Σελίδες

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ὀρθοδόξου Ἱερέως, Τά προσφάτως διαδραματισθέντα στήν Ἁγία Πόλη καί τό ἐκκλησιολογικό τους ὑπόβαθρο


Τα προσφάτως διαδραματισθέντα στην Αγία Πόλη και τo εκκλησιολογικό τους υπόβαθρο
Ορθοδόξου ιερέως
Εἰσαγωγή  
Τά πρόσφατα λυπηρά, ὡς ἀντικανονικά, γεγονότα τῆς συναντήσεως καί τῶν συμπροσευχῶν στήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ἱεροσολύμων μέ τήν κεφαλή τοῦ Παπισμοῦ, τόν Πάπα Φραγκῖσκο, ἤδη εὑρίσκονται ἐδῶ καί πολλές ἡμέρες ὑπό τό μικροσκόπιο τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀντιμετώπισή τους, ὅμως, ἑστιάζει ἕως τώρα κυρίως σέ ὅσα διαδραματίστηκαν, δηλαδή ἐν τῇ πράξει, καί στά μηνύματα πού ἀπορρέουν ἀπό ἐκεῖ, ἐμφανῆ ἤ ἀφανῆ.
Τό παρακάτω σημαντικό κείμενο «Τα προσφάτως διαδραματισθέντα στην Αγία Πόλη και το εκκλησιολογικό τους υπόβαθρο»,  συντεθέν ἀνωνύμως ἀπό Ὀρθόδοξο Ἱερέα καί πρωτοτύπως δημοσιευμένο στήν ἀγγλική, κυκλοφορήθηκε σέ ξενόγλωσσες ἱστοσελίδες, καί στήν δική μας, πρό ὀλίγων ἡμερῶν. Ἡ ἰδιαιτερότητα καί σημασία του συνίσταται στό ὅτι ἐξετάζει ἐκκλησιολογικῶς, μέ γλῶσσα ἁπλῆ, ἀλλά βαθεῖα ἀνάλυση,  τήν  ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τήν ἐκφωνηθεῖσα στίς 23 Μαΐου τρ.ἔ. στόν Πανίερο Ναό τοῦ Παναγίου Τάφου, ἐνώπιον ἀμφοτέρων τῶν ἀντιπροσωπειῶν, ὀρθοδόξου καί παπικῆς.  
Ὁ συντάκτης τοῦ κείμενου, πρῶτα ἐπισημαίνει τόν ἀβάσιμο καί ἀνούσιο ἐνθουσιασμό καί τήν ἁπλῶς φραστική «καταλλαγή» κατά τήν ἐφετινή πεντηκονταετηρίδα τῆς συναντήσεως Πατριάρχου Ἀθηναγόρου – καί Πάπα Παύλου τό 1964· ἐν συνεχείᾳ δέ, ἐντοπίζει τήν ἐναρμόνιση τῆς ὁμιλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μέ ἐπίσημα παπικά ἐκκλησιολογικά κείμενα (Lumen Gentium  καί Unitatis Redintegratio τοῦ 1964) καί τήν ταυτόχρονη ἀπομάκρυνσή της ἀπό ὀρθόδοξα κείμενα τῆς ἐκκλησιολογικῆς ὁμοφωνίας καί διαχρονίας τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ὅπως αὐτές ἐκφράζονταν σταθερῶς καί ἀπαρεγκλίτως σέ ἐπίσημα κείμενα μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
Ὁ Ἱερεύς - ἀρθρογράφος τῆς κριτικῆς αὐτῆς, ὀρθῶς ὀνομάζει «ἐκκλησιολογικό Νεστοριανισμό», τήν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρωτοφανῆ γιά τούς Ὀρθοδόξους διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας σέ «ἀδιαίρετη ἐκτός τοῦ χρόνου, ὑπεριστορικῶς» καί σέ «διεσπασμένη ἐν χρόνῳ, ἱστορικῶς, ἡττημένη ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία». Μέ σαφεῖς ἀναφορές στήν αὐθεντία τοῦ εὐαγγελικοῦ καί ἀποστολικοῦ λόγου, δηλαδή στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐπισημαίνεται τό ἀσυμβίβαστο τῶν πατριαρχικῶν ἀπόψεων μέ τήν ἐκκλησιολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία ἔχει σαφῆ χριστολογική ἀναφορά.  
Ὁ Ὀρθόδοξος Ἱερεύς καί συντάκτης, διαπνεόμενος ἀπό ἐπαινετό ζῆλο καί κάτοχος ὤν  -ὅπως ἀποδεικνύεται- τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ἐκφράζει τόν φόβο του μήπως ἤδη ὑφίσταται παράτυπη καί ἄθεσμη ἕνωση Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὀρθοδόξου ἀναγνωρίσεως μιᾶς αἱρετικῆς «ἐκκλησιακότητος» (“ecclesiality”)· ὑπενθυμίζει ἐπίσης τήν αἰώνια εὐθύνη τῶν ἁρμοδίων, ἔναντι ὅσων Ὀρθοδόξων ἤ ἑτεροδόξων ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τοῦ συγχρωτισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν αἴρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἐξ ἐπόψεως σωτηριολογίας «καθ΄ὅσον ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία, μιᾶς «διαιρεμένης ἐκκλησίας» ἀκυρώνει τελικά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, εὔλογα θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς αἵρεση».
Ἁπό τήν πλευρά μας, γιά νά καταδειχθεῖ πόσο ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἀπό αὐτό πού πιστεύεται στήν Ἐκκλησία «πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων», παραθέτουμε ἀμέσως παρακάτω ἀποσπάσματα τῶν ἀναφερομένων στό ξένο ἄρθρο Πατριαρχικῶν Ἐγκυκλίων τῶν ἐτῶν 1848 καί 1895, ὅπου εἶναι ἐμφανές τί φρονεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία περί τοῦ Παπισμοῦ ὡς αἱρέσεως· εἶναι λυπηρόν, ὅτι πονηρῶς ἤ ἀμαθῶς οἱ Οἰκουμενιστές, σέ μιά διατεταγμένη πορεία ἀλλοτριώσεως, μονίμως ὑπονομεύουν καί ἀποκρύπτουν ἀπό τούς Πιστούς αὐτά καί παρόμοια ἄλλα κείμενα (οἱ ἐμφάσεις δικές μας):
Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπαν Πίον Θ΄ (1848), παράγραφος §4. 
«Τούτων τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος τῆς οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥσπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλὰ διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται, καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει “ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ”». [Ἀποκ. 12, 10]

Οἱ Πατριάρχαι Ἄνθιμος Κωνσταντινουπόλεως, Ἱερόθεος Ἀλεξανδρείας, Μεθόδιος Ἀντιοχείας, Κύριλλος Ἱεροσολύμων καί αἱ Ἱεραί Σύνοδοι ΚΠόλεως, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων.
 ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,  Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄,  Ἀθῆναι 1953, σελ. 906.
 Ἀπάντησις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1895 πρός τόν Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄, παράγραφοι §1, §4, §21. 
«Ὁ μισόκαλος καὶ ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τὸν σῖτον. Ἔνθεν τοι καὶ ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καὶ λυμαίνονται τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ  ἅπερ ὡς σπέρματα πονηρὰ καὶ μέλη σεσηπότα δικαίως ἀποκόπτονται ἀπὸ τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐν ἐσχάτοις δὲ χρόνοις ὁ πονηρὸς διέσπασεν ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθνη ὁλόκληρα τῆς Δύσεως, ἐμφυσήσας τοῖς ἐπισκόποις τῆς Ῥώμης φρονήματα ὑπερφιάλου ἀλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας ἀθέσμους καὶ ἀντευαγγελικάς». [.........] «Πόθος ἱερός καὶ ἐνδόμυχος τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ὀρθοδόξου ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὑπάρχει, ὡς προείρηται, ἡ τῶν ἀπεσχισμένων  Ἐκκλησιῶν ἕνωσις μετ’ αὐτῆς ἐν τῷ ἑνὶ κανόνι τῆς πίστεως· ἀλλ’ ἄνευ τοιαύτης ἐν τῇ πίστει ἑνότητος ἀδύνατος ἀποβαίνει ἡ ποθητὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσις» [...] «Ἀφάτου δὲ λύπης πληροῦται πᾶσα εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος καρδία, βλέπουσα τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν ἐμμένουσαν ὑπεροπτικῶς ἐν αὐταῖς καὶ ἥκιστα συντελοῦσαν εἰς τὸν ἱερὸν τῆς ἑνώσεως σκοπὸν δι΄ ἀποπτύσεως τῶν αἱρετικῶν τούτων καινοτομιῶν καὶ ἐπανόδου εἰς τὸ ἀρχαῖον καθεστὼς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ  Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἧς μέρος τότε καὶ αὐτὴ ἀπετέλει».

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος καί ἡ περί ἐκεῖνον Ἱερά Σύνοδος ἐξ ἄλλων δώδεκα Ἀρχιερέων
 ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,  Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄,  Ἀθῆναι 1953, σελ. 933.934.942.
Ἡ Εἰσαγωγή ἀπό : impantokratoros.gr

Τα προσφάτως διαδραματισθέντα στην Αγία Πόλη και τo εκκλησιολογικό τους υπόβαθρο

Ορθοδόξου ιερέως 
Τι συμπεράσματα πρέπει να εξαγάγουμε από τα πρόσφατα εκκλησιαστικά γεγονότα στην Αγία Πόλη, κατά τους εορτασμούς για την 50η επέτειο από τη συνάντηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον πάπα Παύλο VI, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο της Ελληνικής Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής και άλλους ιεράρχες του Πατριαρχείου, συναντήθηκαν με τον Πάπα της Ρώμης για να τελέσουν κοινές ακολουθίες συμπροσευχής και να εκδώσουν κοινά ανακοινωθέντα;  
Τι προβλήματα δημιουργούν, αν δημιουργούν, τέτοιες συναντήσεις και δηλώσεις για εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και την Ορθόδοξη Πίστη μας; Και, σε τελική ανάλυση, ποιο είναι εδώ το ουσιαστικό θεολογικό διακύβευμα;  
Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που τίθενται από πολλούς πιστούς και, πράγματι, αξίζουν μια διεξοδική απάντηση. Με το σύντομο αυτό άρθρο, επιχειρείται να δοθεί μια σειρά από απαντήσεις, ή τουλάχιστον να αποτελέσει αφετηρία τέτοιων απαντήσεων.
Όσοι θα έβλεπαν στις οικουμενιστικές αυτές συγκεντρώσεις μια συντριπτικά θετική εξέλιξη, τις ονομάζουν «ανταλλαγές γενναιοδωρίας, καλής θέλησης και ελπίδος» και «αμοιβαίες εκδηλώσεις, στο Πνεύμα της χριστιανικής αγάπης», «αληθινές εκφράσεις της πίστεως των Αποστόλων, των Πατέρων και των Ορθοδόξων». Οι υπέρμαχοι αυτών των συναντήσεων δεν παραλείπουν να παραδεχθούν ότι «παρότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές» μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Καθολικισμού, που «δεν πρέπει να τις παραβλέψουμε, εντούτοις η πίστη μας απαιτεί να ενωθούμε και να δώσουμε τή μαρτυρία των κοινών χριστιανικών μας δεσμεύσεων. Με τα λόγια αυτά σχολίασε τα πρόσφατα γεγονότα των Ιεροσολύμων ένας πολύ γνωστός αμερικανός Ορθόδοξος θεολόγος και πιστεύω ότι απηχούν ακριβώς την κοινή αντίληψη των υποστηρικτών της εκδήλωσης.
Αν εντούτοις θέλουμε να κατανοήσουμε το νόημα αυτών των γεγονότων κατά τρόπο πνευματικό και θεολογικό, πρέπει να υπερβούμε τα κορεσμένα κλισέ και τους τετριμμένους πλατειασμούς και να εξετάσουμε το υπόβαθρο της εκκλησιολογίας, η οποία είτε υπονοήθηκε είτε ρητώς εκφράστηκε από τον Πατριάρχη και τους υποστηρικτές του στη διάρκεια αυτών των συναντήσεων. Είναι αρκετά εύκολο, και δυστυχώς μάλλον συνηθισμένο ακόμη και μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών, να αρκούμαστε στην μελίρρυτη γλώσσα της αγαπολογίας και της φραστικής συμφιλίωσης και να μην προσέχουμε τη βαθύτερη σημασία της θεολογίας που εκφράζεται εν λόγω και έργω. Αν θέλουμε να αποφύγουμε να πέσουμε σ’ έναν τέτοιον λάκκο, συμπαρασύροντας και άλλους να μας ακολουθήσουν, πρέπει να αποκτήσουμε Ορθόδοξο φρόνημα και να κρίνουμε τα σημαντικά αυτά ζητήματα στο Ορθόδοξο πλαίσιο και με τα κριτήρια αυτού.
Το υποκείμενο εδώ πρόβλημα, που λίγοι συζητούν, είναι οι εκκλησιολογικές επιπτώσεις της νέας θεώρησης της Εκκλησίας εκ μέρους του Πατριαρχείου και των υποστηρικτών του. Αν η συνάντηση των Ιεροσολύμων και οι συνακόλουθες συναντήσεις (όπως εκείνες στο Παρίσι, τη Βοστόνη και την Ατλάντα) κρίνονται ως καταστροφικές για την ενότητα της Εκκλησίας και ως υποσκάπτουσες την αποστολή της Εκκλησίας, αυτό ασφαλώς δεν είναι εξαιτίας της μελίρρυτης αγαπολογίας και φρασεολογίας περί κατανόησης που διαρκώς εκπέμπουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές, αλλά εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν εδράζονται στην Ορθόδοξη Πίστη, στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία. Αν ωστόσο, οι εκπρόσωποί μας στις εν λόγω συναντήσεις δεν εκφράζουν τα Ορθόδοξα διδάγματα περί της Εκκλησίας, τότε τι εκφράζουν;  
Δυστυχώς, δεν υπάρχει έλλειμμα προηγούμενων δηλώσεων από ιεράρχες του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως που θα μπορούσε να παρατεθεί εν είδει απαντήσεως αυτού του ερωτήματος. Όμως τυχόν παρουσίασή τους εδώ, είναι εκτός του πλαισίου του παρόντος άρθρου και όχι απαραίτητη, καθότι σε παρατηρήσεις του ιδίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στην πρώτη ομιλία του που δόθηκε στην Ιερουσαλήμ στις 23 Μαΐου στον Πανίερο Ναό του Παναγίου Τάφου, εκφράστηκε σαφώς η ουσία της νέας εκκλησιολογίας:  
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν «ἀρχῇ Λόγου»,  τοῦ «ὄντος πρός τόν Θεόν», καί «Θεοῦ ὄντος» Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ «αὐθεντίαν» καί  «ἀλήθειαν». Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία,  ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ᾿ αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν  διαφορῶν, προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν «θεολογικῶν», «πρακτικῶν» καί «κοινωνικῶν» αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν  πολεμικήν. (παράγραφοι 4, 5, δική μου έμφαση)

Παρατηρείστε τί δηλώνει ο Πατριάρχης:
1. Ότι η Μία  Εκκλησία είναι «διασπασμένη εν χρόνω».
2. Ότι η διάσπαση αυτή ήταν το αποτέλεσμα της υπερισχύσεως της ανθρώπινης αδυναμίας. Παρότι δεν εκφράστηκε σαφώς ωστόσο συνάγεται ότι η ανθρώπινη αυτή αδυναμία ήταν ισχυρότερη από το θέλημα του Θεού για την Εκκλησία που Εκείνος ίδρυσε.
3. Ότι οι ποικίλες ομάδες, κομμάτια της Μίας Εκκλησίας, που προέκυψαν απ’ αυτή τη διάσπαση «διεκδικεί», η καθεμία εξ’ αυτών, ότι αποτελεί την αυθεντική και αληθή Εκκλησία. Η επίπτωση εδώ είναι ότι, ουδεμία εξ’ αυτών, συμπεριλαμβανομένης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν μπορεί δικαίως να διεκδικήσει αποκλειστικά τον τίτλο της Μιάς Εκκλησίας.
4. Μολαταύτα, παρότι οι συναγωνιζόμενες αυτές ομάδες διεκδικούν όλες κατ’ αποκλειστικότητα για τον εαυτό τους την αυθεντία και την αλήθεια, η Εκκλησία είναι Μία. Για άλλη μία φορά προκύπτει το συμπέρασμα απ’ όλα όσα ειπώθηκαν, ότι αυτή η ενότητα (oneness) υφίσταται μόνον εκτός του χρόνου, δεδομένου ότι η Εκκλησία, όπως είπε, «διεσπάσθη εν χρόνω».  
Για να λάβουμε μια συνολική εικόνα της νέας εκκλησιολογίας που παρουσιάζεται, πρέπει να προσθέσουμε στις θέσεις αυτές περί της Εκκλησίας, την τοποθέτηση του Πατριαρχ(εί)ου έναντι του Καθολικισμού,  που ήταν έκδηλη τόσο εν λόγω όσο και εν έργω καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδηλώσεως στα Ιεροσόλυμα.  
Σε όλο το διαφημιστικό της εκδηλώσεως υλικό και στις πατριαρχικές προσφωνήσεις, ο Καθολικισμός— τον οποίον επί αιώνες τώρα οι Σύνοδοι και οι άγιοι της Εκκλησίας έχουν χαρακτηρίσει ως αιρετική παρασυναγωγή — θεωρείται ως Τοπική Εκκλησία, η εν Ρώμῃ Εκκλησία. Αντίστοιχα, ο τωρινός πάπας θεωρείται ως «σύγχρονος διάδοχος του πρώιμου αποστόλου [Πέτρου] και τρέχων ηγέτης της αρχαίας εκκλησίας [της Ρώμης]». Ο Πατριάρχης επίσης έχει αναφερθεί στον τωρινό Πάπα ως αδελφό του επίσκοπο, συνυπεύθυνο για την καλή διαποίμανση της Μίας Εκκλησίας. Θεωρεί τα μυστήρια, τα οποία επιτελούνται από τον Πάπα και τους κληρικούς του ως κατ΄ ακρίβειαν μυστήρια της Μίας Εκκλησίας. Δεν μας εκπλήσσει ως εκ τούτου το ότι βλέπει την Εκκλησία διασπασμένη στην ιστορία και - εν τούτοις - τρόπον τινα ακόμη Μία, αλλά εκτός της ιστορίας.  
Τι συμπεράσματα μπορούμε τώρα να εξαγάγουμε γι’ αυτήν την εικόνα της Εκκλησίας την οποία σκιαγραφεί ο Πατριάρχης; Μπορούμε να πούμε τα εξής:
1. Είναι πλήρως εναρμονισμένη με τη νέα εκκλησιολογία της Β’ Βατικανής Συνόδου όπως αυτή παρουσιάστηκε στα συνοδικά κείμενα  Lumen Gentium και Unitatis Redintegratio.
2. Είναι σε πλήρη διάσταση με την θεώρηση της Εκκλησίας όπως παρουσιάστηκε σε σχετικά συνοδικά κείμενα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως είναι οι Αποφάσεις της Συνόδου του 1484, οι Πατριαρχικές Εγκύκλιοι του 1848 και 1895, αλλά και σε κείμενα των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι εξέφρασαν τον «νου» της Εκκλησίας επί του θέματος, συγκεκριμένα: οι Άγιοι Γρηγόριος Παλαμάς, Νεκτάριος Πενταπόλεως, Μάρκος Εφέσου, Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ και πολλοί άλλοι.
Ο Πατριάρχης και οι υποστηρικτές του ευθυγραμμίζονται και επιχειρούν συνάμα να ευθυγραμμίσουν ολόκληρη την Ορθοδοξία με την εκκλησιολογική γραμμή που χαράχθηκε κατά την Β’ Βατικανή Σύνοδο. Η νέα αυτή εκκλησιολογία προβλέπει μία διάσπαση της Εκκλησίας «εν χρόνω», τέτοια ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Καθολικισμός να θεωρούνται «οι δύο πνεύμονες» της Μίας Εκκλησίας — μολονότι παρά ταύτα διαιρεμένοι. Σ’ αυτή την εκκλησιολογία, η οικουμενική Εκκλησία συμπεριλαμβάνει αμφότερα τον Καθολικισμό και όλες τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Υποτίθεται ότι η Εκκλησία είναι μια κοινωνία επιμέρους Σωμάτων που είναι λίγο πολύ εκκλησίες· μία κοινωνία που πραγματοποιείται σε ποικίλες διαβαθμίσεις πληρότητας, ώστε το ένα μέρος της Εκκλησίας, εκείνο υπό τον Πάπα, να θεωρείται «πλήρως» η Εκκλησία, και ένα άλλο μέρος της Εκκλησίας, όπως μία Προτεσταντική ομολογία, να θεωρείται «ατελώς» ή μόνον «εν μέρει» ως  η Εκκλησία. Έτσι λοιπόν, αυτή η εκκλησιολογία αφήνει περιθώρια για συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας έξω από τα κανονικά όριά της, έξω από την μία Ευχαριστιακή σύναξη, το οποίο αντιτίθεται με μία καλώς και ορθώς εννοούμενη «Ευχαριστιακή εκκλησιολογία».
Επομένως, η εκκλησιολογία που εξέφρασε εν λόγω και πράξει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η εκκλησιολογία της Β΄ Βατικανής συγκλίνουν στην αποδοχή μίας διαιρεμένης Εκκλησίας ή μίας Εκκλησίας που κομματιάστηκε από την βαρεία χείρα της ιστορίας. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εκκλησιολογικός Νεστοριανισμός, μια εκκλησιολογία δηλαδή, κατά την οποία η Εκκλησία διαιρείται σε δύο διαφορετικές οντότητες: από τη μια πλευρά η Εκκλησία στον ουρανό, εκτός χρόνου, η μόνη αληθινή και καθολική· από την άλλη, η Εκκλησία, ή μάλλον «οι εκκλησίες», επί της γης, εν τω χρόνω, ελλειματικές και σχετικές, χαμένες στις σκιές της ιστορίας, που αναζητούν να πλησιάσουν η μία την άλλη και σε εκείνη την υπερβατική τελειότητα, όσο είναι δυνατό στην «αδυναμία του πεπερασμένου ανθρωπίνου θελήματος».
Σ’αυτήν την εκκλησιολογία, οι ταραχώδεις και επιζήμιες διαιρέσεις της ανθρώπινης ιστορίας έχουν υπερισχύσει της «εν χρόνω» Εκκλησίας. Η ανθρώπινη φύση της Εκκλησίας, διαιρεμένη και διασκορπισμένη, έχει χωρισθεί από την Κεφαλή της, τον Θεάνθρωπο. Αυτή είναι μία Εκκλησία επίγεια, αποστερημένη της οντολογικής φύσεώς της, δεν είναι «Μία και Αγία», ούτε κατέχει όλη την αλήθεια μέσω της υποστατικής ενώσεώς της με τη θεία φύση του Λόγου.
Αναμφίβολα αυτή η εκκλησιολογία διαψεύδει την πίστη και την ομολογία των Ορθοδόξων σε Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η Εκκλησία του Χριστού, όπως ο Απόστολος Παύλος εξαιρετικά όρισε, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου (Εφ. 1,23). Το πλήρωμα του Χριστού ταυτίζεται με το Σώμα του Χριστού, που είναι, όπως ο Χριστός όταν περπάτησε στη γη εν χρόνω ως Θεάνθρωπος, ορατό και αδιαίρετο, σηματοδοτούμενο από θεανθρώπινα χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Βλαδιμήρ Λόσκυ «ό,τι μπορεί να διακηρυχθεί ή να αποκηρυχθεί περί του Χριστού, μπορεί εξίσου να εφαρμοσθεί στην Εκκλησία, καθόσον είναι ένας θεανθρώπινος οργανισμός». Αυτό σημαίνει, λοιπόν, ότι όπως ακριβώς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ισχυρισθούμε ότι ο Χριστός διαιρείται, έτσι ούτε θα μπορούσαμε να επιδοκιμάσουμε και ότι μπορεί ποτέ η Εκκλησία να διαιρεθεί (βλ. Α΄ Κορ. 1, 13).
Αυτή η Εκκλησία, αναντίρρητα, ιδρύθηκε, καθιερώθηκε, εξαπλώθηκε και υπάρχει μέχρι σήμερα εντός του χρόνου (και θα υπάρχει μέχρι τη Δευτέρα παρουσία και εκείθεν). Αυτό συμβαίνει διότι η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, ο οποίος εισήλθε εντός του χρόνου, περπάτησε και πέθανε και αναστήθηκε και ανελήφθη και πρόκειται να επανέλθει εντός του χρόνου. Η Εκκλησία είναι η συνέχεια της εντός του χρόνου ενσαρκώσεως. Και όπως ο Κύριος μας εθεάθη, ψηλαφήθηκε και προσκυνήθηκε εν Σαρκί, εν χρόνω, έτσι επίσης συνεχίζει να συμβαίνει και με το Σώμα του, την Εκκλησία, - ενωμένη και αγία - εν χρόνω. Αν θα δεχόμασταν την διαίρεση της Εκκλησίας, θα δεχόμασταν λοιπόν την εκμηδένιση της Ενσαρκώσεως και της σωτηρίας του κόσμου. Καθόσον η νέα αυτή εκκλησιολογία, μιας «διαιρεμένης εκκλησίας» ακυρώνει τελικά τη σωτηρία του ανθρώπου, εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αίρεση.
Η πίστη μας στην ενότητα και τη συνέχεια του Σώματος του Χριστού, η ομολογία της Πίστεώς μας, το Δόγμα αυτό της Εκκλησίας, δεν βασίζεται σε τίποτε άλλο παρά στις θείες επαγγελίες του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, όταν είπε λόγους όπως αυτοί:
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ιω. 16, 13).
«Κἀγὼ δέ σοι λέγω, ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν· καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).
«Καὶ ἰδού, ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20).
«Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ιω. 16, 33).
Παρομοίως από το «στόμα του Χριστού», τον θείο Απόστολο Παύλο, δεχόμαστε περαιτέρω υποσχέσεις για το «αδιαίρετον» και «αήττητον» της Εκκλησίας.
«Καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶτὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν πληρουμένου» (Εφ. 1, 22.23).
«Ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15).
«Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Eφ. 4, 4.5).
«Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Εβρ. 13,8).
Και στον Απόστολο της Αγάπης, Ιωάννη τον Θεολόγο, διαβάζουμε ότι είναι η πίστη μας στον Θεάνθρωπο και το θεανδρικό Του Σώμα, εκείνη η οποία είναι αήττητη και νικηφόρα έναντι του πεπτωκότος πνεύματος αυτού του κόσμου, που είναι πρωτίστως πνεύμα διαιρέσεως:
«Ὅτι πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη, ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ιω. 5,4).
Έτσι λοιπόν, το Πνεύμα της Αληθείας δεν έχει οδηγήσει την Εκκλησία Του σε «όλη την αλήθεια»; Ή προωθούμε, εμείς ως Ορθόδοξοι, μόνον μία «διεκδίκηση» αυθεντικότητας και αλήθειας;
Εκείνος δεν έχει φρουρήσει την Εκκλησία Του, ώστε οι πύλες της κολάσεως ποτέ να μην κατισχύσουν αυτής; Ή μήπως η «ανθρώπινη αδυναμία» έχει υπερνικήσει το Σώμα του Χριστού;
Εκείνος δεν έχει παραμείνει μαζί μας, καθοδηγώντας μας μέχρι σήμερα και περαιτέρω, μέχρι το τέλος του χρόνου; Ή μήπως Εκείνος δεν υπάρχει πλέον ως Εις «εντός του χρόνου»;
Η πίστη μας στον Θεάνθρωπο δεν έχει υπερνικήσει τον κόσμο και το πνεύμα διαίρεσης; Ή μήπως συμβαίνει, όπως υποθέτει ο Πατριάρχης, το «ανθρώπινο στοιχείο» και η «ανθρώπινη αδυναμία» να έχουν νικήσει την πίστη μας και την ενότητα του Σώματος του Χριστού;
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το γεγονός, ότι είναι αδύνατον αμφότερα, και η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Καθολικισμός να διατηρούν την ταυτότητα της Μίας Εκκλησίας, ενώ είναι χωρισμένα σε ζητήματα πίστεως, ας δούμε συνοπτικά την περίπτωση της ένωσης του γάμου.  Στον γάμο, ένας άνδρας και μία γυναίκα ενώνονται εν Χριστώ. Υπάρχει μια τριπλή ενότητα, ή μία ενότητα δύο προσώπων σε ένα τρίτο Πρόσωπο. Δεν είναι απλή ανθρώπινη συμφωνία. Αυτή είναι μια θεανθρώπινη ενότητα, μία φανέρωση του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και, ως εκ τούτου, της Εκκλησίας, σύμφωνα με τα θεϊκά λόγια του Αποστόλου Παύλου: «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν· ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστόν, καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Eφ. 5, 32).
Όλη η ενότητα στην Εκκλησία είναι Θεανθρώπινη. Πράγματι, οι αληθινά ενωμένες ανθρώπινες υπάρξεις βρίσκονται μόνο στην Εκκλησία, διότι μόνο στην Εκκλησία ο άνθρωπος ενδύεται την Θεανθρωπότητα (Γαλ. 3, 27), την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Καθώς η πεπτωκυία, αλύτρωτη ανθρώπινη φύση έχει διαρραγεί αθεράπευτα και είναι διαιρεμένη εν εαυτή, διαχωρισμένη από την αρχή της ενότητας αυτής, τον Θεό, ο άνθρωπος μπορεί μόνο να ενωθεί αν «ενδυθεί» μία νέα ανθρώπινη φύση, την ανθρωπότητα του Θεανθρώπου, που λαμβάνει χώρα στα μυστήρια, με πρώτο το Βάπτισμα. Ως εκ τούτου, μπορούμε να αποκαταστήσουμε την ενότητα μέσα μας, μεταξύ μας και με τον Θεό, μόνον δια της ενότητας με τον Θεάνθρωπο στην ανθρώπινη φύση Του, στο Σώμα Του, την Εκκλησία.
Υπήρξε άραγε χωρισμός; Ο «γάμος» διαλύθηκε; Ας γνωρίζουμε πως, πρώτα το ένα από τα δύο πρόσωπα έπαψε να υπάρχει «εν Χριστώ», απομακρύνθηκε από τον Χριστό και τότε μόνον απομακρύνθηκε από το άλλο πρόσωπο. Πριν απ’ αυτόν τον ανθρώπινο χωρισμό έχει κατ’ ανάγκην προηγηθεί μια ρήξη στην κοινωνία με το Θείο Πρόσωπο, εν τω Οποίω [τω Χριστώ] ενώθηκαν τα δύο πρόσωπα. Κάτι ανάλογο μπορεί να υποστηριχθεί και στο εκκλησιαστικό επίπεδο.
Ο Πατριάρχης ισχυρίζεται ότι, παρόλο που «οι Τοπικές Εκκλησίες οδηγήθηκαν σε κατακερματισμό της ενότητας της Πίστεως» και «η Μία Εκκλησία διασπάστηκε εν χρόνω», μολαταύτα τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσον και ο Καθολικισμός είναι ενωμένα με τον Χριστό και εκδηλώνουν αυτήν την ενότητα μετ’ Αυτού σε κοινά μυστήρια. Αυτό όμως είναι αδύνατον, διότι αν και τα δύο ήταν ενωμένα με τον Χριστό, θα ήταν κατ’ ανάγκην ενωμένα και μεταξύ τους, εφόσον βρίσκουν την ένωσή τους εν Χριστώ. Κοντολογίς: αν είμαστε και οι δύο εν Χριστώ, είμαστε ενωμένοι. Αν είμαστε χωρισμένοι, δεν μπορούμε και οι δύο να είμαστε εν Χριστώ. Με όρους εκκλησιολογικούς, τούτο σημαίνει ότι δεν μπορούμε αμφότεροι να είμαστε «Η Εκκλησία».
Από τη στιγμή που κάποιος υποστηρίζει ότι η Εκκλησία είναι διαιρεμένη, δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται ότι τα μέλη της Εκκλησίας είναι ενωμένα με το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Η οραματιζόμενη αυτή Εκκλησία είναι κατ’ ανάγκην απλώς ένας ανθρώπινος οργανισμός, στον οποίον βασιλεύει και επιφέρει την διαίρεση η «επικράτηση της ανθρώπινης αδυναμίας και του πεπερασμένου θελήματος της ανθρώπινης διανοίας».
Μπορούμε επίσης να δούμε αυτή την αλήθεια να αποδεικνύεται στα λόγια του «Αποστόλου της Αγάπης», του αγαπημένου μαθητού του Κυρίου, αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.  Ο άγιος Ευαγγελιστής λέει πως «ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεὸν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν» (Α΄ Ιω. 4,20). Αντιστοίχως, εφόσον η αγάπη μάς ενώνει με τον Θεό, αν πούμε ότι είμαστε ενωμένοι με τον Θεό αλλά χωρισμένοι από τον αδελφό μας, δεν λέμε την αλήθεια. Επιπλέον, σε εκκλησιαστικό επίπεδο, αν πούμε ότι αμφότερες οι «εκκλησίες» είναι ενωμένες με τον Θεό, αλλά χωρισμένες μεταξύ τους, δεν λέμε την αλήθεια. Διότι αν αμφότερες είναι ενωμένες με τον Χριστό, θα ήταν ενωμένες και μεταξύ τους, δεδομένου ότι η ενότητα στην Εκκλησία είναι εν Χριστώ και δια του Χριστού.
Μερικοί, στηριζόμενοι στη νέα διδασκαλία του Πατριαρχ(εί)ου, υποστηρίζουν ότι έχει ήδη σφυρηλατηθεί μία «ψευδής ένωση». Οι περισσότεροι απορρίπτουν αμέσως έναν τέτοιο ισχυρισμό. Είναι αλήθεια ότι, τουλάχιστον επισήμως και δημοσίως, δεν προχώρησαν στο «κοινό ποτήριο» στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, μία μορφή «ψευδούς ενώσεως» καθιερώθηκε αναμφισβήτητα στο επίπεδο της εκκλησιολογίας. Διότι, όταν αναγνωρίζονται per se τα μυστήρια μιας ετερόδοξης ομολογίας, ως αυτά καθεαυτά τα μυστήρια της Εκκλησίας, και παρομοίως όταν οι επίσκοποί τους γίνονται αποδεκτοί με αδελφικούς ασπασμούς ως επίσκοποι της Μίας Εκκλησίας, τότε δεν έχουμε εδραιώσει μία ένωση μαζί τους; Δεν έχουμε τότε μία ένωση, τόσο υπό την έννοια ότι αναγνωρίζουμε την «εκκλησιακότητά» τους (ήτοι, τη Μία εν Ρώμῃ Εκκλησία), όσο και με την υιοθέτηση μίας κοινής ομολογίας πίστεως όσον αφορά την Εκκλησία;
Εάν αναγνωρίζουμε το βάπτισμά τους ως το «Έν βάπτισμα», είναι ανακόλουθο να μην αναγνωρίζουμε και την Ευχαριστιακή Σύναξη, στην οποία το βάπτισμά τους τελέσθηκε. Και αν αναγνωρίζουμε την Ευχαριστία τους ως το Έν Σώμα, είναι εξίσου υποκριτικό και αμαρτωλό να μην πραγματοποιούμε μία ευχαριστιακή κοινωνία με αυτούς άμεσα.
Στο σημείο αυτό φαίνεται το ατεκμηρίωτο της Πατριαρχικής στάσης. Το γεγονός ότι η Εκκλησία ποτέ δεν έχει δεχθεί διακοινωνία με τον Καθολικισμό μαρτυρεί όχι απλώς μία απόφαση τακτικής ή μία συντηρητική στάση, αλλά τον αυτο-προσδιορισμό της, ως της μίας Εκκλησίας αφενός και την εκ μέρους Της θεώρηση του Καθολικισμού ως αιρέσεως. Εάν δεν ίσχυε αυτό, θα σήμαινε ότι παίζουμε με τα μυστήρια και την αλήθεια του Ευαγγελίου. Όπως το εξέφρασε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε πασίγνωστη φράση, «η αποκοπή των Λατίνων», έγινε ακριβώς γιατί η Εκκλησία πλέον έπαψε να θεωρεί την «εκκλησία» τους, την ευχαριστιακή τους σύναξη, ως εν εσόπτρω, δηλαδή ως έκφραση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ρώμη. Η ταυτότητά τους δεν ήταν πλέον αυτή της Εκκλησίας, αλλά της αιρέσεως.
Από όλα όσα έχουν γραφεί εδώ, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρξουν αιώνιες συνέπειες από κάθε νέα παρέκκλιση ἐκ τῆς «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθείσης πίστεως» και η νέα εκκλησιολογία δεν αποτελεί εξαίρεση. Παραβλέποντας τις σύγχρονες φωνές της Εκκλησίας – από τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, μέχρι τον αείμνηστο (μακαριστό) Φιλόθεο Ζερβάκο, μέχρι τον όσιο γέροντα Παϊσιο τον Αγιορείτη – αυτοί που μετέβησαν στην Ιερουσαλήμ, ενστερνιζόμενοι την νέα εκκλησιολογία, οδηγούν τους ανυποψίαστους οπαδούς τους εκτός Εκκλησίας και εκείνους τους ήδη ευρισκομένους εκτός Εκκλησίας τους εξωθούν ακόμα μακρύτερα, πόρρωθεν της εισόδου τους στην Εκκλησία.
Αυτή η νέα εκκλησιολογία συνιστά την πνευματική και θεολογική πρόκληση των ημερών μας, έναντι της οποίας κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός παραμένει αδιάφορος, με διακινδύνευση του εαυτού του, διότι εγκυμονεί σωτηριολογικές συνέπειες. Ενόψει μίας τρομακτικά διχαστικής και παραπλανητικής αίρεσης, καλούμεθα όλοι να συνομολογήσουμε σήμερα τον Χριστό, όπως έπραξαν οι πρόγονοί μας την εποχή του Αρειανισμού. Η ομολογία της πίστεώς μας, ωστόσο, δεν είναι απλώς στο πρόσωπό Του στην Ενσάρκωση, αλλά στο πρόσωπό Του στη συνέχεια της Ενσαρκώσεως, στην Εκκλησία. Το να ομολογεί κανείς την πίστη σήμερα σημαίνει να ομολογεί και να διακηρύττει την ενότητα της θείας και ανθρώπινης φύσης Του στο Σώμα Του, τη Μία και Μόνη Ορθόδοξη Εκκλησία - «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» (από τον Όρο της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου).
http://katanixis.blogspot.gr/2014/07/o_1.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου