Σελίδες

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε. Μέρος Α'

Ἐν τῷ φωτί τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ
Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε


Ρώτησε κάποιος τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο: «Τί νά κάνω γιά νά ἀρέσω στόν Θεό;» καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ὁπουδήποτε πηγαίνεις νἄχεις μπροστά σου τόν Θεό....Φύλαξε αὐτό καί θά σωθῆς».
Ἕνας μοναχός ρώτησε μιά φορά ἕνα πνευματικό πατέρα: «Ποιό πρᾶγμα βοηθεῖ τόν μοναχό σέ κάθε πειρασμό καί ἀκηδία πού θά τόν καταλάμβανε;» Καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε: «Νά πιστεύη μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς του ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών καί ὅτι πάντοτε βλέπει τόν ἄνθρωπο. Χωρίς αὐτό τόν λογισμό ὅλος ὁ κόπος καί ἡ ἐργασία τοῦ μοναχοῦ εἶναι μάταια».
Οἱ δύο αὐτές πνευματικές συμβουλές δείχνουν ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα, ὅτι δηλαδή τό νά βλέπη κανείς πάντοτε τόν Θεό μπροστά του εἶναι τόσο σπουδαῖο πρᾶγμα, ὥστε μόνο αὐτό εἶναι σέ θέσι νά μᾶς σώση, καί χωρίς αὐτό ὅλοι οἱ ἄλλοι πνευματικοί κόποι καί ἐργασίες εἶναι ἀνωφελῆ πράγματα. Τί μυστήριο ἄρα γε νά κρύβη αὐτή ἡ «θέα»τοῦ Θεοῦ», ὥστε οἱ ἅγιοι Πατέρες νά τήν θεωροῦν τόσο σημαντική γιά τήν σωτηρία μας;

Εἶναι πρᾶγμα ἁπλό γιά κάθε χριστιανό ὅτι ὁ Θεός ὡς Δεσπότης καί Δημιουργός τοῦ παντός, δέν ὑπόκειται σέ κανέναν περιορισμό, οὔτε τοπικό, οὔτε χρονικό καί ἑπομένως εἶναι πάντοτε καί πανταχοῦ παρών. «Ποῦ φύγω ἀπό τοῦ προσώπου σου;» (Ψαλμ.138,7), διερωτᾶται ὁ Ψαλμωδός. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Σωτήρας μας: «καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματ.28,20).

 Τό ὁμολογοῦμε κι ἐμεῖς στήν πολύ γνωστή προσευχή: «Βασιλεῦ οὐράνιε...ὁ πανταχοῦ παρών...», ὅπως ἐπίσης καί μ᾿ ὅλο τόν τρόπο τῆς προσευχῆς μας ἐφ᾿ ὅσον οἱ προσευχές μας ἀπευθύνονται σ᾿ ἕνα πρόσωπο πού εἶναι μπροστά μας καί αἰσθανόμεθα ὅτι ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
 Ἑπομένως, χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ Παρών, κοντά στόν καθένα μας καί ἀκόμη περισσότερο «εἶναι πιό κοντά σ᾿ ἐμᾶς ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι». (Ἱερός Αὑγουστῖνος), διότι «ἐν αὐτῶ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμεν» (Πράξ.17,28). Εὑρισκόμεθα μέσα στό ἄπειρο, ἀκατανόητο, ἀνέκφραστο ὠκεανό τοῦ Θεοῦ».(π. Δημ. Στανιλοάε).
Ὅμως ἡ θεϊκή Παρουσία εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τήν παρουσία τῶν ὑπάρξεων καί τῶν πραγμάτων τοῦ περιβάλλοντός μας.
 Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ Παρών, ὄχι μόνον ἁπλῶς μέ τήν ὕπαρξί του, ἀλλά μέ ὅλη τήν πληρότητα τοῦ θείου Προσώπου του. Μέ τήν αἰώνια παντοδυναμία του ἐργαζομένη, μέ τήν ὁποίαν ἔφερε τά πάντα ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι, μέ τήν ὁποία, ὅταν εὑρισκόταν στήν γῆ, θεράπευε κάθε ἀσθένεια, ἔδιωχνε δαιμόνια, ἀνέστησε νεκρούς.
Μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του, ἡ ὁποία τόν κατέβασε στήν γῆ καί τόν ἔκανε νά πάρη ἐπάνω του ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγει ὅτι εἶναι φωτιά μυστηριώδης, πού ὅπως μιά σπίθα περιμένει μέσα στήν καρδιά μας γιά νά τήν πυρπολήση καί νά τήν γεμίση δῶρα: μέ τήν ἀγαθότητα, τήν ἁγιότητα, τόν ἄπειρο πλοῦτο τῶν θείων Αὐτοῦ δυνάμεων, πού ἐκχύνονται ἐπάνω σέ κάθε πλάσμα, χωρίς νά σταματοῦν ἤ νά ἐλαττώνονται μέ σκοπό νά τό κρατοῦν στήν ὕπαρξι, καθότι, ἄν «ἀποστρέψη ὁ Θεός τό πρόσωπον του τά πάντα ἐπιστρέφουν εἰς τόν χοῦν». (Ψαλμ.103) καί νά τό βοηθήσουν νά αὐξηθῆ, νά τελειοποιηθῆ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν». (Ἰωάν.15,5).
Ἀλλά, ἐπειδή «Πνεῦμα ὁ Θεός», (Ἰωάν.4,24) καί ἡ παρουσία του εἶναι πνευματική, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξις σωματική καί περιωρισμένη καί εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατέλθη στό δικό μας τό ἐπίπεδο, νά γίνη ὁρατός μέ σχῆμα καί μέ τρόπο, πού εἶναι δυνατόν νά γίνη ἀντιληπτός ἀπό τίς δικές μας αἰσθήσεις γιά νά μπορέση νά μᾶς χαροποιήση, χωρίς ἐμπόδιο μέ τήν θεϊκή του παρουσία.
Ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἔλαβε ὅμοιο μέ τό ἰδικό μας σῶμα, χωρίς ἁμαρτία, ἐνῶ μετά τήν Ἀνάληψί του στούς οὐρανούς ἐδιάλεξε παντοτεινή κατοικία πάνω στήν γῆ. Ἔτσι, στήν Ἐκκλησία, στόν «Οἶκο Κυρίου», βλέπουμε στίς ἅγιες εἰκόνες τήν μορφή του «πλήρη χάριτος καί ἀληθείας», (Ἰωάν.1,14), τόν ἀκοῦμε νά μᾶς ὁμιλῆ μέ τό θεῖο του Εὐαγγέλιο, τόν ἐγγίζουμε καί τόν γευόμεθα στήν Ἁγία Κοινωνία γιά νά βεβαιωθοῦμε μέ ὅλες μας τίς αἰσθήσεις γιά τήν θεϊκή Του παρουσία.
Σάν σ᾿ἕνα σχολεῖο, στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε πρῶτα νά συναντώμεθα μέ τόν Κύριον στόν οἷκο του, γιά νά μπορέσουμε μετά νά τόν συναντήσουμε καί στόν ἰδικό μας τόν οἶκο καί στήν ἐργασία μας, παντοῦ καί πάντα γιά νά τόν αἰσθανόμεθα μαζί μας καί ἐμᾶς ποτέ χωρισμένους ἀπ᾿ Αὐτόν.
Κι ἀκόμη περισσότερο ὁ Θεός ἀναμείχθηκε μέ τήν ἰδική μας φύσι στήν πιό βαθειά οἰκειότητα. Μέ τό βάπτισμα κατοίκησε μέσα μας, διότι «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος. Ἔτσι μετέφερε «τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν» (Λουκ.17,21).
Ἑπομένως ὁ Θεός, πού μᾶς ἐδημιούργησε κατ᾿ εἰκόνα του, ὄχι μόνο μᾶς ὥρισε ἕναν ὑψηλό προορισμό, νά γίνουμε δηλαδή «καθ᾿ ὁμοιώσίν του», ἀλλά καί μᾶς βοηθῆ νά πραγματοποιήσουμε αὐτή τήν κλῆσι θέτοντας στήν διάθεσί μας ὅλο τό πλήρωμα τῶν θεϊκῶν του δυνάμεων.
Εὑρίσκεται πάντοτε μαζί μας καί συγχρόνως ἡ παρουσία του εἶναι μία εὐεργετική παρουσία, παντοδύναμη, δυναμική, ἐνεργητική, ἐγκαθιδρυμένη μέσα στά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας, στήν διάθεσί μας, περιμένοντας μόνο νά χρησιμοποιηθῆ γιά νά μᾶς τελειώση νά μᾶς θεώση.
Τί καταπληκτική σημασία ἔχει γιά ἐμᾶς αὐτή ἡ δυναμική παρουσία μᾶς τό λέγει ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῆ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 8,12) «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.(Ἰωάν.6,35), «Ἐγώ  εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰωάν.11,25), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»(Ἰωάν.14,6).
Μερικά ἁπλᾶ παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή μπορεῖ νά μᾱς φωτίσουν περισσότερο τό νόημα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.
Ἄν στό φῶς καί στήν θερμότητα ἑνός κτίσματος, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος, ὁ ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη ἡ κτίσις αἰσθάνονται καλά, παίρνουν ζωή, τότε τί βαθειά μεταβολή μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ μέσα στόν ἄνθρωπο πού βαδίζει μέσα στό ἄκτιστο καί ζωοποιό φῶς τοῦ αἰωνίου Ἡλίου; «Ἡ παρουσία ἑνός καλοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μᾶς ἀλλάζει, μᾶς γεμίζει χαρά. Τότε τί μεταβολή μπορεῖ νά ἐπιφέρη ἡ παρουσία τοῦ Οὐρανίου Δεσπότου; (Κλῖμαξ 30,10).
Ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι μόνος του, αἰσθάνεται ἰσχυρός, ὅταν εὑρίσκεται μαζί μέ κάποιον ἄλλον. Ἀλλά τί δύναμι θ᾿ ἀποκτήση, ὅταν συνειδητοποιήση ὅτι εἶναι μαζί μέ τόν Παντοδύναμο, καί δέν θά πῆ μαζί μέ τόν Ἀπόστολο: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῶ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῶ» (Φιλιπ.4,13).
Λουσμένοι μέσα σ᾿ αὐτό τόν ὠκεανό τῶν ἀγαθοποιῶν δυνάμεων, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἔπρεπε νά εἶναι τέλειοι, ἅγιοι, πλήρως εὐτυχισμένοι.
 Καί ὅμως πάντοτε εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες, ὑμεῖς δέ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε»(Ψαλμ.81,6-7). Σπανίως προσέχουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν βλέπουμε τόν Θεό μπροστά μας, δέν τόν αἰσθανόμεθα δίπλα μας, μέσα μας!
Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος εὑρίσκεται στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας καί στήν σκιά τοῦ θανάτου, πεινασμένος καί διψασμένος γιά τήν τροφή τῆς ζωῆς, περιπλανώμενος σάν τό πρόβατο, χωρίς ποιμένα, καταπονημένος ἀπό τίς ἐχθρικές δυνάμεις τοῦ σκότους, μακριά από τόν Κύριον, πού εἶναι τόσο κοντά μας.
Ταξιδεύουμε  στόν δρόμο τῆς ζωῆς καί ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας, ὅμως οἱ ὀφθαλμοί μας «κεκράτηνται», ὅπως ἐκείνων τῶν δύο μαθητῶν, πού βάδιζαν πρός Ἐμμαούς (Λουκ.24,16). Βλέπουμε τόν Κύριο στήν ἀκτή τῆς ζωῆς μας καί ὅμως «δέν γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἐκεῖνος» (Ἰωάν.21,4).
Δέν εὑρισκόμεθα στό σκοτάδι ἐξ αἰτίας τοῦ ἡλίου, ἀλλά ἐπειδή κλεινόμαστε σ᾿ ἕνα δωμάτιο χωρίς παράθυρα.
Δέν ταιριάζει στήν ἀγαθότητα καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο ὄν, νά μήν ὑπολογίση αὐτήν τήν  ἰδιότητά μας καί νά μᾶς ἐπιβάλη τήν θεία του παρουσία. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι παντοδύναμος καί πανταχοῦ παρών, δέν μᾶς ἐπιβάλλεται, ἀλλά δέχεται νά μᾶς κρατᾶ σέ ἀπόστασι καί περιμένει ἐμεῖς νά τόν ἰδοῦμε, νά μή τόν παραβλέψουμε.
 Αὐτός ὁ παντοδύναμος περιμένει ἀπό  ἐμᾶς νά διώξουμε τήν ἀπόστασι, στήν ὁποία τόν κρατᾶμε, «ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». (‘Αποκ.3,20).
Ἀλλά τί εἶναι ἡ παράδοξη αὐτή ἀπόστασι ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί στόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πανταχοῦ παρών;
Ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο ἀδιάκοπα εὐφραινόταν μέ τήν θέα τοῦ Θεοῦ (Γέν.3,8), ἐνῶ, ὅταν ἁμάρτησε, κρύφθηκε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔγινε ὁ Θεός ἀόρατος, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἔκρυψε τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά μή βλέπη τόν Θεό.
 Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ εἶναι «τό μεσότειχον τῆς ἔχθρας», ἐνῶ ἡ ἁμαρτωλή θέλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «χάλκινο τεῖχος» ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στόν Θεό. Ὅπως ἕνα τεῖχος ἐμποδίζει τήν ὅρασι γιά νά ἰδῆ κανείς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία κλείνει τόν ὁρίζοντα τῆς θέας τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς κλείνει μέσα στόν ἑαυτό μας σάν μέσα σ᾿ ἕνα τεῖχος, μᾶς κάνει ὅλο καί πιό ἀνόμοιους πρός τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό αἰσθανόμεθα ὅλο καί πιό μακριά ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο κοντά μας.
Μόνον ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία ἐξαφανίζει τό διαχωριστικό τεῖχος.
Κατά τό μέτρο πού ὁ ἄνθρωπος προοδεύει στήν ἐργασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη καί στήν ἐπιτέλεσι τῶν ἐντολῶν, ἡ ἀνομοιότητα ἐξαφανίζεται, ἡ ἀπόστασις μικραίνει καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅλο καί πιό ὁλοφάνερη, ὅλο καί πιό φωτεινή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό στατικό, δέν εἶναι παντοῦ καί γιά ὅλους τό ἴδιο, ἀλλά ὁ καθένας εὑρίσκεται μπροστά στόν Θεό σέ διαφορετική ἀπόστασι, σέ μιά ἀπόστασι προσωπική, σύμφωνα μέ τό πνευματικό ἐπίπεδο στό ὁποῖο εὑρίσκεται.
Ἡ ἀπόστασις ἀπό τόν Θεό, στήν ὁποία μᾶς κρατεῖ ἡ ἁμαρτία, ὅπως εἶναι φανερό δέν εἶναι τοπική, διότι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι χρονική, διότι ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ πρόοδος στήν ἀρετή, πού μᾶς κάνουν ὅμοιους μέ τόν Θεό, πραγματοποιοῦνται ἐν χρόνῳ (π. Δημ. Στανιλοάε).
Ἄν καί κάθε ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἐργασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μᾶς πλησιάζει, ἐν τούτοις μέσα στό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἀρετῶν μερικές ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἄποψί μας.
Ἄς σταματήσουμε στούς δύο μαθητές πού ἐπορεύοντο πρός Ἐμμαούς. Γιατί οἱ ὀφθαλμοί τους «ἐκρατοῦντο», ὥστε νά μή γνωρίσουν τόν Διδάσκαλο; Τό βλέπουμε ἀπό τήν παρατήρησι, πού τούς κάνει ὁ Κύριος ὀνομάζοντάς τους «ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῆ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ.24,25).
 Ἡ ἀδύνατη καί ἀμφίβολη πίστις τους ἦταν αὐτό πού τούς κρατοῦσε τούς ὀφθαλμούς, ὥστε νά μή  βλέπουν τόν Χριστό. «Πίστις ἐστι...πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». (Ἑβρ.11,1), γι᾿ αὐτό οἱ ὀφθαλμοί τῆς πίστεως εἶναι κατά πολύ πιό διεισδυτικοί ἀπό τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος καί ἡ ὅρασίς τους δέν εἶναι ἀπατηλή. Δέν αἰσθανόμεθα καί δέν βλέπουμε τόν Κύριο, πού εὑρίσκεται μπροστά μας. Αὐτό συμβαίνει ἀπό ἀπιστία ἤ ἀπό τήν ἀδύναμη καί ἀμφίβολη πίστι μας.

 ***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.



Ἐπιμέλεια κειμένου   Ἀναβάσεις

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας   Γέροντας Πετρώνιος-Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου