Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Δεῖτε ἐδῶ:α'μέρος
Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀποκαλύπτει ὁ Γέροντας, εἶναι ἄρρωστος ψυχικά. Εἶναι πληγωμένος διότι στερεῖται αὐτό πού ἔχει ἀληθινά ἀνάγκη γιά νά γεμίσει τήν ψυχή του. «Τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»10 εἶναι ὁ Χριστός. Ὅποιος Τόν ἀρνεῖται βιώνει τό ὑπαρξιακό κενό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Κανείς δέν μπορεῖ ν΄ἀρνηθεῖ ὅτι τό πλήρωμα εἶναι ὁ Χριστός. Ὅσοι ἀρνοῦνται αὐτή τήν ἀλήθεια εἶναι ἄρρωστοι ψυχικῶς, κατέχονται ὑπό τοῦ κακοῦ πνεύματος. Ἀρνοῦνται αὐτό πού τούς λείπει. Ἔτσι βρίσκει κενή τήν ψυχή τους καί μπαίνει ὁ διάβολος μέσα τους. Κι ὅπως τό παιδί πληγώνεται πολύ βαθιά, ἄν στερηθεῖ στή ζωή του τόν πατέρα καί τήν μητέρα του, ἔτσι, καί πολύ περισσότερο, ἄν στερηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό καί τήν Παναγία»11.
Οἱ
ἀρνητές τῆς πίστεως
εἶναι οἱ ψυχικά ἄρρωστοι, οἱ μπερδεμένοι
(=ἐγωιστές). Ὅποιος
παρεκκλίνει ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί
πέφτει στήν ὅποια αἵρεση, ἔχει ἤδη
παρεκκλίνει ἀπό τήν ὀρθή ζωή. Εἶναι,
ὅπως ἔλεγε ὁ γέροντας «μπερδεμένος»,
δηλ. ἐγωιστής, ὑπερόπτης. Διά τοῦτο
προσπαθεῖ μέ ὑπερηφάνεια νά «βρεῖ»
τήν θέωση χωρίς τόν Θεό, χωρίς τήν ταπεινή
ἀκολούθηση τῶν ἐντολῶν Του. Εἶναι τό
ἴδιο λάθος πού ἔκαναν οἱ Πρωτόπλαστοι
στόν Παράδεισο. Ἔλεγε ὁ Γέροντας:
«Ποιό εἶναι τό πιό καλό; Νά εἶσαι πρᾶος,
ταπεινός, ἥσυχος, νά ἔχεις μέσα σου
ἀγάπη ἤ νά εἶσαι νευρικός, στενόχωρος,
νά διαπληκτίζεσαι μέ τούς πάντες; Ἀσφαλῶς
τό ἀνώτερο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ θρησκεία
μας ἔχει ὅλ' αὐτά τά καλά καί εἶναι ἡ
ἀλήθεια. Ὅμως πολλοί πᾶνε σέ κάτι ἄλλο.
Ὅσοι
ἀρνοῦνται αὐτή τήν ἀλήθεια, εἶναι
ἄρρωστοι ψυχικά.
Εἶναι σάν τά ἄρρωστα παιδιά, πού, ἐπειδή
τούς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἤ χώρισαν ἤ
μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα. Καί στίς
αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι.
Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων»12.
Ἡ
ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, τό αἴσθημα
κατωτερότητος εἶναι δαιμονικές
καταστάσεις
ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Τά
πραγματικά αἴτια τῶν λεγόμενων ψυχικῶν
καί νευρολογικῶν παθήσεων εἶναι
πνευματικά. Δίδασκε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς
γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ
ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία,
ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί
ψυχικές. Ἡ
ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός
εἶναι δαιμονικές καταστάσεις.
Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία.
Τό λένε καί αἴσθημα
κατωτερότητος.
Ἡ ἀληθινή
ταπείνωση δέν μιλάει,
δέν λέει ταπεινολογίες δηλαδή, «εἶμαι
ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων...».
Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς
ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ.
Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται
ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση,
ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη
στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον»13.
Ὁ
Γέροντας, λόγῳ τῶν πολλῶν Ἁγιοπνευματικῶν
χαρισμάτων του, γνώριζε πολλά πράγματα,
ἐν πολλοῖς ἄγνωστα, πού τοῦ ἀποκάλυπτε
ὁ Θεός. Ἔλεγε, γιά παράδειγμα, σχετικά
μέ τήν νευρασθένεια, ὅτι τά
ἄυλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας πετᾶνε
ὅπως τά κουνούπια καί προσβάλλουν τήν
ψυχή αὐτοῦ πού βοηθάει ἕναν νευροπαθή.
Διηγεῖται
πνευματικό του παιδί: «Σέ συγγενή
νευροπαθοῦς, ὁ Γέροντας συνιστοῦσε
νά προσέχει τόν ἑαυτό του, μήπως μολυνθεῖ
κι ἐκεῖνος. Σέ ἐρώτησή του, πῶς μπορεῖ
νά συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ αὐτή ἡ ἀρρώστια
δέν εἶναι κολλητική, ὁ Γέροντας ἀπήντησε:
«Δέν εἶναι ἔτσι, ὅπως τό λές. Τά ἄυλα
μικρόβια τῆς νευρασθένειας πετᾶνε·
πετᾶνε ὅπως τά κουνούπια καί προσβάλλουν
τήν ψυχή. (Ἔκανε ἀναπαράσταση τῆς
πτήσεως τῶν μικροβίων αὐτῶν, κινώντας
ἐκφραστικά τά δάχτυλα τοῦ χεριοῦ του).
Καλό εἶναι νά βοηθᾶς τό νευροπαθή, ἀλλά
πρέπει νά προστατεύεις καί τή δική σου
ψυχή, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ»14..
(Στό βιβλίο τοῦ Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά
στό Γέροντα Πορφύριο, Ἀθῆναι 1995, σελ.
201).
Ὁ
Γέροντας ἐκφραζόταν μ' ἕναν ἀπόλυτο
τρόπο διότι οἱ γνώσεις του ἦταν
ἐμπειρικές, καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔλεγε ὅτι ὅταν
ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μέ τόν Χριστό, ζεῖ
μέσα στήν μελαγχολία, μέσα στίς σωματικές
καί ψυχικές νόσους.
Ἀντίθετα ὅταν ζεῖ μέ τόν Χριστό, ζεῖ
ἔχοντας σωματική καί πνευματική ὑγεία.
Δίδασκε:
«Ὅταν... δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς
μές στήν μελαγχολία, στή θλίψη, στό
ἄγχος, στή στενοχώρια· δέν ζεῖς σωστά.
Τότε παρουσιάζονται
πολλές ἀνωμαλίες καί στόν ὀργανισμό.
Ἐπηρεάζεται τό σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς
ἀδένες, τό συκώτι, ἡ χολή, τό πάγκρεας,
τό στομάχι. Σοῦ λένε: «Γιά νά εἶσαι
ὑγιής, πάρε τό πρωί τό γάλα σου, τό
αὐγουλάκι σου, τό βουτυράκι σου μέ
δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἄν
ζεῖς σωστά, ἄν ἀγαπήσεις τόν Χριστό,
μ' ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι
ἐντάξει. Τό μεγάλο φάρμακο
εἶναι νά
ἐπιδοθεῖ κανείς στή λατρεία τοῦ
Χριστοῦ.
Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν
κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά
μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει,
τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά
μεταστοιχειώνει»15.
Ἄλλο
παράδειγμα τῆς φωτισμένης του διάνοιας
εἶναι αὐτά, πού ἔλεγε σχετικά μέ τίς
ἐμφανίσεις τοῦ πονηροῦ καί τούς
σχιζοφρενεῖς. Δίδασκε ὅτι αὐτοί
πού βλέπουν τόν διάβολο εἶναι οἱ
μπερδεμένοι
καί οἱ ἐπιβαρυμένοι
κληρονομικά.
Ἐπισης μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ὁ
σχιζοφρενής ἐπηρεάζεται ἀπό τά βιώματα
τῶν προγόνων.
Φωτιζόμενος
ἀπό τό Πάνσοφο Ἅγιο Πνεῦμα ὁ Γέροντας
ἔλεγε:
«Μερικοί βλέπουν τόν διάβολο νά
παρουσιάζεται μέ διάφορες μορφές, νά
κάνει θορύβους, νά τούς χτυπάει κ.ἄ.
Αὐτά γίνονται, τίς πιό πολλές φορές,
στούς μπερδεμένους.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός
Χρυσόστομος, ὁ Μέγας Βασίλειος καί οἱ
ἄλλοι δέν μᾶς λένε γιά τόν διάβολο, πῶς
ἐμφανίζεται κ.λ.π.
Ἐκεῖνοι ἐπορεύθηκαν μ' αὐτό τόν τρόπο
πού λέμε, μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό. Ὁ
σατανᾶς, ἀνάλογα μέ τό ποιός εἶσαι,
φανερώνεται. Ὅταν
κανείς δέν ἄρχισε κανονικά τήν πνευματική
ζωή ἤ τόν βαραίνει κάτι κληρονομικό,
βλέπει τόν σατανά
νά παρουσιάζεται μπροστά του, νά τοῦ
κάνει φασαρίες κ.λ.π. Καμιά φορά μπορεῖ
νά πάθει καί σχιζοφρένεια ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ σχιζοφρενής ἐπηρεάζεται ἀπ' τά
βιώματα τῆς παλιᾶς ζωῆς τῶν προγόνων»16.
Ἡ
κορυφή τῶν παθῶν καί ἡ γεννήτρια ὅλων
τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαυτία.
Οἱ γίγαντες τῶν παθῶν (οἱ ὁποῖοι
γεννιοῦνται ἀπό τήν φιλαυτία) σύμφωνα
μέ τούς Ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ
κενοδοξία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαργυρία.
Ἡ κενοδοξία μάλιστα, μᾶς κάνει κούφιους
διότι μᾶς κλέβει τόν πνευματικό πλοῦτο.
Ὁ κενόδοξος δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ.
Διά τῆς κενοδόξίας, πού εἶναι ἕνα
σκαλοπάτι πρίν τήν ὑπερηφάνεια, ὁ
πονηρός μᾶς «κλέβει» ὅ,τι ἀποθησαυρίσαμε
διά τῆς πνευματικῆς ἐργασίας. Ὁ
κενόδοξος κυνηγάει τήν μάταιη δόξα τοῦ
κόσμου καί γιαυτό δέν ἀγαπάει τήν
ταπείνωση. Θέλει
νά φαίνεται, νά ἀγαπιέται, νά «χαίρει
ἐκτιμήσεως» ἀπό τούς ἄλλους, νά
δοξάζεται, νά εἶναι γνωστός, νά ἔχει
«καλό ὄνομα» στήν κοινωνία, νά ἔχει
κῦρος καί «ἀξιοπρέπεια».
Νοιάζεται πάντα γιά τό «τί θά πεῖ ὁ
κόσμος» καί ὄχι γιά τό τί λέγει γιαυτόν
ὁ Θεός. Γιαυτό καί ἡ καρδιά του εἶναι
πάντα γεμάτη ἄγχος, φροντίδα, ταραχή
καί ἄθλια ἐκζήτηση καί ἀναζήτηση τῆς
μάταιης ἀνθρώπινης δόξας. Ὅταν κάποτε
καταφέρει νά τήν ἔχει, ὅπως νομίζει,
«φουσκώνει», γεμίζει «φυσίωση», ὅπως
λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες· τότε, πλέον,
νοσεῖ τήν «νόσο τοῦ διαβόλου», πού
εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔλεγε ὁ σοφός
Γέροντας-Πνευματικός: «Ἡ
καρδιά τοῦ κενόδοξου δέν μπορεῖ νά
ταπεινωθεῖ. Ὅταν τόν
ἐλέγχουν
ἤ νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα,
ἐνῶ,
ὅταν τόν ἐπαινοῦν καί τόν κολακεύουν,
φέρεται ἄπρεπα.
Ὅ,τι
καί νά τοῦ πεῖς, ἐννοεῖ νά ὑπερηφανεύεται
περισσότερο.
Ἀσχολεῖται καί περιστρέφεται γύρω ἀπ'
τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ἁμαρτωλός
πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει
ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἐξομολογηθεῖ,
δέν γυρνάει πίσω. Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή
του τήν ἀποξενώνει ἀπ' τήν αἰώνια ζωή.
Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα!
Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν
κάνουμε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε,
καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά.
Ὅ,τι κάνομε, νά τό κάνομε γιά νά
εὐχαριστήσομε τόν Θεό· ἀνιδιοτελῶς,
χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια,
χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς, χωρίς...Νά
εἶσαι ψάλτης στήν ἐκκλησία, στό
μοναστήρι. Νά ἔχεις φωνή πολύ ἀγγελική
καί νά
ψάλλεις στόν Θεό, χωρίς νά ξέρεις ὅτι
τόσοι ἄνθρωποι σ' ἀκοῦνε, δηλαδή χωρίς
νά τό σκέπτεσαι.
Γίνεται; Δέν γίνεται εὔκολα. Εἶναι
δύσκολο αὐτό. Γι' αὐτό πολλοί ψάλτες
ἐπλανήθησαν. Κατά
κανόνα,
ὅλοι
οἱ καλοί ψάλτες ἔχουν μεγάλο ἐγωισμό.
Ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλά οἱ περισσότεροι»17.
Ἡ
εὐαισθησία
πού ὑπάρχει σέ μερικούς ἀνθρώπους
πρέπει νά γίνει ἀγάπη στόν Θεό. Ὁ
σοφός Γέρων εἶχε λεπτότατη διάκριση
καί συμβούλευε ἀνάλογα μέ τήν ψυχοσύνθεση
τοῦ καθενός. Ἔλεγε ὅτι ἡ εὐαισθησία,
ἡ λύπη διότι δέν τηρεῖται τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, εἶναι κάτι, πού μπορεῖ νά
βλάψει αὐτόν, πού τήν ἔχει· θά πρέπει
αὐτή νά γίνει ἀγάπη, λατρεία πρός τόν
Θεό, γιά νά μήν τήν ἐκμεταλλευθεῖ ὁ
πονηρός καί ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν
ἀπελπισία. Συγκεκριμένα συμβούλευε:
«Συμβαίνει
πολλές φορές νά αἰσθάνεται κανείς
ὑπερβολική στενοχώρια γιά τήν κατάσταση
τοῦ κόσμου. Νά ὑποφέρει πού βλέπει ὅτι
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν γίνεται σήμερα
ἀπ' τούς ἀνθρώπους ἤ κι ἀπ' τόν ἴδιο.
Νά
πονάει μέ τόν πόνο τό σωματικό καί τόν
ψυχικό τῶν ἄλλων. Ἡ εὐαισθησία αὐτή
εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Στίς γυναῖκες
τή συναντᾶμε συχνότερα. Οἱ
ψυχές πού ἔχουν αὐτή τή λεπτότητα εἶναι
ἰδιαίτερα δεκτικές στά μυνήματα καί
στή θέληση τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ εὐαίσθητες
ψυχές ἔχουν τή δυνατότητα νά προχωρήσουν
νά προχωρήσουν πολύ στήν ἐν Χριστῷ
ζωή, διότι ἀγαπᾶνε τόν Θεό καί δέν
θέλουν νά Τόν λυπήσουν. Διατρέχουν,
ὅμως, ἕναν κίνδυνο. Ἄν
δέν δώσουν στόν Χριστό μέ ἐμπιστοσύνη
τή ζωή τους, εἶναι δυνατόν τό πονηρό
πνεῦμα νά ἐκμεταλλευθεῖ τήν λεπτότητά
τους καί νά τίς ὁδηγήσει σέ λύπη καί σέ
ἀπελπισία. Ἡ εὐαισθησία δέν ἔχει
διόρθωση. Μπορεῖ μόνο νά μετασχηματισθεῖ,
νά μεταποιηθεῖ, νά μετατραπεῖ, νά
μεταμορφωθεῖ, νά μεταστοιχειωθεῖ, νά
γίνει ἀγάπη, χαρά, θεία λατρεία.
Πῶς; Μέ τή στροφή πρός τά ἄνω. Νά
στρέψετε τήν κάθε θλίψη στή γνώση τοῦ
Χριστοῦ, στήν ἀγάπη Του, στή λατρεία
Του. Κι
ὁ Χριστός, πού συνεχῶς περιμένει μέ
λαχτάρα νά μᾶς βοηθήσει, θά σᾶς δώσει
τήν χάρι Του καί τή δύναμή Του καί θά
μετατρέψει τή θλίψη σέ χαρά, σέ ἀγάπη
γιά τούς ἀδελφούς, σέ λατρεία πρός τόν
ἴδιο. Ἔτσι θά φύγει τό σκοτάδι»18.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
10
Ἐφ. 1, 23.
11
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος
καί Λόγοι,
σελ. 232.
12
Ὅ. π. σελ. 207-208.
13
Ὅ. π. σελ. 321.
14
Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου,
Ἀνθολόγιο
συμβουλῶν, Α'
ἔκδοση, 2002, σελ. 450.
15
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος
καί Λόγοι,
σελ. 220.
16
Ὅ.π. σελ. 318.
17
Ὅ.
π.
σελ. 323-324.
18
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος
καί Λόγοι,
σελ. 305.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου