Σελίδες

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ἡ πρώτη συνάντηση μου μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο

Αποτέλεσμα εικόνας για Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σαχάρωφ

Ὁμιλία στό Ἰάσιο Ρουμανίας, τήν 13η Νοεμβρίου 2016.

Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μολδαβίας κ. Θεοφάνη πού μέ προσκάλεσε σέ αὐτό τό πνευματικό συμπόσιο γιά νά μιλήσουμε γιά μιά μεγάλη σύγχρονη πατερική μορφή, τόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἐξέφρασε τήν πατερική παράδοση μέ τήν 
ἀσκητική, ἡσυχαστική καί ἐμπειρική θεολογία καί σέ μερικά σημεῖα τήν παρουσίασε μέ σύγχρονους ὅρους, πού διαφέρουν ἀπό τόν τρόπο πού τούς χρησιμοποιοῦν οἱ σύγχρονοι μεταπατερικοί θεολόγοι. Γνωρίζω τήν θεολογική εὐαισθησία καί τήν ποιμαντική ἀγωνία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου σας, γι’ αὐτό καί ἐκτιμῶ τήν προσπάθειά του αὐτή.
Εἰσαγωγικά πρέπει νά πῶ ὅτι μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἔχω Γέροντα τόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Καλλίνικο, μέ τόν ὁποῖο παρέμεινα στήν Μητρόπολη δεκαπέντε χρόνια καί ἀπό τόν ὁποῖο παρέλαβα τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική πείρα καί ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβα τήν Χάρη τῆς ἱερωσύνης.
 Ἦταν ἕνας θαυμαστός Ἱεράρχης μέ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, μέ καθαρότητα βίου καί θεολογική παιδεία, μέ ἱεραποστολικό ζῆλο καί ὁσιακό τέλος. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅταν τόν συνάντησε γιά πρώτη φορά εἶπε, κατά τήν μαρτυρία ἑνός ὑποτακτικοῦ του, τοῦ ἱερομονάχου π. Παϊσίου: «Πρώτη φορά βλέπω τέτοιον Δεσπότη! Μέχρι τώρα δέν ἔχω δεῖ σάν τόν Καλλίνικο». Καί ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι, πλησιάζοντας πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλεγε: «Ἐλπίζω νά μέ συνοδεύη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ», ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶπε: «Ὄχι ἁπλῶς τόν συνοδεύει, ἀλλά τόν καταδιώκει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Θεράπευσε δαιμονισμένους ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή του ἐπετέλεσε θαυματουργικές ἐπεμβάσεις. (Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάσισε τήν ἁγιοκατάταξή του, καί ἐστάλη ἡ ἀπόφαση αὐτή στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν τελική πράξη ἁγιοκατατάξεως).
 
Αὐτά πού μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, κατά τήν πρώτη συνάντησή μας τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1976, τά προσέλαβα ἐμπειρικά. Τά εἶχα διαβάσει προηγουμένως στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, [...]. Στόν Γέροντα Σωφρόνιο βρῆκα ἕναν ζωντανό ὀργανισμό.
 
Ὁ μακαριστός Γέροντάς μου εἶχε γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα καί διακατεχόταν ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Δέν μέ δέσμευσε πνευματικά, δέν ἤθελε νά μέ κάνη ὀπαδό, ἀλλά μαθητή τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σέ αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας, ἐπειδή ἔβλεπε τίς ἀναζητήσεις μου, μέ προέτρεπε νά ἔχω ἐπικοινωνία μέ ἁγιορεῖτες πατέρας γιά νά μυοῦμαι πιό βαθειά στήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί χαιρόταν γι’ αὐτό. Ἔτσι, μέ τήν δική του ἄδεια εἶχα ἐπικοινωνία μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, τόν ὁποῖον ἐπισκεπτόμουν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Καί ὅταν ἐπέστρεφα ἀπό τήν συνάντηση μαζί του, ζητοῦσε νά μάθη τί μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, προκειμένου νά ὠφεληθῆ καί ἐκεῖνος. Διακατεχόταν ἀπό τό ταπεινό πνεῦμα τοῦ γνησίου μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ.
 
Ἔτσι, ἐπισκεπτόμουν κάθε χρόνο τόν Γέροντα Σωφρόνιο στήν Μονή πού ἠσκεῖτο καί ὠφελούμουν ἀπό τήν πνευματική αὐτή ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί του, τήν ὁποῖα κατέγραψα στό βιβλίο πού ἐξέδωσα μέ τίτλο «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ».
Στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου παρουσιάζω τήν πνευματική αὐτοβιογραφία του, δηλαδή πῶς ὁ ἴδιος μιλοῦσε γιά τήν ζωή του στά βιβλία πού ἔχουν ἐκδοθῆ, καί κυρίως ἀνέλυσα τήν θεολογία του, πού τόν ἀποδεικνύει ἐφάμιλλο τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στό δεύτερο μέρος παρουσιάζω τήν καθημερινή ζωή καί τήν πνευματική διακονία τοῦ Γέροντος, κυρίως παρουσιάζω τό τί μοῦ ἔλεγε κατά τήν πνευματική μας ἐπικοινωνία. Ἄκουσα ἀπό τό στόμα του λόγο προφητικό καί πατερικό, αἰσθάνθηκα νά παρευρίσκομαι κοντά σέ ἕναν ζωντανό θεολογικό ὀργανισμό, ἕναν ζωντανό ἐμπειρικό θεολόγο. Κάθε λόγος του μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ σέ μιά ἰδιαίτερη ὁμιλία.
 
Σήμερα προτίμησα νά σᾶς ἀναλύσω τούς λόγους πού μοῦ εἶπε κατά τήν πρώτη συνάντησή μας, πού ἔγινε τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1976, δηλαδή πρίν σαράντα χρόνια, πού ἦταν σημαντική. Τά τέσσερα σημεῖα πού μοῦ τόνισε τότε ἀποτελοῦν μιά ζωντανή θεολογική παρακαταθήκη, ἡ ὁποία μέ ἐπηρέασε σέ ὅλη τήν μετέπειτα ποιμαντική, θεολογική καί συγγραφική μου δραστηριότητα, καί κατά κάποιον τρόπο ἀποτελοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ὅλης διδασκαλίας του. 
Θά προπαθήσω νά ἀναλύσω αὐτά τά πρῶτα λόγια πού μοῦ εἶπε, γιατί ἀποτελοῦν τήν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παράδοσης καί δείχνουν τί σημαίνει νά ἔχουμε ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα.
 
1. Ἡ θεολογική ζωή τῆς μετανοίας
 
Ἡ συνάντησή μας ἔγινε σέ ἕνα δρομάκι ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί, σύμφωνα μέ τήν συνήθειά του –ἐπειδή ἔπρεπε λίγο νά περπατᾶ, ἀφοῦ ἦταν σέ ἡλικία ὀγδόντα χρονῶν– μέ προσκάλεσε νά συζητήσουμε περπατώντας, γιά νά γίνουμε, ὅπως συνήθως ἔλεγε, «περιπατητικοί φιλόσοφοι». Αὐτός ἦταν ἕνας φιλόσοφος μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀφοῦ εἶχε τήν πραγματική φιλοσοφία, πού εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία.
 
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν Προφήτης, Ἀπόστολος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή μας, ἔζησε μέσα σέ βαθειά μετάνοια τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, εἶχε θεοπτικές ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί δίδαξε αὐθεντικῶς καθοδηγώντας τούς ἀνθρώπους καί ἀναπτύσσοντας σέ αὐτούς τήν ἔμπνευση, τόν πόθο καί τήν ὁρμή πρός τόν Θεό.
 
Ἀρχίζοντας τήν συζήτηση τοῦ εἶπα ὅτι αἰσθανόμουν πως μέσα στήν καρδιά μου ἔβλεπα νά ὑπάρχουν διάφορα πάθη καί ἤθελα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό αὐτά γιά νά ἔχω πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό.
 
Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: 
«Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι χειρότερος καί ἀπό τά ζῶα καί ἀνάξιος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι μιά "φυσιολογική" (νόρμαλ) κατάσταση, καί ἐμπνέεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βίωση τῆς κολάσεως πού εἶναι ἡ ἀρνητική θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Μέσα ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ βλέπουμε τήν κατάστασή μας, ὅπως προβάλλεται ἡ εἰκόνα μιᾶς διαφάνειας, ὅταν πίσω ἀπό αὐτή ὑπάρχη φῶς. Πρέπει νά μᾶς ἀνησυχῆ, ὅταν δέν αἰσθανόμαστε τά πάθη πού ὑπάρχουν μέσα μας».
 
Ἀναλύοντας αὐτόν τόν λόγο του θέλω νά τονίσω ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ὑστέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν πτώση ζοῦσαν στόν Παράδεισο τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί μετεῖχαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἔχασαν αὐτήν τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, δηλαδή ἔχασαν τήν μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί περιέπεσαν σέ βαθύτατο σκοτάδι. Ὅλες οἱ ψυχικές δυνάμεις ἀντί νά κατευθύνωνται πρός τόν Θεό, τώρα στρέφονται ἐμπαθῶς πρός τήν κτίση, ὁπότε ἀναπτύσσονται τά ψυχικά καί τά σωματικά πάθη. Ἔτσι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατά φύσιν στό παρά φύσιν, καί κατά συνέπεια ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό παρά φύσιν στό κατά φύσιν καί τό ὑπέρ φύσιν, δηλαδή ἡ μέθεξη τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
 
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ζοῦσε συνδυασμένα τήν νοερά καρδιακή προσευχή μέ τήν θεία Λειτουργία, τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν εὐχαριστιακή της ζωή. Ὁ νοῦς του μέ τόν ἡσυχασμό εἰσερχόταν στήν βαθεῖα καρδία, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μέ τήν θεωρία στήν θεία Λειτουργία εἰσερχόταν σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί προσευχόταν γιά τά προβλήματα τῶν ἀνθρωπων, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ.
 
Ἡ ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀρχική του ζωή, στήν προπτωτική κατάσταση, δέν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας καί μιᾶς ἀνθρώπινης θέλησης. Κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως τοῦ ὄντος, ἡ ὁποία πρό τῆς πτώσεως αὐτεξουσίως ἐκινεῖτο πρός τόν Θεό, τό ἀκρότατον ἐφετόν. Ὅμως, αὐτή ἡ φυσική θέληση μέ τήν συνδρομή τοῦ διαβόλου καί τήν ἀποδοχή ἐκ μέρους τῶν Προπατόρων αὐτῆς τῆς συνδρομῆς ἔγινε γνώμη, ὁπότε τό φυσικό θέλημα ἔγινε γνωμικό θέλημα, καί διά τῆς προαιρέσεως πραγματοποιήθηκε ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι, μέ τήν μετάνοια πρέπει τό γνωμικό θέλημα νά γίνη φυσικό, καί νά ἀρχίση πάλι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. 
 
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή, δηλαδή ἡ μετάνοια, δέν εἶναι ἔργο μόνον τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος θεωρεῖ τήν παρά φύση κατάσταση ὡς φυσική κατάσταση καί εἶναι ἐπιρρεπής στήν ἁμαρτία. Φυσικά, ἀπαιτεῖται καί ἡ δική του ἐπιθυμία καί συγκατάθεση, ἀλλά κυρίως ἀπαιτεῖται ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά θέματα στήν πνευματική ζωή εἶναι ἀποτέλεσμα καί καρπός τῆς συνέργειας Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ στόν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποκαλύπτει τήν παρά φύση κατάσταση πού τοῦ δημιούργησε ἡ ἁμαρτία, πολλές φορές τοῦ ἀποκαλύπτει τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεώς του, καί τότε ἀρχίζει ἡ μετάνοια, τό κλάμα, ὁ ἀγώνας γιά τήν θεραπεία, πού καί αὐτό γίνεται μέ τήν συνδρομή τῆς θείας Χάριτος.
 
Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ἀπό μόνος του νά μετανοήση. Μόνο ἐάν ἐνεργήση ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί καταλάβη τήν παρά φύση κατάστασή του, ὅτι ἀπό ἄγγελος Θεοῦ ἔγινε σαρκικός, δηλαδή φόρεσε τούς δερμάτινους χιτώνας τῆς φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος, τότε ἀρχίζει νά μετανοῆ.
 
Ἄκουσα ἀπό τό στόμα του λόγο προφητικό καί πατερικό, αἰσθάνθηκα νά παρευρίσκομαι κοντά σέ ἕναν ζωντανό θεολογικό ὀργανισμό, ἕναν ζωντανό ἐμπειρικό θεολόγο. Κάθε λόγος του μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ σέ μιά ἰδιαίτερη ὁμιλία.
 
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν φλογερά μετάνοια, ἐπιθυμεῖ νά μετατρέψη τό γνωμικό του θέλημα σέ φυσικό καί νά κινῆται αὐτεξουσίως πρός τόν Θεό, θέλει ἀπό τό παρά φύση νά φθάση στό κατά φύση καί τό ὑπέρ φύση, νά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά μεθέξη τῆς Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, νά γίνη κατά Χάριν Θεός, δηλαδή αὐτό πού ὁ Θεός εἶναι κατά φύση, αὐτός νά γίνη κατά Χάρη. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν μετάνοια γίνεται κατά Χάρη θεούμενος, πορεύεται στήν θέωση καί τόν ἁγιασμό.
 
Ὁ Γέροντας συνήθιζε νά λέγη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔρχεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀποκαλύπτει τά πάθη πού ὑπάρχουν σέ αὐτήν, δηλαδή τήν διαστροφή τῶν ψυχικῶν ἐνεργειῶν, ὁπότε αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μέ τήν ἀρνητική της μορφή, ὡς βίωση τῆς κολάσεως. Καί ὅταν κανείς βιώνη αὐτήν τήν χαρισματική μετάνοια, τότε αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, κάποια στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἀναμένει, μετατρέπεται σέ Φῶς. Καί τό πῦρ τῆς μετάνοιας καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστα. Αὐτό θά φανῆ καθαρά στόν ἑπόμενο λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
 
2. Ἡ χαρισματική βίωση τοῦ Ἅδου καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως
 
Ἡ μετάνοια, κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο, δέν εἶναι ψυχολογικῆς, κοινωνιολογικῆς καί φιλοσοφικῆς φύσεως, ἀλλά καθαρά θεολογική, εἶναι δηλαδή ἔλευση τῆς θείας Χάριτος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν ὅραση τῆς θείας Χάριτος ἀντιλαμβάνεται τήν κατάστασή του καί ζητᾶ τήν σωτηρία του, δηλαδή τήν συνάντηση μέ τόν Θεό.
Μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: 
«Στόν Γέροντα Σιλουανό ἀποκαλύφθηκε τό "κράτει τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μή ἀπελπίζου". Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμαστε τήν κόλαση καί τίς φλόγες της, ὄχι μόνον στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα. Αὐτό εἶναι σπάνιο χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Νόμος τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ὅτι πρῶτα βιώνουμε ἀρνητικά τόν Θεό ὡς φωτιά καί ἔπειτα θετικά ὡς Φῶς. Ἀπό τήν φωτιά αὐτή πέρασαν ὅλοι οἱ μεγάλοι ἅγιοι. Παραμένουμε ἐκεῖ, ὅσο ἀντέξουμε, στά ὅρια τῆς κολάσεως.
 
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὅταν μιλοῦσε γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, περισσότερο προτιμοῦσε νά χρησιμοποιῆ τήν λέξη ὑπόσταση καί τήν ἔβλεπε μέσα ἀπό τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο ἀναφέρθηκε προηγουμένως (Ἑβρ. γ΄,14), δηλαδή μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση.
 
Ὅταν ἔρχεται ἀπελπισία ἀποσυρόμαστε γιά λίγο μέ ἐλπίδα στόν Θεό. Οἱ φλόγες τῆς κολάσεως καίουν τά πάθη καί αὐτή ἡ φωτιά μετατρέπεται σέ θεῖο Φῶς».
 
Ὅταν ἀναλύσουμε αὐτόν τόν ἐμπειρικό λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μέ βάση τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τότε θά καταλάβουμε τήν μεγάλη ἀξία του.
 
Εἶναι βασική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Κόλαση καί ὁ Παράδεισος δέν ὑπάρχουν ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπό τήν ἄποψη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, γιά νά δημιουργήση ἕναν κακό τόπο στόν ὁποῖο νά καταδικαστοῦν οἱ ἄνθρωποι πού Αὐτός δημιούργησε, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν θέλησαν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός οὔτε δημιούργησε τό κακό οὔτε εἶναι ἐκδικητικός καί τιμωρός. Ὁ Θεός στέλλει τήν Χάρη Του σέ δικαίους καί ἀδίκους καί ἀνατέλλει τόν ἥλιο ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. ε΄, 45). Ὁ Θεός δέν ἔχει ἐχθρούς, ὅπως ἔχουν οἱ ἄνθρωποι πού διακατέχονται ἀπό τά πάθη.
 
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» (Ψαλμ. κη΄, 7) λέγει ὅτι αὐτό συνέβαινε στούς Τρεῖς Παῖδες πού ἦταν στήν κάμινο τοῦ πυρός. Ἡ φωτιά διακόπηκε στά δύο, καί ἔτσι ἀφ’ ἑνός μέν κατέκαιε τούς ἔξω ἀπό αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐδρόσισε τούς Παῖδες πού ἦταν μέσα στήν φωτιά. Τό πῦρ ἔχει δύο ἐνέργειες, ἤτοι τήν καυστική πού καίει καί τήν φωτιστική πού φωτίζει. Ἔτσι, ἡ φωνή τοῦ Κυρίου διαμερίζει τίς δύο αὐτές δυνάμεις, ὥστε τό πῦρ τῆς καύσεως νά εἶναι ἀλαμπές, δηλαδή νά καίη χωρίς νά φωτίζη, καί τό φῶς τῆς ἀναστάσεως νά εἶναι φωτιστικό, ἀλλά ἄκαυστον, δηλαδή νά φωτίζη χωρίς νά καίη. Ἔτσι, τόσο τό πῦρ τῆς κολάσεως ὅσο καί τό φῶς τοῦ Παραδείσου εἶναι ἄκτιστα, ἡ ἴδια Χάρη τοῦ Θεοῦ καίει καί φωτίζει, ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
 
Τήν ἴδια διδασκαλία συναντᾶμε καί στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο πού γράφει ὅτι ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι φῶς στούς καθαρούς κατά τήν διάνοια, καί σκοτάδι σέ αὐτούς πού ἔχουν τυφλωθῆ στό ἡγεμονικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ὁ Θεός εἶναι καί Παράδεισος καί Κόλαση, ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ ἄνθρωπου, γι’ αὐτό γράφει: «Ὦ Τριάς ἡ πᾶσί ποτε γνωσθησομένη, τοῖς μέν τῇ ἐλλάμψει, τοῖς δέ τῇ κολάσει».
 
Κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο, καί ὄχι μιά ἀπρόσωπη ἰδέα, ἀρχίζει νά μετανοῆ, ἀναπτύσσεται ἡ ὑποστατική ἀρχή, δηλαδή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ζωγραφίζει τό καθ’ ὁμοίωση πάνω στό κατ’ εἰκόνα, ἐνεργοποιεῖται τό κατ’ εἰκόνα μέ τήν θεία Χάρη, καί ὅταν ὁ Θεός θελήση, τότε ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει στήν δόξα Του, ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 
Αὐτό διδάσκουν καί οἱ ἡσυχαστές Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί χρησιμοποιῶ αὐτόν τόν ὅρο ἐντελῶς συμβατικά, γιατί ὅλοι οἱ Πατέρες, καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ἡσυχαστές, δηλαδή ὡς ἡσυχαστές ἐννοῶ αὐτούς πού δέν ἦταν Ἐπίσκοποι, ἀλλά ἀσκητές, κυρίως σέ ἐρημικούς τόπους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφει ὅτι τό ἴδιο τό πῦρ ὀνομάζεται «πῦρ καταναλίσκον καί φωτίζον φῶς». Πρόκειται γιά τό ὑπερουράνιο πῦρ πού εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ ἴδια Χάρη πού δέχονται οἱ ἄνθρωποι σέ αὐτήν τήν ζωή, ἄλλους «καταφλέγει γιά τό ἔτι ἐλλιπές τῆς καθάρσεως», καί ἄλλους «φωτίζει, διά τό μέτρον τῆς τελειότητος». Αὐτό θά γίνη καί στήν μέλλουσα ζωή. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος διδάσκει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά του, ἐνεργεῖ μέ διπλό τρόπο, «τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα», αὐτούς δέ πού τηροῦν τά δέοντα «εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ». 
 
Ὁ Θεός φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στόν ἅγιο Σιλουανό καί τοῦ ἔδειξε ποιός εἶναι ὁ φυσικός ἄνθρωπος καί ποιά εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης διδάσκει ὅτι, ἄν δέν δοῦμε πῶς μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός, δέν θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε πῶς μᾶς κατέστησε ἡ ἁμαρτία, δηλαδή πῶς παραμορφωθήκαμε ἀπό τήν ἁμαρτία. Μετά τήν θεωρία αὐτή ὁ ἅγιος Σιλουανός αἰσθάνθηκε ὅλη τήν παρά φύση κατάσταση τοῦ Ἀδάμ μετά τήν πτώση, στήν δική του περίπτωση, γι’ αὐτό καί συνεχῶς μιλοῦσε γιά τόν Ἀδαμιαῖο θρῆνο. Πρόκειται γιά μιά ἐμπειρική κατάσταση καί ὄχι γιά μιά διανοητική καί συναισθηματική κατάσταση.
 
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Σιλουανός βίωνε τόν Ἅδη ὡς σκότος, ὡς πῦρ. Ὁ νοῦς του εἶχε κυριευθῆ ἀπό αὐτήν τήν θεωρία. Ἡ θεία Χάρη μέσα στήν καρδιά του καθάριζε τά πάθη καί αὐτό τό αἰσθανόταν ὡς φωτιά, πού ἔκαιε ἀκόμη καί τό σῶμα. Βίωνε τίς φλόγες τοῦ Ἅδου καί στό σῶμα. Αὐτό ἦταν μιά ἐμπειρική γνώση τοῦ Ἅδου, δηλαδή τῆς καταστάσεως τοῦ θανάτου. Ἅδης στήν γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὁ χῶρος τοῦ θανάτου, στόν ὁποῖο κατέβηκε ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν θεότητά Του γιά νά τόν συντρίψη, εἶναι οἱ φλόγες τῆς Κολάσεως. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικός, ἀποτελεῖται ἀδιάσπαστα ἀπό ψυχή καί σῶμα, γι’ αὐτό στήν ἐμπειρία αὐτή μετέχει καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα. Πρόκειται γιά τήν ἀρνητική ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, γιά τήν ἀρνητική θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός.
 
Ἡ φυσική θέληση μέ τήν συνδρομή τοῦ διαβόλου καί τήν ἀποδοχή ἐκ μέρους τῶν Προπατόρων αὐτῆς τῆς συνδρομῆς ἔγινε γνώμη, ὁπότε τό φυσικό θέλημα ἔγινε γνωμικό θέλημα, καί διά τῆς προαιρέσεως πραγματοποιήθηκε ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι, μέ τήν μετάνοια πρέπει τό γνωμικό θέλημα νά γίνη φυσικό, καί νά ἀρχίση πάλι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.
 
Ὁ ἅγιος Σιλουανός, ὅμως, ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ζήσει μιά καταπληκτική καί σπάνια ἐμπειρία, πού συναντᾶται καί στήν ζωή μερικῶν μεγάλων ἁγίων καί ἀσκητῶν. Πρῶτα εἶδε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στό Φῶς. Ἡ ψυχή του ἀπέκτησε ἀκόρεστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί μεγάλη δίψα. Ὅμως, αὐτή ἡ Χάρη ἔκαιγε τά πάθη του. Ἔτσι, βιώνει κανείς σέ μικρό ἤ μεγάλο βαθμό τήν θεία Χάρη ὡς πῦρ πού κατακαίει τά πάθη καί ἔπειτα αὐτή ἡ ἴδια θεία Χάρη μετατρέπεται σέ ἄκτιστο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν σπάνια αὐτή ἐμπειρία, δέν μποροῦσε νά τήν ἐξηγήση, ὅταν μάλιστα εἶχε βιώσει καί τήν προηγηθεῖσα ἐμπειρία τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ καί ἄναψε ἡ καρδιά του ἀπό τήν ἀγάπη σέ Αὐτόν. Ἔτσι, ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν περίφημη ἐκείνη φράση: «Κράτει τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μή ἀπελπίζεσαι». Τό καινούριο πού προστέθηκε μέ τήν ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι τό «μή ἀπελπίζεσαι», διότι ἔτσι διά τῆς ἐμπειρίας τῶν φλογῶν τοῦ Ἅδου θά βιώση τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά μεθέξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός.
 
Αὐτήν τήν ἐμπειρία ἔζησε καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου πού τόν εἶχε κατακυριεύσει καί πρίν ἀκόμη γίνη μοναχός, ἀλλά καί μέ τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅπως ὁ ἴδιος τό περιγράφει μέ πολύ ὡραῖο τρόπο στά βιβλία του. Ἀκριβῶς ἐπειδή εἶχε τήν ἴδια μέ τόν ἅγιο Σιλουανό ἐμπειρία, γι’ αὐτό καί τόν κατάλαβε πολύ καλά, τόν ἑρμήνευσε καί τόν παρουσίασε στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
 
Αὐτήν τήν ἐμπειρία τό «κράτει τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μή ἀπελπίζεσαι» σέ μετριότερη μορφή τήν ζοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς φλογερή μετάνοια καί ἀναζήτηση μέ ἐλπίδα τῆς συναντήσεως μέ τόν Θεό. Ἡ μετάνοια, δηλαδή ἡ ἐν Χάριτι αἴσθηση ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν Θεό, εἶναι μιά βίωση τῆς κολάσεως, χαρισματική ἐμπειρία τοῦ χώρου τοῦ θανάτου, ἀλλά ταυτόχρονα πρέπει νά ὑπάρχη καί ἡ ἐλπίδα ὅτι διά τοῦ θανάτου ὁδηγεῖται κανείς στήν ζωή. Ὅσο μεγάλη εἶναι ἡ κένωση τοῦ ἀνθρώπου τόσο μεγάλη εἶναι καί ἡ δόξα του, ὅσο ὑπομένει κανείς τίς φλόγες τῆς μετάνοιας καί τοῦ χαρίσματος τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τόσο αὐτές οἱ φλόγες θά μετατραποῦν σέ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 
 
3. Νοερά προσευχή καί θεία Λειτουργία
 
Οἱ δύο προηγούμενες διδασκαλίες τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἔχουν σχέση μέ τήν τρίτη διδασκαλία, γιά τήν σχέση μεταξύ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς θείας Λειτουργίας. Καί τά δύο αὐτά γίνονται μέσα στό πνεῦμα τῆς μεθέξεως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ὡς μετάνοιας καί ὡς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
 
Μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι ἀποκόπτουν τήν θεία Εὐχαριστία ἀπό τήν νοερά προσευχή, καί ἄλλοι κάνουν τό ἀντίθετο, δηλαδή ἀποξενώνουν τήν νοερά προσευχή ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὁμιλοῦσε γιά τά θέματα αὐτά ἑνωμένα μεταξύ τους.
 
Μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: 
«Ἡ νοερά προσευχή βοηθᾶ νά κατεβοῦμε στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς μας καί νά βροῦμε τήν "βαθεῖα καρδία" καί τότε ἀρχίζει ἡ βαθειά μετάνοια. Τότε ἡ καρδιά γίνεται πολύ εὐαίσθητη. Ἡ θεία Λειτουργία, ὅμως, μᾶς βοηθᾶ νά εἰσέλθουμε σέ ὅλη τήν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητος καί νά προσευχηθοῦμε γιά τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Ζοῦμε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ καί τήν Σταύρωσή Του στόν Γολγοθᾶ. Ἡ θεία Λειτουργία μᾶς βοηθᾶ νά εἰσδύσουμε σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί νά προσευχηθοῦμε καί γιά τούς κεκοιμημένους καί τούς ἁμαρτωλούς. Τό "πνεῦμα" τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι τό "πνεῦμα" τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης, τό βάθος τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ, πού πρέπει νά μιμηθοῦμε».
 
Αὐτήν τήν ἐμπειρία τό «κράτει τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μή ἀπελπίζεσαι» σέ μετριότερη μορφή τήν ζοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς φλογερή μετάνοια καί ἀναζήτηση μέ ἐλπίδα τῆς συναντήσεως μέ τόν Θεό. Ἡ μετάνοια, δηλαδή ἡ ἐν Χάριτι αἴσθηση ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν Θεό, εἶναι μιά βίωση τῆς κολάσεως, χαρισματική ἐμπειρία τοῦ χώρου τοῦ θανάτου, ἀλλά ταυτόχρονα πρέπει νά ὑπάρχη καί ἡ ἐλπίδα ὅτι διά τοῦ θανάτου ὁδηγεῖται κανείς στήν ζωή.
 
Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι πνευματικά ἰσορροπημένοι. Πράγματι, ἡ θεία Λειτουργία εἶναι βίωση τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του, μέθεξη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τήν θεολογία τοῦ Σταυροῦ καί τήν θεολογία τῆς δόξης πού εἶναι ὅμως ἑνωμένα μεταξύ τους.
 
Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτή ἡ Βασιλεία συνδέει στενά τόν Σταυρό μέ τήν Ἀνάσταση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναλύει τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ μέσα ἀπό τήν πράξη καί τήν θεωρία, ὅπως φαίνεται στήν περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Μωϋσῆ. Ὁ Ἀβραάμ ἐξῆλθε ἀπό τήν γῆ του, τούς συγγενεῖς του καί πορεύθηκε μέχρι πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός, καί ὁ Μωϋσῆς ἔβγαλε τά σανδάλιά του καί πλησίασε τήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο, ἄφησε τήν πεδιάδα καί ἀνέβηκε πάνω στό ὄρος Σινᾶ καί εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Δέν χωρίζεται ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ ἀπό τήν θεολογία τῆς δόξας.
 
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στήν «Μυσταγωγία» του ἀναλύει τήν θεία Εὐχαριστία ὡς βίωση τῆς ἐσχατολικῆς καταστάσεως τῶν δικαίων, ὡς ἔλευση τοῦ Χριστοῦ γιά νά κρίνη τούς ἀνθρώπους, ὡς πορεία τῶν ἁγίων μέ τούς ἀγγέλους στήν οὐράνια δόξα, ὡς μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ὅμως, αὐτό δέν γίνεται ἀπροϋποθέτως, γι’ αὐτό προηγουμένως ἀναλύει τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ γιά νά κηρύξη, νά σταυρωθῆ καί νά ἀναστηθῆ, ἀλλά καί τήν κατάβαση τοῦ νοῦ στήν καρδιά γιά νά γίνη ἡ ἐσωτερική θεία Λειτουργία.
 
Μέ τήν νοερά προσευχή ὁ νοῦς, πού εἶναι ἡ λεπτοτάτη προσοχή, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἀποσπᾶται ἀπό τό περιβάλλον, τά πάθη καί τήν λογική καί ἐν Χάριτι Θεοῦ κατεβαίνει στήν βαθεῖα καρδία, αὐτό πού μποροῦμε νά ὀνομάσουμε ὡς παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ γίνεται μιά ἀδιάλειπτη θεία Λειτουργία, πού εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἡ προϋπόθεση πραγματικῆς συμμετοχῆς στήν θεία Λειτουργία στόν Ναό. Αὐτή ἡ ἐσωτερική λειτουργία εἶναι γνωστή στούς ἐμπειρικούς θεολόγους, ὅπως τήν καταγράφει ἐπανειλημμένως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές του, ὅπως γιά παράδειγμα στήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του: «Πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ » (Ἑφ. ε΄, 18-19).
 
Ὁ Γέροντας συνήθιζε νά λέγη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅταν ἔρχεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀποκαλύπτει τά πάθη πού ὑπάρχουν σέ αὐτήν, δηλαδή τήν διαστροφή τῶν ψυχικῶν ἐνεργειῶν, ὁπότε αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μέ τήν ἀρνητική της μορφή, ὡς βίωση τῆς κολάσεως.
 
Ὁ νοῦς πού κατέρχεται στήν καρδιά ἐν Χάριτι γιά νά ἀρχίση τήν λειτουργία τῆς μετάνοιας καί τῆς καθάρσεως χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱερεύς τῆς θείας Χάριτος, πού τελεῖ τήν ἐσωτερική θεία λειτουργία καί προσφέρει τήν λατρεία στόν Θεό. Καί ὁ ἄνθρωπος πού κάνει αὐτήν τήν λειτουργία λέγεται «πνευματικόν ἱερατεῖον», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη.
 
Ὅμως, δέν πρόκειται γιά ἀπομονωμένη κατάσταση, γιατί αὐτό γίνεται ἐν Χριστῷ, μέ τήν δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἀσκητής συμμετέχει στήν θεία Λειτουργία στόν Ναό καί θέλει νά κοινωνήση τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς νοερᾶς ἐσωτερικῆς προσευχῆς ὁ ἡσυχαστής Ἱερεύς αἰσθάνεται τήν θεία Λειτουργία ὡς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐσχατολογική πρόγευση, πρόγευση, δηλαδή, τῆς αἰωνίου ζωῆς.
 
Αὐτά καί τά δύο, ἤτοι νοερά προσευχή καί θεία Λειτουργία, ἦταν ἑνωμένα στόν Γέροντα Σωφρόνιο. Εἶχε τό χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ αἰσθανόταν τόν νοῦ του νά κατέρχεται στήν «βαθειά καρδία». Ἡ καρδιά του γινόταν εὐαίσθητη καί προσέφερε ἐσωτερική μετάνοια καί λατρεία στόν Θεό μέ πνεῦμα ταπεινώσεως. Ὅμως, ἦταν καί ἕνας κατανυκτικός λειτουργός, πού ζοῦσε τήν θεία Λειτουργία ὡς τήν Γεθσημανῆ τοῦ Χριστοῦ καί προσευχόταν γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά καί ὡς Γολγοθᾶ καί Πανάγιο Τάφο. Ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας στόν Ναό ἦταν διακονία κενώσεως καί ἀγάπης γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι, εἶχε ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, συνεχῆ μνήμη θανάτου, καί κατά τήν θεία Λειτουργία, ἀλλά καί τήν θεία Κοινωνία μερικές φορές ἔβλεπε τό ἄκτιστο Φῶς, τό Φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
 
Μέ ἄλλες λέξεις ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔβλεπε τό ἄκτιστο Φῶς, πού εἶναι τό Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί κατά τήν νοερά βαθεῖα προσευχή, ἀλλά καί κατά τήν θεία Λειτουργία, καί τήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δείχνει τήν ἑνότητα πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, μέ κέντρο τήν νοερά προσευχή, καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, μέ κεντρο τήν θεία Λειτουργία. 
 
Εἶναι βασική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Κόλαση καί ὁ Παράδεισος δέν ὑπάρχουν ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπό τήν ἄποψη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, γιά νά δημιουργήση ἕναν κακό τόπο στόν ὁποῖο νά καταδικαστοῦν οἱ ἄνθρωποι πού Αὐτός δημιούργησε.
 
Αὐτό τό βλέπει κανείς στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ Κορίνθιοι εἶχαν μεγάλα πνευματικά χαρίσματα, ἀφοῦ στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα τῆς Κορίνθου ὑπῆρχαν Χριστιανοί πού εἶχαν χαρίσματα προφητείας, θεολογίας, γλωσσολαλιᾶς, διερμηνείας τῶν γλωσσῶν, νοερᾶς προσευχῆς, θαυματουργίας κλπ. Καί, βεβαίως, τελοῦσαν καί τήν θεία Λειτουργία, ὅπως τό γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν ἦταν ἕνα ἐκκλησίασμα πού συμμετεῖχε στήν θεία Λειτουργία μηχανικά καί χωρίς χαρίσματα. Τό πρόβλημα πού ὑπῆρχε στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ἦταν ὅτι ἐκδηλώνονταν ὅλα τά χαρίσματα συγχρόνως καί γι’ αὐτό χρειάσθηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά βάλη μιά τάξη, νά καθορίση ἕνα τυπικό γιά τό πῶς θά ἐνεργοῦν τά χαρίσματα κατά τήν διάρκεια τῶν εὐχαριστιακῶν συνάξεων γιά τήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας.
 
Ἔτσι, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία ὡς βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέσα ἀπό τά πνευματικά χαρίσματα, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί τό χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη διάσπαση μεταξύ αὐτῶν τῶν χαρισμάτων, δέν μπορεῖ νά τονίζεται μόνον ἡ θεία Εὐχαριστία καί νά ὑποτιμᾶται τό χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἤ τό ἀντίστροφο.
 
Ὑπάρχουν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι πού ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τήν προτεσταντική θεολογία καί ἰσχυρίζονται ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία βίωναν τήν θεία Λειτουργία ὡς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀργότερα μέ τήν ἐπίδραση τοῦ νεοπλατωνισμοῦ ἀλλοιώθηκε αὐτή ἡ παράδοση καί εἰσήχθη ἡ ἡσυχαστική παράδοση ὡς θεραπευτική θεολογία. Τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἐπικίνδυνες γιά τήν ἐκκλησιασική ζωή καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία.
 
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ζοῦσε συνδυασμένα τήν νοερά καρδιακή προσευχή μέ τήν θεία Λειτουργία, τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν εὐχαριστιακή της ζωή. Ὁ νοῦς του μέ τόν ἡσυχασμό εἰσερχόταν στήν βαθεῖα καρδία, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μέ τήν θεωρία στήν θεία Λειτουργία εἰσερχόταν σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί προσευχόταν γιά τά προβλήματα τῶν ἀνθρωπων, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ στήν προσευχή τῆς Γεθσημανῆ. 
 
4. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περί προσώπου-ὑποστάσεως
 
Στήν ἐποχή μας γίνεται συνεχῶς λόγος γιά τόν ὅρο πρόσωπον τόσο στόν Θεό ὅσο καί στόν ἄνθρωπο. Γιά τό θέμα τοῦ προσώπου, κυρίως τῆς ὑποστάσεως, ἔκανε λόγο καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀλλά μέ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο ἀπό τά ὅσα ἰσχυρίζονται σύγχρονοι μεταπατερικοί θεολόγοι.
 
Μοῦ εἶπε κατά τήν πρώτη ἐκείνη συνάντηση: 
«Ἡ διδασκαλία περί προσώπου εἶναι σημαντική γιά τήν ἐποχή μας. Πολλοί ὁμιλοῦν γιά τό πρόσωπο φιλοσοφικά καί ψυχολογικά, περσοναλιστικά. Ὅμως, τό πρόσωπο εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπό τήν ἀποκάλυψη-φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πρόσωπο, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο καί ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τόν Θεό πρόσωπο πρός Πρόσωπο. Ἡ ὑποστατική ἀρχή, πού βρίσκεται μέσα μας ἀπό τήν σύλληψή μας, ἐνεργοποιεῖται ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί αὐτό εἶναι ἡ βάση τῆς ἀσκητικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς.
 
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφει ὅτι τό ἴδιο τό πῦρ ὀνομάζεται «πῦρ καταναλίσκον καί φωτίζον φῶς». Πρόκειται γιά τό ὑπερουράνιο πῦρ πού εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ ἴδια Χάρη πού δέχονται οἱ ἄνθρωποι σέ αὐτήν τήν ζωή, ἄλλους «καταφλέγει γιά τό ἔτι ἐλλιπές τῆς καθάρσεως», καί ἄλλους «φωτίζει, διά τό μέτρον τῆς τελειότητος».
 
Οἱ Πατέρες προτιμοῦν νά ὁμιλοῦν γιά ὑπόσταση παρά γιά πρόσωπο, γιατί ἡ λέξη πρόσωπο μπορεῖ νά ὁδηγήση σέ μιά ἐξωτερική θεώρηση τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου, σέ ἕναν περσοναλισμό.
 
Ἡ ὑποστατική ὁδός εἶναι ἡ πορεία πρός μετοχή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁδεύουμε αὐτήν τήν ὁδό μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση».
Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι σημαντικοί. Ἀργότερα, τούς ἀνέλυσε σέ μένα περισσότερο, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ἔγραψε σχετικά γιά τό θέμα αὐτό, πού ἦταν κεντρικό σημεῖο τῆς διδασκαλίας του.
 
Παρατηροῦμε ὅτι σήμερα γίνεται λόγος ἀπό συγχρόνους θεολόγους γιά τό πρόσωπο στόν ἄνθρωπο, γιά τήν κοινωνία τῶν προσώπων, γιά τήν ἐλευθερία, τήν βούληση καί τήν θέληση τοῦ προσώπου καί πολλά ἄλλα πού συνιστοῦν τόν λεγόμενο περσοναλισμό.
 
Γιά τό πρόσωπο στόν ἄνθρωπο μιλοῦσε καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀλλά ἐντελῶς διαφορετικά ἀπό τούς σύγχρονους περσοναναλιστές. Παρατηρῶ ὅτι μπορεῖ κανείς νά μιλήση γιά τό πρόσωπο μέ τήν βιβλική, τήν ψυχολογική καί τήν φιλοσοφική ἔννοια τοῦ ὅρου. Καί οἱ τρεῖς αὐτές ἑρμηνεῖες εἶναι διαφορετικές μεταξύ τους.
 
Οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο καί σεσαρκωμένο Λόγο μέσα στό Φῶς. Ἔτσι τόν ἔβλεπαν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό συναντᾶμε στούς θεολογικούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, γι’ αὐτό καί ἔλεγαν ὅτι Φῶς εἶναι ὁ Πατήρ, Φῶς εἶναι ὁ Λόγος καί Φῶς εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι τρία Φῶτα καί ἕνα Φῶς. Αὐτό τό διαβάζουμε στά κείμενα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου καί στά κείμενα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται μέσα στό Φῶς, τό ὁποῖο διαφέρει ἀπό τό κτιστό φῶς καί γι’ αὐτό χαρακτηρίζεται ἄκτιστο. Ἔβλεπαν τόν Χριστό μέσα στό Φῶς καί διά τοῦ Χριστοῦ ἀπέκτησαν γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
 
Οἱ πρῶτοι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι, ὅπως ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, ὁ Ἄρειος, ὁ Σαβέλλιος κ.ἄ. προσπαθοῦσαν λογικά νά κατανοήσουν τόν Θεό, ἐπειδή δέν διέθεταν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶχαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες. Κυρίως χρησιμοποιοῦσαν τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἔτσι, ἔκαναν λόγο γιά οὐσία καί ἐνέργεια, γιά πρόσωπα, μέ τήν ἔννοια τοῦ προσωπείου. Ὁ Σαβέλλιος ἔλεγε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, καί ἔχει τρία προσωπεῖα, ἤτοι στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανιζόταν μέ τό προσωπεῖο τοῦ Πατρός, στήν Καινή Διαθήκη μέ τό προσωπεῖο τοῦ Υἱοῦ καί στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέ τό προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
 
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ στόν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποκαλύπτει τήν παρά φύση κατάσταση πού τοῦ δημιούργησε ἡ ἁμαρτία, πολλές φορές τοῦ ἀποκαλύπτει τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεώς του, καί τότε ἀρχίζει ἡ μετάνοια, τό κλάμα, ὁ ἀγώνας γιά τήν θεραπεία, πού καί αὐτό γίνεται μέ τήν συνδρομή τῆς θείας Χάριτος.
 
Οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος ἔχοντας ἐμπειρία τοῦ Τριαδικοῦ Φωτός χρησιμοποίησαν τήν ὁρολογία τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καί μέσα σέ αὐτήν πέρασαν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία πού εἶχαν. Ἔτσι, μιλοῦσαν γιά τό ὅτι ὁ Θεός ἔχει μία οὐσία πού εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο, μία ἐνέργεια πού εἶναι μεθεκτή, ἐπίσης ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, ἔχουν μία οὐσία, ἀλλά εἶναι τρία Πρόσωπα-Ὑποστάσεις, καί κάθε πρόσωπο ἔχει τήν ἴδια οὐσία, ἀλλά ἰδιαίτερα ὑποστατικά ἰδιώματα. Ἔτσι εἶναι Φῶς ὁ Πατήρ-πρόσωπο, Φῶς ὁ Υἱός-πρόσωπο, καί Φῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα-πρόσωπο. Δέν ἑρμήνευσαν τό θέμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ φιλοσοφικά, ἀλλά ἐμπειρικά, χρησιμοποιώντας τήν σύγχρονη ὁρολογία, δηλαδή πέρασαν τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς. Πρόκειται γιά τά δύο εἴδη θεολογίας, ἤτοι ἡ ἐμπειρική θεολογία καί ἡ πολεμική θεολογία.
 
Γιά τόν ἄνθρωπο οἱ Πατέρες ἐξακολούθησαν νά χρησιμοποιοῦν τήν βιβλική ὁρολογία, ὅτι, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου, ὁ Λόγος εἶναι τό πρωτότυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί ὁ Λόγος ἐνηνθρώπησε γιά νά ἀναπλάση τήν πεσοῦσαν εἰκόνα. Ὁ Λόγος ἀπεκάλυψε τόν Πατέρα, καί αὐτό ἔγινε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν λέξη ὑπόσταση, ὄχι ὅμως μέ τήν ἔννοια πού καθιερώθηκε ἀργότερα στήν φιλοσοφική γλώσσα, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση. Γράφει: «Μέτοχοι γάρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τήν ἀρχήν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν» (Ἑβρ. γ΄, 14).
 
Ἀπό σύγχρονους μεταπατερικούς θεολόγους γίνεται συσχέτιση μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀποδεσμεύονται ἀπό τήν θεολογία τῶν Πατέρων περί τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ καί προχωροῦν στήν φιλοσοφική καί ψυχολογική ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου. Αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς, γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει πώς ὅ,τι ὑπάρχει στήν Ἁγία Τριάδα δέν ἀνευρίσκεται πουθενά ἀλλοῦ στήν κτίση. Σέ κείμενό του γράφει ὅτι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στόν Τριαδικό Θεό, ἤτοι τά τῆς οὐσιώδους ἑνώσεως, τά τῆς ὑποστατικῆς διακρίσεως καί τά τῆς ἐντελῶς ἀμιγοῦς καί ἀσυγχύτου συμφυΐας εἶναι «ὑπεράγνωστα καί ὑπεράρρητα». Ἐπίσης, εἶναι καί τελείως ἀμέθεκτα «διό οὐδ’ ὑπόδειγμά ἐστι τούτων ἐπί τῆς κτίσεως εὑρεῖν». Δηλαδή, δέν μπορεῖ κανείς νά βρῆ στήν κτίση ὑποδείγματα τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
 
Ὁ σύγχρονος περσοναλισμός εἶναι ἐξέλιξη τῆς ψυχολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καί ἐξέλιξη τῆς φιλοσοφικῆς διδασκαλίας τοῦ Βοηθίου καί βεβαίως μιά συνάρτηση μεταξύ τῆς σύγχρονης ψυχολογίας, τοῦ ὑπαρξισμοῦ καί τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ. Ὁ ὑπαρξισμός ἀπέβαλε τήν μεταφυσική καί ἔδωσε προτεραιότητα στήν ὕπαρξη, καί ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπό τόν Κάντ, τόν Χαῖγκελ, τόν Χάιντεγκερ κ.ἄ. εἶδε τόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς μεταφυσικῆς.
 
Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι οἱ σύγχρονοι περσοναλιστές συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη καί τήν ἁμαρτία, δηλαδή ἰσχυρίζονται ὅτι κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἀναγκαστικό καί ἁμαρτωλό, πράγμα τό ὁποῖο ὑποστήριζαν οἱ Μανιχαῖοι φιλόσοφοι καί οἱ Ἀρειανοί θεολόγοι-αἱρετικοί. Κατ’ ἐπέκταση συνδέουν τήν βούληση-θέληση μέ τό πρόσωπο, πράγμα πού ὑποστήριζαν οἱ μονοενεργῆτες καί μονοφυσίτες καί κατεδίκασαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Γιατί ἄν γίνη δεκτό ὅτι ἡ φύση εἶναι ἁμαρτία, τότε καταλήγουμε στό ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τό κακό, καί ἄν ὑποστηριχθῆ ὅτι ἡ θέληση-βούληση συνδέεται μέ τό πρόσωπο, τότε κάθε Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει δική του βούληση-θέληση μέ ἀποτέλεσμα νά καταργηθῆ ἡ Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ.
 
Κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ βίωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἔχει σχέση μέ τήν φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, τήν ἀνακάλυψη τοῦ χώρου τῆς καρδίας, τήν ἀνάπτυξη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καί τῆς ὁρμῆς πρός τόν Θεό, τήν βίωση τῆς προσευχῆς τῆς Γεθσημανῆ, δηλαδή τῆς προσευχῆς γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, τήν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τήν πρόγευση τῶν ἐσχάτων ἀπό τήν παροῦσα ζωή.
 
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὅταν μιλοῦσε γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, περισσότερο προτιμοῦσε νά χρησιμοποιῆ τήν λέξη ὑπόσταση καί τήν ἔβλεπε μέσα ἀπό τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο ἀναφέρθηκε προηγουμένως (Ἑβρ. γ΄,14), δηλαδή μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι ἡ οὐσία εἶναι τό κατ' εἰκόνα, ὁ λόγος, ἐνῶ τό καθ' ὁμοίωσιν, ὁ βίος, εἶναι ἡ ὑπόσταση, καί ἀπό αὐτά τά δύο συμπληρώνεται ἡ ἀρετή.
 
Κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο, καί ὄχι μιά ἀπρόσωπη ἰδέα, ἀρχίζει νά μετανοῆ, ἀναπτύσσεται ἡ ὑποστατική ἀρχή, δηλαδή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ζωγραφίζει τό καθ’ ὁμοίωση πάνω στό κατ’ εἰκόνα, ἐργοποιεῖται τό κατ’ εἰκόνα μέ τήν θεία Χάρη, καί ὅταν ὁ Θεός θελήση, τότε ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει στήν δόξα Του, ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό γίνεται μέ τήν μετάνοια, τήν ἄσκηση, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα καί τήν θεία Εὐχαριστία, δηλαδή τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή.
 
Ἔτσι, κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ βίωση τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἔχει σχέση μέ τήν φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, τήν ἀνακάλυψη τοῦ χώρου τῆς καρδίας, τήν ἀνάπτυξη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καί τῆς ὁρμῆς πρός τόν Θεό, τήν βίωση τῆς προσευχῆς τῆς Γεθσημανῆ, δηλαδή τῆς προσευχῆς γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, τήν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τήν πρόγευση τῶν ἐσχάτων ἀπό τήν παροῦσα ζωή.
 
Ἀγαπητοί μου,
 
Αὐτά πού μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, κατά τήν πρώτη συνάντησή μας τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1976, τά προσέλαβα ἐμπειρικά. Τά εἶχα διαβάσει προηγουμένως στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὅταν συνάντησα τόν Γέροντα Σωφρόνιο εἶχα διαβάσει πέρα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, κυρίως τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, καθώς ἐπίσης καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τούς Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἀλλά καί μερικά κείμενα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Στόν Γέροντα Σωφρόνιο βρῆκα ἕναν ζωντανό ὀργανισμό.
 
Ἔτσι, προσέλαβα τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα Σωφρονίου μέσα στήν πατερική αὐτή προοπτική, ἔχοντας τά αὐθεντικά πατερικά καί ἐκκλησιαστικά ἑρμηνευτικά κλειδιά. Μέ τόν τρόπο αὐτό κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶναι διάδοχος τῶν Πατέρων στήν ἐποχή μας, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε μιά σύγχρονη ὁρολογία, ἀλλά τήν ἐνέταξε μέσα στήν ὅλη προφητική, ἀποστολική καί πατερική παράδοση, χωρίς νά ταυτίζεται μέ σύγχρονους φιλοφοῦντες θεολόγους.
 
Ἔχω συναντήσει σύγχρονους θεολόγους πού παρερμηνεύουν τόν Γέροντα Σωφρόνιο, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί δέν ἔχουν οἱ ἴδιοι ἐμπειρία τῆς θεοπτίας, ὅπως τήν ἔζησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί Πατέρες, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί θέλουν νά καλύψουν τήν δική τους μεταπατερική θεολογία. Ὅμως, ὁ Γέροντας Σωφρόνιος δέν προσφέρεται γιά μιά τέτοια ἐνέργεια, καί ὅσοι τό κάνουν αὐτό ἀδικοῦν τόν Γέροντα.
 
Ἐπαναλαμβάνω καί πάλι ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν Προφήτης, Ἀπόστολος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή μας, ἔζησε μέσα σέ βαθειά μετάνοια τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, εἶχε θεοπτικές ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί δίδαξε αὐθεντικῶς καθοδηγώντας τούς ἀνθρώπους καί ἀναπτύσσοντας σέ αὐτούς τήν ἔμπνευση, τόν πόθο καί τήν ὁρμή πρός τόν Θεό.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/06/blog-post_796.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου