Σελίδες

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Ὁ γάμος καί ἡ ὑπέρβαση τῆς σαρκικότητας





Ὁ γάμος εἶναι τρόπος γιά τήν ὑπέρβαση τῆς σαρκικότητας καί τῆς φιληδονίας καί ὄχι πεδίο ἀχαλίνωτης σαρκικῆς ἱκανοποίησης τῶν συζύγων. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει: α) περιόδους ἐγκρατείας καί ἀποχῆς ἀπό τήν συζυγική σχέση, β) ἡ μίξη ὅταν γίνεται νά πραγματοιποιεῖται πάντοτε χωρίς προφύλαξη καί παρεμπόδιση τῆς παιδοποιΐας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας τήν σχετική μέ τίς συζυγικές σχέσεις ἀποστολική ἐντολή: «Μήν ἀποστερεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἐκτός ἄν γίνει ἀπό κοινή συμφωνία πρόσκαιρα, γιά νά ἀπασχοληθεῖτε στήν νηστεία καί στήν προσευχή καί πάλι νά εἶστε μαζί, γιά νά μή σᾶς πειράζει ὁ Σατανᾶς ἐξαιτίας τῆς ἀκράτειάς σας»[1] παρατηρεῖ: «Τά ἀνδρόγυνα δέν πρέπει νά ἔρχονται σέ μίξη (συζυγική σχέση) κατά τόν καιρό πού πρέπει νά σχολάζουν στήν νηστεία καί μάλιστα κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστήν καθώς καί τίς Τετάρτες καί Παρασκευές ὅλου τοῦ χρόνου. Ἀλλά οὔτε πρέπει νά ἔρχονται σέ μίξη καί στόν καιρό πού πρέπει νά σχολάζουν, δηλαδή νά καταγίνονται ἐπιτεταμένα στήν προσευχή δηλαδή τά Σάββατα καί τίς Κυριακές καθώς καί τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές ὅλου τοῦ χρόνου, διότι γίνεται αὐτές τίς ἡμέρες ἡ Θεία Λειτουργία, ὅπως λέγει ὁ ε΄ καί ὁ ιγ΄ κανόνας τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου καί διότι αὐτές τίς ἡμέρες ὅλοι οἱ Χριστιανοί σχολάζουν στήν προσευχή. Μάλιστα δέ καί προπάντων πρέπει νά ἀπέχουν τά ἀνδρόγυνα ἀπό τήν μίξη, ὅταν πρόκειται νά μεταλάβουν τῶν Θείων Μυστηρίων. Τότε, τρεῖς ἡμέρες τό λιγότερο θά πρέπει νά ἀπέχουν πρίν τήν Θεία Μετάληψη. Τό λέγω δέ αὐτό ὅταν τύχει νά μεταλάβουν ἐκτός τῶν νηστειῶν, διότι κατά τίς ἡμέρες τῶν νηστειῶν πού μεταλαμβάνουν, ἀπέχουν καί ἀπό τήν μίξη κατά τόν καιρό τῆς νηστείας. Ἀλλά καί καθ’ ὅλη τήν διακαινήσιμο ἑβδομάδα τῆς Λαμπρῆς πρέπει νά μήν ἔρχονται σέ συζυγική σχέση, διότι ὡς μία ἡμέρα θεωρεῖται ἐκείνη ἡ ἑβδομάδα, ὅπως ὁρίζει ὁ 66ος Κανόνας τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος δέν εἶπε μήν ἔρχεσθε σέ μίξη γιά νά προσεύχονται ἁπλῶς, ἀλλά γιά νά σχολάζετε καί νά καταγίνεσθε στήν προσευχή. Διότι ἄν ὁ Ἀπόστολος ἐμπόδιζε ἀπό τό νά προσεύχονται ἁπλῶς τά ἀνδρόγυνα πού ἔρχονται σέ μίξη τότε πῶς σέ ἄλλο μέρος ὁ ἴδιος παραγγέλλει οἱ Χριστιανοί νά προσεύχονται πάντοτε; «Διότι λέγει ἀδιάλειπτα νά προσεύχεσθε»[2]. Ἑπομένως, γιά νά γίνεται ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία μέ μεγαλύτερη φροντίδα καί προθυμία, γι’ αὐτό παραγγέλλει στά ἀνδρόγυνα ὁ Ἀπόστολος νά μήν ἔρχονται σέ μίξη, διότι ἡ μίξη των, ἄν καί νά μήν εἶναι ἀκάθαρτη καθ’ ἑαυτήν καί ὄχι γιά τήν ἐμπαθή ἡδονή, ὅμως προξενεῖ ἀσχολία καί ἐμπόδιο στήν νηστεία καί στήν προσευχή»[3].

Ὁ κατά Χριστόν γάμος θεσμοθετήθηκε ἀπό τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό μέ σκοπό ὁ ἄνθρωπος νά βιώσει τήν θέωση ἐλευθερούμενος ἀπό τό σαρκικό φρόνημα. Πρό τῆς πτώσεως οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ παρθενία χωρίς σαρκικές σχέσεις. Ζοῦσαν σέ κοινωνία μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους. Ἄν ἔμεναν στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ, θά ἔφθαναν στό καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδή στήν πλήρη κατά χάριν θέωσή τους. Ὅμως «τό φθονερό ταγκαλάκι (=ὁ διάβολος)», σημειώνει ὁ μοναχός Ἰωάννης, «ἀρχίζει καὶ διαβάλει (=συκοφαντεῖ) τόν Ἁγιοτριαδικό μοναδικό Θεό μας στούς πρωτοπλάστους σάν ψεύτη. Ὑποκινεῖ τούς ἀπονήρευτους πρωτόπλαστους μέ τίς πονηρές του σκέψεις (λογισμούς) σέ παρακοή πρός τήν Ἁγία μας Τριάδα καί τά καταφέρνει. Οἱ πρωτόπλαστοι βλακωδέστατα παρακούουν στόν Ἁγιοτριαδικό μας Θεό, χάνουν τήν ἄκτιστη θεία χάρη, θεία ἐνέργεια, πού τούς ἁγιοποιοῦσε μέχρι τότε καί ψυχοσωματικά ἀρρωσταίνουν καί ἀρχίζουν νά «ἁμαρτοποιοῦνται», νά «δαιμονοποιοῦνται». Ἀπό τότε κληροδοτοῦν σέ ἐμᾶς τούς ἀπογόνους τους -μέσω τοῦ ἄρρωστου DNA- τά λεγόμενα ἀδιάβλητα (=ἀκατηγόρητα) πάθη, τούς «δερματίνους χιτῶνες» μας: πείνα, δίψα, ἀρρώστιες, σωματικό θάνατο καί ἄρρωστη κυτταρική μνήμη -μέσω τῶν 24.000 περίπου γονιδίων μας, τοῦ DNA μας-. Ὁ Θεός μέσα σέ αὐτό τό DNA ἐπιτρέπει καί τίς σωματικές ροπές πρός τά διαβλητά (=κατηγορητέα) πάθη, δηλαδή ροπές (τάσεις) πρός φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, ἀλκοολισμό, σοδομισμό, ἔκφυλη διεστραμμένη φιλοσαρκία, νευρικές παθήσεις κλπ.
Παράλληλα κληρονομήθηκε καί ἡ τάση τῆς ψυχῆς μας νά παρασύρεται ἡ προσοχή της, ἡ αἴσθησή της, τό μάτι της, ὁ νοῦς της, λόγω τῆς σωματικῆς μας μεταπτωτικῆς παχύτητας στήν διανοητική φαντασία μας. Μέσω τῆς μεταπτωτικῆς μας φαντασίας οἱ δαίμονες προσπαθοῦν καί, δυστυχῶς, τά καταφέρνουν «θαυμάσια» νά μᾶς παρασέρνουν καί νά μᾶς πείθουν νά κάνουμε ἀνυπακοή στό θεῖο θέλημα. Νά μήν δεχόμαστε τήν αἰώνια προτροπή τοῦ Θεοῦ πού ἀγαπητικά μέ ὑπομονή καί σεβόμενος τήν θεοδώρητη ἐλευθερία μας (θεοειδή εἰκόνα μας) θέλει νά μᾶς ἁγιάζει αἰώνια χωρίς ἴχνος κακίας, τιμωρίας καί ἐκδικήσεως ἐκ μέρους Του! Ἔτσι ἡ ψυχή μας ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μας συντομότατα ἀρχίζει σταδιακά νά ἀλλοιώνεται, νά «ἁμαρτοποιεῖται», νά «δαιμονοποιεῖται», νά «χαλάει». Ἔτσι ὅλη μας ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξη γίνεται ὅσο μεγαλώνουμε ἁμαρτωλή, διεστραμμένη, φιλήδονη, φιλάργυρη, φιλόδοξη τόσο πού ὄχι μόνον μισοῦμε καί νιώθουμε σάν «κόλαση» τόν ὅλο τέλεια, ἄτρεπτη, ταπεινή, ἀνιδιοτελή ἀγάπη Θεὸ μας, ἀλλά ταυτόχρονα νιώθουμε σάν κόλαση καί τούς συνανθρώπους μας καί τήν κτήση· δηλαδή τήν θεόπλαστη δημιουργία, τήν ἄλογη κτήση, πού μᾶς περιβάλλει, δηλαδή τόν κόσμο (=κόσμημα).
Αὐτό τό πανανθρώπινο μεταπτωτικό βίωμα τό ἐξέφρασε παραστατικότατα ὁ ὑπαρξιστής ἀπελπισμένος Γάλλος φιλόσοφος, ὁ Jean-Paul Sartre[4] ὅταν ὑποστηρίζει: «κόλαση εἶναι οἱ ἄλλοι» (1905-1980)[5].
Ὅλα αὐτά τά συνοψίζει ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στήν θεολογία του περί γάμου καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα νά ἔχουν ἡδονή καί ὀδύνη στό σῶμα. Ἡ ἡδονή ἦταν ἀρχικά θεϊκή χορηγία καί δύναμη τῆς ψυχῆς γιά νά μπορεῖ νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρός τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ ἡδονή μεταφέρθηκε ἀπό τήν ψυχή στό σῶμα καί τότε ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά εἰσέλθει ἡ ὀδύνη, γιά νά χαλιναγωγηθεῖ καί νά θεραπευτεῖ ἡ ἡδονή. Ἑπομένως, κάτι πού εἰσήγαγε στό σῶμα τό γνωμικό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν ἡδονή, ὁ Θεός τό οἰκονόμησε μέσα στόν γάμο γιά νά εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη τῆς συμπληρωματικῆς ἑνώσεως τῶν δυό φύλων καί τοῦ καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δύο πού εἶναι ἡ παιδοποιΐα. Ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ δελεασμός τῆς ἡδονῆς, κανείς ἴσως, δέν θά ἤθελε νά εἰσέλθει μέσα στήν ἰσόβια βάσανο-ὀδύνη τῶν περαιτέρω προβλημάτων τοῦ γάμου καί τῆς παιδοποιΐας.
Ὁ Θεός, ὅμως, ἔθεσε καί κανόνες λειτουργίας τοῦ μεταπτωτικοῦ γενετησίου αὐτοῦ φαινομένου καί αὐτοί οἱ κανόνες ὀνομάζονται ἄσκησις καί ἐγκράτεια, δηλαδή ὁ γάμος δέν εἶναι ἀχαλιναγώγητη καί ἀπειθάρχητη μορφή ζωῆς. Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος πραγματώνει ἀρχικά τόν σκοπό του μέ τό νά διασώζει τήν μεταπτωτική φυσιολογικότητα. Στοχεύει (δέ) μέσω τῶν κανόνων λειτουργίας, πού ἔθεσε ὁ Θεός, στόν ἐσχατολογικό σκοπό του πού εἶναι ἡ ἐπάνοδος τῆς ἡδονῆς ἀπό τό σῶμα στόν νοῦ-ψυχή, ὅπως ἦταν ἡ ἀρχική χορηγία τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Αὐτό, γιά νά τό ἀναλύσουμε πιό πρακτικά (τί σημαίνει), εἶναι ἡ κατασταλαγμένη ἀγάπη τῶν συζύγων πού εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἐμπαθές στοιχεῖο καί βιώνεται σάν κοινωνία μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους μέ ἀπόλυτα ἀδελφικό τρόπο. Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει ὅτι, μέσα ἀπό τήν διαρκή ἄσκηση τοῦ γάμου, οἱ ἄνδρες ὑπερβαίνουν σταδιακά κάθε ἔννοια ἐρωτικῆς σαρκικότητας καί ἀπολαμβάνουν ἐν Χριστῷ τήν ἀπόλυτη ψυχική ταύτιση καί τόν ἁγιοπνευματικό σύνδεσμο ἀγάπης μέ τίς γυναῖκες τους: «ἵνα καί οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μή ἔχοντες ὦσι» (Α΄ Κορ. 7,29).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τό θαῦμα τῆς Κανᾶ, ὅταν τό γλυκόπιοτο κρασί δόθηκε τελευταῖο μετά ἀπό θαυμαστή παρέμβαση τοῦ Κυρίου (καί λέγει) ὅτι αὐτό συμβολίζει τήν ὁλοκλήρωση τοῦ πνευματικοῦ σκοποῦ τοῦ γάμου, πού ἡ ψυχική ἕνωση τῶν συζύγων μεταξύ τους καί μέ τόν Χριστό ὑπερβαίνει κάθε μεταπτωτική ἐπιρροή καί αὐτή εἶναι ἡ πιό γλυκεία περίοδος τῆς συζυγικῆς τους διαβιώσεως.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν ὅτι καί ὁ γάμος καί ἡ ἀγαμία, ὅταν εἶναι ἐν Χριστῷ, ἀποβλέπουν μέ ἀσκητική πρακτική νά θεραπεύσουν τήν ἡδονή στά τρία μεγάλα μεταπτωτικά ἐκβλαστήματα τῆς φιλαυτίας, ἤτοι τήν φιληδονία, τήν φιλαργυρία καί τήν φιλοδοξία. Οἱ μοναχοί -μέ τόν θεάρεστο πνευματικό ἀγῶνα τόν ὁποῖο ἀναλαμβάνουν- θεραπεύουν τό θεμελιακό πάθος τῆς σαρκικότητος μέ τόν ἰσόβιο ἀγῶνα γιά διατήρηση τῆς ψυχοσωματικῆς τους παρθενίας, τήν φιλαργυρία μέ ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη καί τήν ὑπερηφάνεια-φιλοδοξία μέ τήν συντριβή τοῦ ἐγώ, πού δημιουργεῖ ἡ εὐλογημένη ὑπακοή.
Οἱ ἔγγαμοι τώρα ὀφείλουν καί ἐκεῖνοι νά γίνουν ἀσκητές μέ ἄλλο τρόπο, νά θεραπεύσουν τά ἴδια πάθη μιμούμενοι τούς μοναχούς ὄχι ὡς πρός τούς ἐξωτερικούς τύπους, ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσία τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ἐκεῖ πού οἱ μοναχοί ἔχουν ἀκτημοσύνη, γιά νά δαμάσουν τήν φιλοκτημοσύνη καί τήν πλεονεξία, οἱ ἔγγαμοι βάζουν τήν λιτότητα, αὐτάρκεια καί ἐλεημοσύνη. Στήν θέση τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς οἱ ἔγγαμοι, τοποθετοῦν τήν συζυγική ἀνοχή καί τήν ὑπακοή -σέ μιά εὐρύτερη ἔννοια- πού ὀφείλουν νά ἔχουν σέ κάποιον ἔμπειρο καί διακριτικό πνευματικό πατέρα. Καί τέλος, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν γιά ἰσόβια παρθενία ἀντικαθίσταται ἀπό τούς ἐγγάμους ἀπό τόν γάμο, ὅπως μᾶς τόν περιγράφει ὁ Ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ: «…ὁ καθαγιασμένος γάμος, ὁ πειθαρχημένος, ὁ χωρίς διαστροφή, διατηρεῖ τόν ἄνθρωπο φυσικά καί ἠθικά, ἐνῶ κάθε ἄλλη μορφή σαρκικῆς ἀπολαύσεως, ἔστω καί ὑπό ὀνειρώδη μόνον μορφή, διαφθείρει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, δηλαδή τήν ψυχή καί τό σῶμα … Ἐκτός τοῦ εὐλογημένου γάμου, κάθε ἄλλη μορφή σαρκικῆς ζωῆς εἶναι πνευματικῶς ἤ κατώτερη (=ὁ Γέροντας ἐννοεῖ ἐφάμαρτη) ἤ παρά φύση»[6]. Ὅταν κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἀσκοῦνται πνευματικά καί οἱ ἔγγαμοι, μετέχουν προοδευτικά ὅλο καί περισσότερο στήν ἁγιαστική χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπολείπονται στήν μεταμορφωτική διαδικασία τοῦ νοός αὐτῶν (καί στήν μετοχή) τῶν ἀφθάρτων ἀγαθῶν της μοναχικῆς τελειώσεως»[7].
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:Ἐν Χριστῷ ἀγάπη ἤ Μεταπατερική θεολογία (Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτου) – Νέο βιβλίο


[1]           Α΄Κορ. 7, 5: «Μή ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἄν ἐκ συμφώνου πρός καιρόν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καί τῇ προσευχῇ».
[2]           Α΄ Θεσσαλ. 5, 17: «Ἀδιαλείπτως, γάρ φησι, προσεύχεσθε».
[3]               Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τήν Α΄ Πρός Κορινθίους, κεφαλ. Ζ΄, Ἔκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Τόμ. Α΄, Πρός Ρωμαίους καί ἡ Α΄ Πρός Κορινθίους, σελ. 461-2: «Τά ἀνδρόγυνα δέν πρέπει νά σμίγουν εἰς τόν καιρόν ὁποῦ ἔχουν νά σχολάζουν εἰς τήν νηστείαν καί  μάλιστα εἰς τήν μεγάλην τεσσαρακοστήν καί εἰς τάς τετράδας καί παρασκευάς ὅλου τοῦ χρόνου. Ἀλλ’ οὔτε πρέπει νά σμίγουν καί εἰς τόν καιρόν ὁποῦ ἔχουν νά σχολάζουν, ἤγουν νά καταγίνωνται ἐπιτεταμένως εἰς τήν προσευχήν, ἤτοι εἰς τά σάββατα καί τάς κυριακάς καί τάς δεσποτικάς καί θεομητορικάς ἑορτάς ὅλου τοῦ χρόνου, διατί γίνεται εἰς αὐτάς τάς ἡμέρας ἡ θεία Λειτουργία, ὡς λέγει ὁ ε΄ καί ιγ΄ Κανών τοῦ ἁγίου Τιμοθέου, καί διατί αὐτάς τάς ἡμέρας ὅλοι οἱ χριστιανοί σχολάζουν εἰς τήν προσευχήν. Μάλιστα δέ καί ἐξαιρέτως πρέπει νά ἀπέχουν τά ἀνδρόγυνα ἀπό τήν μίξιν ὅταν ἔχουν νά μεταλάβουν τά θεῖα Μυστήρια. Τότε γάρ τρεῖς ἡμέρας τό ὀλιγώτερον πρέπει νά ἀπέχουν προτύτερα. Λέγω δέ τοῦτο, ὅταν ἔξω τῶν νηστειῶν τύχῃ νά μεταλάβουν, διατί ἐν ταῖς νηστίμοις ἡμέραις ὁποῦ μεταλαμβάνουν, ἀπέχουν καί ἀπό τήν μίξιν διά τόν καιρόν τῆς νηστείας. Ἀλλά καί τήν διακαινήσιμον ὅλην ἑβδομάδα τῆς Λαμπρᾶς πρέπει νά μή σμίγουν, διατί ὡς μία ἡμέρα ἡ ἑβδομάδα ἐκείνη λογίζεται, καθώς διορίζει ὁ ξστ΄ Κανών τῆς ἁγίας Οἰκουμενικῆς στ΄ Συνόδου. Διά τοῦτο καί ὁ ἀπόστολος δέν εἶπε μή σμίγετε διά νά προσεύχωνται ἁπλῶς, ἀλλά διά νά σχολάζετε καί νά καταγίνεσθε εἰς τήν προσευχήν. Διότι ἄν ὁ ἀπόστολος ἐμπόδιζεν ἀπό τό νά προσεύχωνται ἁπλῶς τά ἀνδρόγυνα ὁποῦ σμίξουν, πῶς εἰς ἄλλο μέρος ὁ αὐτός παραγγέλλει νά προσεύχωνται οἱ χριστιανοί παντοτινά; Ὅθεν διά νά γίνεται ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία σπουδαιοτέρα καί προθυμοτέρα, διά τοῦτο παραγγέλλει εἰς τά ἀνδρόγυνα ὁ ἀπόστολος νά μή σμίγουν, διατί ἡ σμίξις αὐτῶν, ἄν καί  νά μήν εἶναι ἀκάθαρτος, καθ’ ἑαυτήν δηλαδή καί οὐχί διά τήν ἐμπαθῆ ἡδονήν, ἀλλ’ ὅμως προξενεῖ ἀσχολίαν καί ἐμπόδιον εἰς τήν νηστείαν καί τήν προσευχήν».
[4]               Sartre Jean-Paul, Τό εἶναι καί τό μηδέν (ἐπίτομο), δοκίμιο φαινομενολογικῆς ὀντολογίας (2008), ἔκδοση: Παπαζήση.
[5]               Βλέπε καί Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Χριστιανισμός καί Ἀνθρωπισμός, ἔκδοση: Ἀδελφότητας Θεολόγων ‘’Ὁ Σωτήρ’’.
[6]               Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ἄσκηση καί Θεωρία, σελ.61-62., ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex-England.
[7]               Ἰωάννου μοναχοῦ, Λόγος περί Γάμου Ὀρθοδόξου [Α’ μέρος],
http://enromiosini.gr/arthrografia.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου