Σελίδες

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.

Γεννήθηκε τὸ 759 στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ πατέρας του λεγόταν Φωτεινὸς καὶ ἦταν ταμίας τοῦ κράτους. Ἡ μητέρα του λεγόταν Θεοκτίστη καὶ ἦταν σπάνια γυναίκα. Στὸν τάφο της ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἔκλαψε καὶ ἐξεφώνησε λόγο, ὅπου τὴν χαρακτηρίζει μὲ τὴ λέξι «διμήτηρ», δηλαδὴ δυὸ φορὲς μητέρα. Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε• Μιὰ φορὰ μὲ γέννησες μὲ τὸ φυσικὸ τρόπο καὶ μία μὲ τρόπο πνευματικό, ἀφοῦ μαζὶ μὲ τὸ γάλα ποὺ μὲ πότισες μοῦ ἔδωσες καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τέτοια μάνα βγῆκε. 
Ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησε τὴν ἐνάρετη ζωὴ καὶ δέχθηκε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία. Μελέτησε τοὺς κλασικοὺς συγγραφεῖς καὶ πρὸ παντὸς τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγινε σπουδαῖος θεολόγος. Ἀγάπησε τὸ Χριστὸ καὶ ἀφιερώθηκε σ᾿ αὐτόν.
Τὸ 781, μὲ προτροπὴ τῆς μητέρας του Θεοκτίστης, ὅλη ἡ οἰκογένεια ἀσπάζεται τὴ μοναχικὴ ζωή. Σὲ ἕνα μικρὸ πατρικό τους κτῆμα κοντὰ στὸ χωριὸ Σακκουδίωνος τῆς Προύσης ἱδρύεται μοναστήρι. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Θεόδωρος γίνεται μοναχὸς μὲ ἡγούμενο καὶ διδάσκαλο τὸ θεῖο του Πλάτωνα. Τὸ 789 χειροτονεῖται ἱερεὺς ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ταράσιο. Καὶ ὅταν τὸ 794 ὁ θεῖος του παραιτήθηκε ἀπὸ ἡγούμενος, τὸν διαδέχεται αὐτὸς στὴν ἡγουμενία.
Δὲν κράτησε ὅμως πολὺ ὁ καιρὸς τῆς ἡσυχίας. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, τὸ 796, συνέβη ἕνα θλιβερὸ γεγονός. Ὁ τότε αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄ (780-797 μ.Χ.), εἶχε μία ἐκλεκτὴ γυναῖκα, τὴ Μαρία, ποὺ οἱ ἱστορικοὶ μαρτυροῦν, ὅτι ἦταν ὑπόδειγμα συζύγου. Ἐν τούτοις ξαφνικὰ ὁ αὐτοκράτορας τὴ διώχνει ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, τὴν στέλνει συνοδείᾳ στρατιω τῶν σὲ μοναστήρι, κ᾿ ἐκεῖ χωρὶς τὴ θέλησί της τὴν κάνει καλόγρια, πρᾶγμα ποὺ ἀπαγορεύουν οἱ κανόνες. Καὶ μόνο αὐτό; Ἀφοῦ ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του, παίρνει ὡς σύζυγο μία νέα, τὴ Θεοδότη. Ὁ γάμος ἔγινε νύχτα.
Ἕνας παπᾶς ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ ἀποτελοῦν αἶσχος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ –πάντοτε θὰ ὑπάρχουν προδότες–, ὁ Ἰωσὴφ ποὺ ἦταν πρωτόπαπας στὴν Ἁγία Σοφία, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ στεφάνωσε τὸ παράνομο ζεῦγος. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ὁ Κωνσταντῖνος πῆγε μὲ τὴ Θεοδότη στὴν Ἁγία Σοφία, κ᾿ ἐκεῖ ἡ παλλακίδα στέφθηκε ἐπισήμως βασίλισσα. Κακὸ παρά δειγμα γιὰ μεγάλους καὶ μικρούς.
Μεγάλο τὸ σκάνδαλο. Καὶ ὅμως κανείς δὲν μιλοῦσε. Τότε μέσα στὴ σιωπὴ ἀκούστηκε βροντή. Κάποιος φώναξε. Δὲν ἦταν πατριάρχης οὔτε δεσπότης. Ἕνας ἀπλὸς ἱερομόναχος, ὁ ἡγούμενος Θεόδωρος – νά ᾿χουμε τὴν εὐχή του.
Αὐτὸς ἤλεγξε τὸ παράνομο αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος καὶ τὸν αὐλοκόλακα ἱερέα ποὺ τοὺς στεφάνωσε, ἔκοψε δὲ καὶ τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ταρασίου (784-806 μ.Χ.), ἀφοῦ κι αὐτὸς δὲν τιμώρησε τὸν παρανομήσαντα ἱερέα. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ὁ βασιλιᾶς ταράχτηκε. Προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ δῶρα νὰ κάνῃ τὸν ἅγιο Θεόδωρο νὰ συγκατατεθῇ, ἐκμεταλλευόμενος καὶ τὸ ὅτι ἡ Θεοδότη ἦταν ἐξαδέλφη του.
Ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, θὰ εἶχε χαρὰ ποὺ ἡ ἐξαδέλφη του ἔγινε βασίλισσα. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σκέφθηκε ἔτσι. Κι ὅταν μιὰ μέρα τόλμησαν νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι, ὁ Θεόδωρος τοὺς ἔκλεισε κατάμουτρα τὴν πόρτα. Αὐτὸ ὅμως τὸ πλήρωσε• τὸν συνέλαβαν, τὸν μαστίγωσαν, καὶ τὸν ἔστειλαν ἐξορία στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἔπειτα, ὅταν ὁ Κωσταντῖνος τυφλώθηκε κ᾿ ἔχασε τὸ θρόνο, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ 798, ἐπὶ τῆς εὐσε βοῦς βασιλίσσης Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας (797-
802 μ.Χ.), καὶ παρέλαβε τὴν ἐρημωμένη μονὴ Στουδίου στὴν Κωσταντινούπολι. Ἡ μονὴ Στουδίου ἔγινε λαμπρὸ μοναστικὸ κέντρο, καὶ εἶχε γαλήνη καὶ πρόοδο γιὰ μία περίπου δεκαετία•ἔφθασε τότε νὰ ἔχῃ χίλιους μοναχούς, ποὺ ζοῦσαν κοινοβιακῶς• κανείς δὲν εἶχε ἰδιοκτησία. Καὶ εὕρισκες νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα• καὶ γεωργοί, καὶ βοσκοί, καὶ κτίστες, καὶ ξυλουργοί, καὶ σιδηρουργοί, καὶ ἀγωγιάτες, καὶ μάγειροι, καὶ ὑποδηματοποιοί,ἀκόμη καὶ τυπογράφοι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ μεγαλύτερο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς• οἱ καλόγεροι ξενυχτοῦσαν ἀντιγράφοντας κείμενα.
Τὰ ἅγια χεράκια τους ἔγραφαν ἀποστόλους, εὐαγγέλια, πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Ἀθανάσιο…), ἔγραφαν καὶ κλασσικούς (Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Θουκυδίδη…).
Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι κλασσικοὶ συγγραφεῖς, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὰ ἅγια χέρια τῶν καλογήρων ἐκείνων.
Τὸ 808 ὅμως ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀναγκάστηκε νὰ κόψῃ τὸ μνημόσυνο καὶ τοῦ ἑπομένου πατριάρχου, τοῦ Νικηφόρου Α΄ (806-815 μ.Χ.).
Πρῶτον μὲν διότι ἀνέβηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ πατριάρχου ἀμέσως ἀπὸ λαϊκός, καὶ δεύτερον διότι αὐτός, ὑποχωρώντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802-811 μ.Χ.), ἀποκατέστησε μὲ Σύνοδο τὸν αὐλοκόλακα Ἰωσὴφ στὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε καθαιρεθῆ ἐπὶ τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης. Ἡ νέα διακοπὴ αὐτὴ τοῦ μνημοσύνου στοίχισε στὸν ἅγιο Θεόδωρο μία ἀκόμη ἐξορία στὴ νῆσο Χάλκη.
Μαζί του σκόρπισαν καὶ ὅλοι οἱ Στουδῖται. Τὸ 811 ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν ἐξορία, ἀλλὰ
πολὺ σύντομα, ἐπὶ Λέοντος Ε΄, νέος ἀγώνας τοὺς περίμενε, ἀποτέλεσμα τοῦ ὁποίου ἦταν νὰ διαλυθῇ ἡ μονὴ τοῦ Στουδίου.
Φυσικὸ εἶνε νὰ ῥωτήσῃ κανείς• Μὰ πῶς διαλύθηκε μία τέτοια ἀδελφότης; Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ ἀγώνας ἦταν γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες, τὶς ὁποῖες οἱ εἰκονο μάχοι ἔκαιγαν καὶ κατέστρεφαν. Ἔκανε μάλιστα στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 815, ποὺ τὸ ἔτος ἐκεῖνο συνέπιπτε μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, μία μεγάλη λιτανεία μετὰ τὴ θεία λειτουργία μὲ τοὺς μοναχούς του μέσα στὴν Πόλι, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ διαδηλώσεως τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων. Ἡ διαδήλωσις αὐτὴ τοῦ στοίχισε πάλι διωγμὸ καὶ μιὰ τρίτη ἐξορία. Στρατιῶτες μπῆκαν στὸ μοναστήρι δέρνοντας καὶ χτυπώντας, συνέλαβαν τὸν ἡγούμενο καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἐξωρίστηκε στὴ Σμύρνη. Τὸν ἔκλεισαν στὸ ὑπόγειο τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου καὶ τὸν μαστίγωναν ἀλύπητα.
Τὸ 820, ἐπὶ Μιχαὴλ Β΄ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.), ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία, καὶ τὸ 824,μένοντας πάντα ἀσυμβίβαστος, διαμαρτυρήθηκε καὶ γιὰ τὸν παράνομο γάμο καὶ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος. Τὸ 826 τέλος, μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ τὸ ὁποῖο τόσο κοπίασε, ἀρρώστησε βαρειὰ καὶ κάλεσε γύρω του ὅσους εἶχαν ἀπομείνει ἀπὸ
τὴν ἀδελφότητα τοῦ Στουδίου. Ἦταν 11 Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή, καὶ ἐνῷ οἱ μοναχοὶ ἔψαλλαν τὸν 118ο ψαλμό, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ μαχητὴς καὶ ὁμολογητής, ὁ συγγραφέας καὶ ποιητής, ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπόσπασμα Ἀπομαγνητοφωνημένης βραδινὴς ὁμιλίας ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 21-11-1976.
Δημοσιεύθηκε σὲ τρεῖς συνέχειες στὸ περιοδικὸ «Σπίθα» (φφ. 527-529/1976) μὲ ἄλλο τίτλο.
«ΚΥΡΙΑΚΗ – ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ» ἀριθμ. φύλλου 1299. Επισυνάπτεται παραπάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου