Σελίδες

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Ἀποφθέγματα ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Δα­μα­σκη­νός ὁ Κομ­πο­σχοι­νᾶς, ἀ­πό τήν Κα­λύ­βη τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τῆς Κου­τλου­μου­σια­νῆς Σκή­της τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, ἦ­ταν ἀ­κτή­μων. Στό Κελ­λί του εἶ­χε μό­νο τίς κου­βέρ­τες πού σκε­πα­ζό­ταν, τά ροῦ­χα του, λί­γα τρό­φι­μα καί μαλ­λί γιά νά πλέ­κη κομ­πο­σχοί­νια. Αὐ­τό ἦ­ταν τό ἐρ­γό­χει­ρό του.

Ἀρ­χι­κά ἔ­κα­νε στήν ἔ­ρη­μο στά Κα­του­νά­κια δύ­ο χρό­νια σέ κά­ποι­ον γε­ρω–Ἰ­σί­δω­ρο, ἔ­πει­τα ἦρ­θε στό Κου­τλου­μού­σι καί ὕ­στε­ρα πῆ­ρε τό Κα­λύ­βι στήν Σκή­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, ὅ­που ἔ­μει­νε σ᾿ ὅ­λη του τήν ζωή. Τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό τόν πῆ­ραν στό Κου­τλου­μού­σι, ὅ­που ἐ­κοι­μή­θη καί ἐ­τά­φη.

Τίς νύ­χτες ἄ­να­βε τήν λάμ­πα καί ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνία­. Ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή, ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες καί, ὅ­ταν τόν πο­λε­μοῦ­σε ὁ ὕ­πνος, ἔ­πλε­κε κομ­πο­σχο­ί­νι. Τήν πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­γρυ­πνί­α τήν περ­νοῦ­σε μέ με­τά­νοι­ες. Τό πα­ρά­θυ­ρό του ἦ­ταν ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό Κα­λύ­βι τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου καί ὅ­λη νύ­χτα φαι­νό­ταν τό φῶς. Κά­ποι­α φο­ρά πού συ­ναν­τή­θη­καν, τόν ρώ­τη­σε ὁ γε­ρω–Πα­ΐ­σιος: «Κα­λά, ἐ­σύ δέν κοι­μᾶ­σαι κα­θό­λου τίς νύ­χτες;». Ἔ­κτο­τε ἔ­βα­λε ἕ­να ὕ­φα­σμα στό πα­ρά­θυ­ρό του, γιά νά μή φαί­νε­ται τό φῶς καί ἔ­κρυ­βε τήν πνευ­μα­τι­κή του ἐρ­γα­σί­α.

Ἦ­ταν ἀ­σκη­τής. Ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς ἐ­νά­τες. Ἡ μέ­ση του ἦ­ταν πο­λύ λε­πτή. Γύ­ρι­ζε δύο φο­ρές ἡ ζώ­νη του. Τό στο­μά­χι του σά νά μήν ὑ­πῆρ­χε. Τόν Δε­κα­πεν- τα­ύ­γου­στο προ­σπα­θοῦ­σε νά μήν τρώ­γη τί­πο­τε ἐ­κτός τοῦ Σω­τῆ­ρος. Ὅ­ταν ἦ­ταν στό Κου­τλου­μο­ύ­σι, προ­τι­μοῦ­σε νά δι­α­βά­ζη στήν τρά­πε­ζα, γιά νά ἐγ­κρα­τε­ύ­ε­ται στό φα­γη­τό χω­ρίς νά τόν βλέ­πουν. Εἶ­χε μπρο­στά στό σπί­τι του μί­α μου­ριά. Κάποιες φορές ἔ­τρω­γε κα­νέ­να μοῦ­ρο καί χα­λοῦ­σε τήν ἐ­νά­τη. Γι᾽ αὐ­τό θέ­λη­σε νά τήν κό­ψη, ἀλ­λά τόν ἐμ­πό­δι­σε ὁ γε­ρω–Πα­ΐ­σιος. Στήν ἀν­το­χή στήν ὀρ­θο­στα­σί­α ἦ­ταν ἄ­φθα­στος. Στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος ἔμ­παι­νε ἀ­πό βρα­δίς στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί σάν κολώ­να στε­κό­ταν ἀ­κί­νη­τος, πάν­τα ὄρ­θιος στό στα­σί­δι του μέ­χρι τό πρωΐ. Οὔ­τε ἔ­ξω ἔ­βγαι­νε οὔ­τε κα­θό­ταν κα­θό­λου. Ἐ­νῶ ἔ­κα­νε τό­ση ἄ­σκη­ση, αὐ­το­μεμ­φό­ταν λέ­γον­τας ὅ­τι εἶ­ναι «κρα­σο­πα­τέ­ρας», για­τί με­ρι­κές φο­ρές ἔ­πι­νε κρα­σί.

Ζοῦ­σε βί­ον ἡ­συ­χα­στι­κό, ἁ­πλό καί ἀ­πράγ­μο­να. Δέν ἔ­βα­ζε κῆ­πο καί σπά­νια μα­γεί­ρευ­ε. Νε­ρό τό κα­λύ­βι του δέν εἶ­χε. Πή­γαι­νε μέ τό κα­νά­τι καί ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος.

Ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Ἀ­πό τό ἐρ­γο­χει­ρά­κι του ἔ­κα­νε καί ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Πή­γαι­νε στά γε­ρον­τά­κια καί τούς ψώ­νι­ζε φα­γώ­σι­μα, πα­πού­τσια, ροῦ­χα. Ἔ­δι­νε χρή­μα­τα στόν τσαγ­κά­ρη στίς Κα­ρυ­ές καί τοῦ ἔ­λε­γε νά φτει­ά­χνη πα­πο­ύ­τσια καί νά τά δί­νη σέ ἄ­το­μα πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη, ἀλ­λά νά μήν τούς ἀ­πο­κα­λύ­πτη ποι­ός τά κά­νει εὐ­λο­γί­α. Ὅ­ποι­ος τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς του πή­γαι­νε νά τοῦ εὐ­χη­θῆ, τοῦ ἔ­δι­νε καί 300 δραχ­μές γιά νά φά­η κά­τι, ἐ­πει­δή δέν ἔ­κα­νε τρά­πε­ζα.

Ὅ­ταν ἔ­κα­νε Λει­τουρ­γί­ες στό Κα­λύ­βι του, ἔ­ψαλ­λε πολ­λά Ἀ­πο­λυ­τί­κια, ὅ­σων Ἁ­γί­ων εὐ­λα­βεῖ­το, καί ζη­τοῦ­σε νά δι­α­βά­σουν 3–5 Ἀ­πο­στό­λους καί Εὐ­αγ­γέ­λια. Στό τέ­λος ἔ­δι­νε στόν ἱ­ε­ρέ­α κομ­πο­σχο­ί­νια.

Ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­νε, κα­τέ­φευ­γε στόν ἅ­γιο Παν­τε­λε­ή­μο­να γιά βο­ή­θεια. Δέν ἤ­θε­λε για­τρό οὔ­τε νά βγῆ ἔ­ξω. Φο­βό­ταν μή­πως πε­θά­νη ἔ­ξω ἀπ᾽ τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. «Ποῦ ξέ­ρεις, εὐ­λο­γη­μέ­νε, τέ­τοι­ος πού εἶ­μαι», ἔ­λε­γε μέ τα­πεί­νω­ση.

Ἔ­λε­γε: «Ἡ Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι τό βα­σί­λει­ον τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας. Ἅ­μα χα­θῆ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, θά χα­θῆ καί ἡ Ἑλ­λά­δα».

Στήν λι­τα­νεί­α τοῦ Ἄ­ξι­όν Ἐ­στι ἔ­παιρ­νε τό βά­θρο πού ἀ­κουμ­ποῦ­σαν τήν Εἰ­κό­να. Μᾶλ­λον τό ἔ­κανε ἀ­πό τα­πεί­νω­ση. Δέν ἐ­πε­δί­ω­κε νά παίρ­νη τήν Εἰκό­να ὡς ἀ­νά­ξιος ἀλ­λά τό βά­θρο, κα­ί­τοι ἦ­ταν βα­ρύ, ἐνῶ ὁ ἴ­διος ἦταν πο­λύ κα­τα­βε­βλη­μέ­νος καί ἡ δι­α­δρο­μή ἀρ­κε­τά με­γά­λη.




https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/apofthegmata-apo-tin-askitiki-4/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου