Σελίδες

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

«Ἡ κατά Χριστόν ξενιτεία», Β΄ μέρος Εὐεργετινός, Τόμος Α΄, Ὑπόθ. ΙΓ, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἡ κατά Χριστόν ξενιτεία», Β΄ μέρος

            Συνεχίζουμε σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο μέρος ἀπό τό κεφάλαιο περί ξενιτείας, πού εἶναι ἡ  Ὑπόθεσις 13η τοῦ Εὐεργετινοῦ καί ἔχει τόν ἑξῆς τίτλο: «Ὁ ἀποτασσόμενος πρέπει νά ξενιτεύει, περί ποίας ξενιτείας πρόκειται καί ποιά ὠφέλεια προέρχεται ἐξ αὐτῆς καί ποιοί εἶναι οἱ καταλληλότεροι τόποι πρός ἄσκηση»[1]. Τήν προηγούμενη φορά εἴχαμε πεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀρετή δέν ἀφορᾶ μόνο στούς μοναχούς, ἀλλά σέ ὅλους τούς χριστιανούς, γιατί ὅλοι οἱ χριστιανοί κάνουμε ἀποταγή τήν ἡμέρα πού βαφτιζόμαστε. Καί βέβαια, ἐπειδή τώρα βαφτιζόμαστε νήπια, ὁ νονός μας, ὁ ἀνάδοχός μας λέει ἀντί γιά μᾶς τό «Ἀποτάσσομαι τῷ Σατανᾷ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ..» καί ἔτσι ξενιτευόμαστε ἀπό τόν σατανᾶ καί τά ἔργα του, ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό ὅ,τι ἤτανε τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, ὅλοι πρέπει ν’ ἀσκήσουμε τήν ξενιτεία, ἄν ὄχι τοπικά, δηλαδή νά φύγουμε ἀπό τό σπίτι μας καί ἀπό τήν πόλη μας καί ἀπό τό χωριό μας, ἀλλά ὁπωσδήποτε τροπικά, δηλαδή ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας νά εἶναι διαφορετικός ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Γιατί ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς εἶναι ὁ δαιμονικός τρόπος ζωῆς, ἀφοῦ ὁ κόσμος «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[2], ὅπως μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή.
            Ἀναγκαστικά θά ἔχουμε μία σύγκρουση μέ τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν κοσμικά, μικρή ἤ μεγάλη. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «δέν ἦρθα νά βάλω εἰρήνη, ἀλλά μάχαιρα.. νά χωρίσω πατέρα ἀπό γιό, μητέρα ἀπό κόρη..»[3], γιατί ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει σύμπνοια καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν τόν Θεό, δέν θέλουν τόν Χριστό καί τίς ἐντολές Του. Ὁπότε ἀναγκαστικά θά ὑπάρχει αὐτή ἡ διαφοροποίηση καί αὐτή ἡ ἀποξένωσις, πολλές φορές καί μεταξύ συγγενῶν κατά σάρκα. Δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά διστάζει ἤ νά νιώθει ἔνοχος πού εἶναι μακριά ἀπό σαρκικούς συγγενεῖς ἐφόσον αὐτοί εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός ὁ ἴδιος, ὁ Χριστός μας, μᾶς εἶπε, ἄν σέ σκανδαλίζει τό μάτι σου, πρέπει νά τό βγάλεις. «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιός σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ, καί εἰ ἡ δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, ἀπόκκοψον αὐτήν»[4] καί ἄν τό δεξιό σου πόδι σέ σκανδαλίζει, νά τό κόψεις. Σέ συμφέρει νά πᾶς μέ ἕνα μάτι, μέ ἕνα χέρι, μέ ἕνα πόδι στόν Παράδεισο παρά καί μέ τά δύο στήν κόλαση[5]. Καί ἐννοεῖ βεβαίως ὁ Κύριος νά ἀποκοποῦμε ἀπό αὐτούς πού εἶναι «πολύτιμοι» γιά μᾶς σάν τό δεξί μας μάτι, τό χέρι, τό πόδι. Εἶναι τόσο πολύ οἰκεῖοι, τόσο πολύ δικοί μας, ὅπως εἶναι οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς μας ἤ κάποιοι φίλοι ἐνδεχομένως πολύ στενοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως μᾶς ἐμποδίζουν -αὐτό θά πεῖ σκανδαλίζω- νά προχωρήσουμε στόν πνευματικό δρόμο, στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί μᾶς βάζουνε παγίδες. Σκάνδαλο στήν κυριολεξία εἶναι ἕνα ξύλο, ἕνα παλούκι, πού εἶναι μπηγμένο στή γῆ καί δέν φαίνεται καί περπατώντας κανείς σκοντάφτει καί πέφτει.

            Περί ξενιτείας λοιπόν ὁ λόγος καί θά δοῦμε πῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμβουλεύουν καί τούς μοναχούς καί ὅλους μας, γιατί πάλι ὅπως ἔχουμε πεῖ, ὁ μοναχός δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἕνας καλός χριστιανός, ὁ ὁποῖος βεβαίως ἔχει πάρει ἀπόφαση νά δοθεῖ ὁλοκληρωτικά εἰς τόν Θεό, 100%, καί νά κάνει καί κάποια δῶρα στόν Θεό, τά ὁποῖα δέν τά ζητάει ὁ Θεός ἀπό ὅλους, ἀλλά ὅσοι θέλουν Τοῦ τά προσφέρουν. Εἶναι ἡ παρθενία, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ὑπακοή.
            Ἄς δοῦμε λοιπόν τί λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. «Ὁ κόσμος», λέει, «αὐτός μοιάζει μέ μία διεφθαρμένη γυναίκα, ἡ ὁποία, μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ κάλλους, σύρει ὅσους τήν βλέπουν στόν πόθο πρός αὐτή»[6]. Καί ὅταν λέει κόσμος ἐννοεῖ βεβαίως ὄχι τούς ἀνθρώπους ὅλους, ἀλλά τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, τό κοσμικό φρόνημα, στό ὁποῖο δυστυχῶς ὑποτάσστονται ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων. Καί λέει ὅτι αὐτός ὁ κόσμος, αὐτό τό σύστημα ἄν θέλετε, εἶναι σάν μία πόρνη, ἡ ὁποία μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ κάλλους, φαίνεται ὅτι εἶναι ὡραία, ἐνῶ εἶναι διεφθαρμένη καί βρωμερά. Φαίνεται ὅτι εἶναι ὡραῖος ὁ κόσμος, ἐνῶ εἶναι διεφθαρμένος καί βρωμερός, σύρει ὅσους τόν βλέπουν στόν πόθο πρός αὐτόν.
            «Καί ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἔστω καί λίγο, θά αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τόν πόθο αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί θά περιπλακεῖ μ’ αὐτόν, δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά χέρια του μέχρις ὅτου τελειώσει τή ζωή του». Ὁ κόσμος εἶναι ἕνας φοβερός τύραννος καί ἄν κανείς λίγο δέν προσέξει καί αἰχμαλωτιστεῖ, πάρα πολύ δύσκολα ξεφεύγει ἀπ’ αὐτό. Βλέπετε καί οἱ ἄντρες καί οἱ γυναῖκες, πού εἶναι ὑποταγμένοι σέ κάποιες συνήθειες, τίς λέμε κοσμικότητα, κοσμικές συνήθειες. Ἰδίως οἱ γυναῖκες πού θέλουν νά βάφονται, νά φτιάχνονται.. καί ὅταν καταλάβουν ὅτι εἶναι λάθος ὅλο αὐτό, γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀλλοιώνει κανείς τό σῶμα του, τό πρόσωπό του κ.λ.π. δυσκολεύονται πάρα πολύ, γιατί ἀκριβῶς ὁ κόσμος, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, αὐτόν πού τόν ἀγκαλιάζει, δέν τόν ἀφήνει εὔκολα νά τοῦ ξεφύγει, μέχρις ὅτου τελειώσει τή ζωή του ἀκόμα! «Καί τότε, ὅταν τόν ἀπογυμνώσει ἀπό ὅλα, τόν πετᾶ ἔξω ἀπό τόν οἶκο του κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του· καί τότε μόλις ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὁ κόσμος αὐτός ἦταν πλάνος καί ἀπατεῶνας»[7].
-           Γιατί τί σημασία ἔχει ἡ γνώμη τοῦ κόσμου τελικά; Σοῦ προσθέτει κάτι; Σοῦ ἀφαιρεῖ κάτι ὅταν εἶναι ἀρνητική;
            Τίποτα δέν σοῦ ἀφαιρεῖ. Ἀλλά αὐτό ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει παρά μόνο μπροστά στόν θάνατο. Ἐπειδή, βλέπετε, ξεχνᾶμε τόν θάνατο, δέ θυμόμαστε ἐκείνη τήν τελευταία μας ὥρα, πολύ εὔκολα ὑποτασσόμαστε στό τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί τί κάνει ὁ κόσμος καί ἔτσι πλανόμαστε καί ἐξαπατώμεθα.
            «Ἐάν λοιπόν», λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, αὐτός ὁ μέγας ἀσκητής, «θέλει κανείς νά ἐξέλθει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί νά δεῖ τίς παγίδες του, ἄς μείνει μακράν αὐτοῦ». Ὅπως ἕνας παρατηρητής, ἄν θέλει νά δεῖ τή γῆ πῶς εἶναι, θά πρέπει νά βγεῖ ἀπό τή γῆ, καί θά δεῖ ὅτι εἶναι στρογγυλή κ.λ.π. Ἔτσι κι ἐσύ, ἄν θέλεις νά δεῖς τί σημαίνει κόσμος, βγές λίγο ἀπό τόν κόσμο, στάσου λίγο μακριά του, μακριά ἀπό τίς συνήθειες καί ἀπό τόν τρόπο ζωῆς τόν κοσμικό «καί τότε θά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τήν ἀσχήμια του»[8], τή βρωμιά του. Ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο γίνεται ἀντιληπτή, ὅταν κανείς βγεῖ ἔξω ἀπ’ αὐτόν.
            Αὐτά τά σοφά μᾶς λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, καί εἶναι πολύ διδακτικά, γιά νά μήν αἰχμαλωτιζόμαστε καί νά μήν ὑποκρινόμαστε. Λέγαμε καί τήν ἄλλη φορά ὅτι σήμερα, ἐπειδή ἐπικρατεῖ στόν κόσμο ἡ ἀσέβεια, πολλοί πού ἔχουν καί λίγο φόβο Θεοῦ καί λίγη χριστιανοσύνη, θά λέγαμε, μέσα τους, ὑποκρίνονται τόν ἀσεβῆ καί ἐνῶ πρέπει νά κάνουν τόν σταυρό τους περνώντας ἀπό μιά ἐκκλησία, διστάζουν καί δέν τόν κάνουν ἤ τόν κάνουν κάτω ἀπ’ τό σακάκι τους, τό ὁποῖο εἶναι μιά ὑποκρισία, ἕνα ψέμα. Ἤ σ’ ἕναν δημόσιο χῶρο, σ’ ἕνα τραπέζι, σέ μιά συνεστίαση, σ’ ἕνα ἐστιατόριο, διστάζουν νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους. Παλαιότερα, πού ἤτανε στή μόδα ἡ εὐσέβεια -ἄς τό ποῦμε ἔτσι- εἶχε πέραση... ἐκτιμᾶτο ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, εἴχαμε τήν ἀντίστροφη ὑποκρισία. Ἐνῶ δέν ἦταν εὐσεβεῖς οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς, ὑποκρίνονταν τόν σωστό, τόν εὐσεβῆ, ἐνῶ ἦταν ἅρπαγες καί ἄδικοι κ.λ.π. Οὔτε τό ἕνα λοιπόν οὔτε τό ἄλλο. Θά πρέπει νά εἴμαστε εὐθεῖς, νά εἴμαστε ἁπλοί, καί γιά νά γίνεις ἁπλός καί νά μήν εἶσαι ὑποκριτής, θά πρέπει νά βγεῖς ἀπό τόν κόσμο, νά κάνεις αὐτή τήν ἀποταγή, νά ἀσκήσεις αὐτή τήν ξενιτεία ὡς πρός τόν τρόπο ζωῆς. Ἡ ὁποία ζητιέται ἀπό ὅλους. Δέν ζητιέται ἀπό ὅλους νά γίνουν μοναχοί, νά φύγουν καί νά πᾶνε μακριά σέ ἀκατοίκητο μέρος καί νά κάνουν ἕνα μοναστήρι καί νά μένουν σ’ ἕνα ἡσυχαστήριο κ.λ.π. ἀλλά ζητιέται ἀπό ὅλους νά φύγουμε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τόν διάβολο καί ἀπό τόν κόσμο πού «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[9].
            «Στό Γεροντικό. Κάποτε, στή Σκυθόπολη ζοῦσε ἕνας ἀριστοκράτης». «Ταξεώτης» τό λέει στό ἀρχαῖο κείμενο, εἶχε κάποια ἀνώτερη τάξη, ἤτανε ἀνωτέρας τάξεως, «ὁ ὁποῖος διέπραξε πάρα πολλά ἁμαρτήματα καί παντοιοτρόπως ἐμόλυνε τό σῶμα του»[10]. Ἡ Σκυθόπολις παρεμπιπτόντως ὑπάρχει καί σήμερα. Εἶναι πόλις τῆς Παλαιστίνης καί ὀνομαζότανε Βεθσεάν ἤ Βεθσάν. Καί σήμερα ἑβραϊκά ἔτσι λέγεται. Καί τήν ὀνόμασαν οἱ Ἕλληνες Σκυθόπολη, γιατί εἶχε ἱδρυθεῖ -ὅπως πίστευαν- ἀπό τούς Σκῦθες καί ἦταν καί ἕδρα Ἐπισκόπου. Σήμερα ὑπάρχουν τά ἐρείπια αὐτῆς τῆς ἀρχαίας πόλης.           
            Σ’ αὐτή τήν πόλη λοιπόν ζοῦσε αὐτός ὁ ἁμαρτωλός ἀριστοκράτης «αἰσθάνθηκε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, συντριβή καί ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο καί ἀφοῦ ἔκτισε ἕνα κελί σ’ ἕνα ἐρημικό μέρος, ἀσκήτευε σ’ αὐτό φροντίζοντας γιά τήν ψυχή του. Ὅταν τό ἔμαθαν μερικοί ἀπό τούς γνωστούς του, ἄρχισαν νά τοῦ στέλνουν τακτικά ἄρτους, φοίνικες», χουρμάδες θά λέγαμε, φροῦτα ὡραῖα κ.λ.π. φαγητά «καί ὅλα τά ἀναγκαῖα. Μόλις εἶδε -ὁ ἀναχωρητής- ὅτι βρίσκεται σέ ἀνάπαυση, χωρίς νά τοῦ λείπει τίποτε, λέει στόν ἑαυτό του: Πράγματι ἡ ἀνάπαυσις αὐτή θά μέ ἐκδιώξει ἀπό τήν ἐκεῖ ἀνάπαυση», ἀπό τήν εἰς τόν Παράδεισο ἀνάπαυση. «Ἐγώ δέ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔχω τέτοια ἀνάπαυση. Ἀμέσως λοιπόν ἐγκατέλειψε τό κελί του λέγοντας: Ἐμπρός, ψυχή μου, ἄς πορευθοῦμε πρός τή θλίψη, γιατί τό ψωμί μου πρέπει νά εἶναι ἡ τροφή τῶν ἀλόγων, δηλαδή τό χορτάρι, μέ τό ὁποῖο τρέφονται τά ἄλογα ζῶα, ἐπειδή διέπραξα καί τά ἔργα τῶν ἀλόγων ζώων»[11]. Αὐτός μᾶς διδάσκει καί κάτι σπουδαῖο, ὅτι δέν πρέπει κανείς νά ἔχει εὔκολη τήν ἀπόλαυση, καί μάλιστα ὅταν εἶναι μοναχός, καί νά μήν εἶναι εὔκολος στό νά δέχεται δῶρα καί πράγματα πού τόν ὁδηγοῦν στήν ἀπόλαυση.
            Παίρνει λοιπόν τή γενναία αὐτή ἀπόφαση νά φύγει ἀπό τόν τόπο του καί αὐτό σημαίνει ξενιτεία. Μία διάσταση σπουδαία τῆς ξενιτείας εἶναι τό νά μήν εἶσαι στήν πατρίδα σου, νά φύγεις ἀπό τούς φίλους σου, τούς γνωστούς καί τούς συγγενεῖς, γιά νά ἔχεις περισσότερη ἄσκηση. Νά εἶσαι σέ ξένους ἀνάμεσα ὡς ξένος καί νά ἔχεις ἔτσι λιγότερη εὐκολία στό νά ἀπολαμβάνεις τά τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί ἕνας πού δέν σέ ξέρει, φυσικά καί δέν θά σέ πλησιάζει εὔκολα καί δέν θά σοῦ φέρνει εὔκολα τά ἀγαθά τοῦ τόπου ἐκείνου. Θά πρέπει δηλαδή κανείς νά ἐπιλέγει ὄχι αὐτά πού ἀναπαύουν τήν σάρκα, ἀλλά αὐτά πού δυσκολεύουν τήν σάρκα. Καί ὅταν εἶσαι σ΄ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, βοηθιέσαι πολύ στήν ἄσκηση, τήν κατά Θεόν ἄσκηση. Ὅσο κανείς κόβει τίς παρηγοριές τοῦ κόσμου τούτου, τόσο ἀνοίγεται στίς παρηγοριές τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε περιπτώσεις ἀσκητῶν πού εἶχαν μείνει τελείως μόνοι τους, εἶχαν στόν Θεό τήν ἐλπίδα τους καί δέν εἶχαν ἄνθρωπο νά τούς ὑπηρετήσει οὔτε νά τούς κάνει ἕνα ζεστό τσάι ὅταν ἦταν ἄρρωστοι κ.λ.π. ὅπως ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καί ἔστειλε ὁ Θεός ἀγγέλους καί τούς ὑπηρετοῦσαν. Ἀλλά ὅταν πῆγαν ἄνθρωποι, ἔφευγε ὁ ἄγγελος... καί θρηνοῦσαν καί ὀδύρονταν, γιατί ἦρθες;.. καλύτερα νά μήν ἐρχόσουν.. μοῦ ἔδιωξες τόν ἄγγελο! Δηλαδή πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τήν πίστη πού μετακινεῖ καί ὄρη καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε σέ μιά ἄλλη, θά λέγαμε, διάσταση καί κατάσταση, νά ζοῦμε μέσα στόν Θεό, μέ τόν Θεό καί μέ τούς Ἁγίους καί τούς ἀγγέλους.
            «Μέ ποιόν τρόπο ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τήν πρώτη συνήθεια καί συνηθίζει νά ζεῖ στή ζωή τῆς στερήσεως καί τῆς ἀσκήσεως; Νά ζήσει τό σῶμα χωρίς τήν ἱκανοποίηση τῶν στοιχειωδῶν ἀναγκῶν του εἶναι ἀδύνατο, ὅσον ὅμως εἶναι δυνατό συγκρατεϊ αὐτό ὁ νοῦς ἀπό τίς ἀπολαύσεις καί τήν μαλθακότητα, ἐφόσον βεβαίως ὁ ἄνθρωπος παραμένει μακράν τῶν περιστάσεων», τῶν συνθηκῶν ἐκείνων, «οἱ ὁποῖες προκαλοῦν μαλθακότητα, ἐπειδή ὅταν βλέπει τά αἴτια τῶν ἀπολαύσεων καί τῆς μαλθακότητος», τά ὡραῖα φαγητά, τά γλυκά κ.λ.π. «ξυπνάει μέσα του φλογερή γιά αὐτά ἐπιθυμία καί τότε ἤ ἐπιστρέφει πάλι πρός αὐτά τά αἴτια, ἤ ἀναλαμβάνει ἀγῶνα ἰσχυρότατων πολέμων»[12]. Δυσκολεύει πάρα πολύ τόν ἀγῶνα του ἕνας ἄνθρωπος πού παραμένει μέσα στίς ἀφορμές τῶν παθῶν. Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε κάποιοι, ἐγώ εἶμαι μέ ὅλους, κάνω παρέα μέ ὅλους, πηγαίνω ὁπουδήποτε καί δέν ἔχω κανένα πρόβλημα. Ἔχεις πρόβλημα! Γιατί ὅσο πιό εὔκολα εἶναι αὐτά τά ὁποῖα διεγείρουν τά πάθη καί ὅσο πιό ἔντονα καί προκλητικά, τόσο δυσκολεύεις τόν ἀγῶνα σου καί πολύ γρήγορα θά βρεθεῖς νά εἶσαι πτῶμα ἐξαίσιο.. ἤ θά ἔχεις πάρα πολύ μεγάλο ἀγῶνα, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε εὔκολα νά ἀποφευχθεῖ ἐάν ἀσκοῦσες αὐτή τήν ἀπομάκρυνση, τήν ξενιτεία ἀπό τούς τόπους οἱ ὁποῖοι εἶναι πλούσιοι στά ὑλικά πράγματα καί σοῦ ἱκανοποιοῦν τά πάθη σου. Θά πρέπει δηλαδή νά ἐπιδιώκει τούς τόπους ὅπου δέν βρίσκει εὔκολα αὐτά πού ἀναπαύουν τή σάρκα καί ἱκανοποιοῦν τά πάθη.
            Ἄσκηση λοιπόν, νηστεία ὅταν θέλει νά κάνει κανείς, θά πρέπει νά φτιάξει καί τίς συνθῆκες ἔτσι ὥστε νά βοηθεῖται. Ἄν, ἄς ποῦμε, ἔχει ἕνα ψυγεῖο μέ τά πάντα μέσα στό σπίτι του καί κάθε τόσο τό ἀνοίγει, πολύ δύσκολα θά καταφέρει νά νηστέψει. Ἐνῶ, ὅταν ἀδειάσει τό ψυγεῖο του καί τό σπίτι του ἀπό πράγματα πού δέν χρειάζονται καί κρατήσει τά τελείως ἀπαραίτητα, πολύ πιό εὔκολα θά κάνει τήν ἄσκησή του. Αὐτά ἐδῶ μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι καί ἔχουνε σημασία. Ἄν θέλει κανείς νά προχωρήσει πνευματικά, δέν θά πρέπει νά πηγαίνει λ.χ. στίς καφετέριες.. ὅλα αὐτά τά μέρη πού δίνουν μία ἀπόλαυση κοσμική καί γήινη, ἀλλά νά ἀσκεῖ ἀκριβῶς τήν ξενιτεία, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό ὅλα αὐτά, τόν ἐγκλεισμό ὅσο εἶναι δυνατόν, νά μή βγαίνει πολύ ἔξω καί ὅλα αὐτά πού βοηθᾶνε στή νηστεία. Νά διαμορφώσει ἔτσι τή ζωή του, ὥστε νά τά ἔχει. Νά κόψουμε λοιπόν τίς ἀφορμές τῶν παθῶν.
            «Γι’ αὐτό καί ὁ Λυτρωτής ἡμῶν παρήγγειλε σ’ ἐκεῖνον πού ἤθελε νά Τόν ἀκολουθήσει, νά γυμνωθεῖ προηγουμένως καί νά ρίψει ἀπό ἐπάνω του τά αἴτια τῆς μαλθακότητας καί τοιουτοτρόπως νά Τόν ἀκολουθήσει». Ὅταν Τοῦ εἶπε κάποιος, Κύριε, θά Σέ ἀκολουθήσω ὅπου πᾶς, τοῦ λέει, νά ξέρεις, «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ»[13]. Τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ ἔχουνε φωλιές, Ἐγώ δέν ἔχω.. Πρέπει νά τό πάρεις ἀπόφαση, κι ἄν θέλεις νά Μέ ἀκολουθήσεις, νά μήν ἔχεις αὐτή τήν ἐπιθυμία γιά ἀνάπαυση σαρκική. Κι αὐτό βεβαίως ἰσχύει γιά ὅλους τούς χριστιανούς, ὄχι μόνο γιά τούς μοναχούς. Γιατί χριστιανός αὐτό σημαίνει, ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ καί θά πρέπει νά ρίψεις ἀπό πάνω σου ὅλα τά αἴτια τῆς μαλθακότητας. Γι’ αὐτό βλέπετε οἱ Ἅγιοι, πρόσεχαν τά πάντα καί τό τί ἔτρωγαν καί τό τί φοροῦσαν.. ὅλα νά εἶναι ἔτσι μέ μία σκληρότητα, θά λέγαμε. Καί τά ροῦχα νά εἶναι λίγο σκληρά, λίγο ἄγρια καί λίγο νά τσιμπᾶνε τό σῶμα καί ἡ τροφή νά εἶναι ἁπλή, πρόχειρη δηλαδή καί ὄχι ἡδονική, καί τό στρῶμα νά εἶναι σκληρό. Μερικοί βάζανε καί πέτρες ἀκόμα καί ξάπλωναν πάνω σέ μία ἁπλή κουβέρτα, σέ μία πολύ ἁπλή στρωμνή. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς γιά νά διώχνουνε τά αἴτια τῆς μαλθακότητας, τῆς τρυφῆς, τῆς ἀπόλαυσης τοῦ σώματος. «Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν ὡς ἄνθρωπος ἄρχισε νά πολεμάει ἐναντίον τοῦ διαβόλου, τόν ἐπολέμησε εἰς ξηροτάτην ἔρημον»[14], σέ μία ἔρημο, πού τή γνωρίζουμε, στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, πού εἶναι τό Σαραντάρειο Ὄρος, πού εἶναι ξηροτάτη. Δέν ὑπάρχει τίποτα. Οὔτε βλάστησις οὔτε νερό. Σ’ αὐτή τήν τοποθεσία πολέμησε καί ὁ Κύριος τόν διάβολο καί ὄχι θά λέγαμε σέ ἕνα σαλόνι πού εἶχε ὅλα τά φαγητά.
            Λένε μερικοί, ὅταν κάποιος φεύγει γιά μοναχός, γιατί νά φύγει;.. νά κάτσει ἐδῶ μέσα στόν κόσμο, νά παλέψει μέ τούς πειρασμούς, μέ τίς προκλήσεις κ.λ.π. καί νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅμως οἱ Ἅγιοι δέν κάνανε ἔτσι. Κι ἄν οἱ Ἅγιοι δέν κάνανε ἔτσι, ὁ Προφήτης Μωησῆς καί ὅλοι αὐτοί οἱ μεγάλοι Ἅγιοι.. ὁ Προφήτης Ἠλίας..
-           Ἐμεῖς εἴμαστε πιό μεγάλοι Ἅγιοι ἀπό αὐτούς πού θά καθίσουμε μέσα στά αἴτια τῶν πειρασμῶν καί δέν θά βλαφτοῦμε;
            Ἐπειδή εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι, γι’ αὐτό ἀποφεύγουμε τά αἴτια. Καί ὁ σοφός στρατηγός, πού θέλει νά νικήσει στή μάχη, δέν ἐμπιστεύεται μόνο στίς δυνάμεις του, ἀλλά διαμορφώνει καί ὅλες τίς συνθῆκες πού θά ἐπηρεάσουν τή νίκη, ἔτσι ὥστε νά νικήσει πιό εὔκολα καί πιό ἄκοπα. Θά κόψει τό νερό καί τό φαγητό στήν πόλη πού πολιορκεῖ. Θά τούς δυσκολέψει καί ἔτσι αὐτοί σιγά-σιγά θά παραδοθοῦν. Ἔτσι κι ἕνας πού θέλει νά πολεμήσει τά πάθη, θά πρέπει νά κόψει καί ὅλα τά αἴτια πού τρέφουν τά πάθη. Λόγου χάρη, ἕνας πού θέλει νά κόψει τά σαρκικά πάθη, θά πρέπει νά κόψει ὁτιδήποτε διεγείρει αὐτό τό πάθος εἴτε εἶναι θεάματα ἄπρεπα εἴτε εἶναι ἀκούσματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος πορνεύει καί μέ τά μάτια, πορνεύει καί μέ τά αὐτιά. Ἔλεγε ἕνας γέροντας στό Ἅγιο Ὄρος, ὅταν εἶναι νέος ὁ ἄνθρωπος πορνεύει μέ τό σῶμα, μετά πού δέν μπορεῖ ἴσως μέ τό σῶμα, πορνεύει καί μέ τά μάτια, ἤ καί μέ τά αὐτιά καί ἀκούει διάφορες διηγήσεις γαργαλιστικές κ.λ.π. καί κάνει πορνεία - μοιχεία μέσα του.
-           Ἄν δέν κοποῦν ὅλα αὐτά, πῶς ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι καθαρός καί πῶς θά χαλιναγωγήσει τόν ἑαυτό του;
            «Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει νά ἐξέλθουμε ἐκ τῆς πόλεως, ἀφοῦ σηκώσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ»[15]. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε»[16], λέει ἡ Ἁγία Γραφή.
-           Ἀπό ποιούς νά βγοῦμε; Ἀπό ποιά πόλη νά βγοῦμε;
            Ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς.
-           Καί νά ξεχωριστοῦμε ἀπό ποιούς;
            Ἀπό ὅλους αὐτούς πού ζοῦνε κοσμικά. Ἄς εἶναι καί συγγενεῖς μας, καί πρώτου βαθμοῦ ἀκόμα. Δέν μπορεῖς νά ζεῖς τή ζωή τους γιά νά τούς ἀρέσεις. Μά μετά λέει, θά μᾶς ἀφήσουνε, θά μᾶς κόψουνε τήν καλημέρα, τίς σχέσεις.. Ἄς μᾶς κόψουν τίς σχέσεις.. Ἐμεῖς καλημέρα θά τούς λέμε, ἀλλά δέ μποροῦμε νά εἴμαστε δίπλα τους καί νά τούς ἔχουμε δίπλα μας καί νά ὑποτασσόμαστε στόν τρόπο ζωῆς πού αὐτοί θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν. Ἐνῶ βλέπετε μιλᾶνε γιά ἐλευθερία οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι καί γιά ἀνθρώπινα δικαιώματα καί γιά ἀξιοπρέπεια κ.λ.π. ὅμως εἶναι οἱ πιό τυραννικοί ἄνθρωποι καί ὅταν δοῦνε ἕναν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔτσι νά προσπαθεῖ νά εἶναι μέ τόν Θεό, ἐξανίστανται καί ἐπαναστατοῦν καί ἀσκοῦν τεράστια δύναμη ἐπιβολῆς ἐπάνω του. Προσπαθοῦν νά τόν διαμορφώσουν ὅπως αὐτοί θέλουν, νά τόν κάνουν ὑποχείριό τους.
-           Γιατί δέν σέβεσαι ἐσύ πού λές ὅτι εἶσαι ὑπέρ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τήν ἐλευθερία μου;
            Ἐγώ θέλω νά ζήσω μέ τόν Θεό.
-           Γιατί σώνει καί καλά θέλεις νά μέ φέρεις στό δικό σου τρόπο ζωῆς; Ἄν δέν εἶναι αὐτό ρατσισμός καί δικτατορία, τί εἶναι;
            Ἐξέλθετε, λοιπόν. Ἡ τροπική ἔξοδος. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε»[17]. «Ἄς ἐξέλθουμε μαζί μέ τόν Χριστό καί ἄς δεχθοῦμε ἐπάνω μας τούς ἐξευτελισμούς τούς ὁποιους ὑπέμεινε γιά μᾶς», αὐτά τά λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «γιατί γιά νά μᾶς λυτρώσει ἔπαθε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἐπειδή μόλις ὁ ἄνθρωπος ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν κόσμο καί τά κοσμικά πράγματα, γρήγορα λησμονεῖ τήν πρώτη του συνήθεια καί δέν βασανίζεται ἐπί πολύ χρόνο μέ τήν ἐνθύμηση τῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου»[18]. Φαίνεται νά εἶναι δύσκολο. Ἄν κανείς ὅμως κάνει τό βῆμα, ἤ καί τό πήδημα -πού φαίνεται νά εἶναι πήδημα στό κενό- καί φύγει ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κοσμικά, τίς παρέες, τούς ἀνθρώπους τούς κοσμικούς, μέ τούς ὁποίους μέχρι τώρα συναναστρεφόταν, τόν τρόπο ζωῆς τόν κοσμικό, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, λίγες βδομάδες, θά τά ἔχει ξεχάσει ὅλα καί θά τοῦ φαίνονται ὅλα πάρα πολύ φυσιολογικά καί ὡραῖα καί εὔκολα τά τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο δέν κάνει ὅμως τό βῆμα, τοῦ φαίνεται δύσκολο νά τά ἀποχωριστεῖ. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, ὅταν κοπεῖς ἀπό αὐτά, γρήγορα ἐλευθερώνεσαι καί ἀπό τήν ἐνθύμηση τῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἔφτασαν σέ τόσο μεγάλα μέτρα ἁγιότητας καί ἄσκησης.
            «Πάρα πολύ βοηθάει στόν ἀγῶνα αὐτό τό νά ζεῖ στό κελί του», στό σπίτι του θά λέγαμε κατ’ ἀντιστοιχία ὁ χριστιανός, «μέ πτωχεία καί στερήσεις, καί νά εἶναι τό κελί του», τό σπίτι του, «ἄδειο καί γυμνό ἀπό κάθε τι πού θά ἦταν δυνατό νά κινήσει μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπόλαυσης»[19]. Μή θέλεις νά ἔχεις σπίτι πλούσιο, στολισμένο καί μέ ὅλα τά ἀπολαυστικά μέσα τά ὁποῖα διεγείρουν τίς αἰσθήσεις καί τά πάθη.
-           Γιατί λ.χ. τό σπίτι νά ἔχει τηλεόραση καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀναπαύουν τή σάρκα καί ξεκινᾶνε ἀπ’ αὐτά τά πάθη;
            «Ὅταν οἱ αἰτίες τῆς μαλθακότητας βρίσκονται μακριά ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν κινδυνεύει νά περιπέσει στόν διπλό πόλεμο, τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό, δηλαδή τόν πόλεμο -πρῶτον- τῶν αἰσθήσεων καί -δεύτερον- τόν πόλεμο τῶν λογισμῶν»[20]. Λέει στήν Ἁγία Γραφή «ἀνέβη ὁ θάνατος διά τῶν θυρίδων»[21], ἀπό τά παράθυρα τῆς ψυχῆς, τίς θυρίδες, πού εἶναι οἱ αἰσθήσεις, καί μάλιστα τά μάτια καί τά αὐτιά κατεξοχήν, ἀλλά καί ἀπό τή γεύση καί τήν ἀφή καί τήν ὄσφρηση, περνάει ὁ θάνατος. Περνᾶνε δηλαδή οἱ δαίμονες πού διεγείρουν τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στίς ἄλογες ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες καί στίς συγκαταθέσεις καί στίς πτώσεις.
            Ἄν λοιπόν ἀπομακρύνεις τά αἴτια τῆς μαλθακότητας, ἀσκήσεις αὐτή τήν τροπική ξενιτεία, δέν θά πέσεις στόν πόλεμο πού ξεκινάει ἀπό τίς αἰσθήσεις καί δεύτερον στόν πόλεμο πού ξεκινάει ἀπό τούς λογισμούς.
-           Γιατί καί οἱ λογισμοί πῶς ξεκινοῦν;
            Εἴτε ἀπό μνῆμες τοῦ παρελθόντος, οἱ ὁποῖες ξυπνᾶνε λόγω διαφόρων πραγμάτων πού εἴτε βλέπουμε εἴτε ἀκοῦμε. Μᾶς ξυπνᾶνε τίς μνῆμες τίς ἐμπαθεῖς.. καί νά πάλι ὁ πόλεμος. Ἐνῶ ἄν δέν ἔβλεπες καί δέν ἄκουγες, δέν θά εἶχες αὐτό τό ξύπνημα τῆς μνήμης καί τόν πόλεμο.
            «Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρατάει μακριά ἀπό αὐτόν ὅσα προκαλοῦν τήν ἀπόλαυση, νικᾶ χωρίς κόπο καί εὐκολότερα ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει κοντά του ὅσα διεγείρουν τήν ἐπιθυμία του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος σέ κάθε μέλος τοῦ σώματός του ἔχει καί τόν ἀντίστοιχο πόλεμο, γι’ αὐτό πρέπει νά προφυλάσσεται καί νά περιορίζει τόν ἐναντίον του πόλεμο»[22]. Εἶναι θά λέγαμε λαϊκά, τσάμπα κόπος νά ἀφήνεσαι ἔτσι μέ ἐλεύθερες καί λυμένες τίς αἰσθήσεις, χωρίς νά προσέχεις δηλαδή τί βλέπεις, τί ἀκοῦς κ.λ.π. ὁπότε θά συσσωρεύεις μέσα σου ἕνα σωρό προκλήσεις πού διεγείρουν τά πάθη καί τούς λογισμούς.
            «Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν εἶπε· πρέπει νά ἀποφεύγουμε τά σωματικά, δηλαδή τίς ὕλες, οἱ ὁποῖες ἐρεθίζουν τά πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κοντά στόν σωματικό πόλεμο, μοιάζει μέ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος στέκει ἐπάνω ἀπό βαθύτατο λάκκο αὐτόν ὁπόταν θέλει νά τοῦ ἐπιτεθεῖ ὁ ἐχθρός τόν ρίχνει εὔκολα μέσα στόν λάκκο»[23]. Εἶναι πολλοί δυστυχῶς πού παίζουν μέ τή φωτιά καί εἶναι στό παρά πέντε νά ἁμαρτήσουν σαρκικά ἤ νά μήν ἁμαρτήσουν. Αὐτό, λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμένας, εἶναι σάν ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι στό χεῖλος ἑνός μεγάλου λάκκου, στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. Ἔ.. ὁ διάβολος μία νά τοῦ δώσει, τόν πετάει μέσα, τόν συντρίβει. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού τρώει καλά, πού κοιμᾶται καλά, πού δέν προσέχει τίς αἰσθήσεις του κ.λ.π. εἶναι σ’ αὐτή τήν κατηγορία, σάν αὐτόν πού βρίσκεται στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ.
            «Ἐάν ὅμως κανείς βρίσκεται μακριά ἀπό τά σωματικά», δηλαδή προσέχει τίς αἰσθήσεις του, δέν βλέπει ὅ,τι νά ’ναι, δέν ἀκούει ὁτιδήποτε, δέν συναναστρέφεται μέ τόν ὁποιοδήποτε, προσέχει τή διατροφή του, δέν τρώει ἀπρόσεχτα καί μάλιστα ἡδονικά, γαστρίμαργα καί λαίμαργα, προσέχει καί τήν ἀνάπαυσή του, νά μήν εἶναι ὑπερβολική, ὁ ὕπνος του καί ὅλα αὐτά, δηλαδή ἔχει μιά ἐγκράτεια στά σωματικά, ἀνάλογα μέ τίς ἀντοχές του βέβαια πάντα.. αὐτός ὁ ἄνθρωπος λέει «μοιάζει μέ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀπέχει ἀπό τόν λάκκο», εἶναι σέ ἀπόσταση. «Αὐτός, κι ἐάν ἀκόμα συλληφθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό καί σύρεται πρός τόν βόθρο», τόν λάκκο, «γιά νά ριφθεῖ μέσα, μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ καθώς θά σύρεται καί συγχρόνως νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ». Ἔχει ἕνα περιθώριο, δέν εἶναι στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί ζητώντας τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ «ἔρχεται κοντά του, τόν βοηθάει καί ἀφαρπάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά χέρια τοῦ ἐχθροῦ»[24]. Νά πόσο βοηθάει ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἄσκηση, ἡ ἀποξένωση ἀπό ὅλα αὐτά τά σωματικά, πού λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Γιατί κακά τά ψέματα, ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς αὐτό διδάσκει στούς ἀνθρώπους, συνέχεια νά κυνηγοῦν τίς ἀπολαύσεις τῶν αἰσθήσεων. Καί εἶναι στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, νά πέσω ἤ νά μήν πέσω. Καί λέει, ἦταν ἡ κακιά ὥρα καί ἔπεσα στή μοιχεία.. Δέν ἦταν ἡ κακιά ἡ ὥρα, ἤσουν στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ κάθε στιγμή. Ἔ, κάποια στιγμή ὁ διάβολος σοῦ ἔδωσε μία, σέ πέταξε. Τό θέμα εἶναι νά μήν εἶσαι στό χεῖλος, νά εἶσαι σέ ἀπόσταση, νά ἔχεις πάρει τά μέτρα σου. Πάντα νά ἔχεις λάβει τά μέτρα σου, νά εἶσαι μακριά, ὁπότε κι ἄν πέσεις σ΄ ἕναν πειρασμό, νά ἔχεις τόν χρόνο ν’ ἀντισταθεῖς καί νά φωνάξεις βοήθεια ἀπό τόν Θεό.
            «Κάποιος διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία. Τρεῖς ἐργατικοί ἀδελφοί ἀγαπήθηκαν μεταξύ τους. Ἐξέλεξαν δέ διαφόρους τρόπους πνευματικῆς ζωῆς», διαφορετικούς  τρόπους. «Ὁ ἕνας προτίμησε νά συμφιλιώνει ὅσους ἐχθρεύονται καί πολεμοῦν μεταξύ τους, συμφώνως μέ αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί»[25]». Πῆρε αὐτή τήν ἐντολή νά ἐφαρμόσει καί ἔκανε ἔργο τῆς ζωῆς του τό νά συμφιλιώνει αὐτούς πού μάλωναν. Ἔργο Θεοῦ. «Ὁ δεύτερος ἀποφασισε νά ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς», γιατί διάβασε στό Εὐαγγέλιο αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «ἤμουν ἀσθενής καί Μέ ἐπισκεφτήκατε»[26]. «Ὁ τρίτος ἀνεχώρησε στήν ἔρημο». Ἔγινε ἀσκητής, ἄσκησε τήν ξενιτεία, τήν ἀποταγή τήν πλήρη «γιά νά ἐπιδοθεῖ στήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση μαζί μέ τούς Πατέρες. Ὁ πρῶτος, ἀφοῦ ἐκοπίασε πάρα πολύ μέ τίς ἔριδες καί τίς φιλονικίες τῶν ἀνθρώπων», προσπαθοῦσε νά τούς συμφιλιώσει «καί μή μπορώντας νά τούς ἱκανοποιήσει ὅλους, ἀφοῦ ἀπελπίστηκε, ἦλθε πρός ἐκεῖνον πού φρόντιζε τούς ἀσθενεῖς. Τόν βρῆκε ὅμως κι αὐτόν νά εἶναι λυπημένος καί νά μήν ἔχει τή δύναμη νά τελειώσει τήν ἐντολή», νά ὁλοκληρώσει αὐτό πού εἶχε ἀποφασίσει νά κάνει. Κι αὐτός εἶχε κουραστεῖ. «Ἀφοῦ συμφώνησαν λοιπόν καί οἱ δύο, ἔφυγαν νά συναντήσουν τόν ἀσκητή, θέλοντες νά μάθουν τί πέτυχε ἐκεῖνος ἀπό τήν ἄσκηση στήν ἡσυχία»[27]. Ἐμεῖς οἱ δυό σοῦ λέει ἀποτύχαμε, ἄς πᾶμε νά δοῦμε τόν τρίτο φίλο μας τί ἔκανε..
            «Μόλις τόν εἶδαν, τοῦ διηγήθηκαν πρῶτα τά δικά τους, πῶς, δηλαδή, ὁ καθένας εἶχε ἀναρίθμητες θλίψεις καί δέν μπόρεσε νά ἀποτελειώσει τό ἔργο πού εἶχε ἑκουσίως ἀναλάβει καί στή συνέχεια παρακάλεσαν καί ἐκεῖνον νά τούς πεῖ τί ἀπεκόμισε ἀπό τήν ἡσυχία»[28]. Ἐσύ τουλάχιστον τά κατάφερες;... Βρῆκες αὐτό πού ποθοῦσες; Ἁπλά: βρῆκες τή Χάρη; Βρῆκες τό Ἅγιο Πνεῦμα; Τήν εἰρήνη; Τή χαρά; Τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;  
            «Ὁ ἀσκητής βάζει τότε νερό σέ ἕνα δοχεῖο καί τούς λέει: - Προσέξτε τό νερό. Ἦταν δέ ἀκόμα τό νερό στό δοχεῖο ταραγμένο. Μετά ἀπό λίγη ὥρα πάλι τούς λέει: - Προσέξτε καί τώρα τό νερό· ἐν τῷ μεταξύ τό νερό εἶχε ἠρεμήσει πλέον. Καθώς λοιπόν παρατήρησαν, βλέπουν στό νερό, σάν νά ἔβλεπαν σέ καθρέφτη τά πρόσωπά τους. Τότε ὁ ἀσκητής τούς λέει: - Ἔτσι, ἀδελφοί μου, εἶναι κι αὐτός πού βρίσκεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τήν ταραχή δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες του. Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο καί ἐγκατασταθεῖ σέ ἐρημικό τόπο καί ἡσυχάσουν οἱ αἰσθήσεις του, τότε βλέπει τά ἐλαττώματά του καί διορθώνεται, ἐάν θέλει, μέ τή βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ»[29]. Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο δίδαγμα. Εἶναι αὐτό πού λέει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «πρῶτον καθαρθῆναι καί εἶτα καθᾶραι· πρῶτον φωτισθῆναι καί εἴτα φωτίσαι». Πρῶτα πρέπει νά καθαριστεῖς καί ἔπειτα νά φροντίσεις νά καθαριστοῦν καί οἱ ἄλλοι. Πρῶτα νά φωτιστεῖς ἐσύ καί μετά νά φωτίσεις. Ἀλλά γιά νά καθαριστεῖς καί νά φωτιστεῖς, θά πρέπει νά δεῖς ἀπό ποιά πράγματα πρέπει νά καθαριστεῖς. Νά δεῖς τά πάθη σου, νά δεῖς τίς βρωμιές σου. Σκεφτεῖτε ἕναν ἄνθρωπο πού θέλει νά καθαρίσει, ἄς ποῦμε, ἕνα ροῦχο καί πάει μέσα στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Μπορεῖ νά τό καθαρίσει; Ἀφοῦ δέ βλέπει ποῦ εἶναι ἡ βρωμιά, ποῦ εἶναι ὁ λεκές! Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὅσο εἶναι μέσα στόν κόσμο, δηλαδή ἐννοεῖ μέσα στόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, ὄχι πού ζεῖ μέσα σέ μιά πόλη. Μπορεῖ νά ζεῖς μέσα σέ μιά πόλη καί νά ζεῖς ἡσυχαστικά, χριστιανικά. Μπορεῖς νά δεῖς καί μέσα στήν πόλη τόν ἑαυτό σου, ὅταν δέν ἔχεις τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Μπορεῖ νά γίνει καί μέσα στήν πόλη ἡ κάθαρση. Καί παντοῦ μπορεῖ νά γίνει, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο πού μᾶς δείξανε οἱ Πατέρες.
            Αὐτό λέει ἐδῶ καί ὁ ἀσκητής. Ἐγώ ἐδῶ πού ἦρθα, ἡσύχασα ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Εἶναι πιό εὔκολο βέβαια στήν ἔρημο, σ’ ἕνα μοναστήρι, ἀλλά καί μέσα στόν κόσμο, ἐάν προσέχει κανείς καί λάβει τά μέτρα του, μπορεῖ. Πῆγα στήν ἔρημο καί ἔγινα σάν τό νερό αὐτό πού βλέπετε τώρα, πού εἶναι σάν καθρέφτης καί εἶδα τόν ἑαυτό μου, εἶδα τά πάθη μου. Καθαρίστηκα ἀπό τά πάθη μου. Καί τώρα βεβαίως, ἄν ἤθελε καί ἔπαιρνε εὐλογία, θά μποροῦσε νά βοηθήσει καί νά κάνει τό ἔργο καί τῶν ἄλλων δύο καί νά τό κάνει ἐπιτυχημένα. Δηλαδή νά συμφιλιώνει αὐτούς πού μάλωναν καί νά ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς καί νά ἔχει καρπό. Οἱ ἄλλοι πῆγαν νά κάνουν πρῶτα τό ἔργο γιά τούς ἄλλους, χωρίς νά ἔχουν ἐργαστεῖ στήν ψυχή τους, ὁπότε κουράστηκαν, ἀπηύδησαν πού λέμε ἔτσι λαϊκά. Γιατί ἀκριβῶς ὁ κόσμος καί οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, δέν θά σοῦ ποῦνε εὐχαριστῶ. Ἀντίθετα θά σέ κατηγορήσουν κιόλας. Ἐνῶ τούς εὐεργετεῖς, θά σοῦ ἀνταποδώσουν κακό στό καλό ἤ, ἴσως στήν καλύτερη περίπτωση, μιά ἀχαριστία. Δέν θά σοῦ ποῦνε εὐχαριστῶ. Ἕνας στούς δέκα, ἄν θά σοῦ πεῖ εὐχαριστῶ. Ὅπως στούς δέκα λεπρούς ὁ ἕνας εἶπε στόν Κύριο εὐχαριστῶ.
            Λοιπόν αὐτό, ἄν δέν ἔχεις ἐσύ καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη σου, θά σέ κουράσει, θά σέ ἀπογοητεύσει καί θά σέ ἀπελπίσει. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐργαστεῖ στόν ἑαυτό του καί δέν ἐπιδιώκει πλέον τήν ἀνταπόδοση, ἀγαπάει γιατί ἔτσι ἀγαπάει ὁ Θεός καί ἔτσι θέλει ὁ Θεός ν’ ἀγαπᾶμε, χωρίς νά περιμένουμε τό εὐχαριστῶ, χωρίς νά περιμένουμε καλή συμπεριφορά, ἀντίθετα νά περιμένουμε κακή συμπεριφορά ἀπ’ αὐτόν πού εὐεργετοῦμε, αὐτός δέν θά κουραστεῖ, θά συνεχίσει ν’ ἀγαπάει παρόλο πού οἱ ἄλλοι δέν θά τόν ἀγαπᾶνε. Καί ἔτσι μπορεῖ κανείς νά βοηθήσει καί τούς ἄλλους νά φωτιστοῦν καί νά καθαρθοῦν. Νά λοιπόν ποιός εἶναι ὁ δρόμος. Πρῶτα θά καθαριστεῖς, θά βγεῖς τροπικά ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, ἄν μπορεῖς καί τοπικά ἀκόμα καλύτερα καί πιό εὔκολα, θά καθαριστεῖς ἀπ’ τά πάθη σου, θά φωτιστεῖς ἐσύ, θά πάρεις τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μετά θά μπορέσεις νά βοηθήσεις καί τούς ἄλλους νά καθαριστοῦν. Πάντα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ βέβαια, ὄχι ὅτι ἐσύ θά τούς καθαρίσεις καί θά τούς φωτίσεις, ἀλλά θά τούς δείξεις τόν δρόμο. Θά δοῦνε σέ σένα τί μποροῦνε νά γίνουν κι αὐτοί. Κι αὐτό εἶναι τό πολύ σημαντικό. Αὐτό ἔχει σημασία πάρα πολύ μεγάλη γιά ὅλους μας. Βλέπετε, οἱ γονεῖς πολλές φορές προσπαθοῦν νά συμμορφώσουν τά παιδιά τους, νά τούς δείξουν τόν δρόμο τόν σωστό, ἀλλά οἱ ἴδιοι δέν ἔχουν ἐργαστεῖ στόν ἑαυτό τους, ἔχουν τά πάθη τους, ἔχουν τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς.
-           Ὁπότε τό παιδί τί βλέπει;
            Βλέπει μία ὑποκρισία, νά προσποιεῖται ἡ μητέρα τήν καλή ἤ ὁ πατέρας τόν καλό καί νά διδάσκουν στό παιδί ὅτι αὐτά πρέπει νά κάνεις, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν τά κάνουν. Καί φυσικά καί τό παιδί λέει, γιατί νά γίνω σάν κι αὐτούς ὑποκριτής; Καί παίρνει κι αὐτό τόν εὔκολο δρόμο συνήθως, τόν κοσμικό τρόπο, καί γίνεται χειρότερος ἀπ’ τούς γονεῖς καί τό δείχνει κιόλας. Πρῶτα λοιπόν καθαρίζεσαι, ἀποτάσσεσαι, ξενιτεύεις γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, καί μετά βοηθᾶς καί τούς ἄλλους.
            «Ἕνας γέρων εἶπε: ὅπως ἀκριβῶς σέ δημόσιο δρόμο, ὁ ὁποῖος δηλαδή εἶναι στρωμένος καί καταπατεῖται συνεχῶς», ὅπως εἶναι ἡ ἄσφαλτος λόγου χάρη, «ἐκεῖ δέν ἀναπτύσσεται χλωρό χόρτο, οὔτε φυτρώνει ὁτιδήποτε καί ἄν σπείρεις, παρά μόνο στό άπάτητο ἔδαφος», πού εἶναι καί καλλιεργημένο βέβαια, «φυτρώνουν μέ εὐκολία τά φυτά, ἔτσι γίνεται καί μέ τούς ἀνθρώπους. Ἕως ὅτου βρισκόμαστε στό μέσο τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου, ὁ νοῦς συνεχῶς ἐνοχλεῖται ἀπό τίς ἐξωτερικές μέριμνες καί καταπατεῖται, καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τά πάθη πού ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα στήν ψυχή του»[30]. Ἄν δέν φύγεις ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἄν δέν φύγεις ἀπ’ ὅ,τι ἐρεθίζει τίς αἰσθήσεις, θεάματα, ἰντερνέτ, καφετέριες, ὅπως εἴπαμε, ὅλα αὐτά τά κοσμικά.. θά εἶσαι καταπατημένος σάν ἕνας δρόμος ὁ ὁποῖος εἶναι ἄσφαλτος. Ἐκεῖ ὅ,τι καί νά σπείρεις, δέ φυτρώνει τίποτα. Ἄν δέ φύγεις ἀπ’ αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς, δέν μπορεῖς νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου, τά πάθη σου καί νά καλλιεργηθεῖς πνευματικά.
            «Ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάσει ἀπερχόμενος μακράν παντός περισπασμοῦ καί τῶν φροντίδων, τότε βλέπει τά πάθη πού φυτρώνουν μέσα του καί φαίνονται καθαρά πλέον. Ἐνῶ προηγουμένως αὐτά διέφευγαν τήν προσοχή του, ἄν καί ἦταν μέσα του καί αὐτός ἦταν διαρκῶς μέσα σ’ αὐτά καί περιπατοῦσε καί καταγινόταν μ’ αὐτά»[31]. Βλέπετε; Καί τό λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν μετανοοῦν, ξέρεις πάτερ, ὅλα αὐτά τά χρόνια ἦταν σάν νά ζοῦσα μέσα σ’ ἕνα ὄνειρο... ἤμουνα χαμένος, ἤμουνα χαμένη. Ἀκριβῶς, μέσα στόν κόσμο εἶσαι χαμένος. «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»[32], εἶπε ὁ Κύριος γιά τόν ἄσωτο. Χαμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅσο εἶναι μακριά τοῦ Θεοῦ, πατημένος δρόμος. Οὔτε τόν ἑαυτό του ξέρει, οὔτε τά πάθη του, οὔτε τόν πλησίον μπορεῖ νά γνωρίσει, οὔτε τόν Θεό.
            «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: - Εἶναι καλό, ἀββᾶ, νά κατοικήσω στήν ἔρημο;», νά πάω νά γίνω ἐρημίτης. «- Οἱ Ἰσραηλίτες, τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας, ὅταν ἀπαλλάχτηκαν ἀπό τούς περισπασμούς στήν Αἴγυπτο καί κατώκησαν σέ σκηνές, τότε τούς ἀποκαλύφθηκε, πῶς πρέπει νά σέβονται τόν Θεό. Ἐπίσης καί τά πλοῖα, ὅταν βρίσκονται ἀνοικτά στό πέλαγος καί ὑποφέρουν ἀπό τήν τρικυμία, δέ μποροῦν τίποτε νά κάνουν. Ὅταν ὅμως ἔλθουν στό λιμάνι, τότε ἐπιδίδονται στό ἐμπόριο. Ἔτσι γίνεται καί μέ τόν ἄνθρωπο, ἐάν δέ φύγει ἀπό τήν ταραχή καί δέν παραμείνει καρτερικά σ’ ἕναν ἡσυχαστικό τόπο, ποτέ δέν εἶναι δυνατό νά λάβει ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας»[33]. Καί ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἔχει καί οἰκογένεια ἐνδεχομένως, πάλι θά πρέπει νά φύγει τροπικά ἀπό τήν ταραχή τοῦ κόσμου καί νά ἡσυχάσει. Νά βρίσκει τρόπο καί τόπο νά μελετᾶ, νά προσεύχεται καί ὅταν ἀκόμα εἶναι στήν ἐργασία νά εἶναι μέ τόν νοῦ του στόν Θεό. Νά μή χάνεται, νά μήν ξεχνιέται, νά κάνει κατά δύναμη προσευχή καί μελέτη ὅταν βρεῖ ἔστω λίγο χρόνο, νά παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του, νά καταγράφει τίς πτώσεις του, νά ἐξομολογεῖται τακτικά. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔρθει σέ ἐπίγνωση ἀληθείας, νά γνωρίσει τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός δηλαδή.
            «- Καί τί πρέπει νά κάνει, πάτερ μου, γιά νά λάβει τό χάρισμα τῶν ἀρετῶν; ρώτησε πάλι ὀ ἀδελφός. Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: - Ἐάν θέλησει κανείς νά μάθει μία τέχνη, ἀφήνει κάθε ἄλλη φροντίδα καί ἀφιερώνεται σ’ αὐτή μόνο» καί κάνει μόνο αὐτή «καί μένει κοντά στόν δάσκαλο καί ταπεινώνεται καί δέχεται προσβολές· καί ἔτσι μαθαίνει τήν τέχνη. Ἀκριβῶς τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Μοναχό» καί μέ τόν χριστιανό γενικότερα, ὁ ὁποῖος, ἄν θέλει νά μάθει τήν τέχνη τοῦ χριστιανοῦ καί τοῦ χριστιανισμοῦ, νά γίνει πραγματικά ὀρθόδοξος, θά πρέπει «νά σταματήσει κάθε κοσμική ἀσχολία», ἐννοεῖ τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς καί δεύτερον «νά θεωρήσει τόν ἑαυτό του χειρότερο ἀπό κάθε ἄνθρωπο», νά ταπεινωθεῖ δηλαδή. Νά μή θεωρεῖ ὅτι ξέρει, ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη διδασκαλίας. «Καί τέλος νά ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτό του σέ πνευματικό δάσκαλο»[34] καί τότε θά ἀποκτήσει τήν ἀρετή. Ὁπωσδήποτε χρειάζεται πνευματικός ὁδηγός.        
            Τρία πράγματα λοιπόν τοῦ λέει. Ἄν θέλεις νά ἀποκτήσεις τήν ἀρετή, φύγε ἀπό κάθε κοσμική ἀσχολία, ἀπό κάθε περιττό, ἀπό καθετί πού ὑπηρετεῖ τή φιλοδοξία, τή φιλαργυρία, τή φιληδονία, αὐτό εἶναι ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς. Δεύτερον, νά ταπεινωθεῖς, νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὅλους, χειρότερο ἀπό κάθε ἄνθρωπο καί τρίτον, νά βρεῖς πνευματικό ὁδηγό καί νά ἐμπιστευθεῖς τή ζωή σου σ’ αὐτόν, ἐφόσον δεῖς ὅτι εἶναι ὄντως πνευματικός ὁδηγός καί ὁδηγεῖ σωστά.
            «Ἕνας Γέροντας διηγήθηκε τά ἑξῆς· ὅταν ἤμουν νεώτερος, εἶχα ἕναν Ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος εὐχαριστεῖτο πάντοτε νά πηγαίνει σέ ἀπομακρυσμένες ἐρήμους καί ἐκεῖ νά ἡσυχάζει· μία ἡμέρα λοιπόν τοῦ λέγω. - Γιατί, ἀββᾶ, φεύγεις πάντοτε στίς ἐρήμους; Ἔχω τή γνώμη, ὅτι αὐτός πού μένει κοντά στόν κόσμο καί βλέπει καί παραβλέπει πρός χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔχει περισσότερο μισθό ἀπό αὐτόν πού δέν βλέπει τίποτε». Αὐτό πού λέγαμε καί προηγουμένως.. Γιατί φεύγεις; Κάτσε μέσα στόν κόσμο νά βλέπεις καί παραβλέπεις γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά πάρεις πιό πολύ μισθό... «Ὁ Γέροντας μοῦ ἀποκρίθηκε· πίστεψέ με, τέκνο μου, ὅτι μέχρις ὅτου φθάσει ὁ ἄνθρωπος στά μέτρα τοῦ Μωϋσέως καί γίνει σχεδόν υἱός τοῦ Θεοῦ, δέν ὠφελεῖται ἀπό τόν κόσμο. Ἐγώ εἶμαι ἀκόμα υἱός τοῦ Ἀδάμ· καί ὅπως ὁ πατήρ μου -ὁ Ἀδάμ- ἔτσι κι ἐγώ μόλις δῶ τόν καρπό τῆς ἁμαρτίας, ἀμέσως τόν ἐπιθυμῶ καί τόν λαμβάνω, τόν τρώγω καί πεθαίνω. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες μας ἔφευγαν στίς ἐρήμους, στίς ὁποῖες δέν ἔβρισκαν τά ἀντικείμενα πού παρασύρουν τόν ἄνθρωπο στά πάθη καί γι’ αὐτό μέ εὐκολία τά φόνευαν»[35]. Βλέπετε πόσο σοφός ἦταν αὐτός ὁ Γέροντας καί πόσο ταπεινός! Δέν εἶμαι στά μέτρα τοῦ Μωϋσέως, εἶμαι υἱός τοῦ Ἀδάμ καί μέ τό πού θά δῶ τόν καρπό πού δέν πρέπει νά φάω, τόν ἐπιθυμῶ καί τόν ἁρπάζω, τόν τρώγω καί πεθαίνω. Γι’ αὐτό φεύγω. Καί ξέρετε καί τό ρητό αὐτό πού λέει «ἤ ὁρῶν μή ἔρα ἤ ἐρῶν μή ὅρα». Ἐάν βλέπεις, νά μήν ἐρωτεύεσαι. Ἐάν δέν μπορεῖς, μή βλέπεις καθόλου. Αὐτό κάνανε καί οἱ Ἅγιοι. Σοῦ λέει, ἐγώ δέν μπορῶ, μέ τό πού θά δῶ κάτι πού κινεῖ τά πάθη, ἀμέσως τό ἐπιθυμῶ. Γι’ αὐτό καλύτερα νά μή βλέπω καθόλου. Γι’ αὐτό φεύγανε στίς ἐρήμους καί γινόταν ἔτσι πολύ πιό εὔκολη ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν.
            «Ὁ ἀββᾶς Τιθόης εἶπε, ὅτι ξενιτεία εἶναι τό νά κρατάει ὁ ἄνθρωπος κλειστό τό στόμα του, ὁπουδήποτε καί ἐάν βρίσκεται»[36]. Κι ἄν θέλετε νά προσθέσουμε καί κλειστά τά μάτια του καί τά αὐτιά του, νά μήν ἀφήνει δηλαδή τούς ἐρεθισμούς νά περνοῦν μέσα του μέσω τῶν αἰσθήσεων καί ἔτσι νά κινοῦνται τά πάθη. Ἔτσι ξενιτεύει ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ νά ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ἀλλά νά εἶναι ξένος, νά ἀσκεῖ αὐτή τή μεγάλη ἀρετή τῆς ξενιτείας καί νά ἔχει πολύ εὔκολη τήν πνευματική ζωή. Γιατί λένε μερικοί δυστυχῶς: πάτερ, ἐσεῖς καλά εἶστε στό Ἅγιο Ὄρος ἤ στό μοναστήρι, βολευτήκατε ἐκεῖ.. Ἐμεῖς μέσα στόν κόσμο, δέ γίνεται νά ζήσουμε χριστιανικά. Αὐτό εἶναι ψέμα! Ἀλλίμονο.. ἄν δέν μπορεῖς νά ζήσεις πνευματικά ὅπου κι ἄν εἶσαι. Μπορεῖς, ἁπλῶς εἶναι πιό δύσκολο καί θά πρέπει νά προσέχεις πολύ περισσότερο ἀπό ἕναν πού εἶναι στό μοναστήρι καί δέν ἔχει συνέχεια μπροστά του τούς πειρασμούς, ὅπως τούς ἔχεις ἐσύ.

            «Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Λιμήν γαλήνιος εἶναι κάθε τόπος, στόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εὔκολα ρυθμίζει τή ζωή του· ἐκεῖνοι δέ οἱ ὁποῖοι δέν κυβερνοῦν τή ζωή τους, πίπτουν ὅπως τά φύλλα ἀπό τά δένδρα»[37]. Γαλήνιο λιμάνι εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού κυβερνάει τή ζωή του καί ἔχει πνευματικό ὁδηγό. Αὐτός πού δέν ἔχει καθοδήγηση καί αὐτός πού δέν κυβερνᾶ, δέν ἀσκεῖ ἔτσι ἡγεμονία... «πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ»[38] ζητοῦσε ὁ Δαβίδ ἀπό τόν Θεό. Νά μοῦ δώσεις δηλαδή βούληση ἰσχυρή, ὥστε νά κυβερνῶ τόν ἑαυτό μου, νά ἡγεμονεύω, νά εἶμαι κύριος, νά εἶμαι αὑτοκράτορας (νά κρατῶ ἑαυτόν), τό ὁποῖο βέβαια δέ γίνεται χωρίς τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά θά πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά βοηθήσει μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, νά γίνει δηλαδή ξένος ὡς πρός τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς.
            Ἔχει καί ἕνα πολύ μικρό κεφαλαιάκι, ἄς τό ποῦμε κι αὐτό... ὑπόθεσις 14η «Ἀπό ποῦ γεννιέται κατ’ ἀρχάς στόν ἄνθρωπο ὁ φόβος πρός τόν Θεόν καί ἡ ἀγάπη καί ἐπί πόσον καιρόν ὁ ἄνθρωπος χρεωστεῖ νά φοβῆται καί νά ἀγαπᾶ τόν Θεόν;»[39]. Τό δεύτερο σκέλος, βέβαια, τό καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι γιά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά φοβᾶται τόν Θεό, νά σέβεται τίς ἐντολές Του καί περνάει σιγά-σιγά σ’ ἕνα ἀνώτερο εἶδος φόβου, ὅπου πλέον δέ φοβᾶται τήν κόλαση καί τίς ἐπαπειλούμενες τιμωρίες, ἀλλά φοβᾶται μή λυπήσει τόν Θεό. Ἀλλά ξεκινάει κανείς πάντα ἀπό τόν ἀρχικό φόβο, τόν φόβο τῆς κόλασης, ἐργάζεται τίς ἐντολές, ἐργάζεται τίς ἀρετές, τηρεῖ τίς ἐντολές καί σιγά-σιγά αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπάει κι αὐτός τόν Θεό, ὁπότε μετά ἀναβαθμίζεται καί φτάνει στόν δεύτερο φόβο, νά μή λυπήσει τόν Θεό πού τόσο Τόν ἀγαπᾶ.
            «Στό Γεροντικό. Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Εὐπρέπειο: - Πῶς ἔρχεται κατ’ ἀρχάς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή;». Καί λέει ὁ γέροντας: «- Ἐάν ἐκλέξει ὁ ἄνθρωπος τήν ταπείνωση καί τήν ἀκτημοσύνη σύντομα ἔρχεται σ’ αὐτόν καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ»[40]. Πῶς συνδέεται, βλέπετε, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ ταπείνωσις. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, αὐτός πού ἔχει πεποίθηση στόν ἑαυτό του, ἔχει ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, αὐτός δέν φοβᾶται τόν Θεό, δέν σέβεται τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί πολλές φορές λέει, Ποιός Θεός;.. Ἐγώ!.. Κι αὐτός πού ἔχει πολλά, βασίζεται συνήθως σ’ αὐτά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «δύσκολα οἱ πλούσιοι -οἱ πολυκτήμονες δηλαδή- θά περάσουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[41]. Γιατί δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ. Ἐμπιστεύονται στά κτήματά τους, στά πλούτη τους καί νομίζουν ὅτι μ’ αὐτά εἶναι ἐξασφαλισμένοι.
-           Θέλεις ν’ ἀποκτήσεις φόβο Θεοῦ;
            Γίνε φτωχός γιά τόν Χριστό καί ταπεινός. Μήν ἔχεις αὐτοπεποίθηση, ἀλλά Θεοποίθηση.
            «Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος εἶπε: ὅπως ἀκριβῶς ὁ λύχνος φωτίζει σέ τόπο σκοτεινό, ἔτσι καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔλθει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τόν φωτίζει καί τόν διδάσκει ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ»[42]. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἔνα λυχνάρι καί σιγά-σιγά βλέπει τί εἶναι ὁ Θεός, τί θέλει ὁ Θεός ἀπό αὐτόν, διδάσκεται ἀπό τόν Θεό καί προχωράει στήν πνευματική ζωή.
            «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: - Πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή;». Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «- Ἐάν ἐκλέξει ὁ ἄνθρωπος -πρῶτον- τήν ταπείνωση καί -δεύτερον- τήν ἀκτημοσύνη». Αὐτά πού εἶπε καί ὁ προηγούμενος γέροντας, ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπειος. Ἀλλά προσθέτει καί ἄλλα δύο: «καί ἐάν δέν κατακρίνει κανέναν», πού κι αὐτό βέβαια εἶναι ὑπερηφάνεια, εἶναι ἐγωισμός, εἶναι ἀπουσία ταπείνωσης δηλαδή, «καί -τέταρτο- ἄν σέ κάθε πράγμα ἐλέγχει τήν ψυχή του καί τῆς θυμίζει ὅτι πρόκειται κάποτε νά συναντήσει τόν Θεό» καί νά κριθεῖ, ὅταν θά ἔρθει ἡ φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου καί κατεξοχήν κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἄν ἔχει αὐτά τά τέσσερα ὁ ἄνθρωπος, «τότε ἔρχεται σ’ αὐτόν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ»[43]. Ταπείνωση. Ἀκτημοσύνη, νά μήν ἔχει προσκόλληση στά ὑλικά πράγματα. Μπορεῖ νά ἔχει χρήματα, νά εἶναι καί πλούσιος ἀκόμα, ἀλλά νά μήν ἔχει τήν τροπική ἀκτημοσύνη, νά μήν ἔχει προσκόλληση σ’ αὐτά. Κι ἄν τά χάσει, νά μή στενοχωρηθεῖ. Ὅπως ἦταν ὁ Ἀβραάμ. Τρίτο, νά μήν κατακρίνει κανέναν καί τέταρτον, πάντοτε νά ἔχει τή μνήμη τῆς κρίσεως, τή μνήμη τοῦ θανάτου, τή μνήμη ὅτι θά συναντηθεῖ μέ τόν Θεό καί θά λογοδοτήσει.
            Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας καί γιά τήν ξενιτεία, ὡς συμπλήρωμα σ’ αὐτά πού εἴπαμε τήν προηγούμενη φορά, καί γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, νά Τόν παρακαλέσουμε νά τά βάλουμε σέ πράξη ὅλα αὐτά καί ν’ ἀσκήσουμε αὐτή τήν τροπική ξενιτεία ἀπό τόν κόσμο καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ νά ἔχουμε πάντα στήν καρδιά μας.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
[2] Α΄Ἰωάν. 5, 19.
[3] Ματθ. 10, 34-35.
[4] Ματθ. 5, 29-30.
[5] Ὅ.π.
[6] Εὐεργετινός.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Α΄Ἰωάν. 5, 19.
[10] Εὐεργετινός.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Λουκ. 9, 58.
[14] Εὐεργετινός.
[15] Ὅ.π.
[16] Β΄Κορ. 6, 17.
[17] Ὅ.π.
[18] Εὐεργετινός.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ἱερ. 9, 21.
[22] Εὐεργετινός.
[23] Ὅ.π.
[24] Ὅ.π.
[25] Ματθ. 5, 9.
[26] Ματθ. 25, 36.
[27] Εὐεργετινός.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Ὅ.π.
[31] Ὅ.π.
[32] Λουκ. 15, 32.
[33] Εὐεργετινός.
[34] Ὅ.π.
[35] Ὅ.π.
[36] Ὅ.π.
[37] Ὅ.π.
[38] Ψαλμ. 50, 14.
[39] Εὐεργετινός.
[40] Ὅ.π.
[41] Ματθ. 19, 23.
[42] Εὐεργετινός.
[43] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου