Σελίδες

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΕ ΑΘΕΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΑΠΙΣΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ ΚΥΡΟ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΝ ΕΚΤΟ ΑΙΩΝΑ. Γιά τόν Ἀγάπιο τόν εἰδωλολάτρη.

Γιά τόν Αγάπιο τόν ειδωλολάτρη

Ό Αγάπιος είναι γνωστός σέ πολλούς όχι μόνο γιά το γιατί ήταν ειδωλολάτρης καί θυσίαζε φανερά ένώπιον όλων στά είδωλα καί τά αγάλματα των θεών, γιά την οποία ασέβεια καί συλλήφθηκε άναμένοντας νά περάσει άπό δίκη καί νά δικασθεί, γλύτωσε δε τό μαχαίρι τής δικαιοσύνης όχι με άπόφαση των δικαστών, μήτε άπό τή φιλανθρωπία των νόμων, άλλά με πολλές δωροδοκίες σε χρυσά νομίσματα -πράγμα τελείως ανήθικο, γιατί δεν μετανόησε άπό τίς πράξεις του- καί μέ τή φιλαργυρία αυτών, πού ήταν άντίθετοι πρός τά νόμιμα. Εξαγοράζοντας τή ζωή του λοιπόν και διαφεύγοντας τό θάνατο, αφού απέδρασε από τήν Κωνσταντινούπολη κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια, πιστεύοντας ότι έδώ κρυμμένος θά διαλάθει τής προσοχής τών άρχών και τής έξουσίας.


Γιατί, καθώς λέγει καί ό Σολομών, στό χρυσό υπακούουν τά πάντα, άλλά αν καί τή ζωή του έξαγόρασε καί τό θάνατο διέφυγε τότε, όμως τόν Θεό δέν μπόρεσε νά έξαπατήσει, ούτε τόν παντεπόπτη οφθαλμό. ’Άν καί ξεγέλασε τούς άνθρώπους, δέν μπόρεσε νά διαφύγει τή θεία δίκη, γι’ αύτό και τιμωρήθηκε, όχι όμως ξανά μέ τό νά συλληφθεί μέ τό νομό καί νά παραδοθεί στούς δικαστές, γιατί καί πό^ι μέ τούς δικαστές θά έβρισκε τρόπο νά τούς εξαγοράσει, αλλά χτυπήθηκε από μιά χαλεπή καί αθεράπευτη πληγή, πού εξαπλώθηκε σέ όλο τό σώμα του καί τήν οποία οί γιατροί τήν ονομάζουν πάρεση.

Γιά νά απαλλαχθεί από αυτό τό νόσημα, επειδή δέν το θεωρούσε ότι ήταν έργο τής θείας δίκης, άλλά σύμπτωμα τού σώματος, συχνά καλούσε τούς γιατρούς νά τό δουν, όμως καί αύτοί δέν έξασκούσαν κάτι από τήν τέχνη τους, γιατί έβλεπαν ότι δέν έχει ζωή καί τόν απατούσαν μέ διάφορα Τεχνασματα , αποβλέποντας στούς μισθούς, πού έπαιρναν άπό τις επισκέψεις. Καθώς καί ό χρόνος περνούσε καί ή ασθένεια προόδευε, ή παράλυση χτύπησε καί τή γλώσσα του, δέν ξεψυχούσε, αλλά πολύ βασανίζονταν, κάποιοι δε τόν συμβούλευσαν νά πάει στούς μάρτυρες τόν Κύρο καί τό Ιωάννη, γιατί αύτοί μπορούν οπωσδήποτε νά τόν απαλλάξουν από τήν βαριά αρρώστια.

Κι αυτός, έπειδή δείλιασε ότι θα τόν έκριναν ως ειδωλολάτρη άν τό άρνιόνταν –γιατί υποκρίνονταν τόν χριστιανό ό αθεόφοβος- συμφώνησε και άποδέχθηκε νά τόν μεταφέρουν στό τέμενος των αγίων, νομίζοντας δτι θά κοροϊδέψει τούς ανθρώπους καί θά έξαπατήσει καί τούς μάρτυρες, ώς ότι τάχατες δέν είχαν γνώση τών καθ’ ήμάς πραγμάτων, έχοντας την πεποίθηση άπό τη δική του πίστη, δπου οί δικοί του θεοί, όχι μόνο τά μακριά καί τά κρύφια τών άνθρώπων, άλλά μήτε άκόμη κι αύτά, πού κείτονται μπρος στά πόδια τους δέν μπορούν νά γνωρίζουν, αφού είναι ξόανα.



Οταν όμως έφτασε στό τέμενος τών αγίων, είδε κάποιον μέ τή μορφή τού Χριστοδώρου, πού είχε τή διοίκηση του ναού καί τού τεμένους, νά περιέρχεται θυμιάζοντας τόν ναό μέ θυμιάματα, όταν όμως πλησίασε κοντά στόν Αγάπιο, νά τού μιλάει κάπως απειλητικά λέγοντας: «Γιατί ήρθες προς εμάς, ώ ξένε κάθε ευσέβειας καί πεπληρωμένε άπό βδελυγμία, μήπως ήρθες νά χλευάσεις καί μάς; Μά τόν ποιητή τού ούρανού καί τής γης καί τήν άπανταχού καί έδώ καί σέ κάθε μέρος θεία δύναμη, δέν θά φύγει όπως ήρθες, άλλά θα σέ μαστιγώσουμε δημόσια, γιά νά γνωρίζεις πολύ καθαρά ποιούς ήρθες έδώ νά έμπαίξεις!..» κι άφού είπαν αύτά οί άγιοι, χάθηκαν άπό μπροστά του. 



Αυτός δέ έρχόμενος σέ συναίσθηση άπό τό όραμα, κατατρόμαξε καί μέ νεύματα καί μέ διάφορα ψελλίσματα το έξήγησε σ’ αύτούς, πού ήταν μαζί του καί τόν υπηρετούσαν.



Όταν δέ ό οικονόμος Χριστόδωρος άρχισε νά θυμιατίζει κατά τά καθιερωμένα καί περιέρχονταν τόν ναό θυμιατίζοντας, είπε σέ κάποιον άπό τούς ύπηρέτες του, νά τον στρέψουν πρός αύτόν καί όταν πέρασε άπό κοντά του, άρπαξε τά πόδια του Χριστοδώρου καί τόν παρακαλούσε

καί τόν ικέτευε νά μή τόν μαστιγώσει- γιατί προφανώς νόμιζε ότι αύτός, πού τού μιλούσε στό όραμα, ήταν ό οικονόμος. Αύτός δέ άγνοώντας τήν ύπόθεση (πού έμαθε άργότερα άπό τόν υπηρέτη) άπόρησε γιά τό λεγόμενο και δεσμεύτηκε μέ όρκο ότι καί βέβαια δέν θά τόν κτυπήσει μέ κανένα τρόπο.


Όταν δέ τόν έβαλαν μαζί μέ τούς άλλους αρρώστους κοντά στό μνήμα τών άγιων, άρνήθηκε νά κοινωνήσει, αλλά έπειδή έγινε μεγάλος θόρυβος όταν μαθεύτηκε αύτό, γιά να μή δώσει άλλη μιά ύπόνοια καί άλλη μιά λαβή γιά άρνητικά σχόλια, αποφάσισε νά μεταλάβει. Άλλά μετά τή μετάληψη, όπως έγινε καί μέ τόν Ιούδα, άμέσως μετά πού έλαβε τον άρτο άπό τό διδάσκαλο, ένας άγριος δαίμονας μπήκε μέσα του κι έτσι όπως κείτονταν καταγής σπαράσσοντας, γύριζαν τά μάτια του καί λύγιζαν τά μέλη του κι όπως τό κύμα, πού ξεσπάει στήν άκρογιαλιά, έβγαζε άφρούς άπ’ τό στόμα του.



Άφού δέ έπί τρεις μέρες νύχτα μέρα σπάραζε καί έπασχε όσα πάσχουν όσοι πειράζονται άπό τό δαίμονα, μετά έδειχνε ότι πλησίαζε πρός τό θάνατο, γι’ αύτό καί οί ύπηρέτες, πού τόν συνόδευαν, καταλαβαίνοντας ότι πολύ γρήγορα θά πεθάνει, τόν πήραν καί τόν μετέφεραν πρός τήν Αλεξάνδρεια, ώστε νά άφήσει τή τελευταία του πνοή σπίτι του. Ομως αφού άφησε τό τέμενος τών άγιων καί άφού περπάτησε λίγο διάστημα μέσα στήν έρημο, μέσα σέ πολλή οδύνη παρέδωσε τό πνεΰμα του.

Ο ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΥΡΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΥΤΩΝ 
ΕΙΣ ΠΡΩΤΗΝ ΩΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΝ ΕΚΔΟΣΙΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

(Νέος τίτλος «Αββάκυρος»): Εισαγωγή, μετάφρασις και σχόλια υπό του Καθηγητού Ιωάννου Φουρτούνα.


http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/06/blog-post_543.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου