Σελίδες

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Τὸ Πάσχα τῶν Ἀρχαίων

Αὐτοτελὲς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου» τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, Σελίδες 49-64, ἐκδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002

Τὸ Πάσχα ἐκείνη τὴ χρονιὰ εἶχε πέσει νωρίς. Ἀρχὲς Ἀπριλίου. Τὸ Πάσχα πάντα θυμίζει μία ἔξοδο ἀπὸ τὴ χειμερινὴ νάρκωση. Ὅταν, μάλιστα, τὸ Πάσχα ἔρθει νωρίς, ἡ αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς εἶναι πολὺ ἔντονη. Ἰδιαίτερα πάνω στὰ παιδιά. Ἔτσι νιώσαμε κι ἐμεῖς ἐκεῖνο τὸ Πάσχα. Θυμᾶμαι ἀκόμη τὸν ἄκρατο ἐνθουσιασμὸ ποὺ ἐπικρατοῦσε ἐκεῖνο τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου στὸ σχολεῖο. Τὰ παιδιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ κρατηθοῦν στὰ θρανία τους. Τὰ ἀστεία στοὺς καθηγητὲς πέρα ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Κι ἐμεῖς ξεθαρρέψαμε, ὅταν παρατηρήσαμε πὼς οἱ καθηγητὲς ἦταν συγκαταβατικοί.
Πρέπει καὶ αὐτοὶ νὰ εἶχαν ἠρεμήσει μὲ τὴν προσδοκία τῶν διακοπῶν. Θὰ ἦταν γιὰ 15 ὁλόκληρες μέρες ἐλεύθεροι ἀπό μᾶς. Αὐτὴ ἦταν σίγουρα ἡ αἰτία ποὺ ἔκανε τὸν καθηγητὴ τῶν μαθηματικῶν κ. Ἰσίδωρο νὰ μὴν θυμώσει ὅταν, τὴν ὥρα ποὺ ἀπεδείκνυε ἕνα θεώρημα τῆς...
γεωμετρίας στὸν πίνακα, ἀρχίσαμε ὅλοι μαζὶ νὰ μουγκρίζουμε. Γύρισε, ξαφνικά, καὶ μᾶς κάρφωσε μὲ τὴ ματιά του:
-Γιατί τὸ κάνατε αὐτό; εἶπε.
Ὅταν εἴδαμε ἐμεῖς πὼς δὲν ἦταν ἄγριος, ὅπως ἄλλες φορές, περάσαμε στὴν ἐπίθεση:
-Ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὰ ψαλτικά τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας, κρατᾶμε τὰ ἴσα, εἶπε ὁ Νίκος ὁ μπούλης, ἕνας θαρραλέος χοντρούλης ποὺ πολλὲς φορὲς μᾶς ἔβγαζε ἀπὸ δύσκολες καταστάσεις πεντακάθαρους.
-Καλά, εἶπε ὁ καθηγητής, παρελθέτω ἀπ΄ ἐμοὺ τὸ ποτήριο τοῦτο, θὰ τὰ ποῦμε μετὰ τὸ Πάσχα. Ἐμεῖς ὅμως ἤμαστε γιὰ καλὰ στὴν ἐπίθεση.

-Ὄχι, ὄχι, Πάσχα εἶναι! Τὸ «παρελθέτω», νὰ εἶναι «παρελθέτω». Μὲ τί καρδιὰ θὰ γιορτάσετε τὸ Πάσχα;



Μιά βρισιὰ πῆγε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ καθηγητοῦ, ἀλλὰ κρατήθηκε. Τότε κατάλαβε ὁριστικὰ πὼς ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἴχαμε ἐμεῖς τὸ πάνω χέρι. Οἱ καθηγητὲς πῆραν μία γεύση ἀπὸ «τὰ πάθη τὰ σεπτά», πρὶν ἀκόμη νὰ τελετουργηθοῦν στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἀποκορύφωμα ὅμως τῆς χαρᾶς μας ἐκδηλώθηκε στὸ τέλος τοῦ μαθήματος τῶν ἀρχαίων. Ὁ καθηγητὴς τῶν ἀρχαίων ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ παρατσούκλι «Παυσανίας». Ἦταν βολικὸς καὶ καλοκάγαθος ἄνθρωπος. Μιά φορά, σὲ στιγμὲς μεγάλης φασαρίας μέσα στὴν τάξη, στάθηκε στὴ μέση της, κι ἀνήμπορος νὰ κάνει κάτι, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:


-Παῦσον Κύριε τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν.
Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ «παῦσον» τῆς γνωστῆς προσευχῆς, τοῦ κολλήσαμε τὸ ὄνομα «Παυσανίας». Στὸ τέλος τοῦ μαθήματος τῶν ἀρχαίων τὰ βιβλία μὲ τὸν τίτλο «Ξενοφῶντος Κύρου Ἀνάβασις» πετάχτηκαν στὸν ἀέρα καὶ ὁ γνωστὸς λαϊκὸς τύπος Νίκος ὁ κεφτὲς φώναξε:
-Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐπιτέλους! Νὰ ἡσυχάσουμε κι ἀπὸ τὸν Ξενοφώντα καὶ ἀπὸ τὸν Παυσανία.

Κι ὅμως τὰ πράγματα δὲν ἦρθαν ἔτσι. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μᾶς ἔκρυβε ἐκπλήξεις. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ πράγματα μᾶς βγῆκαν στραβά. Ἐνῶ ξεκινήσαμε μὲ τόσο ἐνθουσιασμό.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων εἴχαμε μαζευτεῖ ὅλοι στὸν αὐλόγηρο τῆς Παναγίας τοῦ Πέρα. Ἦταν ἡ γνωστὴ ὁμάδα τῶν παιδιῶν τοῦ ἱεροῦ, ὁ Μπάμπης ὁ μούρλας, ὁ Ἀργύρης ὁ κατσαρίδας, ὁ Νίκος ὁ κεφτές, ὁ Θρασύβουλος ὁ μπέμπης, ὁ Γιάννης ὁ χάχας, ὁ Μανώλης ἡ μπόμπα κι ὁ Σταμάτης ὁ κρεμμύδας.


Ἐκεῖ, συνηγμένοι, ἀρχίσαμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ Ἑβδομάδα αὐτὴ ἦταν μεγάλη εὐκαιρία γιὰ παιχνίδι «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός». Ἀρχίσαμε τὸ γλέντι ἐκεῖ, στὸν αὐλόγυρο, τραγουδώντας τὸ τραγούδι: «Ποιὰ εἶναι ἐκείνη πού κατεβαίνει στ΄ ἄσπρα ντυμένη ἀπ΄ τὸ βουνό;». Τὸ τραγούδι, μετά, τὸ ἀλλάζαμε κατὰ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς στιγμῆς, καὶ πειράζαμε ὅλα τὰ κορίτσια, ποὺ ἔμπαιναν στὸν αὐλόγυρο. Ἐπειδὴ γιὰ νὰ εἰσέλθεις στὸν αὐλόγυρο δὲν «κατεβαίνεις» «βουνό», ἀλλὰ ἀνεβαίνεις σκαλιά, τὸ τραγούδι ἔπαιρνε ἄλλη μορφή: «Ποιὰ εἶναι ἐκείνη πού ἀνεβαίνει στὰ μπλὲ ντυμένη ἀπ΄ τὸ στενό;». Τὸ χρῶμα τοῦ ρούχου τὸ προσαρμόζαμε κατὰ τὶς ἐνδυματολογικὲς ἐμφανίσεις τῶν κοριτσιῶν. Ὅταν μάλιστα, πλησίασε ἡ Χαρούλα τῆς κυρᾶς Μαρίας, φορώντας ἕνα πολύχρωμο ροῦχο, ὁ Ἀργύρης ὁ κατσαρίδας φώναξε:


-Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ χρῶμα βρέ; Ἡ λύση βρέθηκε ἀστραπιαία:
«Ποιὰ εἶναι ἐκείνη πού ἀνεβαίνει στὰ φλοὺ ντυμένη ἀπ΄ τὸ στενό;». Ἡ κυρὰ Μαρία μυρίστηκε τὸ πείραγμα ἀπὸ μακριὰ καὶ ἦρθε νὰ μᾶς μαλώσει:
-Γιατί πειράζετε τὰ κορίτσια;
Ὁ Μανώλης ἡ μπόμπα ἀπάντησε ἀμέσως:
-Κυρὰ Μαρία τὶς ἑτοιμάζουμε γιὰ μυροφόρες. Νὰ δοῦμε ἂν θὰ ἀντέξουν ἕνα μικρὸ πείραγμα. Ἂν τὸ ἀντέξουν θὰ κρατηθοῦν καλὰ καὶ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο.
Σ΄ ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἔκανε ἀπὸ μακριὰ τὴν ἐμφάνισή του ὁ «Παυσανίας», ὁ καθηγητὴς τῶν ἀρχαίων.

«Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος πού ἀνεβαίνει, στὰ γκρὶ ντυμένος ἀπ΄ τὸ στενό;». Ὁ καλόβολος καθηγητὴς δὲν θύμωσε. Ἀπ΄ ὅτι φάνηκε μάλιστα, τὸ γλέντησε πολύ, μιᾶς καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θόρυβό μας γιὰ μία ὁλόκληρη διδακτικὴ ὥρα. Τώρα δὲν τὸν ἒνοιαζε. Τώρα ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀντέξουν οἱ ἱερεῖς. Παιδιὰ τοῦ ἱεροῦ ἤμαστε, τοὺς ἱερεῖς θὰ βάζαμε σὲ μπελάδες.


-Κύριε καθηγητά, σήμερα δὲν θὰ μᾶς πεῖτε κάτι ἀπὸ τὸν Ξενοφώντα; εἶπα ἐγώ.
-Ὄχι. Σήμερα θὰ μιλήσει ὁ Χριστὸς ποὺ ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τὸ πάθος. Μπροστὰ στὸ Χριστὸ ὅλα σταματοῦν «ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ».
-Τί σημαίνει αὐτὸ κύριε καθηγητά; τόλμησα νὰ ρωτήσω εἰρωνικά.
Ὁ «Παυσανίας» μὲ κοίταξε, καὶ ἐκεῖνος, εἰρωνικὰ πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιά του.
-Τώρα σοῦ ἦρθε τὸ κέφι γιὰ ἀρχαία; Ὅλη τὴ χρονιὰ τὴν ὥρα τοῦ μαθήματος ἔπαιζες πὶτ-πίτ, θαρρεῖς πὼς δὲν σ΄ ἔβλεπα.
Καὶ πρόσθεσε ὁ καθηγητής:

-Λοιπόν, ἀγαπητοί μου φίλοι, ὅποιος ἔχει κέφι γιὰ ἀρχαία θὰ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὴ Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ. Τώρα τὸ λόγο ἔχει ὁ Χριστός.


Τὸ λόγο, ὅμως, πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὸν εἶχε ὁ πατὴρ Βασίλειος, ποὺ παρακολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ τὴ φασαρία ποὺ κάναμε.

Ὁ πατὴρ Βασίλειος ἦταν γέροντας λευκοπώγων καὶ δυναμικός. Παρ΄ ὅλο ποὺ δὲν ἦταν προϊστάμενος τοῦ ναοῦ, ἔλυνε καὶ ἔδενε. Εἶχε, ὅμως, τὸ λόγο πάνω σ΄ ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν τάξη καὶ τὴν εὐπρέπεια τοῦ ἱεροῦ. Κατ΄ ἀνάγκην, λοιπόν, ὅλοι ἐμεῖς βρισκόμασταν μέσα στὸ πλαίσιο τῶν δικῶν του εὐθυνῶν καὶ ἁρμοδιοτήτων. Κι ἦταν, σίγουρα, μεγάλη εὐθύνη νὰ κυριαρχεῖς πάνω σὲ μία ὁμάδα ἄτακτων μαγκῶν. Ἐπειδὴ ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Καππαδοκίας, ὁ πατὴρ Βασίλειος, εἶχε, ταυτόχρονα μὲ τὸ δυναμισμό του, μία ἀνεξήγητη ἀφέλεια καὶ γλωσσικὴ προφορὰ γεμάτη ἀπὸ καραμανλήδικους ἰδιωματισμούς. 

Μᾶς πλησίασε, λοιπόν, ὁ πατὴρ Βασίλειος:

-Γιατί ἐνοχλεῖτε τὸν καθηγητὴ σας μπρέ; μᾶς εἶπε μὲ ὕφος, ὄχι καὶ πολὺ αὐστηρό.
-Δὲν τὸν ἐνοχλοῦμε πάτερ, ἀπαντήσαμε μὲ μιά φωνή. Κι ὁ Γιάννης ὁ χάχας πρόσθεσε:
-Τὸ παρακαλούσαμε νὰ μᾶς μάθει ἀρχαία καὶ δὲν ἤθελε.
-Ἀλήθεια τζανοὺμ δὲν ἤθελε; ρώτησε ὁ πατὴρ Βασίλειος.
-Ὄχι, δὲν ἤθελε, ἀπαντήσαμε καὶ πάλι ὅλοι μαζί.
-Ἒ, τότε θὰ σᾶς μάθω ἐγώ, εἶπε ὁ πατὴρ Βασίλειος. Μιά ἑβδομάδα μαζὶ θὰ εἴμαστε, μὲ κάτι θὰ πρέπει νὰ ἀσχολεῖσθε, ὄχι μόνο μὲ ἀταξίες. Ἐμεῖς παγώσαμε.
-Καὶ πῶς θὰ μᾶς μάθετε πάτερ ἀρχαία; εἶπε ὁ Μπάμπης ὁ μούρλας.
Ξαφνικὰ ἀγρίεψε ὁ πατὴρ Βασίλειος.

-Ἐγὼ ξέρω καλὰ τὴ δουλειά μου κι ὅποιος δὲν κάνει αὐτὸ ποὺ θὰ τοῦ πῶ νὰ μὴν ξανάρθει στὸ ἱερὸ αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα.


Μείναμε σὰν μαρμαρωμένα ἀγάλματα. Καὶ πρὶν νὰ πάρουμε ἀνάσα, ὁ πατὴρ Βασίλειος μᾶς τράβηξε ὅλους μέσα στὸ ἱερό. Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ντουλάπι κάτι ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ μᾶς τὶς μοίρασε. Μετὰ στράφηκε πρὸς τὸ μέρος μας καὶ μὲ ὕφος αὐστηρὸ εἶπε:
-Ἀπὸ τὰ βιβλία αὐτὰ θὰ διαβάσετε τὴν ἀκολουθία ποὺ θὰ τελεστεῖ σὲ λίγο.
-Αὐτὸ κάνουμε κάθε χρόνο, πετάχτηκε ὁ Γιάννης ὁ χάχας.
-Παῦσον τὰς φωνασκίας τρελέογλου τρελέ, εἶπε μὲ ὕφος κοφτερὸ ὁ πατὴρ Βασίλειος, δὲν τελείωσα ἀκόμη. Λοιπόν! Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας θὰ ἐρωτῶ διὰ τὰ νόημα κάποιων λέξεων ποὺ συναντήσαμε στὸ κείμενο. Ἂν κάποιος ἀδιαφορήσει ἢ δὲν ἀπαντήσει ὀρθῶς εἰς τὰς ἐρωτήσεις μου ἢ ἀποχωρήσει πρὶν τῆς ὥρας τῆς ἐξετάσεως, «δὲν θὰ ἔχει θέσιν μετ΄ ἐμοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ».
-Δηλαδή; εἴπαμε ὅλοι μαζί.

-Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν θὰ εἶναι παρὼν στὴν περιφοτὰ τοῦ ἐπιταφίου καὶ στὴ λιτάνευση τοῦ Ἑσπερινοῦ της Ἀγάπης.


Αὐτὸ θὰ ἦταν γιὰ μᾶς μιά φοβερὴ καταστροφή. Γιὰ μιά δόξα ζούσαμε ὅλη τὴν ἑβδομάδα, κάναμε δουλειές, πολλές, τρέχαμε ἀπ΄ ἐδῶ καὶ ἀπὸ κεῖ, κάναμε θελήματα. Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δόξα τῆς περιφορᾶς. Ἦταν μεγάλο πράγμα νὰ βγαίνεις μὲ τὸ Χριστὸ στὴ Σταύρωση καὶ στὴν Ἀνάστασή Του. Οἱ ἄλλοι μᾶς θαύμαζαν. Κρατούσαμε τὰ λάβαρα, τὰ κοντάρια. Μᾶς κόπηκαν τὰ αἵματα. Ὁ Σταμάτης ὁ κρεμμύδας προσπάθησε νὰ πεῖ κάτι, ἀλλὰ ὁ παπὰ Βασίλης δὲν σήκωνε κουβέντα. Τότε κατάλαβα γιατί ἡ Καππαδοκία εἶχε βγάλει μεγάλους ἄνδρες.

Χωρὶς νὰ εἶναι αὐστηροί, μὲ μιά λυρικὴ ἁπλότητα καὶ ἀφέλεια, ἔλεγαν σταράτες κουβέντες καὶ ἔμεναν σταθεροὶ στὶς ἀποφάσεις τους.


Τὰ πράγματα ἦταν τελεσίδικα ἐδῶ. Τὸ πήραμε ἀπόφαση. Ἀλλὰ ἡ συνέχεια ἦταν ἕνα μαρτύριο. Ὅταν ἄρχισε, σὲ λίγο, ἡ ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου, κατάλαβα τὴν ἀνεπάρκειά μας στὰ ἑλληνικά.
Οἱ λέξεις τῶν τροπαρίων ἔπεφταν στ΄ αὐτιά μας σὰν μαρτύριο τιμωρίας. Τιμωρία ἐπειδὴ πάντα περιφρονούσαμε τὰ ἀρχαία. «Καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται».
-Τί σημαίνει «ἔδεται»; φώναξε ὁ Νίκος ὁ κεφτές.
-Μὴ φοβᾶσαι αὐτὸ εἶναι εὔκολο. Τὸ ξέρουμε, τὸ ἔδεται προέρχεται ἀπὸ τὸ ἄδω δηλαδὴ τραγουδῶ, εἶπε μὲ ἱκανοποίηση ὁ Θρασύβουλος.

Λάθος, λάθος, φώναξε ὁ Ἀργύρης, δὲν βγαίνει νόημα. Ἔτσι ὅπως τὸ λέει θὰ πρέπει νὰ σημαίνει πὼς ἡ φωτιὰ θὰ τραγουδήσει τοὺς ὑπεναντίους.


Ὅσο προχωροῦσε ἡ ἀκολουθία, ἐμεῖς πιὸ πολὺ καρφωνόμασταν στὶς θέσεις μας. Ἡ μία ἄγνωστη λέξη ἀκολουθοῦσε τὴν ἄλλη. Μέσα στὴ σιωπὴ ἀκουγόταν μία φωνή:
-Ὤχ! Τί σημαίνει «κτανθῆναι»; ἀκούστηκε νὰ φωνάζει ὁ Μπάμπης.
-Κατάκτηση, ἀκούστηκε φοβισμένη ἡ φωνὴ τοῦ Ἀργύρη. Οἱ ἄλλοι δὲν εἶχαν κουράγιο γιὰ σχόλια. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀπὸ τὴν παραπέρα γωνιὰ τοῦ ἱεροῦ, ἀκούστηκε ἄλλη φωνή, τοῦ Σταμάτη.
-Ἀμάν! Τί σημαίνει ρὲ σεῖς ἡ «ἄφατος»;
-Σιωπή, μὴ μᾶς ἐνοχλεῖτε μὲ τὰ εὔκολα, φώναξε ὁ Νίκος ὁ κεφτές, ἄφατος σημαίνει ἀφασία.
-Δηλαδὴ «ἡ ἄφατος μακροθυμία» τί σημαίνει;
Ὁ Νίκος ὁ κεφτὲς πῆρε ὕφος σοβαρό, ὕφος ἐμπείρου ἀνθρώπου εἰς τὰ ἀρχαία.

-Σημαίνει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ἀφασία. Ἔτσι εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη, μοιάζει μὲ ἀφασία.


Ἡ μεγάλη ταραχὴ ἔγινε στὸ μέσο περίπου τῆς ἀκολουθίας, ὅταν σ΄ ἕνα τροπάριο εἴδαμε ὅλοι τὸν π. Βασίλειο νὰ σηκώνεται καὶ νὰ στέκεται ὄρθιος μὲ μεγάλη εὐλάβεια.
-Αὐτὸ τὸ τροπάριο τὸν ἐνδιαφέρει πολύ, ψιθύρισε πλάι μας ὁ Γιάννης ὁ χάχας, ἀπ΄ αὐτὸ θὰ μᾶς ἐξετάσει.
«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος…»
-Τί σημαίνει «ἑκούσιον»; εἶπαν τρία στόματα μαζί.
Ὅλοι ἀλληλοκοιταχτήκαμε. Κανεὶς δὲν γνώριζε τίποτε. Ὁ Μπάμπης ἀνέλαβε πρωτοβουλία.
-Αὐτὴ τὴ λέξη ὁπωσδήποτε νὰ τὴ μάθουμε. Ὁπωσδήποτε. Θὰ πέσει σίγουρα.
-Πῶς; ρώτησαν οἱ ἄλλοι.
Ὁ Μπάμπης πῆρε πρωτοβουλία.
-Θὰ ρωτήσουμε τὸν καθηγητὴ τὸν Παυσανία, τώρα, χωρὶς καθυστέρηση. Μὴ ρωτᾶτε «πῶς;». Κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς θὰ πάει τώρα, αὐτὴ τὴ στιγμή, νὰ ρωτήσει. Στράφηκε σ΄ ἐμένα.
-Ντίνο, θὰ πᾶς ἐσύ.
-Μά! Θέλησα νὰ διαμαρτυρηθῶ.

-Δὲ σηκώνει κουβέντα. Ἀπ΄ αὐτὴ τὴ στιγμὴ βρίσκεσαι σὲ μυστικὴ καὶ σπουδαία ἀποστολή, εἶπε ὁ Μπάμπης καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ἱεροῦ.


Βγῆκα ἔξω μὲ τὸ ζόρι. Ἡ ἐκκλησία ἦταν κατάμεστη. Ἄρχισα νὰ σπρώχνω τὸν κόσμο. Γνώριζα τὴ γωνιὰ στὴν ὁποία στεκόταν, συνήθως, ὁ Παυσανίας.
Τὸν βρῆκα. Τὸν πλησίασα.
-Κύριε, εἶπα ἐμπιστευτικά, τί σημαίνει «ἑκούσιον»;
Ὁ Παυσανίας γούρλωσε τὰ μάτια του. Ἡ ξαφνικὴ φιλομάθειά μου τὸν ξάφνιασε.
-Πῶς σοῦ ἦρθε ἔτσι; εἶπε.
-Ὅλα τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀγωνία, εἶπα.
-Ἀγωνία; εἶπε ὁ Παυσανίας καὶ ξαναγούρλωσε τὰ μάτια του, τώρα σᾶς ἦρθε νὰ μάθετε ἀρχαία;
Μετὰ πῆρε μία θριασβευτικὴ ἔκφραση.
-Ἐδῶ, μ΄ ἐσᾶς ἐφαρμόζεται πλήρως ἡ ψαλμικὴ φράση. «Ζῆλος λήψεται λαὸν ἀπαίδευτον». Εἶστε ποὺ εἶστε λαὸς ἀπαίδευτος, ἂν σᾶς καταλάβει καὶ ζῆλος λανθασμένος, χαθήκαμε.
Ἐγὼ ἐπέμενα.
-Τί νὰ πῶ μέσα;

-Αὐτὰ πού σοῦ εἶπα.


Ὅταν μπῆκα μέσα καὶ εἶπα τὴν ἀπάντηση, ἔγινε χαμός. Ἔφαγα ἀρκετὲς καρπαζιὲς γιὰ τὴν ἀποτυχημένη μου ἐπιχείρηση. Μετὰ ὅλοι περίμεναν τὴν ὥρα τῆς κρίσεως. Ἡ ἀκολουθία τελείωσε. Ὁ πατὴρ Βασίλειος μᾶς πλησίασε χαμογελώντας:
-Καὶ τώρα, εἶπε, ἡ ὥρα τῶν ἀρχαίων.
-Τί σημαίνει ἡ φράση «ὁ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ δρακὶ περιέχων»;
-Στεκόμασταν ἀμήχανοι. Ὁ Ἀργύρης εἶπε τολμηρά:
-Πάτερ Βασίλειε, ὅλο στὰ εὔκολα πέφτεις, αὐτὸ τὸ ξέρουμε ὅλοι, ρώτα κάτι πιὸ δύσκολο.
-Τὸ ξέρεις μπρέ; Ξαφνιάστηκε ὁ πατὴρ Βασίλειος.
-Ναί, φυσικά, ἡ φράση σημαίνει ἐκεῖνος ποὺ ἔβαλε δράκους στὰ σύμπαντα.
Ἐμεῖς ὅλοι εἴχαμε ἕνα θριαμβευτικὸ ὕφος νικητοῦ. Ἀφοῦ ὁ πατὴρ Βασίλειος μᾶς κοίταξε ἤρεμα, εἶπε δυνατά:
-Ἄσχετα πλάσματα! Αὐτὸ κάνετε μόνο στὴν ἐκκλησία. Τὰ πρόσφορα τρῶτε καὶ παίζετε.
Στράφηκε πρὸς ἐμένα:
-Κι ἐσὺ μουσίτσα, μὴ μοῦ κάνεις τὸν ἄσχετο, ξέρω τὴ δραστηριότητά σου. Τί πῆγες στὸν καθηγητή; Ἒ! Τί πῆγες; Σὲ εἶδα ποὺ ἔσπρωχνες τὸν κόσμο. Λέγε τί σημαίνει δρακί! Θὰ σοῦ δώσω νὰ καταλάβεις. Σήκωσε τὸ χέρι του καὶ ἄνοιξε τὴν παλάμη του. Ἐγὼ φοβήθηκα καμιὰ ἀδέσποτη σφαλιάρα κι ἔκανα πίσω.
-Δρακὶ σημαίνει δραχμὴ τοῦ εἶπα.

-Ὄχι, ὄχι, εἶπε θυμωμένα, ὑπάρχει βέβαια κάποια μακρινὴ ἐτυμολογικὴ σχέση, ἀλλὰ «δρακὶ» σημαίνει παλάμη.


Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες, τὸ ἱερό τῆς Παναγίας τοῦ Πέρα, μετετράπη σὲ ἕνα ἀπέραντο σπουδαστήριο ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Στὴν ἐκκλησία πηγαίναμε κρατώντας τὴ σύνοψη, τὸ λεξικὸ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ ἕναν πίνακα ἀνωμάλων ρημάτων.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν δὲν ἀκουγόταν οὔτε ψίθυρος, οὔτε χάχανα τῶν ἄλλων ἐποχῶν.
Μόνο τὰ ἀγωνιώδη γυρίσματα τῶν σελίδων τοῦ πίνακος τῶν ἀνωμάλων ρημάτων ἀκούγονταν. Τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μᾶς ἔπεσε πολὺ δουλειά. Δὲν προλαβαίναμε νὰ κοιτάξουμε τὴ μιά λέξη καὶ ἀκολουθοῦσε ἡ ἄλλη. Ἀκουγόταν, ποὺ καὶ πού, κανένα γρύλισμα ἀπὸ τὸ Νίκο τὸν κεφτέ.
-Ρὲ Ξενοφώντα! Πῆρες ἐκδίκηση γιὰ ὅλα ὅσα κάναμε στὰ ἔργα σου. Μᾶς τρέλανες, ἀλλὰ ἅγιος δὲν θὰ γίνεις ἐσύ. Εἶσαι ἀρχαῖος. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν σώζονται. ΧΑ ΧΑ!! Τὴν ἔπαθες.
-Ὄχι, φώναξε ὁ Σταμάτης, κι αὐτοὶ ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν Χριστὸ σώζονται, ἂν ἔζησαν σωστὴ ζωή. Τὸ ΄λεγε σ΄ ἕνα μάθημα ὁ Παυσανίας.
-Δὲν γίνονται. Δὲν πρέπει νὰ γίνουν. Στὸν Παράδεισο μὲ τοὺς ἀρχαίους θὰ εἴμαστε χαμέμοι. Δὲ φτάνει ποὺ μᾶς μούρλαναν μὲ τὰ βιβλία τους, νὰ τοὺς ἔχουμε καὶ μαζί μας; Παράδεισο θὰ ζήσουμε ἢ συντακτικὲς καὶ γραμματικὲς παρατηρήσεις, εἶπε ὁ Γιάννης. Κι ὁ Θρασύβουλος μουρμούρισε:

-Ἐγὼ μὲ τὸν Ξενοφώντα μαζὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶμαι, μοῦ ἔχει ἀφήσει ψυχικὰ τραύματα.


Αὐτὸς ἦταν ὁ ἑπόμενος μπελὰς ποὺ μᾶς βρῆκε. Διχαστήκαμε γιὰ τοὺς ἀρχαίους . Οἱ μισοὶ ἔλεγαν πὼς σώζονται κι οἱ ἄλλοι μισοὶ πὼς δὲν σώζονται. Κανεὶς βέβαια δὲν ἔδωσε σημασία στὴν πληροφορία ποὺ ἤθελε νὰ μᾶς δώσει ὁ Ἀργύρης ὁ κατσαρίδας.
-Ρὲ σεῖς, ξέρετε τί ἔμαθα; Ὁ Ξενοφῶν ἔγινε ἅγιος, ὑπάρχει ἕνα μοναστήρι ποὺ λέγεται τοῦ ὁσίου Ξενοφῶντος. Στὸ Ἅγιον Ὅρος βρίσκεται.
Δὲν χρειάζεται νὰ τονίσουμε πὼς ἔπεσε βροχὴ ἀπὸ καρπαζιὲς στὸν Ἀργύρη ποὺ ἐπέμενε ὑπὲρ τῆς ἁγιότητος τοῦ Ξενοφῶντος.
Ἡ λύση, τοῦ Μεγαλοβδομαδιάτικου δράματός μας, δόθηκε τὸ βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς στὸν ἐπιτάφιο. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ π.Βασίλειος, παρ΄ ὅλες τὶς ἀτέλειές μας, μᾶς ἐπέτρεψε νὰ λάβουμε μέρος στὴν περιφορά.

-Ὄχι ἐπειδὴ γίνατε καλοὶ στὰ ἀρχαῖα, μᾶς ἔλεγε, ἀλλὰ ἐπειδὴ σᾶς κατέλαβε ζῆλος.


Ἔτσι βρεθήκαμε τὸ βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς στὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίου. Φορτωμένοι μὲ ἀρχαία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καινούργια διαμάχη τῆς δυνατότητας σωτηρίας τῶν ἀρχαίων. Ὅλη τὴν ἑβδομάδα εἴχαμε μπολιαστεῖ μ΄ αὐτὴ τὴν προβληματική, τοῦ περάσματος τῶν ἀρχαίων μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς θὰ προτιμούσαμε νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀρχαία. Θὰ εἴχαμε γλιτώσει. Οἱ ἀρχαῖοι ὑπῆρξαν. Ὅλα τ΄ ἄλλα ἦταν ἄδεια φιλολογία.

Τὸ βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς κυκλοφορεῖ στὴν ἀτμόσφαιρα ἕνα μυστήριο. Ὁ τάφος εἶναι σφραγισμένος. Κρατάει καλὰ τὸ μυστικό του. Ἀλλὰ τὸ μυστικὸ δὲν μπορεῖ νὰ μείνει κρυμμένο. Εὐωδιάζει στὸν ἀέρα μὲ τὶς πασχαλιές, τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, τὰ κεριὰ ποὺ ἀποδίδουν προσευχή, τὰ ἀρώματα τῶν ἀνθρώπων, τὴ χαρμολύπη στὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν, τὰ σύννεφα ποὺ ρίχνουν κάτι ψυχάλες σὰν δάκρυα. Ὅλα, ναὶ ὅλα, ἀποκαλύπτουν τὸ μυστικό.


Ἡ περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίου γινόταν στὸ μεγάλο, τεράστιο θὰ ἔλεγα, αὐλόγυρο. Μὲ μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ κατάνυξη. Γύρω γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἐκφωνοῦνται οἱ στάσεις τῆς πομπῆς μὲ τὶς δεήσεις ὑπὲρ τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν.

Ἤμαστε ὅλοι ἐκεῖ. Ἐμεῖς, ὁ πατὴρ Βασίλειος, ὁ Παυσανίας. Ὅταν σταθήκαμε γιὰ νὰ γίνουν οἱ δεήσεις, μπρὸς ἀπὸ τὴ νότια θύρα τοῦ ναοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀκούστηκε ἡ φωνὴ μιᾶς γιαγιᾶς ποὺ ἐνατένιζε μὲ δέος τὸν ἐπιτάφιο. Τὰ λόγια της ἦταν ἁπλά, λιτά, συγκλονιστικά. Ἦταν λόγια σπαρτιάτισσας, μακεδονίτισσας, ἀθηναίας κυρᾶς, τῆς Θεοφανῶς, τῆς Κασσιανῆς, τῆς γυναίκας τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης, τῆς σουλιώτισσας.


Ἔλεγε ἡ φωνὴ ἡ γυναικεία, ἡ φωνή, ἡ μιά φωνὴ τῶν ρωμηῶν. Ἡ φωνὴ ὅλων τῶν αἰώνων. Ἡ φωνὴ ἡ ἀναλλοίωτη. Ἡ φωνὴ τῶν πατέρων, τῶν μαρτύρων.
-Γιόκα μου, πόνεσες πολὺ πάνω στὸ Σταυρό. Ἐσὺ ὅμως εἶσαι Θεός. Θεὸς γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἑλλήνων...
Ἦταν ἡ φωνὴ τῶν ὀρθοδόξων, ἡ φωνὴ τῶν ἑλλήνων. «Γιόκα μου». Τόσο κοντινὴ καὶ προσφιλή προσφώνηση ποιὸς λαὸς ἔκανε στὸν Θεό του;

Τότε νιώσαμε τὸ Χριστὸ νὰ ἀγάλλεται μαζὶ μ΄ ὅλο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι σήμερα κι ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἑλλήνων.


Ὁ πατὴρ Βασίλειος μᾶς ἔδωσε, μετά, κάποιες ἐξηγήσεις. Ναί! Ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν Ἅδη καὶ γιὰ τοὺς πρὶν ἀπ΄ Αὐτὸν ἀνθρώπους. Ἡ κάθοδος στὸν Ἅδη ἦταν γιὰ ὅλους, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν Ξενοφώντα, ποὺ ἔκανε ἁπλῶς μία Ἀνάβαση.
Οἱ καρδιὲς μας ἀναπαύτηκαν. Μόνο ποὺ μᾶς κατέλαβε λίγο ἡ ἔπαρση τῶν περὶ τὰ ἀρχαία εἰδικῶν.
Γι΄ αὐτὸ τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, ἄκουσα τὸν Ἀργύρη νὰ λέει μὲ καμάρι:
-Κοίτα ρὲ τί λέει τὸ τροπάριο, ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ εἶχε μιά θεία ποὺ τὴ λέγανε φυλακή, «Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεογόρος Ἀββακούμ…»
Καὶ στὸν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης ἄκουσα τὸν Γιάννη τὸ χάχα νὰ λέει.
-Ἀκοῦστε βρέ! Τὸ Ὁμηρικὸ τροπάριο «Ὄφρακε» λέει, ἔφριξε δηλαδὴ ὁ Ὅμηρος ὅταν εἶδε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ρωμηὲ ἀθάνατε τὰ ΄μαθες ὅλα σὲ μιά βδομάδα. Ἀλλὰ ἕνα εἶναι τὸ σίγουρο:
Ὁ Χριστὸς ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸν Ὅμηρο. Καὶ μὲ τοὺς ἀρχαίους.

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2019/04/blog-post_88.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου