ἀνθρώπους, νά τούς συμβουλεύεις, νά τούς παρηγορεῖς καί νά ἐλέγχης τόν πλησίον σου, ὅταν χρειασθῆ, άλλά μέ πολλή ἀγάπη.
Αὐτά εἶναι, παιδί μου, τά τελευταῖα γιά σένα λόγια μου. Ἐάν τά ἐφαρμόσεις ὅλα αὐτά, πιστεύω στόν Θεό, ὅτι θά συναντηθοῦμε καί οἱ δυό μας στόν οὐρανό. Ἀκόμη σοῦ γνωστοποιῶ ἐγώ ὁ γέροντάς σου, ὅτι δέν θά μείνεις ἐσύ ἐδῶ πολύν καιρό ἀκόμη στό Ἅγιον Ὄρος. Θά ἐπιστρέψεις κατευθεῖαν στήν Χώρα μας. Ἐκεῖ θά καρῆς μοναχός, θά γίνεις ἱερεύς καί θά εἶσαι πνευματικός πατέρας πολλῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά, ὁπουδήποτε κάνεις τήν θεία Λειτουργία, ἐνθυμήσου καί μένα τόν πτωχό καί γέροντα.
Ὁ νεαρός Βασίλειος, μετά τήν κοίμησι τοῦ πρώτου ἡσυχαστοῦ Γέροντός του, ἐπέστρεψε στήν Ρουμανική σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στόν Ἄθωνα, ὅπου ἐκεῖ ἀσκήτευε ὁ πατέρας του.
Σέ λίγο καιρό ἐκάρη μοναχός ἐκεῖ ὁ ἀδελφός Δημήτριος καί ἐπῆρε τό ὄνομα Δομετιανός.
Τό 1906, μετά ἀπό 14 χρόνια ἀσκητικῆς άγωγῆς στόν Ἄθωνα, ἐπέστρεψαν καί οἱ δύο στήν Ρουμανία. Ἐπλησίαζε ὁ καιρός τοῦ νεαροῦ Βασιλείου νά ἐκπληρώσει καί τίς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις πρός τό κράτος.
Ὁ μοναχός Δομετιανός ἐπέστρεψε στό Σέκου, ὅπου άνέλαβε τό διακόνημα τοῦ ἀποθηκαρίου τῆς μονῆς. Στό διακόνημα αὐτό ὑπηρέτησε μέ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, περισσότερο δηλαδή ἀπό 20 χρόνια.
Οἱ παλαιοί πατέρες πού τόν ἐνεθυμοῦντο ὡμιλοῦσαν πάντοτε μέ θαυμασμό γιά τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του καί τόν ἔβλεπαν σάν τήν καλή μητέρα τους.
Ὁ νεαρός Βασίλειος, μετά τήν ὑπηρεσία του στόν στρατό, ὅπου ἔμεινε ἐπί πέντε χρόνια, ἐπέστρεψε στό Σέκου τό 1912. Τό φθινόπωροο τοῦ ἰδίου ἔτους ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Βικέντιος. Τό πρῶτο διακόνημά του ἦταν ἡ ὑπηρεσία καί ἡ καθαριότης τῆς ἐκκλησίας. Ἐπέβαλλε σκληρά ἄσκησι στόν ἑαυτό του.
Κοιμόταν 3-4 ὧρες καί ἐδιάβαζε καθημερινά τό Ψαλτήριο καί τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μας. Ἔκανε στό κελλί του πολλές μετάνοιες καί ἀπόφευγε τά γέλια καί τίς μάταιες συζητήσεις μέ τούς λαϊκούς. Στίς ἐλεύθερες ὧρες του ἀγιογραφοῦσε, ἄναβε τίς σόμπες τῶν γερόντων στά κελλιά τους, τούς ἔφερε τό φαγητό καί τούς παρηγοροῦσε. Δέν ἄφηνε νά περάσει οὔτε ἕνα λεπτό χωρίς κάποια εὐεργετική ἐργασία γιά τούς ἄλλους.
Ἐκράτησε τίς συμβουλές τοῦ ἁγιορείτου ἡσυχαστοῦ καί ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα. Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή γευόταν βρασμένο φαγητό μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή. Ἐνῶ τίς ἄλλες ἡμέρες ψωμί, νερό καί φροῦτα.
Ἐφρόντιζε νά διακονεῖ καί νά βοηθεῖ τούς πάντες, χωρίς νά τούς στενοχωρεῖ. Ἐάν εἶχε πειρασμό μέ κάποιον ἀδελφό, πρῶτος ζητοῦσε συγχώρησι λέγοντας: «Συγχώρησέ με καί μένα τόν ἁμαρτωλό γιατί κι ἐγώ εἶμαι ἔνοχος».
Ὅλα τά διακονήματα καί οἱ ὑπηρεσίες τῆς μονῆς, γιά τόν μοναχό Βικέντιο ἦσαν ἅγια. Γι᾿ αὐτό τόν ἄκουαν οἱ Πατέρες νά λέγει πάντοτε: «ἅγιο διακόνημα», «ἁγία προσευχή», «ἁγία νηστεία», «ἁγία σιωπή», «ἁγία ἡσυχία», «ἅγιο μοναστήρι», «ἅγιος μοναχός», «ἁγία ἡ ζωή».
Τό 1913 τόν ἐκάλεσε ὁ ἡγούμενος καί ἡ Γεροντική Σύναξις νά χειροτονηθῆ διάκονος. Πράγματι, ὁ μητροπολίτης τῆς Μολδαβίας τόν χειροτόνησε διάκονο καί ὑπηρέτησε δύο καί πλέον χρόνια σάν διάκονος τοῦ μητροπολίτου στήν μητρόπολι Ἰασίου.
Μετά μέ ἐντολή τοῦ Μητροπολίτου ἐπέστρεψε στό μοναστήρι του καί μετά ἀπό δύο χρόνια ἔγινε ἱερομόναχος καί Πνευματικός. Ὁ π. Βικέντιος δέχθηκε ὅλα αὐτά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ μέ φόβο καί τρόμο καί ἀπό ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Παράλληλα ἡ μονή τοῦ ἔδωσε καί τό διακόνημα τοῦ πρώτου ἐκκλησιαστικοῦ, πού θά φροντίζει καθημερινά γιά τήν λειτουργία τῆς ἐκκλησίας καί τῶν ἀκολουθιῶν.
Στήν περίοδο τοῦ Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, προσκλήθηκε, ὅπως καί ὅλοι τότε οἱ μοναχοί, νά ὑπηρετήσει σέ κάποιο τομέα τοῦ κράτους, ἀφοῦ ὁ στρατός ἦτο σέ πόλεμο. Τό 1916 μετέβη νά ἐργασθῆ σάν νοσοκόμος καί μεταφορεύς τραυματιῶν σέ νοσοκομεῖο.
Ἐπῆγε μέ πολλή χαρά πρός ἔκπληξιν τῶν ἄλλων. Χιλιάδες τραυματίες ἐπέρασαν ἀπό τά χέρια του. Ἦτο γι᾿ αὐτούς μία ἀκτίνα φωτός, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος. Τούς ἀνεκούφιζε στούς πόνους τους, τούς ἔδενε καί καθάριζε τίς πληγές τους, τούς ἐξωμολογοῦσε, λειτουργοῦσε καί τούς κοινωνοῦσε τά ἱερά Μυστήρια, τούς συμβούλευε καί τούς παρηγοροῦσε.
Ὁ π. Εὐθύμιος Τανάσε, ὅταν ἦτο στρατιώτης καί ἔφθασε τραυματισμένος στό νοσοκομεῖο, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὁ π. Βικέντιος, μᾶς διηγήθηκε κατόπιν:
-Δέν τόν ἐγνώριζα ἀπό πρίν. Μέ περιποιήθηκε καί μ᾿ἐξωμολόγησε. Τόν ἐρώτησα, ἐάν θά ἐξέλθω ζωντανός ἀπό τό νοσοκομεῖο καί ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Ἄκουσέ με, Ἰωάννη, νά ἔχεις δυνατή πίστι. Καί ὑγιής θά ἐξέλθης ἀπ᾿ἐδῶ καί μοναχός θά γίνεις στήν μονή Σέκου καί ἱερεύς ἀργότερα». Ὅσα μοῦ εἶπε σέ δύο χρόνια ἐκπληρώθηκαν ὅλα. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν μονή, μ᾿ εὑρῆκε ἐκεῖ καί μ᾿ ἀγκάλιασε κλαίγοντας αὐτός κι ἐγώ ἀπό χαρά».
Ὁ π. Βικέντιος συνέχισε καί πάλι στήν μονή του τίς προηγούμενες δραστηριότητές του, τόσο στήν ἐκκλησία, ὅσο καί στήν ὑποδοχή τῶν Χριστιανῶν τούς ὁποίους ἐξωμολογοῦσε, εἰρήνευε μέ τόν Θεό καί τούς βοηθοῦσε καί μέ ὑλικά ἀγαθά.
Τό ἔτος 1926, ὁ ἱερομόναχος π. Βικέντιος, ἐξελέγη ἀπό τήν ἀδελφότητα ἡγούμενος τῆς μονῆς του. Ἀλλά δέν ἔμεινε πολύ, παρά μόνο περίπου δύο χρόνια.  Ὀλίγο χρόνο ἔμεινε, ἀλλά προσέφερε πολλά. Λόγῳ τῆς ταπεινοφροσύνης του, δέν ἤθελε καμμία τιμή καί δόξα ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς μονῆς του. Ἀκόμη καί σάν ἡγούμενος δέν ἄλλαξε σέ τίποτε στήν ἄσκησί του καί στούς μοναχικούς του ἀγῶνες.
Κάποια φορά ἦλθε στήν μονή μία ὁμάδα καθηγητῶν.
-Ποῦ εἶναι ὁ πατήρ Ἡγούμενος;
-Κυττᾶξτε. Εἶναι ἐκεῖ δίπλα στήν ἐκκλησία καί ἁγιογραφεῖ, τούς εἶπε ὁ ἴδιος.
-Πάτερ, -ἄκουσαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἡγούμενος- ἡ Πανοσιότης σας εἶσθε ὁ ἡγούμενος; Ἔχουμε ἀνάγκη νά συναντηθοῦμε μαζί σας.
-Ἐγώ δέν ξέρω, Ἀδελφοί. Ὁ ἡγούμενος βγῆκε ἔξω στό λειβάδι τῆς μονῆς.
Αὐτοί, βλέποντάς τον ντυμένον ἁπλοϊκά, ἐπίστευσαν καί ἀναζητοῦσαν τόν ἡγούμενον στά πολυτελῆ δωμάτια τῆς Μονῆς, πού εἶναι γιά τούς ἐπισήμους.
Ἄλλη φορά ἕνα νέος μοναχός ἦλθε κοντά του καί τοῦ ζητοῦσε πνευματικές συμβουλές, τώρα πού ἔγινε μοναχός.
-Γέροντα, τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;
-Πάτερ μου, ἀγωνίσου νά ἐκπληρώσεις αὐτά πού ὑποσχέθηκες καί μέ βεβαιότητα θά σωθῆς.
-Φοβοῦμαι, Γέροντα, γιά τίς μοναχικές ὑποσχέσεις πού ἔδωσα.
-Μή φοβεῖσαι, πάτερ. Ἔχε ἐλπίδα, διότι ἔλαβες τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ξεκίνα τά ἔργα τῆς μετανοίας σιγά σιγά μέχρι νά τά ἀποκτήσεις. Φρόντισε ἡ συνείδησίς σου νά εἶναι εἰρηνική. Νά μή σέ ἐλέγχει σέ κάτι μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Μετά πρόσεχε τί σκέψεις περνοῦν ἀπό τόν νοῦ σου. Κάνε κάθε διακόνημα μέ ἀγάπη καί λέγε πάντοτε τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Ἄρχισε ἔτσι καί θά προκόψεις. Ἔτσι, καλλιεργεῖται ὁ ἀγρός τῆς ψυχῆς!
Ἐάν ὑπῆρχε κάποιος νέος μοναχός, πού ἦτο κἄπως ἀδιάφορος γιά τά καθήκοντά του, τόν καλοῦσε στό κελλί του, τόν συμβούλευε πολύ καί ἐνίοτε τοῦ ἔδινε γραπτῶς καί ἕνα χαρτάκι νά τοῦ ἐνθυμίζει τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις καί τά καθήκοντά του. Ἰδού τέτοια χαρτάκια πού διασώθηκαν ἀπό τούς σημερινούς γέροντες τῆς μονῆς, τά ὁποῖα τούς ἔδινε ὁ Γέροντας, ὅταν ἦσαν νέοι.
Τό τρίπτυχο τῶν ἀρετῶν τοῦ μοναχοῦ: 1.Ἀκτημοσύνη μέ τό θέλημά σου.2 Καθαρότης τοῦ σώματος (ἁγνότης) καί 3. Ὑπακοή σέ ὅλα καί σέ ὅλους.

Καλά ἔργα τοῦ μοναχοῦ: 1. Νά ἐξομολογεῖσαι ὅλες τίς ἁμαρτίες σου, 2.Νά κάνεις τόν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ σου στό κελλίο σου, 3. Νά λέγεις πάντοτε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, 4. ν᾿ ἀγαπᾶς τήν μοναξιά περιφρονώντας τήν ἀκρόασι καί συνομιλία μέ ἄλλους, τήν ἐπιθυμία φαγητοῦ, ἐκτός τραπέζης, τήν κριτική τῶν ἄλλων δικαίως ἤ ἀδίκως. Ὁ Σωτήρ μας κρίνει δικαίους καί ἀδίκους. 5. Ὅλους θά τούς βλέπεις σάν ἁγίους.
Ἀγωνίσου μέ ἀγάπη νά κάνεις αὐτά καί θά τό ἐπιτύχεις. Ἐάν δέν ἐφαρμόζεις αὐτά, γιατί νά κατακρίνεις τούς ἄλλους; Ὤ, τί τρέλλα καί ἀθεράπευτο κακό εἶναι νά κρίνεις τούς ἄλλους, χωρίς νά σκέπτεσαι γιατί τούς κρίνεις!
Ἰδού πῶς ὁ καλός ποιμένας ἀγρυπνοῦσε γιά τήν μετάνοια τῶν ὑποτακτικῶν του!
Ὁ π. Γερόντιος Γεωργίου, μοναχός ἀπό τήν μονή Μπίστριτσα ἦταν τότε ὑποτακτικός τοῦ π. Βικεντίου. Ἰδού τί μᾶς εἶπε πρό ἐτῶν γι᾿ αὐτόν τόν ἀξιοσέβαστον πατέρα: «Ἐγώ γεννήθηκα τό 1902 στήν κοινότητα Πρεουτέστι ἐπαρχίας Φαλτιτσένι. Στήν μονή Σέκου ἐπῆγα τό 1926. Τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ π. Βικέντιος Μαλάου. Ἡ ἀδελφότης μας ἀπετελεῖτο ἀπό 80 μοναχούς καί δοκίμους. Τί ὡραία καί πόση ἀγάπη ὑπῆρχε τότα ἀνάμεσά μας στήν Σέκου! Ὁ π. Βικέντιος ἦτο ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Δέν εἶχε ἴχνος κάποιας περιουσίας στό κελλίο του, γιατί ἦτο πάμπτωχος. Δέν εἶχε οὔτε κρεββάτι στό κελλίο του,  παρά μόνο μία βελέντζα. Κοιμόταν ἐλάχιστα, διότι τόν περισσότερο χρόνο τῆς νυκτός  προσευχόταν, ἐδιάβαζε, διώρθωνε βιβλία, ἀγιογραφοῦσε καί ἄλλα.
Ὅταν τόν ἐρώτησα: «Γιατί Γέροντα, δέν κοιμᾶσθε τό βράδυ στό κελλίο σας; Καί μοῦ ἀπήντησε τά ἑξῆς:
-Ἐάν ἔλθη ὁ Νυμφίος τό μεσονύκτιο καί μ᾿ εὕρει νά κοιμᾶμαι, τί θά τοῦ ἀπαντήσω  ἐγώ;
Ἤμουν μαθητής του καί τό κελλίο μου ἦτο ἀπέναντι ἀπό τό ἰδικό του. Κάθε πρωΐ, ὥρα πέντε περνοῦσε ἀπ᾿ἔξω ὁ Γέροντας καί κτυπώντας τήν πόρτα μοῦ ἔλεγε: «Ἄϊντε, ἀδελφέ Γεώργιε, ἔλα στήν προσευχή. Ξημέρωσε. Ἰδού τά πουλάκια ἄρχισαν τήν δική τους προσευχή καί ἐμεῖς ἐγίναμε ρεζίλι». Ἐάν καθυστεροῦσα νά σηκωθῶ, μοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε τώρα στό πηγάδι καί φέρε μου γρήγορα ἕνα κουβᾶ νερό νά πλυθῶ, διότι μοῦ τελείωσε τό νερό». Ἄλλοτε ἔψαλλε ἔξω ἀπό τό κελλίο μου, μέχρις ὅτου ἀποφασίσω νά σηκωθῶ καί τοῦ ἀνοίξω τήν πόρτα μου.
Κατέβαινε ὁ ἴδιος καί κτυποῦσε τήν καμπάνα γιά νά σηκωθοῦν οἱ μοναχοί καί νά κάνουν τόν κανόνα τῆς προσευχῆς τους, πρίν ἀρχίσει ἡ πρωϊνή ἀκολουθία. Κατόπιν ὁ ἴδιος ἄνοιγε τήν ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τίς ἱερές εἰκόνες, ἔκανε μετάνοιες καί μετά ἔμπαινε στό ἅγιο Βῆμα. Εἶνα σάν νά τόν βλέπω τώρα γονατιστόν δίπλα στήν Ἁγία Τράπεζα νά διαβάζει τά ὀνόματα ζώντων καί νεκρῶν.
Πῶς λειτουργοῦσε, πάτερ Γερόντιε, ὁ π. Βικέντιος;
-Δέν ἀκουμποῦσε στήν Ἁγία Τράπεζα, ἔστω καί νά τελοῦσε μόνο τήν θεία Λειτουργία, ἀπό σεβασμό καί φρίκη. Δέν ἄφηνε τήν λειτουργική του φυλλάδα ἐκεῖ ἐπάνω, οὔτε ὀνόματα γιά μνημόνευσι, οὔτε ἄλλο τι, ἐκτός ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τό Ἀρτοφόριο.
Δέν τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία μέ βιασύνη, ἀλλά μέ περισυλλογή, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό δέν λειτούργησε ποτέ χωρίς δάκρυα. Ὅταν ἐλάμβανε στά χέρια του τό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας, συναισθανόμενος τήν ἀναξιότητά του, ἔκλαιγε μέ στεναγμούς καί τά δάκρυα ἔπεφταν στό ἔδαφος...
Ὅταν δέν λειτουργοῦσε, ἐρχόταν στόν χορό κι ἔψαλλε ἔστω ἕνα «Δοξαστικό». Ἔψαλλε τόσο κατανυκτικά, πού οἱ ἄνθρωποι ἐδάκρυζαν. Ὁ π. Βικέντιος ἦτο ἕνα στολίδι τῆς μονῆς μας...
Ὅπου ἐπήγαινε ὁ π. Βικέντιος, ἐνομίζαμε ὅτι κοντά του ἐβάδιζε καί ὁ Χριστός. Ἀπό τό πρόσωπό του ἐξεπέμπετο ἐπάνω μας χαρά καί εἰρήνη. Ὅσοι τόν ἐπλησίαζαν εἰρήνευαν, ἐχαίροντο, διότι εἶχε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του...
Ἦτο πολλά χρόνια ἐκκλησιαστικός, δηλαδή διακονητής γιά τήν εὐπρέπεια τῆς ἐκκλησίας. Δέν δεχόταν νά φέρει κάποιος κάτι στήν ἐκκλησία ἤ στό Ἅγιο Βῆμα πού νά ἀντίκειται στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας. Μία φορά ἐμπῆκε στό Ἱερό Βῆμα ἕνας ἱερεύς τῆς μονῆς μας  κρατώντας στά χέρια του ἕνα πασχαλινό τσουρέκι. Ὁ Πατήρ τοῦ εἶπε:
-Πάτερ, ξέρεις ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά φέρουμε τσουρέκια, αὐγά καί τυριά μέσα στό Ἅγιο Βῆμα. Πῶς τό κάνεις αὐτό; Γιά τιμωρία σου, νά κάνεις 200 μετάνοιες. Ἀλλά, ἐπειδή δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά βάζω ἐγώ κανόνα σέ ἱερεῖς, ἄφησε. Θά κάνω ἐγώ ἀντί γιά σένα 500 μετάνοιες». Καί πράγματι τίς ἔκαμε.
-Πάτερ Γερόντιε, πεῖτε μας, πῶς ἔκανε τήν ἐξομολόγησι ὁ Γέροντάς σου;
-Μετά τήν λειτουργία, ἔπαιρνε τό σταυρό του, τό ἐπιτραχήλιο καί τό φαιλόνιό του καί ἐρχόταν στό ἐκκλησάκι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ στό ἐξομολογητήριο. Αὐτός ἦτο ὁ Πνευματικός τῆς μονῆς μας. Τότε ἦτο ὁ πιό φημισμένος Πνευματικός στήν Μολδαβία. Δεχόταν τούς πάντες μέ πολλή ἀγάπη. Ἐνίοτε ἐξωμολογοῦσε μέχρι τήν νύκτα καί ἄλλοτε μέχρι τό πρωΐ. Πολλοί χριστιανοί ἤρχοντο γιά ἐξομολόγησι ἀπ᾿ ὅλη τήν Μολδαβία.
Πρίν τήν ἐξομολόγησι, ἔλεγε τά ἑξῆς λόγια στόν ἐξομολογούμενο: «Ἄκουσε, ἀγαπητέ μου. Λέγε ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, κάθε τί πού ἔχεις στήν ψυχή σου. Μή κρύψεις τίποτε, μήν ἀφήσεις κάτι ἀνεξομολόγητο, μήν ἐντρέπεσαι ἀπό μένα, διότι κι ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Λέγε ὅ,τι ἔσφαλλες καί μετανοήσε σάν ἄνθρωπος καί ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, δι᾿ ἐμοῦ θά συγχωρήσει τά πάντα. Μήν ἐντρέπεσαι ἀπό μένα, ἀγαπητέ μου. Ἐγώ δέν σκανδαλίζομαι ἀπό τ᾿ ἁμαρτήματά σου, οὔτε θ᾿ ἀποκαλύψω κάτι σέ κάποιον...».
Κατόπιν τούς ἔδινε καί ἕνα κανόνα, ἀλλά ὄχι βαρύ. Ἀκόμη τούς ἐρωτοῦσε, ἐάν μποροῦν νά τόν ἐκτελέσουν.
«Παιδί μου, ἔλεγε, κάνε 50 μετάνοιες τήν ἡμέρα. Νήστευε δύο φορές τήν ἑβδομάδα, κάνε καί ὅσο δύνασαι καί ἐλεημοσύνη καί θά ἔχεις πολύ μισθό ἀπό τόν Θεό. Ἄκουσε, παιδί μου, νά κάνεις πολλή ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. Νά πηγαίνεις τίς Κυριακές καί ἑορτές στήν ἐκκλησία καί νά ἀνατρέφεις τά παιδιά σου μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ...
Οὐδέποτε ἐμάλλωνε ἤ φερόταν αὐστηρά ὁ π. Βικέντιος στούς χριστιανούς του. Τούς ἔδινε ἕνα κανόνα γιά νά μήν ἀπελπισθοῦν γιά τήν σωτηρία τους καί γιά νά τούς στηρίξει ἠθικά. Τούς ὡμιλοῦσε βέβαια καί στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, ἀλλά ὄχι περισσότερο ἀπό 15 λεπτά. Ἀλλ᾿ ὅταν ἦτο πολύς ὁ κόσμος, τούς ὡμιλοῦσε ἔξω στόν ἐξώστη περισσότερη ὥρα.
Κατά τήν περίοδο τῶν ἐτῶν 1920-1926 εἴχαμε πολλούς προσκυνητές στό μοναστήρι μας. Τούς ἐδίναμε δωμάτια, φαγητό στήν τράπεζα. Ὁ Γέροντας ὅ,τι ὑπῆρχε στό μοναστήρι τό ἐμοίραζε στούς ξένους. Τά χρήματα τῆς ἐκκλησίας τά ἔδινε στό ταμεῖο τῆς μονῆς καί ἐκεῖνος δέν ἄγγιζε νά πάρει κάτι. Ὅταν ἔβλεπε κάποιον ἀδελφό πτωχό, τοῦ ἔλεγε:
-Ἔε, ἀδελφάκι μου, ἔλα στόν πατέρα. Βλέπω ὅτι δέν ἔχεις καλό ὑποκάμισο. Πάρε ἀπό ἐδῶ ροῦχα...Σέ ἄλλον ἔλεγε:
-Βλέπω πάτερ, ὅτι περπατᾶς μέ τά τσαρούχια καί δέν φορεῖς κάλτσες. Πάρε 50 λέϊ καί πήγαινε ν᾿ ἀγοράσεις ἕνα ζευγάρι χοντρές κάλτσες, νά μή κρυώνεις.
Ὅταν ἐρχόταν κάποιος ζητιᾶνος, ἔλεγε:
-Ἀλλοίμονό μου. Ἐκτύπησε ὁ Χριστός τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου καί δέν ἔχω κάτι νά τοῦ δώσω έλεημοσύνη! Κι ἀμέσως ἔψαχνε ὅ,τι εἶχε στό κελλίο του καί τοῦ ἔδινε. Εἴτε ἕνα προσόψιο, εἴτε ἕνα ζευγάρι κάλτσες, εἴτε χρήματα εἴτε ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἐάν δέν εἶχε τί νά δώσει, ἔλεγε:
-Περίμενε καλέ μου, ἔξω ἀπό τό κελλίο μου. Αὐτός ἔβγαζε γρήγορα τήν φανέλλα πού φοροῦσε ἤ τά ἄρβηλά του, κατόπιν καλοῦσε τόν πτωχό.
-Πάρτα, καλέ μου, διότι δέν ἔχω σήμερα ἄλλο τίποτε.
Ὅταν ἔβλεπε κάποιον χριστιανό ἤ ἕνα πτωχό νά κυκλοφορεῖ στήν αὐλή τῆς μονῆς, ἔβγαινε ἔξω ἀπό τό κελλίο του, τόν ἐπλησίαζε καί τοῦ ἔλεγε μέ γλυκειά φωνή:
Ἄκουσέ με, καλέ μου ἀδελφέ. Ἔλα μαζί μου στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Μή φεύγεις ἀπό ἐδῶ πεινασμένος. Τόν ὡδηγοῦσε ὁ ἴδιος στήν τράπεζα καί τοῦ ἔβαζε νά φάγει λίγο φαγητό ἤ κάτι πρόχειρο. Τό ἔκανε αὐτό γιά νά μή φύγει κανένας ἀπό τήν μονή ἀβοήθητος ἤ λυπημένος
Ὁ π. Βικέντιος δέν δεχόταν χρήματα στό κελλίο του γιά τήν μνημόνευσι ὀνομάτων.
-Πήγαινέ τα στό παγκάρι τῆς ἐκκλησίας, τούς ἔλεγε.
Ἐάν κάποιος ἐπήγαινε στήν τράπεζα καί δέν ἔτρωγε, τόν ἐπλησίαζε στό τέλος καί μέ γλυκειά φωνή, τόν ἐρωτοῦσε:
-Γιατί, ἀδελφάκι μου, δέν ἔφαγες; Ἰδού, ἐγώ εἶμαι ὁ πατέρας σου. Τί θέλεις νά σοῦ δώσω;
-Συγχώρεσέ με, πάτερ, ἐχόρτασα.
-Ἔτσι, πατέρες. Αὐτή  εἶναι ἡ καλλίτερη νηστεία, νά σηκώνεσθε ἀπό τό κρεββάτι, χωρίς νά εἶσθε χορτασμένοι. Κανείς δέν σᾶς ἀπαγορεύει νά φᾶτε. Ὅμως τότε θά ἔχετε μισθό, ὅταν νηστεύετε, ἔχοντας ἕνα κομμάτι ψωμί στόν κόρφο σας. Ἐάν νηστεύετε ἀπό φόβο πρός τόν Γέροντά σας ἤ δέν ἔχετε τί νά φάγετε, αὐτό εἶναι ἀναγκαστική νηστεία, πού δέν γίνεται ἀπό ἀγάπη. Καί ὁ Θεός τόν καλόν ἀγωνιστή τόν ἀνταμείβει...
Ἦλθαν μερικοί ἐπισκέπτες καί ἐρωτοῦσαν: Ποῦ εἶναι ὁ πατήρ ἡγούμενος;
-Ὁ πατήρ ἡγούμενος, τούς ἔλεγε, ἔχει πάει μέ τούς μοναχούς του σέ ἐξωτερικά διακονήματα.
Καί ὅλοι τόν ἐπίστευαν, διότι φοροῦσε ταπεινά ροῦχα σάν ἕνας πτωχός καί ἁπλοϊκός μοναχός.
Ὁ π. Βικέντιος ἦτο ἕνας ἀληθινός μοναχός. Δέν ἐπέρασε ἀπό τότε ἄλλος σάν κι αὐτόν. Ἡ μεγαλύτερη ἀρετή του ἦτο ὅτι δέν κατέκρινε ποτέ κανέναν, ὅ,τι ἁμάρτημα, ἄν ἐγνώριζε, ὅτι εἶχε κάνει. Προσευχόταν γι᾿αὐτόν καί ἐνίοτε μέ δάκρυα.
-Ἦλθε σ᾿ αὐτόν κάποιος μοναχός καί τοῦ εἶπε:
-Γέροντα, εἶδα ἕνα μοναχό νά τρώγει γλυκό ἀρτύσιμο τώρα σέ περίοδο νηστείας.
-Μή κρίνεις. Μή κρίνεις, ἀδελφέ!  Μπορεῖ νά τοῦ ἐπῆρε τό μυαλό ὁ Θεός, γι᾿ αὐτό καί τρώγει.
Ἐάν δέν εἶχε ἐξομολόγησι, ἐπήγαινε μαζί μέ τούς μοναχούς στίς διάφορες ὑπηρεσίες τῆς μονῆς. Ἰδιαίτερα ἐπήγαινε στούς κήπους, στίς γεωργικές καλλιέργειες, ἐμάζευε τόν σανό γιά τά ζῶα, ἐμάζευε λαχανικά γιά τό μαγειρεῖο, ἔκοπτε ξύλα γιά τήν στόφα τοῦ μαγειρείου, σφουγγάριζε τήν ἐκκλησία.
Ἐνίοτε ἄρχιζε , πρίν ἔλθουν ἀκόμη οἱ ἄλλοι μοναχοί του.
Ποτέ δέν στεκόταν κἄπου χωρίς ἐργασία. Ἐπισκεπτόταν τούς ἀδελφούς πῶς ἐπιτελοῦν τό διακόνημά τους, ἐάν προσεύχωνται, ἐάν κρατοῦν τό ὠράριο τοῦ σιωπητηρίου. Ἐάν κάποιος ἀδελφός παραφερόταν στήν συμπεριφορά του πρός τούς ἄλλους, ὁ Γέροντας δέν ἔλεγε τίποτε. Τήν ἄλλη ἡμέρα, τήν ὥρα πού ὅλοι διακονοῦσαν στόν κῆπο μέ τόν Γέροντα ἤ κἄπου ἀλλοῦ, τότε ὁ Γέροντας τούς ἔλεγε: «Πατέρες, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος λέγει νά μή ἐξέρχεται άπό τό στόμα μας λόγος κακός καί πονηρός...», ἀλλά ἐγώ ὁ ἄσωτος, πάντοτε κατηγορῶ, κριτικάρω τούς ἄλλους, γελῶ, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κλαίω.... Ἀλλοίμονο σέ μένα, Ἀδελφοί μου, διότι πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου καί τί ἀπάντησι θά δώσω τότε; ....
Οἱ πατέρες τόν ἄκουαν σιωπηλοί καί δέν ἠμποροῦσαν νά ἀρθρώσουν λέξι μπροστά του.
Μία ἄλλη φορά ἐπῆγα μέ ἄλλους πατέρες νά κόψουμε τό χόρτο γιά τά ζῶα μακριά ἀπό τήν μονή πέντε χιλιόμετρα. Ἦτο Ἰούλιος μήνας.
Ὁ π. Βικέντιος ἐμπῆκε στό κελλίο μου, μετά τήν πρωϊνή ἀκολουθία καί μοῦ τό ἐκαθάρισε. Ἐτίναξε τά κλινοσκεπάσματα, τό ἐσκούπισε, τό ἐσφουγγάρισε, ἐτακτοποίησε τά βιβλία μου, τά ροῦχα, εὐτρέπισε τό τραπέζι κλπ. Μετά μᾶς ἐκάλεσε νά μᾶς κάνει διδασκαλία πῶς πρέπει νά εἶναι τά κελλιά μας. Καί μᾶς ἐπῆγε στό κελλίο μου, στό ὁποῖον ἤδη εἶχε βάλει καί θυμίαμα καί λαδάκι στό καντήλι μου.
Μᾶς ἐδίδασκε πρακτικά καί μέ πολλή ἁπλότητα.
-Πατέρες καί ἀδελφοί, πόσο θά ἤθελα νά κερνοῦσα στόν καθένα ἀπό ἐσᾶς ἕνα ποτήρι κρασί, ἀλλά δέν τό ἔχω. Δέν ἔχω κρασί, τό ὁποῖον πολλές φορές σκοτώνει τήν ψυχή, ἀλλά σᾶς δίνω ἕνα ὠφέλιμο πατερικό λόγο, πού δίνει ζωή στήν ψυχή.
Ἴσως νά περιμένετε ἀπό ἐμένα ὑψηλούς καί θεολογικούς λόγους, ἀλλά αὐτά τά ὑψηλά εἶναι ἐκεῖ ψηλά. Ἐκεῖ νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά συναντηθοῦμε καί νά ζήσουμε αἰώνια. Νά μήν ἀπελπιζόμεθα, Πατέρες, ἔστω καί νά ἐσφάλλαμε σέ κάτι. Νά ἐξομολογούμεθα γιά νά μή πίπτουμε πάλι στά ἴδια καί νά ζοῦμε μέ ἐλπίδα. Διότι ὁ Θεός μας, σάν Καλός Πατέρας, μᾶς περιμένει πάντοτε μέ τά χέρια ἀνοικτά λέγοντάς μας: «Ἄϊντε, παιδάκι μου, ἔλα πάλι ὀπίσω στό σπίτι σου, στόν Πατέρα σου καί στ᾿ ἀδέλφια σου...».
Στήν ἑορτή τῆς μονῆς μας, στήν Ἀποτομή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, 29η Αὐγούστου, ἦλθαν ἑκατοντάδες προσκυνητές μέ τά δῶρα τους στά χέρια. Ὁ Γέροντάς μας, γνωρίζοντας τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τῶν πτωχῶν ἐπισκεπτῶν καί ὀρφανῶν, ἐμοίρασε ὅλα τά δῶρα σ᾿ αὐτούς. Ἀλλά ὁ ταμίας, ὁ π. Εὐθύμιος, λυπήθηκε καί ἐρώτησε μέ θυμό τόν Γέροντα:
-Πάτερ ἡγούμενε, τά πάντα ἐμοιράσατε καί δέν κρατήσατε τίποτε γιά τό μοναστήρι μας; Ξέρετε ὅτι γι᾿ αὐτή τήν πανήγυρι ἐδαπανήσαμε 5000 λέϊ;
-Ἄφησε, πάτερ Εὐθύμιε. Σήμερα ἐτελέσαμε τήν μνήμη τοῦ Προστάτου μας ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Στήν γιορτή αὐτή δέν πρέπει νά φροντίζουμε νά κερδίζουμε, ἀλλά νά κάνουμε σέ ὅλους ἐλεημοσύνη. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πανήγυρις γιά τόν Ἅγιό μας!
Συχνά ἐπήγαινε ὁ Γέροντας στήν γειτονική κωμόπολι, τήν Τίργκου, ν᾿ἀγοράση τρόφιμα γιά τό μοναστήρι. Ἐπήγαινε πάντοτε μόνος του μέ τόν ντορβᾶ του στήν πλάτη. Μετά ἀπό μία ὥρα ἔφθανε στήν πόλι.
Ἐμεῖς τόν ἐρωτούσαμε:
-Πανοσιώτατε Γέροντα, γιατί δέν πηγαίνεις μέ τό κάρρο μας στήν Τίργκου;
-Γιά νά ἔρχεται τό ἄλογο ἀπό πίσω μου; Ἐγώ δέν εἶμαι ἕνα καλό ἀλογάκι;
Ἀλλά μέχρι νά φθάση στήν πόλι, τόν συναντοῦσαν παιδιά καί τσιγγάνοι στόν δρόμο καί τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια. Ἔφερε κοντά του ψωμί, ἐλιές καί τούς ἐμοίραζε. Σέ ἄλλους ἔδινε καί χρήματα. Πολλές φορές ἔφθανε στήν πόλι χωρίς χρήματα καί δανειζόταν γιά νά ψωνίση. Τό ἀπόγευμα ἐπέστρεφε καί πάλι μόνος του, πορεία μιᾶς καί πλέον ὥρας, στήν Σέκου.
Ὁ π. Βικέντιος ἦτο πολύ ἐλεήμων καί νηστευτής. Ἔτρωγε μία φορά κάθε δύο ἡμέρες. Στήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἔπαιρνε λίγες μπουκιές καί ἔλεγε:
-Ἀρκετό. Ἐχόρτασα.
-Ναί, ἀλλά φάγε ἀκόμη λίγο, Γέροντα.
-Εὐχαριστῶ τόν Θεό. Ἦτο καλό καί ἀρκετό.
Τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα συμμετεῖχε μέ ὅλους τούς Πατέρες, μετά τήν Λειτουργία στήν τράπεζα. Ἐτσούγγριζε τό αὐγό, λέγοντας: «Χριστός ἀνέστη, Πατέρες», καί ἔτρωγε τό μισό ἀπ᾿ αὐτό, ἕνα ποτήρι κρασί, ἕνα κομματάκι τσουρέκι καί κατόπιν χαρούμενος μᾶς ἔλεγε καί πάλι:
-Χριστός Ἀνέστη, Πατέρες! Δόξα στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού ἐφθάσαμε καί πάλι στό Ἅγιο Πάσχα!  Καί ἐδάκρυζε ἀπό χαρά.
Τό καλοκαίρι ἐκεῖνο ὁ μητροπολίτης μας Σεβ. Ποιμήν Γκεωργκέσκου ἔκαμε μία ποιμαντική ἐπίσκεψι στό μοναστήρι μας. Ὁ π. Βικέντιος κατά τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό εὐαγγέλιο στό χέρι καί ὅλη τήν συνοδία τῶν Πατέρων τόν ἐπεριμέναμε στήν πύλη τῆς μονῆς. Ἦτο μία βροχερή ἡμέρα. Ἐμπήκαμε στήν ἐκκλησία, ἔγινε ἡ δέησις, στό τέλος τό πολυχρόνιον τοῦ Ἐπισκόπου μας καί μετά εἶπα τά ἑξῆς λόγια ὁ π. Βικέντιος:
-«...Ἰδού, Σεβασμιώτατε, ἡ βροχή παρῆλθε, τό βρόχινο νερό ἔπαυσε νά τρέχει στούς δρόμους, ὁ οὐρανός ἐκαθάρισε καί ὁ ἥλιος ἐζέστανε μέ τόν ἐρχομό τῆς Σεβασμιότητός σας στήν μονή μας. Σᾶς παρακαλῶ, πρός ὠφέλειαν τῆς συνοδίας μας, νά μᾶς εἰπῆτε λόγον σωτηρίας.
Ὁ Μητροπολίτης δέχθηκε μετά χαρᾶς τόν λόγο τοῦ Καθηγουμένου καί ἀπευθύνθηκε πρός τήν συνοδία τῶν Πατέρων πρός τούς ὁποίους εἶπε τά ἐξῆς:
-Πανοσιώτατοι πατέρες καί πνευματικά μου παιδιά, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τίς προσευχές τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, Προστάτου τῆς Μονῆς σας, ἔχετε ἕνα ἡγούμενο μέ ἁγία ζωή, πού δέν ὑπάρχει δεύτερος στά μοναστήρια μας, ἐδῶ στήν Μολδαβία. Σᾶς παρακαλῶ νά τόν ὑπακούετε σέ ὅλα καί νά τόν μιμῆσθε στήν ζωή του καί μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι θά σωθῆτε...».
-Πάτερ Γερόντιε, νά μᾶς διηγηθῆτε πόσα χρόνια ἔμεινε ὁ π.Βικέντιος στό Ἅγιον Ὄρος καί σέ ποιά μέρη ἀσκήτευσε;
-Μέ τόν πατέρα του ἀνεχώρησε ἀπό τήν Ρουμανία τό 1895, ὅταν ἦτο ἡλικίας 8 ἐτῶν. Ἔμεινε ἐκεῖ 11 χρόνια, μέχρι τό 1906 καί κατόπιν ἐπῆγε στόν στρατό στήν Ρουμανία. Ὄντας στό Ἅγιον Ὄρος ἔμεινε μέ τόν πατέρα του δύο χρόνια στήν μονή Βατοπεδίου. Κατόπιν ἐπῆγαν στήν σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Βίγλας. Τότε ἡ Σκήτη εὑρισκόταν σέ μεγάλη ἄνθησι. Εἶχε πάνω ἀπό 150 μοναχούς, ἐνῶ σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος κατοικοῦσαν 1200 μοναχοί ρουμᾶνοι.
Ὁ π. Βικέντιος δέν ἔμεινε σάν ἡγούμενος παρά μόνο περίπου δύο χρόνια. Μόνος του ἔδωσε τήν παραίτησί του στόν Μητροπολίτη. Καί ὁ λόγος ἦτο ὅτι οἱ μοναχοί ἤθελαν μία εὐκολώτερη καί ἀνετώτερη ζωή, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν ἐταίριαζε μέ τόν αὐστηρό καί ἀσκητικό τρόπο τῆς ζωῆς του.
Ἐπί πλέον δέν ἠμποροῦσε νά δέχεται συχνά πυκνά ὑψηλούς ἐπισκέπτες καί νά φθείρεται ψυχικά μέ τά ὑλικά ἀγαθά καί τά οἰκονομικά προβλήματα τῆς ζωῆς τῆς μονῆς. Ἦτο ἐκ φύσεως μορφή ἡσυχαστική καί ὁσιακή.
Ἐχάρη διά τήν παραίτησί του, διότι ἐλυτρώθη ἀπ᾿ ὅλες τίς σκοτοῦρες αὐτοῦ τοῦ δυσκόλου μοναστηριακοῦ διακονήματος. Σέ ὀλίγες ἡμέρες ἔφυγε γιά τήν γυναικεία μονή Ἀγαπία, ὅπου εἶχε προσκληθῆ νά ἀναλάβη τήν πνευματική καθοδήγησι τῶν μοναζουσῶν.
Εἶναι ἀλήθεια, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι πολλοί εἶναι οἱ διδάσκαλοι, ἀλλά ὀλίγοι οἱ πνευματικοί Πατέρες. Κι αὐτός ὁ Γέροντας ἦτο ἀπό τούς ὀλίγους καί ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ. Στήν ἐξομόγησι εἶχε μεγάλη πεῖρα. Τούς δεχόταν ὅλους μέ σεβασμό καί μέ τόν χαιρετισμό: «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογῆ ἀδελφέ ἤ ἀδελφή». Τούς συμβούλευε:
-Βλέπε, ἀδελφέ, ἐάν δέν προσεύχεσαι, δέν σώζεσαι. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτό ὁ διάβολος κάνει τό πᾶν γιά νά μή προσευχώμεθα. Ἀκόμη ἐμεῖς εἴμεθα ὑποχρεωμένοι ἡμέρα καί νύκτα νά δοξάζουμε τόν Θεό.
Καί ἐδῶ στήν μονή Ἀγαπία συνέχισε ὁ Γέροντας νά λειτουργεῖ καθημερινά μέ περισσή εὐλάβεια, πίστι, δάκρυα καί φόβο Θεοῦ. Τούς ἔλεγε:
-Ἡ συνομιλία, τά ἀστεῖα καί τά γέλια μέσα στήν ἐκκλησία εἶναι ἁμαρτία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐναντίον τῆς θείας Χάριτος, διότι περιφρονοῦνται τά ἱερά Μυστήρια καί γίνονται ἀφορμή σκανδάλου τῶν παρισταμένων ἀδελφῶν. Ἀπ᾿ αὐτά τά λάθη σημειώνονται σήμερα διαπληκτισμοί καί χωρισμοί μεταξύ τῶν πιστῶν καί τῶν οἰκογενειῶν. Τί μεγάλη ἁμαρτία εἶναι νά ἀτιμάζουμε μέ τήν ζωή μας ὅ,τι ἱερώτερο καί ἁγιώτερο ἔχει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας! Καί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «Ὁ οἶκος μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δέ αὐτόν ἐποιήσατε σπήλαιον ληστῶν» (Μάρκ.11,17).
Ὁ π. Βικέντιος ἔκλαιγε, ὅταν ἐκήρυττε καί ὅταν ἐδιάβαζε εὐχές γιά τούς ἀσθενεῖς. Πολύ περισσότερο θά ἔκλαιγε στό κελλίο του προσευχόμενος. Τά δάκρυά του προήρχοντο ἀπό τήν ἀγάπη του στόν Χριστό καί ἀπό συμπάθεια καί εὐσπλαγχνία πού ἔδειχνε στούς ἀνθρώπους.
Ἕνας Χριστιανός ἀπό τό χωριό Χουμουλέστ ἔφερε τήν ἄρρωστη γυναίκα του στήν μονή  Ἀγαπία νά τήν διαβάσει ὁ Γέροντας.
-Ποῦ εἶναι ὁ π. Βικέντιος, ἐρώτησε κάποιον.
-Εὑρίσκεται στήν μονή Παλαιά Ἀγαπία γιά νά λειτουργήσει. Θά πρέπει νά πᾶς καί νά τόν ἀναζητήσεις ἐκεῖ.
Ἀλλά δέν ἔκανε 50 βήματα καί ἰδού μπροστά του ὁ π. Βικέντιος.
-Πάτερ, μήπως ἡ ὁσιότης σας, εἶσθε ὁ π. Βικέντιος;
-Ναί, ἀδελφέ Νικόλαε, ἐγώ εἶμαι.
-Ἦλθα μέ τήν Ἑλένη γιά προσευχή.
-Τό ξέρω. Ξέρω ὅτι εἶναι πολύ ἀσθενής. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς κατέβηκα βιαστικά ἀπό τό βουνό για νά μή κουρασθῆς ν᾿ ἀνέβης ἐσύ στήν μονή.
Καί ἐθαύμασε ὁ δυστυχής ἐκεῖνος ἄνθρωπος πού ὁ π. Βικέντιος τοῦ ἀνέφερε καί τό πρόβλημα καί τό ὄνομα τῆς συζύγου του, χωρίς ποτέ νά τούς εἶδε παλαιότερα.
-Πάτερ, τοῦ εἶπε ἡ ἀσθενής, διάβασέ μου εὐχή γιά νά παραδώσω τήν ψυχή μου στόν Θεό.
-Ὄχι, ἀδελφή Ἐλένη, πρέπει νά ζήσεις καί θά σοῦ διαβάσω εὐχές γιά τήν ὑγεία σου. Πιστεύω ὅτι ὁ Θεός θά σέ κάμει καλά.
Πάτερ, τοῦ εἶπε κάποιος ἄλλος, ἔχω πολλούς πειρασμούς ἀπό ἀνθρώπους. Δέν ἠμπορῶ νά τούς ὑπομείνω. Τί νά κάνω;
-Ἄγαπητέ μου, ἄκουσε τόν παπᾶ, πού σοῦ μιλάει τώρα! Μήν ἐνοχλεῖς τόν ἀδελφό σου κι ἐσύ ματαίως. Δέν εἶναι αὐτός ἔνοχος, ἀλλά ὁ διάβολος. Μή σπάσεις τόν δεσμό τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο σ᾿ αὐτόν τον κόσμο.
Πάτερ, νά μᾶς εἰπῆτε ἕνα πνευματικό λόγο, τοῦ ζητοῦσαν ἄλλοι ἀδελφοί
-Ἀδελφοί καί Ἀδελφές, γιά τίποτε δέν θά μᾶς ἐρωτήσει ὁ Χριστός στήν Μέλλουσα Κρίσι, παρά μόνο, ἐάν μετανοήσαμε. Ἐάν ἐκλαύσαμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ἐάν ἐμείναμε μέ τίς λαμπάδες μας κλειστές. Καί ἰδού ὁ Χριστός μας ἔρχεται καθημερινά καί δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. Ἔρχεται αἰφνιδίως ὁ θάνατος καί μᾶς εὑρίσκει ἀκόμη μέσα στήν ἁμαρτία. Νά εἴμεθα ἕτοιμοι ἀδελφοί!...Νά εἴμεθα ἕτοιμοι γιά τόν δρόμο!....
Πάτερ, τόν ἐρώτησαν οἰ μοναχές, ἔχουμε εὐλογία νά ὑποδεχθοῦμε κάποιον στό κελλίο μας;
-Ἀδελφές μου, ἀκοῦστε τόν παπᾶ σας. Νά μή δέχεσθε στό κελλίο σας λαϊκόν  οὔτε μία ὥρα, ἀλλά μόνο στό ἀρχονταρίκιο τῆς μονῆς σας. Τό κελλίο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἐκκλησία, εἶναι τόπος ἀσκήσεως καί δακρύων, εἶναι τόπος μυστικός ὅπου συναντιέται ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ μέ τόν Χριστό διά τῆς ἁγίας προσευχῆς. Οἱ λαϊκοί μέ τίς συζητήσεις τους ἀπομακρύνουν τό πένθος τοῦ μοναχοῦ. Οἱ λαϊκοί σβήνουν τό καντήλι τῆς προσευχῆς καί ἀπομακρύνουν τόν Χριστό ἀπό τήν καρδιά τοῦ μοναχοῦ.
Ἐάν ὁ π. Βικέντιος παρατηροῦσε ὅτι κάποιος λαϊκός προκαλοῦσε κάποιο σκάνδαλο στό μοναστήρι, τόν συναντοῦσε ὁ ἴδιος ἀμέσως καί τοῦ ἔλεγε:
-Ἀδελφέ, ἄκουσε ἐμένα τόν παπᾶ. Ἡ ἀφεντιά σου δέν πρέπει πλέον νά μένεις ἐδῶ. Πρέπει νά φύγης, πρίν ἀπό τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἐδῶ εἶναι φωτιά. Εἶναι μοναστήρι. Ἐδῶ ζοῦν 500 ψυχές πού ἄφησαν τόν κόσμο γιά νά ζήσουν μέ τόν Χριστό. Ἐδῶ εἶναι τόπος ἅγιος. Ἐδῶ οἱ προσευχές καί οἱ μετάνοιες δέν σταματοῦν, οὔτε τά καντήλια τῶν μοναχῶν σβήνουν. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἐξέλθης ταπεινά καί μέ συστολή, χωρίς νά πιάσεις μέ κάποιον τήν κουβέντα, ζητώντας καί συγχώρησι ἀπό τόν Θεό...
Ἄλλοτε συμβούλευε ὡς ἑξῆς γιά τήν ἄσκησι τῆς ἐλεημοσύνης:
-Ἀδελφές, σᾶς παρακαλῶ νά ἀκοῦτε τόν Χριστό πού λέγει: «Μακάριοι οἱ έλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται». Μή ξεχνᾶτε ὅτι ὑπάρχουν γύρω μας τόσοι πεινασμένοι, ὀρφανοί καί ταλαιπωρημένοι. Μᾶς περιμένει μεγάλη τιμωρία, ἐάν δέν ἐλεοῦμε τούς ἀναξιοπαθοῦντες. Ἔτσι, ἄν κάτι σήμερα ἀποκτήσατε, θά δώσετε κάτι καί στούς ἄλλους πού δέν ἔχουν. Μεγάλη ἁμαρτία κάνουν αὐτοί πού θησαυρίζουν ἐπί τῆς γῆς καί φτιάχνουν πολλά καί ἀκριβά ροῦχα, παρασκευάζουν ἐκλεκτά φαγητά, τήν στιγμή πού ἄλλοι τά στεροῦνται καί περιμένουν τήν βοήθειά μας. Ὁ μοναχός πρέπει νά τρώγει μόνο ἕνα εἶδος φαγητοῦ κι αὐτό μέ ἐγκράτεια. Ἀπό ροῦχα νά ἔχει μόνο δύο ζωστικά, ἕνα γιά τήν δουλειά καί τό ἄλλο γιά τήν ἐκκλησία. Κι αὐτά νά εἶναι ἁπλᾶ καί ὄχι μεταξωτά.
Λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του διαγωγῆς ἐπεριποιεῖτο ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του.
Μία ἡμέρα τοῦ εἶπε ἡ ἀδελφή Πορφυρία:
-Δός μου εὐλογία πάτερ, νά σοῦ πλύνω ἐγώ τά ροῦχα σου.
-Καί ὁ παπᾶς τί θά κάνει, Ἀδελφή;
Μία ἄλλη φορά, ἐπῆγα νά ἐξομολογηθῶ, ἔλεγε ἡ ἀδ. Πορφυρία, καί τόν εὑρῆκα νά πλένει τά ροῦχα του. Ἦτο μέ τό ζωστικό του, χωρίς ὑποκάμισο, διότι τό εἶχε βγάλει νά τό πλύνει.
Ἡ κατά σάρκα μητέρα του, ἡ μοναχή Μιχαέλα, εἴπαμε ὅτι ἐκάρη μοναχή στήν μονή Βαράτεκ. Ὅταν ὁ γυιός της, ὁ π. Βικέντιος ἦλθε στήν Ἀγαπία, πού ἀπέχει μόνο δύο χιλιόμετρα ἀπό τό Βαράτεκ, μέ εὐλογία τῆς Γερόντισσάς της, ἦλθε νά μείνει στήν Ἀγαπία, κοντά στόν γυιό της. Τοῦ εἶπε λοιπόν μία ἡμέρα νά τῆς δώσει εὐλογία καί νά τοῦ ράψει ροῦχα χειμωνιάτικα, διότι δέν εἶχε. Ὁ π. Βικέντιος τῆς ἔδωσε εὐλογία καί τά ροῦχα του σέ λίγες ἡμέρες ἦταν ἕτοιμα.
Τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε στόν Πατέρα ἕνας πτωχός μέ τήν γυναῖκα του. Εἶχαν δέκα παιδιά. Ἔλεγαν στόν Γέροντα ὅτι δέν ἔχουν ροῦχα, φαγητό γιά τά παιδιά τους, ξύλα γιά τόν χειμῶνα...
Τούς ἐκάλεσε ὁ Γέροντας στό κελλίο του καί τούς εἶπε:-
Βλέπετε αὐτά τά ροῦχα μου. Εἶναι καλογερικά, ἀλλά εἶναι καινούργια. Νά τά πάρετε, νά τά κόψετε καί νά κάνετε ροῦχα γιά τά παιδιά σας.
Τά ἐπῆραν ἐκεῖνοι εὐχαριστημένοι καί ἔφυγαν. Ἡ μητέρα του, ἡ μοναχή Μιχαέλα ἄκουσε ὅτι ὁ π. Βικέντιος ἔδωσε  τά ροῦχα του στούς πτωχούς. Ἐπῆγε κλαίγοντας στήν ἀδελφή Πορφυρία:
-Τί θά κάνουμε ἀδελφή, διότι ὁ π. Βικέντιος ἐμοίρασε τά ροῦχα, πού τοῦ ἔφτιαξα;
-Ἄφησέ τον, ἀδελφή Μιχαλίτσα, μή κλαῖς. Ἔχει ὁ Θεός φροντίδα καί γιά τόν  π. Βικέντιο.
Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Βικέντιος ὅτι, ὅταν ἦτο στήν Σέκου μέ τόν πατέρα του, ἡλικίας τότε ἑπτά ἐτῶν, τό 1893, τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος νά μπῆ στήν ἐκκλησία καί νά τήν σκουπίσει. Τήν ὥρα πού ἐσκούπιζε ἦλθε δίπλα του ἕνας λαμπρός νέος καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε μέσα στό Ἅγιο Βῆμα καί προσκύνα». Ὁ μικρός μπῆκε μέσα, ἔκανε τρεῖς μετάνοιες καί ὅταν σηκώθηκε, δέν εἶδε πάλι αὐτόν τόν λαμπρόν νέον. Ἦτο ἄγγελος Κυρίου καί ἕνα θεϊκό σημεῖο ὅτι μελλοντικά θά εἶναι ἄξιος νά λάβει τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.
Ὁ Θεός ἐχάρισε στόν π. Βικέντιο καί τό χάρισμα τῆς διοράσεως μετά ἀπό τόσους ἀσκητικούς ἀγῶνες.
Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε μία ἡλικιωμένη μοναχή ἔχοντας μαζί της καί τήν ἀνεψιά της.
-Πανοσιώτατε πάτερ, εὐλόγησον, τήν ἀνεψιά μου.
-Ὁ Θεός καί ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας νά σέ εὐλογοῦν, ἀδελφή, νά μείνεις στό μοναστήρι καί νά γίνεις μοναχή.
Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή τό κορίτσι αὐτό, πού δέν εἶχε σκεφθῆ μέχρι τότε νά γίνει μοναχή, δέν ἐπέστρεψε στούς γονεῖς της, ἀλλά ἔμεινε ἐκεῖ στήν Ἀγαπία μέ τήν γιαγιά της καί μέ τήν εὐλογία τοῦ π. Βικεντίου.
Μία ἡμέρα ἦλθε ἀπό τό χωριό Χουμουλέστι ἕνας πλούσιος φέροντας μαζί του καί τήν ἄρρωστη γυναῖκα του. Εἶπε στόν π. Βικέντιο:
-Πάτερ Βικέντιε, ἦλθα νά διαβάσεις τήν γυναῖκα μου. Εἶναι πολύ ἄρρωστη.
-Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, δέν μπορῶ νά τήν διαβάσω! Δέν ἠμπορῶ...
-Τουλάχιστον νά τήν εὐλογήσεις, πάτερ...Ἐάν δέν τήν εὐλογήσεις θά ἀρρωστήσει περισσότερο...Διάβασέ της τό Ἱερό Εὐχέλαιο...
Ὄχι, ὄχι, ὄχι, τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ Γέροντας ἀποφασισμένος καί μέ σκυθρωπό τό πρόσωπό του. Κατόπιν τοῦ προσέθεσε:
-Μετανοῆστε καί προσεύχεσθε στόν Θεό γιά νά σᾶς συγχωρήσει καί μετά νά σᾶς δώσει καί τήν ὑγεία σας.
Κάποτε ἀρρώστησε βαρειά. Τοῦ ἐφέραμε ἕνα κατάλληλο κρεββάτι στό κελλίο του μέ στρῶμα, μέ προσκέφαλο, διότι τόν περισσότερο καιρό ἔπρεπε νά εἶναι ἐξαπλωμένος. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, ἐπειδή ἐπήγαινε καλλίτερα στήν ὑγεία του, μᾶς εἶπε:
-Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τό κρεββάτι, τό προσκέφαλο καί ὅλη τήν ἀγάπη σας. Ὁ παπᾶς ἀπό τώρα εἶναι ὑγιής. Πάρτε τώρα τό κρεββάτι ἀπό τό κελλίο μου, διότι δέν εἶναι ἰδικό μου. Γιατί νά κοιμᾶται ἄλλος κάτω στό δάπεδο, ἀντί γιά μένα;
-Ὄχι, πάτερ, εἶναι δῶρο γιά ἐσᾶς. Κρατῆστε το δικό σας.
-Ἐάν τό κρατήσω, θά ἐπιστρέψει ἐπάνω μου πάλι ἡ ἀρρώστεια. Τό καταλάβατε;
Μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες, εἶδα ἕνα πτωχό στό κελλίο του. Τοῦ ἐχάρισε τό καινούργιο κρεββάτι καί ὅ,τι ὑπῆρχε ἐπάνω σ᾿ αὐτό. Ὁ π. Βικέντιος, ὅπως μᾶς εἶπε, ἀπό τότε πού ἔδιωξε τό κρεββάτι καί κοιμόταν, ὅπως πρωτύτερα, σέ μία σανίδα, δέν ἀρρώστησε πάλι.
Τό φθινόπωρο τοῦ 1939 τό Πατριαρχεῖο τόν ἔστειλε μαζί μέ ἀρκετούς μοναχούς στήν Τρανσυλβανία (Δυτική Ρουμανία), στόν νομό Μπάνατ γιά νά ἀνανεώσει καἰ  ἐκεῖ τό φιλομοναχικό πνεῦμα.
Πρίν ἀναχωρήσει τόν ἐπεσκέφθη ὁ τότε μοναχός Κλεόπας Ἠλίε, ἀπό τήν Συχαστρία νά πάρει τήν εὐχή του καί νά ἀκούσει μία, τήν τελευταία συμβουλή του. Ὁ π. Βικέντιος εἶπε στόν π. Κλεόπα:
-Ἄκουσε, πάτερ Κλεόπα, ἄκουσέ με τόν πατέρα σου. Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία συμβουλή μου: «Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή! Καί ὅταν νομίσεις ὅτι τήν ἐπέτυχες ν᾿ἀρχίσεις καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή νά τήν ἀναζητεῖς.
Μέχρι ποίου σημείου, πάτερ Βικέντιε, πρέπει νά ὑπομένουμε;
-Ἄκουσέ με, πάτερ Κλεόπα. Μέχρι τήν πόρτα τοῦ τάφου!
Πρίν φύγει τοῦ ἔδωσε μέλι, δύο βιβλία καί χρήματα γιά τήν ἐπιστροφή στήν μονή του. Τοῦ εἶπε ἀκόμη: Ἐγώ μετά ἀπό λίγο καιρό, θά φύγω ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή. Ἐσύ εἶσαι ἀκόμη νέος. Θά γίνεις καί ἱερεύς καί σέ παρακαλῶ νά μή μέ ξεχνᾶς.
Στίς 25 Μαρτίου 1940 ὁ π. Βικέντιος ἐτέλεσε τήν τελευταία λειτουργία στήν ἐκκλησία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν μονή Ἀγαπία. Ὅταν ὅλοι ἔλεγαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πολλοί μοναχοί καί μοναχές εἶδαν ἕνα περιστέρι νά πετᾶ ἐπάνω ἀπό τά Ἅγια Δῶρα. Κατόπιν φτερούγισε μέσα στόν κυρίως ναό καί ἀπό τόν νάρθηκα βγῆκε ἔξω. Αὐτό ἦτο, σίγουρα, ἕνα θεϊκό σημεῖο. Μετά τήν θεία Λειτουργία ἐρώτησε τίς μοναχές ὁ π. Βικέντιος:
-Πρός ποιά κατεύθυνσι ἐπέταξε τό περιστέρι;
-Πρός τά δυτικά, πάτερ τοῦ εἶπαν.
Αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι κι ἐγώ πρέπει ν᾿ ἀναχωρήσω.
Στήν Τρανσυλβανία ἔφθασε μέ τόν μαθητή του Εὐθύμιο Τανάσε καί ἔμειναν στήν μονή τοῦ Προφήτου Ἠλία κοντά στήν πόλι Βασιώβα. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ὁ π. Βικέντιος ἔστειλε τόν π. Εὐθύμιο καί πάλι στήν Ἀγαπία, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔμεινε καί ἐργάσθηκε σκληρά. Ὡδήγησε πολύ κόσμο στήν μετάνοια. Γιά ὁλόκληρο αἰῶνα δέν εἶχαν γνωρίσει ἐκεῖ οἱ κάτοικοι ἕνα τέτοιο ἔμπειρο καί ἅγιο Πνευματικό πατέρα.
Τά χρόνια περνοῦν. Ἡ ὑγεία του φθείρεται καί ὁ ἴδιος βλέπει ὅτι οἱ δυνάμεις του ὀλιγοστεύουν. Ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ 1945 δέν ἠμποροῦσε πλέον νά περπατήσει ἀπό τήν ἀρρώστεια του. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο, παρότι ὁ ἴδιος δέν ἤθελε.
Ἐκάλεσε κάποια στιγμή μερικούς πατέρες, τήν ἡγουμένη τῆς μονῆς καί ἀδελφές καί τούς εἶπε:
-Ἐγώ ἀπό τώρα πηγαίνω πρός τόν Κύριον. Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἔρχεται τό τέλος μου. Ὅσο ἠμπόρεσα ἐκοπίασα νά ὑπηρετήσω μέ πίστι καί θυσία τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν ἐζήτησα τίποτε ἀπό κανέναν. Ὅλους τούς ἀγάπησα, χωρίς διακρίσεις. Τόν καθένα τόν ἔβλεπα σάν τόν Χριστόν. Ἐχάρισα τήν καρδιά μου σέ ὅλους, διότι ἤθελα νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια. Κανέναν δέν ἐλύπησα στήν ζωή μου καί δέν ἐνθυμοῦμαι νά ἐμίσησα κάποιον.
Πατέρες μου, μετά τόν θάνατό μου, ἐπιθυμῶ νά μέ θάψετε στό μοναστήρι τοῦ προφήτου Ἠλία, πλησίον τοῦ χωριοῦ Σαράκα, ὅπου εἶναι καί ὁ μαθητής μου ὁ πρωτοσύγκελλος Γλυκέριος Μοράρου. Νά μή διαβάσετε λόγους στήν κηδεία μου, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, οὔτε καί εἶμαι ἄξιος νά μέ κλαύσετε.
Ἐτέλεσε τήν θεία Λειτουργία γιά τελευταία φορά. Ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, συγχωρέθηκε μέ ὅλους καί τήν Τρίτη ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ὅπως τούς εἶχε ἀπό πρίν ἀνακοινώσει, μετέβη στόν Κύριο, σέ ἡλικία 58 ἐτῶν.
Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου του ἔφθασε σάν ἀστραπή στά χωριά καί στά μοναστήρια τῆς Μολδαβίας καί τοῦ Μπανάτου. Συγκεντρώθηκαν δεκάδες χιλιάδες ἄνθρωποι γύρω ἀπό τόν σκήνωμά του καί τόν τάφο του, οἱ ὁποῖοι ἔκλαιγαν μέ ἀναφυλλητά. Δώδεκα ἱερεῖς ἐτέλεσαν τήν κηδεία του.
 Ἐτάφη δίπλα καί ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς μονῆς.
Τό 1952 ἡ διεύθυνσις τῆς μονῆς Σέκου ἔστειλε στήν μονή τοῦ Προφήτου Ἠλία στό Μπάνατ ἕναν ἱερομόναχο μέ σκοπό νά βγάλει καί νά μετακομίσει τά λείψανά του, στό Σέκου, στήν μονή τῆς μετανοίας του. Τό ἐγχείρημα δέν ἦτο καί τόσο εὔκολο, διότι στήν διαθήκη του ὁ μακαριστός εἶχε ζητήσει νά μείνει θαμμένος μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τελικά ὁ ἱερομόναχος αὐτός ἔβγαλε τά λείψανά του τήν  νύκτα καί τά ἐτοίμασε γιά τό ταξίδι στό Σέκου τῆς Μολδαβίας.
Ἕνα θαυμαστό γεγονός παρουσιάσθηκε κατά τήν ἐκταφή τῶν ὀστῶν του.
Τά δύο χέρια του ἀπό τόν ἀγκῶνα καί κάτω ἦταν ἄφθαρτα καί εὐωδιάζοντα, μετά ἀπό παραμονή στόν τάφο ἑπτά ἐτῶν. Ἐδόξασε ὁ Θεός τόν δοῦλο του γιά τήν πολλή του καθαρότητα, τήν ἐλεημοσύνη πρός τούς πτωχούς καί τήν ταπεινή ζωή του. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μέ ἀγάπη, τό ἔργο αὐτό δέν φθείρεται ἀπό τόν χρόνο, οὔτε καί εὔκολα λησμονεῖται.
Σήμερα τά ἱερά του λείψανα άναπαύονται στό μοναστήρι του, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί ξεκίνησε τούς μοναχικούς του ἀγῶνες.


Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου