Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Πρόλογος
Στά βάθη τῆς Ἀνατολῆς, στό βορειοανατολικό ἄκρο τῆς Σιβηρίας, βρίσκεται μιά μεγάλη χερσόνησος, σκεπασμένη τόν περισσότερο καιρό μέ πάγους καί χιόνια. Εἶναι ἡ Καμτσάκα.
Πρίν διακόσια χρόνια οἱ κάτοικοί της «ζούσανε σκόρπιοι ἀπάνω στίς παγωμένες ἐρημιές. Τά χωριά τους ἤτανε τριγυρισμένα μέ παλούκια ἤ μ’ ἕναν τοῖχο.
Πολλά ἀπ’ αὐτά τά χωριά ἤτανε ὅλο- ὅλο μοναχά μιά οἰκογένεια ἀπό διακόσιες-τριακόσιες ψυχές. Τό χειμῶνα καθόντανε μέσα σέ τρύπες σκαμμένες κάτ’ ἀπό τή γῆ, καί τό καλοκαίρι σέ κάτι σπίτια ξυλένια, κανωμένα ἀπάνω σέ παλούκια, ἴδια μέ περιστεριῶνες.
Ποτέ δέν πλενόντανε. Γιά ψωμί τρώγανε βολβούς. Γιά προσφάγι τρώγανε ψάρια καί κρέας ἀπό τό κυνήγι. Τά ποτάμια ἤτανε γεμάτα ψάρια. Σέ μιά βδομάδα πιάνανε ὅσα φτάνανε γιά ὅλον τόν χειμῶνα. Τίς φώκιες τίς σκοτώνανε μέ τό καμάκι. Μά δέν πειράζανε τά ἄγρια ἐλάφια πού βοσκούσαν στά βουνά κοπάδια-κοπάδια, μήτε τίς μαῦρες ἀρκοῦδες πού τριγυρίζανε κι αὐτές κοπαδιαστές, χωρίς νά τούς πειράξουνε...
Τά ζαρκάδια, οἱ ἀλεποῦδες, τά σιτζάπια, τά σαμούρια, οἱ λύκοι, ἤτανε σέ τέτοιο ἀμέτρητο πλῆθος, πού ἡ πιό ἀκριβή γούνα ἄξιζε ὅσο ἕνα σκυλοτόμαρο. Ὅσο γιά πουλιά, εἶχε ἀκόμα πιό πολλά, καί δέν τά πολυκυνηγούσανε. Ἀγριόχηνες, ἀγριόπαπιες, κορμοράνοι, θαλασσοπούλια μικρά καί μεγάλα, πετούσανε παντοῦ. Γύρω στίς καλύβες κράζανε μυριάδες κοράκια, κουροῦνες καί κάργιες... Πουλιά πού κελαϊδοῦνε εἶχε λίγα στήν Καμτσάτκα...»
(Ἀπό τίς περιγραφές τοῦ σοφοῦ ἐξερευνητῆ Στέλλερ [† 1746], ὅπως ἔχουν ἀποδοθεῖ λογοτεχνικά ἀπό τόν Φ. Κόντογλου, Γιαβάς ὁ θαλασσινός καί ἄλλες ἱστορίες, «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 19823, σ. 197-198).
Κάπως ἔτσι πρωτοεῖδε τήν Καμτσάτκα στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας καί ὁ νεαρός ἱερομόναχος Νέστωρ Ἀνίσιμωφ, ὅταν ξεκίνησε μιά τολμηρή ἱεραποστολική προσπάθεια, ἀντιμετωπίζοντας ἀπίστευτες δυσκολίες καί περιπέτειες.
Ἀπό τίς σημειώσεις, πού μέ ἐπιμέλεια κρατοῦσε, δημοσίευσε τό 1936 -ἐπίσκοπος ἤδη- στό Χαρμπίν ἕνα μικρό βιβλίο μέ τά ἱεραποστολικά του ἀπομνημονεύματα.
Τά ξανάγραψε στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἐμπλουτίζοντάς τα μέ περισσότερα στοιχεῖα. Κοιμήθηκε ὅμως πρίν προλάβει νά τά ἐκδόσει στή νέα μορφή τους. Τά χειρογραφά του περιῆλθαν στά χέρια ἑνός πνευματικοῦ του τέκνου, τοῦ σεβάσμιου ἀρχιμ. Σεραφείμ Τόμιν, πού πρόθυμα μᾶς παραχώρησε ἕνα ἀντίγραφό τους. Ἀπ’ αὐτό ἔγινε ἡ μετάφραση μας στήν ἑλληνική γλώσσα.
Μερικές ἐπεμβάσεις, πάντως στό κείμενο κρίθηκαν ἀπαραίτητες, γιά τή χρονολογική τακτοποίηση τῶν γεγονότων, τή διαλεύκανση κάποιων ἀσαφειῶν καί τήν ἀποφυηγή κουραστικῶν πλατειασμῶν ἤ ἐπαναλήψεων.
Στήν ἀναζήτησή μας γιά σχετικό μέ τήν περιοχή γεωγραφικό καί φωτογραφικό ὑλικό, ἀνακαλύψαμε δύο τόμους τοῦ ρωσικοῦ ἐγκυκλοπαιδικοῦ περιοδικοῦ «Ζιβοπίσναγια Ροσίγια» (τομ. 10α τοῦ 1893 καί τόμ. 128 τοῦ 1895, ἐκδ. «ΤΟΒΑΡΙΤΣΕΣΤΒΟ Μ.Ο. ΒΟΛΦ», Πετρούπολη- Μόσχα) μέ ὑπέροχες γκραβοῦρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἐπίσης μιά ἀναμνηστική ἔκδοση μέ τίλο «Καμτσάτκα 1740-1940» (ἐκδ. «ΣΛΟΒΟ», Σαγκάη 1940) μέ σπάνιες φωτογραφίες. Στά ἔργα αὐτά, καθώς καί στήν πρώτη ἔκδοση τῶν ἀπομνημονευμάτων, πού προαναφέραμε, ὀφείλεται ἡ διακόσμηση τοῦ βιβλίου μας.
Μέσα στίς σελίδες τῶν «Ἀναμνήσεως ἀπό τήν Καμτσάκα» ὁ ἀναγνώστης θά βρεῖ ποικίλα στοιχεῖα – θρησκειολογικά, ἱστορικά, λαογραφικά, γεωφυσικά κ. ἄ. –γιά τό μακρινό αὐτό κομμάτι τῆς γῆς μας, ἀλλά κι ἕνα ζωντανό παράδειγμα ἱεραποστολικοῦ ζήλου, πού προσφέρεται γιά προβληματισμό καί μίμηση.
Πρόλογος τοῦ συγγραφέα
Περισσότερο ἀπό ἑβδομηνταπέντε χρόνια ἔχω ζήση πάνω στόν ὑπέροχο πλανήτη μας, τή γῆ, κι ἔχω διατηρήσει στή μνήμη μου πολλές συναρπαστικές ἀναμνήσεις.
Συχνά τίς μοιράστηκα μέ ἀνθρώπους πού ἀνῆκαν σέ διάφορες ἡλικίες, ἰδεολογίες καί κοινωνικές τάξεις. Καί ὅλοι τους, σά νά ἦταν συνεννοημένοι, μέ παρακινοῦσαν νά καταγράψω ὅσα ἔζησα, εἶδα καί ἄκουσα ὅλ’ αὐτά τά χρόνια, τόσο ἐδῶ, στήν πατρίδα μου, ὅσο καί σ’ ἅλλους τόπους.
Ὅταν τό 1907 ξεκίνησα σά νεαρός ἱεραπόστολος ἀπό τήν πόλη Καζάν γιά τήν Καμτσάτκα, ὁ ἀείμνηστος γέροντάς μου, ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρέας, μοῦ ὑπέδειξε νά κρατῶ λεπτομερές ἡμερολόγιο τῆς ποιμαντικῆς μου δραστηριότητος. Ἔτσι, ἀκόμα καί κάτω ἀπό τίς πιό ἀντίξοες συνθῆκες, φύλαξα τήν πατρική ἐντολή μέ ἀκρίβεια. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποθησαύρισα πλῆθος ἐξαιρετικῶν περιστατικῶν καί ἐντυπωσιακῶν γεγονότων, πού ξετυλίχθηκαν μπροστά στά μάτια μου.
Στήν τελική ἀπόφασή μου νά καταγράψω ὅλο αὐτό τό ὑλικό, συνέβαλε σημαντικά καί ἡ προτροπή τοῦ πατριάρχη Μόσχας Ἀλεξίου Α΄. Ὅταν κι ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε τή σχετική εὐλογία, ἄρχισα πιά μέ ζῆλο νά καταγράφω τ’ ἀπομνημονεύματά μου, ἀκολουθώντας τά ἴχνη τοῦ οὐράνιου προστάτη μου, τοῦ Ἁγίου Νέστορος τοῦ Χρονογράφου.
Ξεπερνώντας, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τίς δυσκολίες πού μοῦ δημιουργοῦν τά γηρατειά καί ἡ κλονισμένη ὑγεία μου, μέ νεανικό ἐνθουσιασμό καί νοσταλγία ἔστρεψα το νοῦ μου στά περασμένα.
Προσπάθησα νά περιγράψω τήν πολυκύμαντη ζωή μου μέ συντομία, εἰλικρίνια καί ἁπλότητα.
Καί δέν παύω νά ἀναπέμπω εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη καί δοξολογία πρός τό φιλάνθρωπο Θεό, πού μέ τόση ἀγαπη περιέβαλλε πάντοτε τήν ἀναξιότητά του. «Μή ἐμοί, Κύριε, μή ἐμοί, ἀλλ’ ἤ τῷ ὀνόματί σου δός δόξαν» γιά ὅ,τι κατόρθωσα μέ τόν πλοῦτο τοῦ ἀπείρου ἐλέους Σου καί τό θησαυρό τῆς χάριτός Σου.
Μέ δέος καί συγκίνηση ἀναλογίζομαι τά ἑβδομηνταπέντε περιπετειώδη χρόνια τῆς ζωῆς μου. Διέσχισα ὁλόκληρη σχεδόν τήν ἀγαπημένη μου πατρίδα, τή Ρωσία! Πάτησα σέ τρεῖς ἠπείρους –Εὐρώπη, Ἀσία καί Ἀφρική! Ἐπισκέφθηκα δεκάδες χῶρες, ἑκατοντάδες πόλεις καί χιλιάδες χωριά!
Ἀντίκρυσα ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἀπό διαφορετικές φυλές καί ἔθνη!
Πάντοτε ὅμως καί παντοῦ, ὅπου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μέ ἔστελνε, ἀναλογιζόμουν ὄχι μόνο τό ποιμαντικό μου χρέος, ἀλλά καί τή μεγάλη μου εὐθύνη ὡς Ρώσου, πού μέ κάθε τρόπο προσπαθεῖ νά δικαιώσει τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ ἔθνους του, σκύβοντας μέ βαθειά ἀγάπη καί ἀληθινό ἐνδιαφέρον πάνω στά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, καί μαθητεύοντας μέ ἐπιμέλεια στό μεγάλο σχολεῖο τῆς ζωῆς.
Μ’ αὐτήν τήν τοποθέτηση καί μ’ αὐτή τή διάθεση εἶναι διαποτισμένη κάθε γραμμή τῶν ἀναμνήσεών μου.
Καί, πραγματικά, θεωρῶ τόν ἑαυτό μου σάν τόν πιό εὐτυχισμένο ἄνθρωπο τῆς γῆς· γιά ὅλες τίς ἐμπειρίε πού δοκίμασα, παρ’ ὅλο πού δέν ἔλειψαν καί οἱ πικρίες καί οἱ πειρασμοί.
Γράφοντας τώρα, στή δύση τῆς ζωῆς μου, τίς ἀναμνήσεις μου, δέν κρατάω ἀκριβή χρονολογική σειρά. Οἱ γραμμές τῶν ἀπομνημονευμάτων μου εἶναι σκόρπιες πινελιές πάνω σ’ ἕνα καμβά, πού τελικά ὅμως παρουσιάζει ἕνα ὁλοκληρωμένο σύνολο.
Ἄν καί πέρασαν ἤδη ἀρκετές δεκατίες ἀπό τήν πολύχρονη παραμονή μου στή μακρινή Καμτσάτκα, δέν ξεθώριασαν μέσα οἱ ἐνυμήσεις ἀπό τό ἱεραποστολικό μου ἔργο, ἀπό τούς ἀνθρώπους πού συναναστράφηκα καί ἀπό τή μαγευτική φύση. Τί παραδίδω τώρα στό ἐνδιαφέρον τῶν ἀναγνωστῶν.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.7-9
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου