«Διά πάσης προσευχῆς καί
δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι»[1]. Αὐτά
μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους, στό ἕκτο κεφάλαιο, στόν δέκατο ὄγδοο
στίχο. «Διά πάσης προσευχῆς», μέ κάθε προσευχή καί δέηση νά προσευχόμαστε, «ἐν
παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι καί εἰς αὐτό τοῦτο ἀγρυπνοῦντες», καί νά ἀγρυπνοῦμε
στήν προσευχή, «ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καί δεήσει», μέ κάθε ὑπομονή καί
καρτερία, «περί πάντων τῶν ἁγίων»[2],
γιά ὅλους τούς ἁγίους νά προσευχόμαστε. Καί συνεχίζει στόν δέκατο ἔνατο στίχο «καί
ὑπέρ ἐμοῦ». Νά προσεύχεστε λέει ὁ Ἀπόστολος στούς Ἐφεσίους καί γιά μένα «ἵνα
μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου, ἐν παῤῥησίᾳ γνωρίσαι τό μυστήριον
τοῦ εὐαγγελίου»[3]. Νά μοῦ δοθεῖ λόγος γιά νά
κάνω ἱεραποστολή.
Ἀφοῦ, λέει ὁ Ἅγιος
Νικόδημος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἐξόπλισε, μᾶς ἁρμάτωσε τούς χριστιανούς μέ τά
πνευματικά ὅπλα, γιά τά ὁποῖα μᾶς μίλησε στούς προηγούμενους στίχους, γιά τήν
περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα εἰς τόν Θεό, μέ τήν μάχαιρα τοῦ
πνεύματος, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τόν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, μέ τά ὑποδήματα,
πού εἶναι ἠ ἐπιθυμία γιά ἱεραποστολή, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τά πνευματικά ὅπλα, τώρα ἐδῶ
μᾶς παρουσιάζει μπροστά στόν βασιλέα Θεό καί μᾶς παρακινεῖ νά παρακαλοῦμε Αὐτόν
-τόν Θεό- γιά νά δώσει βοήθεια στούς χριστιανούς ὅλους, καί σέ μᾶς καί στούς ἀδελφούς
μας. Θά πάρετε τά πνευματικά σας ὅπλα, λέει στούς Ἐφεσίους, ἀλλά συνάμα νά
προσευχηθεῖτε στόν Θεό γιά νά πάρετε κι ἐσεῖς καί οἱ ἀδελφοί σας τή Θεία
βοήθεια.
Ἐπειδή προηγουμένως εἶπε
ὅτι ἐσεῖς θά μπορέσετε νά σβήσετε τίς πεπυρωμένες σαΐτες τοῦ διαβόλου, τά
πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ, γιά νά μήν ὑπερηφανευτοῦν τώρα, τούς λέει ὅτι ἔχετε
ἀνάγκη στόν νοητό αὐτό πόλεμο τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία θά ἀποκτήσετε ἐάν
βεβαίως προσεύχεσθε, ὄχι ἁπλά, ἀλλά μέ κάθε προσευχή καί δέηση. Νά προσεύχεσθε
στόν Θεό γιά νά σᾶς βοηθήσει μέ κάθε εἶδος προσευχῆς καί μέ κλαυθμό καί μέ
δάκρυα καί μέ κτύπημα τοῦ στήθους, ὅπως ἔκαναν οἱ τελῶνες, καί μέ γονυκλισίες,
νά κλείνετε γόνυ, νά γονατίζετε, καί μέ στρωτές μετάνοιες, νά κάνετε στρωτές
βαθιές μεγάλες μετάνοιες ὅπως λέμε, καί μέ ἔπαρση -καί μέ ὕψωση- τῶν χειρῶν
σας, καί μέ σηκωμένα τά χέρια πρός τόν οὐρανό. Ὅλα αὐτά εἶναι εἴδη, εἶναι τρόποι
προσευχῆς.
Νά προσεύχεσθε δέ, ὄχι
μόνο στούς ἑπτά προσδιορισμένους καιρούς τῆς προσευχῆς, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, «ἑπτάκις
τῆς ἡμέρας ἤνεσά σε»[4], σέ
παρακάλεσα ἑφτά φορές τήν ἡμέρα, ἀλλά καί εἰς κάθε καιρό, κάθε στιγμή, ὅπως ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε μέ τήν παραβολή τῆς χήρας καί τοῦ ἄδικου κριτοῦ καί ὅπως μᾶς
τό λέει καί πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[5]. Ἔτσι
καί ἐδῶ λέει «προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ»[6]
καί μάλιστα νά προσεύχεσθε ἐν Πνεύματι, δηλαδή νά μή ζητᾶτε τίποτε τό κοσμικό
καί τό γήινο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά νά ζητᾶτε μόνο τά πνευματικά καί τά ἐπουράνια. Αὐτό
σημαίνει τό «ἐν Πνεύματι». Ἤ ἀκόμα τό «ἐν Πνεύματι» σημαίνει νά μήν προσεύχεστε
μόνο μέ τό στόμα, ἀλλά καί μέ τόν νοῦ καί μέ τήν καρδιά προσέχοντας στά λόγια τῆς
προσευχῆς.
- Γιατί μιά προσευχή πού ἐσύ
δέν τήν προσέχεις, γιατί νά τήν προσέξει ὁ Θεός; Λέγοντας δέ ὁ Παῦλος ὅτι πρέπει νά προσεύχεσθε μέ κάθε προσευχή
αἰνιγμωτωδῶς ἐφανέρωσε ὅτι εἶναι δυνατό νά προσεύχεται κάποιος καί πάλι νά μήν
προσεύχεται, ὅταν κάποιος προσεύχεται ἀλλά προσευχόμενος βαττολογεῖ. Δηλαδή, ὅταν
λέει πολλά λόγια χωρίς ὅμως νά προσέχει αὐτά πού λέει, νομίζοντας ὅτι μέ τήν
πολυλογία καί μόνο, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι λέει πολλά, θά εἰσακουστεῖ ἀπό τόν Θεό.
Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «προσευχόμενοι δέ μή βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί»[7].
Νά μή κάνετε παρόμοια προσευχή μ’ αὐτή πού κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι
βαττολογοῦν.
- Τί θά πεῖ τώρα
βαττολογία;
Τό ἑρμηνεύει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος. Βαττολογία, λέει, εἶναι ἡ φλυαρία ἤ ἡ πολυλογία, ἀπό κάποιον Ἕλληνα
πού λεγότανε Βάττος. Ἔτσι ἦταν τό ὄνομά του, Βάττος, ὁ ὁποῖος ἔφτιαχνε μακρούς
καί πολύστιχους ὕμνους καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τόν μιμήθηκαν αὐτόν καί ἔκαναν
πολλούς ὕμνους μέ πολλούς στίχους στά εἴδωλα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ταυτολογίες,
δηλαδή λέγανε συνέχεια τά ἴδια πράγματα. Βαττολογία εἶναι ὅταν ζητᾶμε ἀπό τόν
Θεό αὐτά πού δέν ἁρμόζει, αὐτά πού δέν πρέπει. Παραδείγματος χάριν, λέει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος, δυναστεῖες. Δηλαδή τό νά ἔχει κανείς δύναμη κοσμική, νά ἔχει μία ἐπιφάνεια
στόν κόσμο αὐτό, μιά δόξα μάταιη, ἀνθρώπινη. Καί τό ἐχθρῶν περιγενέσθαι. Ἤ ἀκόμα
νά ζητᾶμε νά κυριαρχήσουμε στούς ἐχθρούς μας. Καί χρημάτων περιουσία, καί τό νά
ἀποκτήσουμε περιουσία χρηματική, καί ἁπλῶς τά μηδέν διαφέροντα. Καί γενικῶς νά
ζητᾶμε αὐτά, τά ὁποῖα δέν εἶναι πρός τό συμφέρον μας. Αὐτό ὀνομάζει βαττολογία ὁ
ἱερός Χρυσόστομος, νά ζητᾶμε τά μάταια, ἤ καί τά ἐπιβλαβή καί αὐτά τά ὁποῖα δέν
ἀρέσουν στόν Θεό. Ποτέ δέν ἀρέσει στόν Θεό, ἄς ποῦμε, νά εὐχόμαστε ἐναντίον
κάποιου ἀνθρώπου, νά δίνουμε κατάρες καί νά εὐχόμαστε νά πάθει κάποιος κακό. Νά
εὐχόμαστε νά τιμωρηθεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ προσευχή δέν ἀρέσει στόν
Θεό, ἀλλά καί οἱ προσευχές πού ζητᾶμε μάταια πράγματα, νά κερδίσουμε τό λαχεῖο…
καί διάφορες ἄλλες τέτοιες προσευχές. Αὐτά ὅλα εἶναι ἁμαρτία. Γι’ αὐτό λέει ὁ
Κύριος «μή βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί»[8], ὅπως
κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες, «δοκοῦσιν γάρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται»[9].
Νόμιζαν οἱ εἰδωλολάτρες ὅτι μέ τήν πολυλογία θά τούς ἄκουγαν οἱ ψεύτικοι θεοί,
οἱ δαίμονες.
«Καί εἰς αὐτό τοῦτο ἀγρυπνοῦντες»[10],
λέει στή συνέχεια ὁ Ἀπόστολος. Καί σ’ αὐτό, στήν προσευχή, νά ἀγρυπνοῦμε. Καί
τί σημαίνει ἡ ἀγρυπνία; Ἤ τίς παννυχίδες, δηλαδή τίς προσευχές πού γινόντουσαν
καί γίνονται καί σήμερα κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας καί δοξάζουμε τόν Θεό, εἴτε
ὅλη τήν νύχτα εἴτε ἕνα μέρος τῆς νύχτας. Κανονικά βέβαια ἀγρυπνία-ὁλονυκτία εἶναι
ὅλη τήν νύχτα νά μείνεις ἄγρυπνος, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, λέει στό ἱερό εὐαγγέλιο,
διανυκτέρευε στήν προσευχή[11].
Περνοῦσε ὅλη τή νύχτα ἄγρυπνος προσευχόμενος.
Ἤ ἀκόμα ἀγρυπνία λέει
τήν ἄγρυπνο προσοχή καί νήψη τοῦ νοός. Δηλαδή νά κάνουμε προσευχή ἐν παντί καιρῷ
ἐν Πνεύματι ἀγρυπνοῦντες, δηλαδή ἔχοντας προσοχή καί ἐγρήγορση πνευματική. Νά
μή κάνουμε προσευχή ἀμελῶς, ράθυμα, ἀπρόσεκτα, γιατί «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν
τά ἔργα Κυρίου ἀμελῶς»[12]. Ὅταν
λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἀγρυπνεῖ στήν προσευχή καί ὅταν κάνει προσευχή μέ ἄγρυπντο νοῦ,
μέ ξύπνιο νοῦ, μέ νήφοντα νοῦ, αὐτό ἀρέσει στόν Θεό. Καί τό νά ἀγρυπνοῦμε τήν
νύχτα -εἶναι πολύ καλύτερη ἡ προσευχή τῆς νύχτας, γιατί ὑπάρχει ἡσυχία- καί νά
προσευχόμαστε μέ νήψη. Ὅποιος προσεύχεται καί παραστέκεται ἁρματωμένος μπροστά
στόν οὐράνιο Βασιλέα, πρέπει νά εἶναι καί ἄγρυπνος καί νήφων καί προσεκτικός. «Καί
εἰς αὐτό τοῦτο ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καί δεήσει»[13].
Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ, ὅτι πρέπει οἱ χριστιανοί νά προσεύχονται ὄχι
μία ἤ δύο ἤ τρεῖς φορές, ἀλλά πολλάκις, πολλές φορές καί μέ κάθε λογῆς ὑπομονῆς
καί καρτερία. Καί ὄχι εἰς ὀλίγη ὥρα, ὄχι γιά λίγο, ἀλλά καθώς παρακαλοῦσε ἡ
Χαναναία πού ἐπέμενε, ὅπως ἡ χήρα, ἡ ὁποία παρακαλοῦσε τόν ἄδικο κριτή, ὅπως ἡ Ἄννα,
ἡ Ἅγία Ἄννα ἡ μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ. Αὐτή εἶναι ἀληθινή προσευχή καί αὐτή
εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό, αὐτή πού γίνεται μέ ὑπομονή καί καρτερία, ὄχι βιαστικά
-νά τελειώνουμε- καί ἀπρόσεκτα καί μετά δέν θυμᾶται κανείς τί εἶπε..
«Ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει
καί δεήσει περί πάντων τῶν ἁγίων καί ὑπέρ ἐμοῦ»[14].
Τί λέει τώρα ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος; Ὅτι δέν πρέπει νά προσευχόμαστε μόνο διά λόγου
μας, γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους ἀδελφούς, περί πάντων τῶν ἁγίων.
Ἅγιοι ὀνομάζονταν οἱ χριστιανοί. Καί σήμερα ἔτσι πρέπει νά ὀνομαζόμαστε, γιατί ἅγιος
θά πεῖ ἀφορισμένος - ξεχωρισμένος ἀπό τόν κόσμο, πού εἶναι ὑποκείμενος στόν
διάβολο καί στήν ἁμαρτία, στήν ἀκαθαρσία, καί ὑποψήφιος γιά τήν κόλαση. Ὁ
χριστιανός εἶναι ἅγιος, δηλαδή ἔχει ξεχωριστεῖ ἀπό ὅλον αὐτό τόν τρόπο ζωῆς τοῦ
κόσμου. Προσευχή περί πάντων τῶν ἁγίων καί ὑπέρ ἐμοῦ.
Βλέπε δέ, ὤ ἀναγνώστα,
λέει ὁ Ἅγιος, τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ μεγάλου Παύλου. Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος,
πρόσεξε πόσο ταπεινός εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἔχει ταπεινοφροσύνη διπλή,
διότι ὕστερα ἀπό τούς ἄλλους ἔβαλε τόν ἑαυτό του καί διότι φανερώνει ὅτι
χρειάζεται τίς προσευχές τῶν μαθητῶν του. Ἐνῶ ἦταν διδάσκαλος, ἐνῶ εἶχε ἀποκαλύψεις,
εἶχε ἐμπειρίες θεώσεως, εἶχε φτάσει μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, εἶχε ἀκούσει ἄρρητα
ρήματα, εἶχε δεῖ τά ἀγαθά τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά περιγράψει ἀνθρώπινη γλώσσα,
τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ζητάει πολύ ταπεινά, ἔπειτα ἀπό τίς
προσευχές γιά ὅλους τούς ἄλλους, νά κάνουν καί γι’ αὐτόν. «Περί πάντων τῶν ἁγίων
καί ὑπέρ ἐμοῦ» νά εὐχεσθε λέει στούς Ἐφεσίους. Κι αὐτό δέν εἶναι παράδοξο, τό ὅτι
ἕνας μέγας Ἀπόστολος ζητάει τίς προσευχές τῶν μαθητῶν του. Καί ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος ἦταν δεμένος μέ ἀλυσίδες στή φυλακή, καί, ὅπως λέει τό κείμενο, γινόταν ἐκτενής
δέησις, ἐκτενής προσευχή πρός τόν Θεό ἀπό τούς ἄλλους πιστούς. Καί εἰσακούστηκε
ἡ προσευχή τῶν πιστῶν καί ἐλευθερώθηκε ὁ Πέτρος ἀπ’ τά δεσμά τῆς φυλακῆς, ὅπως
εἶναι γραμμένο στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων στό δωδέκατο κεφάλαιο.
Αὐτά εἶναι πού μᾶς
γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν στίχο «Διά πάσης προσευχῆς καί
δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι»[15].
Ἄς δοῦμε πῶς τό ἐρμηνεύει
καί ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος. Ὁ χριστιανός, λέει, τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ θά
χρησιμοποιήσει μέ σοφία Θεοῦ. Ὅλα αὐτά τά ὅπλα πού μᾶς παρουσίασε προηγουμένως ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος ὀφείλουμε νά τά χρησιμοποιήσουμε ἀλλά μέ διάκριση, καί θά ἐπιφέρουμε
νίκη ἐναντίον ὅλων τῶν πνευμάτων τοῦ κακοῦ. Ἀλλά πότε θά νικήσουμε; Μόνο ἄν ἀδιάκοπα
προσευχόμαστε καί ἀδιάκοπα ἀγρυπνοῦμε. Δηλαδή ὑπάρχουν τά ὅπλα, ἡ ἀλήθεια, ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐλπίδα στόν Θεό, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σύνολη ἀρετή, ἀλλά ὅλα αὐτά
πρέπει νά συνδυαστοῦν μέ τήν προσευχή. Στόν πνευματικό πόλεμο τό πολεμικό καί
νικηφόρο πνεῦμα διατηρεῖται μέ τήν ἀδιάκοπη προσευχή, μέ τήν ἀδιάκοπη ἐπίκληση
τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτός ὁ πόλεμος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος
διεξάγεται μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή διατηρεῖ σέ ἐγρήγορση ὅλες τίς ἀρετές
τῆς ψυχῆς, ἔτσι ὥστε δέν λυγίζει, δέν γονατίζει, δέν νυστάζει. Ἡ προσευχή εἶναι
ὁ ἄγρυπνος φρουρός καί φύλακας κάθε ἀρετῆς. Αὐτή ὁδηγεῖ καί χειραγωγεῖ τούς
χριστιανούς στόν πόλεμο κατά τῶν ἁμαρτιῶν, τῶν ἐλαττωμάτων καί τῶν πειρασμῶν. Οἱ
Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ προσευχή εἶναι ὁ «χοράρχης» στόν χορό τῶν ἀρετῶν.
Αὐτή τίς ταξινομεῖ, τίς διευθετεῖ, τίς κατανέμει, αὐτή καί τίς διευθύνει. Ὅλες
οἱ ἀρετές κατευθύνονται διά τῆς προσευχῆς καί ἐνεργοῦνται διά τῆς προσευχῆς. Ἄν
ὁ χριστιανός ἔχει στήν καρδιά του τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ποτέ στή μάχη μέ τίς
ἁμαρτίες καί τούς πειρασμούς δέν θά παρεκκλίνει καί δέν θά ξεπέσει. Γι’ αὐτό εἶναι
ἀπαραίτητο νά γίνει ἀποφασιστικός καί πιεστικός στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀπόκτηση
στήν ἐξάσκηση τῆς προσευχῆς, αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν
βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν»[16].
Θά πρέπει νά ἀσκήσουμε μιά ἅγια βία στόν νοῦ μας, στήν ψυχή μας, σ’ ὅλη μας τήν
ὕπαρξη γιά νά προσευχόμαστε. Μιά ἅγια βία ν’ ἀναγκάσουμε τόν ἑαυτό μας νά
προσεύχεται, γιατί ὁ Θεός σ’ αὐτόν πού ἀναγκάζει τόν ἑαυτό του στήν προσευχή,
σ’ αὐτόν δίνει τό χάρισμα τῆς προσευχῆς. Ἀκοῦμε γιά τούς ὡραίους καρπούς πού ἔχει
ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλά δέν τούς γευόμαστε, γιατί ὁ Θεός δέ μᾶς τό δίνει τό
χάρισμα ἐπειδή βλέπει ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε διάθεση νά ἀγωνιστοῦμε. Δέν ἀναγκάζουμε
τόν ἑαυτό μας, δέν τόν πιέζουμε στήν προσευχή. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἡ
μοναδική ἔνθεη εὐαγγελική ἐγγύηση ὅτι θά νικᾶμε ἀδιάκοπα στόν πόλεμό μας μέ τά
πνεύματα τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας.
- Ἔχεις αὐτή τήν ἀδιάλειπτη
προσευχή;
Τότε ἔχεις μία ἐγγύηση ἀπό
τόν Θεό ὅτι θά νικήσεις τούς ἐχθρούς σου. Μή φοβᾶσαι. Γιατί ἐκεῖνο πού
μαστιγώνει τούς ἐχθρούς, τούς δαίμονες, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, τό ὄνομα
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους», ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος.
Ἡ προσευχή τοῦ χριστιανοῦ
διακλαδίζεται καί ἐκφράζεται σάν προσευχή περί πάντων τῶν ἁγίων: «Διά πάσης
προσευχῆς καί δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι καί εἰς αὐτό τοῦτο
ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καί δεήσει περί πάντων τῶν ἁγίων»[17].
Δηλαδή γίνεται γιά ὅλους τούς χριστιανούς, γιατί κι αὐτοί βρίσκονται σέ ἀδιάκοπο
πόλεμο μέ τά πνεύματα τοῦ κακοῦ κάτω ἀπ’ τόν οὐρανό καί εἶναι σύμμαχοί μας στόν
πόλεμο αὐτό, ἀφοῦ ἀνήκουν στόν καθολικό νοῦν τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν εἶσαι χριστιανός
πρέπει νά ξέρεις ὅτι ὁ διάβολος εἶναι διαρκῶς σέ πόλεμο μέ σένα. Εἴμαστε σέ ἐμπόλεμη
κατάσταση. Ὁ κάθε διάβολος ἐξάγει καί στρέφει ἐναντίον σου ὅλη του τή δύναμη. Ὁ
διάβολος τοῦ θυμοῦ τόν θυμό. Ὁ διάβολος τῆς ἀσωτίας τήν ἀσωτία. Ὁ διάβολος τῆς ὑπερηφάνειας
τήν ὑπερηφάνεια. Ὁ διάβολος τῆς πονηρίας τήν πονηρία. Ὁ διάβολος τοῦ φθόνου τόν
φθόνο. Ὁ διάβολος τῆς ζήλειας τή ζήλεια. Ὁ διάβολος τῆς ἀπόγνωσης τήν ἀπόγνωση.
Καί μέ τή σειρά αὐτή τό ὄνομα τῶν δαιμόνων εἶναι λεγεών καί ὁ ἀριθμός τῶν πλανῶν
καί τῶν παθῶν τους εἶναι ἄπειρος. Μά ὅσοι κι ἄν εἶναι οἱ δαίμονες, ἡ πανοπλία
τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό δυνατή ἀπ’ αὐτούς, ὥστε νά τούς νικᾶ σέ ὅλα τά πεδία τῶν μαχῶν,
σέ ὅλα τά θέατρα τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων καί νά τούς ἐκδιώκει καί νά τούς
τρέπει σέ φυγή. Κανείς δέ μπορεῖ νά τά βάλει μέ τόν Θεό. Ἐφόσον ζοῦμε ἐν Χριστῷ
καί προσευχόμαστε, οἱ δαίμονες τρέπονται σέ φυγή. Κι αὐτό κυρίως γίνεται ὅταν
σ’ αὐτούς τούς πολέμους μᾶς ὁδηγοῦν οἱ κορυφαῖες ἀπ’ τίς ἅγιες καί χαριτωμένες ἀρετές,
ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία. Ἀπέναντι σ’ αὐτές δέν μπορεῖ νά σταθεῖ οὔτε ἕνα κακό
πνεῦμα. Ἀπ’ τή φωτιά τους οἱ δαίμονες τρέπονται σέ ἄτακτη φυγή. Αὐτό πού εἶπε ὁ
Κύριος στόν ἄπιστο ἐκεῖνο πατέρα «τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν
προσευχῇ καί νηστείᾳ»[18].
Ὅσα πνεύματα κακοῦ κι ἄν
ἦρθαν ἀπ’ τόν ἔξω κόσμο καί στράφηκαν ἐναντίον σου ἀκράτητα, κι ἄν ἀκόμα μπῆκαν,
κρύφτηκαν καί περιχαρακώθηκαν στή ψυχή σου καί μετέτρεψαν τήν καρδιά σου σέ
σκηνή τους καί πάλι νά μή φοβηθεῖς. Μόνο ἀντιπαράταξε ἐναντίον αὐτῶν τήν
προσευχή καί τή νηστεία καί κράτησε σάν παρακαταθήκη τήν ἀγάπη, τήν εὐσπλαχνία,
τήν ταπεινοφροσύνη, τή σωφροσύνη, τήν
πίστη, τήν ἀλήθεια, τή δικαιοσύνη, τήν ὑπομονή καί προχώρα στή μάχη καί πολέμα ἀδιάκοπα
καί ἄφοβα μέ σύντροφο τήν ἀπροσμέτρητη ἐλπίδα καί τότε, χωρίς ἀμφιβολία, θά
νικήσεις ὅλα τά πνεύματα τοῦ κακοῦ καί αὐτά πού εἶναι μέσα σου καί αὐτά πού εἶναι
γύρω σου. Καί ἀκόμα θά τά ἀπομακρύνεις πλήρως ἀπό τόν ἑαυτό σου καί θά τά ἐκδιώξεις
μακριά σου. Σ’ αὐτό πίστευε μέ εὐστάθεια καί σταθερότητα, γιατί τά χείλη τοῦ
παναληθινοῦ καί πανικητοῦ Κυρίου εἶπαν αὐτή τήν ἐπαγγελία: «τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται
εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ»[19],
πού σημαίνει τό γένος ὅλων τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν
χειροτέρων καί τῶν πιό διεστραμμένων φεύγει μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία.
Ἰδού τό θεϊκό φάρμακο ἀπό
κάθε κακό, ἀπό κάθε διάβολο. Ὅταν προσεύχεσαι καί νηστεύεις καθίστασαι νικητής ἀνίκητος.
Ἀνίκητος ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας
καί τόν διάβολο. Γιατί καί οἱ ἁμαρτίες καί οἱ θάνατοι καί ὁ διάβολος ἀποτελοῦν ἕνα
γένος. Εἶναι μαζί αὐτά: διάβολος - ἁμαρτία - θάνατος. Γι’ αὐτό καί ὁ παν-ἐλεήμων
Κύριος ἦρθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς δώσει τή νίκη καί τό φάρμακο ἐναντίον αὐτῶν,
τό φάρμακο κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτό, ὅταν
εἴμαστε μέ τόν Χριστό, δέν ὑπάρχει γιά μᾶς οὔτε θάνατος οὔτε διάβολος οὔτε ἁμαρτία.
Ἡ προσευχή γίνεται πάντα «ἐν Πνεύματι». Εἴπαμε τί σημαίνει «ἐν Πνεύματι», νά
ζητᾶμε αὐτά πού εἶναι γιά τήν αἰώνια ζωή καί σωτηρία καί νά μή ζητᾶμε τά μάταια
πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τά ὑλικά ἤ καί τά ἐπιβλαβῆ, πού δέν ἀρέσουν στόν Θεό
καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, καί νά εἶναι μία προσευχή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπορροφηθεῖ
ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι
καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν»[20].
Δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀληθινή προσευχή ἄν δέν ἔχουμε μέσα μας τό Πνεῦμα τό Ἅγιο
ἐνεργό, ἄν δέν τηροῦμε τίς ἐντολές. Αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος στή Σαμαρείτιδα, «ἔρχεται
καιρός πού θά Τόν προσκυνήσουν οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ»[21]
καί ὄχι μέ ζωοθυσίες ἀτελῶς, ὅπως γινόταν στήν Παλαιά Διαθήκη.
Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα
δίνει στήν προσευχή τή δύναμη νά κρατηθεῖ, ἀλλά καί νά διαρκέσει καί ἀδιάκοπα
νά καίει στήν καρδιά σου, ὥστε αὐτή νά φλέγεται ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος
προσεύχεται, καλεῖ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τότε ἀνάβει μέσα του ἀκόμη περισσότερο ὁ
θεῖος ἔρωτας. Ὅλη ἡ αἰωνιότητα εἶναι δική μας. Γι’ αὐτό καί οἱ διάβολοι διαμέσου
τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν προσπαθοῦν νά μᾶς τήν κλέψουν. Μία ἀπό τίς
προσπάθειες τοῦ διαβόλου εἶναι νά χάσουμε τόν χρόνο μας ἐδῶ, πού γνωρίζει ὁ
διάβολος ὅτι εἶναι πεπερασμένος, εἶναι ὁρισμένος, δέν εἶναι ἄπειρος, νά τόν
χάσουμε αὐτόν γιά νά μή μπορέσουμε νά μετανοήσουμε, νά καθαριστοῦμε. Ἔτσι
προσπαθεῖ ὁ διάβολος νά μᾶς κάνει νά χάσουμε τήν αἰώνια ζωή. Προσπαθοῦν νά μᾶς
διώξουν ἀπ’ τόν Παράδεισο, ἀπ’ τόν οὐρανό, τήν οὐράνια βασιλεία, νά μᾶς ἀπομακρύνουν
ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί Κύριο. Γι’ αὐτό πρέπει νά μήν ἀποκάμουμε στήν
προσευχή.
Γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ
προσευχή ἐξάγεται ἀπό τήν πίστη μας στόν πάγκαλο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος
μαζί μέ τήν εὐαγγελία τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας ἐξέφρασε καί τήν εὐαγγελία
τῆς πίστεως, λέγοντας τά ἑξῆς «πάντα ὅσα ἐάν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ
πιστεύοντες, λήψεσθε»[22]. Ὅ,τι
ζητᾶτε στήν προσευχή σας μέ πίστη, θά τό πάρετε.
- Τί σημαίνει τώρα μέ
πίστη;
Σημαίνει νά τηροῦμε τίς ἐντολές
τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε αὐτά πού θά ζητᾶμε, θά εἶναι αὐτά πού ἀληθινά μᾶς συμφέρουν, αὐτά
πού ἀρέσουν καί στόν Θεό. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος «ὅσα ζητήσετε ἐν τῇ προσευχῇ
πιστεύοντες, λήψεσθε»[23].
Τό
εὐαγγέλιο τοῦ Σωτῆρα πάντα βλέπει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν αἰωνιότητά του, ἀπό τήν οὐράνια
πατρίδα του. Τόν βλέπει σέ ὅλα τά μαρτύριά του, τίς μάχες του καί τά κατορθώματά
του γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς αἰώνιας ζωῆς, τοῦ οὐρανοῦ
καί τοῦ Παραδείσου. Γι’ αὐτό ἡ ἀποστολική σάλπιγγα σαλπίζει αὐτό τόν
στρατιωτικό παιάνα, αὐτή τήν πολεμική κραυγή: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες,
τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες»[24].
Σ’ αὐτές τίς φοβερές μάχες καί τρομερές συγκρούσεις μέ τόν σατανᾶ, ὅταν τό αἷμα
τῆς ψυχῆς σου ρέει, ὅταν λυγίσεις καί χάσεις τήν ἰσορροπία σου καί πέσεις, καί ὅταν
ἀκόμα λάβεις θανατηφόρες πληγές, καί τότε ἐσύ πολέμα μέ ἐλπίδα, ἀκούγοντας μέ
προσοχή τήν ζωοδοτική εὐαγγελία τοῦ αἰώνιου εὐαγγελίου, «ὁ Κύριος ἐγγύς, μηδέν
μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντί τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει μετά εὐχαριστίας τά αἰτήματα
ὑμῶν γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν»[25],
λέει ὁ Ἀπόστολος στήν πρός Φιλιππησίους, τέταρτο κεφάλαιο, ἕκτο στίχο. Ὁ Κύριος εἶναι
κοντά μας, πάρα πολύ κοντά μας. «Μηδέν μεριμνᾶτε». Τίποτε νά μή ζητᾶτε μέ
ἀγωνία καί νά φροντίζετε μέ ἀγωνία. «Ἀλλ᾿ ἐν παντί τῇ προσευχῇ», ἀλλά σέ κάθε
περίσταση, σέ κάθε τόπο καί χρόνο μέ τήν προσευχή, μέ τή δέηση, εὐχαριστώντας
τόν Θεό, νά παρουσιάζετε στόν Θεό τά αἰτήματά σας.
Ὅπως
σέ κάθε πόλεμο, ἔτσι καί στόν πνευματικό -πόλεμο- πολύ σημαντικό εἶναι ἡ
ἐγρήγορση καί ἡ ἑτοιμότητα, μήπως ὁ ἐχθρός μᾶς ἐπιτεθεῖ ἀπότομα καί ἀπρόσμενα.
Μήπως ἐφορμήσει μέ πολλές δυνάμεις στήν ἀδύνατη πλευρά τῆς ψυχῆς μας, ἀφοῦ
χρησιμοποιεῖ ἄπειρες μεθόδους στή μάχη ἐναντίον μας. Λοιπόν, ὁ πολεμικός
σταθερός κανόνας μας θά εἶναι ἡ ἐγρήγορση καί ἡ ἑτοιμότητα, γιά νά νικήσουμε
στόν πνευματικό πόλεμο. «Διά πάσης», λέει, «προσευχῆς καί δεήσεως,
προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει
καί δεήσει»[26].
Ἐγρήγορση καί ἡ ἑτοιμότητα, γιατί δέν ξέρουμε πότε ὁ ἐχθρός θά μᾶς ἐπιτεθεῖ.
Στόν
κόσμο αὐτό ἐμεῖς εἴμαστε περικυκλωμένοι ἀπό παντοῦ, ἀπ’ τίς λεγεῶνες τῶν ἀκαθάρτων
πνευμάτων, ἀλλά θά παραμείνουμε ἀπτόητοι, ἄν ἀντηχεῖ στά αὐτιά μας αὐτή ἡ
ἐντολή τοῦ Σωτῆρα μας: «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς
πειρασμόν· τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής»[27].
Θέλουμε μέ τό πνεῦμα μας, ἀλλά ἡ σάρκα μας, ἡ φιλαυτία μας, ἡ φιληδονία καί τά
ὑπόλοιπα πάθη, εἶναι ἀσθενής. Τό σαρκικό φρόνημα μᾶς κυριεύει πολλές φορές καί
ὅπως οἱ μαθηταί στή Γεθσημανῆ, «ἐνύσταξαν», λέει, «καί ἐκάθευδον»[28],
ἐνῶ ὁ Κύριος περνοῦσε τίς τελευταῖες Του ὧρες γεμάτες ἀγωνία.
«Γρηγορεῖτε
καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν»[29].
Βλέπουμε πῶς ἡ ἀγρύπνια, ἡ προσευχή, ἡ ἐγκράτεια, ἡ νῆψις, εἶναι ἀναγκαῖα γιά
νά νικήσουμε στόν πόλεμο τόν πνευματικό. Οἱ ψυχοδηγοί μαθητές, οἱ πνευματοφόροι
καί Χριστοφόροι ἀθλητές ἰδού οἱ βοηθοῦντες ἡμᾶς. Αὐτοί εἶναι πού μᾶς βοηθοῦν,
οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ παν-νικητές σέ ὅλους τούς πολέμους γιά τή σωτηρία τῆς
ἀνθρώπινης ψυχῆς. Καί αὐτοί ὅλοι οἱ Ἅγιοι σθεναρά κραυγάζουν «ἀγρυπνεῖτε, στήκετε
ἐν τῇ πίστει, ἀνδρωθεῖτε, κρατηθεῖτε, σταθεροποιηθεῖτε»[30].
Καί ὁ ἀρχιστράτηγος στούς πνευματικούς πολέμους, ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπό τούς
ἀποστόλους, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος εὐαγγελίζεται ἐπιτακτικά: «νήψατε,
γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα
καταπίῃ»[31].
Βλέπετε; Πάντα εἶναι ἀναγκαία ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, γιατί ἔχουμε ἐχθρούς
φοβερούς καί κατεξοχήν τόν πονηρό καί τά διάφορα ὄργανά του. Ὅπου διεξάγεται
ἀγώνας καί στή γῆ καί στόν οὐρανό εἶναι ἀγώνας ζωῆς ἤ θανάτου γιά τήν ἀνθρώπινη
ψυχή. Γι’ αὐτό ὅλοι «τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν
εὐχαριστίᾳ»[32],
ὅπως λέει πάλι στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή. Ὅλοι νά μένουμε, νά παραμένουμε
στήν προσευχή μέ προσκαρτερία, μέ ὑπομονή, καί ὄχι νά σταματᾶμε καί νά
σηκωνόμαστε ἀμέσως. Καί νά γρηγοροῦμε ἐν εὐχαριστίᾳ. Νά εἴμαστε σέ πνευματική νήψη
καί νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό.
Διασαφηνίζοντας
αὐτόν τόν στίχο, τόν δέκατο ὄγδοο, ὁ μακαριστός Θεοδώρητος ὁ ἑρμηνευτής λέει,
ὅσοι εἶναι περιτριγυρισμένοι ἀπό τούς ἐχθρούς, δέν μποροῦν εὔκολα νά σωθοῦν,
γι’ αὐτό καί ὁ ἔνθεος Ἀπόστολος διατάσσει νά μή σταματοῦν οἱ πιστοί ἀπό τό
ἀγρυπνεῖν καί ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε στόν τιτάνιο πνευματικό ἀγῶνα πού
διεξάγουν, ἀλλά νά γίνουν ὑπομονετικοί σ’ αὐτό. Μᾶς ἔρχεται ἀκηδία. Θά τό πεῖς,
θά τό ξαναπεῖς.. Κύριες Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με.. Μᾶς ἔρχεται μία δυσκολία. Ἐκεῖ
χρειάζεται ὑπομονή γιά νά πετύχουμε τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Καί ἡ ἐντολή
δέν εἶναι μόνο γιά τόν ἑαυτό τους νά προσεύχονται, ἀλλά καί γιά τούς
ὁμόπιστους, τούς ἄλλους χριστιανούς. Καί θά μᾶς πεῖ μετά καί γιά τόν ἴδιο τόν
Ἀπόστολο Παῦλο, «καί ὑπέρ ἐμοῦ».
«Ἐν
πάσῃ» λοιπόν «προσκαρτερήσει καί δεήσει περί πάντων τῶν ἁγίων»[33].
Βλέπουμε πόσο σπουδαῖο ἀγαθό εἶναι ἡ προσευχή συνδυασμένη μέ τή νήψη καί τήν
ἐγρήγορση.
Λέει
καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἡ προσευχή αὐξάνει τήν ἀγάπη πού ἔχουμε γιά
τόν Θεό καί συμβάλλει στό νά συνηθίσουμε νά ἔχουμε μαζί Του τακτική συνομιλία.
Ἀπό τή συνομιλία αὐτή ἡ ψυχή πάρα πολύ ὠφελεῖται. Ἄν ἡ τακτική ἐπικοινωνία μέ
ἕνα σπουδαῖο καί ἐπίσημο πρόσωπο, φέρνει πολλά καλά στή ζωή μας, πόσο μᾶλλον ἡ
τακτική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό δέν θά φέρει περισσότερα. Ἐπίσης, ὅταν
βρισκόμαστε μπροστά σέ ἀνώτερα πρόσωπα εἴμαστε πολύ προσεκτικοί στή στάση μας,
στήν ἐνδυμασία μας, στήν ὁμιλία καί γενικά σέ ὅλα.
- Ὅταν
ὅμως βρισκόμαστε μπροστά στόν Θεό καί προσευχόμαστε;
Χασμουριόμαστε,
ξυνόμαστε, γυρίζουμε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Δέν εἴμαστε προσεκτικοί. Κι ἐνῶ πολλές
φορές εἴμαστε γονατισμένοι μπροστά Του, ὁ νοῦς μας μετεωρίζεται, γυρίζει στήν
ἀγορά, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἄν ὅμως προσευχόμασταν μέ τήν
πρέπουσα εὐλάβεια καί εἴχαμε συναίσθηση ὅτι συνομιλοῦμε μέ τόν Θεό, καί πρίν
ἀκόμα λάβουμε ὅ,τι ζητοῦμε, θά αἰσθανόμασταν τό μεγάλο ὄφελος τῆς προσευχῆς.
- Τό
μεγάλο ὄφελος τῆς προσευχῆς ποιό εἶναι;
Τό
ὅτι παραμένουμε σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Μπορεῖ ὁ Θεός νά μήν μᾶς κάνει αὐτά πού
τοῦ ζητήσαμε, νά μήν ἱκανοποιήσει τά αἰτήματά μας. Τό μεγάλο κέρδος εἶναι ὅτι
τοῦ μιλήσαμε, ὅτι συναναστραφήκαμε μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται σωστά,
εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ἔρχεται σέ σχέση μέ τόν Θεό, νά μεταβάλλεται σέ ἐπίγειο
ἄγγελο. Ἡ ψυχή του ὑπερίπταται τοῦ σώματος. Ὁ νοῦς του ἀνυψώνεται σέ ἄλλο
ἐπίπεδο τοῦ εἶναι. Γίνεται ὕπαρξη οὐράνια. Ἐγκαταλείπει τά ἐγκόσμια καί
στέκεται μπροστά στόν θρόνο τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως, ἔστω κι ἄν εἶναι φτωχός ἤ
ὑπηρέτης ἤ ἀγράμματος καί ἰδιώτης. Ὁ Θεός δέν θέλει νά Τοῦ μιλᾶμε μέ ὡραῖα
λόγια, ἀλλά ἡ ψυχή μας νά εἶναι ὡραία καί νά Τοῦ ζητᾶμε ὅσα εἶναι ἀρεστά σ’
Αὐτόν. Τότε μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητήσουμε.
- Βλέπετε
πόσο εὔκολη εἶναι ἡ προσευχή;
Ὅταν
θέλουμε νά πλησιάσουμε κάποιον ἄρχοντα, γιά νά τοῦ ζητήσουμε κάποια χάρη, πρέπει
νά διαθέτουμε καί χάρισμα τοῦ λόγου καί νά ἔχουμε ἐξασφαλισμένη τήν εὔνοια τοῦ
περιβάλλοντός του καί πολλά ἄλλα νά ἐπινοήσουμε γιά νά πετύχουμε ἐκεῖνο τό
ὁποῖο διακαῶς ἐπιθυμοῦμε. Προκειμένου ὅμως νά πλησιάσουμε τόν Θεό, δέν
χρειάζεται κανένα χάρισμα λόγου, παρά μόνο νήψη καί ἄγρυπνη προσευχή. Μόνο νά
εἶσαι ξύπνιος, προσεκτικός, νά παρακολουθεῖς αὐτά πού λές στόν Θεό. Τότε
εἴμαστε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διότι ὅπως καί ὁ Ἴδιος λέει, Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός πού
εἶμαι πολύ κοντά σας. Δέν εἶμαι μακριά ἀπό σᾶς. Ἑπομένως, ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό
Αὐτόν ἐπιβαρύνει μόνο ἐμᾶς, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι πάντοτε πλησίον μας. Βλέπετε; Ὁ
Θεός ποτέ δέν μᾶς ἀφήνει, δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Ὅταν ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε,
φεύγουμε ἀπό κοντά Του καί νιώθουμε τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ὡς ἐγκατάλειψη. Ἀλλά
δέν εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐγκατέλειψε, ἐμεῖς Τόν ἔχουμε ἐγκαταλείψει.
Ὄχι
μόνο χάρισμα λόγου δέν χρειάζεται γιά νά ἐπικαλεστοῦμε τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί
φωνή, γιατί ἄν Τόν ἐπικαλεστοῦμε ὅπως πρέπει, ἔστω κι ἄν δέν ἐκφραστοῦμε
ἐξωτερικά μέ λόγια, μᾶς εἰσακούει. Ὅπως εἰσάκουσε τόν Μωυσῆ καί τήν Ἄννα -τή
μητέρα τοῦ Σαμουήλ- πού προσευχήθηκαν μέσα στήν καρδιά τους. Κοντά στόν Θεό δέν
ὑπάρχουν ὑπασπιστές, οἱ ὁποῖοι νά μᾶς ἀπομακρύνουν καί νά μᾶς ποῦν «δέν εἶναι
τώρα ἡ κατάλληλη ὥρα, ἔλα ἀργότερα». Ὁποιαδήποτα ὥρα καί ἄν θελήσεις σέ ἀκούει
ὁ Θεός, εἴτε εἶναι ὥρα γεύματος ἤ δείπνου ἤ ἄλλη πού θεωρεῖται ἀκατάλληλη. Ἀλλά
καί τόπο ὁρισμένο δέν ἔχει. Ὁπουδήποτε κι ἄν βρίσκεσαι, στήν ἀγορά, στόν δρόμο,
στό δωμάτιό σου, στό δικαστήριο, ἄν Τόν ἐπικαλεστεῖς ὅπως πρέπει, σέ ἀκούει μέ
πολύ καλή διάθεση. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο οὔτε εἶναι ἀνάγκη νά σέ παρουσιάσουν οἱ
θυρωροί καί οἱ ἰδιαίτεροι, ὅπως τούς ἄρχοντες, ἀλλά ἐσύ μόνος σου ἀπευθείας
ἐμφανίζεσαι.
Πρέπει
ὅμως νά μάθουμε πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε, γιά νά μᾶς εἰσακούει ὁ Θεός, λέει
ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Δέν χρειάζεται νά φοιτήσουμε σέ σχολεῖα ἤ νά μᾶς διδάξουν
οἱ ρήτορες καί οἱ σοφιστές ἤ νά κάνουμε σοβαρές μελέτες, γιά νά μάθουμε τήν
τέχνη τῆς προσευχῆς, τούς κανόνες τῆς τέχνης τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ μόνο νά
θελήσουμε καί ἀμέσως ἔχουμε καί τή γνώση καί εἴμαστε σέ θέση νά συνηγοροῦμε
μπροστά στό θεῖο δικαστήριο τόσο γιά μᾶς ὅσο καί γιά τούς ἄλλους.
- Ποιοί
εἶναι αὐτοί οἱ κανόνες; Σέ τί ἀναφέρονται;
Ἀναφέρονται
στόν τρόπο τῆς προσευχῆς. Πρέπει δηλαδή νά προσευχόμαστε μέ νήψη, μέ
συντετριμμένη καρδιά καί μέ ἄφθονα δάκρυα. Νά μήν τρέφουμε στήν καρδιά μας
μνησικακία, νά προσευχόμαστε γιά τούς ἐχθρούς μας καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἔχουμε
βγάλει ἀπ’ τήν ψυχή μας ὅλα τά πάθη πού τήν τυραννοῦν. Νά εἴμαστε ταπεινοί,
ἐπιεικεῖς πρός ὅλους, νά μήν εἴμαστε ἕτοιμοι νά κατακρίνουμε, ἡ συμπεριφορά μας
νά εἶναι ἀδελφική, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε κακό καί προπαντός νά βρισκόμαστε
μακριά ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τόν κοινό ἐχθρό ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄν αὐτά τά
βάλεις στή ζωή σου, θά εἶσαι ἐνάρετος καί ἡ προσευχή σου θά εἰσακούεται, διότι
θά ἔχει συνήγορό σου τήν ἀρετή. Καί ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε συνήγορο τήν
ἀρετή, γι’ αὐτό εἰσακούστηκε ἡ προσευχή του. Γι’ αὐτό ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε «οἱ
προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἔφτασαν μπροστά στόν Θεό»[34].
Καί πολύ σωστά, διότι τά καλά ἔργα εἶναι ἐκεῖνα πού συμβάλλουν στό νά
εἰσακουστοῦν οἱ προσευχές μας ἀπό τόν Θεό, καί ὄχι ἁπλῶς τά λόγια πού Τοῦ λέμε.
Οἱ προσευχές δηλαδή εἶναι ἐκεῖνες πού ὑποστηρίζονται ἀπό πράξεις θεάρεστες καί
ἔχουν βάση τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
- Ποιές
εἶναι ὅμως αὐτές οἱ προσευχές;
Εἶναι
οἱ προσευχές ἐκεῖνες μέ τίς ὁποῖες ζητοῦμε ὅσα εἶναι ἀρεστά στόν Θεό καί ὄχι τά
ἀντίθετα ἀπό τόν εὐαγγελικό νόμο Του.
- Καί
ποιός ἔχει τόσο θράσος ὥστε νά ζητάει τά ἀντίθετα ἀπ’ ὅσα ὁρίζει τό εὐαγγέλιο;
Τέτοιο
θράσος ἔχει ἐκεῖνος πού παρακαλεῖ τόν Θεό νά τιμωρήσει τόν ἐχθρό του, διότι
αὐτό εἶναι κάτι πού ἀντιτίθεται στόν εὐαγγελικό νόμο, ὁ ὁποῖος ὁρίζει νά
συγχωροῦμε στούς ὀφειλέτες μας τά παραπτώματά τους.
- Ὁ
Θεός σοῦ ἔδωσε ἐντολή νά συγχωρεῖς κι ἐσύ Τόν ἐπικαλεῖσαι γιά νά τιμωρήσει τόν
ἐχθρό; Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία καί ἀνοησία ἀπ’ αὐτό τό πράγμα;
Ὁ
προσευχόμενος πρέπει νά ἔχει παρουσιαστικό, προαίρεση καί φρόνημα οἰκέτη,
δούλου δηλαδή. Ἔτσι νά πᾶς μπροστά στόν Θεό σάν δοῦλος.
- Γιατί
ἐσύ παίρνεις τή μορφή καί τό προσωπεῖο τοῦ κακούργου; Πῶς θά λάβεις ἄφεση τῶν
δικῶν σου ἁμαρτιῶν, ὅταν ζητᾶς ἀπό τόν Θεό τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες πού
διέπραξαν οἱ ἀδελφοί σου;
Δέν
εἶσαι ἐσύ πού θά ζητήσεις τιμωρία γιά τούς ἀδελφούς σου ἀπό τόν Θεό. Ἡ προσευχή
πρέπει νά χαρακτηρίζεται καί ἀπό τό ἥμερο, τό χαρίεν, τό ἁπαλό πρόσωπο καί ἔχει
αὐτά τά χαρακτηριστικά ὅταν τό πρόσωπο πού τήν ἐνσαρκώνει κατέχεται ἀπό
πραότητα καί ὄχι ἀπό ἐκδικητικότητα ἀπέναντι στούς ἐχθρούς του. Ὅταν ὁ
προσευχόμενος διακατέχεται ἀπό ἐκδικητικό πνεῦμα ἡ προσευχή του μοιάζει μέ
μεθυσμένη γυναίκα πού τρικλίζει καί βρωμάει, μέ ἄγρια ὄψη καί ἀπαίσια. Γι’ αὐτό
καί δέν τῆς ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στόν οὐρανό. Ὅταν ὅμως ἡ προσευχή ἔχει μέσα
της πραότητα, οἱ λόγοι της συγκροτοῦν μελωδία, ἄσμα τερπνό, παναρμόνιο καί
γλυκύφθογγο, ἀντάξιο νά τό ἀκούει ὁ μεγάλος Βασιλιάς. Ἡ πραότητα ἐνδύει τήν
προσευχή μέ χρυσοΰφαντη στολή καί τῆς βάζει στά χέρια της χρυσή κιθάρα, γι’
αὐτό γίνεται εὐχαρίστως δεκτή στά οὐράνια σκηνώματα. Ἐπειδή δέ μέ τίς καλές
αὐτές της διαθέσεις, τή σεμνή της ἐμφάνιση, τή γλυκιά της φωνή προξενεῖ
ἀνέκφραστη χαρά στόν οὐράνιο δικαστή καί σέ ὅλους στεφανώνεται μέ πανέμορφο καί
ἔνδοξο στεφάνι. Ἡ προσευχή γίνεται γλώσσα τῶν ἀγγέλων καί ἄξια νά εἰσέλθει
στούς οὐρανούς, ὅταν παρακαλεῖ ὄχι μέ πικρία, ἀλλά μέ εὐχαριστία, γιά ἐκείνους
πού ἀδίκησαν τό πρόσωπο πού προσεύχεται. Νά εὐχαριστεῖς γι’ αὐτούς πού σέ
ἀδικοῦν, γι’ αὐτούς πού σέ περιφρονοῦν, πού σέ ὑβρίζουν, πού σέ κατατρέχουν.
Τότε
καί οἱ ἄγγελοι παρίστανται μέ βαθιά σιωπή, ἀκοῦνε τήν προσευχή, κι ὅταν πάρει
τέλος μία τέτοια προσευχή, τήν θαυμάζουν, τήν ἐπαινοῦν καί τήν καταχειροκροτοῦν.
Λέει ὁ λαός μιά ἔκφραση «ἔφτιαξα προσευχή», «φτιάχνω προσευχή», καί εἶναι ὡραῖο
αὐτό καί σωστό. Δηλαδή καί ἡ προσευχή θέλει τέχνη γιά νά εἶναι σωστή προσευχή
καί ἀρεστή στόν Θεό. Πρέπει νά τή φτιάξεις, νά τήν οἰκοδομήσεις σωστά, ἀλλιῶς
μπορεῖ νά γίνει καί καταδίκη σου, ὅπως ἔγινε γιά τόν Φαρισαῖο.
Ἄς
ἀπευθύνουμε πρός τόν Θεό τέτοιες προσευχές καί θά εἰσακουστοῦμε. Προσευχές
δηλαδή γιά τούς ἐχθρούς μας ἀγάπης, πραότητας, συγχωρητικότητας, ἥμερες
προσευχές, καί ὄχι προσευχές πού κρύβουν μέσα πάθος καί ἐκδικητικότητα. Καί ὅταν προσευχόμαστε νά μή νομίζουμε ὅτι
βρισκόμαστε σέ κάποια συγκεκριμένη συγκέντρωση, ἀλλά σέ μιά γενική συνέλευση
ἀνθρώπων ἀπό ὅλο τόν κόσμο, μεγάλη καί ἐπίσημη, στήν ὁποία παρίστανται οἱ
ἀγγελικές δυνάμεις. Στό μέσο δέ αὐτῆς τῆς πανανθρώπινης συγκέντρωσης εὑρίσκεται
ὁ Βασιλέας τῶν οὐρανῶν, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά ἀκούσει προσεκτικά τήν
προσευχή μας. Ἄς προσέξουμε λοιπόν πολύ, ὥστε ἡ προσευχή μας νά εἶναι ἄξια νά
ἐμφανιστεῖ στό μέσον τόσο μεγάλης καί σπουδαίας συγκεντρώσεως. Ἄν οἱ κιθαρίστες
πού παίζουν σέ κοινές συγκεντρώσεις προσέχουν νά μή παίξουν κάτι παράφωνα, πολύ
περισσότερο πρέπει νά προσέξουμε ἐμεῖς ὅταν θά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Γιατί κι ἐμεῖς κιθάρα θά παίξουμε, τῆς ὁποίας οἱ χορδές εἶναι ἡ ψυχή μας καί
πλῆκτρο ἡ γλώσσα μας. Γιά νά μήν κάνουμε παραφωνία, ἡ γλώσσα μας δέν πρέπει νά
πεῖ σκληρά λόγια καί δυσάρεστα, ἀλλά εὐχάριστα καί ἁρμονικά, μέ ἀγαπητική
διάθεση, καί ὅταν ἔρθουμε πλησίον τοῦ Θεοῦ γιά νά δεηθοῦμε σ’ Αὐτόν καί νά Τόν
ἱκετεύσουμε γιά τόν ἑαυτό μας, ἡ γλώσσα μας νά χτυπήσει τίς χορδές ὑπέρ τῶν
ἐχθρῶν, γιά νά εἰσακουστοῦν οἱ δεήσεις πού κάνουμε γιά τόν ἑαυτό μας.
- Θέλεις
νά ἀκούσει ὁ Θεός τά αἰτήματά σου; Νά σέ βοηθήσει;
Ἡ
πρώτη προσευχή πού θά κάνεις νά εἶναι γιά τούς ἐχθρούς σου, νά τούς δώσει ὁ
Θεός ὅλα τά καλά. Τίποτε δέν εἶναι ἴσο μέ τήν προσευχή πού γίνεται ὑπέρ τῶν
ἐχθρῶν μας. Αὐτή ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο πρός τούς ἀγγέλους καί τούς
ἀρχαγγέλους, ἀλλά μ’ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν. Αὐτά λέει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του πού ἔχει στόν 4ο Ψαλμό.
Ἔτσι
ἐδῶ ἄς κλείσουμε καί τό σημερινό μάθημα καί ἄς κάνουμε πράξη αὐτό πού λέει ὁ
Ἀπόστολος, ἐν
παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι προσευχόμενοι μέ πᾶσα προσευχή προσκαρτεροῦντες, μέ ὑπομονή δηλαδή, νά
παραμένουμε στήν προσευχή. Καί ὅπως μᾶς εἶπε καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πάντοτε ἡ
προσευχή μας νά ἔχει ἀγάπη, ποτέ σκληρότητα. Νά ἔχει αὐτή τήν πραότητα, τήν
ὁποία ἀγαπάει ὁ Θεός. «Διά πάσης προσευχῆς καί δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν
Πνεύματι καί
εἰς αὐτό τοῦτο ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καί δεήσει περί πάντων τῶν
ἁγίων»[35].
Βλέπετε; Σ΄ ἕναν στίχο μᾶς λέει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς προσευχῆς. Νά εἶναι
συνεχής, νά εἶναι ἄγρυπνη, νά ἔχουμε νήψη, ἐγρήγορση πνευματική, νά ἔχουμε
ὑπομονή στήν προσευχή καί νά μήν εἶναι ἡ προσευχή μόνο γιά μᾶς, ἀλλά καί γιά
ὅλους τούς ἁγίους, γιά ὅλους τούς ἀδελφούς μας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε,
γέροντα. Ἄν κάποιος ζεῖ μέ ἀμέλεια καί στήν ἁμαρτία καί ἡ μητέρα του
προσεύχεται γι’ αὐτόν, μπορεῖ αὐτό νά ἑλκύσει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀλλάξει
ζωή; Εὐχαριστῶ.
Ἀπ. : Ἄν κάποιος
ζεῖ μέ ἀμέλεια καί ἡ μητέρα του προσεύχεται, βοηθιέται βέβαια, ὅπως ἔχουμε τό
παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, πού προσευχόταν ἡ Ἁγία Μόνικα, ἡ μητέρα του,
γιά πολλά χρόνια καί τελικά μέ τά δάκρυά της καί τίς ἐπίμονες εὐχές της τόν
μετέστρεψε. Βέβαια κανείς δέ μπορεῖ νά ἀναγκάσει κανέναν, ἄν δέ θελήσει καί ὁ ἴδιος.
Βοηθάει, ἀλλά δέν εἶναι τό μόνο πού χρειάζεται. Χρειάζεται καί ἡ ἴδια ἡ
συγκατάθεση αὐτοῦ γιά τόν ὁποῖο προσευχόμαστε. Ὅταν κάποιος προσεύχεται γιά
κάποιον ἄλλον, ὁ Θεός, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, τοῦ στέλνει μηνύματα καλά,
μετανοίας, διαμέσου τοῦ ἀγγέλου του. Ἡ μητέρα γιά τό παιδί: Ὁ ἄγγελος παίρνει
τήν προσευχή τῆς μητέρας καί τήν κάνει λογισμό πού τόν πάει στόν νοῦ τοῦ παιδιοῦ.
Καί ἔτσι γίνεται μιά ὡραία -ἄς τό ὀνομάσουμε ἔτσι- «πλύση ἐγκεφάλου», σωστή καί
ὄχι κακή, ὅπως μᾶς κάνουν σήμερα μέ τίς τηλεοράσεις καί τό ἴντερνετ... καλή
πλύση ἐγκεφάλου γιά μετάνοια. Θερμαίνεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καί
παρακινεῖται στό ἀγαθό, στή μετάνοια, ὅταν ἐμεῖς προσευχόμαστε γι’ αὐτόν.
Ἔχει τεράστια δύναμη ἡ
προσευχή ὄντως, ἀλλά πάλι, ἄν δέν συνεργήσει καί ὁ ἄλλος, μένει ἄκαρπη. Ὁ ἴδιος
ὁ Θεός δέν θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν; Σώζονται ὅλοι; Δέ σώζονται, γιατί
δέν θέλουν. Οἱ ἄγγελοι ὅλοι δέν προσεύχονται γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους; Ὅλοι οἱ ἅγιοι
στόν οὐρανό δέν προσεύχονται; Ἡ Παναγία μας συνεχῶς δέν προσεύχεται γιά ὅλη τήν
ἀνθρωπότητα; Πόσοι ὅμως μεταστρέφονται καί μετανοοῦν; Αὐτοί πού θέλουν.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε,
γέροντα. Ἤθελα νά πῶ πόσο δύσκολο καί πόσο μεγάλο κεφάλαιο εἶναι αὐτό τῆς
προσευχῆς, γιατί τό ἀντιμετωπίζουμε ἐδῶ καί πολλά χρόνια. Ὅταν στεκόμαστε στά εἰκονίσματα
νά κάνουμε τήν προσευχή μας ἔχουμε ἕναν καταιγισμό ἀπό λογισμούς, ἀπό σκέψεις, ἀπό
ραθυμία, ἀπό κούραση, ἀπό πολλά... Αὐτό τό θέμα τῆς προσευχῆς εἶναι ἕνας ἀγώνας
τεράστιος καί δέν ξέρω ἄν πρέπει νά ἀφήσουμε καί τήν προσευχή μας κυριολεκτικά
στόν Κύριο.. Θά ἤθελα πάρα πολύ στή ζωή μου νά μπορέσω κι ἐγώ νά προσεύχομαι
γιά κάποιον ἄλλον καί νά ἔχω καί κατάνυξη γι’ αὐτόν ἤ γιά κάποιο ἄρρωστο παιδί
πού περνᾶνε ἕνα μαρτύριο στό σπίτι, νά μπορῶ νά βοηθήσω κι ἐγώ, τό ὁποῖο δέν
μπορῶ νά τό κάνω.. ἤ ἀκόμα γιά τίς ἁμαρτίες μου καί γιά τά πάθη μου νά μπορῶ νά
προσευχηθῶ μέ τέτοια δύναμη, ὥστε νά ἔχω κι ἐγώ δάκρυα. Δέν ξέρω πῶς καί πότε
θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός γιά τήν πανοπλία πού μᾶς δίνει ὁ Κύριος καί φαντάζομαι ὅτι ἕνα
κομμάτι εἶναι καί ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ Θεία Κοινωνία.. Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο,
ἐφόσον ἐπιθυμοῦμε νά ἔχουμε τόν Χριστό, ἐπιθυμοῦμε νά ἀγωνιστοῦμε γιά τόν
Χριστό; Γιατί ἀφήνουμε ὅλα αὐτά τά πάθη, ὅλες αὐτές τίς ἁμαρτίες; Ὅπως ἔλεγε
καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι δύσκολο νά πᾶς στόν Παράδεισο, τί
λές παιδί μου; Ἡ κόλαση εἶναι δύσκολη, γιατί πρέπει νά βγεῖς, νά ξοδέψεις
λεφτά.. Ἐμεῖς γιατί τά βλέπουμε ἀνάποδα δέν μπορῶ νά καταλάβω..
Ἀπ. : Γιατί τά
βλέπουμε ἀνάποδα; Γιατί ἔτσι συνηθίσαμε ἀπό μικροί, ἔτσι μᾶς μάθανε οἱ «καλοί»
μας γονεῖς καί τό ὅλο περιβάλλον. Ἐπειδή ζεῖ ἀντεστραμμένα τήν ἀλήθεια. Δηλαδή
ζεῖ τό ψεῦδος σάν ἀλήθεια καί τήν ἀλήθεια σάν ψέμα. Τό σκοτάδι σάν φῶς καί τό φῶς
σάν σκοτάδι. Μπαίνουμε κι ἐμεῖς σ’ αὐτή τή διεστραμμένη ἄς ποῦμε ἀντίληψη τῶν
πραγμάτων, γιατί κυριαρχοῦν μέσα μας τά πάθη καί κατεξοχήν τῆς ἀνθρωπαρέσκειας.
Καί κοιτᾶμε τί κάνουν οἱ πολλοί καί τί ἀρέσει στούς πολλούς. Ἐνῶ καί σ’ αὐτούς
βασικά δέν ἀρέσει, ἀλλά ἀπό πίσω εἶναι ὁ πονηρός πού τούς κανοναρχεῖ κι αὐτούς…
Καί μπαίνουμε κι ἐμεῖς στήν ἴδια -ἄς ποῦμε- ὁμάδα γιά νά μή συγκρουστοῦμε. Ἐνῶ
θά πρέπει νά συγκρουστοῦμε, πρέπει νά τό πάρουμε ἀπόφαση, γιά νά γίνουμε ἅγιοι,
ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος, καί νά προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους ἁγίους. Ὀφείλουμε
νά γίνουμε ἅγιοι. Ὁ κόσμος τό κοροϊδεύει: Ἅγιοι θά γίνετε;.. ἐσύ εἶσαι ἅγιος…
Μήπως κι ἐμεῖς τό κοροϊδεύουμε μερικές φορές…
Δέν ἔχουμε καταλάβει τί
σημαίνει χριστιανισμός καί σέ τί μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός. Μᾶς καλεῖ ὄντως σέ μία σύγκρουση
μέ τόν κόσμο, γιατί «ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ»[36].
Κι ἄν δέν συγκρουστοῦμε μέ τόν πονηρό, δέν ἀντισταθοῦμε στόν πονηρό, θά μᾶς
καταπιεῖ. «Ὡς λέων ὠρυόμενος», ὁ πονηρός, «περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»[37],
μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἄν δέν ἀντισταθοῦμε στό λιοντάρι αὐτό πού λέγεται κόσμος
καί ἐκκοσμικευμένη ζωή, θά φαγωθοῦμε, θά μᾶς φάει τό λιοντάρι, δέν ὑπάρχει
περίπτωση.. Γι’ αὐτό μένουμε ἔτσι στά ρηχά, δέν μπαίνουμε καθόλου στόν ὠκεανό τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ζοῦμε πεινασμένοι γιά Χάρη. Δέν ἔχουμε Χάρη, δέν ζοῦμε τήν
Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μένουμε σέ κάτι πολύ λίγο, πολύ μικρό καί στενοχωριόμαστε καί
λέμε «γιατί;». Γιατί δέν παίρνουμε ἀπόφαση, πολύ ἁπλά. Τί ἀπόφαση; Νά βιάσουμε
τόν ἑαυτό μας. Νά ἀναγκάσουμε τόν ἑαυτό μας νά προσευχηθεῖ. Μά πρέπει νά τόν ἀναγκάσεις,
βέβαια! Δέν πρόκειται νά ’ρθεῖ ποτέ ἀπό μόνο του αὐτό, ἔτσι χαλαρά… Χαλαρά θά
σοῦ ’ρθει ἄλλο πράγμα, αὐτό πού κάνει ὁ πολύς ὁ κόσμος, τό ὁποῖο ὄντως εἶναι
δύσκολο, ἀλλά μᾶς ἔχουν φυτέψει τήν ἰδέα ὅτι εἶναι εὔκολο. Ἐνῶ εἶναι τό πιό
βασανιστικό πράγμα ἡ ἁμαρτία καί ὅλα αὐτά πού ὁδηγοῦν στήν ἁμαρτία. Καί χρήματα
ξοδεύεις καί τήν ὑγεία σου χάνεις καί τόν ὕπνο σου χάνεις καί τόν χρόνο σου
χάνεις καί τήν ἠρεμία σου χάνεις, τήν ἡσυχία σου, τά πάντα.. ὅλα τά χάνεις. Καί
σοῦ περνάει τό μήνυμα ὁ διάβολος ὅτι, ὄχι, αὐτό εἶναι τό νορμάλ, αὐτό εἶναι τό
φυσιολογικό, αὐτό πού κάνουν οἱ πολλοί… αὐτό πρέπει νά κάνεις κι ἐσύ. Ἐνῶ ἄν τά
καταφρονήσουμε ὅλα αὐτά καί ποῦμε, γιά στάσου, νά κάνω ἕνα πείραμα ἁπλό, θά
βλέπαμε ὅτι ἀκριβῶς τά ἀντίθετα εἶναι τά ἀληθινά καί τά ὡραῖα, τό νά δοθεῖς
στήν ἡσυχία, στή μόνωση, στή σιωπή, νά χαρεῖς τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἁπλά μέσα
στή κτίση, νά δοξάζεις τόν Θεό γιά ὅλα, νά μήν ἔχεις καμία ἐπιθυμία, νά μή ζητᾶς
ν’ ἀρέσεις σέ ἀνθρώπους, νά ζητᾶς μόνο νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή σου
καί τότε πραγματικά ἀρχίζεις νά χαίρεσαι τή ζωή σου.
Γιατί δέν προσευχόμαστε;
Γιατί δέν ἀγαπᾶμε. Αὐτόν πού ἀγαπᾶς θέλεις νά Τοῦ μιλᾶς, ἔτσι δέν εἶναι; Εἶσαι
μέ ἕναν πού τόν ἀγαπᾶς πολύ.. θέλεις νά τοῦ μιλήσεις, θέλεις νά κάνεις κουβέντα
κ.λ.π. Πολύ περισσότερο ἄν ἀγαπούσαμε τόν Θεό, θά θέλαμε νά Τοῦ μιλᾶμε, νά Τοῦ
μιλᾶμε συνεχῶς. Ἐπειδή δέν Τόν ἀγαπᾶμε, γι’ αὐτό καί δέν κάνουμε κουβέντα μαζί
Του. Μά θά πεῖς, ἐγώ κοινωνῶ, ἐγώ πάω ἐκκλησία κ.λ.π. Ναί, βάζεις τόν Χριστό
κάπου ἔτσι μέσα στό σπίτι σου καί Τόν ἀφήνεις ἐκεῖ. Εἶναι συμπεριφορά αὐτή;
Ἦρθε ὁ Χριστός μέσα σου,
κοινώνησες. Γιατί δέν Τοῦ μιλᾶς; Νά πῶς βγαίνει ἡ προσευχή ἡ ἀδιάλειπτη, ἀπό
τήν ἀγάπη στόν Θεό. Καί ὅσο περισσότερο κανείς ἀγαπάει, τόσο περισσότερο θέλει
νά μιλάει. Καί ὅσο μιλάει, τόσο καί ἀγαπάει περισσότερο. Πῶς δένονται δύο φίλοι
μεταξύ τους; Ὅσο περισσότερο ἐπικοινωνοῦν, τόσο πιό πολύ δένονται, τόσο πιό
πολύ ἀγαπιοῦνται. Ἔτσι καί μέ τόν Χριστό, ὅσο πιό πολύ μιλᾶμε στόν Χριστό, τόσο
Τόν ἀγαπᾶμε. Καί ὅσο ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, τόσο θέλουμε νά προσευχόμαστε. Γι’ αὐτό
οἱ Ἅγιοι φεύγανε στήν ἡσυχία, στή μόνωση. Δέν ἦταν ἀντικοινωνικοί οὔτε τρελοί οὔτε
ἰδιόρρυθμοι νά ἐπιδιώκουν τήν ἀπομόνωση. Ἦταν ἀπόλυτα φυσιολογικοί μέ τήν ἀληθινή
τήν ἐν Χριστῷ φυσιολογικότητα. Ἀληθινά φυσιολογικός ἄνθρωπος εἶναι ὁ
χριστοποιημένος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος πού μοιάζει στόν Χριστό.
Ἑπομένως, δέν
προσευχόμαστε γιατί δέ βιάζουμε τόν ἑαυτό μας, αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος «ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται»[38]. Καί
πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε τήν παραβολή τῆς χήρας καί τοῦ ἄδικου κριτοῦ γιά νά
μᾶς πεῖ ὅτι πρέπει συνεχῶς νά προσευχόμαστε. Τό λέει ὁ Ἴδιος, γι’ αὐτό εἶπα αὐτή
τήν παραβολή. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καί μαζί μέ τήν προσευχή πρέπει νά ὑπάρχει
καί αὐτή ἡ νήψη. «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε»[39] εἶπε
ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους. «Γρηγορεῖτε γιά νά μήν πέσετε σέ πειρασμό»[40]. Ἐμεῖς
πέφτουμε σέ πειρασμό, γιατί; Γιατί δέν γρηγοροῦμε, κοιμόμαστε. Μένουμε χαλαρά,
πλαδαρά, δέν εἴμαστε σέ ἐγρήγορση πνευματική κάθε χρονική στιγμή. Ζοῦμε μία
χαλαρότητα, μία ἀκηδία θά ἔλεγα, μία ἀφροντισιά, ὅπως ἔρθει.. Εἴμαστε ἔτσι
χύμα.. Ἐνῶ βλέπετε οἱ Ἅγιοι εἶναι συνεχῶς ἐφ' ὅπλου λόγχη θά λέγαμε, συνεχῶς
σέ κατάσταση στρατιώτου πού εἶναι στήν πρώτη γραμμή. Πολεμοῦν συνεχῶς. Σέ ἐγρήγορση,
μέ ὅλες τίς ψυχικές, τίς πνευματικές τους δυνάμεις πολεμοῦν τόν ἐχθρό. Μακάρι
νά γίνουμε ἔτσι..
Ἐρ. : Πάτερ
Σάββα, οἱ ὡραῖες ψυχές, πού προαναφέρατε, νομίζω ὅτι στίς μέρες μας εἶναι
σπάνιο νά μή κρύβουν ἰδιοτέλεια, ὑποκρισία, ἐκδικητικότητα, φθόνο καί ὅλα αὐτά.
Ἔχω γνωρίσει ἀνθρώπους πού προσεύχονται, νηστεύουν, θρηνοῦν, οἱ ὁποῖοι εἶναι,
μιά παροιμία πού λέει ὁ λαός, ψεῦτες, κλέφτες, ρουφιάνοι καί καλοί ἄνθρωποι.
Καί ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι ἀπό τήν ἀπέναντι πλευρά οἱ ὁποῖοι εἶναι τό ἀντίθετο.
Ἀπ. : Ἐμεῖς νά
προσπαθήσουμε νά γίνουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, οὔτε ὑποκριτές οὔτε ἐχθροί τοῦ Θεοῦ.
Καί ὁ ὑποκριτής ἐχθρός τοῦ Θεοῦ εἶναι, χειρότερος μάλιστα ἀπό τούς φανερούς ἐχθρούς.
Νά γίνουμε πραγματικά θερμοί καί θά ἀναπαυόμαστε κι ἐμεῖς καί θά ἀναπαύονται
καί πολλοί ἄλλοι. Γιατί λέει ὁ Κύριος ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού θά ἔχει γεμίσει μέ τό Ἅγιο
Πνεῦμα, «θά βγοῦν ποταμοί Χάριτος ἀπ’ αὐτόν»[41]
τόν ἄνθρωπο καί θά ξεδιψάσει καί αὐτός καί πολλοί ἄλλοι. Ὅπως βλέπουμε τούς ἁγίους
μας πού μᾶς ξεδιψοῦν καί μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τά λόγια τους.
Ἐρ. : Πάτερ εὐλογεῖτε.
Διαβάσατε στό βιβλίο ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο νά μή φλυαροῦμε στήν
προσευχή. Ἐννοοῦν τήν νοερά προσευχή ἤ γενικῶς ὅταν κάνουμε κομποσκοίνι,
διαβάζουμε κάποιο βιβλίο ἤ τήν Ἁγία Γραφή ἤ στήν αὐτοσχέδια προσευχή;
Ἀπ. : «Διά πάσης
προσευχῆς καί δεήσεως» λέει. Πάσης προσευχῆς ἐννοεῖ κάθε εἶδος προσευχῆς.
Ἐρ. : Κάποια
στιγμή, διορθῶστε με ἄν κάνω λάθος, εἴχατε πεῖ ὅτι ὁ χριστιανός καλό θά εἶναι
νά προσεύχεται κάποιο χρονικό διάστημα τό πρωί καί κάποιο χρονικό διάστημα τό
βράδυ. Ἄρα ὄχι μόνο τήν νοερά προσευχή...
Ἀπ. : Κάθε εἶδος
προσευχῆς, ὅ,τι μποροῦμε. Δέν εἶναι εὔκολο πάντα νά κάνουμε νοερά προσευχή,
φεύγει ὁ νοῦς μας. Μποροῦμε νά δοκιμάσουμε νά ποῦμε μέ τό στόμα κάτι. Ἄλλες
φορές πάλι ὅταν μιλᾶμε μέ τό στόμα διασπόμαστε καί θέλουμε νά μιλήσουμε μέ τόν
νοῦ μας. Νά μιλήσουμε μέ τόν νοῦ μας ἐκείνη τήν ὥρα. Ἄλλες φορές δέν μποροῦμε
νά ποῦμε τήν εὐχή, θέλουμε νά ποῦμε προσευχές περιφραστικές, νά ποῦμε τό Πάτερ ἡμῶν,
τό Πιστεύω. Ἄλλες φορές δέν μποροῦμε νά ποῦμε κι αὐτές τίς προσευχές καί
θέλουμε νά ποῦμε κάτι μέσα ἀπό τήν ψυχή μας, δικό μας. Νά τό ποῦμε μέσα ἀπό τήν
καρδιά μας, μέ δικά μας λόγια. Ὅλα αὐτά εἶναι προσευχή. Κάθε εἶδος προσευχῆς νά
τό χρησιμοποιοῦμε ἐν παντί καιρῷ καί τόπο. Τό ζητούμενο εἶναι νά μιλᾶμε στόν
Θεό. Ἄλλοτε δέν μποροῦμε νά ποῦμε προσευχή, θέλουμε νά ψάλλουμε. Νά ψάλλουμε.
Κι αὐτό εἶναι προσευχή. Καί αὐτό πού εἴπατε, ἡ πνευματική μελέτη, δέν εἶναι ἀκριβῶς,
ἀλλά εἶναι σχεδόν προσευχή. Ἀκόμα, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καί ἡ ἡσυχία, νά
μένεις στήν ἡσυχία χωρίς νά λές καί τίποτα. Μόνο πού μένεις ἥσυχα στό δωμάτιό
σου ἤ πᾶς μιά βόλτα στό βουνό καί κάθεσαι ἥσυχα σ’ ἕναν τόπο καί τίποτα νά μή
λές εἶναι -λέει- μισή προσευχή αὐτό τό πράγμα.
Ἐρ. : Συγγνώμη, ὅταν
εἶσαι μόνος σου, ὅπως λέτε, ἐννοεῖτε χωρίς νά προσεύχεσαι;
Ἀπ. : Ναί. Ὅταν εἶσαι
μόνος σου καί ἡσυχάζεις. Κι αὐτό ἀκόμα εἶναι μισή προσευχή.
Ἐρ. : Ἔχεις
καταιγισμό ἀπό λογισμούς...
Ἀπ. : Ἔ, ἄν ἔχεις
λογισμούς, θά κάνεις προσευχή γιά νά διώξεις τούς λογισμούς. Θά τούς περιφρονεῖς
τούς λογισμούς. Ἀλλά δέν εἶναι ἀναγκαῖο ἐπειδή κάθεσαι μόνος σου νά ἔχεις
λογισμούς. Μπορεῖς νά κάθεσαι μόνος σου καί νά μένεις ἐκεῖ μπροστά στόν Θεό. Ἔχεις
μιά εἰκόνα μπροστά σου καί βλέπεις τήν εἰκόνα χωρίς νά λές τίποτα. Κι αὐτό εἶναι
προσευχή. Ἤ καί ἐπιτέλους νά πεῖς, δέν θά κάνω τίποτα, θά καθίσω στό δωμάτιό
μου νά ἡσυχάσω. Δέν θά κάνω τίποτα... Κι αὐτό εἶναι μισή προσευχή, ἔλεγε ὁ Ἅγιος
Παΐσιος. Ἀντί νά πάω ἐδῶ κι ἐκεῖ, νά τρέχω, ὅπως τρέχουν οἱ ἄνθρωποι καί δέν
βρίσκουν λεπτό νά ἡσυχάσουν… Ὄχι, θά πεῖς δέν θά κάνω τίποτε, κι αὐτό εἶναι ἕνα
εἶδος προσευχῆς.
Γιατί, γιά νά βρεῖς τόν
Θεό διά τῆς προσευχῆς, θά πρέπει νά ἡσυχάσεις, νά κάνεις μία εὐλογημένη ἀπραξία.
Νά ’ρθεῖς σέ μιά εὐλογημένη ἀδράνεια ὡς πρός τά ἔξω, ὡς πρός τίς αἰσθήσεις, τά
αἰσθητήρια ὄργανα πού βλέπουν πρός τά ἔξω, νά τά κλείσεις αὐτά, μάτια, αὐτιά
κ.λ.π. νά συγκεντρωθεῖς στόν ἑαυτό σου καί νά βρεῖς ἔτσι τόν ἑαυτό σου καί τίς ἐσωτερικές
αἰσθήσεις, τήν ἐσωτερική φωνούλα πού ἔχουμε μέσα μας, τόν ἐνδιάθετο λόγο καί ἔτσι
μετά ν’ ἀνέβεις στόν Θεό. Ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δέν σκεδάννυται,
δέν διασκορπίζεται πρός τά ἔξω διαμέσου τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων, μάτια, αὐτιά,
γλώσσα κ.λ.π. τότε ἔρχεται στόν ἑαυτό του (ὁ νοῦς) καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει
στόν Θεό. Ἡ εὐλογημένη ἡσυχία, πού ὅλοι μποροῦμε, καί πρέπει νά τήν ἀσκοῦμε, ὄχι
μόνο οἱ μοναχοί.
Νά οἱ ἄνθρωποι τώρα, τό
εἶπα κι ἄλλες φορές τελευταῖα, θά τό πῶ γιατί προσπαθῶ νά σᾶς πείσω.. νά δῶ
ποιούς θά πείσω τελικά... πᾶνε καί τρέχουνε στίς θάλασσες καί ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα
εἶναι γεμάτα ἁμαρτία καί γεμάτα προκλήσεις ὅλα αὐτά τά περιβάλλοντα. Ἀλλά ἐκτός
αὐτοῦ δέν μπορεῖς καί νά ἡσυχάσεις. Ἕνα δευτερόλεπτο ἥσυχο δέν μπορεῖς νά βρεῖς
σέ τέτοια μέρη, ἀφοῦ εἶναι γύρω σου δεκάδες, ἑκατοντάδες ἄνθρωποι, αὐτοκίνητα..
πανζουρλισμός γίνεται. Τί ξεκούραση νά ἔχεις σ’ αὐτά τά περιβάλλοντα;
Γιά δοκίμασε νά πάρεις
τό αὐτοκίνητό σου καί νά πᾶς στό βουνό μόνος σου.. πάρε καί τήν οἰκογένειά
σου.. νά περπατήσετε μέσα στό δάσος, τρεῖς ἄνθρωποι.. Νά δεῖτε πόσο θά
ξεκουραστεῖ ἡ ψυχή σας. Καί μόνο πού θά πᾶς καί θά βρεθεῖς μέσα ἐκεῖ στήν ἡσυχία,
στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, μόνος σου. Καί θά βρεῖς καί τή διάθεση μετά νά πεῖς
καί δυό λόγια στόν Θεό. Πάρε κι ἕνα πνευματικό βιβλίο νά διαβάσεις καί ἕνα
τέταρτο ἐκεῖ, νά δεῖς τί χαρά θά πάρεις. Μόνο πού θά βρεθεῖς σ’ ἕνα τέτοιο
περιβάλλον... Ἡ χαρά εἶναι πολύ ἁπλή καί πολύ εὔκολη μέσα στή δημιουργία τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά ἐμεῖς τά κάνουμε δύσκολα. Γιατί; Ζοῦμε, αὐτό πού εἴπαμε
προηγουμένως, τό φῶς σάν σκοτάδι καί τό σκοτάδι σάν φῶς. Θά σοῦ πεῖ ὀ κόσμος,
μπά.. παράξενος εἶσαι.. Δέν πᾶς ἐκεῖ πού πᾶνε ὅλοι; Δέν κάνεις αὐτό πού κάνουν ὅλοι;
Ναί, δέν τό κάνω.. ἄς εἶμαι παράξενος γιά σένα. Δοκιμάστε καί θά δεῖτε.
«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿
οὐ πάντα συμφέρει»[42],
λέει ὁ Ἀπόσολος Παῦλος. Ὄντως μποροῦμε τά πάντα. Τά πάντα μπορεῖς νά κάνεις.. ἀλλά
δέν μᾶς συμφέρουν τά πάντα. Καί «πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε»[43] ὅμως.
Αὐτό ὅμως προσέξτε το, μερικοί τό παρερμηνεύουν, ὅτι ὁ Ἀπόστολος λέει νά
δοκιμάζετε τά πάντα.. Τί ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος; Ὄχι νά κάνουμε τά πάντα, πού κάνει
ὁ κόσμος, ἀλλά νά τά περνᾶμε ἀπό τή δοκιμασία τοῦ λόγου καί τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
Νά τά ἐξετάζουμε δηλαδή, ὅπως ὁ χρυσοχόος ἐξετάζει τό γνήσιο τό χρυσάφι ἀπό τό
ψεύτικο, τό νοθευμένο. Ἔχει ἕναν λίθο κι ἐκεῖ πάνω ἐξετάζει τό γνήσιο ἤ ὄχι τοῦ
μετάλλου. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅλα θά τά δοκιμάζουμε, δηλαδή θά τά ἐξετάζουμε αὐτά
πού κάνει ὁ κόσμος. Τά ἐγκρίνει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ;
Σᾶς εἶπα προηγουμένως
γιά τή θάλασσα. Τήν ἐγκρίνει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ; Δέν τήν ἐγκρίνει. Ἀπαγορεύουν οἱ
ἱεροί κανόνες νά συλλούονται ἄνδρες μέ γυναῖκες. Ἀπαγορεύεται! Γιά πολλούς
λόγους εὐνόητους. Εὐνόητους γιά αὐτούς πού ἔχουνε νοῦ... γιά αὐτούς πού δέν ἔχουνε
νοῦ δέν εἶναι εὐνόητοι. Βέβαια, δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει, γιατί δέν θέλει νά
τό καταλάβει. Οὔτε τό παιδάκι σου δέν πρέπει νά σέ βλέπει χωρίς ροῦχα. Ὅταν ὅμως
δέν θέλουμε νά τό καταλάβουμε, λέμε, τί εἶναι αὐτά πού λέτε.. εἶσαι αὐστηρός...
Πέστε με αὐστηρό. Ἀλλά δέν τά λέω ἐγώ, οἱ ἱεροί κανόνες τά λένε «ἀπαγορεύεται νά
συλλούονται ἄνδρες μέ γυναῖκες». Τελεία καί παῦλα. Ἐσύ δέν θέλεις νά τό
τηρήσεις; Θά τό πληρώσεις. Θά σοῦ ’ρθει στό κεφάλι σου. Κάθε κανόνας πού δέν
τηροῦμε, νά ξέρετε, ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, μᾶς ἐκδικεῖται.
Μέ ποιά ἔννοια; Εἶναι ἡ ἁμαρτία πού φέρνει μέσα της τόν θάνατο. Ὅταν
παραβαίνουμε ἕναν κανόνα, ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἁμαρτία εἰσάγει στήν ὕπαρξή μας τόν
θάνατο. Τελεία καί παῦλα. Θέλεις νά ζεῖς μέ τόν θάνατο; Νά ζεῖς καί νά
πεθαίνεις κάθε στιγμή; Μπορεῖς. Εὔκολο... Ἀλλά μετά δέ θά σοῦ μείνει τίποτα στό
τέλος ἀπό ψυχική δύναμη καί σωματική.
Ἐρ. : Εἴπατε ὅτι ἡ
προσευχή ἔχει κάποιες προϋποθέσεις, τή νήψη, τήν ἐγρήγορση κ.λ.π. Καί ὁ βιασμός
ὁ δικός μας καί αὐτό προϋπόθεση μποροῦμε νά τό ποῦμε, ἔτσι; Γιατί συνήθως ξεκινᾶμε
προσευχή καί δέν ἔχουμε τίποτα ἀπό τίς προϋποθέσεις καί προσπαθοῦμε νά
μαζέψουμε τόν νοῦ μας. Καί κάτι ἀκόμα, καί ἡ δοξολογία δέν εἶναι εἶδος προσευχῆς;
Νά δοξάζεις καί νά εὐχαριστεῖς γι΄ αὐτά πού ζεῖς;
Ἀπ. : Σαφῶς, ἡ
καλύτερη προσευχή εἶναι ἡ δοξολογία. Καί ἀναγκαιότατο στοιχεῖο τῆς προσευχῆς τῆς
ἀληθινῆς εἶναι ἡ βία. Ξέρετε οἱ παλιοί πῶς κάνανε προσευχή -δέν ξέρουμε νά
κάνουμε προσευχή- μέ ὅλη τους τήν ψυχή καί ὅλο τους τό σῶμα. Δηλαδή, πῶς
βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι σέ μιά ὑπερένταση καί κάνει μιά δύσκολη ἐργασία
καί εἶναι τεντωμένος ὁλόκληρος, τά μάτια, τά αὐτιά, τά νεῦρα ὅλα, ἀφοσιωμένος ἐκεῖ,
νά μή κάνει κάποιο λάθος.. μέ ὅλη του τήν ψυχή.. ἔτσι πρέπει νά κάνουμε καί
προσευχή. Πῶς θά λέγαμε εἶναι τρελαμένος αὐτός.. μέ τήν καλή ἔννοια. Εἶναι
δοσμένος τελείως σ’ αὐτό τό ἔργο. Κι ὅταν λέμε νά ποῦμε 40 φορές Κύριε ἐλέησον,
Κύριε ἐλέησον.. ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Δηλαδή νά φτάσεις σέ κάποια στιγμή νά
φωνάζεις τό Κύριε ἐλέησον! Ἐμεῖς λέμε Κύριε ἐλέησον.. (πολύ γρήγορα) καί δέν εἶναι
τίποτα αὐτό, στό τέλος δέν ἀκούγεται κἄν ἡ λέξη. Ἄντε νά τό ποῦμε... Γιατί λένε
τά κείμενα νά πεῖς 40 φορές Κύριε ἐλέησον; Τό λές καί τό ξαναλές καί τό ξαναλές
ὅλο μέ μεγαλύτερη ἔνταση. Πῶς λέει ὁ Κύριος προσευχόταν «μετά κραυγῆς ἰσχυρᾶς»[44]
στή Γεθσημανῆ. Τό ἔχετε προσέξει; Τό λέει στό κείμενο. Κραύγαζε στήν προσευχή
Του, δηλαδή φώναζε. Δηλαδή εἶναι συμμετοχή σώματος καί ψυχῆς γιά νά κάνεις
σωστή προσευχή, νά κλαῖς, νά χτυπιέσαι, μέ τήν καλή ἔννοια. Πῶς ἔκανε ὁ
τελώνης; Χτυποῦσε τό στῆθος του. Τί εἶναι αὐτά; Εἶναι συμμετοχή τοῦ σώματος, εἶναι
ἐργασία.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἐφ. 6, 18.
[2] Ὅ.π.
[3] Ἐφ. 6, 19.
[4] Ψαλμ. 118,
164.
[5] Α΄Θεσ. 5, 17.
[6] Ἐφ. 6,
18.
[7] Ματθ. 6, 7.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ἐφ. 6,
18.
[11]
Πρβλ. Λουκ. 6, 12.
[12] Ἱερ. 31,
10.
[13] Ἐφ. 6,
18.
[14] Ὅ.π.
[15] Ἐφ. 6, 18.
[16] Ματθ. 11,
12.
[17] Ἐφ. 6,
18.
[18] Ματθ. 17, 21.
[19] Ὅ.π.
[20] Ἰω. 4, 24.
[21] Ἰω. 4, 23.
[22] Ματθ. 21, 22.
[23] Ὅ.π.
[24] Ρωμ. 12, 12.
[25] Φιλιπ. 4, 5-6.
[26] Ἐφ. 6, 18.
[27] Ματθ. 26, 41.
[28] Ματθ. 25, 5.
[29] Ματθ. 26, 41.
[30] Α΄Κορ. 16, 13.
[31] Α΄Πέτρ. 5, 8.
[32] Κολ. 4, 2.
[33] Ἐφ. 6, 18.
[34] Πράξ. 10, 4.
[35] Ἐφ. 6,
18.
[36] Α΄Ἰω. 5, 19.
[37] Α΄Πέτρ. 5, 8.
[38] Ματθ. 11, 12.
[39] Ματθ. 26, 41.
[40] Ὅ.π.
[41] Ἰω. 7, 38.
[42] Α΄Κορ. 5, 12.
[43] Α΄Θεσ. 5, 21.
[44] Ἑβρ. 5, 7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου