Σελίδες

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ἡ Ὁσία Μακρίνα

 «H ΟΣΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ»
ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ἅγιος Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Νύσσης, ἐπισκέφθηκε στό μοναστήρι της τήν ἄρρωστη ἀδελφή του ὁσία Μακρίνα (+ 379). Στό ἐγκώμιο πού ἔγραψε ἀργότερα γιά τήν θαυμαστή ἡγουμένη περιγράφει τήν μακαρία κοίμησί της:
«Ἡ Μακρίνα βασανιζόταν ἀπό τήν ἀρρώστια. Ἦταν ξαπλωμένη, ὅμως ὄχι σέ κρεββάτι σέ στρῶμα, ἀλλά καταγῆς, πάνω σέ μιά σανίδα! Μιά ἄλλη σανίδα, λοξά τοποθετημένη, στήριζε τό κεφάλι της ἀντί γιά προσκέφαλο, ὑποβαστάζοντας ἀνακουφιστικά τόν αὐχένα.
Μόλις μέ ἀντίκρυσε νά πλησιάζω στήν πόρτα, ἀνασηκώθηκε στηριζόμενη στόν ἀγκώνα της. Νά ἔρθῃ ὅμως κοντά μου δέν μποροῦσε βεβαίως, γιατί πυρετός εἶχε ἐξαντλήσει τίς δυνάμεις της.
Στήλωσε τά χέρια στό ἔδαφος κι ἔβγαλε τό σῶμα της ἔξω ἀπ᾿ τά στρωσίδια, ὅσο μποροῦσε, ἀποδίδοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν τιμή τῆς ὑποδοχῆς. Κι ἐγώ σπεύδοντας κοντά της, κράτησα στά χέρια μου τό πρόσωπό της, πού ἦταν σκυμμένο κάτω, τήν ἀνασήκωσα καί τήν ἔβαλα πάλι νά ξαπλώσῃ στή συνηθισμένη της θέσι. Ἐκείνη τότε ὕψωσε τά χέρια της πρός τόν Θεό καί εἶπε:
  • Θεέ μου, κι αὐτή τή χάρι μοῦ ἐκπλήρωσες καί δέν παράβλεψες τήν ἐπιθυμία μου, νά φέρῃς ἐδῶ τόν ὑπηρέτη σου!
Ἀμέσως ὅμως, γιά νά μή φέρῃ στήν ψυχή μου καμμιά στενοχώρια, μαλάκωσε τόν στεναγμό καί προσπαθοῦσε κάπως νά κρύψῃ τή δυσκολία τῆς ἀναπνοῆς της καί μέ κάθε τρόπο ν᾿ ἀλλάξῃ πρός τό εὐχάριστο τήν ἀτμόσφαιρα.
Ἄρχισε μάλιστα ἴδια διάφορες συζητήσεις καί μοῦ ἔδινε τήν ἀφορμή ν᾿ ἀπαντῶ σέ ὅσα ρωτοῦσε. Ὅταν στή συνέχεια φθάσαμε στή μνήμη τοῦ ἀοιδίμου ἀδελφοῦ μας Μ. Βασιλείου, δική μου ψυχή λύγισε. Ἔσκυψα σκυθρωπός τό πρόσωπό μου καί δάκρυα ἔρρεαν ἀπό τά μάτια μου. Ἐκείνη ὅμως τόσο μακριά βρισκόταν ἀπό τή δική μου συντριβή, ὥστε παίρνοντας σάν ἀφορμή τή μνήμη του, ἄνοιξε μιά βαθειά θεολογική συζήτησι ἑρμηνεύοντας τά μυστήρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τή θεϊκή οἰκονομία πού κρύβεται στίς θλίψεις...
Ἀργότερα ἔκανε μιά θερμή προσευχή:
  • Ἐσύ, Κύριε μου, ἐξαφάνισες ἀπό μέσα μας τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἔκανες τό τέλος αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς ξεκίνημα τῆς ἀληθινῆς καί αἰωνίου. Ἀναπαύεις γιά λίγο μέ τόν ὕπνο τοῦ θανάτου τά σώματά μας καί πάλι θά τά ξυπνήσεις μέ τή σάλπιγγα τῆς δευτέρας παρουσίας σου. Παραδίνεις προσωρινά στῆς γῆς τά σπλάχνα τό χωματένιο σῶμα μας, καί τό ξαναπαίρνεις πάλι λαμπρό καί ἄφθαρτο. Μᾶς γλύτωσες ἀπό τήν κατάρα καί τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ δέχθηκες κι ἔγινες κατάρα καί ἁμαρτία για τή δική μας σωτηρία. Μᾶς ἔδωσες τόν τύπο τοῦ παναγίου Σταυροῦ σου, γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο καί ν᾿ ἀσφαλίζουμε τή ζωή μας. Σέ σένα παραδόθηκα ἀπό τήν ὥρα πού γεννήθηκα. Ἐσένα ἀγάπησε ψυχή μου μέ ὅλη της τή δύναμι. Σέ σένα ἀφιέρωσα καί τό σῶμα καί τήν ψυχή μου ἀπό τά νεανικά μου χρόνια μέχρι σήμερα. Ἐσύ, Κύριε, βάλε καί τώρα στό πλευρό μου φωτεινό ἄγγελο νά μέ ὁδηγήσῃ στόν τόπο τῆς ἀναψυχῆς, στούς κόλπους τῶν ἁγίων πατέρων. Ἐσύ πού ἔφερες στόν παράδεισο τόν ληστή πού σταυρώθηκε μαζί Σου, θυμήσου κι ἐμένα στή βασιλεία Σου. Γιατί κι ἐγώ σταυρώθηκα μαζί Σου, ἀφοῦ γιά τόν ἅγιο φόβο Σου νέκρωσα τή σάρκα μου καί τά θελήματά της. Συγχώρησέ με, Κύριε, γιά ν᾿ ἀναπαυθῶ καί νά βρεθῶ ἐνώπιόν Σου χωρίς ρύπο κηλίδα. Δῶσε νά γίνῃ δεκτή ψυχή μου στά χέρια Σου, καθαρή καί ἀμόλυντη, θυμίαμα εὐωδιαστό ἐνώπιόν Σου.
Λέγοντας αὐτά σφράγιζε συγχρόνως μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ τά μάτια της, τό στόμα της καί τήν καρδιά της. Σιγά-σιγά γλῶσσα της, πού φρυγάνιασε ἀπό τόν πυρετό, δέν ἄρθρωνε πλέον καθαρά τίς λέξεις. φωνή της χανόταν, καί μόνο μέ τό ἀνοιγόκλεισμα τῶν χειλιῶν της καταλαβαίναμε πώς προσευχόταν ἀκόμη.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν σουρούπωσε καί κάποια ἀδελφή ἔφερε ἕνα λυχνάρι, ἄνοιξε ὀρθάνοιχτα τά μάτια της καί βλέποντας πρός τήν ἀνατολή, ἔδειχνε ὀλοφάνερα πώς ἐπιθυμοῦσε νά πῇ τήν ἑσπερινή ἀκολουθία. Ἐπειδή ὅμως φωνή της εἶχε σβήσει, μόνο μέ τήν καρδιά καί τήν ἱκετευτική κίνησι τῶν χεριῶν της ἱκανοποιοῦσε τήν ἐπιθυμία της. Κινοῦσε καί τά χείλη της σύμφωνα μέ τήν ἐσωτερική της διάθεσι. Σάν ἀποτελείωσε τήν προσευχή της, σήκωσε τό χέρι στό πρόσωπό της κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιά νά δηλώσῃ τό τέλος τῆς προσευχῆς. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀνέπνευσε βαθιά καί δυνατά, μαζί μέ τήν προσευχή τελείωσε καί τή ζωή της...
Καθώς βρισκόταν πλέον ἀκίνητη καί χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τίς ἐντολές της, ὅσες ἔδωσε εὐθύς ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού συναντηθήκαμε, λέγοντας πώς θέλει τά δικά μου χέρια νά τῆς κλείσουν τά μάτια κι ἀπό μένα νά γίνουν οἱ κανονισμένες φροντίδες γιά τό νεκρό σῶμα. Πλησίασα τότε τό χέρι μου πάνω στό ἅγιο πρόσωπό της, ὅσο γιά νά μή φάνῇ πώς ἀδιαφόρησα στήν ἐντολή της, γιατί τά μάτια της δέν εἶχαν ἀνάγκη νά τά κλείσῃ κανείς. Εἶχαν σκεπασθῆ κόσμια μέ τά βλέφαρά της, ὅπως γίνεται στήν ὥρα τοῦ φυσικοῦ ὕπνου. Τά χείλη της ἦταν κλεισμένα ὅπως ἔπρεπε, καί τά χέρια της ἦταν εὐπρεπῶς στό στῆθος τοποθετημένα. Καί ὅλο τό σῶμα της ἔλαβε ἀπό μόνο του τήν ἁρμόζουσα θέσι, ὥστε δέν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι νά τό εὐπρεπίσῃ.
Τότε ξαφνικά ξέσπασε ἕνας πικρός κι ἀσταμάτητος θρῆνος ἀπό τίς μοναχές πού τήν περιέβαλαν, ὥστε δέν μπόρεσα οὔτε κι ἐγώ πλέον νά συγκρατηθῶ. θρῆνος σάν ἕνας πλημμυρισμένος χείμαρρος μέ παρέσυρε καί ἀμελώντας τίς ὑποχρεώσεις μου γιά τήν ταφή, παραδόθηκα ὁλόκληρος στή θρηνωδία.
Μοῦ φάνηκε βεβαίως δικαιολογημένη καί φυσική ἀφορμή τοῦ πένθους γιά τίς μοναχές. Δέν θρηνοῦσαν τή στέρησι ἑνός ἀγαπητοῦ προσώπου ἑνός εὐσπλαχνικοῦ εὐεργέτου καί προστάτου, οὔτε γιά κάτι παρόμοιο μέ αὐτά πού συνήθως θλίβονται οἱ ἄνθρωποι. Θρηνοῦσαν ἐπειδή χωρίσθηκαν ἀπ᾿ αὐτή, πού ἦταν ἐλπίδα τους πρός τόν Θεό καί σωτηρία τῆς ψυχῆς τους! Ἔτσι φώναζαν κι ἔλεγαν:
  • Σβήσθηκε τό λυχνάρι τῶν ματιῶν μας! Χάθηκε τό φῶς πού καθωδηγοῦσε τίς ψυχές μας, ἀσφάλεια τῆς ζωῆς μας, σφραγίδα τῆς ἀφθαρσίας μας, σύνδεσμος τῆς ὁμοφροσύνης μας. Συντρίφθηκε τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων, ἔλειψε θεραπεία τῶν ἀσθενῶν... Ὅταν ζοῦσε ἀνάμεσα μας καί νύχτα ἔλαμπε σάν μέρα ἀπό τό φῶς τῆς ἁγνῆς ζωῆς της. Τώρα καί μέρα θά μεταβληθῆ σέ σκοτάδι...
Πιό βαριά ἀπό τίς ὑπόλοιπες ὑπόφεραν ὅσες στήν περίοδο τῆς πείνας, σκορπισμένες στούς δρόμους, τίς μάζεψε, τίς ἀνέθρεψε καί τίς ὡδήγησε στήν καθαρή κι ἁγνή ζωή.
Ὅταν λοιπόν μπόρεσα καί κάπως συνῆλθα, παρακάλεσα τίς μοναχές νά πᾶνε γιά λίγο στό κοντινό οἴκημα καί νά μείνουν μόνο μερικές ἀπ᾿ αὐτές, ὅσες δεχόταν εὐχαρίστως νά τήν διακονοῦν ὅταν ζοῦσε. Μιά απ᾿ αὐτές εἶχε φυλάξει ἕνα σκοῦρο φόρεμα τῆς μητέρας μου καί μ᾿ αὐτό καλύψαμε τό ἱερό λείψανο, πού φαινόταν τώρα νά λάμπῃ. Ἦταν δῶρο τοῦ Κυρίου αὐτή ὑπερκόσμια ὀμορφιά πού ἀκτινοβολοῦσε τό ἀσκητικό πρόσωπο!
Ἐν συνεχείᾳ τελέσθηκε ἀγρυπνία μέ ὑμνωδίες, ὅπως γίνεται σέ πανηγύρεις μαρτύρων. Τά πλήθη τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν, πού εἶχαν καταφθάσει ἀπό ὅλα τά μέρη, κάλυπταν μέ τούς θρήνους τους τήν ψαλμωδία. Τότε τούς χώρισα κι ἔβαλα τίς γυναῖκες μέ τό χορό τῶν παρθένων καί τούς ἄνδρες μέ τούς μοναχούς. Φρόντισα ν᾿ ἀκούγεται μιά ψαλμωδία ἀπό κάθε πλευρά, μέ ρυθμό καί ἁρμονία.
Τό πρωΐ, ἀφοῦ τελείωσε ἀγρυπνία, ἦρθε ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς ἐκείνης Ἀράξιος μέ ὅλο τό ἱερατεῖο του. Ξεκινήσαμε λοιπόν γιά τήν ἐκφορά. Σήκωσα ἐγώ τό νεκροκρέββατο ἀπό τό ἕνα μέρος, κάλεσα κι ἐκεῖνον ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἐνῶ δύο διακεκριμμένοι κληρικοί βάσταζαν τό πίσω μέρος. Ἄνοιγα δρόμο ἀνάμεσα στό πλῆθος καί προχωρούσαμε σιγά-σιγά.
Ἔπειτα ἀπό πολλές ὧρες πορεία φθάσαμε στόν ναό τῶν Ἁγ. Μαρτύρων, ὅπου ἦταν θαμμένα τά σώματα τῶν γονέων μας. Καί ἐκεῖ, στόν τάφο τους, ἀποθέσαμε τό ἱερό της λείψανο, ὅπως ἴδια εἶχε παραγγείλει».
(Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης)



ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!!!


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου