Σελίδες

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Ἑρμηνεία τῶν Μακαρισμῶν ἀπό τόν Γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο. Μακαρισμός ἕκτος (Μέρος Α΄)


Αγα­πη­τοί μου, ἄν οἱ πέντε προ­η­γού­με­νοι μα­κα­ρι­σμοί, πού ἤ­δη ἀ­να­πτύ­ξα­με, κα­θο­ρί­ζουν μιά κα­τά­στα­ση πού μᾶλ­λον ἐκ­φρά­ζε­ται ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ὁ ἕ­κτος μα­κα­ρι­σμός κα­θο­ρί­ζει μί­α κα­τά­στα­ση ὁ­λό­τε­λα ἐ­σω­τε­ρι­κή καί φα­νε­ρώ­νει τήν ἀ­φε­τη­ρί­α ὅ­λων τῶν ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων.
μα­κα­ρι­σμός αὐ­τός, ὁ ἕ­κτος, λέει: «μα­κά­ριοι οἱ κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­ᾳ , ὅ­τι αὐ­τοὶ τὸν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται»[1]. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι αὐ­τοί πού εἶ­ναι κα­θα­ροί στήν καρ­διά , για­τί αὐ­τοί θά δοῦν τόν Θε­ό. Προ­σέξ­τε: το­νί­ζε­ται τό «αὐ­τοὶ»· «ὅ­τι αὐ­τοὶ τὸν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται».
Ἀλ­λά ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τή ἡ καρ­διά, πού πρέ­πει νά εἶ­ναι κα­θα­ρή, καί ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τή ἡ κα­θα­ρό­τη­τα; Ἔ­χου­με λοι­πόν νά δοῦ­με δύ­ο θέ­μα­τα: ποι­ά εἶ­ναι ἡ καρ­διά, πού πρέ­πει νά μεί­νει κα­θα­ρή, καί ποι­ά εἶ­ναι ἡ κα­θα­ρό­τη­τα, πού κά­νει τήν καρ­διά νά εἶ­ναι κα­θα­ρή.
Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τήν καρ­διά μας, καί μά­λι­στα ἄν βά­λου­με τό χέ­ρι μας στό στῆθος μας κά­που ἀριστερά τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε νά κτυ­πά­ει. Ἡ καρ­διά εἶ­ναι ἕνας μῦς· δέν εἶ­ναι κόκ­κα­λα· πού ὅμως εἶ­ναι σπου­δαι­ό­τα­το ὄρ­γα­νο, καί ἄν στα­μα­τή­σει λί­γο, πε­θαί­νου­με.
Αὐ­τός ὁ μῦς πάλ­λε­ται ρυθ­μι­κά, καί εἶ­ναι σάν μιά ἀν­τλί­α, πού δι­ο­χε­τεύ­ει τό αἷ­μα μέ­χρι τό τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ σώ­μα­τός μας. Μέ αὐτή τήν ὤ­θη­ση τό αἷ­μα­ πηγαίνει μέ τίς ἀρτηρίες καί στό τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ ὀργανισμοῦ, μεταφέροντας ὀξυγόνο καί θρεπτικές οὐσίες. Μετά, ἐπειδή παίρνει ἀπό τά κύτταρα τίς ἄχρη­­στες οὐσίες, δηλαδή τά προϊόντα καύσεως, τό αἷμα –νά τό πῶ ἔτσι– λερώνεται· γι’ αυτό περνάει πρῶ­τα ἀπό τά νεφρά γιά νά καθαριστεῖ κι ὕστερα ἀπό τούς πνεύμονες γιά νά ἀφήσει τό διοξείδιο τοῦ ἄνθρα­κα καί νά πάρει τό ὀξυγόνο, καί ἐπιστρέφει στήν καρ­διά, γιά νά ξανακάνει τήν ἴδια διαδρομή στόν ὀργανι­σμό μας.
Αὐ­τῆς τῆς σαρ­κι­κῆς καρ­διᾶς οἱ ρυθ­μι­κοί κτύ­ποι γί­νον­ται λί­γο γρη­γο­ρό­τε­ροι, πιό γορ­γοί, ὅ­ταν ἡ ψυ­χή αἰ­σθά­νε­ται χα­ρά. Ὅ­ταν ἡ ψυ­χή αἰ­σθά­νε­ται ἐ­νο­χή ἤ μῖσος ἤ φθό­νο ἤ ἀ­γω­νί­α, πά­λι αὐ­τή ἡ καρ­διά κτυ­πᾶ κά­πως πιό γρήγορα. Ἔ­τσι, ἡ σαρ­κι­κή μας καρ­διά γί­νε­ται τό πρό­σω­πο τῆς ψυ­χῆς μας, γιατί ἐκφράζει στήν μορφή μας, στό πρόσωπό μας, τίς ποικίλες κατα­στά­σεις, τίς ποι­κί­λες ἀν­τι­δρά­σεις της. Ἄν εἴ­μα­στε χα­ρού­με­νοι, ἄν εἴ­μα­στε λυπημένοι, ὅ,τι κι ἄν αἰσθανό­μα­στε, αὐ­τό φαί­νε­ται στό πρό­σω­πό μας ἀ­μέ­σως. Ἔ­τσι, ὅπως εἶ­ναι τό πρό­σω­πο, πού βλέ­πει ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἔτσι καί ἡ καρ­διά εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τῆς ψυ­χῆς, πού δείχνει πῶς αἰ­σθά­νε­ται ἡ ψυ­χή.
Γι’ αὐ­τό καί ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή πολ­λές φο­ρές ταυ­τί­ζει τήν ψυ­χή μέ τήν καρ­διά. Ἀν­τί νά πεῖ τή λέ­ξη ψυ­χή, λέ­ει τή λέ­ξη καρ­διά, ὅ­πως ἐ­δῶ στόν μα­κα­ρι­σμό πού λέ­ει «μα­κά­ριοι οἱ κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­ᾳ», ἐ­νῶ θά μπο­ροῦ­σε νά εἰ­πω­θεῖ «μα­κά­ριοι οἱ κα­θα­ροὶ τῇ ψυ­χῇ».
Ἡ ψυ­χή ὅ­μως ἔ­χει τρεῖς πτυ­χές: τή νό­η­ση, τό συ­ναί­σθη­μα καί τή βού­λη­ση. Αὐ­τό πάν­τα νά τό θυμᾶστε. Γι’ αὐ­τό καί ἡ καρ­διά ἄλ­λο­τε ἐκ­φρά­ζει τή νό­η­ση, ἄλ­λο­τε ἐκ­φρά­ζει τό συ­ναί­σθη­μα καί ἄλ­λο­τε τή βού­λη­ση, ἀφοῦ εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τῆς ψυ­χῆς.
Ἔ­τσι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὡς πρός τό συ­ναί­σθη­μα, γρά­φει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή: «ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου»[2]. Καί ἐ­δῶ τή λέξη καρ­δί­α ἄς τήν πάρουμε μέ τήν κύ­ρι­α ση­μα­σί­α της, δη­λα­δή ὡς συ­ναί­σθη­μα, ὅπως αὐτό τό «σέ ἔ­χω στήν καρ­διά μου» πού λέ­με.
Ὡς πρός τή δι­ά­νοι­α, ὁ Κύ­ριος λέ­ει: «Ἵ­να τί ὑ­μεῖς ἐν­θυ­μεῖ­σθε πο­νη­ρὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν;»[3]. Τό ρῆμα ἐν­θυ­μοῦ­μαι ἐκφράζει μιά ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς δι­α­νοί­ας. Ἐπίσης ὁ Κύριος ρωτάει: «καὶ δια­τὶ δι­α­λο­γι­σμοὶ ἀ­να­βαί­νου­σιν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν;».[4] Ἐ­δῶ πα­ρου­σιά­ζει τήν καρ­διά ὡς δι­ά­νοι­α, δη­λα­δή ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ πτυ­χή τῆς δι­α­νοί­ας. Αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό.
Καί ὡς πρός τή βού­λη­ση διαβάζουμε: «Ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου»[5]. Θά ἀγαπᾶς τόν Κύριο καί Θεό σου μέ ὅ­λη σου τή δύ­να­μη. Ἐ­δῶ τώρα ἐκ­φρά­ζε­ι τήν καρδιά ὡς βού­λη­ση.
Καί τά τρί­α αὐ­τά συ­νο­ψί­ζον­ται πά­λι στήν πρώ­τη ἐν­το­λή, πού λέ­ει: «Ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου»[6]. Τά βά­ζει ὅ­λα. Ἐ­δῶ κα­λύ­πτε­ται ὅ­λο τό φά­σμα τῶν δυ­νά­με­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς, καί ση­μαί­νει ὅ­τι –ἀ­φοῦ βλέ­πει κα­νείς ποι­ά εἶ­ναι ἡ καρ­δί­α– ἡ κα­θα­ρό­τη­τα ὀ­φεί­λει νά κα­λύ­πτει ὅ­λο τό φά­σμα τῆς ψυ­χῆς, δη­λα­δή ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις της. Ἀ­κρι­βέ­στε­ρα, πρέ­πει νά κα­λύ­πτει καί τό σῶ­μα. Ὄχι μόνο τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τήν κα­θα­ρό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τος. Θά τό δοῦ­με αὐτό.
Καρ­διά λοι­πόν ση­μαί­νει τόν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἄν­θρω­πο: τή νό­η­σή του, τό συ­ναί­σθη­μά του καί τή βού­λη­σή του. Αὐ­τά πρέ­πει νά εἶ­ναι κα­θα­ρά, μα­ζί βε­βαί­ως μέ τό σῶ­μα.
Ποι­ά εἶ­ναι τώ­ρα αὐ­τή ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῆς καρ­δί­ας, ἀ­φοῦ ἡ καρ­διά συγ­κεν­τρώ­νει ὅ­λες τίς πτυ­χές τῆς ψυ­χῆς; Ἡ κα­θα­ρό­τη­τά της εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κή, εἶ­ναι ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­θα­ρό­τη­τα. Εἶ­ναι ἡ ἁ­γνό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς, πού κα­ταρ­γεῖ καί κα­τα­στρέ­φει κά­θε ρυ­πα­ρό­τη­τα καί ἀ­κα­θαρ­σί­α πού δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ ἁ­μαρ­τί­α· εἶ­ναι ὁ ἀ­κέ­ραι­ος ἄν­θρω­πος, ὁ σω­στός ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι ὁ ἄ­δο­λος ἄν­θρω­πος.
Κά­πο­τε ὁ Κύ­ριος, ὅ­ταν εἶ­δε τόν Να­θα­να­ήλ, μετά τήν πρό­σκλη­ση πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Φίλιππος, εἶ­χε πεῖ: «Νά ἕ­νας ἄ­δο­λος ἄν­θρω­πος , ἕ­νας ἄ­δο­λος Ἰσ­ρα­η­λί­της !».[7] Αὐτό εἶναι με­γάλος τί­τλος τι­μῆς! Ποῦ νά μοῦ τό ἔ­λε­γε ἐ­μέ­να ὁ Κύ­ριος αὐ­τό, ὅ­τι εἶ­μαι ἄ­δο­λος ἄν­θρω­πος...! Δη­λα­δή ὁ ἄδολος ἄνθρωπος εἶ­ναι ὁ εὐ­θύς, ὁ εἰ­λι­κρι­νής, καί στίς πρά­ξεις καί στίς προ­θέ­σεις, δη­λα­δή ὁ ἁ­γνός ἄν­θρω­πος· εἶ­ναι ὁ ὡ­ραῖ­ος ἄν­θρω­πος, ὅ­πως βγῆ­κε ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ του, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ πρω­τό­πλα­στος Ἀ­δάμ πρίν ἁ­μαρ­τή­σει. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἔ­λε­γαν ὁ «χα­ρί­εις ἄν­θρω­πος», ὁ χα­ρι­τω­μέ­νος ἄν­θρω­πος.[8] Βέ­βαι­α, ἔ­χου­με ἀν­θρώ­πους, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, ἀ­γό­ρια καί κο­ρί­τσια, πού βιώνουν αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση. Καί τούς ἀ­γα­πάει κανείς πά­ρα πο­λύ, πά­ρα πο­λύ... Ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μπρο­στά τους πραγ­μα­τι­κά!
Ἀλ­λά ἄς δοῦ­με τά πράγ­μα­τα ἐ­πί μέ­ρους.
Κα­ταρ­χάς, ὡς πρός τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς νο­ή­σε­ως, ἐννοοῦμε τίς κα­θα­ρές σκέ­ψεις, ἐν­τυ­πώ­σεις, ἀ­να­μνή­σεις, φαν­τα­σί­ες.
Μπο­ροῦμε νά φαν­τα­στοῦμε, ἀγαπητοί, ποι­ά ἄ­ρα­γε ἦ­ταν πραγ­ματικά ἡ Θε­ο­τό­κος; Ἄν μποροῦμε νά ποῦμε χαριτωμέ­νους κάποιους ἀν­θρώ­πους μας πού ἔ­χου­ν κα­θα­ρό­τη­τα καρ­διᾶς, τότε ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῆς καρ­διᾶς τῆς Θε­ο­τό­κου ποιά νά ἦ­ταν;... Οὔ­τε κἄν δι­α­νο­η­τι­κά, δη­λα­δή οὔτε μέ τή σκέ­ψη, δέν μπο­ροῦμε νά συλ­λά­βουμε τό μέγεθος τῆς κα­θα­ρό­τη­τας τῆς Πα­να­γί­ας μας!... Εἶ­ναι ἀ­σύλ­λη­πτο! Καί γιά νά μή νο­μι­σθεῖ ὅ­τι ἐ­γώ ἔ­τσι τό κατα­λα­βαί­νω, ὑπεν­θυμίζω ὅτι καί ὁ ἀγ­γε­λι­κός κό­σμος ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μπρο­στά της! Αὐ­τές οἱ ἐκ­φρά­σεις, ὅ­τι εἶ­ναι «τι­μι­ω­τέ­ρα τῶν Χε­ρου­βείμ» καί «ἐν­δο­ξο­τέ­ρα ἀσυγκρίτως τῶν Σε­ρα­φείμ» καί εἶ­ναι «ἡ πλα­τυ­τέ­ρα τῶν οὐ­ρα­νῶν» καί εἶ­ναι... καί εἶ­ναι... δέν εἶ­ναι ποι­η­τι­κές ἐκ­φρά­σεις· εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πέ­στε μου λοι­πόν: πόσο ἁγνή πρέπει νά ἦταν ἡ διάνοια τῆς Πανα­γίας μας;... Εἶ­ναι ἀσύλ­λη­πτο, πραγ­ματικά ἀ­σύλ­λη­πτο!
Ἡ καθαρή διάνοια δη­λα­δή εἶ­ναι ἡ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­πό ψεύ­τι­κες ἰ­δέ­ες, πλά­νες, προ­λή­ψεις, δει­σι­δαι­μο­νί­ες ἤ ἀ­πό σχέ­δια ἁ­μαρ­τω­λά καί ἐγ­κλη­μα­τι­κά, ἀπό κακές σκέ­ψεις γιά τό πῶς θά κάνουμε τό κα­κό στόν ἄλ­λο.
Ἡ ἀ­που­σί­α τῆς κρυ­ψί­νοι­ας (κρυ­ψί­νους λέ­γε­ται αὐ­τός πού κρύ­βει τούς λογισμούς του, δέν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ι τίς σκέψεις του, συ­νή­θως τίς κα­κές) φανερώνει καθαρή διάνοια. Βέβαια, καί ἡ Πα­να­γί­α μας δέν ἔ­λε­γε τί­πο­τα γιά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό της, ἀκόμα οὔ­τε καί στόν μνή­στο­ρα Ἰ­ω­σήφ. Ὅμως ἐ­κεῖ ἦ­τα­ν στό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ· δέν ἔπρε­πε νά πεῖ τί­πο­τα ἡ Θε­ο­τό­κος. Ἦ­ταν ἕ­να μυ­στή­ριο τοῦ Θε­οῦ, ἦ­ταν τό μυ­στή­ριο τῶν μυ­στη­ρί­ων, μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ μυ­στι­κοῦ. Ἀλ­λά ὁ ἄνθρωπος εἶ­ναι κρυ­ψί­νους συ­νή­θως στά κα­κά πράγ­μα­τα· δέν ξέ­ρει κανείς τί πι­στεύ­ει, ποι­ές εἶ­ναι οἱ προ­θέ­σεις του. Ἔ­χου­με ἀν­θρώ­πους τέ­τοι­ους· καί λέμε: «Πῶς νά τοῦ ἐμπι­στευ­θῶ ἐ­γώ αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ... Δέν ξέ­ρω τί πι­στεύ­ει, ποιές εἶναι οἱ ἰδέες του».
Καθαρό­τη­τα στή διάνοιά του δέν ἔχει ἐπίσης οὔτε ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος ἄν­θρω­πος, αὐ­τός πού ἔ­χει ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη. Ἡ Ἁγία Γρα­φή, στό βι­βλί­ο τῶν Πα­ροι­μι­ῶν, λέ­ει «ἀ­κά­θαρ­τος πα­ρὰ Θε­ῷ πᾶς ὑ­ψη­λο­κάρ­διος»[9]. Συ­νε­πῶς ἕνας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει κα­θα­ρό­τη­τα.
Ἄς δοῦμε τώ­ρα τήν καθαρότητα στόν χῶ­ρο τοῦ συ­ναι­σθή­μα­τος. Ἐδῶ ἐννοοῦμε τά ἁ­γνά αἰ­σθή­μα­τα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς φι­λί­ας, τῆς φι­λο­ξε­νί­ας, τῆς γεν­ναι­ο­δω­ρί­ας. Ἡ ὑ­στε­ρο­βου­λί­α στόν χῶ­ρο τοῦ συ­ναι­σθή­μα­τος νά εἶ­ναι ἀνυπόστατη. Δέν πρέπει νά κινοῦμε τίς ὑπο­ψίες τῶν ἄλλων, ὥστε νά λένε: «Για­τί αὐ­τός ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό­σο γεν­ναι­ό­δω­ρος ; Μή­πως ἔχει κάτι στό μυαλό του; Μήπως σκέ­πτε­ται ὑστε­ρό­βου­λα;». Ὄ­χι· ἁπλῶς θέ­λουμε νά εἴμαστε γεν­ναι­ό­δω­ροι.
Ἡ φι­λο­τι­μί­α, ἡ ὡ­ραί­α αὐ­τή ἀ­ρε­τή, πρυ­τα­νεύ­ει στόν ἄν­θρω­πο μέ κα­θα­ρό συ­ναί­σθη­μα, πρυ­τα­νεύ­ει χω­ρίς ἐ­γω­ι­σμούς. Ἡ ἀν­τί­δρα­ση σέ ὅ,τι ἀ­γα­θό εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτη. Ἡ ἀ­γα­θή προ­αί­ρε­ση προ­έ­χει παν­τοῦ καί ἡ ἁγι­ό­τη­τα βα­σι­λεύ­ει.
Καί τέ­λος, ἄς ἔρ­θου­με στόν χῶ­ρο τῆς βου­λή­σε­ως. Ἡ θέ­λη­ση εἶ­ναι βε­βαί­ως ἐ­λεύ­θε­ρη καί πάν­το­τε κι­νεῖ­ται στόν χῶ­ρο τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­οῦ. Δέν πι­έ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος· ἄν θέ­λει, δέ­χε­ται· κι ἄν δέν θέ­λει, δέν δέ­χε­ται τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι, καθαρότητα τῆς βου­λή­σε­ως εἶ­ναι νά μπο­ροῦμε νά ταυ­τί­ζουμε τό θέ­λη­μά μας μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Χρι­στός στήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χή ἔ­λε­γε: «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω , ἀλλ’ ὡς σύ»[10]. Ὄ­χι ὅ­πως θέ­λω ἐ­γώ, ἀλ­λά ὅ­πως ἐ­σύ, Πά­τερ. Ὁ κα­θα­ρός δη­λα­δή στή βού­λη­ση ἄνθρωπος κάνει ὅ,τι θέλει ὁ Θε­ός, ὅ­σο δύ­σκο­λο κι ἄν εἶ­ναι αὐ­τό. Δέν ἔ­χει δι­κό του θέ­λη­μα· γι’ αὐ­τό θυσιάζει κά­θε δι­καί­ω­μά του, θυσιάζει ἀνέσεις, δέν ὑπολογίζει κόπους, δίνει ἀκό­μη καί τό αἷμα του καί τή ζωή του. Ἔχει μιά βού­λη­ση ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό συγ­κα­τα­θέ­σεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἁμαρ­τω­λές, μί­α κα­θα­ρή πραγ­μα­τικά βού­λη­ση.
Κι ὅ­λα αὐ­τά, στή συν­το­μό­τα­τη ἀ­νά­λυ­ση πού ἤ­δη κά­να­με γιά τούς τρεῖς χώ­ρους τῆς ψυ­χῆς, συ­νο­ψί­ζο­νται, χω­ρίς βέ­βαι­α νά ἐ­ξαν­τλοῦνται, σ’ ἐ­κεῖ­νο πού λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦλος στούς Φι­λιπ­πη­σί­ους: «Τὸ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ , ὅ­σα σε­μνά , ὅ­σα δί­και­α , ὅ­σα ἁ­γνά, ὅ­σα προ­σφι­λῆ, ὅ­σα εὔ­φη­μα, εἴ τις ἀ­ρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔ­παι­νος, ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε... ταῦ­τα πράσ­σε­τε»[11]. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅσα εἶναι ἀληθινά , ὅσα εἶναι σεμνά , δίκαια , ἁγνά , προσφιλῆ στόν Θεό , ὅσα ἔχουν κα­λή φή­μη , ὁτιδήποτε ἐ­παι­νεῖ­ται , αὐ­τά νά σκέ­πτε­σθε, αὐ­τά νά πράτ­τε­τε. Δη­λα­δή, μέ ἄλ­λα λό­για, ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος θέ­λει νά το­νί­σει ἐ­δῶ τήν ἀ­ξί­α αὐτοῦ τοῦ μα­κα­ρι­σμοῦ: «μα­κά­ριοι οἱ κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­ᾳ, ὅ­τι αὐ­τοὶ τὸν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται».

(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.




[1]. Ματθ. 5, 8.
[2]. Δευτ. 6, 5. Λουκ. 10, 27. Μᾶρκ. 12, 30.
[3]. Ματθ. 8, 4.
[4]. Λουκ. 24, 38.
[5]. Μᾶρκ. 12, 30.
[6]. Λουκ. 10, 27.
[7]. Ἰωάν. 1, 48.
[8]. Βλ. Plutarch's moralia, vol.11, De Herodoti malignitate, 869 D 4, «χα­ρί­εις συγγραφεὺς». Quaestiones convivales, 707 D 3, «χαρίεις ἀνὴρ», κ..
[9]. Παρ. 16, 5.
[10]. Ματθ. 26, 39. Λουκ. 22, 42.
[11]. Φιλ. 4, 8-9.
 
http://makkavaios.blogspot.gr/2016/01/blog-post_69.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου