Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης
Ὀνομάζουμε τόν Κύριο Θεό μας, στήν πραγματικότητα ὅμως ἔχουμε τούς δικούς μας θεούς. Γι᾿ αὐτό καί δέν κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὑποκύπτουμε στό θέλημα καί τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, τῆς καρδιᾶς μας, τῶν παθῶν μας. Δικοί μας θεοί εἶναι ἡ σάρκα μας, οἱ διασκεδάσεις, τά χρήματα κλπ.
**
Τί ματαιότητες, τί ἀνοητες φαντασίες μᾶς ἀπασχολοῦν, ἀκόμα κι ὅταν βλέπουμε τά ὑπέροχα θαύματα τῆς πίστης, ὅταν ἀτενίζουμε τήν ὕψιστη Ἁγιότητα! Ἄς πάρουμε γιά παράδειγμα ἕναν ἄνθρωπο πού στέκεται μπροστά σέ μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, ἑνός ἀγγέλου ἤ ἀρχαγγέλου, κάποιου Ἁγίου ἤ σύναξης Ἁγίων, στό σπίτι ἤ στήν ἐκκλησία. Πολλές φορές ἀντί ἐκείνη τή στιγμή νά προσευχηθεῖ, ν᾿ ἀφήσει κατά μέρος ὅλες τίς ἐγκόσμιες φροντίδες, φέρνει στό νοῦ του ὅλους τούς λογαριασμούς καί τούς ὑπολογισμούς του, μετράει τά ἔσοδα καί τά ἔξοδά του, χαίρεται μέ τήν προοπτική τοῦ κέρδους, λυπᾶται μέ τή σκέψη τῆς ἀπώλειας χρημάτων ἤ τήν ἀποτυχία κάποιας ἐπιχείρησης, χωρίς βέβαια οὔτε σκέψη νά τοῦ περνάει γιά πνευματική ὠφέλεια ἤ ζημιά· μπορεῖ ἀκόμα νά ἐπιβουλεύεται τόν πλησίον του, νά μεγαλοποιεῖ τήν ἀδυναμία του, νά διογκώνει τά πάθη του, νά τόν ὑποπτεύεται, νά τόν φθονεῖ, νά τόν κρίνει.