Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας ιθ´ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Φιλιπ. α´ 1-7).
Φιλιπ. 1,1 Παῦλος καὶ Τιμόθεος, δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τοῖς οὖσιν ἐν Φιλίπποις σὺν ἐπισκόποις καὶ διακόνοις·
Φιλιπ. 1,1 Ημείς, ο Παύλος και ο Τιμόθεος, δούλοι του Ιησού Χριστού, εις όλους τους εν Χριστώ Ιησού πιστούς Χριστιανούς, που ευρίσκονται στους Φιλίππους μαζή με τους επισκόπους και τους διακόνους,
Φιλιπ. 1,2 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Φιλιπ. 1,2 ευχόμεθα να είναι εις σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν.
Φιλιπ. 1,3 Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου ἐπὶ πάσῃ τῇ μνείᾳ ὑμῶν,
Φιλιπ. 1,3 Ευχαριστίας αναπέμπω στον Θεόν μου κάθε φοράν, που σας ενθυμούμαι.
Φιλιπ. 1,4 πάντοτε ἐν πάσῃ δεήσει μου ὑπὲρ πάντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς τὴν δέησιν ποιούμενος
Φιλιπ. 1,4 Παντοτε, εις κάθε μου δέησιν, με χαράν παρακαλώ και ικετεύω τον Θεόν δι' όλους σας, να προοδεύετε εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν.
Φιλιπ. 1,5 ἐπὶ τῇ κοινωνίᾳ ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἄχρι τοῦ νῦν,
Φιλιπ. 1,5 Ευχαριστώ τον Θεόν δια την συμμετοχήν σας εις την χάριν του Ευαγγελίου και στο έργον της διαδόσεώς του από την πρώτην ημέραν, που επιστεύσατε μέχρι σήμερον.
Φιλιπ. 1,6 πεποιθὼς αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ὁ ἐναρξάμενος ἐν ὑμῖν ἔργον ἀγαθὸν ἐπιτελέσει ἄχρις ἡμέρας Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Φιλιπ. 1,6 Είμαι δε βέβαιος στούτο ακριβώς, ότι δηλαδή ο Θεός, που ήρχισεν εις σας το αγαθόν αυτό έργον της σωτηρίας σας και της συμμετοχής σας εις την νέαν ζωήν του Ευαγγελίου, θα το φέρη εις άρτιον και τέλειον πέρας μέχρι της μεγάλης εκείνης ημέρας, της δευτέρας παρουσίας του Ιησού Χριστού.
Φιλιπ. 1,7 καθώς ἐστι δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς, ἔν τε τοῖς δεσμοῖς μου καὶ ἐν τῇ ἀπολογίᾳ καὶ βεβαιώσει τοῦ εὐαγγελίου συγκοινωνούς μου τῆς χάριτος πάντας ὑμᾶς ὄντας.
Φιλιπ. 1,7 Και είναι δι' εμέ ορθόν και δίκαιον να έχω αυτό το καλόν φρόνημα δι' όλους σας, επειδή τρέφω προς σας πολλήν αγάπην και σας έχω μέσα εις την καρδία μου. Διότι σεις και εις τα δεσμά της φυλακής μου και εις την απολογίαν μου ενώπιον των δικαστών και εις την επιβεβαίωσιν του Ευαγγελικού μου κηρύγματος με τον βίον μου γενικώς και ειδικώτερον με την υπομονήν εις τας σημερινάς θλίψεις μου, είσθε όλοι συμμέτοχοι μαζή μου στο Ευαγγέλιον και εις την χάριν του Θεού, που με ενισχύει.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας δ´ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ζ´ 36-50).
Λουκ. 7,36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.
Λουκ. 7,36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού.
Λουκ. 7,37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου
Λουκ. 7,37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον.
Λουκ. 7,38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ.
Λουκ. 7,38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον.
Λουκ. 7,39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.
Λουκ. 7,39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή.
Λουκ. 7,40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν, ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ.
Λουκ. 7,40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”.
Λουκ. 7,41 δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι. ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.
Λουκ. 7,41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα.
Λουκ. 7,42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο· τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;
Λουκ. 7,42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;”
Λουκ. 7,43 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς ἔκρινας.
Λουκ. 7,43 Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”.
Λουκ. 7,44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε.
Λουκ. 7,44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της.
Λουκ. 7,45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.
Λουκ. 7,45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου.
Λουκ. 7,46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.
Λουκ. 7,46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον.
Λουκ. 7,47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.
Λουκ. 7,47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”.
Λουκ. 7,48 εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.
Λουκ. 7,48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου”
Λουκ. 7,49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;
Λουκ. 7,49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;”
Λουκ. 7,50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Λουκ. 7,50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου