Σελίδες

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

«Ἡ ἀδυναμία τοῦ διαβόλου» Βίος Μεγάλου Ἀντωνίου, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ


            Σήμερα τό θέμα μας εἶναι «Ἡ ἀδυναμία τοῦ διαβόλου» καί θά πάρουμε ἀφορμή νά σχολιάσουμε κατά δύναμιν ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἡ ὁποία εἶναι καταγραμμένη εἰς τόν βίο του, πού ἔχει γράψει ὁ μαθητής του, τό πνευματικό του παιδί καί ὁ μέγας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Μέγας Ἀθανάσιος.
            «Ὁ διάβολος περιορίζεται σέ ἀπειλές καί ἠθοποιίες»[1]. Εἶναι ἕνας μεγάλος ἠθοποιός καί ἕνας μεγάλος τρομοκράτης. Ὁ κατεξοχήν τρομοκράτης καί ὁ κατεξοχήν ὑποκριτής. Ξέρετε, στήν ἀρχαία ἑλληνική, ὑποκριτής εἶναι ὁ θεατρίνος. Καί σήμερα καί πάντοτε, ὑποκριτής λέγεται αὐτός ὁ ὁποῖος ἄλλο εἶναι καί ἄλλο φαίνεται ὅτι εἶναι.
            Λέγει, λοιπόν, ὁ Μέγας Ἀντώνιος, μιλώντας γιά τίς πανουργίες τῶν δαιμόνων: «Γι’ αὐτό πού πρόκειται νά σᾶς εἰπῶ, σᾶς ἔχω ἤδη μιλήσει πρόχειρα. Ἀλλά τώρα θά σᾶς μιλήσω ἐκτενέστερα γιά ὅσα ἀφοροῦν τούς δαίμονες, γιατί ἡ ὑπόμνησις αὐτή θά σᾶς ἐξασφαλίσει»[2]. Ὅταν κανείς ἀναμηρυκάζει τά λόγια τῶν ἁγίων Πατέρων, τά ξαναθυμᾶται, τά τυπώνει βαθύτερα μέσα του καί ἐξάγει καί συμπεράσματα πού εἶναι βοηθητικά καί ἴσως μέ τήν πρώτη ἀκρόαση, τήν πρώτη ἀνάγνωση δέν σχηματίζονται αὐτά μέσα του. Ἀλλά ὅσο κανείς ἐπαναλαμβάνει καί ξαναθυμᾶται αὐτά πού διάβασε ἤ ἄκουσε καί ἄλλα πράγματα προκύπτουν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
            Λέει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος: «Ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε στή γῆ, ξέπεσε ὁ ἐχθρός καί ἀδυνάτισαν οἱ δυνάμεις του»[3]. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καί ὅλης τῆς κτίσεως καί τῶν πλασμάτων τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀκριβῶς μισεῖ τόν Θεό, καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά πλήξει τόν Θεό, πλήττει τά πλάσματα, τά κτίσματα, τά δημιουργήματά Του, προσπαθώντας ἔτσι νά πληγώσει τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἡ ἐνανθρώπηση, ὁ Κύριος ὡς ὀντολογικός μεσίτης, ἕνωσε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή Θεία φύση, μέ τόν Θεό. Αὐτό ποτέ δέν μποροῦσε νά γίνει. Ἀλλά ἔγινε μόνο μέ τόν Χριστό ἅπαξ διαπαντός. Δέν πρόκειται νά γίνει ποτέ ξανά. Οὔτε ἦταν δυνατό νά γίνει, μόνο διά τοῦ Θεοῦ, καί ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἕνωσις λέγεται ὑποστατική, ἡ ἕνωσις τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, τῆς ἀνθρώπινης μέ τή Θεία φύση, δηλαδή προσωπική, ἔγινε στήν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἔτσι, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες ἀδιαίρετα, ἀσύγχυτα, ἀχώριστα, οἱ δύο φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη. Καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὁριστική ἧττα τοῦ διαβόλου.
-           Γιατί, τί ἤθελε καί τί πέτυχε ὁ διάβολος κατ’ ἀρχάς;

            Μέ τήν ὑποβολή στήν Εὔα πέτυχε νά χωρίσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, νά ἀποκλίσει τήν κοινωνία, νά πάψει νά ὑπάρχει κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Καί τώρα, διά τοῦ Χριστοῦ, ἡ κοινωνία αὐτή γίνεται μόνιμη καί αἰώνια. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ὀ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό καί κάθε ἕνας πού ἑνώνεται τώρα μέ τόν Χριστό, ἑνώνεται διά τοῦ Χριστοῦ καί μέ τόν Θεό. Ἔτσι ἔχουμε τή σωτηρία μας. Αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἕνωσις μέ τόν Θεό. Ξέπεσε ὁ ἐχθρός λοιπόν καί ἀδυνάτισαν οἱ δυνάμεις του. Ἐνῶ, πρίν ἔρθει ὁ Χριστός μας, ὁ διάβολος εἶχε μεγάλη ἐξουσία στόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός μας ὡς ἄνθρωπος τόν νίκησε, καί διά τοῦ Χριστοῦ μας τώρα πλέον τόν νικάει καί κάθε ἄνθρωπος πού θέλει καί καταφεύγει στόν Χριστό. Γι’ αὐτό λέει ὅτι ἀδυνάτισαν οἱ δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ. Πλέον δέν ἔχει τήν ἐξουσία αὐτή πού εἶχε πρίν τήν ἐνανθρώπηση. Γιατί πρίν τήν ἐνανθρώπηση δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ δυνατότητα τῆς ἀποκατάστασης, τῆς ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου. Κάποιοι ἄνθρωποι βέβαια εἶχαν φτάσει στήν θέωση καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί αὐτό ἤτανε πρός ὀλίγον. Καί ἐκεῖνοι, καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦταν ὑποχείρια τοῦ διαβόλου καί ὅλοι πήγαιναν στόν Ἅδη. Κι ἐκεῖ στόν Ἅδη κατέβηκε ὁ Χριστός μας, τούς βρῆκε καί τούς ἐλευθέρωσε. Τώρα ὅμως, μετά τόν θάνατό μας, δέν πηγαίνουμε στόν Ἅδη, πηγαίνουμε ἐκεῖ πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός περιμένοντας τήν Δευτέρα Παρουσία. Βέβαια, ὅσοι δέν ἔχουν σωστή ζωή, πάλι πηγαίνουν στόν Ἅδη, εἶναι ὑποχείρια τοῦ δαίμονα.
            Ὁ ἐχθρός μετά τήν ἐνανθρώπηση, λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «δέν μπορεῖ νά κάμει τίποτε. Σάν τύραννος ὅμως πού εἶναι, δέν ἡσυχάζει, καίτοι ἔπεσε, ἀλλ’ ἀπειλεῖ ἔστω καί μέ λόγια μόνον». Ὅπως ἕνας ξεπεσμένος βασιλιάς δικτάτορας, ἔτσι καί ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε, ἀλλά μόνο ἀπειλεῖ, τρομοκρατεῖ. «Μαζί μέ τ’ ἄλλα, ἄς τό σκέφτεται καθένας ἀπό σᾶς κι αὐτό καί θά μπορεῖ νά καταφρονεῖ τά δαιμόνια»[4]. Νά σκέφτεται ὅτι πλέον ὁ διάβολος δέν ἔχει δύναμη καί ἔτσι νά τόν περιφρονεῖ. Γιατί ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ περιφρόνηση.
            «Καί ἄν μέν ἦσαν ντυμένοι τέτοια σώματα, σάν τά δικά μας», ἄν ὑποθέσουμε, λέει ὁ Ἅγιος, ὅτι οἱ δαίμονες εἶχαν τέτοια σώματα σάν τά δικά μας, «θά μποροῦσαν νά λένε, ὅτι κρύβονται οἱ ἄνθρωποι καί δέν τούς βρίσκουμε, ἀλλ’ ἅμα τούς βροῦμε τούς βλάπτουμε. Θά μπορούσαμε κι ἐμεῖς νά κρυβόμαστε, ὥστε νά μή μποροῦν νά μᾶς βροῦν, γιατί θά τούς κλείναμε τίς πόρτες». Ὅπως, ὅταν θέλουμε νά ἀποφύγουμε κάποιον ἄνθρωπο, κρυβόμαστε, κλειδωνόμαστε κλπ. Θά μπορούσαμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά κάνουμε κάτι ἀνάλογο μέ τούς δαίμονες. «Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Ἀλλά μποροῦν νά μποῦν καί μέ κλειστές τίς πόρτες καί βρίσκονται σ’ ὅλον τόν ἀέρα -σ’ ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα- κι αὐτοί καί ὁ πρῶτος μεταξύ τους ὁ διάβολος.
            Εἶναι καί κακοθελητές καί ἕτοιμοι νά βλάπτουν καί ὅπως εἶπεν ὁ Σωτήρ: «Εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος ὁ πατήρ τῆς κακίας διάβολος»[5]»[6]. Αὐτό τό λέει στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο στό 8ο κεφάλαιο στόν 44ο στίχο. Ἐκεῖ πού διαλέγεται μέ τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, τούς λέει: «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ», ἔχετε πατέρα τόν διάβολο. Γιατί αὐτοί Τοῦ λέγανε ὅτι ἔχουμε πατέρα τόν Μωυσῆ καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Καί τάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν, ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν». Ὁ διάβολος εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος. Ἀπό τότε πού ἔπεσε καί ἀπό ἄγγελος ἔγινε σκοτεινός διάβολος, μισεῖ τόν ἄνθρωπο καί θέλει νά τόν φονεύσει καί δέν στέκεται πλέον στήν ἀλήθεια. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι πρόσωπο, καί ὁ διάβολος ἔχει φύγει ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἐνῶ ἦταν προηγουμένως κι αὐτός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἦταν ἄγγελος, λόγω τῆς παρακοῆς, ἔχασε τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἄρα μέ τήν ἀλήθεια. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι δέν στέκεται πλέον στήν ἀλήθεια ὁ διάβολος, εἶναι πατήρ τοῦ ψεύδους. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά διδασκόμαστε οὔτε νά προσέχουμε αὐτά πού λένε οἱ δαιμονισμένοι, γιατί ἀνακατεύουν ἀλήθειες μέ ψέματα.
             «Ἀλλά ἐμᾶς δέν μπόρεσε νά μᾶς φονέψει πνευματικά καί ζοῦμε τώρα κατά τόν τρόπο τοῦ Χριστοῦ καί πολιτευόμεθα ὅλο καί περισσότερο ἐναντίον τους», δροῦμε ἐναντίον τους. «Δέν περνάει τίποτα ἀπ’ τό χέρι τους, οὔτε ὁ τόπος τούς ἐμποδίζει νά μᾶς ἐπιβουλεύονται, οὔτε μᾶς βλέπουν σάν φίλους των γιά νά μᾶς λυπηθοῦν, οὔτε εἶναι φιλάγαθοι γιά νά μᾶς διορθώσουν». Ἐπειδή εἶναι πνεύματα, δέν μποροῦμε νά κρυφτοῦμε σ’ ἕνα μέρος νά ὑπάρχει κάποιο ἐμπόδιο τόπου. Οὔτε ὑπάρχει ἀγάπη στούς δαίμονες οὔτε φιλευσπλαχνία οὔτε ἐπιθυμία νά μᾶς διορθώσουν. Γιατί πολλές φορές ἔτσι παρουσιάζονται, ὅτι τάχα θέλουν τό καλό μας. Καί οἱ μάγοι, καί μάλιστα αὐτοί πού κάνουν τήν λευκή μαγεία, λένε ὅτι ἐμεῖς κάνουμε καλό στούς ἀνθρώπους. Ὁ διάβολος ποτέ δέν κάνει καλό. «Εἶναι πονηροί καί τίποτε δέν τούς ἀπασχολεῖ, παρά νά βλάπτουν αὐτούς πού ἀγαποῦν τήν ἀρετή καί τούς θεοσεβεῖς»[7]. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ διαβόλου, νά βλάψει αὐτούς πού κάνουν τίς ἀρετές καί σέβονται τόν Θεό. Δέν θέλουν, δέν ἀνέχονται, πάρα πολύ ἀφηνιάζουν, ὅταν δοῦνε ἄνθρωπο νά δείχνει ἀγάπη στόν Χριστό, τοῦ ἐπιτίθενται.
            «Ἐπειδή ὅμως δέν ἔχουν τή δύναμη τίποτε νά κάνουν, γι’ αὐτό καί δέν τό κάνουν» -δέν μποροῦν νά κάνουν- «παρά μονάχα φοβερίζουν. Διότι, ἐάν μποροῦσαν, δέν θ’ ἀργοποροῦσαν, ἀλλ’ εὐθύς θά ἐνεργοῦσαν τό κακό, γιατί εἶναι ἕτοιμοι καί προδιατεθειμένοι σ’ αὐτό καί μάλιστα ἐναντίον μας. Καί νά, ἀλήθεια, τώρα πού συγκεντρωθήκαμε, μιλᾶμε ἐναντίον τους καί ξέρουν καλά, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς προκόβουμε, αὐτοί ἀδυνατίζουν. Ἐάν, λοιπόν, εἶχαν τήν ἐξουσία, κανέναν ἀπό μᾶς τούς Χριστιανούς δέν θ’ ἄφηναν νά ζεῖ. «Διότι αὐτό πού σιχαίνεται ὁ ἁμαρτωλός εἶναι ἡ θεοσέβεια»[8]». «Ἐν θησαυροῖς σοφίας παραβολή ἐπιστήμης, βδέλυγμα δέ ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια»[9]. Ἐκεῖ πού ὑπάρχουν οἱ θησαυροί τῆς σοφίας, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ γνῶσις, ἡ πλούσια γνῶσις. Καί οἱ θησαυροί οἱ πραγματικοί καί ἡ ἀληθινή γνώση εἶναι στούς θεοσεβεῖς. Ἀλλά γιά τόν ἁμαρτωλό ἡ θεοσέβεια εἶναι βδέλυγμα, εἶναι ἀηδία, εἶναι σίχαμα. Ὁ διάβολος σιχαίνεται, δηλαδή ἀποστρέφεται, αὐτούς πού σέβονται τόν Θεό. «Κι ἐπειδή δέν ἔχουν καμιά δύναμη, γι’ αὐτό μᾶλλον τούς ἑαυτούς των πληγώνουν, γιατί δέν μποροῦν νά κάμουν τίποτε ἀπ’ ὅσα ἀπειλοῦν»[10]. Θυμόμαστε καί στούς βίους τῶν Ἁγίων, πού προσπαθοῦσαν νά τούς τρομάξουν οἱ δαίμονες μέ διάφορα ὄνειρα, ὁράματα, φαντασίες, στρατοί νά ἀνεβαίνουν πρός τό μέρος πού ἔμεναν νά τούς συλλάβουν, νά τούς πληγώσουν... βουνά νά γκρεμίζονται, νά κατρακυλοῦν, νά ὑπάρχουν κατολισθήσεις ὑποτιθέμενες... νά γεμίζει τό κελλί τους, μέ ἑρπετά, μέ σαῦρες, μέ φίδια, γιά νά τούς τρομάξουν κ.λ.π. Κι ὅμως τίποτε ἀπό αὐτά δέν τούς ἔβλαπτε τούς Ἁγίους καί μέ τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ κατατρόπωναν τούς δαίμονες.
            «Γιά νά μήν τούς φοβόμαστε», λέει ὁ Ἅγιος, «πρέπει νά σκεφτόμαστε καί τό ἑξῆς: Ἐάν εἶχαν τή δυνατότητα, δέν θά ἐρχόταν τόσοι πολλοί, σάν ὄχλος» καί ἕνας μόνο θά ἀρκοῦσε. «Οὔτε θά ἔκαναν φαντάσματα», θά δημιουργοῦσαν αὐτά τά παράδοξα ὁράματα. «Οὔτε θά μηχανεύονταν πῶς νά ἀλλάζουν διαρκῶς μορφές καί τρόπους ἐμφάνισης». Οἱ δαίμονες ἀλλάζουν συνεχῶς μορφή κι αὐτό τό βλέπουμε στά ὄνειρα. Τά δαιμονικά ὄνειρα ἀλλάζουν συνεχῶς, δέν εἶναι σταθερά. Ἀπό ἐκεῖ μπορεῖ νά καταλάβει κανείς ὅτι δέν εἶναι τό ὄνειρο αὐτό ἀπό τόν Θεό, συνεχῶς ἀλλάζει καί πάει ἀπό τό ἔνα θέμα στό ἄλλο. Καί οἱ μορφές ἀλλάζουν. Αὐτό εἶναι ὁ διάβολος. Συνεχῶς μεταμφιέζεται, ἀλλάζει μάσκες, ὅπως δυστυχῶς καί οἱ ἄνθρωποι οἱ ὑποκριτές. Φορᾶνε μία μάσκα ὅταν εἶναι στήν ἐκκλησία, ἄλλη μάσκα ὅταν εἶναι στόν δρόμο, ἄλλη μάσκα ὅταν εἶναι στήν ἐργασία... ἀλλάζουν μάσκες γιά νά ἀρέσουν σέ ὅλους. Καί σήμερα αὐτός ὁ τύπος ἀνθρώπου ἔχει πέραση, ὁ λεγόμενος «πολιτικός», πού ξέρει νά ἑλίσσεται καί νά τά ἔχει καλά μέ ὅλους. Δηλαδή, λέει ψέματα σέ ὅλους. Αὐτός εἶναι ὁ ὑποκριτής καί ἀπό πίσω βέβαια εἶναι ὁ μεγάλος ὑποκριτής ὁ διάβολος.
            Ἄν, λοιπόν, λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πολύ λογικά, εἶχαν τήν δύναμη νά μᾶς πειράξουν, δέν ἦταν ἀνάγκη νά κάνουν ὅλη αὐτή τήν σκηνοθεσία, νά ὀργανώνουν ὅλο αὐτό τό σόου, θά λέγαμε, γιά νά μᾶς τρομάξουν. Καί ἕνας θά ἦταν ἀρκετός, γιά νά μᾶς ἐξολοθρεύσει. Οὔτε θά ἄλλαζαν συνεχῶς μορφές. «Θά ἀρκοῦσε νά ἔρθει ἕνας καί μόνον, γιά νά μᾶς κάνει αὐτό πού καί μπορεῖ καί θέλει». Θέλει χωρίς νά μπορεῖ ὅμως.. «Πολύ περισσότερο, ὅποιος ἔχει ἐξουσία, δέν σκοτώνει μέ φαντάσματα, οὔτε μέ τό πλῆθος του φοβερίζει, ἀλλ’, εὐθύς ὡς τό θελήσει, κάνει κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του» καί ἐξολοθρεύει καί φονεύει. «Ἀλλά ἐπειδή οἱ δαίμονες, δέν μποροῦν νά κάμουν τίποτε, παίζουν σάν ἠθοποιοί ἐπί σκηνῆς», σάν τούς ἠθοποιούς στό θέατρο, «ἀλλάζουν τίς μορφές των καί φοβίζουν τά μικρά παιδιά μέ τή φαντασία τοῦ πλήθους των καί μέ τίς ἐναλλαγές μορφῶν, πράγματα δηλαδή, ἀπό τά ὁποῖα ὀφείλουμε περισσότερο νά τούς καταφρονοῦμε, σάν ἀδύνατους»[11]. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀδυναμία τοῦ διαβόλου.
            «Ὁ ἀληθινός ἄγγελος», πού εἶχε δύναμη καί ἐξουσία νά ἐξολοθρεύσει, «ὅταν στάλθηκε ἀπό τόν Κύριο κατά τῶν Ἀσσυρίων, δέν ἔλαβε ἀνάγκη νά συνοδευθεῖ ἀπό πλῆθος -ἀγγέλων-, οὔτε ἀπό ἐξωτερική φαντασία», νά ἐντυπωσιάσει μέ τή μορφή, μέ τήν ἐνδυμασία του κ.λ.π., «οὔτε μέ κτύπους ἤ κρότους» νά παρουσιαστεῖ, «ἀλλά ἔκαμε ἤρεμα χρῆσιν τῆς ἐξουσίας του καί σκότωσε ἀμέσως ἑκατόν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες»[12]»[13]. Ὁ Θεός δηλαδή, ἐπάταξε τούς Ἀσσυρίους καί τήν ὑπερηφάνειά τους, στέλνοντας μόνο ἕναν Ἄγγελο. «Καί ἐγένετο ἕως νυκτός καί ἐξῆλθεν ἄγγελος Κυρίου καί ἐπάταξεν ἐν τῇ παρεμβολῇ Ἀσσυρίων ἑκατόν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας»[14]. Ἕνας μόνο Ἄγγελος! Πότε ἔγινε αὐτό; Ὅταν ὁ βασιλεύς τῶν Ἀσσυρίων, ὁ Σενναχηρίμ, ἤθελε νά καταστρέψει τό βασίλειο τοῦ Ἰούδα καί νά καταλάβει τήν Ἱερουσαλήμ. Ὁπότε, κατέφθασε μέ πλῆθος στρατοῦ, ὁ ὁποῖος ὁλόκληρος ὁ στρατός ὕβριζε τόν Θεό καί ὑπερφηφανευόταν καί ἔλεγε «μπροστά σέ μᾶς κανένας δέν μπορεῖ νά σταθεῖ». Καί τότε ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων, ὁ Ἐζεκίας -ἔτσι λεγόταν- ἦταν εὐσεβής, προσευχήθηκε, καί ἔστειλε καί ἀγγελιοφόρους στόν Προφήτη Ἠλία νά παρακαλέσει κι αὐτός τόν Θεό. Εἰσακούστηκε ἡ προσευχή τους καί ἔστειλε ὁ Θεός αὐτόν τόν ὀλοθρευτή Ἄγγελο καί σέ μία νύχτα φονεύθησαν 185.000 Ἀσσύριοι καί ὁ Σενναχηρίμ ὁ βασιλεύς τους δολοφονήθηκε ἀπό τούς υἱούς του. Τά μάζεψαν καί ἔφυγαν. Αὐτή εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ… καί ἀπό τήν ἄλλη βλέπουμε τήν ἀδυναμία τοῦ διαβόλου, πού προσπαθεῖ μέ πλῆθος, μέ κρότους, μέ φαντασίες καί μέ μετασχηματισμούς νά τρομάξει.
            «Αὐτά κάνει ὁ Ἄγγελος ὁ Ἰσχυρός. Οἱ ἀδύνατοι δαίμονες τίποτε δέν μποροῦν νά κάμουν, τέτοιοι πού εἶναι, ἔστω κι ἄν προσπαθοῦν νά ἐκφοβίσουν μέ τά φαντάσματά τους»[15]. Γι’ αὐτό, δέν δικαιολογεῖται καθόλου πανικός ἀπέναντι στούς δαίμονες. Πάρα πολλές φορές ἔρχονται ἄνθρωποι πανικόβλητοι καί μοῦ λένε ὅτι τούς ἔχουν κάνει μάγια καί τούς κυνηγᾶνε καί δέν σταματᾶνε... Ἐντάξει, δέν λέμε ὅτι ὁ διάβολος δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει καί ἐπηρεάζει, ἀλλά δέν ἔχει καμία ἐξουσία πάνω σου. Ἐφόσον ἐσύ εἶσαι μέ τόν Χριστό, μή φοβᾶσαι, δέν μπορεῖ νά σέ πειράξει. Ἁπλῶς τρομάζει, τρομοκρατεῖ.
            «Οἱ δοκιμασίες τοῦ Ἰώβ καί ἡ ἀνικανότητα τοῦ διαβόλου». Συνεχίζει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καί λέει: «Ἐάν σκεφθεῖ κανείς τά παθήματα τοῦ Ἰώβ καί εἰπεῖ: Γιατί λοιπόν ὅταν βγῆκε ὁ διάβολος (ἀπό τήν παράστασή του ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ)…»[16], παράσταση δηλαδή τήν παρουσία του, πῆγε μπροστά στόν Θεό καί ζήτησε κάτι. Τί ζήτησε; Νά πειράξει τόν Ἰώβ. Λέει στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ[17], ὅταν παρέστησαν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐνώπιόν Του, ἦρθε καί ὁ διάβολος πού μαίνονταν ἐναντίον τοῦ δικαίου Ἰώβ. Λυσσάει ὁ διάβολος ἀπέναντι σ’ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο. Μαίνονταν, γιατί μισοῦσε τήν θεοσέβειά του καί τήν ἀρετή του. Ὁ Θεός παραχώρησε στόν διάβολο νά κάνει ὅ,τι θέλει κατά τοῦ Ἰώβ. Μόνο τήν ψυχή του δέν ἐπέτρεψε νά θίξει καί τοῦτο γιά νά καταντροπιαστεῖ ὁ διάβολος. Ἀφήνει ὁ Θεός νά μᾶς πειράζει ὁ διάβολος, γιά νά πειράζουμε κι ἐμεῖς τόν διάβολο, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καί τελικά καταντροπιάστηκε, νικήθηκε ἀπό τόν Ἰώβ μέ τήν παροιμιώδη ὑπομονή του. Ὁ διάβολος δέχτηκε τήν ἄδεια πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί μόλις βγῆκε ἀπό τήν συγκέντρωση τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν παράστασή του μπροστά στόν Θεό, ἄρχισε νά κτυπᾶ τόν Ἰώβ μέ ὅλες ἐκεῖνες τίς φρικτές δοκιμασίες, πού διαβάζουμε στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ καί ὁ Ἰώβ ἔμεινε ἀκλόνητος, ἀκόμα καί ὅταν ἡ γυναίκα του τοῦ ἔλεγε: - Τί Θεός εἶναι αὐτός; Πές ἕναν λόγο -ἐννοοῦσε βλάσφημο- κατά τοῦ Θεοῦ καί τελεύτα, καί τελείωνε, καί αὐτοκτόνα... Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: - Γιατί μιλᾶς ἔτσι; Ὅταν ὁ Θεός μᾶς ἔδινε τά καλά, τά δεχόμαστε. Τώρα πού μᾶς δίνει τά πικρά δέν θά τά δεχτοῦμε; «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο»[18]. Ὁ Κύριος μᾶς εἶχε δώσει τά ἀγαθά, ὁ Κύριος μᾶς τά πῆρε πίσω, δικά Του ἦταν. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»[19]. Βλέπετε, αὐτή τή φράση τήν λέμε συνέχεια στή Θεία Λειτουργία, νά εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένο.
            Αὐτή εἶναι ἡ νίκη τοῦ ἁγίου, τοῦ θεοσεβοῦς, ἀπέναντι τοῦ τελείως ἀνίσχυρου καί ἀδύναμου διαβόλου. Ἡ ὑπομονή καί ἡ προσκόλληση στόν Θεό, ἡ πίστη στόν Θεό καί -προσέξτε- ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί σήμερα πολλοί ἄνθρωποι πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά δέν πιστεύουν στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Λένε, ὑπάρχει Θεός, ναί... ἀλλά ὅταν ὑπάρξει μία δυσκολία, χάσουν τή δουλειά τους ἄς ποῦμε, τήν ἐργασία τους κ.λ.π. ὀλιγοπιστοῦν. Φαίνεται ἐκεῖ ὅτι δέν πιστεύουν στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί πέφτουν σέ μιά κατάσταση ἄγχους, ἀγωνίας, τί θά γίνει τώρα;... πῶς θά ζήσουμε;... Μά ἐσύ λές ὅτι πιστεύεις στόν Θεό!
-           Στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν πιστεύεις;
            Ἄν πιστεύεις στόν Θέο, θά πιστεύεις καί στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἄπειρη ἀγάπη. Εἶναι εὐσπλαχνία, εἶναι ἄπειρη εὐσπλαχνία. Εἶναι καί πρόνοια. Εἶναι προνοητής, προνοεῖ γιά τά πλάσματά Του, γιά τή συντήρησή τους. Ἔτσι πίστευε καί ὁ Ἰώβ στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός μετά, ὅ,τι τοῦ πῆρε ὁ διάβολος -κατά παραχώρηση Θεοῦ- τοῦ τά ξανάδωσε πάλι διπλάσια. Καί γιά τά ἑφτά παιδιά πού τοῦ πῆρε ὁ διάβολος, πάλι τοῦ ἔδωσε ἄλλα ἑφτά. Δέν τοῦ ἔδωσε δεκατέσσερα, ἐνῶ ὅλα τά ἄλλα τοῦ τά ἔδωσε διπλά, τά κοπάδια κ.λ.π. Τά ἑφτά παιδιά πού σκότωσε ὁ διάβολος κατά παραχώρηση Θεοῦ ὑπῆρχαν. Τοῦ ἔδωσε ἄλλα ἑφτά ὁ Θεός, ὁπότε ἦταν πάλι διπλά. Καί παιδιά διπλά, δεκατέσσερα ἀπό ἑφτά.
            «Ἃς ξέρει πάλιν αὐτός πού ἐρωτᾶ», πῶς ἔγινε αὐτό, νά πειράξει ὁ διάβολος τόν Ἰώβ καί νά τοῦ κάνει τόση ζημιά, «ὅτι δέν ἦταν ὁ διάβολος ἰσχυρός, ἀλλά ὁ Θεός, τοῦ παρέδωσε τόν Ἰὼβ γιά δοκιμασία τῆς πίστεως καί τῆς ὑπομονῆς του». Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἄν βλέπουμε κάποτε ὅτι νικάει ὁ διάβολος τούς δικαίους, τούς ἁγίους, τούς φυλακίζει, τούς βασανίζει, τούς τραυματίζει μέσω τῶν ὀργάνων του, μή νομίζουμε ὅτι εἶναι ἰσχυρός ὁ διάβολος. Δέν ἔχει καμία δύναμη. Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά παθαίνουν αὐτά οἱ ἅγιοι γιά νά καταντροπιαστεῖ τελικά ὁ διάβολος μέσα ἀπό τήν πίστη καί τήν ὑπομονή τῶν ἁγίων. «Δέν μποροῦσε νά κάμει τίποτε καί ζήτησε τήν ἄδεια ἀπό τόν Θεό καί, μόλις τήν ἔλαβε, ἔκαμε ὅτι ἔκαμε ἐναντίον τοῦ Ἰώβ»[20]. Χωρίς ἄδεια δηλαδή, ὁ διάβολος τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς κάνει. Κι ἄν πάρει ἄδεια, σημαίνει ὅτι αὐτό πού θά μᾶς κάνει, θά εἶναι γιά τό καλό μας, γιατί ὁ Θεός ποτέ δέν παραχωρεῖ ἄδεια γιά τό κακό κάποιου ἀνθρώπου. Παραχωρεῖ ἄδεια στόν διάβολο γιά νά μᾶς πειράξει, ὅταν βλέπει ὅτι θά ὠφεληθοῦμε ἀπό αὐτό τόν πειρασμό.
            «Κι ἀπ’ αὐτό βγαίνει περισσότερο ἐπιβαρημένος ὁ ἐχθρός». Ἐκεῖ πού πάει ὁ διάβολος νά δοξάσει τόν ἑαυτό του, νά ὑπερηφανευτεῖ ὅτι κάτι κατάφερε κι αὐτός καί πλήγωσε τόν τάδε ἅγιο κ.λ.π. ἀπό αὐτό βγαίνει περισσότερο ζημιωμένος. «Διότι, καίτοι ἤθελε, οὔτε ἐναντίον καί ἑνός μόνον δικαίου ἀνθρώπου μπόρεσε νά κάνει τίποτα διότι, ἄν εἶχε δύναμη»[21], δέν θά ζητοῦσε ἄδεια.
-           Ποῦ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου; Γιατί ζητάει ἄδεια ἀπό τόν Θεό;
            Ἄν εἶχε ὄντως δύναμη, θά πήγαινε κατευθείαν μόνος του. Δέν ἔχει ἐξουσία. «Ἐπειδή τή ζήτησε, ὄχι μιά, ἀλλά καί γιά δεύτερη φορά, ἀπ’ αὐτό φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνίκανος καί δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε. Καί τό θαυμαστό βέβαια, δέν εἶναι ὅτι δέν μπόρεσε τίποτε ἐναντίον τοῦ Ἰώβ, ἀλλά ὅτι οὔτε κατά τῶν κτηνῶν του θά γινόταν καταστροφή, ἐάν δέν τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός». Οὔτε τά ζῶα τοῦ Ἰώβ δέν εἶχε ἐξουσία νά πειράξει ὁ διάβολος, ἄν δέν τό παραχωροῦσε ὁ Θεός. «Οὔτε κατά τῶν χοίρων ἔχει τήν ἐξουσία. Διότι, ὅπως γράφει τό Εὐαγγέλιο, «Παρακαλοῦσαν τόν Κύριο, λέγοντας: Ἐπίτρεψέ μας νά ἀπέλθομε στούς χοίρους»[22]. Στήν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, κατ΄ ἄλλους Γαδαρηνῶν, οἱ δαίμονες προκειμένου νά ἐκδιωχθοῦν ἀπό τούς δαιμονιζομένους, ὅταν ὁ Θεός τούς εἶπε νά φύγουνε ἀπό τούς ἀρρώστους (τούς δαιμονιζομένους), εἶπαν στόν Κύριο «εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τήν ἀγέλην τῶν χοίρων»[23]. Ἄν μᾶς βγάλεις, τουλάχιστον ἐπίτρεψέ μας νά πᾶμε μέσα στούς χοίρους. Δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε στούς χοίρους νά μποῦνε οἱ δαίμονες. Νά ποιά εἶναι ἡ ἐξουσία τῶν δαιμόνων. «Ἐάν λοιπόν δέν ἔχουν ἐξουσία οὔτε στούς χοίρους, πολύ περισσότερο δέν ἔχουν ἐξουσία στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»[24], τό ὁποῖο κατ’ εἰκόνα φυσικά δέν τό ἔχουν τά ζῶα.
            «Ἄρα, τόν Θεό μονάχα πρέπει νά φοβόμαστε κι αὐτούς νά τούς καταφρονοῦμε καί νά μήν τούς φοβόμαστε καθόλου. Ἀλλά, ὅσο περισσότερο πράττουν αὐτοί αὐτά, τόσο περισσότερο νά ἐπαυξάνομε ἐμεῖς τήν ἄσκησή μας ἐναντίον τους»[25], νηστεία καί προσευχή. «Τοῦτο δέ τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστεία»[26]. Ἡ ἄσκησις θλίβει τούς δαίμονες, γιατί ὁ διάβολος τρέφεται μέσω τῶν παθῶν μας. Ὅσο κανείς ἐνισχύει τήν γαστέρα, ὑποκύπτει στήν λαιμαργία, στήν γαστριμαργία, χαίρεται ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει βέβαια γαστέρα, δέν ἔχει σῶμα, ἀλλά -ἄς τό ποῦμε ἔτσι- παίρνει εὐχαρίστηση βλέποντας ἐμᾶς νά νικώμαστε ἀπό τό πάθος. Ὅταν λοιπόν κανείς πολεμάει τά πάθη του, ἀντιστρατεύεται στίς ἡδονές τοῦ σώματος, τίς σαρκικές ἡδονές, θλίβεται ὁ διάβολος, στενοχωρεῖται. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος:
-           Θέλεις νά διώξεις τόν διάβολο;
            Μέ νηστεία καί προσευχή. Δέν ἀντέχει ὁ διάβολος καίγεται καί ἀπό τήν νηστεία καί ἀπό τήν προσευχή.
            «Μέγα ὅπλο κατ’ αὐτῶν εἶναι ἡ ὀρθή (ἀκριβής καί σωστή) ζωή καί ἡ πίστις πρός τόν Θεόν»[27]. Εἶναι αὐτό πού λέμε Ὀρθοδοξία καί Ὀρθοπραξία. Αὐτά τά δύο τρέμει ὁ διάβολος. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κρατήσει θεωρητικά τήν ὀρθή δόξα, τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ἐν πολλοῖς ἔχουν χάσει τήν ὀρθή πράξη, τήν ὀρθή ζωή. Γι’ αὐτό καί ἔχουνε γίνει ὑποχείρια τῶν δαιμόνων καί οὐσιαστικά εἰδωλολάτρες οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων. Καί ὁ διάβολος, εἶναι θέμα χρόνου, νά πάρει ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί τήν σωστή πίστη. Καί ἀκοῦτε αὐτούς τούς ἀνθρώπους νά λένε, ἔ… τί διαφορές ἔχουμε τώρα μέ τούς παπικούς;… καμιά διαφορά… ἐλάχιστα.. τίποτα. Γιατί νά μαλώνουμε γιά τά δόγματα;… Αὐτοί πού τά λένε αὐτά, ἔχουν ἤδη χάσει τή σωστή πράξη, τή σωστή ζωή καί σιγά-σιγά ἀλλάζουν καί τήν ὀρθή δόξα, τήν ὀρθή πίστη, τήν Ὀρθοδοξία. Καί μέσω αὐτῶν προωθεῖται ὁ Οἰκουμενισμός, τῶν ἐμπαθῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν ὑποκύψει στήν λανθασμένη ζωή.
            «Φοβοῦνται», οἱ δαίμονες, «πράγματι τήν νηστεία τῶν ἀσκητῶν, τήν ἀγρυπνία, τίς προσευχές, τήν πραότητα, τόν ἥσυχο χαρακτήρα, τό ἀφιλάργυρο», πού δέν ἐπιθυμοῦν τά χρήματα, «τό ἀκενόδοξο», πού δέν ἐπιθυμοῦν τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων, τήν ψεύτικη δόξα, «τήν ταπεινοφροσύνη, τό φιλόπτωχον», τήν ἀγάπη πού ἔχουν γιά τούς φτωχούς. Τήν τρέμουν οἱ δαίμονες τήν φιλοπτωχία. «Τίς ἐλεημοσύνες», τίς τρέμουν οἱ δαίμονες. «Τό ἀόργητον», τό νά μήν ὀργίζεται κανείς «καί πρό πάντων τήν εὐσέβεια πρός τόν Χριστό»[28]. Αὐτά τά τρέμουν οἱ δαίμονες καί φεύγουν μακριά ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, καί ἀπό τά μικρά παιδιά ἀκόμα καί ἀπό τούς μεγάλους, ἀπό ὅλους.
            «Γι’ αὐτό βέβαια καί τά κάνουν ὅλα, γιά νά μήν ὑπάρχουν ἐνάρετοι, πού θά τούς καταπατοῦν». Ὅλη ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου αὐτή εἶναι. Καί σήμερα στήν ἀνθρωπότητα ἔχει ρίξει ὅλες του τίς δυνάμεις του ὁ διάβολος, ὥστε νά μή μείνει κανένας πού νά σέβεται τόν Θεό. Γιατί ἔστω καί ἕνας, τόν καταπατᾶ, καί ἐπειδή εἶναι ἐγωιστής, δέν ἀνέχεται, δέν θέλει κανέναν νά τόν καταπατᾶ. «Ξέρουν καλά τή χάρη πού δόθηκε ἐναντίον τους ἀπό τόν Σωτῆρα στούς πιστούς, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶπε: «ἰδού δίδωμι ὑμῖν τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καί οὐδέν ὑμᾶς οὐ μή ἀδικήσῃ[29] (Ἰδού σᾶς δίνω τήν ἐξουσία νά πατᾶτε ἐπάνω στούς ὄφεις καί τούς σκορπιούς..)»[30]. Ὄφεις καί σκορπιοί εἶναι οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά κεντρίσουν, νά δηλητηριάσουν μέ τά δηλητηριώδη τους δήγματα-δαγκώματα τούς πιστούς καί νά σπείρουν μέσα τους τήν ἁμαρτία, τά πάθη καί τήν ἀπελπισία, τήν ἀπόγνωση. Σᾶς δίνω λοιπόν ἐξουσία, λέει ὁ Χριστός μας, καί τό εἶπε αὐτό κατ’ ἀρχάς στούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό μία ἱεραποστολική περιοδεία πού τούς εἶχε στείλει δύο-δύο, ἀλλά τό λέει καί σέ ὅλους ἐμᾶς τούς πιστούς. Καί ἔχουμε ὅλοι οἱ πιστοί αὐτή τήν ἐξουσία, μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά καταπατοῦμε τόν διάβολο. «Καί οὐδέν ὑμᾶς οὐ μή ἀδικήσῃ», καί τίποτα δέν θά σᾶς βλάψει ἀπό τούς δαίμονες καί τίς μηχανουργίες τους.
            «Πῶς προλέγουν οἱ δαίμονες». Γιατί ὑπάρχει καί αὐτή ἡ ἰδέα στόν κόσμο, ὅτι οἱ δαίμονες ξέρουν τό μέλλον καί γι’ αὐτό πᾶνε, δυστυχῶς, στά μέντιουμ, γιά νά μάθουν τό μέλλον. Οἱ ἀρχαῖοι πήγαιναν στά μαντεῖα. «Ἄν μερικές φορές», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ὑποκρίνονται ὅτι προλέγουν τά μέλλοντα, ἄς μήν τούς παραδέχεται κανείς». Λένε ψέματα. Δέν ξέρουν τό μέλλον, ὁ διάβολος ποτέ δέν γνωρίζει τό μέλλον. «Συχνά, ἀπό πολλές ἡμέρες πρίν, -λόγου χάρη- λένε γιά τούς ἀδελφούς πού πρόκειται νά μᾶς συναντήσουν». Μιλάει σέ μοναχούς καί λέει, ξέρεις, μπορεῖ νά ἔρθει ὁ διάβολος καί νά σοῦ πεῖ, σέ μερικές μέρες θά ἔρθει ὁ ἀββάς Δανιήλ ἄς ποῦμε. «Καί ἔρχονται ὕστερα ἐκεῖνοι». Πράγματι βγαίνουν ἀληθινοί οἱ δαίμονες στήν πρόβλεψή τους. «Ἀλλά τό κάνουν αὐτό, ὄχι ἀπό τό ἐνδιαφέρον τους γιά ὅσους τούς ἀκοῦνε», δέν τούς πῆρε ὁ πόνος γιά τόν ἀββά Δανιήλ καί γιά σένα, «ἀλλά γιά νά μᾶς πείσουν νά τούς πιστεύουμε γιά προφῆτες καί τότε νά μᾶς καταστρέψουν, μιᾶς καί μᾶς κάμουν ὑποχείριους»[31]. Ὑπάρχει βέβαια καί τό δόλωμα τῆς ὑπερηφάνειας, ἐγώ ἄρχισα καί προβλέπω… ἔχω καί χάρισμα… κι αὐτό βέβαια γίνεται μέ τίς ὑποβολές τοῦ διαβόλου. Γιατί ὑπάρχει καί δαιμονική διάκριση καί διόραση, πρέπει νά ξέρουμε. Δέν εἶναι μόνο ἡ διόραση ἀπό τόν Θεό. Ὑπάρχει καί αὐτή ἡ δαιμονική διόραση καί ἡ ὑποτιθέμενη προόραση, πού δέν εἶναι τίποτε. Δέν ἔχει καμία ὑπόσταση, εἶναι φαινομενική προόραση. Καί θά τό ἐξηγήσει ὁ Ἅγιος τί συμβαίνει.
            «Δέν πρέπει νά τούς δίνουμε προσοχή, κι ὅταν κάτι προλέγουν, νά μή τά παραδεχόμαστε». Τί συμβαίνει; Καί οἱ Ἄγγελοι καί οἱ δαίμονες ἔχουν κάποιο στοιχειῶδες σῶμα πολύ λεπτό, ἔχουν μιά οὐσία, δέν εἶναι ἄυλοι. Καί ἐπειδή τά σώματά τους εἶναι πάρα πολύ λεπτά μετακινοῦνται πάρα πολύ γρήγορα. Ποτέ δέν εἶναι παντοῦ. Πανταχοῦ παρόντες δέν εἶναι οὔτε οἱ Ἄγγελοι οὔτε οἱ δαίμονες. Μόνο ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών καί μόνο ὁ Θεός εἶναι ἄυλος, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὕλη, μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα κ.λ.π. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἄγνωστη καί τελείως διαφορετική ἀπό τήν οὐσία τή δική μας ἤ τῶν Ἀγγέλων. Αὐτοί λοιπόν, οἱ δαίμονες, «ἐπειδή ἔχουν σώματα ἐλαφρότερα τῶν ἀνθρώπων καί βλέπουν αὐτούς πού ξεκίνησαν νά ’ρθοῦν σέ μᾶς, τὀ ἄξιο θαυμασμοῦ εἶναι τό, ὅτι τρέχουν, τούς προλαβαίνουν στόν δρόμο καί μᾶς εἰδοποιοῦν;». Τούς βλέπουν ὅτι ξεκίνησαν. Ἔρχεται π.χ. κάποιος ἀπό τήν Ἀθήνα, καί αὐτοί τρέχουν πιό γρήγορα ἀπό τό αὐτοκίνητο, ἀπό τό ἀεροπλάνο καί σοῦ λένε, ξέρεις, ἔρχεται ὁ τάδε. «Ἔτσι μπορεῖ νά προλέγει κι ἕνας καβαλάρης», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Τότε εἶχαν τό ἄλογο ὡς τό πιό γρήγορο μέσο, «προσπερνώντας αὐτούς πού πᾶνε μέ τά πόδια. Ὥστε, οὔτε καί γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά τούς θαυμάζουμε», ἐπειδή τάχατες πᾶνε πιό γρήγορα. «Διότι τίποτε ἀπό τά μή γενόμενα δέν προγνωρίζουν, ἀλλά μόνον ὁ Θεός τά ξέρει ὅλα προτοῦ νά γίνουν»[32].
            Αὐτό τό λέει καί στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ «Σωσάννα». Λέει «ἀνεβόησε δέ φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα καί εἶπεν· ὁ Θεός ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδώς τά πάντα πρίν γενέσεως αὐτῶν, σύ ἐπίστασαι ὅτι ψευδῆ μου κατεμαρτύρησαν»[33]. Γνωρίζετε τήν ἱστορία τῆς Σωσάννας. Δύο πρεσβύτες, οἱ ἀσελγεῖς, οἱ ἀνήθικοι δικαστές, τῆς ἐπιτέθηκαν μέ ἄνομους σκοπούς, ἐπειδή εἶχαν ὑποκύψει στό σαρκικό δαιμόνιο. Ἐπειδή δέν ἐδέχθη ἡ ἁγνή καί ἁγία Σωσάννα, δέν συγκατένευσε, μετά τήν συκοφάντησαν. Καί μάλιστα τί εἶπαν; Ὅτι τήν ἔπιασαν νά κάνει μοιχεία. Ἦταν ἔγγαμος ἡ Σωσάννα. Καί ὅταν δέν πέτυχαν τόν σκοπό τους -ἦταν καί δικαστές- τήν συκοφάντησαν ὅτι τήν συνέλαβαν ἐπ αὐτοφώρῳ νά κάνει μοιχεία. Καί τότε ἡ ἁγνή Σωσάννα ἔκανε αὐτή τήν προσευχή στόν Θεό καί εἶπε: Θεέ μου, Ἐσύ πού εἶσαι ὁ γνώστης τῶν κρυπτῶν, Ἐσύ γνωρίζεις ὅλα τά κρυφά, τά γνωρίζεις ὅλα πρίν γενέσεως αὐτῶν, πρίν γίνουν. Ὁ ἀληθινός προγνώστης εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ἐσύ ξέρεις ὅτι κι αὐτά πού μοῦ καταμαρτύρησαν εἶναι ψευδή. Βλέπετε; Δέν ἔχει κάποιον νά τήν ὑπερασπιστεῖ καί ἀναθέτει τόν ἑαυτό της στόν Θεό. Καί τί κάνει ὁ Θεός; Ἐμφανίζεται, δίνει ἐντολή στόν Προφήτη Δανιήλ, τόν νέο ἐκεῖνο Ἅγιο πού βρισκόταν στήν Βαβυλώνα νά τήν ὑπερασπιστεῖ. Καί ὁ Ἅγιος Προφήτης Δανιήλ τούς ἀποκάλυψε. Τούς ρώτησε: «Ποῦ ἔγινε ἡ μοιχεία;», ἀλλά τούς ρώτησε χωριστά. Ὁ ἕνας εἶπε κάτω ἀπό τό τάδε δέντρο, κέδρο ἄς ποῦμε, πλατάνι... Ρώτησε καί τόν ἄλλον χωριστά, ποῦ γινόταν ἡ μοιχεία;.. ποῦ τήν εἴδατε;... ποῦ τήν πιάσατε;... Κάτω ἀπό τό τάδε δέντρο. Εἶπε ἄλλο δέντρο καί ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἡ συκοφαντία. Φώτισε ὁ Θεός τόν Δανιήλ καί ὑπερασπίστηκε τήν ἁγνή Σωσάννα. Βλέπετε, πῶς ἡ Ἁγία αὐτή, μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, μιλάει γιά τόν Θεό, θεολογεῖ, καί λέει: ὁ Θεός ὁ αἰώνιος, πού γνωρίζεις τά κρυφά, πού γνωρίζεις τά πάντα πρίν γίνουν, Ἐσύ Κύριε ξέρεις ὅτι αὐτά πού λένε γιά μένα εἶναι ψευδή.
            Ὁ Θεός λοιπόν μόνο προγνωρίζει. Οἱ δαίμονες «προτρέχουν σάν κλέφτες καί ἀναγγέλλουν ὅσα βλέπουν». Ὄχι ὅσα θά γίνουν. Αὐτά πού βλέπουν ἐκείνη τή στιγμή, τρέχουν καί στά γνωρίζουν πρίν τά μάθεις μέ τόν φυσικό τρόπο, μέ τόν συνήθη τρόπο. «Σέ πόσους ν’ ἀνακοινώνουν τώρα», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ὅτι συγκεντρωθήκαμε καί μιλᾶμε ἐναντίον τους, προτοῦ νά φύγει κάποιος ἀπό μᾶς καί πρίν τ’ ἀνακοινώσει κανείς ἄλλος! Αὐτό ὅμως τό κάνει κι ἕνα παιδάκι - ταχυδρόμος, ἅμα προλάβει ἄλλον πού τυχόν βραδυπορεῖ»[34]. Τούς στέλνει μήνυμα, νά ξέρεις τώρα ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μιλάει γιά τούς δαίμονες καί μετά πᾶτε κι ἐσεῖς στό σπίτι τοῦ τάδε καί σοῦ λένε, ναί τό ξέρουμε... Πῶς τό ξέρετε; Ἔτρεξε λίγο πιό γρήγορα ὁ διάβολος καί τούς τό εἶπε. Δέν εἶναι προόραση αὐτό ἤ πρόγνωση. Ἐκεῖνο πού συνέβαινε, ἔτρεξαν καί τό εἶπαν.
            «Νά τί θέλω νά πῶ: Ἄν κανείς ξεκινήσει ἀπό τή Θηβαΐδα ἤ ἀπό καμιά ἄλλη χώρα, πρίν μέν ἀρχίσει νά βαδίζει, δέν γνωρίζουν οἱ δαίμονες ἄν θά περπατήσει ͘ εὐθύς ὡς τόν δοῦν νά προχωρεῖ, προτρέχουν καί προτοῦ νά φθάσει αὐτός, εἰδοποιοῦν», νά, ξέρεις ἔρχεται ὁ τάδε ἀπό τήν Θηβαΐδα. «Ἔτσι συμβαίνει, ὥστε οἱ ὁδοιπόροι νά ’ρθοῦν ἔπειτα ἀπό μέρες» καί νά βγεῖ ἀληθινός ὁ διάβολος. «Πολλές ὅμως φορές τυχαίνει νά γυρίσουν πίσω οἱ ταξιδιῶτες, ὁπότε -οἱ δαίμονες- διαψεύδονται.
            Ἔτσι φλυαροῦν πότε-πότε καί γιά τό νερό τοῦ πόταμου Νείλου». Στά ἀρχαῖα χρόνια παρακολουθοῦσαν τήν στάθμη τοῦ Νείλου μέ τά νειλόμετρα καί ἤξεραν, ἄν ἡ χρονιά θά ἦταν καλή ἤ ὄχι. Ἄν εἶχε πλούσιες βροχές στήν ἄνω Αἴγυπτο, εἶχε πολύ νερό, ἀνέβαινε ἡ στάθμη τοῦ Νείλου, ὁπότε θά εἶχαν ἀρκετό νερό γιά νά ποτίσουν καί νά ἔχουν καλή σοδειά. Ὁ διάβολος τώρα «βλέποντας νά πέφτουν πολλές βροχές στά μέρη τῆς Αἰθιοπίας καί ξέροντας ὅτι ἀπό ἐκεῖνες τίς βροχές γίνεται ἡ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ», γιατί ἀπό ἐκεῖ πηγάζει ὁ Νεῖλος, «προτρέχουν καί τό λένε προτοῦ νά ἔλθει τό νερό στήν Αἴγυπτο. Αὐτό ὅμως καί οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦσαν νά τό ποῦν, ἄν μποροῦσαν νά τρέξουν σάν ἐκείνους.
            Καί ὅπως ὁ σκοπός τοῦ Δαυίδ», ὁ φύλακας, ὁ στρατιώτης πού φύλαγε σκοπιά, «ἀνεβαίνοντας σέ ψηλό μέρος, ἔβλεπε κάποιον πού ἐρχόταν, πρωτύτερα ἀπό ἄλλον σκοπό, πού ἦταν χαμηλά στίς ὑπώρειες τοῦ βουνοῦ καί προτρέχοντας, ἔλεγε πρίν ἀπό ἄλλους σκοπούς, ὄχι ὅσα δέν ἔγιναν, ἀλλά αὐτά, πού ἐκείνη τήν ὥρα εἴχανε μπεῖ μπροστά καί γίνονταν, ἔτσι οἱ δαίμονες προτιμοῦν νά κουράζονται καί εἰδοποιοῦν ἄλλους, μόνον γιά νά τούς ἀπατοῦν», ἐπειδή βλέπουν κάποια πράγματα πού δέν μπορεῖ νά τά δεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ νά τά πληροφορηθεῖ. «Ἄν ὅμως ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀποφασίσει ἐν τῷ μεταξύ κάτι, γιά τά νερά ἤ γιά τούς ὁδοιπόρους (διότι τῆς εἶναι δυνατόν π.χ. νά προλάβει κάθε πλημμύρα), τότε ἀποδεικνύονται ψεῦτες οἱ δαίμονες καί θά ’χαν ξεγελαστεῖ ὅσοι τούς εἶχαν δώσει προσοχή»[35]. Γι’ αὐτό δέν πρέπει ποτέ νά συμβουλευόμαστε τούς δαίμονες.
            Δυστυχῶς, οἱ ἀρχηγοί τῶν Κρατῶν, στίς μέρες μας, ἔχουν δίπλα τους μέντιουμ, ἀνθρώπους δηλαδή πού μιλᾶνε μέ δαιμόνια. Καί προσπαθοῦνε, μέσω τῶν συμβουλῶν των, νά καταστρώσουν τά σχέδιά τους, τήν πολιτική τους. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶχε πεῖ, ὅτι ἡ Κύπρος ἔπεσε στά χέρια τῶν Τούρκων, ὅπως εἶναι τώρα, καί ὑποδουλώθηκε τό 40%, γιατί, τούς εἶχε πεῖ, οἱ ἀρχηγοί σας πηγαίνουν καί συμβουλεύονται τά μέντιουμ, δηλαδή τόν διάβολο. Δυστυχῶς... Εἴμαστε πολύ ἀνόητοι ἄνθρωποι, γιατί ἀκριβῶς δέν πιστεύουμε. Ἐκτός ἀπό τήν πίστη στόν Θεό, ὑπάρχει καί ἡ πίστη στόν διάβολο, ὅτι ὑπάρχει ὁ διάβολος. Καί ἄν, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, βγάλουμε ἀπό τήν πίστη μας τόν διάβολο, πάει ὅλη ἡ πίστη μας. Ὑπάρχει ἡ λεγόμενη δαιμονολογία, ἡ ὁποία εἶναι κι αὐτή κομμάτι τῆς Δογματικῆς. Ὅπως ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχει καί ὁ διάβολος. Κι ἄν ἕνας λέει «ἐγώ δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει διάβολος», αὐτός σφάλλει, δέν εἶναι μέσα στήν ἀλήθεια. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε, Ἐγώ ἦρθα γιά νά καταλύσω τά ἔργα τοῦ διαβόλου, νά λύσω τά ἔργα τῶν δαιμόνων[36]. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μίλησε γιά τόν διάβολο καί ὅτι εἶναι ἀνθρωποκτόνος[37].
-           Τί γινότανε στά μαντεῖα;
            Στά ἀρχαῖα χρόνια ὑπῆρχαν τά μαντεῖα τῶν Ἑλλήνων, τῶν εἰδωλολατρῶν καί πολλοί πλανήθηκαν ἀπό τούς δαίμονες στήν ἀρχαιότητα καί ἔπαψε ἡ πλάνη αὐτή τῶν μαντείων «ὅταν ἦρθε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος μαζί μέ τήν πανουργία τους, κατήργησε καί τούς δαίμονες. Τίποτε δέν γνωρίζουν μόνοι τους, ἀλλά, σάν κλέφτες, προβάλλουν ὅσα βλέπουν σέ ἄλλους καί μᾶλλον παρατηροῦν καί συμπεραίνουν, παρά προγνωρίζουν». Ἐπειδή ἔχουν κάποια πείρα, κάνουν διάφορους συνδυασμούς ἔχουντας κάποια δεδομένα καί μπορεῖ μερικές φορές νά πέσουν μέσα. Ἀλλά πολλές φορές διαψεύδονται οἱ δαίμονες. Δέν γνωρίζουν ποτέ πρίν τά γεγονότα. Ἁπλῶς εἰκάζουν, ὑποθέτουν, παρατηροῦν καί συμπεραίνουν. «Συνεπῶς, κι ἄν κάποτε λένε κάτι ἀληθινό, οὔτε τότε νά τούς θαυμάζει κανείς. Γιατί καί οἱ γιατροί, ἀπό τήν πείρα πού ἔχουν τῶν νοσημάτων, ὅταν παρατηρήσουν καί σέ ἄλλους τήν ἴδια ἀρρώστια, πολλές φορές προλέγουν τήν ἐξέλιξή της», γιατί σκέπτονται καί βγάζουν κάποια συμπεράσματα μέ βάση τήν πείρα τους. Αὐτό δέν εἶναι πρόγνωση. Εἶναι μία διαδικασία τῆς λογικῆς. «Καί οἱ κυβερνῆτες πλοίων καί οἱ γεωργοί πάλιν, παρατηρώντας ἀπό συνήθεια τήν κατάσταση τοῦ ἀέρος, προλέγουν ἄν θά ἔχει καλό ἤ κακό καιρό»[38]. Ἀλλά πολλές φορές, βλέπετε, διαψεύδονται. Ἀκόμα καί σήμερα, πού ἔχουμε τόσα ἐπιστημονικά μέσα, τό δελτίο καιροῦ πολλές φορές πέφτει ἔξω.
            «Καί δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς γι’ αὐτό, ὅτι προλέγουν ἀπό θεία ἔμπνευση» ὅλοι αὐτοί, ὅπως καί τά μαντεῖα στήν ἀρχαιότητα, «ἀλλά ἀπό τήν πείρα καί τή συνήθεια»[39]. Τό ἴδιο καί οἱ γιατροί, καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἐξάγουμε κάποια συμπεράσματα μέ βάση τά δεδομένα πού ἔχουμε. Κάποτε πέφτουμε μέσα, ἀλλά πολλές φορές διαψευδόμαστε.
            «Ἐάν κάποτε λοιπόν καί οἱ δαίμονες στοχαζόμενοι λένε τά ἴδια, ἄς μήν τούς θαυμάζει κανείς γι’ αὐτό, μήτε νά τούς δίνει προσοχή». Γιατί καί οἱ δαίμονες πνεύματα εἶναι καί κάνουν συλλογισμούς καί συνδυασμούς καί βγάζουν κάποια συμπεράσματα. «Κατά τί εἶναι χρήσιμο σ’ αὐτούς πού τούς ἀκοῦνε, νά μαθαίνουν ἀπ’ αὐτούς μπροστά ἀπό λίγες μέρες, αὐτά ποῦ πρόκειται νά συμβοῦν; Ἤ ποιά ἐπείγουσα ἀνάγκη ὑπάρχει, νά γνωρίζει κανείς αὐτά; Καί εἶναι ζήτημα, ἄν τά γνωρίζει ἀληθινά. Διότι αὐτό (ἡ πρόγνωσις) δέν εἶναι ἀπό ἐκεῖνα πού κάνουν ἀρετή, οὔτε πάντως εἶναι γνώρισμα ἀγαθοῦ ἤθους». Δέν ἔχει σημασία γιά τήν ἀρετή τό νά προγνωρίσεις κάτι. Δέν βοηθάει αὐτό. «Κανείς μας», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «δέν καλοτυχίζεται, πώς ἔχει μάθει καί γνώρισε κάτι, ἀλλά ὁ καθένας μας θά κριθεῖ, ἄν τήρησε τήν πίστη καί ἄν εἰλικρινῶς φύλαξε τίς ἐντολές»[40]. Τό κριτήριο, γιά νά περάσουμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἄν γίναμε προγνῶστες, ἄν προγνωρίσαμε κάποια γεγονότα, κάποιες καταστάσεις, ἀλλά ἐάν τηρήσαμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἄν φυλάξαμε τήν ὀρθή πίστη.
            «Ὥστε, δέν πρέπει νά δίδουμε σημασία σ’ αὐτά, οὔτε νά ἀσκητεύουμε καί νά κοπιάζουμε γιά νά ἀποκτήσουμε τήν προόραση», τό προορατικό χάρισμα, «ἀλλά νά πολιτευόμεθα καλῶς, γιά νά ἀρέσουμε στόν Θεό. Καί πρέπει νά προσευχόμαστε, ὄχι γιά νά προγνωρίζουμε, οὔτε γιά νά ἀποκτᾶμε αὐτό ὡς ἀμοιβή τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά γιά νά μᾶς γίνει ὁ Κύριος συνεργός στή νίκη κατά τοῦ διαβόλου.
            Ἄν δε, καμιά φορά, μᾶς ἐνδιαφέρει καί νά προγνωρίζουμε κάτι», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ἄς κρατᾶμε καθαρή τήν διάνοιά μας. Γιατί ἐγώ πιστεύω, ὅτι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι καθαρή ἀπ’ ὅλες τίς ἀπόψεις καί μένει φυσική», ἔτσι ὅπως τήν ἔφτιαξε ὁ Θεός, «μπορεῖ νά γίνει διορατική». Ἀπό μόνη της ἡ ψυχή μπορεῖ νά γίνει διορατική, ὅταν εἶναι καθαρή καί δέν ὑπάρχει δηλαδή λογισμός μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί στήν διάνοια. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος τότε «νά βλέπει περισσότερα καί μακρύτερα ἀπό τούς δαίμονες, γιατί θά ἔχει τόν Κύριο, πού θά τοῦ τά φανερώνει ὅλα». Βλέπουμε αὐτό τό χάρισμα, τό διορατικό καί τό προορατικό στούς Ἁγίους μας, πού εἴχανε αὐτή τήν μεγάλη καθαρότητα. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀπό πολύ μικρός ἀπέκτησε τήν διόραση. Ἔβλεπε, ἄς ποῦμε, πίσω ἀπό τό βουνό. Σάν νά εἶναι γυάλινο τό βουνό, ἔβλεπε τί γινότανε ἀπό πίσω, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Αὐτό λέγεται διόραση.
-           Ἀλλά πῶς τό κατάφερε αὐτό;
            Ἐπειδή, ἀκριβῶς, προσπαθοῦσε νά ἔχει καθαρή τήν διάνοιά του. Τό λέει κιόλας σ’ ἕνα σημεῖο. Συνεχῶς, λέει, ἀπεστήθιζα τό Εὐαγγέλιο. Ἔλεγε τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο συνέχεια μέσα του, γιά νά ἔχω -λέει- καθαρότητα νοός, γιά νά ἔχω καθαρόητα νοῦ, καθαρή διάνοια. Καί αὐτή ἡ καθαρότητα νοός, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, κάνει τήν ψυχή διορατική. Ἐμεῖς ἔχουμε σκοτισμένο τόν νοῦ μας μέ ἕνα σωρό ἐπιθυμίες, σκέψεις, λογισμούς, πάθη, ὁπότε ἔχουμε χάσει αὐτή τή φυσική ἱκανότητα τῆς διοράσεως πού ἔχει ἡ ψυχή. Βλέπετε, λέει, ἡ ψυχή, ὅταν εἶναι καθαρή καί μένει στή φυσική της κατάσταση, ἔτσι ὅπως τήν ἔφτιαξε ὁ Θεός, αὐτή εἶναι διορατική, γίνεται διορατική καί βλέπει πιό μακριά καί ἀπό τούς δαίμονες.
            «Τέτοια ἦταν ἡ ψυχή τοῦ Προφήτη Ἑλισαίου, ἡ ὁποία διέβλεπε ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε ὁ Γιεζί»[41]»[42]. Εἶναι ἕνα ὡραῖο, πολύ διδακτικό περιστατικό, θλιβερό βέβαια αὐτό καθευατό, καί ἀναφέρεται στό βιβλίο Δ΄ Βασιλειῶν, στό 5ο κεφάλαιο στόν 1ο στίχο καί ἑξῆς. Λέει, ὁ Νεεμάν ἤ Ναιμάν, ἦταν ἄρχοντας τῆς Συρίας καί ἦταν κάτω ἀπό τόν βασιλέα τῆς Συρίας. Ἦταν λεπρός καί, κατά θεία συγκατάβαση, ἔμαθε ὅτι μόνο ἀπό τόν Προφήτη τοῦ Ἰσραήλ, τόν Ἑλισαῖο, θά γινότανε καλά. Πράγματι, ἔκανε ὑπακοή, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Προφήτης Ἑλισαῖος, νά λουστεῖ στόν Ἰορδάνη ἑπτά φορές. Τό ἔκανε καί καθαρίστηκε. Ἔφυγε ἡ λέπρα. Γιά νά εὐχαριστήσει τόν Προφήτη Ἑλισαῖο, ἤθελε νά τοῦ δώσει χρήματα καί δῶρα, ἀλλά ὁ Ἑλισαῖος δέν δέχτηκε, ἀρνήθηκε ἐπίμονα. Ὁ Ἑλισαῖος εἶχε ἕναν δοῦλο, τόν Γιεζί, ἕναν ὑπηρέτη, καί ὅταν ἔφυγε ὁ Νεεμάν, ἔτρεξε πίσω του κρυφά, χωρίς νά πάρει εὐλογία ἀπό τόν γέροντά του, καί τοῦ ζήτησε τά δῶρα. Λέει, ὁ γέροντάς μου δέν τά θέλει, νά τά πάρω ἐγώ… Ὁ Ἑλισαῖος ὅλο αὐτό τό εἶδε. Πῶς τό εἶδε; Τοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ Θεός μέ τήν διόραση. Καί τοῦ λέει:
-           Γιατί ἔλαβες τό ἀργύριον; Γιατί πῆρες τά χρήματα καί τά δῶρα;
            Ἀφοῦ ἐγώ δέν τά δέχτηκα. Ὅταν ὁ Θεός δίνει κάτι δι’ ἡμῶν, δέν δικαιούμαστε ἐμεῖς νά πάρουμε αὐτό πού δέν ἔγινε ἀπό μᾶς ἀλλά ἀπό τόν Θεό, νά πάρουμε βραβεῖο γι’ αὐτό πού ἔγινε ἀπό τόν Θεό. «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε»[43], λέει ὁ Θεός. Ἐσύ γιατί τά πῆρες; «Καί ἰδού ἡ λέπρα Ναιμάν κολληθήσεται ἐν σοί καί ἐν τῷ σπέρματί σου εἰς τόν αἰῶνα, καί ἐξῆλθεν ἐκ προσώπου αὐτοῦ λελεπρωμένος ὡσεί χιών»[44]. Καί ἔφυγε ὁ Γιεζί καί ἔγινε κατάλευκος ἀπό τήν λέπρα.
            Φοβερή παραδειγματική τιμωρία τῆς πονηρίας, τῆς παρακοῆς, αὐτῆς τῆς παράβασης, πού ἔκανε ὁ Γιεζί. Ἀλλά τό λέει αὐτό τό περιστατικό ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος γιά νά δείξει τήν διόραση. Καί ἀκόμα ὁ ἴδιος Προφήτης «ἔβλεπε τίς δυνάμεις -τίς ἀγγελικές δυνάμεις- πού παραστεκόταν»[45] στόν Προφήτη, παρόλο πού τόν ἀπειλοῦσαν. Ὁ βασιλεύς τῆς Συρίας ἔστειλε στρατό γιά νά συλλάβει τόν Προφήτη καί ὁ Θεός παρέταξε γύρω του ἀγγελικές δυνάμεις! Πλῆθος... τίς ὁποῖες τίς ἔβλεπε ὁ Ἅγιος Προφήτης Ἑλισαῖος. Πῶς τίς ἔβλεπε; Μέ τήν διόραση, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς.
            Ἔτσι λοιπόν, ἀπό ὅλα αὐτά καταλαβαίνουμε, ὅτι ὁ διάβολος δέν ἔχει καμία δύναμη οὔτε καμιά ἱκανότητα νά προβλέπει τό μέλλον οὔτε μπορεῖ νά μᾶς βλάψει οὔτε πρέπει νά τόν φοβόμαστε. Καθόλου, μά καθόλου! Ὁ Θεός εἶναι ὁ παντοδύναμος καί στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι τά πάντα, καί ὁ διάβολος. Εἶναι ἕνα σκυλί ξεδοντιασμένο καί ἐλεγχόμενο. Καί ὁ Θεός τόν χρησιμοποιεῖ ἐκεῖ που ξέρει ὅτι θά μᾶς ὠφελήσει. Καί ἐπειδή πολύ μᾶς ὠφελεῖ ὁ διάβολος μέ τούς πειρασμούς πού μᾶς κάνει, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν τόν ἔχει καταργήσει ἀκόμα τελείως. Τόν ἀφήνει νά δρᾶ μέχρι ἕνα σημεῖο, γιά νά μᾶς κρατᾶ σέ ἐγρήγορση, νά μᾶς δίνει στεφάνια καί νά τόν καταντροπιάζει μέσω ἡμῶν.
            Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας γιά τήν ἀδυναμία τοῦ διαβόλου. Βλέπετε, πόσο χαριτωμένα εἶναι αὐτά τά κείμενα καί πρέπει νά εὐχαριστοῦμε πολύ τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο πού μᾶς διέσωσε τήν διδασκαλία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός, τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἡ ὁποία εἶναι βγαλμένη μέσα ἀπ’ τήν πείρα του, μέσα ἀπό τήν πάλη πού ἔκανε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος κατά τῶν δαιμόνων καί βέβαια σύμφωνα πάντοτε μέ τίς Ἅγιες Γραφές.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶς Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, ἐκδ. Ρηγόπουλος, (στό ἑξῆς: Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου).
[2] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ἰωάν 8, 44.
[6] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[7] Ὅ.π.
[8] Σοφ. Σειρ. 1, 25: «βδέλυγμα δέ ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια».
[9] Ὅ.π.
[10] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[11] Ὅ.π.
[12] Δ΄Βασ. 19, 35.
[13] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[14] Δ΄Βασ. 19, 35.
[15] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[16] Ὅ.π.
[17] Πρβλ. Ἰώβ 1, 6-7-13.
[18] Ἰώβ 1, 21.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
[22] Ματθ. 8, 31.
[23] Ὅ.π.
[24] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[25] Ὅ.π.
[26] Ματθ. 17, 21.
[27] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[28] Ὅ.π.
[29] Λουκ. 10, 19.
[30] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[31] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[32] Ὅ.π.
[33] Σωσ. 1, 42-43.
[34] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[35] Ὅ.π.
[36] Πρβλ. Α΄Ἰωάν. 3, 8.
[37] Πρβλ. Α΄Ἰωάν. 3, 15.
[38] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[39] Ὅ.π.
[40] Ὅ.π.
[41] Δ΄Βασ. 5, 1.
[42] Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
[43] Ματθ. 10, 8.
[44] Δ΄Βασ. 5, 27.
[45] Δ΄Βασ. 6, 17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου