Σελίδες

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Ἑρμηνεία Ἱεροῦ Χρυσοστόμου στόν ‘’Ὕμνο τῆς ἀγάπης’’ τοῦ ἀποστόλου Παύλου .Μέρος Δεύτερο



ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΜΝΟΥ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ 

[:Α΄προς Κορινθίους, 13,1-8] 

Μέρος δεύτερο: υπομνηματισμός των χωρίων Α΄Κορ. 13,3-8 

«Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται (:η αγάπη δείχνει μεγαλοψυχία και ανεκτικότητα, είναι ευεργετική και εξυπηρετική. Η αγάπη δε ζηλεύει και δε φθονεί. Η αγάπη δεν φέρεται με αλαζονεία και αυθάδεια, δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιπάζεται)»[Α΄Κορ.13,4]. 
Επειδή λοιπόν είπε ότι, όταν απουσιάζει η αγάπη, και η πίστη και η γνώση και οι ξένες γλώσσες και τα χαρίσματα και η θεραπευτική, θαυματουργική ικανότητα και ο τέλειος βίος και το μαρτύριο δεν δίνουν κανένα μεγάλο όφελος, κατ’ ανάγκην λοιπόν ζωγραφίζει την ακαταμάχητη ωραιότητά της, σαν να καταστολίζει την εικόνα της με χρώματα των επί μέρους αρετών και αφού συνέθεσε όλα τα μέλη της με κάθε τελειότητα. 
Μην προσπεράσεις όμως αγαπητέ, αυτά που λέγονται, αλλά το καθένα από αυτά εξέταζέ το με πολλή επιμέλεια, για να δεις και τον θησαυρό της αγάπης και την τέχνη του ζωγράφου. Πρόσεχε λοιπόν από πού άρχισε αμέσως και τι έθεσε πρώτο· το αίτιο όλων των αγαθών. Ποιο είναι αυτό; Η μακροθυμία. Αυτή είναι η ρίζα όλης της ευσέβειας. Για τον λόγο αυτό και κάποιος σοφός έλεγε: «Μακρόθυμος ἀνὴρ πολὺς ἐν φρονήσει, ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἄφρων(:ο πράος, ο υπομονετικός και με αυτοκυριαρχία άνθρωπος έχει πολλή φρόνηση· ο μικρόψυχος όμως και ευέξαπτος είναι πάρα πολύ ανόητος)»[Παρ.14,29]. Και αφού συνέκρινε αυτήν με ισχυρή πόλη, είπε ότι αυτή είναι περισσότερο ασφαλής από εκείνη. Διότι είναι και όπλο ακαταμάχητο και πύργος ακλόνητος, που απομακρύνει εύκολα όλα τα λυπηρά. Και όπως, όταν κάποιος σπινθήρας πέσει μέσα στη θάλασσα, εκείνη μεν καθόλου δεν την βλάπτει, ενώ αυτός σβήνει εύκολα, έτσι και στη μακρόθυμη ψυχή, ό,τι απροσδόκητο και να τύχει, αυτό μεν εύκολα εξαφανίζεται, ενώ εκείνη δεν την ταράσσει. Διότι η μακροθυμία είναι στερεότερη από όλα, είτε στρατόπεδα πεις, είτε χρήματα, είτε ίππους, είτε τείχη, είτε όπλα, είτε οτιδήποτε άλλο, τίποτε δεν είναι ισοδύναμο με τη μακροθυμία. Καθόσον εκείνος μεν που κατέχει αυτά, πολλές φορές αφού κυριευτεί από θυμό, σαν ένα μικρό παιδάκι θολώνει και γεμίζει τα πάντα με ταραχή και ζάλη, ενώ ο μακρόθυμος άνθρωπος σαν να κάθεται σε λιμάνι, απολαμβάνει βαθιά γαλήνη. Και εάν τον ζημιώσεις, δεν σάλεψες την πέτρα, και αν τον περιφρονήσεις, δεν έσεισες τον πύργο, και αν του επιφέρεις κτυπήματα, δεν πλήγωσες τον αδάμαντα. Διότι και μακρόθυμος γι' αυτό λέγεται, επειδή έχει μακρά και μεγάλη ψυχή· καθότι το μακρό και μεγάλο λέγεται. 
Όμως αυτό το καλό φύεται από την αγάπη και σε όσους το έχουν και το απολαμβάνουν δίδει πολλή ωφέλεια. Μη μου πεις όμως για τους απεγνωσμένους και αυτούς που ενώ κάνουν κακό και χωρίς να παθαίνουν κακό, γίνονται χειρότεροι. Διότι εδώ συμβαίνει αυτό, όχι από τη μακροθυμία αυτού, αλλά από εκείνους που δε χρησιμοποιούν αυτήν όπως πρέπει. Μη μου πεις λοιπόν για αυτούς, αλλά για τους δικαιότερους, οι οποίοι κερδίζουν πολλά από αυτήν. Καθόσον όταν, ενώ κάνουν κακό, δεν πάθουν κακό, αφού θαυμάσουν την πραότητα εκείνου που έπαθε το κακό, ωφελούνται από αυτό και διακομίζουν ύψιστη φιλοσοφία. 
Ο Παύλος όμως ούτε μέχρι εδώ σταματά, αλλά προσθέτει και τα άλλα της κατορθώματα, λέγοντας: «ἡ ἀγάπη χρηστεύεται (: η αγάπη είναι γεμάτη από καλοσύνη, είναι ευεργετική και εξυπηρετική)».Επειδή δηλαδή υπάρχουν μερικοί που δε χρησιμοποιούν τη μακροθυμία στον ορθό τρόπο ζωής που αρμόζει σε αυτήν, αλλά για να εκδικηθούν εκείνους που τους παρόργισαν με το να τους κάνουν κακό, λέγει ότι ούτε αυτό το ελάττωμα έχει η αληθινή αγάπη. Γι' αυτό και πρόσθεσε ότι «είναι γεμάτη από καλοσύνη». Διότι δεν χρησιμοποιούν τη μακροθυμία για να ανάψουν εντονότερα τη φλόγα αυτών οι οποίοι φλέγονται από οργή, αλλά για να την καταπραΰνουν και να την σβήσουν τελείως· και όχι μόνο με το να υπομένουν καρτερικώς, αλλά και με το να τιμούν και να εγκαρδιώνουν, ιατρεύουν την πληγή και θεραπεύουν το τραύμα του θυμού. 
«ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ(:η αγάπη δεν είναι ζηλότυπη και δεν φθονεί)»: διότι είναι δυνατό να είναι κανείς και μακρόθυμος και ζηλότυπος, και εκείνο το κατόρθωμα καταστρέφεται από αυτό το ελάττωμα. Αλλά η μακροθυμία είναι απαλλαγμένη και από αυτό. 
«ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται(:η αγάπη δεν φέρεται με αλαζονεία και αυθάδεια)»· διότι καθιστά συνετό αυτόν που αγαπά και σοβαρό και ανώτερο άνθρωπο. Διότι αυτό το ελάττωμα είναι γνώρισμα εκείνων που αγαπούν με αισχρή αγάπη· ενώ αυτός που έχει αυτήν την αγάπη, είναι απαλλαγμένος από όλα αυτά. Διότι όταν δεν υπάρχει θυμός στην ψυχή, έχει ξεριζωθεί κάθε αυθάδεια και αλαζονεία. Καθόσον σαν άριστος γεωργός που βρίσκεται μέσα στην ψυχή η αγάπη, δεν αφήνει να βλαστήσει κανένα από αυτά τα αγκάθια. 
«οὐ φυσιοῦται(:δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιπάζεται): διότι βλέπουμε πολλούς οι οποίοι υψηλοφρονούν όταν κατορθώσουν αυτά, όπως το να επιτύχουν να μην είναι ζηλότυποι, ούτε πονηροί, ούτε μικρόψυχοι, ούτε αυθάδεις. Διότι αυτά τα κακά δεν συνυπάρχουν μόνο με τον πλούτο και την φτώχεια, αλλά και με αυτά που από τη φύση τους είναι καλά. Η αγάπη όμως καθαρίζει τα πάντα τελείως. Πρόσεχε δε. Ο μακρόθυμος δεν είναι οπωσδήποτε και ευμενής προς τους άλλους· εάν όμως δεν είναι έτσι, τότε το πράγμα καταντά πονηρία και κινδυνεύει να πέσει σε μνησικακία. Για αυτό τον λόγο η αγάπη, αφού δίνει το φάρμακο, δηλαδή την καλοσύνη, διατηρεί την αρετή καθαρή. 
Πάλι αυτός που είναι ευμενής και ευεργετικός στους άλλους, πολλές φορές γίνεται περιποιητικός για να κερδίσει φήμη, αλλά και αυτό το διορθώνει η αγάπη. Διότι «η αγάπη», λέγει, «δεν καυχάται, δεν υπερηφανεύεται». Αυτός που είναι ευεργετικός και μακρόθυμος, πολλές φορές γίνεται αλαζόνας· αλλά και αυτήν την κακία ο Παύλος την εξαλείφει. Και κοίταξε πώς στολίζει τη μακροθυμία, όχι μόνον από όσα έχει η αγάπη, αλλά και από όσα δεν έχει. Διότι «και αρετή φέρει στην ψυχή, και την κακία εκβάλλει», λέγει, «ή μάλλον ούτε αφήνει καν να φυτρώσει από την αρχή». Διότι δεν είπε, «είναι μεν ζηλότυπος, αλλά γίνεται κυρίαρχος του φθόνου», ούτε ότι «είναι μεν αλαζόνας και αυθάδης, τιμωρεί το πάθος όμως», αλλά ότι «δεν είναι ζηλότυπη, δεν καυχάται, δεν είναι υπερήφανη»· πράγμα που είναι πολύ περισσότερο αξιοθαύμαστο, το ότι δηλαδή και χωρίς κόπους κατορθώνει τα αγαθά, και χωρίς πόλεμο και μαζί στήνει το τρόπαιο της νίκης. Διότι δεν αφήνει αυτόν που την έχει, να ιδρώσει για να λάβει έτσι τον στέφανο, αλλά δίδει σε αυτόν το βραβείο ακόπως. Διότι όπου δεν υπάρχει αντίπαλο πάθος στον καθαρό λογισμό, ποιος κόπος χρειάζεται; 
«Οὐκ ἀσχημονεῖ(:δεν κάνει τίποτε απρεπές και άκοσμο)»· « αλλά τι λέγω», λέγει, «ότι δεν είναι υπερήφανος, αφού τόσο απέχει από αυτό το πάθος, που ακόμη και όταν υφίσταται τα πλέον ατιμωτικά εξαιτίας του ότι αγαπά, δεν θεωρεί το πράγμα ούτε καν απλή ασχημία;». Δεν είπε πάλι ότι κάνει μεν ασχημίες, αλλά υπομένει με γενναιότητα την ντροπή, αλλά ότι ούτε καν αισθάνεται την ντροπή. Διότι αν οι φιλοχρήματοι, όταν υφίστανται όλη την κατηγορία και την ντροπή της απάτης εξαιτίας της φιλαργυρίας, όχι μόνο δεν κρύβονται από ντροπή, αλλά και ευχαριστούνται, πολύ περισσότερο αυτός που έχει την άξια κάθε επαίνου αγάπη, από τίποτε παρόμοιο δεν θα δειλιάσει και δεν θα παραιτηθεί για το καλό εκείνων που αγαπά, και όχι μόνο δεν θα παραιτηθεί, αλλά ούτε όταν πάσχει, ντρέπεται. 
Αλλά για να μη φέρουμε το παράδειγμα από πράξη κακή, ας εξετάσουμε αυτό στη ζωή του Χριστού και τότε θα δούμε τη δύναμη αυτού που ειπώθηκε. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός λοιπόν και φτυνόταν και χτυπιόταν από ελεεινούς δούλους· και όχι μόνο δεν θεωρούσε ότι ντροπιάζεται, αλλά και θεωρούσε αυτό ως καύχημα και ονόμαζε αυτό δόξα· και όταν εισήγαγε ληστή και δολοφόνο μαζί Του στον Παράδεισο πριν από κάθε άλλον και όταν μιλούσε με πόρνη, ενώ όλοι όσοι παρευρίσκονταν κατηγορούσαν, δεν θεωρούσε ντροπιαστικό το πράγμα, αλλά επέτρεπε σε αυτήν και να φιλεί τα πόδια Του και να βρέχει το σώμα Του με τα δάκρυα και να το σφουγγίζει με τα μαλλιά της· και όλα αυτά μέσα σε τόπο όπου θεατές ήσαν εχθροί και αντίπαλοι. Διότι η αγάπη δεν κάνει, ούτε νιώθει ασχημία. 
Γι' αυτό και οι πατέρες, ακόμη και αν είναι σοφότεροι και ρητορικότεροι από όλους, δεν ντρέπονται όταν συλλαβίζουν μαζί με τα παιδιά τους· και κανείς από όσους τους βλέπουν δεν τους κατηγορεί, αλλά τόσο ωραίο φαίνεται το πράγμα, ώστε είναι άξιο και να το ευχηθεί κανείς. Και αν ακόμη αυτοί που αγαπώνται γίνουν κακοί και διαπράττουν αμαρτήματα, αυτοί υπομένουν και τους διορθώνουν, τους φροντίζουν, κρύπτουν τις ντροπές τους και δεν ντρέπονται. Διότι η αγάπη δεν κάνει ασχημίες, αλλά κρύπτει όπως τα χρυσά πτερά όλα τα αμαρτήματα των αγαπώμενων. Έτσι αγαπούσε και ο Ιωνάθαν τον Δαυίδ, και ενώ άκουγε τον πατέρα του τον Σαούλ, που ήταν κυριευμένος από φονική μανία κατά του Δαυίδ, να του λέγει και να τον αποκαλεί ως εξής: «Υἱὲ κορασίων αὐτομολούντων, γυναικοτραφῆ(:νόθε υιέ, τέκνο διεφθαρμένων γυναικών, γυναικοπρεπή)» [Α΄Βασ.20,30], δεν ντρεπόταν, αν και οι λόγοι είναι γεμάτοι από πολλή αισχρότητα. Διότι αυτό που εννοεί εδώ ο Σαούλ είναι το εξής: «υιέ πορνιδίων που λυσσούν για άντρες, που τρέχουν προς τους περαστικούς, χαύνε και μαλθακέ, που δεν έχεις τίποτε από άντρα, αλλά ζεις προς εντροπή εσένα και της μητέρας που σε γέννησε». 
Τι λοιπόν; Στενοχωρήθηκε για αυτά και κρύφτηκε από ντροπή και απομακρύνθηκε από τον πατέρα του τον Σαούλ που του μιλούσε τόσο άσχημα και ταπεινωτικά; Το εντελώς αντίθετο, μάλιστα, καυχιόταν κιόλας για τη φιλία του με τον Δαβίδ· παρά το ότι ο μεν πατέρας του ο Σαούλ ήταν βασιλιάς τότε και ο Ιωνάθαν ήταν υιός ενός βασιλιά, ενώ ο Δαυίδ ήταν τότε εξόριστος και περιπλανώμενος. Και όμως δεν ντρεπόταν για τη φιλία του με αυτόν, διότι η αγάπη δε φέρεται με τρόπο απρεπή. Και μάλιστα το πλέον αξιοθαύμαστο σε αυτήν αυτό είναι, ότι αυτόν που περιφρονείται, όχι μόνο δεν αφήνει να στενοχωριέται και να πληγώνεται, αλλά τον κάνει και να χαίρεται γι’ αυτά. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και ο Ιωνάθαν μετά από όλα αυτά, σαν να φορούσε στεφάνι, έτσι κατά τη φυγή αγκάλιασε τον Δαυίδ. Διότι η αγάπη δεν γνωρίζει τι είναι ντροπή, γι' αυτό και καυχιέται για αυτά για τα οποία άλλος ντρέπεται. Καθόσον ντροπή είναι το να μη γνωρίζει κανείς να αγαπά, όχι το να κινδυνεύει όταν αγαπά και να υπομένει τα πάντα για εκείνους που αγαπά. 
Και όταν λέω «τα πάντα», μη νομίσεις ότι εννοώ και τα επιβλαβή, όπως δηλαδή όταν κάποιος λέγει σε ένα νέο να συμπράξει στο να αποκτήσουν μια ερωμένη, ή εάν κάποιος ζητεί από κάποιον να πράξει κάτι άλλο επιβλαβές. Διότι όποιος είναι τέτοιος δεν αγαπά· και αυτό σας το έδειξα προηγουμένως από την Αιγύπτια που ήθελε να παρασύρει τον Ιωσήφ. Διότι μόνον εκείνος αγαπά αληθώς, ο οποίος επιθυμεί και επιδιώκει αυτά που συμφέρουν σε αυτόν που αγαπά· (διότι εάν κάποιος δεν επιδιώκει αυτό το καλό, ακόμη και αν λέγει χιλιάδες φορές ότι αγαπά, είναι περισσότερο εχθρός από όλους τους εχθρούς). Έτσι κάποτε και η Ρεβέκκα, επειδή ήταν πολύ αφοσιωμένη στον γιο της, τον Ιακώβ, και κλοπή ακόμη διέπραττε και δεν ντρεπόταν, ούτε φοβόταν μήπως συλληφθεί· διότι υπήρχε και κίνδυνος και όχι μικρός· αλλά και παρά το ό,τι ο γιος της εξέταζε με ακρίβεια τη συμβουλή της «ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ κατάρα σου, τέκνον(:επάνω μου ας πέσει η κατάρα σου αυτή, παιδί μου, εάν την επισύρεις από τον πατέρα σου τον Ισαάκ και καταλάβει την απάτη σου για να πάρεις την ευλογία που θα έδινε δικαιωματικά στον αδερφό σου τον Ησαύ)»[Γέν.27,13], έλεγε. Είδες ότι αν και γυναίκα, είχε ψυχή αποστολική; Διότι όπως ο Παύλος προτιμούσε για να διακρίνουμε μικρό με μέγα, να γίνει ανάθεμα χάριν των Ιουδαίων, έτσι και αυτή, προκειμένου να λάβει την ευλογία ο γιος της, προτιμούσε και κατάρα ακόμη να υποστεί η ίδια. 
Και τα μεν αγαθά έδινε στον υιό της, διότι δεν επρόκειτο να ευλογηθεί και η ίδια μαζί με εκείνον, ενώ τα κακά που συνεπαγόταν αυτό ετοιμαζόταν να τα υπομείνει μόνη της· και όμως χαιρόταν και βιαζόταν αν και υπήρχε τόσος κίνδυνος και στενοχωριόταν διότι καθυστερούσαν τα πράγματα. Διότι φοβόταν μήπως αφού προλάβει ο Ησαύ ματαιώσει το τέχνασμά της. Γι' αυτό και συντομεύει τους λόγους της και βιάζει τον υιό της και αφού τον άφησε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του προς όσα εκείνη του είπε, λέγει σε αυτόν το συλλογισμό της που ήταν ικανός να τον πείσει. Διότι δεν είπε ότι «δεν υπάρχει λόγος να τα λες αυτά και άδικα φοβάσαι, αφού ο πατέρας σου έχει γεράσει και είναι τυφλός», αλλά τι; «Ας πέσει σε εμένα η κατάρα για εσένα, τέκνο μου, εάν αποτύχει το σχέδιό μας και μαθευτεί από τον πατέρα σου τον Ισαάκ· μόνο εσύ μην καταστρέψεις το σχέδιο, και μη χάσεις το θήραμα, ούτε να εγκαταλείψεις τον θησαυρό». 
Ο ίδιος ο Ιακώβ δεν υπηρετούσε με μισθό ως ποιμένας δεκατέσσερα χρόνια στον συγγενή του, τον αδερφό της μητέρας του, τον Λάβαν; Δεν πλήρωσε μαζί με τη δουλεία και το να γελαστεί εξαιτίας εκείνης της απάτης[που αντί για να του δώσει ως γυναίκα του τη Ραχήλ που αυτήν αγαπούσε και είχαν συμφωνήσει, ο Λάβαν τού έδωσε τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Λεία]; Τι λοιπόν; Άραγε αισθάνθηκε ότι περιπαίχτηκε; Άραγε είχε την αίσθηση ότι τον υποτιμούσαν διότι ενώ ήταν ελεύθερος και ανατράφηκε με ευγένεια από ελεύθερους γονείς, υπέμεινε όσα αρμόζουν σε δούλους και όχι σε εκείνον; Πράγμα το οποίο πάρα πολύ πληγώνει συνήθως, όταν πάσχει κανείς από συγγενείς αυτά που τον ντροπιάζουν. Καθόλου δεν αισθάνθηκε έτσι· η δε αιτία ήταν η αγάπη, η οποία και τον χρόνο, ενώ ήταν πολύς, έκανε να φαίνεται ολίγος. Διότι «ἦσαν γαρ», λέγει, «ἐνώπιον αὐτοῦ ὡσεὶ ἡμέραι ολίγαι»(:τα έτη αυτά φάνηκαν στον Ιακώβ σαν να ήταν λίγες μέρες)». Τόσο μακριά ήταν από το να πληγώνεται και να ντρέπεται για την δουλεία αυτή. Άρα δικαίως έλεγε ο Παύλος ότι «η αγάπη δε διαπράττει ασχημίες». 
«Οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται»: Αφού λοιπόν είπε ότι δεν διαπράττει ασχημίες η αγάπη, λέγει και τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει αυτό. Ποιος δε είναι ο τρόπος; Ότι δεν ζητεί το συμφέρον της. Διότι αισθάνεται ότι αυτός τον οποίον αγαπά είναι τα πάντα και τότε διαπράττει ασχημία, όταν δεν μπορέσει να απαλλάξει από πράξεις ασχημίας εκείνον που αγαπά· διότι εάν είναι δυνατόν να πέσει ο ίδιος σε περιφρόνηση και ασχημία για να ωφελήσει αυτόν που αγαπά, δε θεωρεί το πράγμα ασχημία· αυτός που αγαπά λοιπόν τέτοιος είναι. Διότι αυτό είναι φιλία, το να μην είναι δηλαδή αυτός που αγαπά και αυτός που αγαπάται δύο, αλλά ένας άνθρωπος· πράγμα που με τίποτε άλλο, παρά μόνο με την αγάπη γίνεται. 
Μη ζητείς λοιπόν το συμφέρον σου, για να βρεις το πραγματικό συμφέρον σου. Διότι αυτός που ζητεί το συμφέρον του, δεν το βρίσκει. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος έλεγε: «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος(:κανένας, παρασυρόμενος από τη φιλαυτία του, να μην επιζητεί ό,τι του αρέσει ή ό,τι τον εξυπηρετεί, αλλά ας επιδιώκει και ας ενδιαφέρεται ο καθένας και για το καλό του άλλου)»[Α΄Κορ.10,24]. Όπως ακριβώς λοιπόν εάν κάποιος έχει δικό του χρυσό παραχωμένο στο σπίτι του πλησίον, εάν δεν έλθει ποτέ εκεί για να τον ζητήσει και να σκάψει, δε θα τον δει ποτέ, έτσι και εδώ αυτός που δεν θέλει να ζητήσει το δικό του συμφέρον στην ωφέλεια και του πλησίον, δεν θα επιτύχει τους στεφάνους για τον εαυτό του. Διότι και ο Θεός γι’ αυτό έθεσε αυτόν τον νόμο, για να είμαστε συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Και όπως ακριβώς κάποιος που θέλει να ξυπνήσει παιδί που νυστάζει, για να ακολουθήσει τον αδελφό του, όταν από μόνο του δεν θέλει, δίνει στον αδελφό αυτό που είναι επιθυμητό και αγαπητό σε εκείνο, για να ακολουθεί αυτόν που το έχει με την επιθυμία να το λάβει, όπως βεβαίως και γίνεται, έτσι και εδώ ο Θεός έδωσε το συμφέρον του καθενός στον πλησίον, για να τρέχουμε ο ένας πίσω από τον άλλο και να μην είμαστε διαιρεμένοι. 
Και εάν θέλει, δες αυτό και σε εμάς που το λέγουμε· το δικό μου συμφέρον δηλαδή βρίσκεται σε εσένα και το ωφέλιμο για εσένα σε εμένα. Διότι και σε εσένα συμφέρει το να διδάσκεσαι αυτά που είναι αρεστά στον Θεό, αλλά αυτό είναι εμπιστευμένο σε εμένα, για να λάβεις αυτό από εμένα, και γι' αυτό να αναγκαστείς να τρέχεις σε εμένα· και σε μένα συμφέρει το να γίνεσαι καλύτερος, διότι θα λάβω πολύ μισθό γι' αυτό· αλλά αυτό πάλι βρίσκεται σε εσένα, και γι' αυτό αναγκάζομαι να σε καταδιώκω, για να γίνεις καλύτερος, και έτσι λαμβάνω αυτό που είναι συμφέρον μου από εσένα. Γι' αυτό και ο Παύλος έλεγε: «Τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά(:και ποθήσαμε να σας δούμε, διότι ποιος άλλος παρά και εσείς μαζί με τους άλλους είστε η ελπίδα μας, ή η χαρά μας ή ο στέφανος, για τον οποίο μπορούμε να καυχιόμαστε μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό στη Δευτέρα Του Παρουσία; Διότι εσείς πράγματι είστε η δόξα μας και η χαρά μας)»[Α΄Θεσ.2,19-20]. Ώστε η χαρά του Παύλου ήταν οι μαθητές και τη δική του χαρά εκείνοι κατείχαν. Γι' αυτό και δάκρυζε εάν ποτέ τους έβλεπε να χάνονται. 
Και πάλι το δικό τους συμφέρον βρισκόταν στον Παύλο· γι' αυτό και έλεγε: «ἕνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι(:διότι εγώ εξαιτίας της ελπίδας του ισραηλιτικού λαού, για την έλευση του λυτρωτή Μεσσία, είμαι δεμένος με αυτήν την αλυσίδα)»[Πράξ.28,20]· και πάλι: «διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου(: γι΄ αυτό όλα τα υπομένω για τους εκλεκτούς, για να πετύχουν και αυτοί τη σωτηρία που υπάρχει στο Χριστό Ιησού μαζί με δόξα αιώνια)»[Τιμ. Β΄2,10]. 
Αυτό είναι δυνατόν να δει κανείς και στα πράγματα της καθημερινής ζωής. Διότι «η γυναίκα», λέγει, «δεν εξουσιάζει το δικό της σώμα· το εξουσιάζει ο άντρας. Όμοια και ο άντρας δεν εξουσιάζει το δικό του σώμα, το εξουσιάζει η σύζυγος». Έτσι και εμείς όταν θέλουμε να συνδέσουμε κάποιους, αυτό κάνουμε· κανένα δεν αφήνουμε να είναι κύριος του εαυτού του, αλλά αφού τεντώνουμε αλυσίδα στη μέση, κάνουμε αυτόν να κυριαρχείται από εκείνον και εκείνον από αυτόν. Θέλεις δε να δεις αυτό και στους άρχοντες; Αυτός που δικάζει δεν κάθεται για να κρίνει για τον εαυτό του, αλλά επειδή θέλει το συμφέρον του πλησίον. Οι υπήκοοι πάλι το συμφέρον των αρχόντων επιζητούν με την περιποίηση, την υπηρεσία, με όλα τα άλλα. Οι στρατιώτες για εμάς οπλίζονται· διότι για εμάς κινδυνεύουν· εμείς υποβαλλόμαστε σε θυσίες χάριν εκείνων· διότι από εμάς δίνονται γι’ αυτούς οι τροφές. Εάν ισχυρίζεσαι ότι ο καθένας κάνει αυτό για το δικό του συμφέρον, αυτό λέγω και εγώ, με τη διαφορά ότι δια μέσου του συμφέροντος του άλλου βρίσκει το δικό του. Διότι και ο στρατιώτης, εάν δεν πολεμήσει υπέρ εκείνων που τον τρέφουν δε θα έχει αυτόν που θα τον εξυπηρετεί σε αυτό· και πάλι εάν αυτός δε θρέψει τον στρατιώτη, δε θα έχει κανένα να τον υπερασπίζει. 
Είδες πως η αγάπη απλώνεται παντού και οικονομεί τα πάντα; Αλλά μην κουραστείς μέχρις ότου γνωρίσεις καλώς ολόκληρη αυτή τη χρυσή σειρά. Αφού λοιπόν είπε «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς(:δεν ζητεί εγωιστικώς το δικό της συμφέρον)», λέγει στη συνέχεια τα αγαθά που γεννώνται από αυτό. Ποια δε είναι αυτά; «Οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν(: δεν ερεθίζεται εναντίον του άλλου, δεν βάζει ποτέ κακό στο νου της εναντίον του πλησίον και δεν θέλει να θυμάται το κακό που της έχει κάνει ο άλλος)»[Α΄Κορ.13,5]. Κοίταξε πάλι όχι μόνο να επικρατεί της κακίας, αλλά ούτε να αφήνει σε αυτήν να θέσει καν αρχή. Διότι δεν είπε, οργίζεται μεν, αλλά κυριαρχεί, αλλά ούτε καν σκέπτεται. Διότι κανένα κακό, όχι μόνο δεν σχεδιάζει, αλλά ούτε υποπτεύεται εναντίον εκείνου που αγαπά. Πώς λοιπόν θα το έπραττε ή πώς θα οργιζόταν, αυτή που δεν ανέχεται ούτε να σκεφτεί το κακό; Διότι αυτό είναι η πηγή του θυμού. 
«Οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ(:δεν χαίρεται όταν βλέπει να γίνεται κάτι το άδικο, και αν ακόμη με αυτό εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της)». Δηλαδή δεν ευχαριστείται για αυτούς που υποφέρουν· και όχι μόνο αυτό, αλλά και το πολύ μεγαλύτερο από αυτό, «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ(:χαίρεται δε όταν βλέπει να επικρατεί η αλήθεια)»[Α΄Κορ.13,6]. Συνευχαριστείται, λέγει, με αυτούς που ευημερούν· αυτό που λέγει ο Παύλος: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων(:πλημμυρισμένοι από ανεπίφθονο αγάπη να χαίρετε μαζί με εκείνους που χαίρουν και να κλαίτε μαζί με εκείνους που θλίβονται και κλαίνε)»[Ρωμ.12,15].Από αυτό δεν φθονεί, από αυτό δεν γίνεται υπερήφανος, διότι τα καλά του άλλου θεωρεί δικά της. 
Είδες πως η αγάπη κάνει άγγελο σε μικρογραφία εκείνον που τρέφεται από αυτήν; Διότι, όταν δεν είναι θυμώδης και είναι καθαρός από φθόνο και ελεύθερος από κάθε τυραννικό πάθος, να θεωρείς ότι έχει απαλλαγεί λοιπόν και από την ανθρώπινη φύση και έχει ορμήσει και προς αυτήν ακόμη την απάθεια των αγγέλων. Δεν αρκείται σε αυτά, αλλά έχει να πει κάτι μεγαλύτερο και από αυτά· διότι τα μεγαλύτερα τελευταία τα εκθέτει. Γι' αυτό λέγει «πάντα ὑπομένει (:σε όλα δείχνει υπομονή απέναντι του πλησίον)»: από τη μακροθυμία, από την καλή διάθεση, είτε σκληρά είναι, είτε βαρετά, είτε ατιμώσεις, είτε πληγές, είτε θάνατος, είτε οτιδήποτε. Και αυτό είναι δυνατό να κατανοήσουμε πάλι από τον μακάριο Δαυίδ. Διότι τι σκληρότερο από του να δει τον γιο του να επαναστατεί και να επιθυμεί τη βασιλεία και να διψά για πατρικό αίμα; Αλλά και αυτό το υπέμενε εκείνος ο μακάριος Δαυίδ και ούτε τότε ήθελε να πει πικρό λόγο κατά του πατροκτόνου, αλλά και στους στρατηγούς αφού επέτρεψε να του κάνουν οτιδήποτε άλλο, τους διέταξε να φροντίσουν για τη σωτηρία του. Διότι ήταν ισχυρό το θεμέλιο της αγάπης, γι’ αυτό και τα ανέχεται όλα. 
Και τη δύναμη της αγάπης εδώ την υπαινίσσεται, ενώ την αγαθότητά της με τα εξής: «Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει(:σκεπάζει και υποφέρει και δικαιολογεί όλα τα μειονεκτήματα και τα ελαττώματα του πλησίον, διότι δεν θέλει ποτέ τον εξευτελισμό του. Πιστεύει και δέχεται με εμπιστοσύνη κάθε τι καλό για τον πλησίον. Τα πάντα και πάντοτε ελπίζει για τη διόρθωση των παρεκτρεπομένων. Σε όλα δεικνύει υπομονή απέναντι του πλησίον)»[Α΄Κορ.13,7]. Τι σημαίνει «πάντα ἐλπίζει»; Όλα τα αγαθά, εννοεί. Δεν απελπίζεται γι’ αυτόν που αγαπά, αλλά και αν ακόμη είναι κακός, επιμένει στο να διορθώνει, να προνοεί και να φροντίζει γι’ αυτόν. «Πάντα πιστεύει»: δηλαδή «όχι μόνο ελπίζει», λέγει, «αλλά και πιστεύει από την πολλή αγάπη». 
Αλλά τι λέγει εδώ, αυτούς που είναι εχθροί και ειδωλολάτρες, δεν πρέπει να τους μισούμε; Ναι μεν να μισούμε, όμως όχι εκείνους, αλλά την εσφαλμένη πίστη τους, όχι τον άνθρωπο, αλλά την κακή πράξη, τη διεφθαρμένη προαίρεση. Διότι ο μεν άνθρωπος είναι έργο του Θεού, ενώ η πλάνη έργο του διαβόλου. Μην κάνεις σύγχυση λοιπόν μεταξύ των έργων του Θεού και του διαβόλου. Διότι και οι Ιουδαίοι και βλάσφημοι ήταν και διώκτες και υβριστές και άπειρα κακά καταλόγιζαν στον Χριστό· άραγε λοιπόν τους μισούσε αυτούς ο Παύλος που αγαπούσε τον Χριστό περισσότερο από όλους; Καθόλου, αλλά επιπλέον και τους αγαπούσε και έκανε τα πάντα γι’ αυτούς· και άλλοτε μεν λέγει: «Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν(:αδελφοί, παρ' όλη την απιστία που μέχρι σήμερα έχουν δείξει οι Ισραηλίτες, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεση της καρδίας μου και η δέησή μου προς τον Θεό είναι υπέρ των Ισραηλιτών, για να δεχθούν και αυτοί την σωτηρία)» [Ρωμ.10,1], άλλοτε δε : «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα(:θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα, εάν ήταν δυνατόν με την καταδίκη μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι)» [Ρωμ.9,3]. 
Έτσι και ο Ιεζεκιήλ όταν έβλεπε τους Ισραηλίτες να σφάζονται έλεγε: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κόπτειν αὐτοὺς καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἀνεβόησα καὶ εἶπα· οἴμοι Κύριε, ἐξαλείφεις σὺ τοὺς καταλοίπους τοῦ Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἐκχέαι σε τὸν θυμόν σου ἐπὶ Ἱερουσαλήμ;(: όταν εκείνοι άρχισαν την σφαγή εντός και εκτός του ναού, εγώ έπεσα με το πρόσωπό μου κάτω στο έδαφος και με φωνή μεγάλη βόησα και είπα· “αλίμονο, Κύριε ! Εσύ, λοιπόν, εξολοθρεύεις τώρα τους εναπομείναντες από τους Ισραηλίτες; Και αφήνεις να ξεχυθεί ο δίκαιος θυμός σου εναντίον της Ιερουσαλήμ;”)» [Ιεζ.9,8]· και ο Μωυσής επίσης: «ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς.καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας(:στράφηκε ο Μωυσής προς τον Κύριο και είπε· “Κύριε, θερμά Σε παρακαλώ· ο λαός αυτός υπέπεσε σε βαριά αμαρτία, διότι Σε λησμόνησε και κατασκεύασε για τον εαυτό του χρυσούς θεούς. Και τώρα εάν φανείς ίλεως και συγχωρήσεις την αμαρτία τους αυτήν, συγχώρεσέ τους. Εάν όμως δεν τους συγχωρήσεις, εξάλειψε μαζί με αυτούς και εμένα από το βιβλίο σου, στο οποίο με έχεις γραμμένο”)» [Έξ.32,32]. 
Τι λέγει όμως ο Δαυίδ; «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι(:Εγώ, Κύριε, δεν μίσησα αυτούς τους ασεβείς, οι οποίοι Σε μισούν και δεν έλιωσα σαν κερί εξαιτίας της αηδίας και αποστροφής μου προς τους εχθρούς Σου; Με όλη μου την καρδιά και την ψυχή τους μίσησα και εκείνοι έγιναν εχθροί μου)» [Ψαλμ.138,21-22]. Ναι μεν έτσι λέγει, αλλά δεν ειπώθηκαν από τον ίδιο τον Δαυίδ όσα φέρονται ως δικά του. Διότι ο ίδιος είναι που λέγει επίσης: «οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ(:Αλίμονό μου! Διότι η παραμονή μου στην ξένη γη, μακριά από την πολυπόθητό μου και φιλειρηνική Σιών, παρετάθη επί μακρόν. Κατασκήνωσα και έστησα την άθλια σκηνή του μετανάστη μαζί με τις σκηνές των βαρβάρων και εχθρευομένων την ειρήνη Κηδαρινών, που περιφέρονται στην έρημο της Αραβίας με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ)»[Ψαλμ.119,5] και «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών(:στις όχθες των ποταμών της Βαβυλώνας κοντά στις όχθες του Ευφράτη, του Τίγρη και των παραποτάμων τους, εκεί καθίσαμε δούλοι, θλιμμένοι και εξόριστοι και εκλαύσαμε όταν θυμηθήκαμε εμείς οι αιχμάλωτοι την αγαπημένη μας Ιερουσαλήμ)» [Ψαλμ.136,1], αλλά ούτε τη Βαβυλώνα είδε, ούτε τους Κηδαρίτες σκηνίτες. 
Εξάλλου τώρα μας ζητείται χρηστότερος τρόπος ζωής. Γι' αυτό και όταν οι μαθητές ζήτησαν να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό, όπως έγινε με τον προφήτη Ηλία, και να κάψει τους Σαμαρείτες, ο Χριστός τούς είπε: «Στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς(:ο Ιησούς όμως στράφηκε προς αυτούς, τους επέπληξε και είπε: “δεν ξέρετε ακόμη ποίων διαθέσεων και ποίας πνευματικής καταστάσεως είστε εσείς. Δεν είστε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που κυριαρχούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει)» [Λουκ.9,55]. Διότι τότε μεν όχι μόνο την ασέβεια, αλλά και αυτούς που διέπρατταν ασέβεια είχαν εντολή να τους μισούν, για να μην γίνεται η φιλία με αυτούς αφορμή παρανομίας· γι' αυτό και απαγόρευσε να δημιουργούν συγγένειες και να έρχονται σε επιμιξία και από παντού τούς προφύλασσε με κάποιο τείχος· τώρα όμως, επειδή μας οδήγησε σε υψηλότερο τρόπο ζωής και μας έκανε ανώτερους από το να είμαστε τρωτοί σε εκείνη τη βλάβη, μας δίνει εντολή και να τους υπομένουμε και να τους πλησιάζουμε. Διότι εμείς δε βλαπτόμαστε σε τίποτε από εκείνους, ενώ εκείνοι ωφελούνται από εμάς. 
Τι λέγει λοιπόν; Δεν πρέπει να μισούμε; Όχι να μισούμε, αλλά να ελεούμε. Διότι εάν τον μισήσεις, πώς θα βοηθήσεις να επιστρέψει εύκολα αυτός που πλανάται; Πώς θα προσευχηθείς γι’ αυτόν που δεν έχει πιστέψει; Διότι άκουσε τι λέγει ο Παύλος για το ότι πρέπει να προσευχόμαστε γι’ αυτούς: «Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων(:προτρέπω, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα να γίνονται δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους)» [Α΄Τιμ. 2,1]. Αλλά το ότι τότε δεν ήσαν όλοι πιστοί από παντού είναι φανερό. Και πάλι: «ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων(:για τους βασιλιάδες και για όλους όσοι είναι σε θέσεις υπεροχής)» [Α΄Τιμ. 2,2]· το ότι όμως αυτοί ήταν ασεβείς και παράνομοι, και αυτό επίσης είναι φανερό. 
Ακολούθως, καθώς λέγει και τον λόγο για τον οποίο πρέπει να προσευχόμαστε, προσθέτει: «Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν(:αυτό είναι καλό και αποδεκτό μπροστά στο σωτήρα μας Θεό, ο οποίος θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έρθουν σε επίγνωση της αλήθειας)» [Α΄Τιμ. 2,4]. Για τον λόγο αυτόν ακόμη και όταν κάποια ειδωλολάτρισσα είναι παντρεμένη με πιστό, λέγει να μη διαλύεται ο γάμος. Και όμως τι είναι περισσότερο οικείο στον άντρα από τη γυναίκα; Διότι «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν(: και με τον στενότατο αυτό σύνδεσμο και συνάφεια της συζυγίας οι δύο θα γίνουν πλέον μία σάρκα, ένα σώμα)» [Γέν. 2,24]· και πολλή είναι η αγάπη και θερμός ο πόθος σε αυτή τη σχέση. Εάν όμως πρόκειται να μισούμε ασεβείς και παράνομους, δεν θα σταματήσουμε εδώ, αλλά αφού προχωρήσουμε θα μισήσουμε και τους αμαρτωλούς, και καθώς θα προοδεύεις έτσι θα αποσχιστείς και από τους περισσότερους αδελφούς, μάλλον δε από όλους. Διότι δεν υπάρχει, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Εάν λοιπόν πρέπει να μισούμε τους εχθρούς του Θεού, δεν πρέπει να μισούμε μόνον τους ασεβείς, αλλά και τους αμαρτωλούς· και έτσι θα καταντήσουμε χειρότεροι από τα θηρία με το να αποστρεφόμαστε όλους τους ανθρώπους και να υπερηφανευόμαστε με ανοησία όπως εκείνος ο Φαρισαίος. 
Ο Παύλος όμως δεν παραγγέλλει έτσι, αλλά πώς; «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, νουθετεῖτε τοὺς ἀτάκτους, παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους, ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν, μακροθυμεῖτε πρὸς πάντας(:σας παρακαλούμε, αδελφοί, να συμβουλεύετε και καθοδηγείτε αυτούς που συμπεριφέρονται άτακτα, να παρηγορείτε και να ενισχύετε τους ολιγόψυχους, να στηρίζετε και να βοηθάτε τους ασθενείς κατά την πίστη, να δείχνετε μεγαλοκαρδία, μακροθυμία και ανωτερότητα προς όλους)» [Α΄Θεσ. 5,14]. Τι εννοεί λοιπόν όταν λέγει «Εάν κάποιος δεν υπακούει σε όσα λέμε στην επιστολή αυτή, λάβετέ τον υπό σημείωση και να μην τον συναναστρέφεστε»; Και μάλιστα για αδελφούς ειπώθηκε αυτό, αλλά και αυτό δεν ειπώθηκε έτσι τυχαία και επιπόλαια, αλλά με ημερότητα. Διότι μην αποκρύψεις τα επόμενα από αυτά, αλλά να προσθέσεις και όσα λέγονται μετά. Διότι αφού είπε «μην τον συναναστρέφεστε», πρόσθεσε «και να μην τον θεωρείτε ως εχθρό, αλλά να τον συμβουλεύετε ως αδελφό». 
Βλέπεις πως παρήγγειλε να μισούμε το κακό έργο και όχι τον άνθρωπο; Διότι έργο του διαβόλου είναι να μας διασπά από τους αδελφούς μας και με πολύ ζήλο προσπαθεί να εξαλείψει την αγάπη, για να καταστρέψει την οδό της διορθώσεως και να κυριεύσει εκείνον μεν στην πλάνη, εσένα δε στην έχθρα, ώστε έτσι να γκρεμίσει τα τείχη της οδού της σωτηρίας εκείνου. Διότι όταν και ο ιατρός μισεί και αποφεύγει τον άρρωστο, πότε θα αναλάβει αυτός που νοσεί, εφόσον ούτε αυτός καλεί τον ιατρό, ούτε εκείνος έρχεται στον ασθενή; Αλλά για ποιον λόγο, πες μου, τον αποστρέφεσαι και τον αποφεύγεις; Διότι είναι ασεβής; Λοιπόν γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να τον πλησιάζεις και να τον περιποιείσαι, για να τον σώσεις από την ασθένεια. Και εάν ακόμη η ασθένειά του είναι αθεράπευτη, εσύ όμως έχεις εντολή να πράξεις το καθήκον σου. Διότι και ο Ιούδας ήταν αθεράπευτα ασθενής και όμως δεν εγκατέλειψε τη θεραπεία του ο Θεός. 
Λοιπόν ούτε εσύ να κουραστείς και να παραιτηθείς. Διότι, και αν ακόμη, αφού προσπαθήσεις πολύ, δεν απαλλάξεις αυτόν από την ασέβεια, και θα λάβεις τον μισθό, που θα λάμβανες εάν τον απάλλασσες, και θα κάνεις αυτόν να θαυμάζει την ημερότητά σου, και έτσι όλη η δόξα θα αποδοθεί στον Θεό. Διότι, και αν ακόμη κάνεις θαύματα, και αν ανασταίνεις νεκρούς, και εάν κάνεις οτιδήποτε, ποτέ δε θα σε θαυμάσουν έτσι οι ειδωλολάτρες, όσο όταν σε δουν να συμπεριφέρεσαι με πράο και ήμερο και γλυκύ τρόπο. Δεν είναι δε μικρόν κατόρθωμα και αυτό· καθόσον πολλοί θα απαλλαγούν από το κακό και μάλιστα τελείως. Διότι τίποτε δεν μπορεί να τους προσελκύσει τόσο, όσο η αγάπη. Καθότι για μεν τα θαύματα και τα σημεία επιπλέον και θα σε φθονήσουν, ενώ γι' αυτό και θα σε θαυμάσουν και θα σε αγαπήσουν, αφού δε θα σε αγαπήσουν, θα προχωρήσουν και θα δεχτούν και την αλήθεια της πίστεως. Εάν δε δεν γίνεται αμέσως πιστός, μην απορείς, ούτε να βιάζεσαι, ούτε να ζητείς όλα μαζί, αλλά άφησε αυτόν εν τω μεταξύ να επαινεί, να αγαπά. 
Και για να γνωρίσεις σαφώς πόσο μεγάλο είναι αυτό, άκουσε πώς απολογήθηκε και ο Παύλος όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστή. Διότι λέγει: «Περὶ πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων ἀπολογεῖσθαι σήμερον(:“Για όλα όσα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, βασιλεύ Αγρίππα, διότι μέλλω να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερα)» [Πράξ.26,2]. Αυτά δε τα είπε όχι για να τον κολακέψει, άπαγε, αλλά επειδή ήθελε να τον κερδίσει με τον ήμερο τρόπο. Και τον κέρδισε λίγο και κυρίεψε τον δικαστή αυτός που έως τότε νομιζόταν κατάδικος, και τη νίκη αυτήν ομολογεί αυτός ο ίδιος ο οποίος υποτάχτηκε μεγαλόφωνα και παρουσία όλων, λέγοντας: «ὁ δὲ Ἀγρίππας πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι(:είπε λοιπόν τότε ο Αγρίππας στον Παύλο: “Λίγο ακόμη και με πείθεις να γίνω Χριστιανός”)» [Πράξ.26,28]. Τι κάνει λοιπόν ο Παύλος; Απλώνει περισσότερο τα δίκτυα και λέγει: «ὁ δὲ Παῦλος εἶπεν· εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων(:είπε τότε ο Παύλος: “Θα ευχόμουν στον Θεό, είπε εύκολα και με λίγο κόπο, είτε δύσκολα και με πολλή προσπάθεια, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν τέτοιοι όπως είμαι κι εγώ, εκτός από τις αλυσίδες μου αυτές, τις οποίες εύχομαι κανείς από σας να μην τις δοκιμάσει“)» [Πράξ. 26,29]. 
Τι λέγεις, Παύλε, «εκτός από τις αλυσίδες»; Και ποια οικειότητα και θάρρος θα έχεις προς τον Θεό όταν ντρέπεσαι και αποφεύγεις αυτές και μάλιστα ενώπιον τόσου λαού; Γι' αυτό το πράγμα δεν καυχάσαι σε όλες τις επιστολές και ονομάζεις τον εαυτό σου δέσμιο και μας παρουσιάζεις παντού την αλυσίδα σαν στέμμα; Τι έγινε τώρα λοιπόν και απεύχεσαι τις αλυσίδες; «Δεν απεύχομαι ο ίδιος», λέγει, «για λογαριασμό μου, ούτε ντρέπομαι αυτές, αλλά κάνω συγκατάβαση στην αδυναμία εκείνων, διότι δεν μπορούν να υπομείνουν αυτό που είναι καύχημα για εμένα. Αλλά έχω διδαχτεί από τον Κύριό μου να μη βάλλω συμπλήρωμα από καινούργιο ύφασμα για να ράψω παλαιό ένδυμα· γι' αυτό είπα έτσι. Διότι είναι προκατειλημμένοι έως τώρα εναντίον της πίστεώς μας και διάκεινται εχθρικά προς τον σταυρό. Εάν λοιπόν προσθέσω και τα δεσμά, το μίσος γίνεται μεγαλύτερο. Γι' αυτό αφαίρεσα αυτά, για να γίνει εύκολα παραδεκτή η πίστη· διότι το να φυλακιστούν φαίνεται σε αυτούς πολύ εξευτελιστικό, επειδή ουδέποτε γεύτηκαν τη δική μας δόξα». 
Πρέπει λοιπόν να κάνει συγκατάβαση. Διότι όταν μάθουν να ζουν και να σκέπτονται ορθά, τότε θα γνωρίσουν και την ωραιότητα αυτών των δεσμών και τη λαμπρότητα της φυλακής. Σε άλλους λοιπόν όταν ομιλεί, ονομάζει αυτό το πράγμα και χάρισμα με το να λέγει ότι «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν(:διότι σε σας έχει δοθεί ως χάρισμα και δώρο από τον Θεό, όχι μόνον το να πιστεύετε στον Χριστό, αλλά και να πάσχετε για το όνομα του Χριστού)» [Φιλιπ.1,29]. Ήταν δε αρκετό για την ώρα το να μην ντραπούν τον σταυρό αυτοί που τον άκουγαν. Γι' αυτό προχωρεί μεθοδικά. Διότι, όταν κανείς εισάγει κάποιον σε ένα ανάκτορο, δεν αναγκάζει αυτόν να δει τα εντός αυτού πριν σταθεί και δει τα προπύλαια· έτσι λοιπόν ούτε, εάν δε γνωρίσει τα πάντα, αφού εισέλθει μέσα, θα φανούν θαυμαστά. 
Έτσι λοιπόν και εμείς ας φερόμαστε και στα παιδιά των ειδωλολατρών, με συγκατάβαση, με αγάπη. Διότι αυτή είναι μεγάλη διδάσκαλος και ικανή και από την πλάνη να απελευθερώσει και προς πίστη και ορθό τρόπο ζωής να οδηγήσει και από λίθους να κάνει ανθρώπους. Και εάν θέλεις να γνωρίσεις τη δύναμή της, φέρε μου έναν άντρα δειλό που να φοβάται με το παραμικρό και να τρέμει και τις σκιές και κάποιον άλλον που να είναι οργίλος και σκληρός και να μοιάζει περισσότερο με θηρίο παρά με άνθρωπο, και άλλον αισχρό και ασελγή και που να έχει κάθε κακία, και παράδωσε αυτόν στα χέρια της αγάπης και βάλε τον σε αυτό το γυμναστήριο και θα δεις σύντομα εκείνον τον δειλό και άτολμο να γίνεται ανδρείος και μεγαλόψυχος και να τολμά τα πάντα χωρίς δισταγμό. Και το περισσότερο αξιοθαύμαστο, ότι αυτά γίνονται χωρίς να αλλάξει η φύση του, αλλά μέσα στην ίδια δειλή ψυχή δείχνει τη δύναμή της η αγάπη· και γίνεται το ίδιο που γίνεται εάν κάποιος κατασκευάσει μάχαιρα από μόλυβδο που να κατεργάζεται τον σίδηρο, και τον κατεργάζεται, χωρίς να αλλάξει φύση, παρά το ότι εξακολουθεί να είναι από μόλυβδο. 
Πρόσεχε δε. Ο Ιακώβ ήταν άψητος και δεν είχε γνωρίσει κόπους και κινδύνους και ζούσε άνετο βίο και ελεύθερο και όπως η παρθένος στον παρθενικό θάλαμο, έτσι και αυτός καθόταν μέσα και ήταν αναγκασμένος να ζει άπρακτος, από την μεν αγορά και τους θορύβους της και όλα τα συναφή απαλλαγμένος, παραμένοντας δε συνεχώς σε ησυχία και άνεση. Τι έγινε λοιπόν; Επειδή άναψε αυτόν ο πυρσός της αγάπης, αυτόν τον άψητο και κλεισμένο στην οικία του, κοίταξε πώς τον έκανε καρτερικό και ακούραστο. Και αυτά όχι από εμένα, αλλά από τον ίδιο τον πατριάρχη άκουσέ τα. Όταν λοιπόν κατηγορούσε τον πεθερό του τον Λάβαν, λέγει: «Ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ· τὰ πρόβατά σου καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ ἠτεκνώθησαν· κριοὺς τῶν προβάτων σου οὐ κατέφαγον(:εγώ είκοσι ολόκληρα έτη έμεινα και εργάστηκα μαζί σου. Τα πρόβατά σου και τα γίδια σου δεν έμειναν στείρα, αλλά πολλαπλασιάστηκαν. Τους κριούς και τα πρόβατά σου δεν έφαγα)» [Γέν.31,38]. 
Και πώς έγινες σε αυτά τα είκοσι έτη; Διότι και αυτό πρέπει να υπολογίσεις: «Ἐγενόμην τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου(:για να φυλάσσω τα πρόβατά σου, φλογιζόμουνα κατά το διάστημα της ημέρας από το καύμα του ηλίου και κατά την νύκτα ξεπάγιαζα από το ψύχος και έφευγε ο ύπνος από τα μάτια μου)»[Γέν.31,40]. Αυτά υπέμεινε ο άψητος και αυτός που ήταν κλεισμένος στην οικία και ζούσε βίο άνετο. Ότι ήταν δε και δειλός είναι φανερό από το ότι όταν επρόκειτο να δει τον Ησαύ πέθαινε από τον φόβο. Αλλά κοίταξε πώς πάλι αυτός ο δειλός από την αγάπη έγινε τολμηρότερος από λέοντα. Διότι αφού έταξε τον εαυτό του μπροστά από τους άλλους σαν προπύργιο, ήταν έτοιμος να υποδεχθεί πρώτος εκείνον τον άγριο και κακούργο, όπως νόμιζε, και στο δικό του σώμα να θεμελιώσει την ασφάλεια των γυναικών· και αυτόν που φοβόταν και έτρεμε, πρώτος στην παράταξη επιθυμούσε να δει. Διότι από αυτόν τον φόβο ήταν ισχυρότερη η αγάπη των γυναικών. 
Είδες πως ενώ ήταν δειλός, έγινε αμέσως τολμηρός, όχι διότι μετέβαλε την ιδιοσυγκρασία του, αλλά διότι κρατήθηκε από την αγάπη; Διότι το ότι και μετά από αυτά ήταν δειλός, είναι φανερό από το ότι μεταβαίνει από τόπο σε τόπο. Αλλά κανείς ας μη θεωρήσει ότι όσα ειπώθηκαν είναι κατηγορία κατά του δικαίου. Διότι δεν είναι αξιοκατάκριτο να είναι κανείς δειλός, αφού αυτό ανήκει στη φύση· αλλά το να μη κάνεις κανείς αυτά που πρέπει εξαιτίας της δειλίας. Διότι είναι δυνατόν και κάποιος, που είναι δειλός στη φύση του, να γίνει ανδρείος εξαιτίας της ευλάβειας. 
Τι έκανε επίσης και ο Μωυσής; Δεν έφυγε επειδή φοβήθηκε έναν Αιγύπτιο και μετέβη σε άλλη χώρα; Και όμως αυτός ο φυγάς, ο οποίος δεν υπέμεινε την απειλή ενός ανδρός, όταν γεύτηκε το μέλι της αγάπης, με ευχαρίστηση και χωρίς να τον αναγκάζει κανείς επιθυμούσε να χαθεί μαζί με αυτούς που αγαπούσε. Διότι «ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς(: στράφηκε ο Μωυσής προς τον Κύριο και είπε· “Κύριε, θερμά σε παρακαλώ· ο λαός αυτός υπέπεσε σε βαριά αμαρτία, διότι λησμόνησε σε και κατασκεύασε για τον εαυτό του χρυσούς θεούς)» [Έξ.32,31], λέγει. Για το ότι δε η αγάπη καθιστά και τον αυθάδη, μετριόφρονα και τον ασελγή, σώφρονα, δε μας χρειάζονται πλέον παραδείγματα· διότι είναι καταφανές· και αν ακόμη κανείς είναι αγριότερος από κάθε θηρίο, γίνεται ημερότερος και από πρόβατο εξαιτίας της αγάπης. Διότι ποιος ήταν αγριότερος και λυσσωδέστερος από τον Σαούλ; Όταν όμως η κόρη του άφησε ελεύθερο τον εχθρό, ούτε πικρό λόγο είπε προς αυτήν. Και αυτός που κατέσφαξε εξαιτίας του Δαυίδ όλους τους ιερείς, όταν είδε τη θυγατέρα του να έχει αφήσει αυτόν από την οικία, δεν αγανάκτησε με αυτήν ούτε τόσο όσο για να πει ένα γεμάτο από οργή λόγο, και αυτό παρά το ό,τι εξαπατήθηκε σε τέτοιο βαθμό· διότι κατεχόταν με τον χαλινό της αγάπης που ήταν δυνατότερος. 
Όπως ακριβώς κάνει μετριόφρονες ανθρώπους, έτσι γνωρίζει να κάνει και σώφρονες η αγάπη. Και εάν κάποιος αγαπά τη γυναίκα του έτσι όπως πρέπει να την αγαπά, ακόμη και αν είναι πάρα πολύ ασελγής, δε θα ανεχτεί να δει άλλην εξαιτίας της αγάπης του προς εκείνην. Διότι λέγει «ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη(: διότι η αγάπη είναι εξ ίσου ισχυρή, όπως και ο θάνατος)» [Άσμα Ασμ.8,6]. Ώστε από πουθενά αλλού δεν προέρχεται η ασέλγεια, παρά από την απουσία της αγάπης. 
Επειδή λοιπόν δημιουργός κάθε αρετής είναι η αγάπη με κάθε φροντίδα ας φυτέψουμε αυτήν στις ψυχές μας, για να μας φέρει πολλά αγαθά και να έχουμε τον καρπό της να αναβλύζει παντοτινά, που ανθεί πάντοτε και ποτέ δεν μαραίνεται. Διότι έτσι θα επιτύχουμε και τα αιώνια αγαθά, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο και Αγαθό Πνεύμα ανήκει δόξα στους αιώνες. Αμήν. 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ, 

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος 

ΠΗΓΕΣ: 

· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf 

· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα εις την Α΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλία ΛΓ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 18Α, σελίδες 376-411. 


· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014. 

· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009. 

· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005. 

· Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985. 



· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016. 


· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm 













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου