Σελίδες

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Μέ γύρισε σ’ ὅλες τίς Κολάσεις. Τρομερές ἦταν! Τό τί γινόταν ἐκεῖ πέρα! Φοβερά πράγματα! Δέν μπορῶ νά τά περιγράψω. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.

Άλλη φορά είδα ένα μικρό κοριτσάκι τριών έτών, πού τό λέγανε Αγγέλα. Φορούσε ένα σιέλ φουστανάκι και στά χέρια του κρατούσε ένα μικρό μπιλάκι. Ερχεται κοντά μου -έμοιαζε σαν να μη πατούσε στη γη- καί μου λέει: «Θα σε σκοτώσω μ’ αυτό, θα σε πάρω». «Άχ! Πώς θα με πάρης;». «Θά σέ πάρω μ’ αυτό τό μπιλάκι, δεν θα σ’ άφήσω». Ετρεχε αυτή, έτρεχα καί εγώ, σάν να μη πατούσα στή γη καί μέ πήγε σ’ όλες τις Κολάσεις. Μέ κυνηγούσε, καί έβλεπα σπήλαια, τρώγλες, φοβερά πράγματα. Την ρωτάω: «Τί είναι εδώ;». «Εδώ είναι οι Κολάσεις», μ’ απάντησε καί μέ κυνηγούσε με το μπιλάκι- «θα σ’ το ρίξω, θα σ’ το ρίξω», έλεγε. Ετρεχα εγώ, έτρεχε κι αυτή, για να μου τά δείχνη όλα. Να δης εκεί πέρα σπήλαια, πρόσωπα ρυτιδιασμένα, τί να πω! Ενα δάκτυλο ρυτίδα. Τα μαλλιά τους ήταν όρθια σάν αγκάθια, τά φορέματά τους κουρελιασμένα. Παντού γκρεμισμένα χαλάσματα. Τό κάθε σπήλαιο είχε μέσα κολασμένους. Ηταν σάν μιά μάζα -πώς τους θάβεις όλους μαζί, έτσι ήταν- μαζεμένοι και ούρλιαζαν, σπάραζαν, κλαίγανε και οδύρονταν. Όσο μου έλεγε θά σου ρίξω το μπιλάκι, τόσο εγώ έτρεχα.
 Μέ γύρισε σ’ όλες τις Κολάσεις. Τρομερές ήταν! Τό τί γινόταν εκεί πέρα! Φοβερά πράγματα! Δέν μπορώ νά τά περιγράψω. Υστερα κυνηγώντας με, περνάμε ένα πολύ μεγάλο δρόμο καί φθάνουμε σ’ ένα τεράστιο ποτάμι, πού είχε γιά γέφυρα μιά ψιλή χρυσή βέργα, σάν νά ήταν στενός σωλήνας νερού, και έπιανε όλο τό ποτάμι. «Τώρα θά περάσουμε τή γέφυρα αυτή», μου λέει.  «Πώς να την περάσω; Θά πέσω μέσα στο ποτάμι», της είπα. Σαν άρχισα νά περπατώ, ακροπατώντας -άντε να πέσω, άντε να μή πέσω-, αισθάνθηκα πώς πετούσε αυτή, πετούσα κι εγώ. Εξαφνα βλέπω ένα μεγάλο χέρι νά μέ παίρνη και νά μέ βγάζη στο άαπέναντι μέρος. Εκεί τότε μου λέει: «Αυτό τό μέρος έχει αμυγδαλιές, εδώ είναι οΠαράδεισος». Καί άρχισε νά μέ γυρίζη πάλι. Ολόκληρα στρέμματα ανθισμένα. Ενας ήλιος! Μιά λιακάδα! Μιά ομορφιά! Εκείνη νά μέ κυνηγάη από δένδρο σέ δένδρο, γύρω- γύρω σ’ όλο τό μέρος, νά μου τά δείξη όλα καί εγώ έτρεχα από εδώ, έτρεχα απ’ εκεί, κουράστηκα. Μου έδωσαν όμως πολλή χαρά καί ευχαρίστησι ο ήλιος, ο αέρας καί τά λευκά ανθισμένα δένδρα. «Τώρα, λέει, θά περάσουμε πάλι τη γέφυρα». «Πώς θά τη ξαναπεράσουμε;». Αντε απ’ εδώ, άντε από εκεί περνάμε τη γέφυρα καί βγαίνουμε στον ίδιο φαρδύ δρόμο ήταν ένα αμαξάκι. Τώρα, λέω, θά μπω στο αμάξι και θά γλυτώσω, δέν θά μέ σκοτώση μέ τη μπιλίτσα. Μπαίνω μέσα στο αμάξι, άρχισε και έτρεχε. Τότε μου λέει η μικρή Αγγέλα: «Τί να σε κάνω, τώρα γλύτωσες, αργότερα θά δούμε τί θά κάνουμε». ’Ήμουν πολύ βαρειά άρρωστη τότε και δέν μέ πήρε- θά μέ έπαιρνε τότε, είχα κινδυνεύσει προς θάνατο. Όταν θα λες την «ευχή» συνεχώς προφορικά, , θά γίνεται καρδιακή, καί μετά αυτά θά τά βλέπω μέσα σέ θεωρία μέσα στην ψυχή σου. Πώς π.χ. βαδίζεις καί βλέπεις τά δένδρα χρυσά' είναι χρυσά; Όχι. Όταν όμως έχης τήν «ευχή» μέσα στήν ψυχή σου και είναι καθαρός ο νους, δοσμένος στον Θεό, τότε όλα αυτά τά βλέπεις χρυσά καί διαμαντένια. Τίποτε δέν βλέπεις σάν επίγειο πράγμα, όλα τά βλέπεις ουράνια Αυτό έρχεται διά της προσευχής καί λέγεται πνευματική θεωρία.
-(Μία αδελφή): Δηλαδή εδώ τά αισθάνεσαι, δέν τά σκέπτεσαι μέ τό μυαλό; Μά, τά βλέπει η διάνοια αυτά τά πράγματα; Δέν μπορώ να το καταλάβω.
-(Γερόντισσα): Τό μυαλό είναι τόσο δά μικρούτσικο, αλλά όλα αυτά, αν τά εργασθή κανείς, μεγεθύνεται η διάνοια καί γίνεται τόσο μεγάλη, πού καί αυτά τά βλέπει πνευματικά. Πώς νά στο πώ, νά το καταλάβης!
-(Αδελφή): Γιατί εγώ βάζω τη λογική.
-(Γερόντισσα): Ναί, αλλά εδώ δέν βάζεις τή λογική, δέν κάνεις φαντασία, καί αυτά έρχονται.
 -( Αδελφή): Μόνα τους δηλαδή;
-(Γερόντισσα): Διά της προσευχής! Διά της αδιάλειπτης προσευχής, διά της νοεράς και διά τής καρδιακής προσευχής- και αυτά έρχονται διά της θεωρίας., Τώρα βαδίζεις καί βλέπεις νά ανοίγεται ο ούρανος βλέπεις τά σπίτια, όλα τα βλέπεις χρυσά καί διαμαντένια, λες ότι βρίσκομαι στον Παράδεισο τώρα, κι
βαδίζης στά επίγεια. -(Αδελφή): Δέν επιτυγχάνεται μέ τή δική μας προσπάθεια;
-(Γερόντισσα): Μέ τή δική μας προσπάθεια, αλλά και μέ τήν Χάρι του Θεού. Όταν θά δοθούμε στον ΘΕΟ θά μας τα χαρίση αυτά. Αλλά δεν αδολεσχούμε σε αυτά τά πράγματα, γιατί αδολεσχούμε στά επίγεια καί δέν μπορούμε νά τά καταλάβουμε αυτά, δέν μπορούμε νά τά νοιώσουμε. Είναι δωρεές του Θεού, θέλει ο θεός νά τά έχουμε, τά ζητάει από εμάς, αλλά εμείς τα αγνοούμε, πέφτουμε στά τιποτένια, περνάμε τον πολύτιμο χρόνο στά επίγεια καί έτσι χάνουμε αύτό τό μεγαλείο πού θά ευφραινώμαστε, πού θά αγάλλεται η ψυχή μας, θά χαίρεται καί θά πετάη.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.   ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_721.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου