Σελίδες

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

«Ἡ ταπείνωσις ἔνδυμά ἐστι τῆς θεότητος»

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου


ΟΜΙΛΙΑ ΚΣΤ΄

Εὐλογημένα μου παιδιά,

Ἐρχόμεθα στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Τό σωτήριον Πάθος Του ἄρχισε ἀπό τό χωριό τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας, ἀπό τήν Βηθανία, ἀπό ὅπου ξεκίνησε μέ τό γαϊδουράκι καί τούς μαθητάς Του νά κάνη τήν εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ. Αὐτόν πού κάθεται ἐπί θρόνου δόξης, συγχρόνως Τόν βλέπουμε νά κάθεται ἐπί θρόνου ταπεινώσεως. Αὐτό ἤθελε νά μᾶς διδάξη ὁ Κύριος μέ τήν ἀνάβασι αὐτή ἐπάνω στό ταπεινό ζῶο. Τήν ταπείνωσι.
Μέ τήν ταπείνωσί Του Χριστός μας κάτω ἐδῶ στή γῆ ξεσήκωσε ὅλο τόν κόσμο, ἀκόμη καί τά παιδάκια νά ψάλλουν: «Ὡσαννά τῷ Υἱῷ Δαβίδ, εὐλογημένος ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»1. Μ᾿ αὐτήν τήν ταπεινή εἴσοδο ἐμπρός στά ἀνρθώπινα πλήθη συνεκλόνισε καί συνετάραξε ὅλη τήν Ἱερουσαλήμ. «Ποιός εἶναι Αὐτός;», φώναζαν ἐκεῖνοι πού δέν ἤξεραν· κι ἔτρεχε κόσμος νά σπάσουν κλαδιά φοινίκων καί βαΐα, νά τά ρίξουν κάτω, γιά νά περάση.
Κι ὅμως βλέπετε τά ἀνθρώπινα πῶς ἀλλάζουν; Τήν Κυριακή φώναζε κόσμος· «Ὡσαννά τῷ Υἱῷ Δαβίδ, εὐλογημένος ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» καί τόσα ἄλλα καί μετά ἀπό τέσσερειςπέντε ἡμέρες· «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν»2. Ἔτσι εἶναι στή γῆ τά πράγματα· τίποτε δέν εἶναι σταθερό. Ὁ κόσμος μιά ὑψώνει καί μιά ταπεινώνει τόν ἄλλον. Εἶναι ἀσταθής ὁ ἄνθρωπος, ἀσταθῆ τά ἔργα του, ἀσταθεῖς οἱ σκέψεις του, ἀσταθῆ ὅσα συμβαίνουν στήν ζωή του.
Καταπληκτηκή εἶναι ἡ ταπείνωσις τοῦ Χριστοῦ μας· φοβερό πρᾶγμα! Βλέπουμε τόν Θεάνθρωπο ταπεινό κι ἁπλό ἐπάνω σέ ἕνα γαϊδουράκι! Πόσο ὡραῖο μάθημα παίρνουμε ἀπό τό ἅγιο παράδειγμα Του!
Καί προχωρώντας στήν ἱερωτάτη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, ἐκεῖ πάλι ἀκόμη περισσότερο ἀντικρύζουμε τήν ὑψίστη ταπείνωσί Του. Τόν βλέπουμε νά ὑπομένη τά βάσανα, τίς κοροϊδίες, τά ραπίσματα, τίς ταλαιπωρίες τῆς φυλακῆς, νά σηκώνη τόν σταυρό καί μετά νά πέφτη ἀπό τό βάρος τοῦ σταυροῦ. Ποιός μπορεῖ νά βάλη στόν νοῦ του ὅτι ὁ Θεός ἐπι γῆς ἐρραπίσθη ἀπό ἀνθρώπινο χοϊκό χέρι, ἀπό τό χέρι τοῦ πλάσματός Του, τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἔπλασε τόσο ὄμορφο, τόσο τέλειο, τόσο σοφό, «κατά χάριν Θεόν» ἐπί τῆς γῆς! Κι αὐτός ὁ ἄνθρωπος κατόπιν νά σηκώνη τό χέρι του, νά χτυπάη τόν Θεό; Ἐδῶ, ἄν μᾶς χτυπήση τό παιδί μας, ἐπαναστατοῦμε καί διαμαρτυρόμαστε: «Ἐμένα, τή μάννα σου ἤ τόν πατέρα σου;» Καί τί εἶναι ἡ μητέρα κι ὁ πατέρας συγκριτικά μέ τόν Θεό ἐπί τῆς γῆς; Συνάνθρωποι χοϊκοί.

Ἐδῶ εἶναι ἡ ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ! Ἡ ταπείνωσις. Μά, ἄν δέν ἦταν ταπεινός, δέν θά ἦταν Θεός. Δέν εἶναι ἐξουσιαστής, δέν εἶναι διατάσσων, δέν ἔχει ὑπεροψία· ἡ δόξα Του εἶναι ἡ ταπείνωσις. Ἡ μεγαλύτερη δόξα πού μπορεῖ νά ἔχη ἕνας ἄνρωπος ἐπάνω στή γῆ εἶναι, ὅταν ὑπερέχη ὅλων καί βρίσκεται στήν κεφαλή, ὅπως εἶναι ἕνας βασιλεύς. Μεγαλύτερη δόξα δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση, γιατί ἔφτασε μέχρι τέλους, μέχρι τό ἀνώτατο ἀξίωμα. Πότε ὅμως μεγαλώνει ἡ δόξα τοῦ βασιλέως; Ὅταν τόν δῆς νά ταπεινώνεται, νά ἐπισκέπτεται τά χωριά, νά πηγαίνη στούς φτωχούς, στούς ἀναπήρους, νά συντρώγη μέ τά «φτωχαδάκια», τότε ἡ τιμή καί ἡ ὑπόληψι πόσο μεγαλώνει! Ἡ καλοσύνη, ἡ ἀγάπη στούς ἀνθρώπους καί ἡ ταπείνωσί του τόν ὑψώνει περισσότερο στήν συνείδησι τῶν ὑπηκόων του. Ἔτσι μεγαλώνει ἡ δόξα του.

Ὁ Χριστός μας, ὁ ἄπειρος Θεός ἄφησε τήν δόξα Του τήν θεϊκή καί ἀπό τή γέννησι μέχρι τήν σταύρωσί Του μᾶς ἔδωσε ἕνα τρανταχτό, ἕνα σεισμικό μάθημα ταπεινώσεως. Καί ὅλη ἡ ζωή Του ἐπάνω στή γῆ ἦταν γεμάτη πειρασμούς. Γι᾿ αὐτό δέν ἔχουν κανένα ἄλλο σκοπό ὅλοι οἱ πειρασμοί πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς ἔρθουν, παρά μόνον τό νά ταπεινώσουν τό φρόνημά μας. «Οἱ πειρασμοί, λέγει κάποιος ὅσιος, οὐ μή παύσονται, ἕως οὗ ταπεινωθῇ ὁ ἄνθρωπος».
Λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὅταν ὅμως ἔρχονται οἱ δοκιμασίες καί οἱ πειρασμοί, ἀποροῦμε ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη! Τί θά πῆς τήν ὥρα πού βλέπεις νά σοῦ παίρνη τό παιδί, νά σοῦ παίρνη τόν ἄνδρα, νά ἀφήνη παράλυτο τό παιδί σου; Ὁ διάβολος θά σέ στριμώξη ἐπάνω στόν πόνο, νά σοῦ βγάλη τόν Θεό ἄδικο. Μπροστά σου βλέπεις μία πρᾶξι διαφορετική ἀπό τήν ἀγάπη. Τότε θά κλονισθῆς, ἄν δέν ἔχης τήν ἐπίγνωσι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα σου.
Τά κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Ὅταν πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας, ἕνας πατέρας ποτέ δέν θέλει τό κακό τοῦ παιδιοῦ του. Τό ὅτι σέ ράπισε, τό ὅτι σέ μπάτσισε, τό ὅτι σοῦ ἔκοψε τό θέλημα, εἶναι αὐτά πού σοῦ κάνει κι ὁ σαρκικός πατέρας σου πού ξέρεις ὅτι πράγματι σέ ἀγαπάει. Ἀφοῦ καί ὁ σαρκικός πατέρας σοῦ τά κάνει αὐτά, τί θά πῆς γιά τόν Θεό Πατέρα, πού εἶναι ὅλος ἀγάπη; Γιατί, ἄν δέν σέ ἀγαποῦσε, δέν θά σταυρωνόταν γιά σένα. Οὐδείς ἄλλος ἔγινε ἄνθρωπος, ὑπέστη τά βάσανα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, οὐδείς ἄλλος θυσιάστηκε μέ τόση καταφρόνια, μέ τόση ταπείνωσι.
Γιά σκεφθεῖτε, γιά φαντασθεῖτε τόν ἑαυτό σας ριγμένο κάτω νά σταυρώνεται καί νά σᾶς τρυποῦν μέ χάλκινα καρφιά! Ἐδῶ βάζουμε ἐνέσεις καί πονοῦμε. Πῶς θά μπορούσαμε νά σηκώσουμε ἐμεῖς μέ ζωντανή καρδιά, σταύρωσι στά πόδια καί στά χέρια, νά μᾶς κρεμάσουν στόν σταυρό καί νά κρεμόμαστε ἀπό τά καρφιά αὐτά; Θά τρελλαινόμασταν. Καί ὅμως ὁ Θεός, πού μέ ἕνα νεῦμα Του μποροῦσε νά διαλύση τά πάντα, ὑπέμεινε ὅλα αὐτά. Γιά ποιόν τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός; Γιά τόν ἑαυτόν Του; Ὄχι, γιά μένα. Ἄν δέν μέ ἀγαποῦσε θά τό ἔκανε; Τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη γιά μένα. Μιά τέτοια ἀγάπη μπορεῖ νά ἀδικήση; Ποτέ. Μήπως ὁ Θεός εἶναι σάν κι ἐμένα, πού σήμερα εἶμαι καλός κι αὔριο κακός; Ὁ Θεός εἶναι πάντα ὁ ἴδιος· ποτέ δέν ἀλλάζει ὁ Θεός. Ποῦ ξέρω ἐγῶ τά κρίματα τοῦ Θεοῦ καί λέω ὅτι ἔκανε ἀδικία; Θά ἐλέγξω ἐγώ τόν Θεό; Γνωρίζω ἐγώ τόν νοῦ τοῦ Θεοῦ ἤ θά τοῦ γίνω σύμβουλος ἤ κριτής, γιατί ἔκανε αὐτήν τήν ἐνέργεια; Ἔτσι τόν φιμώνεις τόν διάβολο καί μέ τόν πειρασμό αὐτόν καί τήν δοκιμασία ἀποκτᾶς γνώσεις, γίνεσαι γνωστικός. Ὅταν ἔρχεται καί σοῦ μιλάει ἄδικα γιά τόν Θεό, γιά νά γκρεμίση τόν Θεό ἀπό μέσα σου –γιατί, ὅταν σοῦ τόν γκρεμίση, γκρέμισε καί ὅλη τήν ζωή σου– νά τόν ἀποστρέφεσαι μέ τίς γνώσεις αὐτές καί τήν ταπείνωσι.
Μέ τί νίκησε ὁ Χριστός τόν διάβολο; Μέ τήν ταπείνωσι.
Ἀπό τί νικήθηκε ὁ ἄνθρωπος; Ἀπό τόν ἐγωϊσμό του. Μέ τόν ἐγωϊσμό του πίστεψε στόν διάβολο πού τοῦ εἶπε ὅτι, ἅμα θά φάγη ἀπό αὐτόν τόν καρπό πού ὁ Θεός τοῦ εἶπε νά μή φάγη, θά γίνη Θεός καί θά μπορῆ νά διακρίνη τό καλό ἀπό τό κακό. Ἦταν ὡραῖος ὁ καρπός στή θέα καί γλυκύς στήν βρώσι καί τραβοῦσε τήν ἐπιθυμία τῆς Εὔας. Ἀπό τήν ἄλλη πάλι πλευρά τά λόγια τοῦ διαβόλου «ἀπό ἄνθρωπος, θεός» τῆς κινοῦσαν τήν σκέψι: «Ἄν τό φάω, τί ὡραῖα ποῦ θά εἶναι, μέσα σέ στιγμές νά μπορῶ νά γίνω θεός!» Καί τρώγοντάς τον ἔμεινε ἔξω τοῦ Παραδείσου. Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάτη.
Ἔτσι κι ἐμεῖς· ὅταν κάνουμε ὑπακοή στά σφυρίγματα τοῦ διαβόλου, στούς κακούς λογισμούς πού μᾶς βάζει, στούς ὑπερήφανους, στούς ἐγωϊστικούς, στούς ἀντιδραστικούς, φουντώνουμε. Πάνω στό φούντωμα αὐτό κάνουμε λάθη στήν σκέψι, στή γλῶσσα, στά χέρια καί τόσα ἄλλα.
Γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε τήν ταπείνωσι, μέ τήν ὁποία δένονται τά πάντα. Ἡ ταπείνωσις δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ξεφύγη, δέν τόν ἀφήνει νά ἁμαρτήση ἄσχημα, διότι ὅσο κανείς ὑψωθῆ, τόσο καί τό πέσιμό του θά εἶναι ἄσχημο κι ἐπικίνδυνο. Λέγει ὁ σοφός Σολομών· «κρεῖσον πεσεῖν ἐξ ὕψους ἤ ἀπό γλώσσης». Καλύτερα, λέει, νά πέσης ἀπό ὕψος καί νά σπάσης χέρια καί πόδια παρά νά πέσης ἀπό τήν γλῶσσα, πού πολλές φορές τά τραύματά της εἶναι πολύ τρομερά. Τί δέν δημιουργεῖται καί τί δέν βγαίνει ἀπό τήν γλῶσσα! Ὁ Δαβίδ ἔφθασε στό σημεῖο νά πῆ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι σάν ἕνας τάφος. Ὅταν ἀνοίγης ἕνα τάφο καί βλέπεις ὀστᾶ, σκουλήκια, δυσωδία, βρώμα, ἀσχήμια, πόσο φοβερό εἶναι! Ἔτσι κι ὅταν ἀνοιχθῆ μία γλῶσσα, ἡ ὁποία εἶναι σάν ἕνας τάφος γεμᾶτος ἐμπάθεια, ἐξέρχεται ἀπό τήν γλῶσσα ὅλη αὐτή ἡ βρωμιά καί ἡ ἀηδία πρός τά ἔξω, πρᾶγμα πού γιά τούς σώφρονες ἀνθρώπους εἶναι κάτι τό ἀπαίσιο. Ἀντίθετα ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ ὀμορφιά τοῦ Χριστιανοῦ.
Ὁ Χριστός μας, ἡ αὐτοσοφία, φαινόταν στόν κόσμο ἀγράμματος καί ἐξασκοῦσε ταπεινό, φθηνό ἐπάγγελμα. Τούς μαθητές Του δέν τούς διάλεξε ἀπό ἐπιστήμονες, ἀλλά βρῆκε τούς ψαράδες· πῆρε ἀνθρώπους, πού δέν ἤξεραν καλά – καλά τήν γλῶσσα τοῦ χωριοῦ τους, καί τούς ἔκανε πανσόφους, πολύγλωσσους, προφῆτες, θαυματουργούς, πνευματοφόρους, τούς ἀνέδειξε Ἀπόστόλους, σαγηνευτάς, πού σαγήνευσαν τήν οἰκουμένη διά τοῦ λόγου. Καί σήμερα πρέπει νά βγάλουμε πανεπιστήμια, γιά νά διδαχθοῦμε τήν Καινή Διαθήκη, τήν ὁποία ἔγραψαν οἱ ἀγράμματοι Ἀπόστολοι.

Ἡ ὅλη ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ μας στή γῆ ἦταν ταπεινή, ἀπέριττη, χωρίς δόξες καί τιμές. Γι᾿ αὐτό καί ἀντιμετώπισε τόν διάβολο μετωπικά μέ τήν ταπείνωσί Του καί τόν ἐξουδετέρωσε. Ἐνόμισε ὁ διάβολος ὅτι ἔχει νά κάνη μέ προφήτη σάν ἐκείνους τούς προφῆτες πού συνάντησε κατά τό παρελθόν καί τούς ἔκανε τόσα κακά. Ἀπέτυχε ὅμως, γιατί ἐνόμιζε ὅτι θά συναντοῦσε γῆ καί συνάντησε οὐρανό. Πότε τό κατάλαβε αὐτό; Ὅταν κατέβηκε ὁ Χριστός στόν Ἅδη.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέγει ὅτι ἡ ταπείνωσις ἡ ἀληθινή, ἡ πραγματική, ἡ βγαλμένη ἀπό τήν πεῖρα «ἔνδυμά ἐστι τῆς θεότητος». Καί ὅποιος εἶναι ἐνδεδυμένος μέ τήν ἀληθινή ταπεινοφροσύνη, εἶναι ἐνδεδυμένος τόν Θεό. Ἐν συνεχείᾳ λέγει ὅτι, ἐάν δέν ἐκάλυπτε ὁ Θεός τήν θεότητά Του μέ τήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύσι, δέν θά μποροῦσε ἡ γῆ νά φιλοξενήση ἐπάνω της καί στά ἔγκατά της τό «Θεῖον Πῦρ». Μέσα στήν ἀνθρώπινη φύσι ἔκρυψε τήν Θεότητά Του· ἔβαλε τό «πῦρ» μέσα σέ κάλυμμα καί ἔτσι μπόρεσε καί κατέβηκε στή γῆ καί μίλησε μέ τούς ἀνθρώπους χωρίς νά κατακαῆ ἡ γῆ ἀπό τό πῦρ τῆς θεότητος. Πῶς θά ἦταν δυνατόν τό θεῖον νά ὁμιλήση μέ τόν ἄνθρωπο καί νά μή τόν κατακαύση; «Τίς ὄψεται τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται;», ἔλεγε στόν Μωϋσῆ ὁ Θεός, ὅταν ἐκεῖνος ἀνέβηκε στό Σινᾶ νά πάρη τόν Δεκάλογο.
Ἔτσι καλύψας τήν Θεότητά Του μέσα στήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύσι μέ τήν ταπείνωσι, ἔδωσε τήν μεγάλη μάχη μέ τόν διάβολο καί ὡς λάφυρο ἐκέρδισε τόν ἄνθρωπο μέ τό αἷμα Του καί τόν «προσήγαγε ἑς θυσίαν τῷ Θεῷ καί Πατρί», δηλαδή τόν προσέφερε στόν Θεό καί Πατέρα σάν κέρδος νίκης. Ὅπως ἕνας ἄρχοντας πού κερδίζει μία πολιτεία σέ ἕνα πόλεμο, μπαίνει μέσα καί παίρνει, κερδίζει, ὅ,τι ὡραῖο καί πολύτιμο ἔχει καί τό κάνει κτῆμα του, ἔτσι καί ὁ Χριστός νίκησας τόν διάβολο ἐκέρδισε τόν ἄνθρωπο, γιά τόν ὁποῖο ἔδωσε τήν μάχη καί τόν «προσήγαγε τῷ Θῷ καί Πατρί» ὡς δῶρον νίκης. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ταπείνωσι, νικᾶ τόν διάβολο.
Ἐμεῖς, ξέρετε, γιατί νικώμεθα ἀπό τόν διάβολο, καί πρῶτος ἐγώ; Διότι ἔχουμε ἐγωϊσμό. Ὁ ἐγωϊσμός μᾶς κάνει νά ἔχουμε κάτω τό κεφάλι καί νά τίς τρῶμε ἀπό τόν διάβολο μέ λογισμούς, πάθη καί ἀδυναμίες. Δέν εἴμαστε ἐνδεδυμένοι τήν θεϊκή στολή, γιά νά ἀπομακρύνουμε ἀπό κοντά μας τόν διάβολο. Δέν ἔχουμε τό πῦρ τῆς θεότητος, τήν ἀληθινή ταπεινοφροσύνη στήν ψυχή μας, στήν καρδιά μας, κι ἔτσι μᾶς προσεγγίζει μέ τά φαρμακερά νύχια του καί μέ τήν δυσμορφία του καί μᾶς κάνει ἄνω κάτω. Μερικοί ἄνθρωποι, ἀπό ἀγνωσία βέβαια, λένε ὅτι δέν ἔχουν ἐγωϊσμό.
Καί ὅμως βλέπετε ὅτι, ὅταν θυμώνουμε γινόμεθα ἔξω φρενῶν! Ἄν μᾶς πάρη κάποιος μιά φωτογραφία τήν ὥρα ἐκείνη καί μᾶς τήν δείξη ἐν καιρῷ, ὅταν θά ἔχουμε ἠρεμήσει, θά ποῦμε· «Μά, ἐγώ εἶμαι αὐτός;». Ἤ ἄν ἕνα μαγνητόφωνο καταγράφη ὅσα λέμε τήν ὥρα τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς, καί τά ἀκούσουμε ἐν καιρῷ εἰρήνης, θά ντραποῦμε. Ὅταν ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι συμμαχοῦμε μέ τόν ἐγωϊσμό, ἔτσι γινόμαστε. Εἶναι πάρα πολύ βρώμικος ὁ ἐγωϊσμός· μᾶς θεατρίζει ὅταν μαλώνουμε, ὅταν βρίζουμε, ὅταν κατακρίνουμε, ὅταν λέμε καί κάνουμε ἀθέμιτα πράγματα. Μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι καί μᾶς οἰκτίρουν, ἐνῷ ἐμεῖς μπορεῖ καί νά καυχώμεθα, ὅτι δῆθεν κάναμε παλληκαριά. Σέ τέτοια παραφροσύνη μᾶς καταντᾶ ὁ φοβερός καί ἄσχημος ἐγωϊσμός.
Γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ νά μᾶς σώση· νά μᾶς δώση φάρμακα γιά νά θεραπευθοῦμε, νά μᾶς ὁπλίση μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός νά πολεμήσουμε τόν ἐχθρό, νά σκοτώσουμε τόν ἐχθρό, γιά νά μή μᾶς σκοτώση ἐκεῖνος. Τά ὅπλα, λοιπόν, εἶναι στά χέρια μας. Τό ἕνα ὅπλο εἶναι νά γονατίζουμε καί νά προσευχώμεθα, τό ἄλλο εἶναι τά δάκρυα, τό ἄλλο ἡ ταπεινοφροσύνη, τό ἄλλο ἡ ἀγάπη, ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς, ἡ Θεία Κοινωνία, ὁ Ἐκκλησιασμός κ.ἄ. Καί τί δέν ἔχουμε! Δέν ἔχουμε τόν ἀντιριτικό λόγο; Δέν ἔχουμε τή νῆψι πού εἶναι φοβερό ὅπλο γιά κάθε πονηρά ἔννοια, ὅταν ἀγρυπνοῦμε, ὅταν ἐπισκοποῦμε τόν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο, γιά νά μή δεχθοῦμε μικρόβια ἤ γιά νά σταματήσουμε τόν ἐχθρό καί νά μή τόν ἀφήσουμε νά μπῆ μέσα; Μέ αὐτό τό ἔργο τῆς νήψεως σκοτώνοντας τόν ἐχθρό μέ τό ὅπλο τῆς προσευχῆς, διατηροῦμε μέσα μας τήν εἰρήνη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε στά ὕψη Του. Μυρίους κόσμους ἔφτιαξε διά τοῦ λόγου Του, τά πάντα εἶναι δικά Του καί τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο στόν Θεό. Κι ὅμως κατέβηκε ἐδῶ στή γῆ, γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἀποδείξη ὅτι δέν εἶναι ἐξουσιαστής, ἀλλά στοργικός Πατέρας πού συγχωρεῖ, πού ἀγαπᾶ πραγματικά· γιατί ἄν δέν ἀγαποῦσε, δέν θά γινόταν θῦμα γιά χάρι του.
Σέ κάθε Θεία Λειτουργία στήν Ἁγία Τράπεζα, στίς ἑκατομμύρια Ἅγιες Τράπεζες, ὁσάκις ὁ ἱερεύς λειτουργῆ, κατεβαίνει ὁ Χριστός, ταπεινώνεται, θυσιάζεται καί ἁγιάζει. Ποιός κάνει τόση ὑπακοή; Ὁ Θεός. Ἐφ᾿ ὅσον ὁ ἱερεύς θά κάνη τήν Θεία Λειτουργία καί θά διαβάση τίς εὐχές, τό Ἅγιον Πνεῦμα θά κατεβῆ καί θά μετουσιώση τόν ἄρτο σέ Σῶμα Χριστοῦ καί τόν οἶνο σέ Αἷμα Χριστοῦ. Ἰδοῦ ἡ ταπείνωσις τοῦ Θεοῦ συνεχίζεται καθημερινά!
Θέλετε νά δῆτε κι ἄλλη ταπείνωσι; Μετρῆστε σέ ἕνα λεπτό χρόνου μόνο, πόσες βλασφημίες ἐκτοξεύονται ἀπό τούς ἀνθρώπους πρός τόν Θεό καί πρός τήν Παναγία. Σκεφθῆτε χρόνια καί χρόνια, βλασφημίες καί βλασφημίες! Ὁ Θεός τί κάνει; Σηκώνει ἀμέσως τό σπαθί Του καί παίρνει τό κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι! Ἐμεῖς θά τό κάναμε ὅμως. Ἐμεῖς οἱ «πολύ μεγάλοι ἄνθρωποι» στήν δόξα καί στήν τιμή, δηλαδή στόν ἐγωϊσμό καί στήν ὑπερηφάνεια, θά σηκώναμε ἀμέσως τό σπαθί καί θά παίρναμε τό κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶπε κακό λόγο. Ὁ Θεός ὅμως ἀκούει, ἀνέχεται συνεχῶς τόσα βρώμικα νά λέγωνται, γιατί εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο κι ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν Θεό.
Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτο Πνεῦμα, εἶναι «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Ὁ Θεός μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του εἶναι παντοῦ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί σέ ὅλη τήν κτίσι. Ὅπως τό φῶς καί ὁ ἥλιος παντοῦ διαχέονται, ἔτσι καί ὁ Θεός. Βλέπετε πόση εἶναι ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ!
Ταυτίζεται ποτέ ὁ ἐγωϊσμός μέ τήν μακροθυμία; Ὄχι. Ὅταν ὑπάρχη ἐγωϊσμός, ἀρχίζει ἡ ἐκδίκησις καί ἡ ἀνυπομονησία. Ὁ ταπεινός τί λέει; «Δέν πειράζει, ἄς εἶναι συγχωρημένος· ἄς εἶπε καί τόν κακό λόγο, ἄς μοῦ ἔκανε κι ἐκεῖνο· ἐγώ μέ τό καλό θά νικήσω τό κακό. Ἄς μ᾿ ἔβρισε· ἐγώ θά τοῦ μιλήσω καλά, θά τόν τιμήσω μέ τά λόγια. Αὐτός μέ ἀδίκησε, ἐγώ θά τόν ἐλεήσω». Αὐτά θά τά πῆ ἐκεῖνος πού ἔχει ταπείνωσι. Ὁ ἐγωϊστής ἀμέσως θά σηκώση ἀνάστημα νά δικαιολογηθῆ καί νά ἐκδικηθῆ. Ὁ Θεός τό κάνει; Ὄχι. Ἄρα ὁ Θεός μέ ὅλη τήν δόξα Του εἶναι ταπεινός κι ἐμεῖς οἱ φτωχοί ἄνθρωποι, οἱ φτιαγμένοι ἀπό τόν πηλό, σηκώνουμε τό ἀνάστημα καί ζητᾶμε δικαιοσύνη. Τότε πέφτουμε στήν παραφροσύνη, μέ ἀποτέλεσμα νά εἴμεθα συνεχῶς ἔνοχοι ἔναντι τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ.
Θά φύγουμε αὔριο ἀπό τήν ζωή καί θά πᾶμε στόν Χριστό. Κι ὅταν ὁ Χριστός μᾶς ἐρωτήση· «Τί ἔπαθες γιά μένα;», τί θά Τοῦ ποῦμε ἐμεῖς;
«Δέν ἔκανα ἄσκησι, γιατί δέν εἶχα προαίρεσι, δέν εἶχα δύναμι».
Θά πῆ ὁ Χριστός: Τοὐλάχιστον στήν ἀκούσια ἄσκησι ἔκανες ὑπακοή;».
Ποιά εἶναι ἡ ἀκούσια ἄσκησι; Ὅταν ἀρρωσταίνουμε, ὅταν μᾶς χλευάζουν, ὅταν μᾶς ταπεινώνουν, ὅταν μᾶς διώχνουν, ὅταν εἴμαστε ἀνάπηροι, εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γι᾿ αὐτά, κάνουμε ὑπομονή καί σκεπτόμαστε ὅτι γιά τίς ἁμαρτίες μας μᾶς χρειάζονται αὐτά; Αὐτό λέγεται ἀκούσια ἄσκησι.
Μπορεῖ νά πῆς στόν Θεό: «Θεέ μου, δέν ἔκανα προαιρετική ἄσκησι, ἀλλά στήν ἀκούσια, πού μοῦ ἔστειλες ἐν τῇ πανσοφίᾳ Σου,ἔκανα ὑπομονή· ἤμουν ἄρρωστος, χήρεψα, ὑβριζόμουν, ἀδικήθηκα καί τά ὑπέμεινα γιά τήν ἀγάπη Σου».
Καί ὁ Χριστός θά μᾶς πῆ: «Καί ἐγώ γιά σένα τί ἔκανα;
Δές τά χέρια μου καί τά πόδια μου, εἶναι τρυπημένα·
δές τήν πλευρά μου, εἶναι λογχευμένη·
δές τό κεφάλι μου, εἶναι ματωμέτο ἀπό τά ἀγκάθια·
δές τήν πλάτη μου, πῶς εἶναι ἀπό τίς μαστιγώσεις πού μοῦ ἔκαναν· ὅλο τό σῶμα καί ἡ ψυχή μου παιδεύτηκαν γιά σένα.
Λοιπόν, κι αὐτό πού ἔκανες ἐσύ, τό δέχομαι».
Ὅταν ὅμως ἑκούσια δέν προσφέρουμε καί στά ἀκούσια ἀγανακτοῦμε, τότε θά πᾶμε μέ «ἄδειο ντορβᾶ». Δέν θά ἔχουμε τίποτε νά προσφέρουμε στόν Χριστό. Τί θά τοῦ ποῦμε; Μέσα στόν ντορβᾶ μας ἀντί νά ἔχουμε χρυσό, διαμάντια, ὡραῖα πολύτιμα πράγματα, θά ἔχουμε ἄχυρο, τρύπια τενεκούδια, σκουπίδια, κουρέλια κ.ἄ. Αὐτά θά εἶναι τά ἔργα μας.
Θά πῆ ὁ Χριστός: «Καλά, ὅλα αὐτά τά χρόνια πού σοῦ ἔδωσα νά ζήσης, αὐτά κατώρθωσες; Αὐτά δούλεψες; Αὐτά μοῦ ἔφερες; Ἐγώ πόσα ἔκανα γιά σένα».
Τότε ἡ συνείδησις θά μᾶς πῆ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὡς μάρτυρας κατηγορίας θά ἐπικυρώνη καί θά συμφωνῆ ὅτι ἔτσι ἔγινε. Τότε φιμώνεται ὁ ἄνθρωπος, κλείνει τό στόμα του καί δέν ἔχει τίποτε νά ἀπολογηθῆ.
Ὅπως κάποιος ἄνθρωπος πού εἶδε τόν Θεό· μόλις τόν κοίταξε, κατάλαβε ἡ ψυχή αὐτή ὅτι τά ἤξερε ὅλα ὁ Χριστός, τόν δίκασε καί τόν ἀποφάσισε μόνο μέ τό βλέμμα. Δέν χρειάσθηκε οὔτε ὁ Χριστός νά ἀνοίξη τό στόμα, οὔτε αὐτός νά ἀπολογηθῆ. Μόνο μέ τό βλέμμα Του τελείωσαν ὅλα. Δέν χρειάζεται νά μιλήση ὁ Χριστός· πρῶτον, γιατί τά ξέρει ὅλα καί δεύτερον, γιατί ὑπάρχει ὁ μάρτυς κατηγορίας πού ἔχουμε μέσα μας, ὁ ἐσωτερικός κριτής, τό συνειδός καί δέν χωράει τίποτε· εἴμαστε καταδικασμένοι.
Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει νά πλησιάσουμε τό φῶς καί τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς, τῆς ἐναρέτου ζωῆς καί τῆς ταπεινώσεως καί νά προσπαθήσουμε πάσῃ θυσίᾳ ὅπου μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησις, νά τῆς κλείνουμε τό στόμα, γιά νά σωθοῦμε. Ἀμήν. Γένοιτο!

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.



Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἔκδοσεις Ἱεράς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος

Τόμος α΄

Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

1Ματθ. Κα΄ : 9.
2Ἰωάνν. Ιη΄ : 15.

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου