Σελίδες

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (Β΄)

Ὁ μακαριστός Ἀναστάσιος μέ τό καρότσι πού διακινουσε τά ζαρζαβατικά του γύρω στά 1990
ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
Αναστάσιος Μαλαμᾶς
Μέρος Β΄. Τό Α΄Μέρος ἐδῶ
«Τότε ζούσαμε σάν ἀγριάνθρωποι μές στούς κινδύνους…»
Λίγα βιογραφικά
Ὁ κ. Τάσος (Ἀναστάσιος) Μαλαμᾶς γεννήθηκε τό 1929. Τό 1932 πέθανε ὁ πατέρας του σέ ἡλικία 37 χρονῶν ἀπό «πούντα».  Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπό στό Σχολάρι τῆς Θράκης. Ἦταν θεοσεβούμενος καί εἶχε ἀγοράσει ἀπό ἕνα μετόχι τήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καί τήν ἔφερε στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ἡ μητέρα του ἦταν κι αὐτή Θρακιώτισσα ἀπό τό Νηχώρι, κοντά στήν Ραιδεστό· γέννησε 6 παιδιά.
Ὅπως ἀφηγεῖται ὁ ἴδιος:
» Ἀπό μικρός πέρασα μαρτύρια.

Ἤμουν ἕως 2 χρονῶν... πῆγα κι ἔπεσα πάνω στήν πυροστιά. Τότες νέ φάρμακα… νέ τίποτα… Μέ πρακτικά νά μέ γιατρέψουν! Ἐπειδή εἴμασταν 5 ὀρφανά, ἐμένα τό τελευταῖο μ’ ἔδωκαν γιά υἱοθεσία σ’ ἕνα διπλανό χωριό. Ἤμουν δίδυμος μ’ ἕναν ἀδελφό μου πού γεννήθηκε πολύ ζωηρός, μπαμπάτσικο μωρό λέγανε, ἐνῶ ἐγώ ἤμουν σά ψοφίμι, ζαλίμι μέ λέγαν! Ἐκεῖνο τό βύζαιναν, ἐμένα μ’ εἶχαν παραπετάξει, μά ὁ πατέρας μέ λυπόταν νά βυζάξη, νά πάρει λίγο μαγιά, καί μοῦ ‘δινε λίγο λαδάκι μέ ζάχαρη. Περιφρονημένος ἤμουν ἀπό μικρός. Καί πεθαίνει ἐκεῖνο τό κατάγερο καί μνήσκω ἐγώ!
»Γι’ αὐτό νά λέμε πόσος ντουνιάς πέρασε ἀπ’ αὐτήν τήν γῆς, τί ‘ναι τά χρόνια, σά μία μέρα, σάν ἕνα κῦμα… Νά λέμε ἥμαρτον, συχώρεσέ μας Κύριε, χορτάρια εἴμαστε.
» Μ’ ἔδωκε ἡ μάνα μου ἕνα κομμάτι πίττα, εἶχε τό ταψί μπροστά ἐκείνη τήν ὥρα, καί ἔγινε ἡ υἱοθεσία! Δυόμισι χρονῶν νά ‘μουνα τότε πού μέ δῶκαν ὀρφανό σέ ξένα χέρια…
» Μέ πῆρε σά κουτάβι μέ κλειστά μάτια ὁ πατριός νά μέ πάγη στό ἄλλο χωριό. Μέ πῆγε κατευθεῖαν στό καφενεῖο. Ἐκεῖ μέσα 4-5 καρέκλες κι ἐγώ οὔτε νά κλάψω, νά παραπονεθῶ· κι ἔλεγε ὁ πατριός μου στόν κόσμο ἐκεῖ μέσα πώς μέ πῆρε γιά παιδί του. Μετά μέ πῆγε στό σπίτι του. Δέν εἶχαν αὐτοί παιδιά. Μέ δείχνει τήν γυναίκα του· αὐτήν θά λές μητέρα, ἔμενα θά μέ λές πατέρα. Ναί; Ναί! Αὐτή ὅμως ἡ γυναίκα του ἦταν σά τσαγκάδα (προβατίνα πού ὅταν γεννᾶ δέν παίρνει κοντά τά ἀρνάκια της). Μέ χτύπαγε ἀλύπητα, γιά σκοτωμό. Ἀπό τό ξύλο, μία μέρα βάφτηκαν τά σανίδια τῆς παράγκας ὅλο αἷμα. Ὕστερα ἀπό λίγο ἔφτασε αὐτός. –«Τί ‘ναι;» -«Μ’ ἔδειρε ἡ μάνα!». Τότε κι αὐτός ἄρχισε νά δέρνη αὐτήν. Ὥσπου μέ τά πολλά κάτι γειτόνοι εἰδοποίησαν τή μάνα μου, «θά σκοτώσει αὐτή τό παιδί, τρέχα!». Κι ἦρθε καί μ’ ἁρπάζει , κρυφά, ἀπ’ τήν αὐλή. Τήν ἄλλη μέρα ἦρθε αὐτός γιά νά μέ ξαναπάρη μά οἱ δικοί μου μ’ ἔκρυψαν.
» Ὅλη ἡ ζωή μου γεμάτη εἶναι μέ θαυμαστά, ἀπό τότε πού ἤμουν τσοπανάκος μέχρι καί τώρα. Τά σπίτια μας ἦταν παλιά, τούρκικα, σάν ἀχούρια. Μέ λάσπη καί κοπριά γιά ντουβάρια, μέ ἄχερο μέσα, μέ ραγάζια (καλάμια), πλεγμένα σάζια. Τότε ἡ ζωή ἦταν ἁπλή.
» Παληά ὁ κόσμος μ’ ἕνα παραμύθι τό βράδυ κοιμόταν πολύ εὐχαριστημένος. Τώρα δέ παρηγοριέται μέ τίποτα. Τότε ζούσαμε σάν ἀγριάνθρωποι, μές στούς κινδύνους.
» Κάποτε ξέχασαν τό ποντικοφάρμακο μές στήν πινακωτή, παραλίγο νά μᾶς ξολόθρευε. Καί τί τρώγαμε… κατσαμάκι (καλαμποκίσιο ἀλεύρι), σαμόλαδο μέ ζάχαρη, σά χαλβάς ἦταν. Μικρό μ’ ἔστελναν μέ τά γουρούνια στό βάλτο, μές στά μπαντάκια ( = λάσπη). Ἐκεῖ ἔπινα θολό νερό βροχῆς καί κάποτε πού δέν εἶχα ποτήρι, ἔβαζα τό λαστιχένιο παπούτσι μου μέσα στίς γκιουλίτσες (λακκοῦβες) καί ἔπινα…
» Πάσχα μόνο εἶχε κρέας, μετά ἅμα σφάζαμε κάνα γουρούνι, εἶχε λίγδα, τσιγαρίδα, καβουρμά, κι αὐτά λιγοστά. Κάποτε τρώγαμε καί χέλια ἀπό τή λίμνη. Τά φροῦτα μας ἦταν τά γκόρτσια (ἄγρια ἀπίδια), τίποτα βατόμουρα, σταφύλια… Μές στίς βατσινιές σάν ἀλεποῦδες μεγαλώναμε… Ξυπόλητα μές στά μπαντάκια.
» Μία μέρα, καμμιά 15αριά χρονῶν θά ‘μουνα, βάλαμε τά γουρούνια μές στή λίμνη καί μένα, μ’ ἔπιασε ὕπνος· κόβω ἕνα κομμάτι καλάμι, τό βάζω ὄρθιο γιά νά φυλαχτῶ ἀπ’ τόν ἥλιο καί πέφτω καί ξαπλώνω μέ τό κεφάλι μου πάνω στό χέρι· ὅταν σηκώθηκα εἶχε πρηστῆ καί μαύρισε τό χέρι, πόναγα, τρόμαξαν νά τό γιάνουν….

***
Παιδική ἡλικία
» Τότε σά τσομπάνης 130 πρόβατα εἶχα… Ὁ τσομπάνης δέν κοιμᾶται, σάν τόν Χριστό ἀγρυπνᾶ. Ὅταν θελήσουν γιά νά φύγουν τά πρόβατα, βάζουν τό κουδούνι τους κοντά στό λαιμό καί δέν ἀκούγονται καί ξεμακραίνουν… Τά βάζει ἔτσι ὁ σατανᾶς γιά νά τά φάει ὁ λύκος. Ἅμα σκαρίσουν, πᾶνε πρός τά πάνω. Ἕνα βράδυ κοιμόμουν κι αὐτά ἔφυγαν. Πετάγομαι καί τραβῶ κατά πάνω τροχάδην. Ἅμα ὁ λύκος ἁρπάξη τήν προβατίνα, τήν ἁρπάζει ἀπ’ τό λαιμό, τήν βαρᾶ μέ τήν οὐρά καί φεύγουν….
» Ὅταν ἔγινα 16 χρονῶν  μιά μέρα, καθώς βοσκοῦσα τά πρόβατα, σκέφτηκα ποιόν δρόμο νά πάρω, τῆς ἀρετῆς ἤ τῆς κακίας; Γονάτισα κάτω, κι ὁρκίστηκα στόν Θεό ν’ ἀκολουθήσω τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς, θυμήθηκα τί μᾶς ἔλεγε ὁ δάσκαλος ὁ Γιάννης Μητσαντώνης. Κι ἀπό τότε, αὐτή ἡ κατάσταση δέν μ’ ἀφήνει.
» Ἐγώ εἶχα μεράκι στά πρόβατα καί στήν προσευχή. Μέ πιάνει μία συγκίνηση καί θρηνῶ καί ὀδύρομαι γιά τό «πιστεύω». Γιατί τό «πιστεύω» εἶναι ἕνα σχοινί πού μᾶς κρατᾶ καί προσπαθεῖ νά μᾶς τό κόψη ὁ πειρασμός.
» Ἀπό 4 χρονῶν σαλάγιζα τή στρούγκα. Εἶδα πολλά: εἴμαστε μουρντάρικο μελέτι (φυλή)…
» Πήγαινα στά γουρούνια, ἀπό 6-7 χρονῶν, κρῦο, χειμώνας, ἔτρεμα ἀπ’ τήν παγωνιά, τί νά κάνω; Ὅταν ἤμασταν μικρά, τρώγαμε ὅλοι, δίχως πιάτα, μέσα ἀπ’ τό ταψί, κατσαμάκι δίπλα ἀπ’ τή φωτιά.
» Ἀπό μικρός ὅλο μέ γέρους ἤθελα νά μιλῶ, ὅ,τι ἄκουγα τό κέρδιζα μέσα μου….
» Δέν γνώριζα τί θά πῆ κούραση. Ἔμπαινα σέ ρεματιές, φορτωνόμουν ξύλα καί τά ἀνέβαζα μέ τήν πλάτη. Ὁ βοσκός σά βραχῆ τό πρωί, τό βράδυ θά στεγνώσουν τά ροῦχα πάνω  του.
» Μικρό παιδί, ἄφοβος ἤμουν. Μία σκῦλα μέ δάγκασε βαθιά, μοῦ ‘βγάλε κομμάτι. Τό τύλιξαν μέ μία πατσαβούρα. Νά τό σημάδι….
» Θά ‘μουνα καμιά 6-7 χρονῶν, ὅταν συλλογιόμουν κι ἔλεγα μόνος μου, «πῶς θά χαθοῦμε; πῶς θά σβήσουμε;» Αὐτό πού πιστεύω, μέ σκέπαζε…
» Φτωχός ἤμουνα καί ἔκαμνα ὅλες τίς δουλειές, γεωργία, ζῶα καί λοιπά… Μετά ἀπ’ τή δουλειά, ὅταν θέριζα, δέν ἔτρωγα.
» Ὅταν ἀρρώστησε κάποτε ἡ γυναίκα μου καί χρειάστηκε νά πάη στό νοσοκομεῖο, ἔπαιρνα τά παιδιά, τά πήγαινα σέ μία ἀποθήκη πού δούλευα καί τ’ ἄφηνα ἐκεῖ στά ντουβάρια καί ἐγώ στοίβαζα χαμάλης 120 ὀκάδες στήν πλάτη….
» Μικρός κοιμήθηκα πάνω σέ φίδι. Ὅταν φυτρώνουν τά καλαμπόκια πᾶνε οἱ κάργες καί τρῶνε τό σπόρο καί ἐκεῖνο ξεραίνεται. Ἔ… κοιμόμουν καί ‘γώ καί ἦταν μισοπαραχωμένη μία ὀχιά στό χῶμα· κοιμόμουν πάνω. Ἡ ὀχιά δέ χαρίζει. Ἕναν χωριανό μας, ἦταν στό κάρο πάνω κι ἀπό κάτω τοῦ δίνουν ἕνα δεμάτι, νάσου ἕνα φίδι, τόν τσίμπησε, μέχρι νά τόν φέρουν ἔλιωσε. Μήν πατήσεις λοιπόν φίδι, τό ‘χει γιά προσβολή, γιατί ἔχει ἐγωισμό. Σαρντίζεται πάνω σου…
» Ἔμαθα γιά τά ζῶα πολλά. Ὁ λύκος ἅμα εἶναι γλυκαμένος, ἄν ἔχει φάει ἀνθρώπινο κρέας, θά ὁρμήξει… Παραφυλάει πότε τό μουλάρι θά τό πιάσει ὕπνος νά ὁρμήξει. Κάποτε πού ἤμουν τσοπανάκος, καμιά 9 χρονῶ, βλέπω ἕνα τσακάλι νά ὁρμᾶ πάνω στό μουλάρι, νά τό κρατᾶ, νά τό σκάση.
» Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πιό θηρίο, γιατί λέει, «κατακυριεύσατε τή γῆ», ἔτσι εἶπε ὁ Θεός. Τό γελάδι δέ φοβᾶται τίποτα. Γι’ αὐτό ὁ θάνατος εἶναι μία μύγα, νταβάνι. Ἅμα τό τσιμπήσει κι ἅμα τό τρυπήσει, σηκώνει τήν οὐρά καί τρελλαίνεται. Ἡ ἀλεποῦ πάλι μαγνητίζει τίς κότες… 
» Δέν φοβόμασταν τίποτα μικροί, ὅ,τι καί ν’ ἀνταμώναμε. Μέχρι πού ἀπολύθηκα κι ἀκόμα δύο χρόνια ἤμουνα τσομπάνος, μετά καπνά, κι ὑστέρα πῆγα μέ μαστόρους.
» Σχολεῖο πῆγα τρεῖς τάξεις, καί κεῖνο, μία τάξη δέν πῆγα γιατί ἤμουν πολύ ἄρρωστος, ἔβηχα, ἔξι μῆνες ἄρρωστος. Ὁ δάσκαλός μας ἦταν πολύ αὐστηρός, μᾶς ἔδερνε. Ὅταν ἤθελε νά τιμωρήση ἕναν μαθητή, τόν ἔστελνε νά κάψη βίτσες ἀπό τίς λυγαριές πού εἶναι μαλακές καί δέ σπάνουν καί μετά ἔλεγε: -«Τά χέρια πάνω στό θρανίο», καί τσάτ! τσάτ! βαροῦσε μέ τή βίτσα. Ὅμως μετά, ὅταν γέρασε, μᾶς μάζευε κάτω ἀπ’ τό πλατάνι κι ἔλεγε ἱστορίες. Μία μέρα μᾶς εἶπε τήν ἱστορία τοῦ Δαυῒδ, πού ἦταν τσομπανάκος, καί πώς ἔγινε βασιλιᾶς κι ἡ στολή του εἶχε ὅλα τά χρώματα τῆς γῆς. Πολλές ἱστορίες μᾶς ἔλεγε ἀπό τήν Βίβλο. Μᾶς εἶπε κάποτε καί γιά τόν ἀδελφό του πού ἔπαθε μελαγχολία καί πώς τοῦ εἴπανε νά λέει τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»...
» Δέ φοβόμουν… Καμιά δέκα χρονῶν θά ‘μουν, μέ στέλνουν μεσάνυχτα νά πάω ψωμί στή λίμνη πού ‘χαν τά γουρούνια. Μόλις ξεφούρνισε τό ψωμί, φορτώνω στό γαϊδούρι τά γκιούμια μέ τό νερό, τό ψωμί καί πάω στούς τσομπάνους μόνος μου… Μετά ἄρχισε  ὁ πόλεμος, 10 χρονῶν, πού ἤμουν.
» Μ’ ἄρεζε νά μιλάω μέ γέρους, ὅ,τι ἄκουγα ἄπ’ τούς μεγάλους τό ἅρπαζα. Ὅ,τι ἄκουγα γινόταν προίκα μου.
» Τό ’44 μᾶς ἔκαψαν τά σπίτια στό χωριό.
» Ἐρχόταν τό τραῖνο μέ Γερμανούς, Βουλγάρους, κάναν ἐνέδρα οἱ ἀντάρτες, πιστόλια ἀκουγόταν σά βατράχια, χαλασμός! Ἡ μηχανή ξεκλείδωσε καί ἔφυγε, τά βαγόνια ἔμειναν. Μετά οἱ Γερμανοί, γιά ἐκδίκηση, γκρέμισαν τήν σκεπή στό σχολεῖο καί καῖγαν τά σπίτια. Ἐγώ ἔβαλα ἕνα καπέλο στ’ αὐτί μου, οἱ σφαῖρες σφύριζαν, καί πετάχτηκα σ’ ἕνα χαντάκι. Μετά φύγαμε στά βουνά… Ἐκεῖ ἕνα βράδυ μέ λέει ὁ ἀδελφός μου, -«δέν πᾶς στό χωριό μας μήπως βρῆς ψωμί»; -«Πάω!» τί ἤμουν, 14 χρονῶ! Βλέπω ἕνα φῶς, ζητάω λίγο ψωμί, μέ δίνουν καί ντομάτες καί παίρνω κάτι ρεματιές, δέν ἤξερα τί θά πῆ φόβος.
» Ὅταν κατεβήκαμε ἀπ’ τό χωριό, ἤμουν καμιά 35 χρονῶν, δούλεψα μέ μαστόρους, χτίζαμε σπίτια, ἕνα γύρω σέ διάφορα μέρη. Ἕνα ἀφεντικό ἔβριζε πολύ, ὅλο φώναζε, μέχρι καί κλέφτη μ’ ἔλεγε καί συνέχεια «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου», φώναζε, κι ἐγώ νά κουβαλάω τούς ντενεκέδες μέ λάσπη στόν ὦμο. Τά ‘βάζε μέ μένα, ὅμως τά ἔβαζε καί μέ τόν ἀναμάρτητο Χριστό… ἔβριζε. Θά ἔσκαζα ἄν νευρίαζα, ὅμως ἐγώ δέν ἤξερα τί θά πεῖ θυμός, δέν ἤξερα νά παρεξηγηθῶ, δέν σχολίαζα, δέν κατέκρινα. Ὅταν τελειώναμε δέν ἔλεγε οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ, μά ἐγώ δέν τόν ἔκρινα στούς ἄλλους. Μία μέρα, ὅταν ρίχναμε τήν πλάκα, ἔψησε ἕνα ἀρνί καί μοῦ ἔλεγε, -«ἔλα νά φᾶς», μά ἐγώ δέν ἔτρωγα γιατί ἦταν Παρασκευή, ἐγώ ἐλιές… Ἀπό τότε πού δέν ἔφαγα ἀρνί μ’ ἔβαλε πιό πολύ στό μάτι… βρισιές! Ἤξερε ὅτι εἶμαι ἀπείραχτος κακοῦ κι ὅμως… Πῶς ἦρθαν τά πράγματα, τά ἔφερε ἔτσι ὁ Θεός καί, μετά ἀπό χρόνια ἕνας δικός του…., ἦλθε μετανιωμένος καί ἄρχισε νά ρωτᾶ γιά τό Εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία καί γύρισε στό «πιστεύω…».
συνεχίζεται…


Εὐχαριστοῦμε τίς ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξη Κυψέλη» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου