Σελίδες

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

Τά διάφορα εἴδη τῶν δαιμόνων καί τό πονηρό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης






Σήμερα, θά ποῦμε παιδιά, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν σχέση πού ἔχουνε τά πάθη μέ τούς δαίμονες καί τί εἶναι τά πάθη.

Τά πάθη -ἄς ἀρχίσουμε ἀπ’ αὐτό- εἶναι κακές ἕξεις, κακές συνήθειες. Κάποιος κάνει μιά ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι πάθος. Θύμωσες μιά φορά, δέν σημαίνει ὅτι ἔχεις καί τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Ἀλλά ἄν τό κάνεις καί δεύτερη καί τρίτη, μετά σιγά-σιγά ἀποκτᾶς αὐτή τήν κακή συνήθεια νά θυμώνεις. Καί λέμε ὅτι πλέον ἔχεις τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Τό ἴδιο εἶναι μέ ὅλα τά πάθη. Εἶναι κακές ἕξεις, κακές συνήθειες, καί οὐσιαστικά εἶναι ἡ κακή χρήση πού κάνουμε στίς δυνάμεις πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὁ θυμός ἄς ποῦμε, γιά παράδειγμα, εἶναι μία δύναμη πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός καί δέν εἶναι κακό ὡς δύναμη. Κακή εἶναι ὅμως ἡ χρήση πού κάνουμε καί ἀντί νά τόν στρέφουμε ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ἐναντίον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ διαβόλου κ.λ.π. τόν στρέφουμε ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας. Κάνουμε μία κακή χρήση τοῦ θυμικοῦ τῆς ψυχῆς. Τό ἴδιο εἶναι καί τό ἐπιθυμητικό, οἱ ἐπιθυμίες πού ἔχουμε εἶναι πάλι δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἄς ποῦμε, τήν δόξα. Αὐτή τήν ἀγάπη γιά τήν δόξα ὁ Θεός τήν ἔχει βάλει. Ἀλλά θά πρέπει ν’ ἀγαπήσει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, τήν ἀληθινή δόξα, αὐτή πού πραγματικά ἔχει μία ὑπόσταση καί εἶναι κάτι πού μένει αἰώνια. Ἀντί γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος διαστρέφει τήν ἐπιθυμία καί ἐπιθυμεῖ τήν ἀνθρώπινη δόξα, ἡ ὁποία δέν μένει, εἶναι κάτι οὐσιαστικά ἀνυπόστατο. Γιατί οἱ ἄνθρωποι θά σοῦ ποῦνε τώρα μπράβο, θά σοῦ ποῦνε τί καλή, τί καλός πού εἶσαι, καί τή στιγμή πού θά φύγεις, θά σέ κουτσομπολέψουν μέ τόν διπλανό τους καί θά ποῦνε τά ἀντίθετα! Εἶναι κάτι δηλαδή τελείως μάταιο αὐτή. Γι’ αὐτό τό λέμε ματαιοδοξία, ἡ μάταιη δόξα τοῦ κόσμου.

Ἤ ἄλλος ἔχει ἄς τό ποῦμε τήν ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν. Εἶναι μιά ἐπιθυμία κι αὐτή. Θά πεῖς, ὁ Θεός μᾶς τήν ἔχει βάλει. Ναί, ἀλλά γιά νά ποθήσεις τήν ἡδονή πού εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ὑπέρτατη ἡδονή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ πνευματική ἡδονή. Καί ὁ ἄνθρωπος διαστρέφει καί αὐτή τήν ἐπιθυμία καί τήν κατευθύνει στό νά ἐπιθυμήσει τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀντί νά κινηθεῖ δηλαδή κατακόρυφα, νά ἐπιθυμήσει τά οὐράνια, κινεῖται ὁριζόντια καί ἐπιθυμεῖ τά γήινα πράγματα, τά ὑλικά, τά χαμηλά. Καί ἐνῶ εἶναι ἀετός, πού μπορεῖ νά πετάει, εἶναι σάν τίς ὄρνιθες πού μένουνε στό χῶμα.

Ἀλλά τά πάθη αὐτά, νά ξέρετε, ὅτι συνδέονται καί ὑποκινοῦνται ἀπό τούς δαίμονες. Καί μάλιστα ὑπάρχουνε δαίμονες εἰδικοί θά λέγαμε γιά κάθε πάθος. Ὑπάρχουνε οἱ δαίμονες τῆς πορνείας, τῆς καταλαλιᾶς, τῆς κατάκρισης, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς φιλαρχίας.. Τό δαιμόνιο τῆς φιλαρχίας ἤ ἀρχικό δαιμόνιο εἶναι φοβερό δαιμόνιο, πού βάζει στόν ἄνθρωπο τήν ἐπιθυμία νά ἄρχει, νά εἶναι ἀρχηγός.

Λοιπόν, ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν δαιμόνια; Ὑπάρχουνε πολλῶν εἰδῶν. Καί κάθε πάθος, κάθε κακή ἕξη, ὅπως ἀναλύσαμε προηγουμένως, ἔχει καί τόν δικό του δαίμονα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ δαίμονες ἔχουν κυριέψει τόν ἄνθρωπο, εἶναι δαιμονισμένος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τά πάθη, ἀλλά εἶναι ὑπό μία δαιμονική ἐνέργεια, δαιμονική ἐπήρεια. Κάθε φορά πού ὑποκύπτει στό πάθος, εἶναι ἐνεργούμενος ἀπό κάποιο δαιμόνιο (ἐκείνη τήν στιγμή, ὄχι ὅτι εἶναι συνεχῶς). Ὁ δαιμονισμένος μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια εἶναι κάτι ἄλλο. Ὁ δαίμονας μένει μέσα του μόνιμα καί τόν δουλώνει τελείως καί τόν κάνει -ὅταν εἶναι σέ μία κατάσταση ἔτσι πλήρους δαιμονοκαταληψίας- νά κάνει πράγματα πού δέν θέλει νά κάνει. Δέν ξέρω, ἄν ἔχετε δεῖ δαιμονισμένο, πῶς εἶναι.. Δηλαδή ἔχει χάσει τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί δέν ξέρει τί κάνει, γιατί ἐνεργεῖται ἀπό τόν δαίμονα. Καί ἡ φωνή του ἀλλάζει, καί λέει αὐτά πού λέει ὁ δαίμονας οὐσιαστικά καί ὄχι αὐτά πού θέλει νά πεῖ ὁ ἴδιος. Καί ὁ Κύριος, ὅταν συνομίλησε μέ τούς δαίμονες πού ἦταν μέσα στούς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν, πῆρε ἀπαντήσεις, ἔ; Μιλοῦσε ὁ δαίμονας, μιλοῦσε ὁ Κύριος, γινόταν κανονικός διάλογος. Καί σήμερα, δέν ξέρω ἄν ἔχετε τύχει ποτέ σέ ἐξορκισμό, θά δεῖτε ὁ πνευματικός πού διαβάζει τούς ἐξορκισμούς, κάνει καί συζήτηση μέ τούς δαίμονες πολλές φορές! Δηλαδή ἀπαντάει ὁ δαίμονας μέ τήν φωνή τοῦ ἀνθρώπου. Χρησιμοποιεῖ ,δηλαδή, τά φωνητικά ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου.

Ὑπάρχουν λοιπόν δαιμόνια, τά ὁποῖα ρίχνουν τόν ἄνθρωπο στά πάθη, διεγείρουν τά πάθη, σπρώχνουν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία, τοῦ δημιουργοῦνε κάποιες ἀδυναμίες καί φυσικά καί πειρασμούς καί λογισμούς. Ἀλλά προσέξτε, ποτέ δέν μποροῦν νά μᾶς ἀναγκάσουν τά δαιμόνια ν’ ἁμαρτήσουμε. Μόνοι μας ἁμαρτάνουμε, γι’ αὐτό καί εἴμαστε ἔνοχοι. Ἀλλιῶς δέν θά εἴχαμε ἐνοχή. Γιατί νά πᾶμε στήν κόλαση, ἀφοῦ φταῖνε οἱ δαίμονες; Δέν φταῖνε οἱ δαίμονες, ἐμεῖς φταῖμε πού δεχόμαστε τίς ὑποβολές τους. Ὅπως τό γεγονός ὅτι χάσαμε τόν παράδεισο, δέν ἔφταιγε ὁ δαίμονας. Ὁ δαίμονας ἁπλῶς μᾶς ἔκανε τήν πρόταση. Ἐμεῖς φταῖμε πού ἀποδεχθήκαμε διά τῆς Εὔας. Καί μετά καί ὁ Ἀδάμ μέσω τῆς Εὔας ἔπεσε κι αὐτός.

Ὑπάρχουν δαιμόνια πού διεγείρουν-ἐνοχλοῦν τό σῶμα καί ἄλλα διεγείρουν τίς αἰσθήσεις. Αὐτά εἶναι τά λεγόμενα παχιά δαιμόνια. Καί ὑπάρχουν καί ἄλλα δαιμόνια πιό λεπτά καί πιό φοβερά, τά ὁποῖα πολεμοῦν τήν ψυχή καί βάζουν τούς λογισμούς.

Νά διαβάσουμε ἕνα περιστατικό. Ἴσως ἔχετε διαβάσει τόν Ἅγιο Κύριλλο τόν Φιλεώτη. Εἶναι ἕνας σπουδαῖος βίος στό Νέο Ἐκλόγιο∙ τό ὁποῖο εἶναι ἕνα πολύ ὡραῖο βιβλίο, σᾶς τό συνιστῶ νά τό ἀγοράσετε, μέ βίους ὁσίων καί ἀσκητῶν. Τό ἔχει κάνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τό ἔχει συνθέσει. Ἔχει διαλέξει δηλαδή ὡραίους βίους ἁγίων καί μεγάλων ἁγίων καί ἀσκητῶν καί εἶναι πολύ βοηθητικό γιά τήν πνευματική ζωή. Νέο Ἐκλόγιο λέγεται. Σ’ αὐτό τό Νέο Ἐκλόγιο λοιπόν ὑπάρχει καί ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου. Ἔτσι λεγόταν αὐτός ὁ ἀσκητής. Καί θά διαβάσουμε λίγο ἀπό τόν βίο του.

Ὁ μεγάλος ἀσκητής καί ὅσιος, ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Φιλεώτης, μᾶς διηγεῖται τό ἑξῆς γεγονός, ὅταν ἀκόμη ἦταν ἀρχάριος στήν πνευματική-ἀσκητική ζωή του. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς νυκτερινῆς μου ἀγρυπνίας μέ προσευχή στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, (ἔλεγε δηλαδή τήν εὐχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με), ἐντελῶς ἀπροσδόκητα ἐμφανίσθηκε μπροστά μου τό ἐσωτερικό ἑνός ὡραιοτάτου Ναοῦ, στόν ὅποιο ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία. Ὁ λειτουργός ἱερεύς ἦτο ἕνας πολύ γνωστός μου καί εὐλαβέστατος ἐρημίτης ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος ἐξερχόμενος τῆς Ὡραίας Πύλης μέ τό ἅγιον Ποτήριον στά χέρια του καί χωρίς νά ἐκφωνήσει τό «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης, προσέλθετε», μέ κάλεσε μέ τό ὄνομά μου γιά νά κοινωνήσω τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Κι ἐγώ, ἀνταποκρινόμενος στό κάλεσμά του, βάδισα μηχανικά καί μέ φόβο πολύ πρός τήν Ὡραία Πύλη, ταυτόχρονα ὅμως καί μᾶλλον ἀπό συνήθεια ἔκανα τόν Σταυρό μου λέγοντας: - Χριστέ μου, σ' ἐμένα τόν ἀνάξιο; Καί ὤ τοῦ θαύματος! «βροντή γέγονε»! Ἔγινε μιά πολύ δυνατή βροντή. Ἀκούσθηκε μιά φοβερή βροντή καί τά πάντα διαλύθηκαν μέσα σέ καπνό, καί ἀπαίσια δυσοσμία γέμισε ὅλο τό κελλί μου! Καταλάβατε τί εἶχε γίνει; Γιατί, ὅμως; Τόν ἔζωσαν τά φίδια. Ἐξαιτίας ποιῶν πτώσεων λογισμῶν πῆρε αὐτό τό δικαίωμα ὁ διάβολος; Ἦταν ὅλο μία διαβολική φαντασία αὐτό πού εἶδε! Γιατί «ὁ διάβολος μετασχηματίζεται καί εἰς ἄγγελο φωτός»[1], ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος καί ἐνῶ νομίζεις ὅτι εἶναι ἄγγελος, εἶναι διάβολος!

Γιατί ἔγινε αὐτό τώρα, ἀναρωτιότανε ὁ Ἅγιος Κύριλλος. Καί ἀμέσως θυμήθηκε τήν δοκιμασία πού ὑπέστη ἀπό ἀδελφούς συνασκητές. Φαίνεται ἴσως τόν εἴχανε ζηλέψει, ἴσως τοῦ εἶπαν κάποια λόγια.. ἀλλά τό θέμα εἶναι αὐτός, πῶς τά δέχτηκε. Αὐτός λοιπόν θυμήθηκε πώς συγκατατέθηκε σέ πολύ λεπτές καί ψιλές (λεπτές δηλαδή) προσβολές ὑπερηφανείας, κατακρίσεως, κενοδοξίας καί ἰδιαιτέρως τῆς οἰήσεως. Συγκατατέθηκε, αἰχμαλωτίσθηκε καί ἔπεσε. Πολλές φορές μιά θανάσιμη ἀπροσεξία στούς λογισμούς μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰώνια κόλαση τῆς ψυχῆς μας. Ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται καί τίς πλέον ἐλάχιστες ἀφορμές γιά νά κυριεύσει καί νά σατανοποιήσει τήν ψυχή μας. (Αὐτά εἶναι ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου). Αὐτός βέβαια ἦταν σέ μεγάλα μέτρα πνευματικά καί γι’ αὐτόν ἡ μικρή αὐτή πτώση τῶν λογισμῶν, ἡ συγκατάθεση αὐτή στήν κατάκριση, στήν κενοδοξία, στήν ὑπερηφάνεια, στήν οἴηση, ἦταν μεγάλη πτώση. «Στούς μεγάλους τά μικρά οὐ μικρά», λέει κάπου ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀνάλογα σέ τί μέτρα πνευματικά εἶσαι, εἶναι καί ἡ σημασία καί ἡ βαρύτητα τῶν πτώσεων πού ἔχεις. Ἕνας πού ἔχει δεχτεῖ πολλή Χάρη καί γνωρίζει πολλά, ὅπως λέει τό εὐαγγέλιο, θά τοῦ ζητηθοῦν καί πολλά∙ καί ἕνας πού ἔχει γνωρίσει λίγα, θά τοῦ ζητηθοῦν λίγα. Ἕνας πού γνώρισε πολλά καί δέν τά τήρησε, τί λέει θά πάθει; «Δαρήσεται πολλάς»[2], θά φάει πολύ ξύλο. Ἕνας πού δέν γνώρισε πολλά, ἀλλά λίγα καί δέν τά τήρησε, τί θά πάθει; «Δαρήσεται ὀλίγας»[3]. Κι αὐτός ξύλο θά φάει. Γιατί, λένε μερικοί, καλύτερα τότε νά μήν ξέρουμε, νά μήν διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή, νά μήν πηγαίνουμε στίς ὁμιλίες, ὁπότε τήν γλιτώσαμε! Δέν τήν γλιτώσαμε.. Πάλι ξύλο θά φᾶμε! Ἁπλῶς θά φᾶς λιγότερο. Ἀλλά λιγότερο, περισσότερο.. σημαίνει κόλαση! Δέν σημαίνει παράδεισος. Ἀλοίμονο, ἄν πᾶς στόν παράδεισο καί τρῶς ξύλο.. Ὁπότε καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση εἶναι κόλαση. Ὁπότε, δέν μᾶς συμφέρει νά μήν ξέρουμε. Πρέπει νά μάθουμε τί θέλει ὁ Θεός ἀπό μᾶς καί νά προσέχουμε πάρα πολύ. Βλέπετε πῶς ὁ διάβολος καραδοκεῖ καί τήν ἐλάχιστη πτώση τοῦ ἀνθρώπου νά τήν ἐκμεταλλευτεῖ, γιά ν’ ἀποκτήσει δικαιώματα. Ὅσο κανείς ἔχει ἁμαρτίες ἀνεξομολόγητες, ὁ διάβολος ἔχει δικαιώματα. Προσέξτε το αὐτό, παιδιά. Γι’ αὐτό, σᾶς παρακινῶ καί σᾶς παρακαλῶ, μήν ἀφήνετε ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες. Μήν ἀφήνετε, γιατί ὁ διάβολος μέσα ἀπό αὐτό ἔχει τό δικαίωμα νά ζητάει ἀπό τόν Χριστό νά μᾶς πειράξει. Ζητάει τά δικαιώματά του κι αὐτός, καί σοῦ λέει, κοίταξε, ἔχει κάνει αὐτή τήν ἁμαρτία ὁ τάδε ἤ ἡ τάδε.. λοιπόν, γιατί δέν μ’ ἀφήνεις, ἀφοῦ εἶναι δικός μου, εἶναι δική μου.. γιατί, λέει στόν Θεό, δέν μ’ ἀφήνεις νά τόν πειράξω, νά τήν πειράξω; Καί ἔχει δίκαιο. Καί ὁ Θεός τοῦ παραχωρεῖ νά μᾶς πειράξει, ὄχι βέβαια γιά τό κακό μας∙ γιά τό καλό μας, γιά νά μάθουμε ἀπ’ αὐτό πού θά πάθουμε καί νά μετανοήσουμε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, ἀφοῦ δέν μετανοοῦμε ἔτσι θά λέγαμε μέ τήν θέλησή μας, κατά κάποιο τρόπο ἐλεύθερα καί ἀβίαστα καί χωρίς αὐτό τόν πειρασμό τόν δαιμονικό. Χρειάζεται νά μᾶς ἔρθει ἕνας πειρασμός γιά νά καταλάβουμε, ὅτι κάπου ἔκανα λάθος, νά ξυπνήσουμε λίγο!

Ὑπάρχουν λοιπόν δαιμόνια πού πειράζουν τό σῶμα καί ὑπάρχουν καί δαιμόνια πιό λεπτά, τά ὁποῖα εἶναι πιό φοβερά, τά ὁποῖα μᾶς πειράζουν μέσω τῶν λογισμῶν. Τά λεπτότερα δαιμόνια, λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, στόν άβάφτιστο ἄνθρωπο, ὡσάν φαρμακερά φίδια φωλιάζουν στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Καί μάλιστα, λέει, στό κέντρο. Κι ὅταν λέει καρδιά μήν ἐννοήσετε τό σωματικό ὄργανο, ἀλλά τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὑπόστασης. Αὐτό οἱ Πατέρες τό λένε καρδιά, τό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, ἄν θέλετε. Στό κέντρο τοῦ εἶναι μας δηλαδή, ὅσο εἴμαστε ἀβάφτιστοι, εἶναι οἱ δαίμονες. Νά, τί μεγάλη εὐλογία εἶναι τό βάφτισμα! Γιατί ἀπό τήν στιγμή πού θά βαφτιστεῖς, στό κέντρο τῆς καρδιᾶς σου, στό κέντρο τῆς ψυχῆς σου δηλαδή, μπαίνει ὁ Χριστός! Μπαίνει ὁ Θεός καί οἱ δαίμονες φεύγουνε στήν περιφέρεια. Ἀλλάζει τό κέντρο δηλαδή. Καί γι’ αὐτό εἶναι πολύ κακό ν’ ἀφήνουμε τά παιδιά ἀβάφτιστα. Καί λέω καί στούς ἀνθρώπους πού ἔχουνε παιδάκια, μήν τό καθυστεροῦνε. Ὄχι -ξέρω ’γώ- νά μεγαλώσει λίγο.. Γιατί νά μεγαλώσει; Ἄν μπορεῖς καί ἀμέσως, καί στίς σαράντα μέρες, νά τό βαφτίσεις. Σαράντα μία μέρες, μετά τόν σαραντισμό τῆς μητέρας. Νά μπορεῖ νά κοινωνάει τό παιδάκι καί νά ἔχει αὐτή τήν εὐλογία, νά εἶναι στό κέντρο τῆς ψυχῆς του ὁ Χριστός καί ὄχι οἱ δαίμονες! Καί γιά σένα θά εἶναι καλύτερα. Γιατί, καταλαβαίνεις, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει στό κέντρο τούς δαίμονες, δέν θά εἶναι καί καλά ὅλα, ὅσα ἐκδηλώνει καί ἡ συμπεριφορά του.

Ὅταν λοιπόν βαπτισθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκτοπίζονται ἀπό τήν σωστική Χάρη τοῦ Χριστοῦ οἱ δαίμονες, μπαίνει στό κέντρο ὁ Χριστός, ἐνῶ αὐτοί παραμονεύουν γύρω-γύρω ἀπό τήν καρδιά, στήν περιφέρεια τῆς καρδιᾶς καί ρίχνουν τά βέλη τους καί προσπαθοῦν νά μᾶς ρίξουν στήν ἁμαρτία διά τῶν ἡδονῶν, «διά τῆς ὑγρότητας τῶν ἡδονῶν», ὅπως λένε οἱ Πατέρες.

Ὑπάρχει μιά αἱρετική διδασκαλία, ἤτανε μιά ὁμάδα αἱρετικῶν, πού λεγόντουσαν Μασσαλιανοί. Αὐτοί ὑποστήριζαν -δέν ξέρω ἄν ὑπάρχουνε μέχρι σήμερα- ὅτι στήν καρδιά, στό ϊδιο μέρος, ὑπάρχουνε καί ὁ Χριστός καί ὁ διάβολος. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε, «δέν μπορεῖ ἀπό τήν ἴδια πηγή νά βγαίνει καί γλυκό καί πικρό»[4]. Τό νερό τῆς πηγῆς θά εἶναι ἤ καθαρό ἤ βρώμικο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι καί καθαρό καί βρώμικο. Ἔτσι καί ἕνας ἄνθρωπος, κατ’ ἐπέκταση, δέν μπορεῖ νά εἶναι καί καλός καί κακός. Ἤ καλός θά εἶναι ἤ κακός. Δέν μπορεῖ νά εἶσαι καί φῶς καί σκοτάδι. Ἀλλά δυστυχῶς τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, πού εἶναι δαιμονικό ἐν πολλοῖς, σοῦ λέει γιατί ὄχι; Νά τά ἔχεις καλά μέ ὅλους.. καί μέ τούς αἱρετικούς καί μέ τούς ἄθεους καί μέ τούς χριστιανούς.. Οἱ μασόνοι, ξέρετε, αὐτό λένε, ἔλα σέ μᾶς, πήγαινε καί στήν ἐκκλησία, ἀλλά νά ἔρθεις καί σέ μᾶς.. καί μέ τό σκοτάδι καί μέ τό φῶς. Ἀλλά ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι αὐτό δέν γίνεται. Τώρα θά ποῦνε αὐτοί ὅτι γίνεται; Ἀφοῦ ὁ Χριστός λέει ὅτι δέν γίνεται. Δέν μπορεῖ νά γίνει, διότι εἶναι μιά σχιζοφρένεια αὐτό τό πράγμα. Ἤ θά εἶσαι μέ τό φῶς ἤ θά εἶσαι μέ τό σκοτάδι. Δέν μπορεῖ νά εἶσαι καί φῶς καί σκοτάδι ταυτόχρονα. Ἀπό τήν στιγμή πού φεύγεις ἀπό τό φῶς, πᾶς στό σκοτάδι, τελείωσε! Ἀπό τήν στιγμή πού φεύγεις ἀπό τήν Ἐκκλησία καί πᾶς στήν μασονία -λέω ἕνα παράδειγμα τώρα- εἶσαι σκοτάδι, τελείωσε! Κι ἄς πηγαίνεις καί στήν Ἐκκλησία, ἔχεις πάει μέ τό μέρος τοῦ σκοταδιοῦ. Εἴδατε πού εἶπε ὁ Κύριος, «δέν μπορεῖτε σέ δύο κυρίους νά δουλεύετε»[5]. Ἀπό τήν στιγμή πού ἀπαρνιέσαι τούς δαίμονες, δέν μπορεῖς νά εἶσαι μαζί τους καί νά λές ὅτι εἶσαι καί μέ τόν Χριστό καί μέ τούς δαίμονες..

Κι ὅμως ἔρχεται αὐτό τό σχιζοφρενικό σήμερα ἡ ἐποχή μας νά τό νομιμοποιήσει καί νά σοῦ πεῖ, γιατί ὄχι; Θά κάνεις καί κοσμική ζωή, θά πηγαίνεις καί στήν Ἐκκλησία καί δέν ὑπάρχει πρόβλημα! Ὑπάρχει τεράστιο πρόβλημα! Γιατί στήν Ἐκκλησία γιά νά πᾶς σωστά καί νά εἶσαι μέσα στήν Ἐκκλησία, ὄχι νά πηγαίνεις μόνο μέ τό σῶμα σου, νά εἶσαι ὀργανικό μέρος καί κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά ἔχεις ὀργανική σχέση μέ τόν Χριστό. Καί ὁ Χριστός δέν ἀνέχεται βρωμιά. Δέν μπορεῖ νά ἔχει βρωμιά ὁ Χριστός καί νά ἑνωθεῖ μέ βρωμιά! Ἕνας βρώμικος νοῦς, δηλαδή μία βρώμικη ψυχή, δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστο βρώμικη.. Θά μοῦ πεῖτε τώρα, ἐμεῖς μόνο κατ’ ἐλάχιστο;.. εἴμαστε πολύ βρώμικοι! Εἴμαστε, ἀλλά μετανοοῦμε. Ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορά. Καί μᾶς καθαρίζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἑνωνόμαστε. Ἀλλά ἕνας πού λέει ὅτι μετανοεῖ καί ἀπό τήν ἄλλη δέν συμμορφώνεται μέ αὐτά πού τοῦ λέει ὁ πνευματικός καί ἡ Ἐκκλησία, δέν μετανοεῖ οὐσιαστικά. Ἁπλῶς μπορεῖ νά ἐξομολογεῖται, ἀλλά δέν μετανοεῖ. Ὁπότε αὐτός παραμένει βρώμικος. Ἤ ἄν κάποιος ἐξομολογεῖται τά μισά, πάλι δέν ἐξομολογεῖται.

Ἑπομένως αὐτή ἡ θεωρία τῶν Μασσαλιανῶν δέν ἰσχύει, ὅτι μπορεῖ νά εἶναι στό ἴδιο μέρος καί ὁ Χριστός καί ὁ διάβολος.

Οἱ δαίμονες κινοῦνται σάν σκοτεινά σύννεφα γύρω ἀπό τήν καρδιά καί ὄχι μέσα στήν καρδιά καί μετασχηματίζονται σέ διάφορες προκλητικές, λογιστικές, φανταστικές εἰκόνες. Δημιουργοῦνε εἴδωλα, ψεύτικες φαντασίες καί εἰκόνες καί διεγείρουν τά πάθη, τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς ἔπαρσης, τοῦ αὐτοθαυμασμοῦ, τῆς αὐτολατρείας, τῆς ἀρχομανίας, τῆς κενοδοξίας, μεγαλομανίας, κοσμικότητας, ἀγάπης γιά ἐξουσία, φιλαργυρίας, ὡραιοπάθειας, πάρα πολλά πάθη. Καί ἀπό αὐτά τά πάθη δημιουργοῦνται πολυποίκιλες ψευτοθεωρίες καί φαντασιώσεις στήν ψυχή (ἀπό τούς λεπτούς δαίμονες), μέ σκοπό νά ἀποσπάσουν τόν νοῦ ἀπό τήν Τριαδική Χάρη καί νά τόν ἑνώσουν μέ τά ψεύτικα καί φανταστικά εἴδωλα πού δημιουργοῦνε μέσα της. Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξει, γίνεται καί φαντασιόπληκτος καί σχιζοφρενής, καί στό τέλος τρελαίνεται κιόλας! Τό ἑπόμενο σκαλοπάτι τῆς ὑπερηφάνειας, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, εἶναι ἡ τρέλα. Καί σοῦ λέει ὁ ἄλλος, «ἐγώ εἶμαι ὁ Μέγας Ναπολέων!» Καί δέν τοῦ τό βγάζεις ἀπό τό μυαλό του ὅτι εἶναι ὁ Μέγας Ναπολέων! Πῶς ἔφτασε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος; Ἐπειδή ἀκριβῶς ὑποχώρησε στά πάθη, καί κατεξοχήν στό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, καί μετά ὁ διάβολος τόν τρέλανε στό τέλος! Τοῦ ἔφτιαξε ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, μέ τό ὁποῖο ταυτίστηκε.

Τά πονηρά πνεύματα προβάλλουν εἰκόνες δελεαστικές, δηλαδή ἐπιθυμητές στόν ἄνθρωπο. Συνήθως δέ τά ἴδια μετασχηματίζονται σέ εἴδωλα ἑλκυστικά, ἀνάλογα ποῦ ρέπει ἡ ψυχή μας. Ἄλλος ἔχει τό πάθος τῆς φιληδονίας, βλέπει ἀντίστοιχες φαντασίες, ἀντίστοιχα εἴδωλα, εἴτε στόν ὕπνο του εἴτε ξύπνιος του. Γι’ αὐτό κανείς ἀκόμα καί ἀπό τό τί βλέπει στά ὄνειρα μπορεῖ νά καταλάβει καί τί πάθη ἔχει. Ἄν ἔχει τό πάθος τῆς κοιλιοδουλείας, τῆς γαστριμαργίας, θά ὀνειρεύεται φαγητά, συμπόσια κ.λ.π. κ.λ.π. Ἀνάλογα τά πάθη. Ἄν εἶναι θυμώδης καί κρατάει κακία, θά βλέπει πράγματα τέτοια πού νά ἔχουν σχέση μέ καταδιώξεις, μέ ἀγωνίες, μέ ἄγχος, μέ ἐκδικήσεις, τέτοια πράγματα, ταραχώδη ὄνειρα. Ἀλλά καί στό ξύπνιο μπορεῖ νά σοῦ δημιουργήσει φαντασίες. Βλέπετε αὐτός ὁ μοναχός, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, προσευχότανε καί τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τοῦ ἔφτιαξε αὐτή τήν φαντασία. Ὁλόκληρη Θεία Λειτουργία ἔστησε ὁ διάβολος.. σκηνικό.. καί θεία κοινωνία ὑποτίθεται.. καί τόν κάλεσε ὁ ὑποτιθέμενος ἱερέας, πού ἦταν πάλι δαίμονας, νά κοινωνήσει χωρίς νά πεῖ τό «μετά φόβου Θεοῦ»∙ δηλαδή σάν νά ἦταν κάτι πολύ σπουδαῖο, σάν νά ἦταν ἱερέας. Γιατί ξέρετε ποιοί κοινωνοῦνε πρίν τό «μετά φόβου». Κοινωνοῦν μόνο οἱ ἱερεῖς μέσα στό ἱερό. Καί ὅλο αὐτό γιατί; Γιά νά τοῦ θρέψει τήν ὑπερηφάνεια, στήν ὁποία αὐτός εἶχε συγκατατεθεῖ προηγουμένως. Εἶχε κάνει τήν πτώση του, ὁπότε τό ἐκμεταλλεύτηκε ὁ διάβολος καί λέει, ἄ.. σοῦ ἀρέσει ἡ ὑπερηφάνεια, ἔ;.. τώρα θά δεῖς τί θά σοῦ φτιάξω ἐγώ! Τοῦ ἔφτιαξε ἕνα ὁλόκληρο σκηνικό γιά νά τόν ὑψώσει ἀκόμα περισσότερο, νά τόν φουσκώσει ἀκόμα περισσότερο! Γι’ αὐτό κανείς πρέπει νά προσέχει καί τίς μικρές ἄς ποῦμε συγκαταθέσεις. Γιατί λένε, ἐντάξει, μιά μικρή ἁμαρτία ἦταν αὐτό.. Καί οἱ μικρές ὅμως θά πρέπει νά φεύγουνε, νά μήν τίς ἀποδεχόμαστε. Γιατί πιάνεται ὁ διάβολος ἀπ’ αὐτές τίς μικρές καί μᾶς φουσκώνει, μᾶς φουσκώνει, ὥστε νά μᾶς ρίξει καί στίς μεγάλες.

Ὅταν ὁ νοῦς μας -θεληματικά καί αὐτάρεσκα- ἑνώνεται μέ αὐτά τά εἴδωλα», πού μᾶς φτιάχνουν οἱ δαίμονες, εὐχαριστιέται δηλαδή μέ αὐτές τίς φαντασίες, τότε ἡ ψυχή μοιχεύει, γιατί οὐσιαστικά ἑνώνεται μέ αὐτά τά εἴδωλα. Ταυτίζεται μέ αὐτά ἀντί νά εἶναι ἑνωμένη μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας, πρέπει νά εἶναι ὁ Νυμφίος, καί τότε ἔχουμε -αὐτή τήν- ψυχοσωματική συμμετοχή στήν ἁμαρτία. Πολλές φορές, μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι τά δαιμόνια μαλώνουν μεταξύ τους καί εἶναι ἑπόμενο αὐτό, ἔτσι; Δέν ὑπάρχει ἀρετή στά δαιμόνια οὔτε ἀγάπη, γιατί ὑπάρχει κακία καί ἐγωισμός. Κατεξοχήν μέγας ἐγωισμός ὑπάρχει στόν διάβολο καί στά δαιμόνια. Αὐτά λοιπόν, ἀφοῦ ἔχουν ἐγωισμό, τό καθένα κοιτάει τόν ἑαυτό του θά λέγαμε, πῶς νά προβληθεῖ αὐτό. Ὁπότε μαλώνουν μεταξύ τους τά δαιμόνια, παρόλο πού συμμαχοῦν μέχρι νά καταστρέψουν τήν ψυχή μας, μέχρι νά κάνουν τή δουλειά τους. Τότε, τά λεπτότερα δαιμόνια, πού ἐρεθίζουν τήν ψυχή μέ τούς λογισμούς, συγκρούονται μέ τά παχύτερα, πού ἐρεθίζουν καί πειράζουν τό σῶμα καί τίς αἰσθήσεις. Γιατί μαλώνουν μεταξύ τους; Γιατί καί οἱ δυό κατηγορίες τῶν δαιμόνων θέλουν τήν καταστροφή τῆς ψυχῆς, ἡ κάθε μιά γιά λογαριασμό της, ὥστε νά καμαρώνουν καί νά καυχῶνται στόν ἀρχηγό τους, στόν διάβολο, γιά τήν πτώση μας καί νά λένε, νά, ἐγώ τά κατάφερα!

Ἡ ψυχή γίνεται πτῶμα σιχαμερό καί σκοτεινό, ὅταν μέ τήν ἁμαρτία ὁ διάβολος τῆς ἀφαιρέσει τό φῶς. Αὐτό φαίνεται καί στό πρόσωπο, ἰδίως ὅταν ὁ χριστιανός πάει νά κοινωνήσει μέ ἀκάθαρτη ψυχή, ἀπροετοίμαστη καί ἀνάξια. Φαίνεται ἕνα σκοτάδι. Καί ὅταν κανείς κοινωνήσει ἀνάξια, γίνεται ἀκόμα πιό σκοτεινός. Γι’ αὐτό εἶναι λάθος νά κοινωνᾶς ἀνεξομολόγητος καί ἀνευλόγητος. Μερικοί σάν νά μήν συμβαίνει τίποτα.. γιά τό καλό, σοῦ λέει, εἶναι Χριστούγεννα, ἤ μοῦ τό εἶπε ἡ μαμά μου, ἄς ποῦμε.. Καί ἐπειδή στό εἶπε ἡ μαμά σου;.. Καί δέν πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν, νά καθαριστοῦν. Παθαίνουν μεγαλύτερη ζημιά. Ὄχι γιατί ὁ Χριστός τούς τιμωρεῖ, ἀλλά διότι αὐτοί προσβάλλουνε τήν Χάρη καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μέ αὐτό πού κάνουν. Εἶναι -νά τό πῶ ἔτσι- σάν νά παίρνεις τόν Χριστό καί νά Τόν βάζεις στό ἀποχωρητήριο. Μετά δέν θά πάθεις καλό, φυσικά.

Ὑπάρχουν ἐπίσης κατηγορίες δαιμόνων, ὡς πρός τήν πονηρία, βαθμίδες δηλαδή πονηρίας. Ὑπάρχουν πονηρά πνεύματα καί ὑπάρχουν καί πονηρότερα. Λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅτι ὅταν τό ἀκάθαρτο πνεῦμα βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο, καί πότε βγαίνει; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ. Κατεξοχήν βγαίνει ὅταν βαφτίζεται ὁ ἄνθρωπος, πού ὑποτίθεται ἔχει μετανοήσει, προσέξτε! Γιατί καί σήμερα μπορεῖ νά σᾶς τεθεῖ τό θέμα τοῦ βαφτίσματος, «νά βαφτίσεις ἕνα παιδάκι σοῦ λέει», ἔτσι; Ἕναν μετανάστη.. ἔχουμε πολλούς, Ἀλβανούς κ.λ.π. Τό θέμα εἶναι, ἔχει μετανοήσει; Ἔχει καταλάβει τί θά κάνει; Γνωρίζει τί σημαίνει ὀρθόδοξη ζωή καί ὀρθόδοξη πίστη; Δέν πρέπει νά βιαζόμαστε νά βαφτίζουμε. Θά πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ μετάνοια. Ὅταν λοιπόν μετανοήσει, τότε φεύγουν τά δαιμόνια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἐπίσης, ἐξομολογεῖται καί μετανοεῖ, πάλι φεύγουν τά δαιμόνια. Καί ὅταν φεύγει τό δαιμόνιο, λέει, ἀπό τόν ἄνθρωπο, λέει ὁ Χριστός μας, «διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων», περνάει μέσα ἀπό τόπους ἐρημικούς καί ἄνυδρους, «ζητοῦν ἀνάπαυσιν», ζητώντας κάπου ν’ ἀναπαυτεῖ, γιατί ἔφυγε ἀπό τή φωλιά του. Ἡ φωλιά ἦταν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Τό διώχνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν μετάνοια, κάπου πρέπει νά πάει. Ἀνάπαυση δέν βρίσκει, «οὐχ εὑρίσκει ἀνάπαυσιν»[6], λέει ὁ Κύριος. Καί βρίσκει ἀνάπαυση, ὅταν κυριεύει τόν ἄνθρωπο μέ τά πάθη. Δηλαδή, κάθε φορά πού ὑποχωροῦμε, παιδιά μου, στά πάθη, δίνουμε φαγητό στόν διάβολο! Εἶναι φοβερό αὐτό, ἔτσι; Τρέφουμε τόν διάβολο. Καί λέει κανείς, μπά, δέν μπορῶ νά ἠρεμήσω.. ἅμα κάνω ἁμαρτία, τότε ἠρεμῶ.. Γιατί ἠρεμεῖς τότε; Γιατί σ’ ἀφήνει ὁ διάβολος. Μέχρι τότε ἀντιστέκεσαι καί σέ πειράζει καί σοῦ φέρνει μία ταραχή. Λοιπόν, τόν ἔθρεψες, ἡσύχασε μετά. Γιά λίγο ὅμως. Καί πάλι τά ἴδια.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί στό ξεμάτιασμα. Σοῦ λέει, δέν μπορῶ, ἔχω πονοκέφαλο, ἔχω αὐτά.. διάβασέ με! Τόν διαβάζει.. ἄ, ἠρέμησε! Μετά ἀπό καμιά ὥρα τηλέφωνο.. διάβασέ με, πάλι τά ἴδια! Μετά τήν ἄλλη μέρα, πάλι τά ἴδια! Φεύγει τό δαιμόνιο καί ξανάρχεται. Γιατί; Γιατί ὁ διάβολος δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ καί τόν ξεγελάει μ’ αὐτό. Σοῦ λέει, τί νά ἐξομολογηθεῖς; Νά, πές στή θεία σου ἐκεῖ πέρα νά σέ ξεματιάσει.. Ἀλλά αὐτό τί εἶναι; Εἶναι μιά τέχνη τοῦ διαβόλου. Ὑποχωρεῖ γιά λίγο, ἠρεμεῖ δηλαδή τό δαιμόνιο, ἐπειδή τοῦ ἔκανε τή χάρη.. γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά ξεματιάζει κανένας! Μόνο ὁ ἱερέας νά διαβάζει τήν εὐχή τῆς βασκανίας. Λαϊκός δέν ἐπιτρέπεται νά ξεματιάζει. Ὑποχωρεῖ γιά λίγο, ἐσύ λές, ἄ.. ἔπιασε ἡ προσευχή, πού δέν εἶναι σωστή προσευχή αὐτή, γιατί γίνεται μέ ὑπερηφάνεια καί εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί ξεγελιέσαι ἔτσι. Ἀλλά θέλεις νά ξεγελαστεῖς, γιατί ἔχεις ὑπερηφάνεια. Δέν θέλεις νά πᾶς νά ταπεινωθεῖς, νά ἐξαγορεύσεις τά ἁμαρτήματά σου.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ διάβολος φύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τήν εἰλικρινή μετάνοια, δέν ἀναπαύεται καί ψάχνει νά βρεῖ κάπου νά σταθεῖ. Καί λέει τό δαιμόνιο τότε· «εἰς τόν οἶκον μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον», θά ξαναγυρίσω στό σπίτι μου, ὅθεν ἐξῆλθον, ἀπό ἐκεῖ ὅπου βγῆκα· «καί ἐλθόν», ἀφοῦ ξαναγυρίσει, «εὑρίσκει σχολάζοντα καί σεσαρωμένον καί κεκοσμημένον»[7]. Ποιόν; Τόν οἶκον του! Τό σπίτι του, καί τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ὁ οἶκος του, νά εἶναι σχολάζων, τί θά πεῖ σχολάζων; Ἐξ οὗ καί σχολεῖο. Εἶναι ἀμέριμνος, σάν νά μή συμβαίνει τίποτα. Δηλαδή δέν ἔχει ἐπιφυλακή στόν ἑαυτό του, δέν ἔχει φροντίδα, δέν ἔχει ἐπιτήρηση στόν ἑαυτό του. Τό βλέπει τό σπίτι σεσαρωμένο καί κεκοσμημένο, ἀλλά ἀφύλαχτο. Καί ἐνῶ ἄς ποῦμε ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἔτσι, ὁ δαίμονας ξαναμπαίνει στήν ψυχή του. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλέον διατεθειμένος, εἶναι δεκτικός, εἶναι ἀνοιχτός σ’ αὐτή τήν ἐπίθεση πού τοῦ κάνει ὁ διάβολος.

Τό δωμάτιο τῆς ψυχῆς, πού εἶχε προηγουμένως καθαρισθεῖ καί στολισθεῖ μέ τήν μετάνοια καί εἶχε βγεῖ ὁ ἄνθρωπος φωτεινός ἀπό τήν ἐξομολόγηση, καί χαρούμενος καί εἰρηνικός, ξαναγίνεται βρώμικος μέ τόν διάβολο καί τά πάθη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν φρόντισε καί ἀκηδίασε. Ἀκηδιάζω ξέρετε τί θά πεῖ. Εἶναι ἀπό τό κήδομαι πού σημαίνει φροντίζω. Ἀ-κηδιάζω, δέν φροντίζω, δέν φυλάω τό σπίτι, δέν προσέχω τίς πόρτες καί τά παράθυρα, ὁπότε μπαίνει ἀπό κεῖ μέσα ὁ θάνατος. Καί τό δαιμόνιο τότε, ὅταν βλέπει ὅτι τό σπίτι εἶναι ἔρημο καί ἀφύλαχτο, «πορεύεται -λέει- καί παραλαμβάνει μεθ' ἑαυτοῦ ἑπτά ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ»[8]. Νάτο τώρα.. ὑπάρχουν καί πνεύματα πονηρότερα! Ἑπτά κιόλας! Δηλαδή πολύ περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι ἦταν πρίν. «Καί εἰσελθόντα (καί ἀφοῦ μποῦνε αὐτά μέσα) κατοικεῖ ἐκεῖ»[9]. Μένουν ἐκεῖ πέρα. Καί ἀπό δῶ καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχουν καί πνεύματα πονηρότερα.

Καί πῶς ἐνεργοῦνε τά πνεύματα; Καί πῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀρκετό νά ἐξομολογηθεῖ, νά μετανοήσει μιά στιγμή στή ζωή του, ἀλλά θά πρέπει νά εἶναι συνεχῶς σέ ἐπιφυλακή; Γιατί πολλοί, παιδιά μου, ξεκίνησαν καλά καί μείνανε στή μέση τοῦ δρόμου. Προσέξτε μήν τό πάθετε. Ξεκινάει κανείς καλά, μετανοεῖ, χαίρεται, τί ὡραία εἶναι ἡ χριστιανική ζωή -καί εἶναι ὄντως ὡραία ἡ χριστιανική ζωή- πάει μέχρι ἕνα σημεῖο καί μετά σταματάει. Πέφτει σέ ἀκηδία, σέ βαρεμάρα, σέ νωθρότητα. Ὁπότε ὁ διάβολος δέν τόν ἀφήνει ἔτσι, γιατί ὑπάρχει καί ἡ ἐπιτήρηση∙ ἔστω ἀπό μακριά μᾶς παρακολουθεῖ. Καί ὅπου βρεῖ ὅτι λίγο χαλαρώσαμε, ἐπιτίθεται νά ξαναμπεῖ. Καί λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος, ἄλλος πάει μέχρι τή μέση τοῦ δρόμου καί γυρνάει πίσω. Καί δέν θά γυρίσεις ἐκεῖ πού ἤσουνα, ἀλλά ποῦ θά πᾶς; Ἐκεῖ πού θά σέ πᾶνε τά ἑπτά δαιμόνια, τά ἄλλα πού θά ’ρθοῦνε μετά. Θά πᾶς πιό κάτω, πολύ πιό κάτω ἀπ’ ὅ,τι ξεκίνησες. Ἄλλος πάει, λέει, μέχρι τήν πόλη, μέχρι τά τείχη τῆς πόλης, καί γυρνάει πίσω. Λίγο θέλει δηλαδή γιά νά μπεῖ στόν παράδεισο καί πάλι γυρνάει πίσω. Καί εἶναι τραγικό αὐτό τό πράγμα, ἔ; Νά κάνεις ἀγώνα χρόνια καί μετά νά τό χάσεις, γιά μιά στιγμή ἀμέλειας καί ἀκηδίας.

Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος μᾶς περιγράφει τό θαῦμα πού ἔγινε, ὅταν ἕνας πατέρας ἔφερε στόν Χριστό τό παιδί του, τό ὁποῖο -προσέξτε- ἦταν ἄλαλο καί κωφό. Δέν μποροῦσε νά μιλήσει καί δέν ἄκουγε τό παιδάκι. Εἶχε καμιά πάθηση ὠτορινολαρυγγολογική; Ὄχι, εἶχε πνεῦμα ἄλαλο καί κωφό. Δηλαδή ὑπάρχουν καί πνεύματα πονηρά, τά ὁποῖα δημιουργοῦνε ἀλαλία καί κώφωση στόν ἄνθρωπο. Νά ἕνας λόγος ἀκόμα πού πρέπει νά βαφτίζονται τά μωρά. Δηλαδή καί σωματικά θά ὠφεληθοῦνε. Καί ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, γλιτώνει καί ἀπό πολλές σωματικές ἀρρώστιες πού δημιουργοῦν οἱ δαίμονες.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει, ὅτι τό πνεῦμα τό κωφό καί ἄλαλο, εἶναι τό δαιμόνιο τῆς ἀκολασίας. Ὡς κωφό πού εἶναι, δέν θέλει ν' ἀκούσει τόν θεῖο λόγο. Βλέπεις, οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀκόλαστοι, οἱ ἀνήθικοι, δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν γιά Χριστό, γιά Θεό.. Γιά ἐξομολόγηση οὔτε πού νά γίνει λόγος βέβαια, ἤ γιά ἐκκλησιασμό! Δέν μπορῶ, σοῦ λέει, νά πάω ἐκκλησία, μέ πειράζει τό θυμίαμα! Δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν ψαλμούς καί ώδές πνευματικές καί οὔτε νά μιλήσουν στόν Θεό, νά προσευχηθοῦνε. Γι’ αὐτό εἶναι καί ἄλαλο. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀνήθικοι δέν θέλουν νά προσευχηθοῦνε, νά λαλήσουν δηλαδή στόν Θεό προσευχές.

Καί δυστυχῶς πολλές φορές καί μέ μᾶς συμβαίνει αὐτό, τούς χριστιανούς, καί οὔτε θέλουμε νά μιλήσουμε στόν Θεό, νά κάνουμε προσευχή, ἐνῶ ξέρουμε ὅτι πρέπει νά κάνουμε, μᾶς πιάνει τό δαιμόνιο αὐτό καί τό δαιμόνιο τῆς ἀκηδίας, καί οὔτε θέλουμε νά ἀκούσουμε λόγο Θεοῦ.

Ὅπως ὕπάρχει τό ἀκάθαρτο πνεῦμα καί τό δαιμόνιο τῆς ἀκολασίας, ἔτσι ὑπάρχουν καί τά ἀντίστοιχα δαιμόνια γιά ὅλα τά πάθη. Τό φοβερότερο καί τό λεπτότερο ἀκάθαρτο πνεῦμα εἶναι τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς οἰήσεως. Νά δοῦμε τί εἶναι αὐτή ἡ οἴηση. Ἡ οἴηση εἶναι ἀπό τό ρῆμα οἴομαι, πού σημαίνει νομίζω. (Νά ξέρετε, τά ἀρχαῖα ἑλληνικά δέν εἶναι δύσκολα, εἶναι πολύ εὔκολα νά τά μάθετε καί δέν θέλει χρόνο, γιατί οὐσιαστικά τά μιλᾶμε τά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Οἱ λέξεις οἱ ἀρχαῖες εἶναι μέσα στή γλώσσα μας. Ἁπλῶς σήμερα τίς ἔχουμε ὡς σύνθετες. Δέν ἔχουμε τίς ἁπλές λέξεις τίς ἀρχαῖες. Τό λέω αὐτό, γιατί σᾶς λέω αὐτούσια τά χωρία καί τό κάνω σκόπιμα. Μή σᾶς φαίνονται δύσκολα. Λίγο κανείς ἄν συγκεντρωθεῖ, θά βρεῖ τί σημαίνει κάθε λέξη).

Ἡ οἴηση λοιπόν εἶναι τό νά νομίζεις ὅτι εἶσαι κάτι. Οἴομαι θά πεῖ νομίζω, τό νά πιστεύεις ὅτι ἀξίζεις κάτι. Καἱ παρά τήν ἐργασία τήν πνευματική πού γίνεται μέσα σου καί πού εἰλικρινά προσπαθεῖς μέ ὅλα τά μέσα πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία νά ἀγωνισθεῖς, καί ἐνῶ λές -ἀλλά μόνο λές- ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, ἐντούτοις μέσα σου βλέπεις καί πιστεύεις ὅτι διαφέρεις ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅτι εἶσαι καλύτερος. Λές: "Δέν εἶμαι κλέφτης, δέν εἶμαι φονιᾶς, δέν εἶμαι ναρκομανής, ὅπως εἶναι τόσοι καί τόσοι". «Οὔκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, φονεῖς, ψεῦτες, ἀσεβεῖς..»[10]. Ἀλλά ἄν τό ψάξουμε, παιδιά, θά δεῖτε ὅτι σέ ὅλα εἴμαστε. Γιατί φόνος δέν εἶναι μόνο ἄς ποῦμε νά φονεύσεις κάποιον ἄνθρωπο, εἶναι πάρα πολλά πράγματα πού εἶναι φόνος. Μπορεῖς νά φονεύσεις καί μέ ἕναν λόγο! Ἄς ποῦμε ὁ ἄλλος καταριέται, ἡ μάνα καταριέται τό παιδί καί τό παιδί πεθαίνει, σκοτώνεται.

Τό πνεῦμα αὐτό λοιπόν τῆς οἰήσεως, δυστυχῶς, ὑπάρχει μέσα μας καί εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, μιά πικρή ρίζα, ἀπό τήν ὁποία βλαστάνει μετά τό μεγάλο αὐτό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ἄν κανείς δέν βγάλει τήν ρίζα, δέν κόβεται ἡ ὑπερηφάνεια. Καί φυσικά δέν κόβεται κανένα πάθος μετά, γιατί ὅλα τά πάθη ξεκινοῦν ἀπό κεῖ, ἀπό τήν ρίζα τῆς οἰήσεως, τῆς ἰδέας ὅτι εἶσαι κάτι καί ὅτι εἶσαι καλύτερος ἀπό τούς ἄλλους. Στό βάθος, ἄν τό ψάξουμε παιδιά, θά δεῖτε ὅτι τό ἔχουμε ὅλοι αὐτό τό πάθος, δυστυχῶς. Καί μόνο οἱ καθαρμένοι Ἅγιοι δέν τό ἔχουνε, ἐπειδή ἐργάστηκαν στόν ἑαυτό τους πολύ καί τό ξερίζωσαν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς ἐμεῖς ὑποτίθεται ὅτι κάνουμε καί κάποιον ἀγώνα πνευματικό, πιό εὔκολα μᾶς προσβάλλει αὐτό τό πάθος τῆς οἰήσεως καί τῆς ὑπερηφάνειας. Γιατί βλέπει κανείς γύρω του πού οἱ ἄλλοι δέν ἀγωνίζονται πνευματικά -μᾶλλον ἀγωνίζονται δαιμονικά, ποιός θά ξεπεράσει τόν ἄλλον στήν κακία καί καυχῶνται κιόλας γιά τήν κακία- καί σοῦ ἔρχεται ἐσένα ὁ λογισμός ὅτι εἶσαι κάτι. Ἐνῶ δέν εἴμαστε τίποτα.

Ἡ οἴηση λοιπόν τρέφεται μ’ αὐτή τήν σύγκριση πού κάνουμε μέ τούς ἄλλους, ἡ ὁποία σύγκριση καί κρίση δέν ἀπέχει πολύ ἀπό τήν κατάκριση. Εἶναι πολύ κοντά μέ τήν κατάκριση. Γι’ αὐτό, τό καλύτερο εἶναι νά μήν συγκρίνετε τόν ἑαυτό σας μέ κανέναν. Ἀπό πάρα πολλά πράγματα θά γλιτώσετε καί ἀπό πάρα πολλές ἁμαρτίες.

Ἡ οἴηση εἶναι ἀκόμη τό χειρότερο καί τό φοβερότερο ἀπ' ὅλα τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καί ἡ πονηρία πού ἀκολουθεῖ τήν οἴηση. Εἶναι τόσο σκοτεινή, ὅσο πιστεύει ὁ δυστυχής χριστιανός ὅτι τά γνωρίζει ὅλα καί τόσο ἀνόητη ὅσο ἀγνοεῖ τήν ἄγνοιά της, καί νομίζει ὅτι δέν τό ἔχει, ἐνῶ τό ἔχει. Καί ἐκεῖνο πού δέν ἔχει εἶναι τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ἡ διόρθωση τοῦ πάθους αὐτοῦ ἐπιτυγχάνεται ώς ἑξῆς: Μόλις δοῦμε κάποιον ἁμαρτωλό, ποῦ ἔχει μία κακία, πού τυχόν δέν τήν ἔχουμε ἐμεῖς -τοὐλάχιστον φανερά, γιατί κρυφά μπορεῖ νά τήν ἔχουμε- νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας ὄχι μέ αὐτόν τόν ἁμαρτωλό πού βλέπεις ν’ ἁμαρτάνει, ἀλλά μέ τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, μέ τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τόν Ἅγιο Νικόλαο, τήν Ἁγία Συγκλητική... οἱ ὁποῖοι μᾶς ξεπερνοῦν στίς ἀρετές σίγουρα! Ἀλλοίμονο ἄν δέν τό πιστεύεις πιά..

Τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας καλεῖ γιά μεγαλύτερη καταστροφή τῆς ψυχῆς μας καί ἄλλα λεπτότερα πνεύματα, σκοτεινά καί ἀκάθαρτα, πού συνεργάζονται μαζί του, ὅπως τό πνεῦμα τῆς περιέργειας. Ἡ περιέργεια τρέφει τήν ὑπερηφάνεια.. γιά νά δῶ τί ἔκανε, πῶς τό ἔκανε, γιατί τό ἔκανε.. ἄ, ἔτσι.. ὀρίστε.. καλά σκεφτόμουνα ἐγώ, τέτοια εἶναι, τέτοιος εἶναι, ἐγώ εἶμαι πολύ καλύτερος-καλύτερη καί τρέφεται μέσω τῆς περιέργειας ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάτι. Καί μέ τό νά ἀσχολεῖσαι μέ τούς ἄλλους, πάλι πέφτεις σέ πολλές τέτοιες παγίδες.

Ὑπάρχει ἀκόμα τό πνεῦμα τῆς ἀσπλαγχνίας, τῆς σκληρότητας, τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἰδιορρυθμίας, τῆς ἀνυπακοῆς, τῆς άνυπομονησίας, τῆς αὐθάδειας.. ὅλα αὐτά εἶναι πνεύματα πού συνεργάζονται μέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας. Ἐπίσης, τό πνεῦμα τῆς ἀσέβειας, τῆς όλιγοπιστίας, τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ὑποκρισίας, τῆς ἀχαριστίας, τῆς ἀναίδειας.. Πολύ φοβερό τό πνεῦμα αὐτό! Καί τό βλέπει κανείς καί στά παιδιά ἀκόμα τά μικρά, ἀναίδεια, ἀδιαντροπιά, κανένας σεβασμός! Φιλαρχία, βλασφημία.. ὅλα αὐτά τά πνεύματα, λεπτά πνεύματα, λειτουργοῦνε μαζί μέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας.

Κάποτε ἕνας ἀσκητής, ὕστερα ἀπό πενήντα χρόνια ἀσκήσεως στήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης, εἶπε: - Ἄς πάω κι ἐγώ νά ξεκουραστῶ στόν παράδεισο. Παίρνει λοιπόν τό ραβδάκι του καί πάει στόν παράδεισο. Φθάνει ἀπ' ἔξω καί χτυπάει τήν πόρτα τοῦ παραδείσου. - Ποιός εἶναι; ρωτάει ἀπό μέσα μιά γλυκιά φωνή. - Ἐγώ, Χριστέ μου, ὁ πατήρ Φιλάρετος, ἀπαντᾶ ὁ ἀσκητής. Καμιά ἀπάντηση. Ἡ πόρτα παρέμεινε κλειστή. Περίμενε, περίμενε, περίμενε... Βλέποντας ὅτι δέν ἀνοίγει, πῆρε τό ραβδάκι του καί ξαναγύρισε στήν ἔρημο. Κάθισε ἄλλα δέκα χρόνια λυπημένος, σκεπτικός. Καινούργια ἄσκηση, νέοι ἀγῶνες, πολλή προσπάθεια καί κόπος γιά αὐτογνωσία.

Πέρασαν δέκα χρόνια, ξαναπῆγε στόν παράδεισο, ξαναχτυπάει τήν πόρτα. - Ποιός εἶναι; πάλι ἡ ἴδια γλυκιά φωνή ἀκούσθηκε νά ρωτᾶ. Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀσκητοῦ: - Ἡ εἰκόνα Σου, Χριστέ μου! Καί ἡ πόρτα ἄνοιξε καί ἡ ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ τόν δέχθηκε! Μέ τό «ἐγώ, Χριστέ μου» κανένας δέν μπαίνει στόν παράδεισο. Γιατί στόν παράδεισο πᾶνε αὐτοί πού ἔχουνε ἀγάπη στούς ἄλλους, ὄχι στόν ἑαυτό τους. Καί προπάντων ἀγάπη στόν Χριστό.

Δέν θά μᾶς σώσει ὁ Θεός γιά τά καλά μας ἔργα οὔτε γιά τίς ἐντολές πού τηρήσαμε οὔτε γιά τίς ἀρετές πού καλλιεργήσαμε οὔτε γιά τό πόσες πολλές φορές συμμετείχαμε στά Πανάγια Μυστήρια, ἀλλά γιά τήν ταπείνωση πού εἴχαμε στήν καρδιά καί πού δείξαμε ἔμπρακτα στή ζωή μας. Πόσο δηλαδή βγάλαμε τό ἐγώ καί βάλαμε τό ἐμεῖς καί βάλαμε τόν Χριστό στή θέση τοῦ ἐγώ. Ὁ Θεός μᾶς σώζει, βεβαιώνει ἡ πεῖρα τῶν Ἁγίων μόνο γιά τήν ταπείνωσή μας, πού εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ὑπερηφάνειας, πού εἴπαμε εἶναι τό κορυφαῖο πάθος καί τό χειρότερο.

Αὐτά ἤθελα νά σᾶς πῶ. Καί τώρα, ἄν ἔχετε, ἀκούω τίς ἐρωτήσεις σας.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : ……………………

Ἀπ. : Γεννιόμαστε μέ ἀδυναμίες πού ἔρχονται κληρονομικά. Ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος ὅτι στήν συμπεριφορά πού ἐκδηλώνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, δέν φταίει μόνο ὁ ἄνθρωπος ὁ ἴδιος, ἀλλά φταῖνε πολλά πράγματα. Φυσικά φταίει καί ὁ ἴδιος, γιατί τό τελικό οκ τό λέει αὐτός, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἔχει ἐπηρεασμούς ἀπό ὅλη τήν σειρά τῶν προγόνων του, οἱ ὁποῖοι ἄς ποῦμε τοῦ κληρονομοῦνε τό ὑλικό τους, καί τό καλό καί τό κακό. Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία μᾶς θεραπεύει ὅμως. Γι’ αὐτό ἔχει καί σημασία τό βάφτισμα νά γίνει γρήγορα, γιατί μέ τό βάφτισμα ἔρχεται ἡ ὑγεία. Τώρα θά μοῦ πεῖτε, μετά πῶς γίνεται καί πάλι βλέπουμε τά μωρά ἔχουνε ἕνα πεῖσμα, μιά ὑπερηφάνεια, ἕνα θέλημα, ἕναν ἐγωισμό καί κάνουν τόν βίο ἀβίοτο στίς μητέρες καί στούς πατέρες; Εἶναι διότι δέν γίνεται σωστή ἀγωγή ἀπό τούς γονεῖς. Οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς μετά ξαναεξάπτουν στό παιδάκι τά πάθη μέ τά μπράβο-μπράβο πού τοῦ λένε, μέ τό πού τοῦ κάνουνε συνεχῶς τά θελήματα, ὁπότε τοῦ τρέφουνε τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια. Καί ἀπό τήν ὑπερηφάνεια μετά ξαναφουντώνουν ὅλα τά πάθη, ἔτσι; Αὐτή εἶναι ἡ διαδικασία ἡ παθολογική μας, ἡ παθολογική φυσιολογία, νά τό ποῦμε ἔτσι μέ ἰατρικό ὅρο.

Ἔτσι ἀναπτύσσονται τά πάθη, κατάλαβες; Γεννιόμαστε ἀλλά θεραπευόμαστε. Ἀλλά πάλι ἀρρωσταίνουμε λόγω τῆς κακῆς ἀγωγῆς τῶν γονέων μας. Καί μετά καί δικῆς μας. Μετά κι ἐμεῖς συνεχίζουμε νά χτίζουμε αὐτό πού ἄφησαν οἱ γονεῖς. Οἱ γονεῖς σέ μάθανε νά ἀγαπᾶς τήν δόξα, τά μπράβο, τούς καλούς βαθμούς, τίς πρῶτες θέσεις, τό καλό φαΐ, τά ὡραῖα ροῦχα, τά ὡραῖα πλεξίματα κ.λ.π. καί μετά χτίζεις καί ἐσύ στό ἴδιο. Βλέπεις καί τήν μάνα σου, τόν πατέρα σου, πῶς κάνουν αὐτοί καί ἡ ἀρρώστια προχωράει ὅλο καί πιό βαθιά. Κι ὅταν κανείς ἀρχίσει καί τό καταλαβαίνει, ἔ.. ὅσο πιό γρήγορα τό καταλάβεις, τόσο καλύτερα. Νά μήν θεριέψουνε τά χορταράκια καί γίνουνε θάμνοι καί δέντρα, γιατί εἶναι πολύ δύσκολο μετά νά τά ξεριζώσεις.

Ἐρ. : Πάτερ, αὐτό πού εἴπαμε πρίν, ὅτι ὅταν φεύγει ἕνας δαίμονας ἀπό τήν καρδιά καί γυρίσει ὅταν βρεθεῖ ράθυμη ἡ ψυχή, φέρνει ἄλλα ἑπτά πνεύματα μετά, δηλαδή ὅταν ἔχουμε πτώσεις, συμβαίνει αὐτό τό πράγμα στίς πτώσεις μας;

Ἀπ. : Αὐτό συμβαίνει, βέβαια. Συμβαίνει, διότι ἐμεῖς ὑποχωροῦμε. Καί θά πρέπει ἀμέσως νά μετανοήσουμε, νά τόν διώξουμε τόν διάβολο. Τοῦ δίνουμε χῶρο καί τρόπο νά μᾶς ἐπηρεάσει. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ μετάνοια καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Νά σᾶς τό πῶ ἔτσι μέ ἕναν ὅρο στρατιωτικό: εἶναι σάν ἕναν πού εἶναι στό Πολυβολεῖο καί συνέχεια ρίχνει ριπές. Ὁπότε δέν μπορεῖ νά πλησιάσει κανένας. Ἅμα σταματήσεις νά ρίχνεις ριπές, ὁ ἐχθρός πλησιάζει. Ἔχετε ἀκούσει πού λέει «φράγμα πυρός»; Κάνεις ἕνα φράγμα πυρός. Δέν μπορεῖ νά πλησιάσει τίποτα. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού σταματᾶς νά ρίχνεις, θά ἔρθουν οἱ ἐχθροί καί θά μποῦνε καί μέσα στό Πολυβολεῖο. Στό Πολυβολεῖο εἶναι ἡ καρδιά μας καί ὁ πολυβολητής εἶναι ὁ νοῦς μας. Καί οἱ σφαῖρες εἶναι τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με.

Ἐρ. : Πάτερ, ὅταν εἶναι κάποιος σέ μιά κατάσταση καί τόν ἐνοχλεῖ ἕνας ἀπό τούς δαίμονες πού ἀναφέραμε, κυρίως αὐτοί μέ τούς λογισμούς, καί ὁ πιστός προσπαθεῖ νά εἶναι σέ νοερά προσευχή, μετανοεῖ∙ ὡστόσο γιά πολλά χρόνια τόν ἐνοχλεῖ μέ αὐτό τόν τρόπο πού τόν ἐνοχλεῖ καί φτάνει ὁ πιστός νά κουράζεται, νά ἐξαντλεῖται.. Νά μή χάνει μέν τήν ἐλπίδα του, ἀλλά ἔτσι αὐτό τό πράγμα νά κρατάει πολλά χρόνια. Δηλαδή νά μήν βλέπει ἐξέλιξη, ὡστόσο οὔτε νά πέφτει. Ἐκεῖ τί πρέπει νά κάνουμε;

Ἀπ. : Ὑπομονή καί προσευχή. Εἶναι ἕνας σταυρός. Αὐτό τό ἀφήνει ὁ Χριστός σκόπιμα, γιά νά ἀσκηθουμε στόν πόλεμο. Δέν μᾶς τά παίρνει ἐνδεχομένως ὅλα, μᾶς ἀφήνει καί κάτι νά μᾶς πειράζει, γιά νά μή μᾶς πιάσει καί ὁ ὕπνος! Γιατί μετά μπορεῖ νά πέσουμε σέ πλήρη ραθυμία. Ὁπότε σοῦ ἀφήνει καί μιά ἀδυναμία. Εἴδατε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἦταν ὁ Μέγας Παῦλος!, κι ὅμως λέει, «μοῦ ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι»[11]. Μοῦ δόθηκε ἕνα ἀγκάθι στήν σάρκα, γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι! Καί τρεῖς φορές τόν Κύριο παρακάλεσα νά μοῦ τό πάρει. Τρεῖς φορές Τοῦ εἶπα: Σέ παρακαλῶ, δέν τό ἀντέχω ἄλλο αὐτό τό πράγμα! Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου»[12]. Σοῦ εἶναι ἀρκετή ἡ Χάρις Μου, «ἡ γάρ δύναμίς Μου», τί λέει μετά; «Ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[13]. Ἡ δύναμίς Μου φανερώνεται στήν τελειότητά της μέσα στήν ἀσθένεια, μέσα στήν ἀδυναμία τήν δική σας.

Ὁπότε θά κάνουμε ὑπομονή κι ἄν θά θέλει ὁ Θεός θά μᾶς τόν πάρει τόν πειρασμό.

Ἐρ. : Συμπληρωματικά σ’ αὐτό, ὅταν κάνει ὑπομονή ὁ πιστός, ἀλλά φτάνει σέ κάποιες φάσεις νά κουράζεται, νά τόν ἐκνευρίζει ὁ πειρασμός, νά ἔχει ὅμως συναίσθηση ὅτι γίνεται αὐτό γιά νά ἀσκηθεῖ στήν ὑπομονή, μερικές φορές ἔρχεται ὁ λογισμός ὅτι γιά νά μήν βελτιώνεσαι, εἶσαι πάρα πολύ βρώμικος ἄς ποῦμε.

Ἀπ. : Αὐτό θά τό πεῖ στόν πνευματικό του καί θά φύγει. Εἶναι πονηρός λογισμός. Γιατί ὁ διάβολος προπάντων προσπαθεῖ νά μᾶς ρίξει στήν ἀπογοήτευση∙ νά σοῦ πεῖ, ὅτι δέν γίνεται τίποτα, εἶσαι πάρα πολύ βρώμικος, εἶσαι μαῦρος, κατάμαυρος, πίσσα, ἀράπης καί δέν καθαρίζεσαι μέ τίποτα καί παράτησέ τα ὅλα! Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρά τοῦ διαβόλου, νά τά παρατήσουμε. Δέν θά τά παρατήσουμε, δέν θά τοῦ κάνουμε τό χατίρι. Γιά νά μή σᾶς πῶ, ὅτι καθόλου δέν πρέπει νά τά ἀκοῦμε αὐτά καί ὅτι «ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν»[14], ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο. Δηλαδή ἐκεῖ πού νομίζεις ὅτι εἶναι χαμένα ὅλα, ἐκεῖ πλησιάζει τό τέλος, νά ξέρετε. Καί ὁ διάβολος ἰδίως στό τέλος βάζει τούς μεγαλύτερους πειρασμούς. Κι ὅταν εἶναι νά φύγει κανείς, νά πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἔχει τούς πιό μεγάλους πειρασμούς, τήν ὥρα τοῦ θανάτου δηλαδή πού πλέον βλέπει ὁ διάβολος ὅτι χάνει τήν μάχη, ἐκεῖ βάζει ὅλες τίς δυνάμεις καί ἐκεῖ εἶναι πού δέν πρέπει ν’ ἀπελπιστεῖς μέ τίποτα. Ὅταν ἔχεις τέτοιους λογισμούς εἶναι καθαρά τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστός ποτέ δέν μᾶς λέει τέτοιους λογισμούς, ποτέ δέν μᾶς λέει παράτα τα, εἶσαι κατάμαυρος, εἶσαι ἄχρηστος, εἶσαι… Αὐτά τά λέει ὁ διάβολος γιά νά μᾶς ἀπελπίσει. Ἴσα-ἴσα αὐτά φανερώνουν τήν ἧττα του! Γιατί ἀκριβῶς, ἄν ἄς ποῦμε μᾶς εἶχε τοῦ χεριοῦ του, δέν θά ἀσχολιόταν μέ μᾶς, δέν θά ἔχανε τόν καιρό του μέ μᾶς. Θά πήγαινε στούς ἄλλους. Τό γεγονός λοιόν ὅτι ἔχεις πειρασμό, σημαίνει ὅτι πάει καλά τό πράγμα! Νά εἶσαι χαρούμενος.. σημαίνει ὅτι τόν ἔχεις στριμώξει τόν διάβολο καί γι’ αὐτό ἀσχολεῖται μαζί σου. Τούς ἄλλους πού τούς ἔχει δικούς του, δέν ἀσχολεῖται. Καί λές, ἄ.. κοίταξε, τί ὡραῖα εἶναι αὐτοί στόν κόσμο, δέν ἔχουνε καί πειρασμούς! Αὐτοί, νά τούς κλαῖς! Γιατί αὐτούς τούς ἔχει δικούς του ὁ διάβολος. Ἔ, καί καμιά φορά ἔρχεται ἄς ποῦμε νά δεῖ πῶς πᾶνε, νά δεῖ, ἄν τοῦ κάνουν ὑπακοή, ἀπό καιροῦ εἰς καιρό. Σοῦ λέει, καλά πᾶνε.. αὐτοί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μένα, εἶναι μόνοι τους δαίμονες. Γιά τόν ἑαυτό τους, γιά τήν ψυχή τους εἶναι οἱ ἴδιοι δαίμονες οἱ ἄνθρωποι. Ἀσχολεῖται μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά κάνουν πνευματική ζωή.

Καί τό ἄλλο πού ἤθελα νά σᾶς πῶ, εἶναι νά ἀκολουθεῖτε αὐτή τήν συμβουλή πού λέει ὁ π. Πορφύριος, ὁ ὁποῖος τί λέει; Ἄσε τούς λογισμούς, ἄστα τά πάθη καί κοίταξε τόν Χριστό! Ἀγάπησε τόν Χριστό καί αὐτά θά μαραθοῦν ἀπό μόνα τους.

Μερικοί ὁδηγεῖτε, δέν ὁδηγεῖτε; Καμιά φορά πίσω ἀπ’ τό αὐτοκίνητο δέν ἔρχονται σκυλιά καί γαυγίζουνε; Τί κάνετε; Σταματᾶτε τό αὐτοκίνητο γιά νά τά διώξετε; Κανένας δέν τό κάνει, ἀλλοίμονο! Θά σταματήσει τό ἀμάξι, γιά νά διώξεις τά σκυλιά; Θά σέ ποῦνε.. πάει τό ’χασες! Λοιπόν, ἔτσι εἶναι κι αὐτό, ὁ διάβολος. Εἶναι σκυλιά, ἔρχονται καί γαυγίζουνε. Ἐσύ τί θά κάνεις; Θά ἀσχοληθεῖς μαζί του; Τίποτα. Ἐσύ θά συνεχίσεις τό ταξίδι σου. Ἐσύ πᾶς στόν Χριστό, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τελείωσε! Καί δέν ἀκοῦς κανένα σκυλί!

Ὁπότε ὁ διάβολος, ἐπειδή εἶναι πολύ ἐγωιστής, θά σέ ἀφήσει. Ἀργά ἤ γρήγορα θά σέ ἀφήσει, γιατί ἡ μεγαλύτερή του χαρά εἶναι νά ἀσχολεῖσαι μαζί του ἔστω καί ἀρνητικά, νά τοῦ λές, δέν σέ θέλω, φύγε κ.λ.π. Δέν τοῦ λέμε τίποτα! Πλήρης περιφρόνηση.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



[1] Β΄Κορ. 11, 14.

[2] Λουκ. 12, 47.

[3] Λουκ. 12, 48.

[4] Ἰακ. 3, 11.

[5] Ματθ. 6, 24.

[6] Ματθ. 12, 43.

[7] Ματθ. 12, 44.

[8] Ματθ. 12, 45.

[9] Ὅ.π.

[10] Λουκ. 18, 11.

[11] Β΄Κορ. 12, 7.

[12] Β΄Κορ. 12, 9.

[13] Ὅ.π.

[14] Λουκ. 21, 28.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου