Σελίδες

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ὅταν ἔβλεπε κανείς γιά πρώτη φορά τόν π. Ἰάκωβο, δέν μποροῦσε νά τοῦ δώση καμμιά σημασία. Ἦταν ἕνα γεροντάκι σχεδόν ἀτημέλητο. Ὅταν ὅμως τό πλησίαζε καλά, διέκρινε, ὅτι μέσα σ’ αὐτό τό γεροντάκι ἦταν πλούσια ἡ χάρη του Πνεύματος.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ. ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ. ΈΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΆΓΙΟΣ. 1870-1960.

Όταν έβλεπε κανείς για πρώτη φορά τον π. Ιάκωβο, δεν μπορούσε να του δώση καμιά σημασία. Ήταν ένα γεροντάκι σχεδόν ατημέλητο. Όταν όμως το πλησίαζε καλά, διέκρινε, ότι μέσα σ’ αυτό το γεροντάκι ήταν πλούσια η χάρη του Πνεύματος. Έβλεπε μία ψυχή αναγεννημένη. Ο άνθρωπος αυτός με τούς αγώνας του καί τήν χάρη του Θεού είχε φθάσει εις τήν αναγέννηση. 
Ήταν αναγεννημένος. Επέτυχε εκείνο πού λέγει ο Ιωάννης «'Ο αναγεννημένος καί ων έκ τοΰ Θεού ουχ αμαρτάνει». Η  ψυχή αυτή δεν μπορούσε να αμαρτήσει. Ο νους του φυσικά καί αβίαστα έστρέφετο πάντοτε προς τον Θεό, όπως η μαγνητική βελόνη προς τον βορρά. Ζούσε εν τώ Θεώ. Κατόρθωσε να επιτύχει το «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή άναπνευστέον» τοΰ Γρηγορίου του Θεολόγου.
Τήν πνευματικότητα αυτή τήν ώφειλε κατά πρώτον λόγον εις την άδιάλειπτον προσευχή. Ήταν ο άνθρωπος της προσευχής. Όπου ευρίσκετο καί όπου έστέκετο έστηνε αμέσως τον ασύρματο τής προσευχής καί επικοινωνούσε με τον πνευματικό κόσμο. Τήν νύκτα ευρίσκετο εις το στοιχείο του. Απορεί κανείς πότε ησύχαζε εκείνο το μυαλό καί εκείνο το στόμα. Το μυαλό του εντρυφούσε εις τήν θεωρία τών κριμάτων του Θεού καί το στόμα του κάτι θα μουρμούριζε. Διότι προσευχόταν καί όταν βάδιζε καί όταν εργαζόταν καί όταν πλενόταν καί όταν ντυνόταν καί όταν καθόταν.
Επειδή ήταν άνθρωπος τής προσευχής για  αυτό ήταν καί φιλακόλουθος. Ποτέ του δεν παρέλειπε τήν ακολουθία. Τήν διάβαζε όχι μόνον, όταν έμενε στο Μοναστήρι του καί είχε το πρόγραμμα του καί τήν ησυχία του, αλλά καί όταν ταξίδευε μακριά. Διάβαζε τις ακολουθίες του αυτός, όχι μόνον, όταν έφιλοξενήτο εις σπίτια αρχοντικά καί είχε στην διάθεσή του ιδιαίτερο δωμάτιο, αλλά καί όταν εκοιμάτο σέ βλάχικα κονάκια ή καλύβια μαζί με άλλους. Όταν ταξίδευε, θα τον βλέπατε πάντοτε να σέρνει ένα ντορβά με κάτι μεγάλα βιβλία μέσα. Ήταν η Παρακλητική, το Τριώδιο, το Ωρολόγιο, τά Μηναία κ.λ.π.
Όταν, ταξίδευε για τά Γιάννενα σταματούσε κάπου στο δρόμο, για να διαβάσει τήν ακολουθία του. Ποτέ δεν παρέλειπε το Μεσονύκτιο του, τον Όρθρο, τις Ώρες, τον Εσπερινό, το Απόδειπνο. Εις τά Γιάννενα για να μή χάση τήν ακολουθία του εχώνετο σέ κανένα φιλικό του κατάστημα καί πίσω στο εργαστήριο τοΰ καταστήματος ή στην αποθήκη σέ καμιά άκρη διάβαζε τον εσπερινό τελείως απορροφημένος.
Η πνευματικότης του ώφείλετο δεύτερον εις τά μυστήρια. Είχε μυστηριακή ζωή. Λειτουργούσε στο Μοναστήρι του τακτικότατα. Σχεδόν κάθε ήμερα. 
Άρχιζε στη μία τά μεσάνυχτα καί τελείωνε τά ξημερώματα. Άλλοτε άρχιζε το μεσημέρι τήν Λειτουργία. Λειτουργούσε όχι για τούς άλλους, αλλά για τον εαυτό του, για να κοινωνή τών Άχράντων Μυστηρίων. Κάποτε ένας καθηγητής Πανεπιστημίου του είπε μετά τήν Θεία Λειτουργία, γιατί να κουράζεται στην ηλικία τών 87 ετών με το να λειτουργεί, καί του απήντησε: «Για να πάρω ψύχα (λίγη) δύναμη».
Το βράδυ, πού επρόκειτο να λειτουργήσει καί κοινωνήσει, είναι ζήτημα αν εκοιμάτο. Προσηύχετο καί έχαίρετο, διότι θα ήρχετο ο Θεός να μείνει μέσα του. «Αν πρόκειται να έλθει στο σπίτι μας, έλεγε, τούτος ο βασιλιάς θα κάναμε μεγάλες ετοιμασίες καί έχομε χαρά. Πόση ετοιμασία πρέπει να κάναμε καί πόση χαρά να έχωμε προκειμένου να δεχτούμε τον Χριστό μας, τον Βασιλέα των βασιλευόντων!». Όταν μιλούσε για το μυστήριο τής Θείας Κοινωνίας έγίνετο άλλος άνθρωπος. Από ένα αδύνατο γεροντάκι πού ήταν, γινόταν ένας γίγας με νεανική φλόγα. Είναι, έλεγε, άριστο μέσο για τήν πρόοδό μας καί τον καταρτισμό μας το «θα κοινωνήσω, κοινώνησα». Με το να περιμένει να κοινωνήσει διέρχεται ο Χριστιανός τον χρόνο του αγωνιζόμενος καί προσέχοντας. Με το να σκέπτεται κατόπιν ότι κοινώνησε καί φιλοξενούσε μέσα του τον Θεό, πάλι προσέχει μέχρις ότου αρχίσει ή προετοιμασία για να κοινωνήσει εκ νέου κ.ο.κ.
’Έκαμνε εντύπωση εις τήν λειτουργία του, ότι δεν «τά συνήθισε». Απέφυγε τον σκόπελο αυτό εις τον όποιον συντρίβονται συνήθως οι περισσότεροι των Ιερέων. Καί όμως, καίτοι αυτός λειτουργούσε καθημερινώς, επί εξήντα χρόνια, εν τούτοις λειτουργούσε με τόση προσοχή καί ευλάβεια ώσάν να ήταν η πρώτη του λειτουργία. Τις λέξεις τις έλεγε ευκρινώς καί τις τόνιζε όλες μία προς μία, για να παρακολουθεί ο νους του τά νοήματά τους. Κατόρθωνε κατά τήν Θεία Λειτουργία να προσηλώνει το νου του καί να μην αποσπάται εδώ καί εκεί. Τί μεγάλο κατόρθωμα!
Γενομένης κάποτε σχετικής συζητήσεως έλεγε: Αν μία τσούπρα παρατάει το σπίτι της καί γκριζάρει εδώ καί εκεί, θα τήν αφήσει ο πατέρας της; Όχι, αλλά θα τήν φέρει πίσω στο σπίτι καί θα τήν περιορίσει, για να κοιτάξει τήν δουλειά της. Έτσι καί εμείς πρέπει να μην αφήνωμε το μυαλό μας να γκιζυράη εδώ καί εκεί, αλλά να το μαζεύωμε στην Θεία Λειτουργία, πού είναι η δουλειά του. Σ’ αυτό θα μάς βοηθήση πολύ, εάν σκεφτώμαστε εκείνο πού έκαμε ο Μ. Βασίλειος. Μου το έλεγε ο γέροντάς μου.
Ο Μ. Βασίλειος, συνέχιζε ο π. Ιάκωβος, καθώς ξέρετε, ήταν δεσπότης. Αλλά όταν λειτουργούσε γινόταν κόκκαλο. Τόσο προσεκτικός ήτο! Κάποτε, λοιπόν, μάζεψε τούς παπάδες του καί τούς έλεγε να μην σκέπτονται τίποτε άλλο στην Λειτουργία, αλλά ο νους τους να είναι προσηλωμένος εκεί. Κατόπιν τούς ερώτησε: Μπορεί κανένας σας να λειτουργεί, χωρίς να του ξεφύγει καθόλου το μυαλό;
—Εγώ, του άπαντάει ένας, το κατορθώνω. Δεν μου ξεφεύγει καθόλου. Άλλωστε που να πάει; Αφού τότε είναι μπροστά στον Βασιλέα των βασιλευόντων.
-Έ! λοιπόν του λέει ο Μ. Βασίλειος, αύριο θα μάς λειτουργήσεις εσύ καί, εάν το κατορθώσης, εγώ θα σου δώσω ένα λαγήνι γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Πράγματι το άλλο πρωί λειτούργησε με ευλάβεια, κατάνυξη καί προσοχή, χωρίς να του ξεφύγει το μυαλό καθόλου καί να σκεφτεί άλλο τι. Έφθασε έτσι έως το τέλος. Άλλα τήν ώρα πού βγήκε έξω καί έλεγε τήν οπισθάμβωνον ευχή, του ήλθε ο λογισμός «με τήν βοήθεια του Θεού λειτούργησα, χωρίς να μου ξεφύγει το μυαλό. Αλλά το λαγήνι με τά χρυσά νομίσματα, πού είπε πώς θα μου δώση, θα είναι σωρωτό ή κοφτό; (Δηλ. θα είναι γεμάτο έως τά χείλη ή θα έχει καί άλλα ακόμη ώστε να σχηματίζει σωρό, επάνω από τά χείλη). Ο Μ. Βασίλειος, πού ήταν άγιος, κατάλαβε από μέσα από το ιερό, πού ήταν, τί έσκέφθη ο λειτουργός καί του φώναξε:
-Έλα μέσα καί θα το πάρεις τώρα κοφτό καί σωρωτό.

Βλέπετε! τά χάλασε στο τέλος ο ευλογημένος.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ.

ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ. ΈΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΆΓΙΟΣ. 1870-1960
 http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2015/05/1870-1960-9.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου