Σελίδες

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

''Ἰδού πορεύομαι'',ΚΕΦ. Η΄ μέρος β΄

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Εκεῖνο τό βράδυ Κωνσταντινούπολη παρουσίαζε ἕνα ὑπέροχο θέαμα. Ἦταν φωταγωγημένη μέ χιλιάδες λαδοφάναρα ἀπό τά Ἀνάκτορα μέχρι τόν Ἱππόδρομο, τή Μέση ὁδό, τό forum τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καί τά ἐπιβλητικά τείχη. Ἀκόμη καί αὐτά τά πλοῖα πού βρίσκονταν στό λιμάνι, ὅλα ἦσαν φωταγωγημένα.
Ἀγαποῦσε ὁ Κωνστάντιος τό φῶς, ἀλλά δυστυχῶς γιά τό ἀληθινό Φῶς, τό Χριστό, ἦταν τυφλός! Ὅλα ἔδειχναν, καί εἰδικά στό Μέγα Παλάτιον, ὅτι ἡ βραδυά αὐτή ἦταν μιά βραδυά πανηγύρεως.
Ἔπρεπε νά ὑπάρξη “παρηγοριά” γιά τό πένθος.
Θά περίμενε κανείς πώς μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ του θά μαλάκωνε τή στάση του ὁ Κωνστάντιος. Τί πιό φυσικό ἀπό τό νά σεβαστῆ κανείς τήν ἐπιθυμία ἑνός ἀγαπημένου νεκροῦ; Καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Δύσης, τοῦ εὐλαβοῦς Κώνστα, ἦταν πολύ γνωστή στόν Κωνστάντιο. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά ἀσέβησε στή μνήμη καί στήν ἐπιθυμία τοῦ ἀδελφοῦ του καί ἄς ἔδειχνε ἐξωτερικά πώς τόν πενθοῦσε.

Ἡ ἀπόφαση τῆς τέταρτης ἐξορίας τοῦ Παύλου πάρθηκε μυστικά, χωρίς νά τηρηθοῦν ἔστω καί αὐτά τά τυπικά προσχήματα. Ἡ δέ ἐκτέλεση ἔγινε ἀκαριαῖα, πρίν προλάβη νά πάρη εἴδηση ὁ εὐσεβής λαός.
Ἴσως ἔγινε τή νύχτα τῶν ἑορτῶν τῆς ἀναρρήσεως τοῦ Γάλλου, ὁπότε ὁ λαός, συνεπαρμένος ἀπό τήν ἑορταστική ἀτμόσφαιρα τῆς πόλης, δέν θά μποροῦσε νά παρακολουθήση τά γενόμενα εἰς βάρος τοῦ Πατριάρχη.
Ἡ σύλληψή του αὐτή τή φορά, ὅπως φάνηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, εἶχε σκοπό ὄχι μόνον τόν ἐξοστρακισμό του, ἀλλά καί αὐτή τήν ἐξόντωσή του. Εἶχε δέ τή μορφή αἰφνιδιαστικῆς ἀπαγωγῆς. Γι᾿ αὐτό καί δέν ὑπῆρξε στή φάση αὐτή λαϊκή ἀντίδραση καί ἀντίσταση.
Ἔτσι ὁ μαρτυρικός Ὁμολογητής ἐσύρθη πρός τά ἀπώτερα μέρη τῆς Νοτιοανατολικῆς Μ. Ἀσίας ἀπό πληρωμένους δημίους, πού καλύπτονταν κάτω ἀπό τή στολή τοῦ στρατιώτη, φορεῖς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ καί μακεδονικοῦ μίσους.
Καί πάλι ὁ ἅγιος ἔζησε τήν κακουχία, τή στέρηση, τίς ταπεινώσεις καί ἀπειλές καί τόν καταλυτικό κόπο ἑνός τόσο μεγάλου ταξειδιοῦ μέ τέτοιες συνθῆκες σέ χειρότερο βαθμό αὐτή τή φορά. Ἡ ὑπομονή του ὄμως δέν ἐξαντλήθηκε. Καρτερικός καί ὑποτεταγμένος σέ ὅ,τι ὁ Θεός ἐπέτρεπε, πίστευε ἀκλόνητα στήν ἀγάπη Του καί δέν ποθοῦσε παρά τή δόξα Του.
Ὁ δρόμος ἀπό τή Νίκαια πρός τήν Κουκουσό διέσχιζε τή Φρυγία καί κατά ἕνα μέρος τήν Καππαδοκία. Ἔξω ἀπό τή Νίκαια περνοῦσε ὁ Σαγγάριος ποταμός. Κοντά στόν ποταμό ἡ χώρα ἐκατοικεῖτο, ἄν καί ἦταν πολύ φτωχή.
Καθώς προχωροῦσε κανείς πρός τό ἐσωτερικό τῆς χώρας, συναντοῦσε ἀπέραντες πεδιάδες, πού φαίνονταν ἀτέλειωτες, μέ χῶμα μαῦρο καί ἀργιλῶδες, πού ἕμοιαζαν σάν καμμένες. Ἐκεῖ ἡ πορεῖα ἦταν ἰδιαίτερα σκληρή χωρίς τήν παρηγοριά ἑνός δένδρου καί ὁ ἥλιος καυτός καί ἀνελέητος γιά ὅλους καί ἰδιαίτερα γιά τόν ταλαιπωρημένο κατάδικο. Ποῦ καί ποῦ συναντοῦσαν μερικούς ἀραιούς συνοικισμούς ποιμένων καί ποίμνια, ταλαιπωρημένα κι αὐτά ἀπό τό ἄγονο τοῦ τόπου.
Ἐπειδή ἀπαγορευόταν νά πλησιάσουν σέ πόλεις, μέ δυσκολία εὕρισκαν λίγο τραχύ ψωμί ν᾿ ἀγοράσουν ἀπό τούς φτωχούς αὐτούς ἀνθρώπους μέ τήν πρωτόγονη ζωή. Καί ὅταν διέσχιζαν τίς ζῶνες τῆς ἐρήμου, ἀκόμη καί τό νερό ἦταν λιγοστό, ὅπου τό ἔβγαζαν οἱ συνοδοί του μέ πολύ κόπο ἀπό βαθειά φρέατα καί ἦταν κάπως ἁλμυρό. Ἐκεῖνοι βέβαια προτιμοῦσαν τό κρασί τους, πού ἦταν ἀσφαλισμένο σέ γερά φλασκιά καί τὄχαν κρυμμένο στίς ἀποσκευές τους.
Κατόπιν πέρασαν πρός τήν κατωτέρα Γαλατία, μετά στήν ἄνω Γαλατία καί τελικά μπῆκαν στά εὐλογημένα χώματα τῆς εὐσεβοῦς Καππαδοκίας μέ τούς εὐλαβεῖς κατοίκους καί τούς ἐρημίτες.
Γιά ν᾿ ἀποφύγουν ὅμως οἱ συνοδοί τοῦ Παύλου πιθανές ἀντιδράσεις καί ἐκδηλώσεις συμπαθείας καί σεβασμοῦ πρός τόν “δέσμιο Χριστοῦ”, ἔκαναν τό πᾶν, ὥστε ἡ διέλευσή τους νά μή γίνη ἀντιληπτή καί οὔτε νά γίνη γνωστή ἡ ταυτότητα τοῦ ἐξόριστου.
Ἀπό τήν Καισάρεια μέχρι τό τέλος τοῦ προορισμοῦ τους εἶχαν νά βαδίσουν ἀκόμη 128 μίλια. Οἱ δρόμοι, ἄν ἐξαιρέση κανείς μερικούς στρατιωτικούς δρόμους, πού εἶχαν κατασκευάσει οἱ Ρωμαῖοι γιά τήν ἐξυπηρέτησή τους καί τήν ἐπικοινωνία, οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν δύσβατοι, γεμάτοι λάσπες καί νερά.
Ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες, ἕνα ἀπόγευμα, ἐνῶ πλησίαζε ἡ δύση τοῦ ἡλίου, ὁ ἅγιος καί ἡ συνοδεία του ἔφθασε καί κατάλυσε σ᾿ ἕνα ὀρεινό φτωχικό πανδοχεῖο. Ἐκεῖ ἄκουσε ἀπό τούς συνταξιδῶτες τους πώς πλησίαζαν στήν Κουκουσό. Ξαφνιάστηκε. Ἔφθασαν λοιπόν στήν μακρινή Κουκουσό; ἐθαύμασε. Οἱ Βυζαντινοί, ὅταν ἤθελαν ν᾿ ἀναφέρουν σ᾿ ἕνα μέρος μακρινό, ἀνέφεραν σάν παράδειγμα τήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας.
Οἱ ἄνθρωποι πού εἶχαν καταλύσει στό Πανδοχεῖο, ἀλλά καί ὁ πανδοχέας ἐντυπωσιάστηκαν ἀπ᾿ αὐτή τή συνοδεία πού κατέφθασε ἐκεῖνο τό δειλινό. Πάνοπλοι στρατιῶτες ἱππεῖς περικύκλωσαν ἕναν ἱερωμένο. Πού καθισμένος κι ἐκεῖνος σ᾿ ἕνα ἄλογο προχωροῦσε καρτερικός κοιτώντας τή γῆ. Φαινόταν σάν ἁπλός παπᾶς. Δέν εἶχε κανένα διακριτικό ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος, ὅμως εἶχε μιά μορφή, πού καθήλωνε ὅποιον τήν ἔβλεπε.
Ἀρχοντιά ἱεροπρεπής, εὐγένεια καί γαλήνια ἐκφραση συνέθεταν κάτι τό ἐξαιρετικό. Ὅλοι ἔνοιωσαν ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά πληροφορηθοῦν ποιός ἦταν ὁ ἱερωμένος ἐκεῖνος. Κανείς ὅμως δέν τόλμησε νά ρωτήση τούς βλοσυρούς φρουρούς. Τό ἔμαθαν ὕστερα ἀπό μερικές ἑβδομάδες καί ἡ συγκίνησή τους ἦταν ἀπερίγραπτη.
Τήν ἄλλη μέρα, χαράματα, ἡ συνοδεία ξεκίνησε γιά τήν Κουκουσό. Τό τελευταῖο κομμάτι τοῦ ταξιδιοῦ τους ἦταν ἰδιαίτερα κουραστικό ἀκόμη καί γι᾿ αὐτούς τούς σκληραγωγημένους στρατιῶτες.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ προσευχόταν μυστικά στό Θεό νά τόν βοηθήση νά φθάση στό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, γιατί κινδύνευε ν᾿ ἀφήση τήν τελευταία του πνοή στούς δύσβατους δρόμους καί στά κακοτράχαλα βουνά. Ὅταν ἀντίκρυσε ἀπό μακρυά τά ὑψηλά πέτρινα τείχη, πού εἶχαν χτίσει οἱ Βυζαντινοί σ᾿ αὐτήν τήν ἀκριτική περιοχή, σήκωσε τό χέρι του κι ἐκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ δοξάζοντας τό Θεό. Ὅ,τι καί νἄταν ἡ Κουκουσός, ὅμως ἦταν τό στέμμα αὐτοῦ τοῦ ἐξουθενωτικοῦ καί μαρτυρικοῦ ταξιδιοῦ.
Ἡ Κουκουσός, στήν ὁποία ἔφθανε ἐξόριστος ὁ ἱερός Παῦλος, ἦταν ἕνα φτωχό χωριό, χτισμένο σέ μιά βαθειά καί ἄγρια κοιλάδα τοῦ Ταύρου. Ἐκεῖ πού συναντιοῦνταν οἱ δρόμοι ἀπό τήν Καππαδοκία πρός τήν Περσία καί ἀπό τήν ἐπαρχία τῆς Συρίας πρός τήν ἄνω Ἀρμενία. Βρισκόταν 170 χιλιόμετρα βορειοανατολικά τῶν Ἀδάνων καί ἀνῆκε στό θέμα Λυκανδοῦ. Οἱ Βυζαντινοί εἶχαν χτίσει ἐκεῖ ἰσχυρά τείχη καί εἶχαν ἐγκαταστήσει στρατιωτική φρουρά. Δέν ὑπῆρχε καμιά πιό ἐρημική χώρα ἀπ᾿ αὐτήν. Μόλις καί ἔβλεπε κανείς ἀραιά – ἀραιά καλύβες γεωργῶν φτειαγμένες κοντά στό σπίτι τοῦ κυρίου τους. Αὐτή ἡ πολίχνη ἐστερεῖτο ἀκόμη καί ἐκεῖνα, πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή ζωή. Τό κλῖμα ἦταν ἀνυπόφορο σ᾿ αὐτήν τήν κοιλάδα. Τό θέρος ὁ καύσωνας ἦταν ἀνυπόφορος καί ἀποπνικτικός, ἐνῶ τόν χειμῶνα τό κρῦο ὑπερβολικό καί τραχύ.
Ὄταν πλησίασαν περισσότερο καί εἶδε ὁ Παῦλος ἀπό κοντά τήν ἐρημιά καί τό ἄγονο τοῦ τόπου, κατάλαβε γιατί τόν διάλεξαν γιά τόπο τῆς ἐξορίας του. Ἄν πενῆντα πέντε χρόνια ἀργότερα ὁ ἄλλος Μεγάλος ἐξόριστος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔγραφε γιά τήν Κουκουσό “τό πάσης τῆς οἰκουμένης ἐρημότατον χωρίον”, φαντάζεται κανείς τί θά ἦταν τότε.
Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, οἱ συνοδοί δήμιοί του ἔδειξαν ὅλη τήν ἀγριότητά τους καί τί εἴδους ἐντολές εἶχαν πάρει ἀπό τούς θανάσιμους ἐχθρούς τοῦ ἱεροῦ ἀνδρός.
Ἡ πλευρά τοῦ ὄρους ἦταν καλυμμένη ἀπό πυκνά δάση, τό δέ πλῆθος τῶν σπηλαίων πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ, μποροῦσε νά στεγάση ὁλόκληρο λαό. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά τά σπήλαια ἔκλεισαν μέ ἀσπλαγχνία τό θεῖο Παῦλο, γιά νά πεθάνη ἀπό τήν πεῖνα1.
Δέν ἦταν ἁπλῶς ἐξόριστος στήν Κουκουσό ὁ Παῦλος, ὅπως τότε στή Δύση. Τώρα ἦταν ἐγκάθειρκτος καί δέσμιος. Ἐγκατέστησαν μόνιμη φρουρά ἀπ᾿ ἔξω καί τόν καταδίκασαν στόν ἀργό μαρτυρικό θάνατο τῆς στερήσεως τῆς ἀναγκαίας τροφής καί τῆς κακουχίας. Ἡ ἐντολή πού εἶχαν πάρει οἱ δήμιοί του, ἦταν νά μή γυρίση πλέον ὁ Παῦλος ζωντανός στή Βασιλεύουσα. Οἱ φρουροί του δέν ἄφησαν νά πλησιάση κανείς σέ ἀρκετά μεγάλη ἀκτίνα.
Αὐτά ἔπραξε ἡ ἀνθρώπινη κακία εἰς βάρος τοῦ δικαίου. Ὁ Θεός ὅμως, πού “ἀγρυπνοῦσε” πάνω ἀπό τόν ἐκλεκτό Του, εἶχε τή φροντίδα του καί τά θεϊκά σχέδιά Του γιά τόν ἀριστέα τῆς ἀγάπης Του...
Ὁ ἅγιος Πατριάρχης, ὅταν βρέθηκε μέσα στό ἡμίφως τοῦ σπηλαίου μόνος μέ μόνο τό Θεό, σήκωσε δακρυσμένα τά μάτια του ἐπάνω καί Τόν εὐχαρίστησε.
  • Εὐλογητός ὁ Θεός μου”, ψιθύρισε καί γονάτισε νά προσευχηθῆ. “Ἐνθάδε, Κύριε, ἐγώ καί Σύ. Ἄλλος οὐδείς... Ἱκανόν μοί ἐστιν, ἱκανόν... ἡ δέ ἔξωθεν φρουρά φυλάσσει τήν μετά Σοῦ συμβίωσιν ἀδιατάρακτον...”
Τά δάκρυα τῆς χαρᾶς ἔτρεχαν ποτάμι.
Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε στούς ἱερούς ἀθλητές τῆς Θείας Ἀγάπης. Ὅταν ἀπογυμνωθοῦν ἀπό τά πάντα, ἀκόμη καί τά στοιχειώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα, τότε Ἐκεῖνος, πού εἶναι τό πᾶν, ἀναπληροῖ τά πάντα. Τήν ἐλευθερία, τή χαρά, τήν ἄνεση, τή δόξα, τό φῶς, τόν ἀέρα, δίνει ἀφειδώλευτα ὁ Πανάγαθος Κύριος. Ἀρχίζει ἡ ἐπιβράβευση. Ἡ Θεία ἀνταπόδοση. Ἡ φυλακή γίνεται προθάλαμος τοῦ παραδείσου. Καί ἡ φυσική ἀνάγκη τῆς διατροφῆς καί τῆς ὑγιεινῆς διαβιώσεως, καί αὐτή ρυθμίζεται, ἀναστέλλεται, ἀκόμη καί καταργεῖται κατά τήν ἀλάνθαστη κρίση καί θέληση τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ, γιά τόν Ὅποῖο πάσχει ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ θεῖος Παῦλος τά εἶχε ἀκούσει αὐτά καί τά εἶχε μελετήσει. Ἄλλωστε ἡ γενιά του δέν ἀπεῖχε χρονικά πολύ ἀπό τίς γενιές τῶν Μαρτύρων τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Περίπου τρεῖς δεκαετίες μόνο! Τώρα τά ζοῦσε ὁ ἴδιος καί ἔβλεπε πώς ἦταν ἀληθινά. Ἡ παρέμβαση τοῦ Κυρίου στή ζωή, στό μαρτύριο καί στόν θάνατο τῶν Μαρτύρων ἦταν ψηλαφητή καί συγκλονιστική.
Παρ᾿ ὅλη τήν παχυλή ἄγνοιά τους τό ἔβλεπαν καί οἱ βάρβαροι φρουροί του. Ἀντί νά καταρρέη ἀπό τήν πεῖνα καί τήν ἄθλια διαβίωση ὁ θεῖος Παῦλος, ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα γινόταν φωτοειδής καί εὐθαλής κατά τήν ὄψη. Βρισκόταν μέσα στή Χάρι τοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τά ἀδύνατα γίνονται δυνατά καί τά ὑπερφυσικά φυσικά.
Χωρίς νά τό θέλουν, θαύμαζαν τό γεγονός. Ἀλλά ὅταν συνεχίστηκε τό φαινόμενο, τή θέση τοῦ θαυμασμοῦ πῆρε ἡ ὀργή. Ποθοῦσαν τό σύντομο θάνατό του, γιά νά ξεμπερδεύουν καί νά ἐπιστρέψουν στή Βασιλεύουσα. Ἡ παραμονή σ᾿ ἐκεῖνον τόν ἐρημότοπο, μακρυά ἀπό τίς “χαρές” τῆς Βασιλεύουσας, τούς ἐξαγρίωνε. Καί ὁ θυμός τους πῶς ἀλλιῶς θά ξεσποῦσε παρά σέ ὕβρεις ἐναντίον τοῦ ἀθώου; Ἦταν κι αὐτό ἕνα μέρος τοῦ σταυροῦ, πού σήκωνε ὁ θεσπέσιος Μάρτυς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

συνεχίζεται....

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο:ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος
Εὐπάλιον – Δωρίδος

1“ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως” Ἔκδοσις Ἀδελφ. Θεολόγων “Η ΖΩΗ”, Ἀθῆναι, 1932, σελ. 234.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου