Σελίδες

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Παρήγοροι λόγοι σ’ αὐτούς πού πενθοῦν γιά τό θάνατο ἀγαπημένων τους προσώπων


Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΜΑΣ
Ἐπιλογή καί διασκευή ψυχωφελῶν κειμένων ἀπό τό βιβλίο «ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ»
τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου Λάνδου τοῦ Κρητός


Ὅταν ἐπιστρέφει κανείς ἀπό τήν ξενητιά στήν πατρίδα του, εἶναι ὅλος εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση, ἐπειδή ἔρχεται νά δεῖ τούς συγγενεῖς καί τούς ἀγαπημένους του.
Ὅταν βρίσκεται κανείς κλεισμένος σέ σκοτεινή φυλακή καί τόν ἀφήνουν ἐλεύθερο, χοροπηδάει ἀπ’ τή χαρά του, ἐπειδή, ἀπό τόν ζοφερό ἐκεῖνο τόπο τῆς καταδίκης, βγῆκε στό φῶς καί βρῆκε τή λευτεριά του.
Καί ὅταν ὁ ταλαιπωρημένος καί θαλασσοπνιγμένος ναυτικός φτάνει στό λιμάνι, λυτρωμένος ἀπό τά ἄγρια κύματα καί τούς κινδύνους, νιώθει μεγάλη ἀνακούφιση, ἐπειδή ἔφτασε στόν προορισμό του καί δέν φοβᾶται πιά τίποτα.


Πικρή ξενητιά, σκοτεινή φυλακή καί ἄγρια θάλασσα εἶναι τούτη ἡ ζωή, ἀδελφέ. Ὅσο βρισκόμαστε πάνω στή γῆ, ἔχουμε θλίψεις καί βάσανα καί στενοχώριες. Μόνο ὅταν, μέ τοῦ Θεοῦ τό θέλημα, πεθαίνουμε, τότε τελειώνει ἡ ξενητιά καί ἡ ἐξορία μας, τότε βγαίνει ἀπό τή φυλακή τοῦ σώματος ἡ ἀθάνατη ψυχή μας, τότε πηγαίνουμε στό ποθητό λιμάνι τῆς ἀναπαύσεως, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος».
Ὅποιος, λοιπόν πικραίνεται καί λυπᾶται γιά τόν βιολογικό θάνατο φίλου ἤ συγγενοῦς του, εἶναι ἀσύνετος. Ὄχι μόνο δέν πρέπει νά λυπᾶται, ἀλλά καί νά χαίρεται, γιατί ὁ ἀγαπημένος του ἄφησε τό χωμάτινο σῶμα καί ἀναχώρησε γιά τούς οὐρανούς, ὅπου θά ντυθεῖ ἕνα ἄλλο, αἰώνιο καί ἄφθαρτο. Αὐτό ποθοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «Ξέρουμε πώς, ἄν ἡ ἐπίγεια σκηνή πού κατοικοῦμε, δηλαδή τό σῶμα, διαλυθεῖ, ἔχουμε στούς οὐρανούς κατοικία αἰώνια, οἰκοδομημένη ἀπό τό Θεό κι ὄχι ἀπό ἀνθρώπινα χέρια. Γι’ αὐτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας μέ λαχτάρα νά ντυθοῦμε τό οὐράνιο σῶμα μας» (Β΄ Κορ. 5, 1-2). Ἄλλοτε πάλι διακήρυσσε ὅτι γι’ αὐτόν «τό νά ζεῖ» σήμαινε «ζωή μέ τό Χριστό καί τό νά πεθάνει ἦταν κέρδος», καί ὅτι φλεγόταν ἀπό τήν ἐπιθυμία «νά φύγει ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο καί νά εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό» (Φιλιπ. 1, 21, 23).
Ἔτσι ἀντιμετωπίζουν τό θάνατο οἱ ἀληθινοί χριστιανοί: Σάν τέλος τῆς ἀπατηλῆς καί ἀρχή τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς, σάν τέλος τοῦ πολέμου καί ἀρχή τῆς εἰρήνης, σάν τέλος τοῦ μόχθου καί ἀρχή τῶν βραβείων. Γιατί, λοιπόν, κλαῖς γιά τό θάνατο τοῦ γονιοῦ σου ἤ τοῦ παιδιοῦ σου ἤ τοῦ συντρόφου σου ἤ τοῦ φίλου σου;
Ἴσως θά πεῖς, ὅτι αὐτό εἶναι μιά φυσική ἐκδήλωση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού θλίβεται γιά τό χωρισμό, καί ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι θρηνοῦσαν τούς νεκρούς τους – ὄχι μόνο οἱ ἄπιστοι καί εἰδωλολάτρες, μά κι ὅσοι πίστευαν στόν ἀληθινό Θεό. Πράγματι, ὅπως διαβάζουμε στή Γραφή, ὁ Ἀβραάμ θρήνησε γιά τό θάνατο τῆς Σάρρας (Γέν. 23, 2). Ὁ Ἰωσήφ ἔκλαψε γιά τό θάνατο τοῦ πατέρα του Ἰακώβ καί πένθησε μαζί μ’ ὅλη τήν Αἴγυπτο γιά ἑβδομήντα ἡμέρες (Γέν. 5, 1-3). Ἔκλαψαν καί οἱ Ἑβραῖοι γιά τό θάνατο τοῦ Μωυσῆ (Δευτ. 34, 8). Μά κι αὐτός ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς δάκρυσε γιά τό νεκρό Λάζαρο (Ἰω. 11, 35). Τί σημαίνουν ὅλα τοῦτα τά περιστατικά;
Ἄκουσε, ἀδελφέ. Δέν εἶναι ἁμαρτία νά κλάψεις καί νά πενθήσεις γιά τόν ἀγαπημένο ἄνθρωπο πού ἔχασες. Νά κλάψεις ὅμως μετρημένα, συγκρατημένα, εὔλογα καί εὔτακτα. Αὐτό εἶναι φυσικό καί ἀνθρώπινο. Γιατί ὁ θάνατος εἶναι ἕνας πρόσκαιρος χωρισμός. Μήπως κι ὅταν ἕνας συγγενής μας φεύγει γιά μακρινό ταξίδι, δέν κλαῖμε πού χωριζόμαστε; Ἀνάρμοστα ὅμως καί ἀδικαιολόγητα εἶναι τ’ ἀστέρευτα δάκρυα, ὁ ὑπέρμετρος θρῆνος, ὁ ἀπελπισμένος ὀδυρμός καί τ’ ἄλλα καμώματα πολλῶν, γυναικών κυρίως, πού χτυπιοῦνται καί δέρνονται καί μοιρολογοῦν καί τραβᾶνε τά μαλλιά τους… Τί πράγματα εἶν αὐτά; Χριστιανοί εἴμαστε ἤ ἄπιστοι; Μέ τήν ἀπόγνωση, πού τόσο πληθωρικά ἐκδηλώνεις, ἄραγε τί κερδίζεις; Μήπως οἰκοδομεῖς ἐκείνους πού σέ βλέπουν; Ἤ μήπως – τό κυριότερο – ὠφελεῖς τό νεκρό; Ὄχι. Κι ἐσύ ἀποδεικνύεσαι κενός, φιλόσαρκος, ὀλιγόπιστος, προσκολλημένος στή ματαιότητα. Καί στούς ἄλλους ἐμπνέεις τά ἴδια αἰσθήματα, ἐνῶ θά μποροῦσες νά τούς διδάξεις μέ τή συμπεριφορά καί τόν καλό σου λόγο. Ἀλλά καί στό νεκρό, πού ὑποτίθεται ὅτι ἀγαπᾶς τόσο πολύ, δέν προσφέρεις τίποτα σέ τούτη τήν κρίσιμη ὥρα.
   Ἄν πάλι ἦταν ἀμελής κι ἔφυγε πνευματικά ἀπροετοίμαστος, τά ὄψιμα δάκρυά σου δέν τόν βοηθοῦν. Οὔτε νά τόν ἀναστήσουν μποροῦν, γιά νά μετανοήσει, οὔτε νά τόν σώσουν. Καί τώρα, ὅμως, μπορεῖς νά παρηγορήσεις καί νά βοηθήσεις τήν ψυχή του. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά προεξοφλήσει τήν κρίση τοῦ πολυεύσπλαχνου καί ἀπειράγαθου Θεοῦ. Ἄφησε, λοιπόν, τά δάκρυα καί κάνε κάτι οὐσιαστικό γιά τόν νεκρό.
Πρῶτα – πρῶτα, νά προσεύχεσαι ἀκατάπαυστα γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι ἔπειτα, νά κάνεις ἐλεημοσύνες καί ἀγαθοεργίες γιά τήν ἀνάπαυσή του, νά δίνεις προσφορές σέ ἐκκλησίες καί μοναστήρια γιά νά μνημονεύουν τ’  ὄνομά του στίς  θεῖες λειτουργίες, νά καλεῖς ἱερεῖς γιά νά τοῦ διαβάζουν μνημόσυνα καί τρισάγια. Ἔτσι δέν ὠφελεῖς μόνο τήν ψυχή τοῦ κεκοιμημένου, ἀλλά καί τόν ἑαυτό σου. Γιατί ὅπως γράφει στό «Τριώδιον» ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ Ξανθόπουλος, μέ πολλές πατερικές ἀποδείξεις, «Τά μνημόσυνα, οἱ ἐλεημοσύνες καί οἱ λειτουργίες πού γίνονται γιά τούς κεκοιμημένους, προξενοῦν σ’ αὐτούς μεγάλη ὠφέλεια καί ἀνάπαυση». Ἀλλά «κι ἐκεῖνος πού κάνει τοῦτες τίς προσφορές γιά τούς κεκοιμημένους, ἔχει μισθό ἀπό τό Θεό, γιά τήν ἀγάπη πού δείχνει πρός τούς συνανθρώπους του, ὅπως ἀκριβῶς κι ἐκεῖνος πού ἀλείφει μέ ἄρωμα τόν πλησίον του, εὐωδιάζει πρῶτα - πρῶτα ὁ ἴδιος».
Νά, λοιπόν, τί πρέπει νά κάνεις, ἀντί νά θρηνεῖς ἀνώφελα. Καί πέρα ἀπ’ αὐτά, ὁ θάνατος τοῦ ἄλλου ἄς γίνει ἀφορμή νά μελετήσεις σοβαρά τή ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου, νά σκεφτεῖς ὅτι ἴσως σήμερα κιόλας θά τόν ἀφήσεις κι ἐσύ γιά πάντα, αἰφνίδια καί ἀπροσδόκητα, κι ἔτσι νά μετανοήσεις καί νά διορθώσεις τό φρόνημα καί τήν πολιτεία σου. Ἐπίσης ἄν ἔχεις φίλο ἤ γνωστό πού πλησιάζει στό θάνατο, μή διστάσεις νά τόν συμβουλέψεις σχετικά. Πρότρεψέ τον νά ἐξομολογηθεῖ μέ καθαρότητα καί συντριβή, νά κοινωνήσει τά ἄχραντα Μυστήρια, νά ἑτοιμαστεῖ ὅπως πρέπει γιά τή μεγάλη συνάντηση μέ τόν Κύριο. Μ’ αὐτό τόν τρόπο θά συμβάλλεις στή σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου, ἡ ἀποβίωση τοῦ ὁποίου δέν θά εἶναι θάνατος ἀλλά ζωή, ζωή νέα καί αἰώνια.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου