Σελίδες

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Δομή τοῦ ἀνθρώπου_Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου_mp3+κείμενο


Π. Σάββας 2010-12-11_ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ_mp3


Ὁμιλία τοῦ π. Σάββα στίς 11-12-2010 (Σύναξη Νέων).
Γιά νά κατεβάσετε καί νά ἀποθηκεύσετε τήν ὁμιλία πατῆστε ἐδῶ (δεξί κλίκ, ‘Ἀποθήκευση προορισμοῦ ὡς, ἄν ἔχετε Interntet Explorer ἤ Ἀποθήκευση δεσμοῦ ὡς, ἄν ἔχετε Mozilla. Στή συνέχεια δῶστε τό ὄνομα πού θέλετε καί πατῆστε ΟΚ γιά νά ἀποθηκευθεῖ ἡ ὁμιλία)

(Ἀναφορά στά Χριστούγεννα καί στό πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό).


Παραθέτουμε καί  τό σχετικό κείμενο:
 Προλογικά - Γενικές ρχές τς νθρωπολογίας καί σωτηριολογίας τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.

     Ὁ μακαριστός Γέρων Πορφύριος εἶχε μία ὀρθοδοξότατη θεώρηση γιά τόν ἄνθρωπο (ἀνθρωπολογία).  Ἐκτός ἀπό μιά ἀλάνθαστη Χριστολογία–Θεολογία εἶχε καί μιά βαθειά, ἀληθινά ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία–σωτηριολογία. Τόσο οἱ ἀπόψεις του α)γιά Γέροντος Πορφυρίου (ὁ προπτωτικός, ὁ μεταπτωτικός, ὁ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ), β)ποιές εἶναι οἱ προδιαγραφές τῆς σωστῆς του λειτουργίας, ὅσο καί γ)γιά τό ποιός εἶναι ὁ προορισμός του, ὅλα εἶναι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Οἱ λεπτότατες παρατηρήσεις του ἔχουν τεράστια σημασία γιά τόν σύγχρονο, ψυχικά ἄρρωστο, «χριστιανό».
Ἡ ἀντίληψη του γιά τήν ἁμαρτία ἐκφράζεται μέ τή χαρακτηριστική του φράση: «Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά».
 Ὁ Θεός  κρούει στήν πόρτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν͵ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ΄ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ΄ ἐμοῦ. Ὁ νικῶν δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ΄ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου»[1], λέγει ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστός κινεῖται πρῶτος πρός τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἄν ἄνοίξει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του καί ἀποδεχθεῖ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ θεραπεύεται. Ἔλεγε ὁ σοφός Γέροντας: «Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά. Τό μπέρδεμα δέν φεύγει μέ τίποτε. Μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ γίνεται τό ξεμπέρδεμα. Τήν πρώτη κίνηση κάνει ὁ Χριστός. “Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες…”. Μετά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεχόμαστε αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση, πού τήν ἐκφράζουμε μέ τήν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μέ τήν προσευχή, μέ τά μυστήρια»[2].
Ἐνδεικτική τῆς σοφίας τοῦ Γέροντα, τῆς «ἄνωθεν κατερχομένης», εἶναι μιά καίρια, ὅσο καί λεπτότατη, ἀνθρωπολογική παρατήρηση του, πού σχετίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση-αὐτεξούσιο. Ἔλεγε ὅτι, γιά νά κάνουμε τό καλό πρέπει πρῶτα νά τό ἐπιθυμήσουμε καί νά τό ἀγαπήσουμε. Τό κάθε καλό «ἄνωθεν ἐστι καταβαῖνον, ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων»[3]. Ὅμως γιά νά τό οἰκειωθοῦμε προσωπικά, πρέπει νά τό θελήσουμε ἐλεύθερα καί νά τό ἀγαπήσουμε· τότε καί ὁ Θεός ἐνεργεῖ. Γι’ αὐτό καί ὁ γέροντας δίδασκε: «Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ζητάει μόνος του νά γίνει καλός, νά τό ἐπιθυμεῖ μόνος του καί νά γίνεται, τρόπον τινα, σάν δικό του τό κατόρθωμα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα, προέρχεται ἀπ’ τή χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται πρῶτα στό σημεῖο νά τό θέλει, νά τό ἀγαπάει, νά τό ἐπιθυμεῖ καί κατόπιν ἔρχεται ἡ θεία χάρις καί τό κατορθώνει»[4].
Δέ χρειάζεται νά κυνηγᾶμε τό κακό. Δέν κυνηγᾶμε τό σκοτάδι, ἀλλά στρεφόμαστε πρός τό Φῶς, δηλαδή τόν Χριστό. Ἔλεγε, χαρακτηριστικά, στά πνευματικά του παιδιά, γιά νά τά βοηθήσει στή πνευματική τους παλαίστρα: «Γιατί νά κυνηγᾶμε τά σκοτάδια; Νά, θά ἀνάψουμε τό φῶς καί τά σκοτάδια θά φύγουν μόνα τους. Θά ἀφήσουμε νά κατοικήσει σ' ὅλη τήν ψυχή μας ὁ Χριστός καί τά δαιμόνια θά φύγουν μόνα τους... Στήν ψυχή, πού ὅλος ὁ χῶρος της εἶναι κατειλημμένος ἀπό τό Χριστό, δέ μπορεῖ νά μπεῖ καί νά κατοικήσει ὁ διάβολος, ὅσο κι ἂν προσπαθήσει, διότι δέν χωράει, δέν ὑπάρχει κενή θέση γι' αὐτόν»[5].
Ἡ σωτηριολογία, ὁ τρόπος τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, πού διδάσκει ὁ Γέροντας, εἶναι θεμελιωμένος ἁγιοπατερικά καί ἐπιβεβαιωμένος ἐμπειρικά στή ζωή τῶν ἁγίων μας. Δίδασκε ὅτι τό διάβολο καί τά πάθη πρέπει νά τά περιφρονοῦμε. Ἡ ψυχή εἶναι σάν ἕνα δωμάτιο.
-Ἄν τό δωμάτιο τό γεμίσουμε μέ τό καλό, ποῦ νά χωρέσει τό κακό;... Ὅταν ἀνοίγουμε τό φῶς, αὐτόματα φεύγει τό σκότος. Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ σοφός καί διακριτικός Γέρων ὅτι τό ἔργο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μπεῖ μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν ἀσχολεῖται καθόλου μέ τό σκοτάδι, δηλ. μέ τά πάθη, τόν διάβολο καί τόν κόσμο. Ὁ Χριστός, πού εἶναι τό πᾶν, κάνει τά πάντα γιά τήν σωτηρία μας. Δικό μας ἔργο εἶναι ἡ κατάφαση στή Θεία  Ἐνέργεια, τό «ἄνοιγμα» πρός τόν Θεόν , τό «Ναί» πού πρέπει νά εἶναι σταθερό, διαρκές, γνήσιο καί πλῆρες. Ἕνας εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιά τόν Γέροντα, ὥστε νά μποροῦμε νά λέμε συνεχῶς καί σωστά αὐτό τό «Ναί»: τό νά ἀγαπήσουμε, νά ἐρωτευθοῦμε τόν Χριστό. «Ἔργο μας εἶναι» ἔλεγε ὁ Γέροντας «νά προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τόν Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν΄ ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στόν θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι  Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἡ χαρά εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ»[6].
Γιά νά γνωρίσουμε ὅμως τόν Χριστό καί νά φωτισθοῦμε πρέπει, πρῶτα Ἐκεῖνος νά μᾶς γνωρίσει, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου[7]. Μᾶς γνωρίζει δέ ὅταν ταπεινωθοῦμε καί ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς. Ἔλεγε ὁ σοφός, βιβλικότατος Γέρων: «Τόν Χριστό δέν θά μπορέσουμε νά Τόν γνωρίσουμε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Δέν μπορῶ νά τά ἐξηγήσω ἀκριβῶς αὐτά, εἶναι μυστήρια... Οὔτε μποροῦμε νά Τόν ἀγαπήσουμε, ἄν ὁ ἴδιος δέν μᾶς ἀγαπήσει. Ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀγαπήσει, ἅμα ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶς ἀγαπήσει. Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά βρεῖ μέσα μας κάτι τό ἰδιαίτερο... Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέ μποροῦμε ν΄ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στή λατρεία του Θεοῦ. "Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου". Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό Θεῖον. Ὅλ΄ αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές»[8]. Τότε ἡ ψυχή θεραπεύεται. Τότε ὅλα ἀλλάζουν.
Γιά νά ἔρθει ὁ Χριστός μέσα στόν ἄνθρωπο πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή καί νά ὑπάρχει ἀγάπη καί ταπείνωση. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Πολλοί λένε ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι δυσάρεστη καί δύσκολη, ἐγώ λέω ὅτι εἶναι εὐχάριστη καί εὔκολη, ἀλλά ἀπαιτεῖ δυό προϋποθέσεις: ταπείνωση καί ἀγάπη... Ἄν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅλοι καί ὅλα ἀλλάζουν, ἔλα ὅμως πού γιά νά ἔρθει, χρειάζεται πρῶτα νά ταπεινωθοῦμε!»[9]. Ἔλεγε πάλι: «…Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας, ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστοῦν, ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη...»[10].
Ἡ χριστιανική ζωή φαίνεται δύσκολη διότι θέλουμε νά τήν συμβιβάσουμε μέ τήν κοσμική. Δέν θέλουμε νά προχωρήσουμε περισσότερο ἀπό τό ἐπίπεδο τοῦ «μέχρι ἐκεῖ πού δέν κολάζει», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος. Ὅμως ἄν θέλουμε νά μήν δυσκολευτοῦμε πολύ, θά πρέπει νά ξεπεράσουμε τή μέση ὁδό τοῦ Χριστιανοῦ, θά πρέπει νά μήν ἁμαρτάνουμε. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ ἀγωνιστής π. Πορφύριος: «Πρέπει παιδί μου, νά μήν ἀκολουθοῦμε τή μέση ὁδό τοῦ Χριστιανοῦ, γιατί αὐτή εἶναι πολύ δύσκολη. Πρέπει νά ξεπεράσουμε τό στάδιο αὐτό καί ν’ ἀνέβουμε ψηλά. Τότε εἶναι ὅλα εὔκολα. Ὅταν δέν πέφτουμε σέ ἁμαρτίες τότε εἴμεθα ἐκτός τῆς μέσης ὁδοῦ καί εἴμεθα οἱ πραγματικοί Χριστιανοί».
Κάποιος τόν ἐρώτησε: - Πῶς μποροῦμε Παππούλη μου, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό; -« Ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, παιδί μου, πραγματοποιεῖται ὡς ἑξῆς: Σηκώνουμε τόν ἐσωτερικό μας ἑαυτό πρός τόν Θεό καί Τόν ἐπικαλούμεθα. Βλέποντας ὅμως τή φύση, τά δένδρα, τά λουλούδια, τά πουλιά, τίς μέλισσες, τά ἄνθη, τή θάλασσα, τά ψάρια, τά ἄστρα, τό φεγγάρι, τόν ἥλιο, καί τά τόσα ἄλλα ὑπέροχα δημιουργήματά Του, στρέφουμε τό νοῦ πρός τόν Θεόν καί δοξάζοντάς Τον μέσα ἀπ’ αὐτά, προσπαθοῦμε νά τά καταλάβουμε πόσο ὡραῖα καί θαυμάσια εἶναι καί ἀγωνιζόμαστε νά τά ἀγαπήσουμε. Ὅταν τά ἀγαπήσουμε ὅλα αὐτά, τότε ἡ ἀγάπη μας ἀνεβαίνει πρός τόν Δημιουργό μας καί ἔτσι πραγματικά καί ἀληθινά Τόν ἀγαπᾶμε. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν δημιουργημάτων, ἀλλά ἀκόμη περισσότερη πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπό μας. Γι’ αὐτό πρέπει νά πραγματοποιοῦμε ἐπισκέψεις στά Νοσοκομεῖα, στίς Φυλακές, στά Ὀρφανοτροφεία, στά Γηροκομεῖα κ.λ.π. καί γι’ αὐτό τό σκοπό καί μόνο θά πρέπει νά γίνονται αὐτές. Τότε ἡ ἀγάπη μας εἶναι εἰλικρινής»[11].
Τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη, τήν μετάνοια καί τήν ὑπακοή, ὅλα αὐτά πού δίδασκε, τά εἶχε πρῶτα, βιώσει ὁ ἴδιος καί συνέχισε μέχρι τέλους νά τά ζεῖ. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε σάν τούς ἀρχαίους Πατέρες, διότι τόν φώτιζε τό ἴδιο Ἁγιο Πνεῦμα, πού φώτιζε καί ἐκείνους.
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄλλά καί ὅλη ἡ Δημιουργία, ζητάει τόν Θεό, ζητάει τόν οὐρανό. «Πάντα δι' Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται»[12]. Ὅλα τά ὄντα στρέφονται πρός τόν Θεό. Αὐτό διακήρυσσε ὁ σεβαστός Γέροντας ὅταν ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ζητάει στόν οὐρανό τή χαρά καί τήν εὐτυχία. Ζητάει τό αἰώνιο μακριά ἀπ' ὅλους κι ἀπ' ὅλα, ζητάει νά βρεῖ τή χαρά στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι μυστήριο. Εἶναι σιωπή, εἶναι ἄπειρος, εἶναι τό πᾶν. Τήν τάση τῆς ψυχῆς γιά τόν οὐρανό τήν ἔχει ὅλος ὁ κόσμος· ὅλοι ζητᾶνε κάτι τό οὐράνιο. Σ' Αὐτόν στρέφονται ὅλα τά ὄντα, ἔστω καί ἀσυνειδήτως»[13].
Ὅμως καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μυστήριο. Φέρει μέσα του ὅλο τό καλό καί ὅλο τό κακό ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα ὅπως ἔλεγε[14] ὁ ἅγιος καί χαρισματοῦχος Γέρων. «Γι' αὐτό» τόνιζε «πρέπει ν΄ ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦμε τόν νέο»[15].
Ἄς ἀποπειραθοῦμε, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί δι' εὐχῶν τοῦ Γέροντος, νά ἐμβαθύνουμε λίγο στήν ὀρθοδοξότατη ἀνθρωπολογία τοῦ σεβαστοῦ, σοφοῦ, ἄν καί ἀγραμμάτου κατά κόσμον, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου.



[1] Ἀποκ. 3, 20-21.
[2] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, ζ΄ἔκδοση, Χανιά 2006, σελ. 368. Στό ἑξῆς: Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι ( Ὅταν δέ γίνεται ἀναφορά σέ ἔκδοση ἐννοεῖται ἡ Ζ').
[3] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου,Θεία Λειτουργία.
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 407-408.
[5]http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/porphyrios_sayings.htm, Κ. Γιαννι­τσιώ­τη: Κοντά στό γέροντα Πορφύριο.
[6] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 221-224.
[7] Γαλ. 4, 9: "νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ".
[8] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 238-239. Τό πλῆρες κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τόν Χριστό δέν θά μπορέσουμε νά Τόν γνωρίσουμε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Δέν μπορῶ νά τά ἐξηγήσω ἀκριβῶς αὐτά, εἶναι μυστήρια. Ἀκοῦστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο: "Νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ". Οὔτε μποροῦμε νά Τόν ἀγαπήσουμε, ἄν ὁ ἴδιος δέν μᾶς ἀγαπήσει. Ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀγαπήσει, ἅμα ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶς ἀγαπήσει. Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά βρεῖ μέσα μας κάτι τό ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δέν παίρνεις ὅμως τίποτε. Ἑτοιμάζεσαι ν΄ ἀποκτήσεις ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἔλθει μέσα σου ἡ θεία χάρις, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μπεῖ, ὅταν δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν μποροῦμε ν΄ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στή λατρεία του Θεοῦ. "Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου". Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό Θεῖον. Ὅλ΄ αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές. Θυμᾶστε πού σᾶς ἔχω πεῖ γιά τ΄ ἀηδονάκι; Μές στό δάσος κελαηδάει. Στή σιγή. Νά πεῖς πώς κάποιος τό ἀκούει, πώς κάποιος τό ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μές στήν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καί μ΄ αὐτόν πού ἐρωτεύεται τόν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, "φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα". Πιάνει μιά σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καί ζεῖ τόν Θεό μυστικά, "στεναγμοῖς ἀλαλήτοις". Σημεῖον ὅτι ζεῖ τόν Θεό, "ἐν ᾧ τά πάντα ζῆ καί κινεῖται", διότι "ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν". Ἔ, ὅταν φτάσεις σέ μιά τέτοια ταπείνωση κι ἐξαναγκάσεις τήν χάρι του Θεοῦ νά κατοικήσει μέσα σου, τότε τά κέρδισες ὅλα. Ὅταν ἔχεις τήν ταπείνωση, ὅταν γίνεις αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ, αἰχμάλωτος μέ τήν καλή ἔννοια, δηλαδή δοχεῖο τῆς θείας χάριτος, τότε μπορεῖς νά πεῖς μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο: "Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός". Εἶναι πάρα πολύ εὔκολο νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό, νά κάνουμε, δηλαδή, αὐτά πού θέλει ὁ Θεός. Ὄχι ἁπλά εὔκολο, ἀλλά εὐκολότατο. Ἀρκεῖ νά κάνουμε τό ἄνοιγμα. Ὅταν κάνουμε τό ἄνοιγμα, γιά νά δεχτοῦμε τό θεῖον, γινόμαστε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐγκύψει μέσα μας ὁ Χριστός. Καί ἄν ἐγκύψει μέσα μας ὁ Χριστός, μᾶς χαρίζει τήν ἐλευθερία. Ποῦ νά βρεῖς λέξεις γι΄ αὐτά τά μυστήρια!… Ὅλο τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στόν Χριστό. Τό δόσιμο στόν κόσμο τόν πνευματικό. Οὔτε μοναξιά νιώθει κανείς, οὔτε τίποτε. Ζεῖ μέσα σ΄ ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ πού ἠ ψυχή χαίρεται, ἐκεῖ πού εὐφραίνεται, πού ποτέ δέν χορταίνει».
[9] http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/porphyrios_sayings.htm, ἀπό τό βιβλίο τοῦ Κ. Γιαννιτσιώτη: Κοντά στό γέροντα Πορφύριο.
[10] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 248-250: «Ἡ θεία χάρις μᾶς διδάσκει τό δικό μας χρέος. Γιά νά τήν προσελκύσουμε, θέλει ἀγάπη, λαχτάρα. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θέλει θεῖο ἔρωτα. Ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ γιά νά μᾶς φέρει στήν κατάλληλη φόρμα γιά προσευχή. Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας, ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστούν, ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη. Χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά ποῦμε το "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". Ἔχουμε γιά παράδειγμα, ἕνα ραδιόφωνο. Ὅταν ἕχουμε στραμμένη τήν κεραία του στό σημεῖο “1”, παραδείγματος χάριν, ὅπου βρίσκονται οἱ πιό πολλοί πομποί, τότε ἀκούγεται ἡ ἐκπομπή καλύτερα. Στό σημεῖο “2”, δέν ἔχει τόσους πομπούς καί ἀκούγεται κάπως λιγότερο. Στό σημεῖο “3”, δέν ἀκούγεται καθόλου καλά. Τό ἴδιο γίνεται καί στήν ἐπικοινωνία μέ τό θεῖον. Ὅταν ἡ ψυχή εἶναι στραμμένη στό “1”, ἡ ἐπικοινωνία γίνεται πολύ καλά. Αὐτό ὀφείλεται βέβαια σέ δυό βασικές προϋποθέσεις, στήν ἀγάπη καί στήν ταπείνωση. Μέ τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ ψυχή ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ἀκούει τή φωνή Του, δέχεται τό λόγο Του, παίρνει δύναμη καί χάρι θεϊκή, μεταμορφώνεται. Στρέφεται στόν Θεό μέ ἁπαλό τρόπο καί κατανύσσεται. Ὅταν ὑπάρχει λιγότερη ἀγάπη καί ταπείνωση -θέση “2”-, ἐπικοινωνοῦμε λιγότερο καλά μέ τό θεῖον. Ὅταν πάρει ἡ ψυχή τή θέση “3”, δέν γίνεται καθόλου καλή ἐπικοινωνία, διότι εἶναι γεμάτη ἀπό πάθη, μίση, ἐχθρότητες καί δέν μπορεῖ νά ἀνέλθει. Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας, ὅταν Τόν ἐπικαλούμαστε μέ τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ", πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή, νά μήν ἔχει κανένα ἐμπόδιο, νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό μίσος, ἀπό ἐγωισμό, ἀπό κακία. Πρέπει νά Τόν ἀγαπᾶμε καί νά μᾶς ἀγαπάει. Ἄν, ὅμως, ἔχουμε μέσα μας κάποιο κατάκριμα, πάλι ὑπάρχει κάποιο μυστικό. Καί τό μυστικό εἶναι νά ζητήσουμε συγγνώμη ἤ νά τό ποῦμε στόν πνευματικό. Ἀλλ΄ αὐτό θέλει ταπείνωση, ὅπως εἴπαμε. Ἅμα συμμορφωθεῖς ἐφαρμόζοντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχεις τύψεις στή συνείδησή σου καί ἔχεις ἠρεμία καί κάνεις καλά ἔργα, μπαίνεις στήν προσευχή ἁπαλά, χωρίς νά τό καταλάβεις. Ἔπειτα περιμένεις ἁπλά, σιγά-σιγά, μέχρι νά ἔλθει ἡ χάρις. Σέ καθετί πού συμβαίνει, νά ρίχνετε τό βάρος στόν ἑαυτό σας. Νά προσεύχεσθε μέ ταπείνωση, νά μήν αὐτοδικαιώνεστε. Βλέπετε, γιά παράδειγμα, ἀντιζηλία ἀπό ἀπέναντι; Προσευχή ἐσεῖς μέ ἀγάπη, γιά νά ρίξετε ἀγάπη στήν ἀντιζηλία. Ἀκοῦτε συκοφαντία ἐναντίον σας; Προσευχηθεῖτε. Προσέχετε, γιατί "καί θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται". Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τήν ψυχή σας καί δέ μπορεῖτε νά προσευχηθεῖτε. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τήν ψυχή, δέν τολμάει νά πλησιάσει”».
[11] Ἀν. Σ. Τζαβάρα, Ἀναμνήσεις ἀπό τόν γέροντα Πορφύριο, τόν διορατικό καί προορατικό πνευματικό μας πατέρα.
[12] Κολ.  1, 16.
[13] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 245.
[14] Ὅ. π. σελ. 285.
[15] Ὅ. π.

Α΄. στορία το νθρώπου καί τά στοιχεα το εναι του.


προορισμός το νθρώπου

 «Κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν». Ὁ ἄνθρωπος ὑπῆρχε προαιώνια στήν σκέψη τοῦ Θεοῦ. Πλάστηκε «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ».
Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ σοφοῦ Γέροντα, τά ὁποῖα συνάδουν μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, καί ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ἄνθρωποι δέν γεννηθήκαμε τώρα. Ὑπήρχαμε ἀπ' ἀρχῆς στή σκέψη τοῦ Θεοῦ. Πλαστήκαμε κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Του. Ὁ Θεός μᾶς συμπεριέλαβε στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Μᾶς ξαναένωσε μέ τήν Ἐκκλησία στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καλούμαστε νά γίνουμε ἄκτιστοι κατά χάριν. Δίδασκε ὁ Γέροντας: «Τήν αἰώνια Ἐκκλησία ἀποτελοῦν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στή σκέψη καί στήν ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπῆρχαν ἀπ' ἀρχῆς καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν γεννηθήκαμε τώρα, μέσα στήν παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ὑπήρχαμε πρό τῶν αἰώνων»[1].
Σκοπός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Σωτῆρος εἶναι νά ἐπανεισαγάγει τούς ἀνθρώπους στήν πρώτη Ἐκκλησία, δηλαδή στήν Ἁγία Τριάδα. Ἔλεγε: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του. Μᾶς συμπεριέλαβε στήν Ἐκκλησία παρ’ ὅτι ἐγνώριζε τήν ἀποστασία μας. Μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γιά νά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς θεούς κατά χάριν καί δωρεάν. Ἐν τούτοις ἐμεῖς, κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας μας, ἐχάσαμε τό ἀρχέγονον κάλλος, τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη καί ἀποκοπήκαμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, μακριά ἀπ’ τήν Ἁγία Τριάδα, ἐχάσαμε τόν Παράδεισο, τό πᾶν. Ἔξω, ὅμως, ἀπ’ τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, δέν ὑπάρχει ζωή. Γι’ αὐτό ἡ σπλαχνική καρδιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας δέν μᾶς ἄφησε πάλι ἔξω ἀπ’ τήν ἀγάπη Του. Ἄνοιξε γιά μᾶς πάλι τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων καί ἐφανερώθη ἐν σαρκί. Μέ τήν θεία σάρκωση τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε πάλι στούς ἀνθρώπους τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν Τιμόθεο: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστίν τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν,, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ. (Α' Τιμ. 3,16)»[2].
Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «καθ' ὁμοίωσιν», τό νά γίνει ὅμοιος κατά πάντα «πλήν τῆς κατ' οὐσίαν ταυτότητος» μέ τόν Θεό. «Ὁ ἄνθρωπος», γράφει ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «εἶναι δημιουργημένος ὡς δυνάμει θεανθρώπινο ὄν, τό ὁποῖο ἔχει χρέος, ὁδηγούμενο ἀπό τή θεοειδή ψυχή του, νά ἐξομοιώσει σέ ὅλα τόν ἑαυτό του μέ τό Θεό καί ἔτσι νά γίνει ἔμπρακτα θεανθρώπινο ὄν, δηλαδή ἕνα ὄν στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τέλειο τρόπο μέ τό Θεό καί ζεῖ μέσα στίς θεῖες καί ἄπειρες τελειότητές Του»[3].
Ὁ Γέροντας Πορφύριος τό τόνιζε ὀρθοδοξότατα, ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέωση. Αὐτή εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας δηλ. ἡ ὁμοίωσίς μας μέ τόν Τριαδικό Θεό. Ἔλεγε: «Ὁ σκοπός μας, ὁ προορισμός μας, εἶναι νά γίνομε θεοί κατά χάριν, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό τόν Τριαδικό, νά γίνομε ἕνα μέ  Ἐκεῖνον καί μεταξύ μας. Αὐτά οἱ ἄλλες θρησκεῖες δέν τά γνωρίζουν. Ὁ ἀπώτερος σκοπός τῆς θρησκείας μας εἶναι τό «ἵνα ὦσιν ἕν». Ἐκεῖ ὁλοκληρώνεται τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μας ὅλα αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους»[4]. Γιαυτό ἄλλωστε καί ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν κινηθεῖ στήν κατεύθυνση τῆς ἀπόκτησής τους. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει τόν Θεῖο Ἔρωτα εἶναι ἄρρωστος. Ὅσο δέν προσπαθεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό, τόσο γεμίζει μέ τά λεγόμενα «ψυχολογικά» καί «ὑπαρξιακά» προβλήματα. «Κάθε τι ἀνθρώπινο», σημειώνει ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «μέχρι να ἐπιστρέψει στόν Θεάνθρωπο, μέχρι νά λογοποιηθεῖ καί νά Θεανθρωποποιηθεῖ, παραμένει παρά-λογο, ἀ-νόητο καί στή βάση του ἀπ-άνθρωπο. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος μόνο μέ τόν Θεάνθρωπο καί στόν Θεάνθρωπο»[5].
Ἡ θέωση ταυτίζεται μέ τήν τέλεια ἐν Χριστῷ ἀγάπη.  Ὁ θεωμένος ἄνθρωπος νιώθει πολύ μεγάλη ἀγάπη γιά τό Θεό, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά φτάσει σ' αὐτήν τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, τήν ἀληθινή, τήν ἀνιδιοτελή, τήν ἀγάπη, πού δέν κάνει διακρίσεις ἀλλά ἀγκαλιάζει τούς πάντες.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἕνας νά εἶναι ὁ στόχος μας, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, στήν Ἐκκλησία, στόν πλησίον. Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρός τόν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό καί μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος. Ἡ ἀγάπη στόν Χριστό εἶναι κι ἀγάπη στόν πλησίον, σ' ὅλους, καί στούς ἐχθρούς. Ὁ χριστιανός πονάει γιά ὅλους, θέλει ὅλοι νά σωθοῦν, ὅλοι νά γευθοῦν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανισμός. Μέσῳ τῆς ἀγάπης πρός τόν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ἄρα τόν Χριστό. Μέσα στήν Ἐκκλησίας εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ἄρα ὅταν ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶμε καί τόν ἑαυτό μας»[6].
Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά συνάψει πνευματικό γάμο μέ τόν Χριστό διά τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης.Ἡ ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι προορισμένη νά γίνει νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας. Ἡ ψυχή μας, νύμφη Του, Τόν ἀκολουθεῖ σ' ὅλα. Καί στό μαρτύριο καί στό Γολγοθᾶ καί στή Σταύρωση ἀλλά καί στήν Ἀνάσταση. Ὅταν φθάσομε σ' αὐτή τήν ἀγάπη, τότε ὁ Χριστός θά ἐγκύψει μέσα μας καί θά γεμίσει τήν ψυχή μας... Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, εἶναι ὁ Πατέρας, εἶναι τό πᾶν. Δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα στή ζωή ἀπό τό ν' ἀγαπᾶμε τόν Χριστό. Ὅ,τι θέλομε εἶναι στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Ὅλη ἡ χαρά, ὅλη ἡ εὐφροσύνη, ὅλη ἡ παραδεισιακή ζωή. Ὅλα τά μεγαλεῖα ἔχομε, ὅταν ἔχομε τόν Χριστό μέσα μας. Ἡ ψυχή πού εἶναι ἐρωτευμένη μέ τόν Χριστό εἶναι πάντα χαρούμενη κι εὐτυχισμένη, ὅσους κόπους καί θυσίες κι ἄν τῆς κοστίσει αὐτό...Λέει στό ᾎσμα ᾀσμάτων ἡ νύμφη γιά τόν Νυμφίο Χριστό: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ. Φωνή ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπί τήν θύραν» (ᾎσμα 5, 2). Ἡ νύμφη ἀγρυπνεῖ καί ὀνειρεύεται Αὐτόν. Ἄν καί κοιμᾶται, στρέφεται ἡ ψυχή της πρός Αὐτόν. Ἐκφράζει, ἔτσι, τήν ἀγάπη της καί τήν πλήρη ἀφοσίωσή της. Τόν ἔχει συνεχῶς στό νοῦ της, στήν καρδιά της, ἀκόμη καί στόν ὕπνο. Τόν λατρεύει. Καταλάβατε; Ἡ λατρεία νά γίνεται ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας. Τί θά πεῖ αὐτό; Ἡ μόνη σας ἔννοια νά εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι ὅπως οἱ ἄλλες ἔννοιες. Αὐτή ἡ ἔννοια νά εἶναι διαφορετική. Εἶναι ἕνα εἴδος λατρείας πρός τόν Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια πού θέλγει καί εὐχαριστεῖ. Δέν εἶναι κάτι πού γίνεται ἀγγάρια. Νιώθετε μιά εὐχαρίστηση καί ἡδονή πνευματική. Δέν εἶναι ὅπως τό μάθημα πού διαβάζει τό παιδί, γιά νά πάει στό σχολεῖο. Εἶναι ὅπως ὁ ἔρωτας μεταξύ δύο ἀνθρώπων ἀλλά ἀνώτερος πνευματικός»[7].
Αὐτός ὁ θεῖος ἔρωτας κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι ἀνίκανος νά ἁμαρτήσει. Διότι ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεόν «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὄλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος»[8] μένει ἐν Αὐτῷ, καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει»[9]. Αὐτός ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί δέν μπορεῖ νά ἁμαρτήσει. «Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα Αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται»[10].
Πολλοί ἀντιμετωπίζουν τό δίλημμα: Γάμος ἤ μοναχισμός; Ὅμως προορισμός τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ὁ γάμος οὔτε ἡ κατά Χριστόν ἀγαμία, ἀλλά ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ὁ Γέροντας, πού ἦταν ἀληθινά ἐλεύθερος ἀπό ὅλες τίς κοσμικές «σταθερές»- προκαταλήψεις-στερεότυπα ἔλεγε, ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο δύο δρόμοι (γάμος ἤ μοναχισμός). Σώζεται καί ὁ ἄγαμος, μένοντας στό σπίτι του, ἀρκεῖ νά ἀγαπάει τόν Χριστό. Διηγεῖται πνευματικό του παιδί:
«Σ' ἕνα φίλο, πού ἀντιμετώπιζε δίλημμα γάμου ἤ παρθενίας, ὁ Γέροντας πρόσφερε πολλές προοπτικές σωτηρίας καί τόν ἀπάλλαξε ἀπό τό ἄγχος τοῦ διλήμματος, πρίν ἀκόμη διαλέξει ὁτιδήποτε, λέγοντάς του: «Μήν ταλαιπωρεῖσαι ἄδικα, καταπιέζοντας τόν ἑαυτό σου ν' ἀποφασίσεις τώρα νά διαλέξεις. Ἄφησε τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο ἀπό τή ἐπίμονη αὐτή σκέψη καί δῶσε ὅλη τήν προσοχή σου, πῶς νά ἀγαπήσεις τό Χριστό, πού σέ ἀγαπᾶ. Ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, παρελθόν, παρόν, καί μέλλον μας, ὅπου φανερώνεται ἡ Πρόνοιά Του, μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας. Μπορεῖ νά κάνεις οἰκογένεια, μπορεῖ νά πᾶς ὅπου σοῦ ἀρέσει νά ἀφιερωθεῖς. Μπορεῖ ὅμως καί νά μήν κάνεις τίποτε ἀπ' αὐτά, νά μείνεις στό σπίτι σου, ὅπως εἶσαι τώρα. Πάλι σώζεσαι, φτάνει ν' ἀγαπᾶς τό Χριστό. Ὁ Χριστός θά φέρει τή λύση πού σοῦ ταιριάζει περισσότερο, πού θά μιλήσει καθαρά στήν ψυχή σου. Μή στενοχωρεῖσαι. Καί τώρα ἐπάνω στό δρόμο τοῦ Χριστοῦ εἶσαι» [11]. (Στό βιβλίο τοῦ Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο, Ἀθῆναι 1995, σελ. 367).
Σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι νά γίνει ὅ,τι καί ὁ Θεός, ἐκτός τῆς «κατ' οὐσίαν ταυτότητος»[12] (ἄκτιστος, αἰώνιος, Θεός κατά Χάριν). Ἡ διδασκαλία τοῦ π. Πορφυρίου συστοιχεῖ μέ αὐτήν τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἡ θέωσή μας, ἀπ’ αὐτήν τή ζωή- καί ὄχι μόνο στά ἔσχατα-προβάλλει ὡς ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας, στά ἑπόμενα λόγια τοῦ Γέροντα: «Ὁ Θεός ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Του μᾶς ἕνωσε πάλι μέ τήν Ἐκκλησία Του στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνομε στό ἄκτιστον. Καλούμαστε, δηλαδή, κι ἐμεῖς οἱ πιστοί νά γίνομε ἄκτιστοι κατά χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος, νά ξεπεράσομε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά “τόν παλαιόν ἄνθρωπον“ (Κολ. 3,9· Ρωμ. 6,6·  Ἐφ. 4,22) καί νά γίνομε ἔνθεοι. Ὅταν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ζοῦμε τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι πολύ λεπτό θέμα, δέν μποροῦμε νά τό καταλάβομε. Μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά μᾶς τό διδάξει»[13].
Ἡ πραγματοποίηση τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου τόν γεμίζει μέ τήν ἀληθινή ἡδονή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό τότε ἔχει τήν μέγιστη ἡδονή. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέρων: «Ὁ Θεός εἶναι τῶν τελείων ἡ ἀκρότης, τό ἄκρον ἀγαθόν. Τά ἔχει ὅλ' αὐτά ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Μία πλήρης εὐχαρίστηση γίνεται μ' αὐτή τήν ἕνωση. Καμία ἄλλη ἡδονή δέν εἶναι πιό πάνω ἀπό ἐκείνη, πού δίδει ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Γίνονται ὅλ' αὐτά μέ τή θεία βοήθεια»[14].
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «δυνάμει» ἀθάνατος. Μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία γίνεται «ἐνεργεία» ἀθάνατος, αἰώνιος. Ἔλεγε: «Ὅποιος μπαίνει στήν  Ἐκκλησία, σώζεται, γίνεται αἰώνιος. Μία εἶναι ἡ ζωή, εἶναι ἀτελείωτη συνέχεια, δέν ἔχει τέλος, δέν ὑπάρχει θάνατος. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δέν πεθαίνει ποτέ. Πεθαίνει κατά τήν σάρκα, κατά τά πάθη καί ἀξιώνεται νά ζεῖ ἀπ' τήν ἐδῶ ζωή μές στόν Παράδεισο, στήν Ἐκκλησία μας, καί κατόπιν στήν αἰωνιότητα. Μέ τόν Χριστό ὁ θάνατος γίνεται ἡ γέφυρα, πού θά τήν περάσομε σέ μιά στιγμή, γιά νά συνεχίσομε νά ζοῦμε ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί»[15].
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐλεύθερος.  Πλάστηκε «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλευθέρου Θεοῦ. Γιαυτό ἔλεγε ὁ σεβαστός Γέρων: «Ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ τῆς βουλήσεώς του- δῶρο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί τό διαστρέβλωσε- ἐνεργεῖ αὐτοβούλως»[16].
Ἀπό τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά χρησιμοποιήσει αὐτήν τήν ἐλευθερία του, θά ἐξαρτηθῆ ἄν θά εἶναι στή ζωή ἤ στό θάνατο. Κόλαση εἶναι ἡ μή ἀγάπη. Ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή, ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς, ἡ πηγή τοῦ φωτός τοῦ ἀληθινοῦ, τό πᾶν. Ὅποιος ἀγαπάει τόν Χριστό καί τούς ἄλλους, αὐτός ζεῖ τή ζωή. Ζωή χωρίς Χριστό εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δέν εἶναι ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μή ἀγάπη. Ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ.  Ἤ θά εἶσαι στή ζωή ἤ στό θάνατο. Ἀπό σένα ἐξαρτᾶται νά διαλέξεις»[17].




[1] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 193.
[2] Ὅ. π. σελ. 194.
[3] Ἀρχ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Ε’ Ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα, 1987, σελ. 106.
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 206.
[5] Ἀρχ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Ε’ Ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα, 1987, σελ. 37.
[6] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 216.
[7] Ὅ. π. σελ. 231- 233.
[8]Μρ. 12, 30.
[9] Ἰω. Α΄ 3, 6.
[10]Ἰω. Α΄ 3, 9.
[11] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 257.
[12] ΤLGWork #001 22.36  to     Work #001 22.46 (Ἁγίου Μαξίμου ὁμολογητοῦ), «Εἰ γὰρ αὐτὸς τῆς ἐπὶ τῷ ἀνθρωπισθῆναι μυστικῆς ἐνεργείας εἴληφε πέρας͵ κατὰ πάντα τρόπον χωρὶς μόνης ἁμαρτίας ἡμῖν ὁμοιωθεὶς καὶ εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς καταβάς͵ ἔνθα τὸν ἄνθρωπον ἀπεώσατο τῆς ἁμαρτίας ἡ τυραννίς͵ πάντως καὶ τῆς ἐπὶ τῷ θεωθῆναι τὸν ἄνθρωπον μυστικῆς ἐνεργείας λήψεται πέρας͵ κατὰ πάντα τρόπον͵ χωρὶς μόνης δηλονότι τῆς πρὸς αὐτὸν κατ΄ οὐσίαν ταυτότητος͵ ὁμοιώσας ἑαυτῷ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν ἀναβιβάσας͵ ἔνθα τὸ τῆς χάριτος φύσει μέγεθος ὑπάρχον προσκαλεῖται διὰ τὴν ἀπειρίαν τῆς ἀγαθότητος τὸν κάτω κείμενον ἄνθρωπον».
[13] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 194-5.
[14] Ὅ. π. σελ. 346-347.
[15] Ὅ. π. σελ. 199
[16] Ὅ. π. σελ. 405-406.
[17] Ὅ. π. σελ. 215.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου