Σελίδες

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Θεραπευτικὴ ἀντιαιρετικὴ ποιμαντική του ἀπ . Παύλου

π. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου (+)

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ

ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Αὐγουστίνου Γ. Μύρου, Δρ Θεολογίας, στό Ἀντιαιρετικό Σεμινάριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ἑ. Β. Β. καί Β.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Σεβασμιώτατε,

Σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ ἀξιώνει γιὰ δεύτερη φορὰ, μὲ τὴν πρόσκληση τοῦ Σεβασμιωτάτου ποιμενάχου σας κ. Παύλου καὶ τὴν συνέργεια τοῦ παλαιοῦ συμφοιτητοῦ καὶ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ π. Κωνσταντίνου, στὴν καθιερωμένη αὐτὴ σύναξη τῆς Ἱερᾶς σας Μητροπόλεως. Λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν μου τὸ γενικὸ θέμα τῶν Συνάξεων αὐτῶν γιὰ τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσων, ἐπέλεξα νὰ ἀπασχολήσω τὴν ἀγάπη σας μὲ τὸ γνωστὸ ἤδη θέμα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Τὸ πρόβλημα καὶ ἡ ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή του

Ἡ αἵρεση ὡς πλάνη ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀσθένεια ποὺ προσβάλλει ἀκόμη καὶ ἀνυποψίαστους ἀνθρώπους, ἤ μὲ ἐχθρικὴ ἐπιβουλὴ γιὰ τὴν ὑποδούλωση συγκεκριμένων προσώπων καὶ κάποτε μεγάλων ὁμάδων πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ἐπαγρυπνοῦν. Αὐτὸ τὸ προγνώριζε ὁ Χριστός καὶ γι᾿ αὐτὸ, ἐπιθυμώντας νὰ ἀσφαλίση τοὺς μαθητές του, τοὺς προέτρεπε· «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ»(1).

Εἶναι ἀλήθεια ὅμως ὅτι ἡ δράση καὶ ἐπιβουλὴ τῶν αἱρετικῶν, ποὺ εἶναι πόλεμος κατὰ τῆς ἀληθείας, ἔχει τὰ δικά του θύματα. Αὐτὰ εἶναι οἱ καλοπροαίρετες καὶ ἀνυποψίαστες ψυχές, οἱ ὁποῖες στὴ δεδομένη συγκυρία παρασύρονται ἀπὸ τὴν προπαγάνδα καὶ τὶς ἀπατηλὲς ὑποσχέσεις τῶν ἐπιτηδείων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος βεβαιώνει ὅτι «ἡ περίοδος τοῦ πολέμου ἔχει πολὺ μικρὴ διαφορὰ ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν αἱρέσεων»(2). Μὲ τοὺς λόγους αὐτούς ἀναφέρεται στὰ καταστροφικὰ ἔκτροπα τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι ἐναντιώνονταν στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο τοῦ φίλου του Μεγάλου Βασιλείου καὶ συνήργησαν ἔτσι στὴν δημιουργία πολλῶν πνευματικῶν θυμάτων.

Θύματα τῶν αἱρέσεων ὑπῆρχαν πάντοτε, σὲ ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Στὶς μέρες μας, ὅμως, οἱ αἱρέσεις ἔχουν πολλαπλασιασθῆ τόσο πολύ, ὥστε νὰ ἀριθμοῦνται σὲ χιλιάδες. Τὰ ἀναρίθμητα νεώτερα αἱρετικὰ σχήματα εἶναι ἄγνωστα στοὺς πολλοὺς, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἐξαπατήσουν εὐκολώτερα τοὺς ἀφελεστέρους καὶ ραθυμοτέρους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ αὐξάνονται θεαματικὰ τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι παιδιὰ βαπτισμένα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὰ κυρίως μᾶς ἐνδιαφέρουν σήμερα.

Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ πλῆθος τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ ἀνυπολόγιστη κακοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐκείνων ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὴν πλάνη, μᾶς δίνουν τὶς βασικὲς διαστάσεις τοῦ σοβαροτάτου ποιμαντικοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο καλούμαστε ἐπειγόντως νὰ ἀντιμετωπίσουμε. Πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν ἔσχατο κίνδυνο αἰώνιας ἀπώλειας ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν»(3).

Γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τοῦ φλέγοντος αὐτοῦ ποιμαντικοῦ ζητήματος, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναζητήσουμε τοὺς καλύτερους καὶ πιὸ ἀποδοτικοὺς τρόπους. Εὐτυχῶς τοὺς τρόπους αὐτοὺς μποροῦμε νὰ τοὺς ἀνιχνεύσουμε στὰ πάμπολλα σχετικὰ παραδείγματα μέσα στὴν ἀκένωτη δεξαμενὴ τῆς Ἱερᾶς μας Παραδόσεως. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ, τὸ ὁποῖο καὶ ἐπιλέγουμε γιὰ νὰ ἀξιοποιήσουμε, εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ποιμαντικὸ ζήτημα στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ αὐτὸς εἶχε συστήσει. Πιὸ συγκεκριμένα ἀναφερόμαστε στὸ παράδειγμα τῶν Γαλατῶν, ὅπως αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου, καὶ ἀπὸ τὰ πατερικὰ ὑπομνήματα σ᾿ αὐτήν, ἰδιαίτερα δὲ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιοχὴ τῆς Γαλατίας κατὰ τὴν δεύτερη καὶ τρίτη περιοδεία του. Προσήλκυσε τότε πολλοὺς κατοίκους της στὴν ἐν Χριστῷ Πίστη, τοὺς ὁποίους ἐβάπτισε, ἐνῶ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐχειροτόνησε ἱερεῖς γιὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Ἔτσι συνέστησε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Γαλατίας, κερδίζοντας μάλιστα τὴν μεγάλη καὶ γεμάτη ἀφοσίωση ἀγάπη τῶν νέων Γαλατῶν χριστιανῶν, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος(4).

Πολὺ γρήγορα ὅμως κλήθηκε νὰ ἀντιμετωπίση ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα, ποὺ δημιούργησαν στὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία οἱ ἰουδαῒζοντες ψευδαπόστολοι. Πρόκειται γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἐκείνους, τοὺς ἐξ ἰουδαίων χριστιανοὺς, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν ὅτι χωρὶς τὴν περιτομὴ, καὶ γενικώτερα τὴν τήρηση ὅλων τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Γιὰ νὰ ἐπιτύχουν μάλιστα τὴ διάδοση τῶν αἱρετικῶν τους ἀπόψεων, ἐπεχείρησαν μὲ συκοφαντίες νὰ κλονίσουν τὸ ἀποστολικὸ κῦρος τοῦ Παύλου καὶ νὰ καταρρίψουν ἔτσι τὴ διδασκαλία του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κατώρθωσαν πράγματι νὰ παρασύρουν ἀρκετοὺς πιστούς.

Ὁ Ἀπόστολος αἰσθάνθηκε κατάπληξη καὶ βαθύτατη ὀδύνη γιὰ τὴν ἀπροσδόκητη αὐτὴ ἐξέλιξη, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε στὴν ἀδράνεια. Ἀντιμετώπισε τὸ ὅλο ζήτημα καὶ ἀγωνίστηκε νὰ βοηθήση τὰ θύματα τῆς αἱρέσεως βασισμένος σὲ μία συγκεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ φιλοσοσοφία καὶ ἀκολουθώντας μία ἰδιότυπη στρατηγικὴ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθῆ στὴν ἐπιτυχία. Ὅλη αὐτὴ ἡ προσπάθειά του, μαζὶ μὲ τὰ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς του φιλοσοσφίας καὶ στρατηγικῆς, καταγράφονται ἤ ὑποκρύπτονται στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του καὶ ἐντοπίζονται ἤ ἐξιχνιάζονται ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα δὲ ἀπὸ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο. Ἔχομε ἑπομένως ἐνώπιόν μας ἕνα σταθερὸ, ἀξιόπιστο καὶ ἐπιτυχημένο παράδειγμα, τὸ ὁποῖο μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα χρήσιμο γιὰ νὰ προσδιορίσουμε τὶς βάσεις, τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς μεθόδους γιὰ τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῶν σημερινῶν θυμάτων καὶ τῶν συγχρόνων αἱρέσεων.

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ

Α. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΩΣ

1. Διάκριση τῶν θυμάτων ἀπὸ τοὺς ἐνσυνείδητους αἱρεσιάρχες

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέτει ὡς βάση τῆς ἀντιαιρετικῆς του προσπάθειας τὴν θεμελιώδη διάκριση ἀνάμεσα στοὺς ἐνσυνείδητους αἱρεσιάρχες καὶ στὰ θύματά τους. Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τὸν ἀποστολικὸ λόγο, «Ὄφελον καὶ ἀποκόψονται οἱ ἀναστατοῦντες ὑμᾶς»(5), σημειώνει: «Πρέπει νὰ κατανοήσουμε ἐδῶ τὴ σοφία του, πῶς δηλαδὴ τοὺς μὲν ὡς δικά του τέκνα καὶ ἐπιδεχομένους διόρθωση τοὺς νουθετεῖ καὶ τοὺς συνετίζει, ἐνῶ τοὺς ἀπατεῶνες ὡς ἐχθροὺς καὶ πάσχοντας ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστεια τοὺς ἀποκόπτει»(6).

Ἡ ἀπαραίτητη καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτὴ διάκριση γίνεται μὲ τὴν ἀντικειμενικὴ ἀξιολόγηση συγκεκριμένων στοιχείων, τὰ ὁποῖα στοιχειοθετοῦν ἀποδεδειγμένα τὴν ταυτότητα τῶν ψευδαποστόλων ὡς ἀπατεώνων καὶ τῶν θυμάτων ὡς καλοπροαιρέτων ἀνθρώπων, ποὺ ἐξαπατήθηκαν. Συνεχίζοντας τὸν σχολιασμὸ τοῦ παραπάνω χωρίου, ὁ ἅγιος πατὴρ τονίζει: «Καὶ ὀρθὰ εἶπε, οἱ ἀναστατοῦντες ὑμᾶς. Διότι, ἀφοῦ ἐγατέλειψαν τὴν πατρίδα τους καὶ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ συγγένεια μὲ τὸν Θεό, ἀνάγκασαν αὐτοὺς (τοὺς Γαλάτες) νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ἐχθρικὴ καὶ ξένη χώρα. Τοὺς ἔβγαλαν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἄνω καὶ ἐλεύθερη Ἰερουσαλήμ καὶ τοὺς ἀνάγκασαν ὡς αἰχμαλώτους καὶ μετανάστες νὰ περιπλανῶνται καὶ νὰ πλανῶνται. Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖο ἐννοεῖ εἶναι τὸ ἑξῆς· Δὲν μ᾿ ἐνδιαφέρει καθόλου γιὰ ἐκείνους, διότι τὸν αἱρετικὸ ἄνθρωπο μετὰ τὴν πρώτη καὶ δεύτερη νουθεσία ἄφηνέ τον (Τιτ. 3,10)»(7).

Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στοὺς ἐνσυνείδητους αἱρεσιάρχες καὶ στὰ θύματά τους διήκει ὁλόκληρη τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή. Γίνεται δὲ φανερὴ καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στοὺς μὲν καὶ στοὺς δέ. Γιὰ τοὺς ἀποδεδειγμένους ἐνσυνειδήτους αἱρεσιάρχες ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ μὲ ὠμὴ καὶ σκληρὴ γλῶσσα, ἐνῶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται στὰ θύματά τους εἶναι πολὺ διαφορετικός. Τὸ βεβαιώνει αὐτὸ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὡς ἔγκυρος ἑρμηνευτὴς τοῦ Παύλου, μὲ ἀφορμὴ καὶ πάλι τὸν προαναφερθέντα λόγο(8): «Κοίταξε πόσο σκληρὸς εἶναι ἐδῶ κατὰ τῶν ἀπατεώνων. Διότι στὴν ἀρχὴ ἔστρεψε τὴν κατηγορία ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἀπατήθηκαν, ὀνομάζοντάς τους ἀνοήτους καὶ μία καὶ δύο φορές. Ἀφοῦ ὅμως δίδαξε καὶ διόρθωσε αὐτοὺς καλά, τώρα στρέφεται κατὰ τῶν ἀπατεώνων»(9).

Τοὺς πρώτους τοὺς ἀντιμετωπίζει ὡς ἐπιτηδείους ἐχθροὺς καὶ ἀποκαλύπτει στοὺς ἀναγνώστες του τὶς ἐσώτατες κακοποιὲς προθέσεις τους, ἐνῶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρουσιάζει ὡς παιδιά του, ποὺ ἐξαπατήθηκαν. Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου γιὰ τοὺς ἰουδαῒζοντες αἱρεσιάρχες, «Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί»(10), σημειώνει: «Ἐπειδὴ (οἱ ἰουδαῒζοντες χριστιανοὶ) κατηγοροῦνταν ἀπὸ τοὺς ἰουδαίους ὅτι ἀποστάτησαν ἀπὸ τὰ πάτρια ἤθη καὶ ἔθιμα, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κατηγορία τους, λέγει (ὁ Παῦλος), θέλουν νὰ σᾶς καταστρέψουν ἀπολογούμενοι στοὺς ἰουδαίους… Αὐτὰ τὰ ἔλεγε γιὰ νὰ δείξη ὅτι δὲν τὰ ἔπρατταν αὐτὰ γιὰ τὸν Θεό. Ὡσὰν νὰ ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι ὑπόθεση εὐσεβείας αὐτὸ τὸ ὁποῖο γίνεται. Ὅλα γίνονται γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ματαιοδοξία, χάριν ἀρεσκείας τῶν ἀπίστων… Ὕστερα… τοὺς ἐλέγχει καὶ πάλι, ὄχι μόνον διότι θέλουν νὰ ἀρέσουν στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ διότι τὰ παραγγέλλουν στοὺς ἄλλους ἀπὸ δική τους κενοδοξία»(11). Ἀντίθετα, ὅταν πρόκειται γιὰ τοὺς ἐξαπατημένους Γαλάτες, «(ὁ Παῦλος) παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ μητέρα ποὺ τρέμει ὁλόκληρη γιὰ τὰ παιδιά της»(12).

Ἡ διάκριση, ἀνάμεσα στοὺς ἐνσυνείδητους καὶ ἀμετανόητους αἱρεσιάρχες ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ στὰ ἀπρόσεκτα θύματά τους ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀποβαίνει πολλαπλὰ χρήσιμη στὴν προσπάθεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος, διότι γνωρίζει ἐξ ἀρχῆς πῶς νὰ ρυθμίση ἀναλόγως τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴν τακτικὴ τοῦ ἀγώνα του πρὸς τὴν κάθε πλευρὰ, ὥστε νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Ὁ ποιμένας ποὺ ἔχει διακρίνει τὰ θύματα ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνες μπορεῖ νὰ ἀποφύγη ἄσκοπες ἐνέργειες ποὺ ἀπευθύνονται σὲ λανθασμένα πρόσωπα. Ἔχει, μὲ ἄλλα λόγια, μία βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ ἐπιτελέση σωστὰ τὸ ἀντιαιρετικό του ἔργο.

2. Πῶς πρέπει νὰ ἐκλαμβάνονται τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων

Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικώτερα στὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, εἶναι πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους νὰ προηγηθῆ ὁ ἀκριβὴς προσδιορισμὸς τῆς ταυτότητός τους. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν προσδιορισμὸ, ποὺ θὰ κάνει μὲ φωτισμένη διάκριση ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαρτᾶται σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ἡ στάση ποὺ θὰ τηρήση ἀπέναντί τους, καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ τοὺς ἀντιμετωπίση, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση ἀποτελεσματικά.

Ἡ περίπτωση τῶν Γαλατῶν, τῶν ὁποίων τὸ πρόβλημα ἀντιμετωπίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς εἶναι σημαντικὰ βοηθητικὴ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε καλύτερα ὅτι τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων πρέπει νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ παρασύρθηκαν, ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπέστησαν φθορά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὑπομνηματίζοντας τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου, «τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»(13), σημειώνει: «Διεφθείρατε, λέγει, τὸ κατ᾿ εἰκόνα, ἀπωλέσατε τὴ συγγένεια μὲ τὸν Θεό, ἔχετε ἀλλοιώσει τὴ μορφή. Χρειάζεται γιὰ σᾶς ἄλλη ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση. Ἀλλ᾿ ἐγὼ σᾶς ὀνομάζω ἀκόμη παιδιά, ἐσᾶς ποὺ εἶστε ἐξαμβλώματα, ἐκτρώματα»(14).

Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ προσδιορισμὸς τῆς ταυτότητος τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων γίνεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μὲ καθαρὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια. Γιὰ τὴν κρίση του δὲν ἔχουν θέση τὰ κριτήρια τοῦ κόσμου, ποὺ δημιουργοῦν τὴν ἀντιπαλότητα, τὴν ἀναγκαιότητα τῆς νίκης κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, τὸ μῖσος, τὴν ἀποστροφὴ, καὶ γενικώτερα τὴ μαχητικότητα γιὰ τὴν ἐξουδετέρωσή τους. Ὅσοι ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν εἶναι οἱ δεδηλωμένοι ἐχθροί του, ποὺ πρέπει νὰ ἐξοντωθοῦν. Εἶναι τὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα παρασυρμένα ἀπὸ τὶς μεθοδεῖες τῶν αἱρετικῶν ὑπέστησαν ἀλλοιώσεις πνευματικὲς καὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς ἀσθενεῖς ποὺ ἔχουν τὴν ἀνάγκη πνευματικῆς θεραπείας.

3. Ποῦ πρέπει νὰ στοχεύει ἡ ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ταυτότητος τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, ἀπαραίτητος εἶναι καὶ ὁ καθορισμὸς τοῦ στόχου, στὸν ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους. Εἶναι τραγικὸ γιὰ ὁποιονδήποτε ἀναλαμβάνει ἕνα ἔργο καὶ δὲν γνωρίζει τὶ πρέπει νὰ ἐπιδιώξη ὡς στόχο, ἤ ἀκόμη ἔχει ἐπιλέξει λανθασμένο στόχο. Ὁ στόχος τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμένος, ὅταν ἀντιμετωπίζη τὰ θύματα τῶν αἱρέσων, εἶναι συγκεκριμένος· νὰ διαλύση τὴν πλάνη καὶ νὰ ἐπαναφέρη τοὺς πλανεμένους ἀδελφοὺς μὲ ἀσφάλεια στὸν δρόμο τῆς Ἀληθείας. Ποτὲ σὲ μία τέτοια προσπάθεια δὲν μπορεῖ ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας νὰ στοχεύη στὴν αὐτοπροβολή, οὔτε στὴν ἐξουθένωση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων. Χρειάζεται ἀπαραίτητα νὰ διακρίνη τοὺς παρασυρμένους ἀσθενεῖς ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους ἔχει χρέος νὰ θεραπεύση καὶ νὰ ἐπανασυνδέση στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀπὸ τὴν ὀλέθρια πλάνη τῆς αἱρέσεως, τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ μισήση καὶ νὰ ἀγωνισθῆ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴ διάλυσή της.

Ξεκάθαρα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γράφει γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅτι «αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει δὲν εἶναι νὰ δείξη ὅτι ὑπερέχει ἐκείνων (τῶν ἄλλων ἀποστόλων), ἀλλὰ νὰ διαλύση τὴν πλάνη»(15). Ἑρμηνεύοντας δὲ τοὺς λόγους τῆς ἐπιστολῆς, «Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπὸ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε»(16), παρατηρεῖ: «Οὔτε ἐκεῖ πάλι εἶπε ρητὰ ὅτι θὰ καταφαγωθῆτε μεταξύ σας, ἀλλά, προσέχετε μήπως καταφαγωθῆτε μεταξύ σας. Αὐτὸ δείχνει ἐνέργεια ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος φοβίζει καὶ ἀσφαλίζει, καὶ ὄχι ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος καταδικάζει»(17). Καὶ πάλι σχολιάζοντας τοὺς ἄλλους ἀποστολικοὺς λόγους, «ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τοὺς τοιούτους»(18), γράφει μὲ ἔμφαση: «Δὲν εἶπε, τιμωρεῖτε, οὔτε, καταδικάζετε, ἀλλὰ, διορθώνετε»(19).

Ἐξ ἄλλου, ὁλόκληρη ἡ πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία δραματικὴ προσπάθεια τοῦ Ἀποστόλου νὰ διαλύση τὴν πλάνη τῶν ἰουδαϊζόντων αἱρετικῶν καὶ νὰ θεραπεύση πνευματικὰ τοὺς παρασυρθέντες Γαλάτες, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήση τελικὰ στὴ σωτηρία. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ τὴν αἰτία ποὺ παρακίνησε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ γράψη τὴν ἐπιστολή, μέσα στὴν ὁποία διακρίνεται καθαρὰ καὶ ὁ στόχος του: «Ἐπειδὴ λοιπόν εἶδε ὁ Παῦλος ὁλόκληρο ἔθνος νὰ ἔχη ἐμπρησθῆ καὶ νὰ ἔχη ἀναφθῆ ἐπικίνδυνη πυρκαγιὰ στὴν Ἐκκλησία τῶν Γαλατῶν καὶ τὴν οἰκοδομὴ νὰ σείεται καὶ καὶ νὰ κινδυνεύη νὰ καταστραφῆ, γράφει αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ἀπολογούμενος πρὸς ὅλα αὐτά»(20).

Ἡ οἰκοδομὴ, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων ἐκλαμβάνονται ὡς πρόσωπα ποὺ δὲν ἔχουν χάσει τελεσίδικα τὴ σχέση τους μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀναφορά τους σ᾿ αὐτὴν. Ἑπομένως, ὁ στόχος στὴν ἀντιμετώπισή τους ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ποιμένα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σχετίζεται μὲ τὸν γενικώτερο στόχο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἕνωση μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ ὡς θέωση. Καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μόνον μέσῳ τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀντιλαμβανόμαστε καλύτερα πόσο σημαντικὸς εἶναι ὁ στόχος, ὅπως τὸν ἐκφράζει ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν εὐχὴ τὴς θείας του Λειτουργίας· «τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ»(21).

4. Ὀρθὴ τοποθέτηση στὸ δόγμα καὶ στὴν πνευματικότητα

Γιὰ νὰ γίνη μὲ ἐπιτυχία ἡ ἀποκάλυψη τῆς αἱρετικῆς ἀπάτης, ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸν ποιμένα νὰ εἶναι καλὰ καταρτισμένος στὰ θέματα τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐξασκημένος πνευματικά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνη τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες. Ἐφ᾿ ὅσον τὸ ὅλο ζήτημα τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων ἔχει ὡς πυρήνα τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ ἐκλησιαστικὸς ποιμὴν πρέπει νὰ ἔχει σαφῆ γνώση, ἀλλὰ καὶ ἐμπειρία τῶν δογμάτων τῆς Ἀληθείας, καὶ ἰδιαίτερα αὐτῶν ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν παρεκκλίνει τὰ συγκεκριμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, ἐὰν δὲν γνωρίζει καὶ δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρία τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ οὔτε τὴν πλάνη νὰ ἐλέγξη, οὔτε τὸν ὀρθὸ δρόμο νὰ δείξη στοὺς πλανεμένους ἀδελφούς. Ἀντιμετωπίζοντας τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ παρουσιάση σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἀκριβῆ Πίστη ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς καὶ διατηρεῖ ἀκέραιη στὴν Ἱερά της Παράδοση ἡ Ἐκκλησία. Ἐπὶ πλέον, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μπορῆ νὰ καταδείξη μὲ ἀκρίβεια τὶς ἀποκλίσεις τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν ἀπὸ τήν Ὀρθόδοξη Πίστη.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς του, ἀσχολούμενος μὲ τὸ ἐπίμαχο θέμα τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος (κεφάλαια 3-4), αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ παρανόησαν οἱ ἐξαπατηθέντες χριστιανοὶ τῆς Γαλατίας. Μελετώντας κάποιος τὶς ἀποστολικὲς αὐτὲς περικοπές, διαπιστώνει ὅτι ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ κατέχει μὲ πληρότητα τὴν ὀρθὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν Νόμο καὶ τὴ Χάρη, ἐνῶ ἡ ἄρτια πνευματικότητά του τὸν κάνει νὰ πιστεύη ἀκράδαντα στὴν ἀποκεκαλυμμένη αὐτὴ ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποδύεται σ᾿ ἕναν ἐπίμονο ἀγώνα, ἐπιστρατεύοντας ποικίλα ἐπιχειρήματα, βιβλικά, ἱστορικὰ, ἐμπειρικά. Κι αὐτὸ τὸ κάνει τόσο γιὰ νὰ προβάλη τὸ ἀληθινὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ γιὰ νὰ καταδείξη τὴν ἀπόκλιση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. «Βλέπεις, γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, πῶς βλέπει συγχρόνως τὰ πάντα, πῶς χρησιμοποιεῖ χίλια μάτια; Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐξῆρε τὴν Πίστη καὶ ἔδειξε ὅτι εἶναι ἀρχαιότερη, γιὰ νὰ μὴ θεωρῆ κάποιος περιττὸ τὸν Νόμο, τὸ προλαμβάνει καὶ αὐτό, δείχνοντας ὅτι ὄχι τυχαίως, ἀλλὰ γιὰ μεγάλη ὠφέλεια δόθηκε χάριν τῶν παραβάσεων»(22).

Ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ κατορθώνει νὰ δείξη μὲ ἀκρίβεια ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀξία τοῦ Νόμου καὶ ποιὰ τῆς Χάριτος, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταξύ τους ἀληθινὴ σχέση, καὶ ἔτσι νὰ διασώση μὲν τὴν γνήσια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ξεγυμνώση δὲ τὴν ἀπατηλὴ διδασκαλία τῆς αἱρέσεως. Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντᾶ σὲ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ ἴδιος: «Γιὰ ποιὸν λόγο τὰ λέγει αὐτά; Γιὰ νὰ ἀναστείλη τὴ ράθυμη προαίρεσή τους καὶ νὰ τοὺς βάλη σὲ μεγαλύτερο φόβο, καὶ γιὰ νὰ τοὺς στερεώση στοὺς νόμους ποὺ ἔθεσε ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ μὴν ἐπιτρέψη στοὺς αἱρεσιάρχες συνεχῶς νὰ τοὺς ταράσσουν»(23).

Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καταδεικνύει πόσο εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ποιμένα νὰ καταρτίζεται συνεχῶς καὶ νὰ καλλιεργεῖται πνευματικά, ὥστε νὰ ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ τοποθετῆ κάθε φορὰ τὰ πράγματα στὴ σωστή τους θέση· νὰ προβάλη δηλαδὴ τὴν ὑγιᾶ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ νὰ καταδεικνύη ἀναντίρρητα τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπάτη τῆς αἱρέσεως.

5. Ἀντιμετώπιση στὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐσεβείας

Τὰ ὅσα λέχθηκαν προηγουμένως μᾶς ὁδηγοῦν μὲ ἀσφάλεια στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ φιλοσοφία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων ἑδράζεται σταθερὰ σὲ θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς βάσεις. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ κριτήρια γιὰ τὶς ἐπιλογὲς τοῦ ποιμένος, ὅταν πρόκειται νὰ ἀντιμετωπίση τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κοσμικά, ἀνθρωποκεντρικά, ἀλλὰ θεολογικά, θεανθρωποκεντρικά. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὅταν ἀναφέρεται στὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως γενικὰ τῶν αἱρετικῶν: «Ἀλλ᾿ ἄς μὴν ποῦμε τίποτε βλάσφημο. Διότι δὲν πρέπει ὅταν φιλονεικοῦμε μ᾿ ἐκείνους νὰ ξεπερνοῦμε τὰ ὅρια τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἐκεῖνοι μαίνονται μυριάδες φορές, εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ διατηροῦμε τὰ μετρα τῆς εὐσεβείας»(24).

Ἐμβαθύνοντας ἀκόμη περισσότερο ὁ ἐκκλησιαστικὸς πατήρ ἐπισημαίνει ὅτι τὸ Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἀντιμετωπίζη τοὺς αἱρετικοὺς, δὲν εἶναι αὐτοφυὲς καὶ αὐτόνομο, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς θείας ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὲ ἀφορμὴ τὸν ἀποστολικὸ λόγο, «Λέγω δὲ, Πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ τελέσητε»(25), παρατηρεῖ: «Διότι τίποτε, τίποτε δὲν γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη τοὺς ἀνθρώπους, ὅσο τὸ νὰ εἶναι πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν πείθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ παραμείνη σ᾿ ἐμᾶς, ὅσο ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης»(26). Ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κανόνα τῆς ἐν Πνεύματι ἀγάπης δὲν ἐξαιροῦνται οὔτε οἱ αἱρετικοί. Μόνον ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ πλάνη δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν τὴν ἀγάπη μας.

Γι αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναθέτει τὴ λεπτομερῆ διόρθωση τῶν Γαλατῶν, δηλαδὴ τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, στοὺς πνευματικούς· σ᾿ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔλαβαν ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἐξουσία νὰ διαχειρίζονται τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐξηγεῖ δὲ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Καὶ οὔτε ἐδῶ στάθηκε, ἀλλὰ δείχνοντας ὅτι (ὁ πνευματικὸς τῆς Ἐκκλησίας) πρέπει νὰ εἶναι πολὺ ἤμερος σ᾿ ἐκείνους ποὺ ὑποσκελίζονταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, πρόσθεσε· μὲ πνεῦμα πραότητος. Δὲν εἶπε, μὲ πραότητα, ἀλλὰ μὲ πνεῦμα πρότητος, γιὰ νὰ φανερώση ὅτι καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτὰ εἶναι ἀρεστά, καὶ ὅτι τὸ νὰ διορθώνη κανεὶς μὲ ἐπιείκεια, εἶναι ἔργο χαρίσματος πνευματικοῦ»(27).

Τὰ μέτρα τῆς εὐσεβείας, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δὲν εἶναι ἄλλα παρὰ τὰ ὅρια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, μέσα στὰ ὁποῖα ἔχει χρέος νὰ κινεῖται ὁ Ὀρθόδοξος ποιμένας. Πρόκειται γιὰ τὸν σεβασμὸ τῆς ἐλευθερίας καὶ αὐτῶν τῶν πλανεμένων, ἀλλὰ καὶ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ὀφείλει νὰ ἔχη ὀ ἴδιος, χωρὶς ὅμως νὰ προδίδη τὴν ἀποκεκελυμμένη Ἀλήθεια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέτρα τῆς εὐσεβείας ἔχουν σχέση μὲ τὰ ὅρια τῆς ἀληθείας, τὰ ὁποῖα χαράχθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο, ποὺ εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, φανερώθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παραδόθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τηρήθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας.

6. Ἡ ἐγκυρότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος καὶ τὸ προσωπικό του κῦρος

Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τοῦ καλοῦ καὶ πνευματικοῦ ποιμένος, ποὺ θὰ ἀναλάβη τὴν προσπάθεια βοηθείας στὰ θύματα τῶν αἱρετικῶν, εἶναι ἡ ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία συνδέεται τόσο μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι πρόσωπο κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του ἀξιώματος. Ὅλες οἱ πρωτοβουλίες ποὺ θὰ ἀναλάβη, καὶ ὅλες οἱ ἐνέργειες στὶς ὁποῖες θὰ προβῆ, πρέπει νὰ ἑδράζονται ἐπάνω σὲ σταθερὸ θεμέλιο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο ἔχει δοθῆ ἐπίσημα στὸν ποιμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας. Αὐτὸ τὸ ἀξίωμα ἔχει χρέος ὁ καλὸς ποιμὴν νὰ τὸ διατηρήση ἀλώβητο, γιὰ νὰ περιβληθῆ ἔτσι κι ἐκεῖνος τὸ ἀνάλογο κῦρος.

Μ᾿ αὐτὴν τὴν προϋπόθεση ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν δὲν ἐνεργεῖ αὐτόνομα, δὲν ἐπιτελεῖ ἔργο δικό του καὶ δὲν στηρίζεται στὶς ἀνίσχυρες ἀνθρώπινες δυνάμεις του, ἀλλὰ στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴν ἐγκυρότητα τοῦ ἱερατικοῦ του ἀξιώματος, κι ἄν ἀκόμη κατορθώση νὰ βοηθήση τοὺς πλανεμένους ἀδελφούς νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη, δὲν θὰ ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς στεγάση ἀληθινὰ στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἔντονη προσπάθεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου νὰ τονίση καὶ νὰ στερεώση στοὺς Γαλάτες ἀδελφοὺς τὸ ἀποστολικό του κῦρος, τὸ ὁποῖο πρῶτοι οἱ ψευδαπόστολοι προσπαθοῦσαν νὰ κλονίσουν, ὥστε εὐκολώτερα νὰ ἐπιτύχουν τὸν στόχο τους. Γράφει σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Πρόσθεσε λοιπὸν· “Διότι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐνήργησε στὸν Πέτρο, ὥστε νὰ γίνη ἀπόστολος τῶν περιτετμημένων, ἐνήργησε καὶ σὲ μένα, ὥστε νὰ γίνω ἀπόστολος στὰ ἔθνη” (Γαλ. 2,8)… Καὶ δείχνει ἔτσι ὅτι ειναι ὁμότιμος πρὸς αὐτούς (τοὺς ἄλλους ἀποστόλους), καὶ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μὲ τὸν κορυφαῖο… Εἶδες πῶς μὲ λίγες λέξεις ἔδειξε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημα καὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων; Διότι δὲν θὰ δινόταν, οὔτε θὰ ἐνεργοῦσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἦταν ἐπιθυμητὸ αὐτὸ τὸ κήρυγμα στὸν Χριστό»(28). Φανερὰ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος ἐπιδιώκει νὰ ἀποδείξη ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἰσότιμος μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους καὶ ὅτι ἐνεργεῖ σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὴν παραδεδομένη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἀποστόλων.

Ἡ προσπάθεια τοῦ Ἀποστόλου νὰ ἀποδείξη τὴν ἐκκλησιαστική του ἐγκυρότητα καὶ νὰ στερεώση στὶς συνειδήσεις τῶν χριστιανῶν τῆς Γαλατίας τὸ ἀποστολικό του κῦρος ἐπιχειρεῖται γιὰ νὰ μπορῆ νὰ ὁμιλῆ μὲ παρρησία καὶ νὰ γίνεται πιστευτὸς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ διορθώση. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἀπὸ αὐτὸ λοιπόν (ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ δείξη ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι γνήσιος ἀπόστολος), ἀφοῦ κατέστησε τὸν ἑαυτό του ἀξιόπιστο διδάσκαλο, ὁμιλεῖ μὲ περισσότερη αυθεντία κάνοντας σύγκριση Πίστεως καὶ Νόμου»(29).

Εὔκολα συμπεραίνουμε ὅτι ὁ ὑπεύθυνος ποιμὴν, ποὺ ἀναλαμβάνει τὴν προσπάθεια νὰ βοηθήση τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχη ἀναλάβει τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸ ἔχει τιμήσει μὲ τὸν ἁγιασμένο του βίο, ὥστε νὰ διαθέτη τὸ ἀνάλογο κῦρος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνονται πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα μὲ μόνα τὰ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Καὶ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα, μποροῦν νὰ γίνονται συνεργοὶ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῶν ἄλλων κληρικῶν.

7. Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοῦ πολεμίου τῶν αἱρέσεων

Ἡ ὑπευθυνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος, ποὺ ὅπως δηλώσαμε ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σημαντικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, συνδέεται τόσο μὲ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ ἀξιώματός του, ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευματικότητα τοὺ προσώπου του. Πνευματικότητα σημαίνει ἔμπνευση καὶ καθοδήγηση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο βρίσκει ἀνοιχτὲς τὶς πύλες καὶ καθαρὴ τὴν ψυχὴ τοῦ ποιμένος, γιὰ νὰ σκηνώση σ᾿ αὐτὴν καὶ ὡς ἀγλαόκαρπο δένδρο νὰ ἀποδώση τοὺς καρπούς του, τὴν ἀγάπη, τὴ χαρὰ, τὴν εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθωσύνη, πίστη, πρότητα καὶ ἐγκράτεια (Γαλ. 5,22). Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἀποτελοῦν τὰ βασικὰ ἐφόδια καὶ τὸν ἄρτιο ἐξοπλισμὸ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος, γιὰ νὰ διεξάγη μὲ ἐπιτυχία τὸν καλὸ ἀγώνα μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων ἀδελφῶν.

Παράδειγμα καὶ πάλι φωτεινὸ ἀποτελεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔχοντας μαζί του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε πλούσια μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὸ βάπτισμα, στολίστηκε μὲ ὅλες τὶς ἀπαραίτητες πνευματικὲς ἀρετές· τὴν ταπείνωση, τὴ σύνεση, τὴν πρότητα, τὴν ἀπροσωποληψία, τὴν ἁπλότητα, τὴν καθαρότητα, καὶ πρὸ πάντων τὴ γνήσια καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Μ᾿ αὐτὲς τὶς ἀρετές διεξάγει τὸν δύσκολο πνευματικὸ ἀγώνα, γιὰ νὰ διορθώση τοὺς πεπλανημένους ἀδελφοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας. Ἡ γνήσια πνευματικότητα τοῦ δίδει τὴν δυνατότητα νὰ συμπεριφέρεται μὲ πραγματικὴ ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ σύνεση(30), νὰ ἀντιμετωπίζη τοὺς παρασυρθέντες μὲ πρότητα(31), νὰ προσέχη νὰ μὴ γίνεται φορτικὸς καὶ νὰ μὴν προσωποληπτῆ(32).

Τὸ κυριώτερο γνώρισμα τῆς πνευματικότητος τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σ᾿ ὄλες τὶς ἐνέργειές του ἔχει ὡς ἀλάνθαστο κριτήριο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐντοπίζει τὸ γνώρισμα αὐτὸ ἑρμηνεύοντας τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ ἀποστόλου: «Ἄρτι γὰρ ἀνθρώπους πείθω ἤ τὸν Θεόν; ἤ ζητῶ ἀνθρώποις ἀρέσκειν;»(33): «Διότι ἐκεῖνος μὲν ὁ ὁποῖος θέλει νὰ πείση ἀνθρώπους πολλὰ δόλια καὶ διεστραμμένα κάνει, καὶ χρησιμοποιεῖ καὶ ἀπάτη καὶ ψεῦδος γιὰ νὰ κερδίση τὴ γνώμη τῶν ἀκροατῶν. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ πείση τὸν Θεό καὶ προσπαθεῖ ν᾿ ἀρέση σ᾿ ἐκεῖνον, χρειάζεται μόνον ἁπλὸ καὶ καθαρὸ νοῦ, διότι δὲν ἐξαπατᾶται ὁ Θεός»(34).

Ἡ συμβολὴ τῆς ἐνέργειας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἀναπαύεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος, εἶναι καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγώνα. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «ἐπειδὴ ἔχομε καὶ σύμμαχο ἀκαταμάχητο τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐδιδαχθήκαμε τὴν τέχνη αὐτή, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀγωνιζόμαστε ὄχι πρὸς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς αὐτοὺς τοὺς δαίμονες»(35). Μὲ βάση τὴν ἀρχὴ αὐτὴ, ὁ ποιμὴν ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ εὐκολώτερα νὰ κερδίση καὶ τοὺς παρασυρμένους χριστιανούς, τοὺς αἱρετικούς, ποὺ εἶναι ἄνθρωποι.

Β. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΩΣ

Γιὰ νὰ κερδηθῆ μία στρατιωτικὴ μάχη καὶ νὰ ἐπιτευχθῆ ὁ στόχος αὐτῶν ποὺ μάχονται, ἀπαιτεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, νὰ διεξάγεται αὐτὴ μὲ τὴν κατάλληλη καὶ συντονισμένη στρατηγική. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς πνευματικὲς μάχες τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικώτερα δὲ γιὰ τὴ μάχη τὴν ὁποία ἔχει χρέος νὰ διεξαγάγη ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήση τοὺς πλανεμένους χριστιανοὺς νὰ ξαναβροῦν τὸν δρόμο τῆς Ἀληθείας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ πρότυπο ἐπιτυχημένου ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος, ἐφήρμοσε στὴν ποιμαντική του διακονία μία ἀξιοζήλευτη καὶ ἀποτελεσματικὴ στρατηγική, τὴν ὁποία ἐπισημαίνει καὶ ἐξαίρει ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἑρμηνευτής του, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Εἰδικώτερα ἡ πνευματικὴ αὐτὴ στρατηγικὴ ἐντοπίζεται στὴν προσπάθεια τοῦ Ἀποστόλου νὰ ἀντιμετωπίση τὰ θύματα τῶν αἱρετικῶν στὴ Γαλατία, καὶ καταγράφεται στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του, ὅπως τὴν ἑρμηνεύει καὶ τὴν ὑπομνηματίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Βασισμένοι λοιπόν στὸ ὑλικὸ ποὺ βρίσκεται στὸ Ὑπόμνημα τοῦ ἁγίου πατρὸς στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὸ κατὰ δύναμιν, νὰ ἀνασυστήσουμε τὴ στρατηγικὴ τοῦ Ἀποστόλου, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἀποτελέση πρότυπο γιὰ τὴν ἀνάλογη στρατηγικὴ κάθε συγχρόνου Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος στὴν ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων.

1. Ἀντιαιρετικός ἀγώνας μὲ μέθοδο καὶ στρατηγική

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀντιμετωπίζοντας τὸ ζήτημα τῆς ἀταξίας ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, προτρέπει νὰ γίνονται ὅλα στὴν Ἐκκλησία «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν»(36). Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ, ποὺ τὴν τηρεῖ πάντοτε ὁ ἴδιος, τὴν ἐφαρμόζει καὶ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὸ πρόβλημα τῶν Γαλατῶν. Μία προσεκτικώτερη μελέτη καὶ βαθύτερη ἀνάλυση τῶν ὅσων γράφει στὴν σχετικὴ ἐπιστολὴ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἀπόστολος ἀγωνίζεται νὰ πετύχη τὸν στόχο του ἐφαρμόζοντας ἕνα συγκεκριμένο καὶ καλὰ μελετημένο σχέδιο.

Ὅσον ἀφορᾶ στὶς λεπτομέρειες τοῦ σχεδίου αὐτοῦ, πρῶτα-πρῶτα ὁμιλεῖ κλιμακωτά. Ξεκινᾶ ἀπὸ μακρυὰ καὶ φθάνει στὸν ἀντικειμενικό του στόχο σταδιακά. Ὁμιλώντας γιὰ τὴν ἐμμονὴ στὴν τήρηση τοῦ νόμου μετὰ τὴν ἔλευση τῆς χάριτος, ἀρχικὰ παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ἀνώφελο, ἐνῶ στὸ τέλος δείχνει πὼς εἶναι βλαπτικό(37). Τὸ ἴδιο κάνει ὅταν πρόκειται νὰ ἀπαγγείλη κάποια κατηγορία. Δὲν δημοσιεύει ἐξ ἀρχῆς τὸ παράπτωμα. Ἐλέγχει τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα μετὰ ἀπὸ τὴν προσαγωγὴ ἀποδείξεων. Καὶ πάντοτε θεμελιώνει τὶς ἀποδείξεις του. Αὐτὴ τὴν τακτικὴ ἀκολουθεῖ, ὅταν πρόκειται νὰ ἐλέγξη τὸν ἀπόστολο Πέτρο γιὰ τὴν ὑποκριτικὴ στάση του σχετικὰ μὲ τὴν τήρηση κάποιων διατάξεων τοῦ νόμου μπροστὰ στοὺς ἰουδαῒζοντες χριστιανούς(38). Στὴν ἐξέλιξη τοῦ λόγου προβάλλει καὶ νέες, ἐπιπρόσθετες ἀποδείξεις. Κάνει παραινέσεις μὲ σχῆμα ἐπιπλήξεων. Χρησιμοποιεῖ τὴν εἰς ἄτοπον ἀπαγωγή(39). Ἀξιοποιεῖ αὐτόπτες μάρτυρες(40), ἀλλὰ καὶ ζωντανὰ παραδείγματα. Ἀρέσκεται στὴν ποικιλία τοῦ λόγου, γιὰ νὰ μὴν κουράζη(41). Χρησιμοποιεῖ τοὺς καταλλήλους ὅρους(42). Συμπλέκει τὰ ἐγκώμια μὲ τὶς κατηγορίες. Συγχρόνως ἐπαινεῖ καὶ ψέγει. Ἐπαινεῖ τοὺς Γαλάτες γιὰ τὴν πρώτη τους προθυμία καὶ τοὺς ψέγει γιὰ τὴν μετέπειτα ἀποστασία ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ Πίστη τοῦ Χριστοῦ(43).

Ὅλα τὰ παραπάνω ἀποδεικνύουν ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἀντιαιρετικὴ προσπάθεια τοῦ ἀποστόλου κινεῖται μὲσα στὰ πλαίσια ἑνὸς κατηρτισμένου καταπληκτικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖο βασίζεται σὲ συγκεκριμένες θεολογικές καὶ ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές. Διαβάζοντας κάποιος μὲ προσοχὴ τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι παρακολουθεῖ τὶς κινήσεις ἑνὸς νοικοκυρεμένου ἀνθρώπου, ἑνὸς εὐφυέστατου στρατηγοῦ ἤ ἐνὸς ἐμπειρότατου γιατροῦ, ὁ ὁποῖος γνωρίζει πολὺ καλὰ τὶ κάνει, γιατὶ τὸ κάνει καὶ πῶς τὸ κάνει.

Αὐτὸς ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν μεθοδικὸ τρόπο νὰ ἀσκῆ τὸ ποιμαντικό του λειτούργημα στὴν προσπάθειά του νὰ βοηθήση οὐσιαστικὰ τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων καὶ νὰ τὰ ἐπαναφέρη στὴ σωτήρια μάνδρα τοῦ Χριστοῦ.

2. Ἡ ὀρθὴ διάγνωση

Ὅπως τὸ πρῶτο μέλημα ἑνὸς καλοῦ στρατηγοῦ εἶναι νὰ ἐξασφαλίση τὴν ἀκριβῆ γνώση γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ ἐχθροῦ ἤ, καλύτερα, ἡ πρώτη ἐνέργεια ἑνὸς καλοῦ γιατροῦ εἶναι νὰ κάνη ὀρθὴ διάγνωση τοῦ ἀσθενοῦς, κατὰ παρόμοιο τρόπο στὴ στρατηγικὴ τοῦ σωστοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος τὸ πρῶτο βῆμα εἶναι ἡ ὀρθὴ διάγνωση τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία πραγματικὰ βρίσκονται τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐμφανίζεται στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἅγιο θυμό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη παρατήρηση ποὺ κάνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀρχίζοντας νὰ ἑρμηνεύη τὴν Ἐπιστολή: «Εἶναι γεμάτο ἀπὸ θυμὸ καὶ μεγάλη σφοδρότητα τὸ προοίμιο τῆς ἐπιστολῆς· καὶ ὄχι μόνον τὸ προοίμιο, ἀλλὰ σχεδὸν ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολή»(44). Κι αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ ἀπὸ ἀσφαλεῖς πληροφορίες ὁ ἀπόστολος εἶχε πολὺ καλὴ γνώση τῆς τραγικῆς καταστάσεως τῶν πλανεμένων Γαλατῶν. Γνώριζε μὲ ἀκρίβεια τόσο τὸ βάθος καὶ τὸ μέγεθος τοῦ ὀλισθήματός τους, ὅσο καὶ τὶς συνέπειες αὐτοῦ.

Ἀναφερόμενος στὸ γεγονὸς αὐτὸ, ὁ ἅγιος πατὴρ σημειώνει: «Αὐτὸ δὲν ἦταν οὔτε μικρὸ οὔτε ἀσήμαντο πρᾶγμα, διότι στὴν περίπτωση αὐτὴ οὔτε καὶ ὁ Παῦλος δὲν θὰ ἔδινε τόσο δυνατὸ χτύπημα… Ποιὸ λοιπὸν ἦταν τὸ ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖο τὸν ἐξήγειρε; Μεγάλο καὶ πολὺ βαρὺ καὶ τέτοιο ποὺ ἔκαμε ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ ὅλους αὐτούς»(45). Σχετικὰ δὲ μὲ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ ποὺ ὑπέστησαν οἱ πλανηθέντες Γαλάτες, ὁ ἐκκλησιαστικὸς πατὴρ τὸ συμπεραίνει καὶ ἀπὸ τὸ προοίμιο τῆς Ἐπιστολῆς: «Πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας, (γράφει). Διότι ὄχι μόνον μία πόλη, οὔτε δύο καὶ τρεῖς, ἀλλ᾿ ὁλόκληρο τὸ ἔθνος τῶν Γαλατῶν κατέτρωγε ἡ πυρκαγιὰ αὐτῆς τῆς πλάνης»(46).

Τὸ πόσο καλὸς γνώστης τῆς καταπτώσεως τῶν Γαλατῶν ἦταν ὁ ἀπόστολος καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὶς συγκρίσεις ποὺ κάνει ἀνάμεσα στὴν προηγούμενη καὶ στὴν τωρινή τους κατάσταση. Παρατηρεῖ σχετικὰ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Πάλι (ὁ ἀπόστολος) μὲ τὴν εὐκαιρία πρόσθεσε τὴν κατηγορία. Διότι, λέγει, ἐνῶ ἔπρεπε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου νὰ προοδεύσετε, ὄχι μόνον δὲν εἴχατε θετικὴ ἐπίδοση, ἀλλὰ καταντήσατε νὰ ὀπισθοχωρῆτε. Διότι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ μικρὰ ἀνεβαίνουν προχωρώντας στὰ μεγάλα. Ἐσεῖς ὅμως, ἐνῶ ἀρχίσατε ἀπὸ τὰ μεγάλα, καταντήσατε στὰ ἀντίθετα» (Εἰς Γαλάτας 3,2· ΕΠΕ 20,291).

Αὐτὴ ἡ ὀρθὴ διάγνωση βοηθεῖ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ περιγράψη στὴν ἐπιστολὴ μὲ ἀκρίβεια τὴν κατάσταση τῶν θυμάτων τῆς αἱρέσεως στὴ Γαλατία (Γαλ. 1,6), ὅπως τὴν παρουσιάζει ἑρμηνευτικὰ καὶ ἐπιγραμματικὰ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε ὅτι καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα ἀπομακρύνονται, παραθέτει δύο κατηγορίες· ὅτι δηλαδὴ μετατέθηκαν καὶ ὅτι τάχιστα μετατέθηκαν» (Εἰς Γαλάτας 1,7· 20,189).

Πολὺ σημαντικὴ στὴν πνευματικὴ στρατηγικὴ εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος νὰ ἀντιλαμβάνεται ἔγκαιρα τὴν αἱρετικὴ ἐκτροπὴ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνευρίσκει τὴν πραγματικὴ αἰτία, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁδηγήθηκαν ἐκεῖ τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μὲ τὴν βαθύτατη πνευματικὴ διεισδυτικότητα ποὺ τὸν διακρίνει, βρίσκει τὴ βασικὴ αἰτία ἐκτροπῆς τῶν Γαλατῶν χριστιανῶν, τὴν ὁποία ἐπισημαίνει πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Τὶ σημαίνει, πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη; Πολὺ βαθιὰ τοὺς πλήγωσε ἐδῶ μὲ τὸ νὰ φανερώση ὅτι ἡ διείσδυση ὅλων αὐτῶν ἔγινε ἐπειδὴ δὲν ρίζωσε ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό… Ὡσὰν νὰ ἔλεγε, Ἐὰν εἴχατε ἀγαπήσει τὸν Χριστὸ ὅπως ἔπρεπε, δὲν θὰ εἴχατε αὐτομολήσει πρὸς τὴ δουλεία, οὔτε θὰ εἴχατε ἐγκαταλείψει Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐξηγόρασε… Ὑπαινίσσεται ἐδῶ καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐπιβουλεύονται, δείχνοντας ὅτι καὶ ἐκεῖνοι, ἐὰν εἶχαν ἀγάπη πρὸς αὐτούς, δὲν θὰ εἶχαν τολμήσει νὰ κάνουν αὐτά»(47). Σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο, ἐξηγώντας ὁ ἅγιος πατήρ τὸν ἀποστολικὸ λόγο, «Διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. 5,13), γράφει: «Πάλι ἐδῶ ὑπαινίσσεται ὅτι αἰτία αὐτῆς τῆς πλάνης ὑπῆρξε γι᾿ αὐτοὺς ἡ φιλονεικία καὶ ἡ διχόνοια καὶ ἡ φιλαρχία καὶ ἡ μωρία, διότι ἡ μητέρα τῶν αἱρέσων εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς φιλαρχίας»(48).

Γίνεται λοιπὸν ὁλοφάνερο ὅτι ἡ ὀρθὴ διάγνωση τῆς καταστάσεως τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, μαζὶ μὲ τὴν ἐπισήμανση τῶν βασικῶν της αἰτίων, ἀποτελεῖ τὴν θεμελιακὴ ὑποδομή, γιὰ νὰ μπορέση στὴ συνέχεια ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν νὰ προβῆ σ᾿ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες θεραπευτικὲς του ἐνέργειες.

3. Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀπάτης

Μετὰ τὴν ὀρθὴ διάγνωση τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία βρίσκονται τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ἐπισήμανση τῶν κυρίων αἰτίων, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν ἔχει χρέος νὰ ἀποκαλύψη τὴν ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν. Βέβαιος πλέον ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δροῦν στὴν περιοχή του καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν προπαγάνδα, ἀποκαλύπτει ἀπροκάλυπτα τὶς πλανεμένες τους θέσεις.

Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Προβαίνει μὲ παρρησία στὴν ἀποκάλυψη τῆς αἱρετικῆς πλάνης καὶ κατηγορεῖ τοὺς πρωταιτίους ὅτι «θέλουν νὰ διαστρέψουν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ»(49). Δηλώνει εὐθέως ὅτι τὸ εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο καλοῦν τοὺς Γαλάτες χριστιανοὺς νὰ πιστέψουν, εἶναι «ἕτερον εὐαγγέλιον»(50), δηλαδὴ ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ ἴδιος, καὶ ἑπομένως ἀπατηλό.

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀναφέρεται ἑρμηνευτικὰ καὶ στὶς προθέσεις μὲ τὰ ὕπουλα σχέδια τῶν αἱρεσιαρχῶν. Παρατηρεῖ ὅτι «ὅσοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν πιστεύσει, κατεχόμενοι ὅμως ἀπὸ τὴν προκατάληψη τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ ταυτόχρονα μεθυσμένοι ἀπὸ κενοδοξία, γεμάτοι ἐπιθυμία νὰ περιβληθοῦν οἱ ἴδιοι τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου, πῆγαν κοντά τους καὶ τοὺς δίδαξαν ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνωνται καὶ νὰ τηροῦν τὰ Σάββατα καὶ τὶς νουμηνίες καὶ νὰ μὴν ἀνέχονται τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος τὰ καταργεῖ ὅλα αὐτά. Διότι ἔλεγαν ὅτι ὅσοι εἶναι μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἦταν οἱ πρώτοι ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἔζησαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό… δὲν τὰ ἐμποδίζουν αὐτά… Ἀλλ᾿ οἱ ἀπατεῶνες, μὴ λέγοντας τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ αὐτὸς (ὁ Παῦλος) καὶ ἐκεῖνοι ἔδειχναν συγκατάβαση, ἐξαπατοῦσαν τοὺς ἀφελεστέρους»(51).

Μαζὶ μὲ τὴν μεγάλη ἀπάτη, ὁ Ἀπόστολος ἀποκαλύπτει καὶ τὴν μέθοδο τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦν οἱ αἱρεσιάρχες, γιὰ νὰ ἐξαπατήσουν τὰ θύματά τους. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «Δὲν εἶπεν (ὁ Παῦλος) ὅτι μετατίθεσθε ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ σᾶς ἐκάλεσε… Διότι ἐκεῖνοι ποὺ ἤθελαν νὰ τοὺς ἐξαπατοῦν, δὲν τὸ ἔκαναν αὐτὸ διὰ μιᾶς, ἀλλὰ λίγο λίγο, χωρὶς νὰ τοὺς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ γράμμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν οὐσία. Διότι τέτοια εἶναι ἡ πλάνη τοῦ διαβόλου, νὰ μὴν τοποθετεῖ ἀκάλυπτες τὶς παγίδες»(52).

Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἐπὶ πλέον ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ ἐπισημαίνει στοὺς ἀναγνῶστές του καὶ τὶς σοβαρὲς συνέπειες, τοὺς φοβεροὺς κινδύνους, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀποδοχὴ τῆς πλάνης. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἀφοῦ λοιπὸν τὰ ἀπέδειξε αὐτά, ἐκθέτει ὕστερα τὸ συμπέρασμα, ἐπικρέμοντας καὶ τὸν ἔσχατο κίνδυνο. Διότι, ὅταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος προσφεύγει στὸν νόμο, ἐνῶ δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ ἀπὸ αὐτὸν, καὶ ἔτσι ἐκπίπτει ἀπὸ τὴ χάρη, τὶ ἄλλο τοῦ μένει παρὰ κατ᾿ ἀνάγκη ἡ κόλαση;»(53).

Ἐπειδὴ ἡ πλάνη εἶναι ἡ οὐσία τῆς αἱρέσεως καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὴν ἀποτελεῖ βασικὸ στόχο τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος, ἡ ἀποκάλυψή της μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ κύρια διαδικασία στὴν προσπάθεια αὐτή. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο ἡ ἀποκάλυψη νὰ γίνη μὲ τὴν δέουσα προσοχή, στὸν κατάλληλο χρόνο καὶ μὲ τὸν ἁρμόζοντα χριστιανικὰ τρόπο. Ὅταν ἡ ἀποκάλυψη τῆς πλάνης γίνεται ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ποιμένα μὲ παρρησία, μὲ πειστικὰ ἐπιχειρήματα καὶ χωρὶς ἐμπάθεια, τότε τὰ θύματα ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ προβληματισθοῦν καὶ, ἐὰν διαθέτουν καλὴ προαίρεση, σίγουρα νὰ βοηθηθοῦν.

4. Ὑπόμνηση τῆς πρώτης σχέσεως μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ποιμένα τους

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ γίνονται θύματα τῶν αἱρέσεων εἶναι ποικίλοι καὶ ἔχουν πάντοτε τὴ δική τους ἱστορία. Ἐμᾶς μᾶς ἐνδιαφέρουν κυρίως ἐκεῖνοι ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτοὶ ἦταν κάποτε συνδεδεμένοι μαζί της. Βαπτίστηκαν σ᾿ αὐτὴν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ αὐτὴν τὸ Ἅγιον Χρῖσμα. Ἀπέκτησαν μέσα σ᾿ αὐτὴν κάποιες ἐμπειρίες, μικρές ἤ μεγαλύτερες. Τὸ καίριο βέβαια ἐρώτημα εἶναι κατὰ πόσον συνδέθηκαν ζωντανὰ ἤ κατὰ πόσον διατήρησαν τὸν σύνδεσμο αὐτὸ μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἔχει προηγηθῆ ἡ ζωντανὴ αὐτὴ σχέση καὶ μετὰ ἀκολούθησε ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια μὲ τὴν ἐξαπάτηση τῶν αἱρεσιαρχῶν, τότε ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν ἔχει στὰ χέρια του ἕνα σταθερὸ σημεῖο ἐπαφῆς καὶ ἕνα ἰσχυρότατο ὅπλο γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ στόχου του.

Παρατηροῦμε ὅτι στὴν περίπτωση τῶν Γαλατῶν ὁ ἀπόστολος Παῦλος στηρίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν προσπάθειά του γιὰ τὴ διόρθωσή τους στὶς πνευματικὲς σχέσεις ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δημιουργηθῆ ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς τῆς Γαλατίας καὶ στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, σ᾿ αὐτοὺς καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἀπόστολο καὶ ἰδρυτή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δείχνουν τὰ λόγια του, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς τὰ ἀπευθύνει: «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τὶς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθε, οἷς κατ᾿ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστός προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;»(54) «…καὶ τὸν πειρασμὸν μου τὸν ἐν τῇ σαρκὶ οὐκ ἐξουθενήσατε, ἀλλ᾿ «ὡς ἄγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν. Τὶς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἄν ἐδώκατέ μοι»(55). Ὅλοι οἱ παραπάνω λόγοι, τοὺς ὁποίους χρησιμοποιεῖ θεραπευτικὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παραπέμπουν στὴν πρώτη πνευματικὴ σχέση, ποὺ εἶχε μὲ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας, ἀπὸ τότε ποὺ πρῶτος τοὺς μύησε στὴν ἀληθινὴ Πίστη, καὶ τὴν ὁποία ἀξιοποιεῖ ὡς ἀφετηρία γιὰ νὰ ἐπιτελέση τὴν σωτήρια διακονία του.

Ἐὰν ἡ ἔλλειψη καλῶν σχέσεων τῶν πιστῶν μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸν ποιμένα της εὐνοῆ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια καὶ δυσκολεύη τὴν ἐπάνοδό τους σ᾿ αὐτήν, ἡ ἀπουσία τοῦ ποιμένος εἶναι αὐτὴ ποὺ συντελεῖ τὰ μέγιστα καὶ στὰ δύο. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑπομνηματίζοντας τοὺς λόγους τοῦ ἀποστόλου, «Καλὸν τὸ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε, καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναι με πρὸς ὑμᾶς»(56): «Ἐδῶ δηλαδὴ ὑπαινίσσεται ὅτι ἡ ἀπουσία του ἀπεργάσθηκε αὐτὰ καὶ ὅτι τὸ ἄξιον ἐπαίνου αὐτὸ εἶναι, δηλαδὴ ὄχι μόνον ὅταν εἶναι παρών ὁ διδάσκαλος νὰ ἔχουν οἱ μαθηταὶ τὴν πρέπουσα γνώμη ἀλλὰ καὶ ὅταν λείπη»(57).

Οἱ παραπάνω ἀλήθειες τονίζουν τὴν μεγάλη εὐθύνη τοῦ ποιμένος τῆς Ἐκκλησίας νὰ συνεργῆ, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ συνδέονται πραγματικὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι τυπικὰ. Εἶναι διαπιστωμένο ὅτι μία ἀπὸ τὶς κύριες αἰτίες ἀπομακρύνσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ προσχωρήσεώς τους σὲ κάποια ἀπὸ τὶς αἱρέσεις εἶναι ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς σχέσεως των μὲ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν λείπη ἡ πρώτη ζωντανὴ βιωματικὴ σχέση μεταξὺ πιστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, μεταξὺ πιστοῦ καὶ ποιμένος, μεταξὺ αὐτῶν τῶν πιστῶν, τότε ὁ πιστὸς καὶ εὔκολα ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δύσκολα ἐπανέρχεται σ᾿ αὐτήν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ λείπει ἀπὸ τὸν ποιμένα μία σταθερὴ βάση, ἐπάνω στὴν ὁποία θὰ σταθῆ γιὰ νὰ ἐπικοινωνήση μὲ ὅσους παρασύρθηκαν, καὶ νὰ βρῆ ἔτσι τὴ δυνατότητα νὰ ἐργασθῆ ἀποτελεσματικὰ γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους. Ἀντίθετα ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθῆ τὴν παλαιὰ καλὴ σχέση τῶν θυμάτων μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο. Καὶ μόνη ἡ ὑπόμνηση αὐτὴ ἔχει τεράστια δύναμη νὰ κινητοποιήση τὰ ἐσωτερικὰ ἀποθέματα τῶν θυμάτων, ὥστε νὰ προβληματισθοῦν ἀρχικὰ καὶ ὕστερα ἴσως ἀποφασίσουν τὴν ἐπιστροφή τους.

5. Ὁ διακριτικὸς ἔλεγχος

Ἀπαραίτητο στοιχεῖο στὴ στρατηγικὴ τοῦ καλοῦ ποιμένος, στὴν προσπάθειά του νὰ βοηθήση τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χαρίσματος τῆς διακρίσεως, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ πνευματικότητος. Τέλειο πρότυπο διακριτικῶν ἐνεργειῶν σὲ κάθε περίπτωση εἷναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ καὶ μιμεῖται πιστὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ του ἀποτελεῖ μνημεῖο γιὰ τὶς διακριτικὲς ἐνέργειες τοῦ ἀποστόλου στὴν προσπάθειά του νὰ βοηθήση τὰ θύματα τῶν ἰουδαϊζόντων αἱρετικῶν.

Ἡ διακριτικὴ στάση τοῦ Ἀποστόλου φαίνεται πρῶτα-πρῶτα στὴν ἐλαστικότητα τοῦ λόγου του. Ἄλλοτε ἐπιπλήττει τοὺς Γαλάτες χρησιμοποιώντας βαρύτατους χαρακτηρισμούς, ὅπως, «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τὶς ὑμᾶς ἐβάσκανε…»(58), καὶ ἄλλοτε ὁμιλεῖ πρὸς τοὺς ἰδίους μὲ ἐκπληκτικὴ τρυφερότητα, ὅπως, «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ὑμῖν…»(59).

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει γιὰ τὸν ἀπόστολο ὅτι «ἐπειδὴ τὰ ἐγνώριζε αὐτά, βαδίζοντας στὰ ἴχνη τοῦ Διδασκάλου του, ἐποίκιλε τὸν λόγο ἀναλόγως πρὸς τὴν ἀνάγκη τῶν μαθητῶν, ἄλλοτε μὲν κατακόπτοντας καὶ καυτηριάζοντας, καὶ ἄλλοτε θέτοντας ἐπάνω στὶς πληγὲς φάρμακα ποὺ καταπράϋναν»(60). Ἐξηγώντας δὲ τὴν τακτικὴ αὐτὴ τῆς διακρίσεως, ὁ ἱερὸς πατὴρ συμπεραίνει: «Διότι τὸ νὰ ὀργίζεται κανεὶς γιὰ πράγματα ἀσήμαντα εἶναι ἴδιον ἀνθρώπου μικρόψυχου καὶ σκληροῦ καὶ ἀθλίου. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ νὰ ἀδιαφορῆ κανεὶς γιὰ τὰ μεγάλα εἶναι ἴδιον ὀκνηροῦ καὶ κοιμισμένου. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος δὲν ἦταν τέτοιος»(61). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν διακριτικός. Γνώριζε νὰ ὁμιλῆ ὅχι μόνον ἀνάλογα μὲ τὴ σημασία τοῦ ζητήματος, ἀλλὰ καὶ στὸν κατάλληλο χρόνο. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισημαίνει πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Διότι γνώριζε στὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ λέγη κάτι μεγάλο καὶ ὑψηλὸ γιὰ τὴ διόρθωση τῶν μαθητῶν»(62).

Ἡ διακριτικὴ στάση τοῦ Ἀποστόλου εἶναι φανερὴ σὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες τῶν ἐνεργειῶν του. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐλέγχει εὐγενικὰ τοὺς Γαλάτες, ποὺ παρασύρθηκαν. «Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε»(63). Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἑρμηνεύει: «Δὲν λέγει ρητὰ γιὰ νὰ μὴ γίνη φορτικός, ἀλλὰ ἐνῶ γνωρίζει ὅτι γίνεται αὐτό, τὸ λέγει ὅμως μὲ ἀμφιβολία»(64).

Ἡ διάκριση ἐπίσης ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση γιὰ νὰ ἑρμηνευθῆ ὀρθὰ τὸ κρίσιμο ζήτημα τῆς σχέσεως Νόμου καὶ Χάριτος, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴ βάση τῆς διαμάχης μεταξὺ ἀποστόλου καὶ ἰουδαϊζόντων αἱρετικῶν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὸ γνωστὸ παράδειγμα τοῦ παιδαγωγοῦ, στὸ ὁποῖο γίνεται φανερὴ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς διακρίσεως. «Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν»(65), γράφει. Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ: «Ἐὰν λοιπὸν ὁ νόμος εἶναι παιδαγωγὸς καὶ ἐφρουρούμεθα κλεισμένοι κάτω ἀπὸ αὐτόν, ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν χάρη, ἀλλὰ εἶναι καὶ συνεργός. Ἐὰν ὅμως, ἐνῶ ἦλθεν ἡ χάρη, ἐπιμένη νὰ ἰσχύη, τότε εἶναι ἀντίθετος»(66). Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ ὁ ἅγιος πατὴρ προσθέτει καὶ ἕνα δικό του παράδειγμα. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ λύχνος, ἀφοῦ φώτισε τὴ νύχτα, ἐάν, ὅταν ἔλθη ἡ ἡμέρα μᾶς ἀναγκάζη νὰ μὴ βλέπουμε τὸν ἥλιο, ὄχι μόνον δὲν μᾶς προσφέρει κάτι, ἀλλὰ μᾶς καταστρέφει, ἔτσι καὶ ὁ νόμος, ὅταν γίνεται ἐμπόδιο στὰ μεγαλύτερα»(67).

Ὅλα τὰ παραπάνω δείχνουν ὅτι ἡ διακριτικὴ ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων εἶναι πολλαπλὰ χρήσιμη καὶ ἀποτελεσματική. Ἀξίζει ἐπίσης νὰ παρτηρηθῆ ὅτι μπορεῖ ἡ διάκριση νὰ χρησιμοποιηθῆ τόσο στὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν ἴδιων τῶν θυμάτων, ὅσο καὶ στὴν ἐπιχειρηματολογία γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως δίνει στὸν ἐκκλησιαστικὸ ποιμένα τὴν δυνατότητα νὰ κινεῖται μὲ εὐελιξία καὶ νὰ ἀντιμετωπίζη ὀρθὰ καὶ μὲ ἐπιτυχία δύσκολα ζητήματα ποὺ προκύπτουν στὴν θεραπευτική του προσπάθεια.

6. Ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ αὐτεξουσίου τῶν θυμάτων

Γιὰ τὴ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀπαραίτητο νὰ λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, ἀφοῦ τὰ θύματα εἶναι ἀνθρώπινα πρόσωπα. Χαρακτηριστικὸ δὲ γνώρισμα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι τὸ αὐτεξούσιό του, ὡς τὸ πολυτιμότερο δῶρο τοῦ Δημιουργοῦ πρὸς αὐτό. Εἶναι αὐτονόητο ἑπομένως ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν, ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξη τὴν πορεία ὅσων παρασύρθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἀγνοήση οὔτε νὰ καταπιέση τὸ αὐτεξούσιό τους. Ὁ μόνος σωστὸς δρόμος, τὸν ὁποῖο ὀφείλει νὰ ἀκολουθήση, εἶναι νὰ ἐνεργοποιήση τὸ αὐτεξούσιό τους καὶ νὰ τοὺς ὑποδείξη τὴ σωστὴ κατεύθυνση, πρὸς τὴν ὁποία πρέπει ἐλεύθερα νὰ πορευθοῦν. Αὐτὸ ἐξ ἄλλου εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας.

Αὐτὴν τὴν τακτικὴ ἀκολουθεῖ μὲ συνέπεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς Γαλάτες ὡς θύματα τῶν ἰουδαϊζόντων αἱρετικῶν. Συγκεκριμένα, ὅταν ἀναφέρεται στὸ ἄδικο τοῦ κόπου του, ἐφ᾿ ὅσον ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν τὸν ἴδιο καὶ τὴ διδασκαλία του, δὲν τὸ λέγει αὐτὸ μὲ ἀπολυτότητα, ἀλλὰ μὲ κάποια ἐπιφύλαξη: «φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς»(68). Αὐτὸ τὸ κάνει, ἐπειδὴ σκοπός του δὲν εἶναι νὰ τοὺς καταδικάση, ἀλλὰ νὰ ἐνεργοποιήση τὸ αὐτεξούσιό τους, ὥστε νὰ ἀποφασίσουν οἱ ἴδιοι τὴν διόρθωσή τους. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐξάγει ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τὰ δικά του συμπεράσματα: «Λέγοντας δέ “φοβοῦμαι” καὶ προσθέτοντας τὸ “μήπως” καὶ σὲ στενοχώρια τοὺς ἔβαλε καὶ σὲ ἀγαθὲς ἐλπίδες τοὺς ὡδήγησε… Διὰ τοῦτο φοβοῦμαι, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀπελπισθῆ, διότι ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται νὰ διορθώσετε τὸ πᾶν καὶ νὰ ἐπανέλθετε στὴν προηγούμενη γαλήνη»(69).

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ ἐκκλησιαστικὸς πατὴρ ἐξηγεῖ καὶ τὸν ἄλλο λόγο ποὺ ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος στοὺς Γαλάτες, «Θαυμάζω ὅτι ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον»(70): «Δὲν εἶπε “ἔχετε μετατεθῆ”, ἀλλὰ “μετατίθεσθε”. Δηλαδὴ, δὲν πιστεύω, οὔτε θεωρῶ ὅτι ἔχει ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀπάτη. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ ξανακερδηθοῦν. Αὐτὸ λοιπὸν προχωρώντας τὸ λέγει σαφέστερα· “Ἔχω πεποίθηση στὸν Κύριο ὅτι δὲν θὰ ἔχετε διαφορετικὴ γνώμη” (Γαλ. 5,10)»(71). Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ ἀφήνει περιθώρια στοὺς Γαλάτες, μὲ σκοπὸ νὰ κινήση τὴ δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου τους καὶ ἐλεύθερα νὰ ἀποφασίσουν τὴν ἐπιστροφή τους.

Μὲ ἄλλη πάλι εὐκαιρία ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει τὴν ἐμπιστοσύνη του στοὺς παρασυρθέντες Γαλάτες ὅτι μποροῦν νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ἀλήθεια. Καὶ ἐδῶ γιὰ μᾶς ἡ βοήθεια τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου εἶναι σημαντική: «”Ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Χριστῷ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε” (Γαλ. 5,10)… Δὲν εἶπε “Γνωρίζω”, ἀλλά “Ἔχω τὴν πεποίθηση”. Πιστεύω στὸν Θεό, λέγει, καὶ ζητώντας τὴ συμμαχία Ἐκείνου ἐλπίζω ὅτι θὰ διορθωθῆτε»(72). Ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀποστόλου στὰ θύματα τῶν αἱρετικῶν γιὰ τὴν δυνατότητα ἐπιστροφῆς τους στηρίζεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνθρωπολογία, ἡ ὁποία γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, ὥστε νὰ ἔχη τὴν δυνατότητα διορθώσεως, ἐὰν συνεργασθῆ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν δὲν πρέπει ποτὲ νὰ χάνη τὴν ἐλπίδα του γιὰ τὴν διόρθωση καὶ τὴν ἐπιστροφὴ ἐκείνων ποὺ παρασύρθηκαν στὴν αἵρεση. Ὀφείλει νὰ πιστεύη στὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖται μὲ τὴν συνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου αὐτεξουσίου, καὶ ἑπομένως ἀδιάκοπα νὰ εὔχεται καὶ νὰ ἀγωνίζεται κατάλληλα γιὰ τὴν ἐπάνοδό τους στὴ μάνδρα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας.

7. Ἡ χρήση ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν θυμάτων καὶ τοῦ ποιμένος

Γιὰ νὰ κινητοποιηθῆ εὐκολώτερα τὸ αὐτεξούσιο τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων συντελεῖ σ᾿ αὐτὸ σημαντικά ἡ ἀξιοποίηση τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας. Εἶναι ἰδιαίτερα ἀποτελεσματικὸ τὸ νὰ ἀναφέρεται ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας στὴν δική τους, τὴν προσωπικὴ ἱστορία, καὶ νὰ χρησιμοποιῆ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν δική τους ζωὴ καὶ ἐμπειρία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ εὐκολώτερα προσελκύει τὴν προσοχή τους, ἀλλὰ καὶ πειστικώτερος γίνεται γιὰ τὰ ὅσα λέγει.

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι τὴ μέθοδο αὐτὴ τὴν χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετωπίζοντας τοὺς παρασυρμένους Γαλάτες. Καθὼς ἑρμηνεύει τὸν ἀποστολικὸ λόγο, «τοσαῦτα ἐπάθετε εἰκῆ; εἴ γε καὶ εἰκῆ»(73), τὸν συνδέει μὲ τοὺς προσωπικοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ παθήματά τους: «Αὐτὸ εἶναι χτύπημα πολὺ βαρύτερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο, διότι δὲν εἶχε τόση δύναμη ἡ ἀνάμνηση τῶν θαυμάτων, ὅσο ἡ ἐπίδειξη τῶν ἀγώνων καὶ τῶν παθημάτων γιὰ τὸν Χριστό. Διότι ὅλα ἐκεῖνα, λέγει, ὅσα ὑπομείνατε, θέλουν νὰ τὰ μετατρέψουν σὲ ζημία σας αὐτοὶ καὶ νὰ ἁρπάξουν ἀπὸ σᾶς τὸ στεφάνι τῆς νίκης»(74). Ποιὰ ἄλλη ἐμπειρία θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πιὸ ζωντανὴ γιὰ τοὺς Γαλάτες ἀπὸ τὰ ὅσα οἱ ἴδιοι ἔπραξαν καὶ ὑπέφεραν γιὰ τὴν Πίστη;

Ὅταν ὁ ἀπόστολος φθάνη νὰ ἀντιμετωπίση τὸ καίριο ζήτημα ποὺ ἀπασχολεῖ τοὺς Γαλάτες, αὐτὸ τοῦ Νόμου, καταφεύγει πάλι στὴν δική τους ἱστορία καὶ συγκρίνει τὶς δικές τους πράξεις πρὶν τὴν εἰσβολὴ τῶν αἱρεσιαρχῶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν. Ἐρωτᾶ λοιπόν ρητορικά: «Τοῦτο θέλω μαθεῖν ἀφ᾿ ὑμῶν, ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβετε ἤ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;»(75). Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπεξηγεῖ: «Ἐλάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, λέγει. Ἀξιωθήκατε νὰ κάμετε πράγματα ποὺ ἀπαιτοῦν ὑπεράνθρωπη δύναμη. Ἐπετελέσατε θαύματα ἀνασταίνοντες νεκρούς, καθαρίζοντες λεπρούς, προφητεύοντας, γλωσσολαλώντας… Εἴχατε ἀξιωθῆ τόσο μεγάλης δωρεᾶς καὶ εἴχατε ἐπιτελέσει τόσα θαύματα, ἐπειδὴ φυλάξατε τὸν Νόμο ἤ ἐπειδὴ τηρήσατε τὴν Πίστη; Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπειδὴ τηρήσατε τὴν Πίστη»(76).

Ἰδιαίτερα ἐπιμένει ὁ ἀπόστολος νὰ ὑπενθυμίζη τὶς ἴδιες τὶς δικές τους ἐκδηλώσεις ἀγάπης στὸ πρόσωπό του, οἱ ὁποῖες σίγουρα συνδέονταν μὲ τὶς πιὸ δυνατὲς ἐμπειρίες τῶν Γαλατῶν: «Μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι, εἰ δυνατόν, τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἄν ἐδώκατέ μοι. Ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν;»(77). Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπεξηγεῖ ἐρωτηματικά: «Ποιὸς σᾶς ἐξαπάτησε, λέγει, καὶ σᾶς ἔπεισε νὰ ἀλλάξετε θέση ἀπέναντί μου; Δὲν εἶσθε σεῖς οἱ ὁποῖοι μὲ περιβάλλατε καὶ μὲ φροντίζατε περισσότερο ἀπὸ τὰ μάτια σας; Τὶ συνέβη τώρα; Ἀπὸ ποῦ ἡ ἔχθρα; Ἀπὸ τὸ ὅτι εἶπα σὲ σᾶς τὴν ἀλήθεια;»(78).

Μαζὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν θυμάτων ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀξιοποιεῖ καὶ τὴ δική του ἐμπειρία, αὐτὴ ποὺ ἔχει κοινὰ σημεῖα μὲ τὴν ἀντίστοιχη τῶν θυμάτων. Εἶναι ἀξιοσημείωτη στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ παρτήρηση τοὺ ἁγίου Χρυσοστόμου: «Ὕστερα, ὡσὰν νὰ ἁπλώνη τὸ χέρι του σὲ ἀνθρώπους ποὺ κινδυνεύουν, φέρει μπροστά τους τὸν ἑαυτό του λέγοντας, “Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς”… Εἶναι ὡσὰν νὰ τοὺς λέγη· “Κι ἐγὼ παλαιότερα τὰ ἴδια πάθαινα· φλογιζόμουν ὑπερβολικὰ γιὰ τὸν νόμο, ἀλλὰ ὕστερα δὲν φοβήθηκα νὰ τὸν ἐγκαταλείψω”»(79).

Εἶναι εὔλογο ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ δράση πιὸ ἀποτελεσματικὰ γιὰ τὸν προβληματισμὸ τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, ὅσο τὸ νὰ εὑρεθοῦν οἱ ἴδιοι ἀντιμέτωποι μὲ τὶς δικές τους καλὲς ἐμπειρίες, στὶς ὁποῖες ἔχει ἐμπλακεῖ καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ποιμένος. Τὸ πρῶτο ὅμως ζητούμενο εἶναι νὰ ὑπάρχουν αὐτὲς ἀποθηκευμένες μέσα τους, καὶ ὕστερα ἡ πνευματικὴ ἱκανότητα τοῦ ποιμένος νὰ τὶς ἀξιοποιήση κατάλληλα.

8. Ἡ ἐκδήλωση ἔμπρακτης ἀγάπης

Ἕνα ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα ἐπίσης καὶ ἀποτελεσματικότατα μέσα, ποὺ ὀφείλει νὰ χρησιμοποιήση ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμήν, εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη του πρὸς τὰ θύματα τῶν αἱρετικῶν. Κι ὅταν μιλοῦμε γιὰ ἀγάπη δὲν ἐννοοῦμε ἐκείνη ποὺ ἐξαντλεῖται σὲ λόγους ἤ σὲ συναισθηματικὲς ἐξάρσεις, ἀλλ᾿ αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ καρπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ὡς πράξη ξεπερνᾶ τὰ φυσικὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀγκαλιάζει ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς αὐτοῦ ποὺ τὴν ἔχει. Ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καταλυτική. Ὅταν στὴν κατάλληλη ὥρα καὶ καὶ μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο ἀγγίζη τὶς εὐαίσθητες χορδὲς τῆς καρδιᾶς τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, μπορεῖ νὰ κάνη ἀληθινὰ θαύματα.

Γνωρίζοντας τὴν τεράστια δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἀξιοποιεῖ ἀφειδώλευτα στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῶν παρασυρμένων Γαλατῶν. Δείχνει πρῶτα πρῶτα τὴν ἀγάπη του μὲ τὰ ὅσα ὑποφέρει γι αὐτούς. Γι αὐτὴν τὴν ἀλήθεια σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε προσηνέστερο, τίποτε γλυκύτερο καὶ φιλοστοργώτερο τῆς ἁγίας ἐκείνης ψυχῆς (τοῦ Παύλου)… Εἶδες πνευματικὴν σύνεσιν; Θέτοντας δηλαδὴ τὸν ἑαυτό του καὶ σὲ θέση ἀπολογίας, πάλι τοὺς ἐντροπιάζει δείχνοντας πόσα ὑπέστη γι αὐτούς»(80). Καὶ ἀλλοῦ παρατηρεῖ: «Εἶδες ἀποστολικὴ εὐσπλαχνία; Ἐκεῖνοι ἐκλονίζονταν καὶ αὐτός τρέμει καὶ φοβεῖται»(81).

Μία ἁπλῆ ἀνάγνωση εἶναι ἀρκετὴ νὰ καταδείξη ὅτι ὁλόκληρη ἡ πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της, ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς γνήσιας ἀγάπης τοῦ ἀποστόλου πρὸς τὰ θύματα τῶν αἱρετικῶν ἰουδαϊζόντων, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ἄλλοτε μὲ αὐστηρότητα, ἄλλοτε μὲ ἐπιείκεια, ἄλλοτε μὲ πατρικὲς συμβουλές, καὶ ἄλλοτε μὲ πόνο καὶ θρῆνο γιὰ τὴ μεγάλη ἐκτροπή. Αὐτὴ ἡ ἁγιοπνευματικὴ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ κάνει τὸν ἀπόστολο ἀνήσυχο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν Γαλατῶν, ἀλλὰ καὶ κάποτε τὸν ταπεινώνει μπροστὰ στὰ πνευματικά του παιδιά, ποὺ παρασύρθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχες. Ὅλα αὐτὰ ἐκφράζονται συμπυκνωμένα στὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου γράφει ὁ ἀπόστολος: «Ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί»(82). Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος συμπεραίνει: «Σκέψου πόση ὀδύνη κατέχει τὴ μακαρία ἐκείνη ψυχή. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν πένθος, ἀφοῦ ἔχασαν κάποιον ἀπὸ τοὺς οἰκείους, ἤ ὑπομένουν κάτι ἀπὸ τὰ ἀπροσδόκητα, οὔτε τὴ νύχτα ἡσυχάζουν οὔτε τὴν ἡμέρα… ἔτσι καὶ ὁ μακάριος Παῦλος, ἀφοῦ εἶπε λίγα γιὰ τὰ ἤθη, ἐπανέρχεται πάλι στὰ προηγούμενα, αὐτὰ ποὺ περισσότερο ταράσσουν τὴν ψυχή του»(83).

Εἶναι πάμπολλα τὰ θύματα τῶν αἱρέσεων, τὰ ὁποῖα ἐξαπατήθηκαν ἐπειδὴ ἀναζητοῦσαν τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη ποὺ στερήθηκαν, καὶ πίστεψαν σὲ κάποια στιγμὴ ὅτι τοὺς τὴν προσφέρουν οἱ αἱρετικοί. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη ὡς καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀπαραίτητο ἐφόδιο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ ἀνταποκριθῆ τόσο στὶς ἄλλες ἀπαιτήσεις τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, ὅσο καὶ στὴν ἀπαίτηση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων, τὰ ὁποῖα συνήθως διψοῦν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

9. Ἡ ἀξιοποίηση τῆς Κανονικῆς Διδαχῆς καὶ τῆς Λειτουργικῆς Προσευχῆς

Ἀναμφισβήτητα, τὸ ἰσχυρότερο ὅπλο στὰ χέρια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος εἶναι ἡ ἐξουσία διαχείρισης τῆς Κανονικῆς Διδαχῆς καὶ τῆς Λειτουργικῆς Προσευχῆς. Τὴν ἐξουσία αὐτὴ τὴν ἔχει ὡς ἐπίσημος ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἴδιος ὁ ποιμὴν, ὄχι ἁπλῶς κατέχει θεωρητικὰ τὴν Διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν»(84), ἀλλὰ τὴν ἔχει συγχρόνως κάμει βίωμα καὶ πράξη, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅταν ἀσκεῖται στὴν προσευχή καὶ ζῆ μέσα στὸ κλῖμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, τότε μπορεῖ νὰ διεξάγη τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων στηριγμένος σὲ πανίσχυρες καὶ ἀποτελεσματικὲς δυνάμεις.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὡς τέλειος γνώστης τοῦ Νόμου, ὅπως καὶ τῆς Διδαχῆς τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία δέχθηκε ἀποκαλυπτικὰ ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ γεμάτος ἐμπειρίες ἀπὸ τὴ βίωση τῆς Διδαχῆς καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του, ἀξιοποιεῖ αὐτὰ τὰ δύο ὡς εὔχρηστα ἐργαλεῖα στὴ μεγάλη του προσπάθεια νὰ βοηθήση τὰ θύματα τῶν αἱρετικῶν στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Γαλατῶν. Μία ἁπλῆ ἀνάγνωση τῆς πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς δείχνει πὼς ὁ ἀπόστολος εἶναι τέλειος κάτοχος τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, καὶ πὼς ἐπίσης γνωρίζει πολὺ καλὰ τὶς διαφοροποιήσεις τῆς Διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπ᾿ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ διατυπώνει μὲ μία φράση, στὴν ὁποία ἀποτυπώνει τὸ κεντρικὸ νόημα τῆς συγκεκριμένης Διδαχῆς: «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομὴ ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις»(85).

Ἐπὶ πλέον, ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος ζῆ σύμφωνα μὲ τὴ Διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀντιμετωπίζει ὅλα τὰ προβλήματα προσευχόμενος. Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ, ποὺ περιέχει τὴν Ὀρθόδοξη Διδαχή, ἀρχίζει καὶ κατακλείεται μὲ προσευχή. Μὲ ἀφορμὴ τὴν κατακλεῖδα τῆς Ἐπιστολῆς, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει: «Διὰ τοῦτο κατέκλεισε τὴν παραίνεση μὲ τὴν προσευχή, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς ἐθύμισε τὴ χάρη καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ συγχρόνως τοὺς εἶπεν ἀδελφούς, καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπολαμβάνουν αὐτὰ στὸ διηνεκές καὶ ἀσφάλισε τοὺς ἀνθρώπους μὲ διπλὸ τρόπο. Διότι τὸ ἴδιο καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία ἦταν ἀπὸ ὅσα λέχθηκαν, τὰ ὁποῖα ἔγιναν γι᾿ αὐτοὺς κάτι σὰν διπλὸ τεῖχος. Διότι καὶ ἡ διδασκαλία, ποὺ ὑπενθύμιζε σ᾿ αὐτοὺς ὅσα ἀγαθὰ ἀπήλαυσαν, περισσότερο τοὺς στερέωνε στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ προσευχὴ, ποὺ προσκαλοῦσε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἔπειθε νὰ παραμείνουν σταθεροί, δὲν ἄφηνε τὸ πνεῦμα τους νὰ μετατεθῆ. Ὅταν αὐτὸ ὑπῆρχε σ᾿ αὐτούς, ὁλόκληρη ἡ πλάνη ἀντιμετωπίζονταν σὰν σκόνη»(86).

Ὄντως ὁ συνδυασμὸς τῆς Ὀρθοδόξου Διδαχῆς μὲ τὴν Λειτουργικὴ προσευχὴ ἀποτελοῦν τὸ διπλὸ τεῖχος γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς πλάνης γενικά, ἀλλὰ καὶ εἰδικώτερα γιὰ τὴν βοήθεια πρὸς τὰ θύματά της. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν μπορεῖ νὰ ἀξιοποιήση τὴν Διδαχὴ τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ κατέχη καλά, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε ἐνέργειά του γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πλανεμένων νὰ ἐπικαλεσθῆ λειτουργώντας τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυνατότητες αὐτὲς ξεπερνοῦν τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ μ᾿ αὐτὲς μποροῦν νὰ κατορθωθοῦν αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Νὰ συντρίψουν τὴν πλάνη καὶ νὰ κερδίσουν γιὰ τὸν Χριστὸ τὶς πλανεμένες ψυχές.

Γ. Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

Τὸ κατάλληλο πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἀναλαμβάνει ὑπεύθυνα τὴν ἀντιμετώπιση τῶν θυμάτων τῶν αἱρέσεων ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς παράγοντες γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἐκβαση τῆς προσπάθειας αὐτῆς. Ὅπως ἡ ἔκβαση μιᾶς θεραπευτικῆς προσπάθειας ἐξαρτᾶται σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν καταλληλότητα καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ ὑπευθύνου ἰατροῦ, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ ἐπιτυχὴς ἔκβαση τῆς πνευματικῆς θεραπείας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔγιναν θύματα τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτεῖ τὴν παρουσία καὶ τὴ δράση ἱκανοῦ, ἐμπείρου καὶ πνευματικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος.

Ἀναζητώντας τρόπους ὀρθῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν θυμάτων τῶν ποικίλων αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς μας, καταφύγαμε στὴν Ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων καὶ μελετήσαμε τὸ παράδειγμα τῆς ἀποστασίας τῶν Γαλατῶν καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε τὸ γεγονὸς ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Ἡ ἐμπεριστατωμένη μελέτη, ποὺ ἔγινε μὲ βάση τὸ ἑρμηνευτικὸ Ὑπόμνημα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου στὴ σχετικὴ ἐπιστολή, κατέδειξε ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς σχετίζεται μὲ τὴν παραδοχὴ μιᾶς συγκεκριμένης φιλοσοφίας, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ μιᾶς ἐπιτυχημένης στρατηγικῆς καὶ μὲ τὴν παρουσία μιᾶς πνευματικῆς προσωπικότητος ὑπευθύνου ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος. Ὅλα δὲ αὐτὰ εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, Ἀνθρωπολογία καὶ Ἐκκλησιολογία.

Ἡ συγκεκριμένη φιλοσοφία διακρίνει τοὺς ἐνσυνείδητους καὶ ἀμετανόητους αἱρεσιάρχες ἀπὸ τὰ παρασυρμένα θύματά τους, τὰ ὁποῖα ἐκλαμβάνει ὄχι ὡς ἐχθροὺς καὶ ἀντιπάλους, ἀλλ᾿ ὡς ἀσθενεῖς καὶ χρήζοντας βοήθεια. Ἑπομένως ἡ ὅλη προσπάθεια ἀντιμετωπίσεώς τους δὲν στοχεύει στὴν ἐξουθένωση καὶ τὴ συντριβή τους, ἀλλὰ στὴν ἐξουδετέρωση τῆς πλάνης καὶ στὴν δική τους ἐπανασύνδεση μὲ τὸ Σῶμα τῆς μιᾶς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἡ συγκεκριμένη φιλοσοφία καὶ ἡ ἐπιτυχημένη στρατηγικὴ, ποὺ ἐφήρμοσε ὀ ἀπόστολος Παῦλος, χαρακτηρίζεται ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο προσανατολισμό της, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πληρότητα, τὴν πρακτικότητα καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητά της. Περιλαμβάνει τὴν ὀρθὴ διάγνωση τῆς καταστάσεως τῶν θυμάτων, τὴν ἐπιτυχῆ ἀποκάλυψη τῆς συγκεκριμένης πλάνης, τὴν ἀκριβῆ ὁριοθέτηση τοῦ δόγματος καὶ τῆς πνευματικότητος, τὴν ὐπόμνηση τῆς πρώτης σχέσεως τῶν θυμάτων μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, τὴν ἀξιοποίηση τῆς διακρίσεως, τὴν ἐνεργοποίηση τοῦ αὐτεξουσίου τῶν θυμάτων, τὴν χρήση ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία, τὴν ἐκδήλωση ἔμπρακτης ἀγάπης, τὴν ἀξιοποίηση τῆς Κανονικῆς Διδαχῆς καὶ τῆς Λειτουργικῆς Προσευχῆς, καὶ γενικὰ τὴν μεθοδικὴ καὶ συντονισμένη ἐργασία σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς θεραπευτικῆς ἀντιαιρετικῆς προσπάθειας.

Τὸν πρωτεύοντα ὅμως ρόλο στὴν ὅλη διαδικασία διαδραματίζει τὸ κατάλληλο πρόσωπο στὴ θέση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώση τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀξιοποιήση κατάλληλα τὴν πνευματικὴ καὶ εὐέλικτη στρατηγικὴ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ στόχου. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμὴν χρειάζεται ἀπαραίτητα νὰ ἔχη ἔγκυρο τὸ ἐκκλησιαστικό του ἀξίωμα καὶ συγχρόνως νὰ διαποτίζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ὥστε νὰ μπορῆ μὲ τὰ ἐφόδια αὐτὰ νὰ πληροφορήση τὴν διακονίαν του καὶ στὴ συγκεκριμένη αὐτὴ ἀποστολή.

Πρότυπο γιὰ τὴν θεραπευτικὴ ἀντιαιρετικὴ ποιμαντικὴ ἀποτελεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸς ὁ ἄριστος παιδαγωγὸς καὶ πνευματικὸς θεραπευτὴς ἀφήνει σ᾿ ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ποιμένες μία ἱερὴ παρακαταθήκη γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο, ἀποτελεσματικό, ἀλλὰ καὶ μεθοδικὸ τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο πάντα μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε σωστὰ τὰ θύματα τῶν ποικίλων αἱρέσεων.

(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)(dt_divider style=”thick” /)

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1). Μτθ. 24,5.

(2). Λόγος 43· ΕΠΕ 6,246.

(3). Ρω. 14,15.

(4). Γαλ.4,13-16.

(5). Γαλ. 5,12.

(6). Εἰς Γαλάτας 5,3· ΕΠΕ 20,363.

(7). Αὐτόθι.

(8). Γαλ. 5,12.

(9). Εἰς Γαλάτας, 5,3· ΕΠΕ 20,363.

(10). Γαλ. 6,12.

(11). Εἰς Γαλάτας 6,4· ΕΠΕ 20,401.

(12). Εἰς Γαλάτας, 4,3· ΕΠΕ 20,333.

(13). Γαλ. 4,19.

(14). Εἰς Γαλάτας 4,3· ΕΠΕ 20,333.

(15). Εἰς Γαλάτας 1,2· ΕΠΕ 20,167.

(16). Γαλ. 5,15.

(17). Εἰς Γαλάτας 5,5· ΕΠΕ 20,371.

(18). Γαλ. 6,1.

(19). Εἰς Γαλάτας 6,1· ΕΠΕ 20,385.

(20). Εἰς Γαλάτας 1,2· ΕΠΕ 20,165.

(21). Ἱερατικόν, ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας.

(22). Εἰς Γαλάτας 3,5· ΕΠΕ 20,311.

(23). Εἰς Γαλάτας 6,5· ΕΠΕ 20,407.

(24). Εἰς Γαλάτας 1,3· ΕΠΕ 29,173.

(25). Γαλ. 5,16.

(26). Εἰς Γαλάτας 5,6· ΕΠΕ 20,373.

(27). Εἰς Γαλάτας 6,1· ΕΠΕ 20,385.

(28). Εἰς Γαλάτας 2,4· ΕΠΕ 20,250.

(29). Εἰς Γαλάτας 3,1· ΕΠΕ 20,285.

(30). Εἰς Γαλάτας 1,13· ΕΠΕ 20,227.

(31). Εἰς Γαλάτας 6,1· ΕΠΕ 20,385.

(32). Εἰς Γαλάτας 1,9· ΕΠΕ 20,203.

(33). Γαλ. 1,10.

(34). Εἰς Γαλάτας 1,9· ΕΠΕ 20,205.

(35). Εἰς Ἐφεσίους 22,4· ΕΠΕ 21,191.

(36). Α΄ Κορ. 14,40.

(37). Εἰς Γαλάτας 2,7· ΕΠΕ 20,267.

(38). Εἰς Γαλάτας 2,2· ΕΠΕ 20,235-237.

(39). Εἰς Γαλάτας 2,7· ΕΠΕ 20,267.

(40). Εἰς Γαλάτας 3,4· ΕΠΕ 20,301.

(41). Εἰς Γαλάτας 3,5· ΕΠΕ 20,307.

(42). Εἰς Γαλάτας 5,1· ΕΠΕ 20,349.

(43). Εἰς Γαλάτας 3,1· ΕΠΕ 20,289.

(44). Εἰς Γαλάτας 1,1· ΕΠΕ 20,161.

(45). Εἰς Γαλάτας 1,1· ΕΠΕ 20,163.

(46). Εἰς Γαλάτας 1,4· ΕΠΕ 20,175.

(47). Εἰς Γαλάτας 5,2· ΕΠΕ 20,355-357.

(48). Εἰς Γαλάτας 5,5· ΕΠΕ 20,369.

(49). Γαλ. 1,7.

(50). Γαλ. 1,6.

(51). Εἰς Γαλάτας 1,1· ΕΠΕ 20,163-165.

(52). Εἰς Γαλάτας 1,7· ΕΠΕ 20,191.

(53). Εἰς Γαλάτας 5,1· ΕΠΕ 20,353.

(54). Γαλ. 3,1.

(55). Γαλ. 4,14-16.

(56). Γαλ. 4,18.

(57). Εἰς Γαλάτας 4,3· ΕΠΕ 20,333.

(58). Γαλ. 3,1.

(59). Γαλ. 4,19.

(60). Εἰς Γαλάτας 1,1· ΕΠΕ 20,161-163.

(61). Εἰς Γαλάτας 1,1· ΕΠΕ 20,163.

(62). Εἰς Γαλάτας 1,10· ΕΠΕ 20,207.

(63). Γαλ. 5,15.

(64). Εἰς Γαλάτας 5,5· ΕΠΕ 20,371.

(65). Γαλ. 3,24.

(66). Εἰς Γαλάτας 3,6· ΕΠΕ 20,315.

(67). Εἰς Γαλάτας 3,6· ΕΠΕ 20,317.

(68). Γαλ. 4,11.

(69). Εἰς Γαλάτας 4,1· ΕΠΕ 20,325.

(70). Γαλ. 1,6.

(71). Εἰς Γαλάτας 1,7· ΕΠΕ 20,191.

(72). Εἰς Γαλάτας 5,3· ΕΠΕ 20,357.

(73). Γαλ. 3,4.

(74). Εἰς Γαλάτας 3,2· ΕΠΕ 20,293.

(75). Γαλ. 3,2.

(76). Εἰς Γαλάτας 3,2· ΕΠΕ 20,293-295.

(77). Γαλ. 4,15-16.

(78). Εἰς Γαλάτας 4,3· ΕΠΕ 20,329-331.

(79). Εἰς Γαλάτας 4,2· ΕΠΕ 20,325.

(80). Εἰς Γαλάτας 4,2· ΕΠΕ 20,329.

(81). Εἰς Γαλάτας 4,1· ΕΠΕ 20,325.

(82). Γαλ. 6,11.

(83). Εἰς Γαλάτας 6,4· ΕΠΕ 20,397-399.

(84). Ἰούδα, 3.

(85). Γαλ. 6,15.

(86). Εἰς Γαλάτας 6,6· ΕΠΕ 20, 409.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου