Σελίδες

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Θαῦμα τῆς Θείας πρόνοιας καί ἀγάπης, Βίος καί Λόγοι Ἁγίου Πορφυρίου.Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης




«Καί ἥξουσιν ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί ἀπό βοῤῥᾶ καί νότου, καί ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ»[1]. Μᾶς ὁμιλεῖ σήμερα, ἀδελφοί, τό ἱερό Εὐαγγέλιο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ βίωσις αὐτῆς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετοχή στήν ἄπειρη μακαριότητα τοῦ Θεοῦ στήν ὁποία μᾶς δίνει ὁ Θεός αὐτή τήν δυνατότητα∙ μᾶς δίνει αὐτή τήν δυνατότητα τῆς μετοχῆς σέ Αὐτόν καί στή ζωή Του, ἐφόσον ἐμεῖς θελήσουμε νά Τόν ἀγαπήσουμε καί νά τηρήσουμε τίς ἅγιες ἐντολές Του. Τί κάνει ἡ ἀγάπη καί ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ! Καί τί δέν κάνει γιά νά μᾶς σώσει καί γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!

«Τά χρόνια μετά τόν πόλεμο», διηγεῖται ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἦταν πολύ δύσκολα καί οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονταν γιά νά ζήσουν. Ἐγώ, ὅπως σᾶς εἶπα, τήν ἐποχή ἐκείνη ἤμουν στήν Πολυκλινική. Πολλά περιστατικά θυμᾶμαι ἀπ' τά χρόνια ἐκεῖνα. Ἀκοῦστε ἕνα ἀπ' αὐτά.

Ἡ Ἔφη ἦταν δεκαεφτά χρονῶν κι ἔμενε τό καλοκαίρι μέ τούς γονεῖς της καί τόν ἀδελφό της στό Μπογιάτι. Εἶχαν περιβόλι μέ κηπευτικά καί τά πουλοῦσαν. Ἕνα βράδυ ἡ μητέρα τῆς Ἔφης τήν ἔστειλε σ' ἕνα μαγαζάκι ἐκεῖ κοντά, ν' ἀγοράσει πετρέλαιο γιά τή λάμπα. Σημειῶστε ὅτι δέν εἶχαν τότε ρεῦμα. Ἐπιστρέφοντας πρός τό σπίτι ἡ Ἔφη συναντάει στόν δρόμο ἕνα ἀγόρι, συμμαθητή της. Μιλοῦσαν γιά τά μαθήματα. Τό σημεῖο, ὅμως, πού εἶχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω ἀπό ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο. Τή στιγμή ἐκείνη πέρασε ὁ ἀδελφός τῆς Ἔφης καί τούς εἶδε νά κουβεντιάζουν. Τό παρεξήγησε, γιατί πίστεψε ὅτι πονηρά κουβεντιάζουν καί τό εἶπε στήν μητέρα τους. - Ἡ Ἔφη μᾶς ντροπιάζει, εἶπε, κουβεντιάζει στόν δρόμο μ' ἕνα ἀγόρι. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι ἡ Ἔφη, ἡ μητέρα της τήν μάλωσε πολύ καί τήν ἔδειρε. Ἡ Ἔφη πικράθηκε πολύ. Ἐπαναστάτησε γιά τήν ἀδικία καί τήν καχυποψία τοῦ ἀδελφοῦ της. Τήν ἄλλη μέρα γύρισε στό σπίτι ὁ πατέρας, πού ἔλλειπε. Ἐκεῖνος τῆς φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδή μέ κατανόηση καί καλό τρόπο. - Ἐγώ, τῆς λέει, δέν τά πιστεύω αὐτά. Ἔλα, πᾶμε νά ποτίσουμε τό περιβόλι.

Ἔτσι ἔγινε. Ἡ Ἔφη, ὅμως, δέν εἶχε κοιμηθεῖ καθόλου τήν προηγούμενη νύκτα. Ἡ στενοχώρια κι ἡ ἀδικία τήν πνίγανε. Ἀπελπίσθηκε κι ἀποφάσισε νά θέσει τέρμα στή ζωή της. Τήν ὥρα, λοιπόν, πού ξεκινοῦσαν μέ τόν πατέρα της γιά τό περιβόλι, ἔκανε ἕνα σχέδιο. Νά πάρει ἕνα γεωργικό φάρμακο καί τό βραδάκι, μετά τό πότισμα, κρυφά νά τό πιεῖ καί νά πεθάνει. Σκεπτόταν: «Νά δῶ τότε, θά μέ ἀγαποῦν;». Πῆρε λοιπόν τό φάρμακο, τό ἔβαλε στήν τσέπη της καί περίμενε νά βραδιάσει γιά νά τό πάρει. Δέν ἄργησε νά ἔλθει ἡ δύσκολη ὥρα. Ὁ πατέρας ἀμέριμνος τῆς λέει: - Πήγαινε στήν ἄκρη τοῦ περιβολιοῦ νά κλείσεις τό νερό.

Πῆγε γρήγορα. Ἦταν ἀθέατη. Κανείς δέν ὑπῆρχε γύρω της. Ὁ πατέρας ἀρκετά μέτρα μακριά κι ἐκείνη τρέμοντας ἔβαλε τό χέρι στήν τσέπη. Ἐκείνη ἀκριβῶς τήν στιγμή ἀκούει βήματα. Δέν πρόλαβε νά κουνηθεῖ κι ἐμφανίζεται μπροστά της κάποιος ἄγνωστος ἱερέας. Τήν χαιρετάει καί τῆς λέει: - Ἔφη μου, ξέρεις πόσο ὡραῖος εἶναι ὁ Παράδεισος! Φῶς, χαρά, ἀγαλλίαση. Ὁ Χριστός εἶναι ὅλος φῶς καί σκορπάει τήν χαρά καί τήν ἀγαλλίαση σέ ὅλους. Μᾶς περιμένει στήν ἄλλη ζωή, γιά νά μᾶς χαρίσει τόν Παράδεισο. Ὑπάρχει ὅμως κι ἡ κόλαση, πού εἶναι ὅλο σκοτάδι, λύπη, στενοχώρια, ἀγωνία καί κατάθλιψη. Ἄν πάρεις αὐτό πού ἔχεις στήν τσέπη σου, θά πάεις στήν κόλαση. Πέταξέ το, λοιπόν, ἀμέσως, γιά νά μή χάσουμε τήν ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου.

Ἡ Ἔφη τά ἔχασε στήν ἀρχή, ἀλλά μετά ἀπό λίγο λέει στόν ἱερέα, ἀφοῦ, χωρίς νά τό καταλάβει, εἶχε πετάξει τό φάρμακο: - Περιμένετε νά φωνάξω καί τόν πατέρα μου νά σᾶς δεῖ. Τρέχει μέσα στό περιβόλι καί λέει: - Πατέρα, ἔλα γρήγορα νά δεῖς ἕναν ἱερέα, πού ἦλθε στήν ἄκρη τοῦ περιβολιοῦ μας! Ὅταν, ὅμως, φθασανε στό σημεῖο πού ἔπρεπε νά περιμένει ὁ ἱερέας, δέν ὑπῆρχε κανείς ἐκεῖ. Γιά πολύ καιρό ἡ Ἔφη δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει ὅλα ὅσα τῆς συνέβησαν ἐκεῖνο τό βράδυ. Δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τήν ἐξαφάνιση τοῦ ἱερέα. Ἐπιθυμοῦσε νά τόν ξαναβρεῖ. Τῆς εἶχε σώσει τή ζωή.

Ἐν τῷ μεταξύ, κάθε χειμώνα κατέβαιναν στήν Ἀθήνα ὅλη ἡ οἰκογένεια. Ἡ Ἔφη ἐπήγαινε πολλές φορές στήν νονά της. Ἡ νονά της συνήθιζε νά φιλοξενεῖ θεολόγους, ἱερεῖς, μοναχούς. Κάποια φορά, πού ἡ Ἔφη ἐπῆγε στήν νονά της, στό σαλόνι εἶχε μιά ἐπίσκεψη καί ἔδωσε ἐντολή ἡ νονά στήν Ἔφη νά ἑτοιμάσει ἕνα κέρασμα. Ἡ Ἔφη πῆγε λοιπόν στό σαλόνι μέ τό κέρασμα ἀλλά τί νά δεῖ; Πῆγε νά τῆς πέσει ὁ δίσκος ἀπό τά χέρια. Βλέπει μπροστά της τόν ἱερέα πού εἶχε ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τό δύσκολο γι' αὐτήν βράδυ στό περιβόλι τους. - Εἶμαι ὁ πατήρ Πορφύριος, τῆς λέω χαμογελώντας. Ἔτσι γνωριστήκαμε καί ἀπό τότε ἔχουμε μεγάλη φιλία. Ἔκανε οἰκογένεια μέ πολλά παιδιά∙ τήν εὐλόγησε ὁ Θεός. Βλέπετε», λέει ὁ Ἅγιος, «τί τρόπους μπορεῖ νά μεταχειρισθεῖ ὁ Θεός, ὅταν θέλει νά σώσει ἕναν ἄνθρωπο!»[2]. Δηλαδή ἡ Πρόνοια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ οἰκονόμησε νά ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τό κρίσιμο βράδυ στή κοπέλα αὐτή ὁ Ἅγιος καί νά τήν σώσει ἀπό τήν αἰώνια κόλαση.

«Τρέξε πρός τόν Θεό», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ὁ Ὁποῖος ἀντί μικρῶν πραγμάτων σοῦ παρέχει μεγάλα. Ἀλλά, οὔτε αὐτά δυστυχῶς πολλές φορές», λέει ὁ Ἅγιος, «δέν ἀνεχόμαστε νά ἀκοῦμε, δηλαδή γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά ὅλα αὐτά πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γιά ἐμᾶς καί σπεύδουμε ἐκεῖ πού γίνονται συμπλοκές καί πόλεμος καί πυγμαχίες καί δίκες καί συκοφαντίες». Δηλαδή τρέχουμε στά μάταια τοῦ κόσμου τούτου. «Δέν ἔχει δίκιο, ἑπομένως, ὁ Θεός νά μᾶς ἀποστρέφεται καί νά μᾶς τιμωρεῖ, ὅταν σέ ὅλα μᾶς παρέχει τόν ἑαυτό Του, μᾶς δίνεται, καί ἐμεῖς ἀντιδροῦμε; Εἶναι στόν καθένα ὁπωσδήποτε φανερό.

Γιατί ἄν θέλεις νά καλλωπιστεῖς, νά γίνεις ὡραῖος», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «παίρνοντας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ στό στόμα του, στολίσου μέ τόν δικό Μου καλλωπισμό. Ἄν θέλεις νά ὁπλιστεῖς, ὁπλίσου μέ τά δικά Μου ὅπλα», λέει ὁ Χριστός «ἤ ἄν θέλεις νά ἐνδυθεῖς, φόρεσε τό δικό Μου ἔνδυμα. Γιατί «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε»[3].

Ἐάν θέλεις νά τραφεῖς, φάγε στήν δική Μου τράπεζα. Ἐάν θέλεις νά ὁδοιπορήσεις, ἀκολούθησε τήν ἰδική Μου ὁδό», γιατί «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»[4]. «Ἐάν θέλεις νά κληρονομήσεις, κληρονόμησε τήν ἰδική Μου κληρονομία. Ἐγώ σᾶς κάνω συγκληρονόμους Μου», λέγει ὁ Χριστός. «Ἐάν θέλεις νά εἰσέλθεις εἰς τήν πατρίδα, ἔμπα εἰς τήν πόλη τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶμαι Ἐγώ, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί Ἐγώ γιά ὅσα δίνω, δέν ζητάω ἀμοιβή. Τί θά μποροῦσε νά γίνει ἰσάξιο πρός αὐτή τήν γενναιοδωρία; Ἐγώ εἶμαι πατέρας, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἔνδυμα, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιο. Καθετί πού θέλεις, εἶμαι Ἐγώ», λέει ὁ Χριστός, «γιά νά μήν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό τίποτε! Ἐγώ καί θά σέ ὑπηρετήσω∙ γιατί γι' αὐτό ἦρθα γιά νά ὑπηρετήσω καί ὄχι νά ὑπηρετηθῶ. Ἐγώ εἶμαι καί φίλος καί μέλος τοῦ σώματος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μητέρα. Ὅλα Ἐγώ. Ἀρκεῖ νά διάκεισαι φιλικά πρός Ἐμένα∙ ἀρκεῖ νά Μέ ἀγαπᾶς. Ἐγώ ἔγινα πτωχός γιά σένα, ἔγινα καί ἐπαίτης καί ζητιάνος γιά σένα. Ἀνέβηκα ἐπάνω στόν Σταυρό γιά σένα, ἐτάφην γιά σένα∙ στόν οὐρανό ἄνω παρακαλῶ γιά σένα τόν Πατέρα, καί κάτω στή γῆ στάλθηκα ἀπό τόν Πατέρα σάν μεσίτης, μεσολαβητής γιά σένα. Ὅλα γιά Μένα εἶσαι ἐσύ, καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερο θέλεις; Γιατί ἀποστρέφεσαι Αὐτόν πού σέ ἀγαπᾶ; Γιατί κοπιάζεις γιά τόν κόσμο; Γιατί ἀντλεῖς νερό μέ τρυπημένο πιθάρι;

Γιατί αὐτό σημαίνει νά καταπονεῖσαι στήν ζωή αὐτή», νά ἐμπλέκεσαι δηλαδή στά βιοτικά καί νά ὑποδουλώνεσαι στήν ματαιότητα τοῦ κόσμου. «Γιατί λαναρίζεις τήν φωτιά; Γιατί πυγμαχεῖς στόν ἀέρα; Χτυπᾶς δηλαδή κούφιες γροθιές εἰς τόν ἀέρα, «εἰς ἀέρα δέρων». «Γιατί τρέχεις ἄδικα; Κάθε τέχνη δέν ἔχει καί ἕναν σκοπό; Στόν καθένα εἶναι ὁπωσδήποτε φανερό. Δεῖξε μου κι ἐσύ τόν σκοπό τῆς σπουδῆς στή ζωή». Γιατί κολλᾶς στή ζωή καί στά γήινα καί σπεύδεις καί ἀναλώνεσαι σ' αὐτά; «Δέν μπορεῖς νά μοῦ δείξεις ποιός εἶναι ὁ σκοπός, γιατί «ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης»[5]»[6].

«Τό χειρότερο πρᾶγμα στούς ἀνθρώπους», λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, «εἶναι ὁ θάνατος, τό νά γίνω λάσπη, νά μεταβληθῶ σέ σκουλήκια, σέ πηλό. Ἀξίζει τάχα νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος; Γιατί νά σέ ἀγαπήσω, Θεέ μου, ἀφοῦ αὔριο θά μεταβληθῶ σέ σκουλήκια καί πηλό;», ρωτάει ὁ Ἅγιος. «Νά ὅμως πού ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, σέ σώζει ἀπό τόν θάνατο διά τῆς Ἀναστάσεως Του. Σοῦ ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή. Αἰώνια ζωή γιά τήν ψυχή σου καί τό σῶμα, ὅταν κι ἐκεῖνο θά ἀναστηθεῖ λαμπερό καί θά ἑνωθεῖ μέ τήν ψυχή. Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, πού τόσο μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἀγαπᾶ, ἔχει τό δικαίωμα νά ἀποκαλεῖται ὁ μόνος Φιλάνθρωπος, ὁ μόνος ἀπό κατασκευῆς κόσμου μέχρι τῆς φοβερᾶς Κρίσεως. Γιατί μονάχα Ἐκεῖνος εἶναι πού νίκησε τόν θάνατο. Γι' αὐτό εἶναι ὁ μόνος Φιλάνθρωπος καί ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἁπλές φλυαρίες, καί οἱ κουλτοῦρες καί οἱ πολιτισμοί, οἱ ἐπιστῆμες καί οἱ τέχνες. Τί ἀστεῖα πράγματα!

Μά τί νά τήν κάνω τήν τεχνολογία καί τήν ἐπιστήμη, ὅταν μέ μεταβάλλουν σέ σκουλήκια καί λάσπη; Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος Φιλάνθρωπος, Αὐτός πού μέ ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐφευρέτης τῆς ἁμαρτίας καί μαζί μέ αὐτή καί τοῦ κακοῦ. Αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ λύτρωση ἀπό τόν θάνατο»[7]. Πόσο πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιατί μᾶς χαρίζει τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή καί κάνει τό πᾶν γιά τήν σωτηρία μας!

«Πάντοτε», λέγει καί ὁ Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, «νά θυμᾶσαι μέ ἀγάπη τόν Θεό σου καί τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς. Ὅλα ὅσα βλέπεις στόν οὐρανό καί στήν γῆ, στόν τόπο τῆς κατοικίας σου, νά σέ κεντοῦν, νά σέ παρακινοῦν γιά νά θυμᾶσαι τόν Κύριό σου καί τήν ἀγάπη Του, πού μέσα της κλείνει καί μᾶς. Κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ φανερώνει τήν ἀγάπη Του σε μᾶς.

Βλέποντας λοιπόν καί ἀπολαμβάνοντας τά δημιουργήματά Του», τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, «λέγε μέσα σου: αὐτό εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ μου καί ἔχει δημιουργηθεῖ γιά χάρη μου. Αὐτοί οἱ φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἥλιος, τό φεγγάρι καί τά ἄλλα ἀστέρια, εἶναι δημιουργήματα τοῦ Κυρίου μου, γιά νά φωτίζουν ὅλη τήν οἰκουμένη καί μένα. Αὐτή ἡ γῆ πού πάνω της ζῶ, πού δίνει τούς καρπούς της σέ μένα καί στά ζῶα μου, αὐτή μαζί μέ ὅ,τι ἔχει, εἶναι τοῦ Κυρίου μου δημιούργημα. Αὐτό τό νεράκι πού ποτίζει ἐμένα καί τά ζῶα μου εἶναι τοῦ Κυρίου μου ἀγαθό. Αὐτά τά ζῶα πού μοῦ δουλεύουν εἶναι δημιουργήματα τοῦ Κυρίου μου καί τά ἔθεσε στήν ὑπηρεσία μου. Αὐτό τό σπίτι πού κατοικῶ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί μοῦ τό ἔδωσε γιά τήν ἀνάπαυσή μου. Αὐτή ἡ τροφή πού τρώγω εἶναι ἀγαθό τοῦ Θεοῦ καί μοῦ τή δίνει γιά ἐνίσχυση καί παρηγοριά τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ σώματός μου. Αὐτό τό ροῦχο πού φοράω μοῦ τό ἔδωσε ὁ Κύριος καί Θεός μου γιά νά καλύψω τό γυμνό μου σῶμα. Αὐτή ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μορφή τοῦ Σωτήρα μου πού κατέβηκε στόν πάμπτωχο κόσμο γιά χάρη μου, γιά νά σώσει ἐμένα πού ἤμουνα ἀπολωλός. Ὑπέφερε καί πέθανε γιά μένα καί ἔτσι μέ ἐξαγόρασε ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο, τόν θάνατο, τόν ἅδη. Προσκυνῶ τήν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του!»[8].

Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος μᾶς δείχνει τόν τρόπο γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, γιά νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη Του. «Αὐτή ἡ μορφή τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ μορφή τῆς Ὑπεραγίας κόρης. Αὐτή ἡ μορφή τῆς Θεοτόκου πού βλέπουμε στίς εἰκόνες εἶναι ἡ μορφή τῆς Ὑπεραγίας κόρης, πού γέννησε ἀσπόρως τόν Κύριό μου καί Θεό Ἰησοῦ Χριστό. «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί»[9], ἡ μητέρα πού γέννησες ἐν σαρκί τόν Θεό. «Εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου»[10]. «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασα τόν Κύριο καί Θεό μου καί μαστοί οὕς ἐθήλασε»[11]. Αὐτή ἡ μορφή τοῦ Προδρόμου», ὅταν βλέπεις τόν Τίμιο Πρόδρομο, αὐτό νά σκέφτεσαι, «αὐτή ἡ μορφή του εἶναι ἡ μορφή αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Προφήτη πού ἔστειλε ὁ Θεός πρό προσώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ἀνήγγειλε στούς ἀνθρώπους τήν ἔλευσή Του, λέγοντας: «Ἴδε, ό ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»[12] καί τέλος ἀξιώθηκε νά Τόν βαπτίσει στά νερά τοῦ Ἰορδάνη. Αὐτή ἡ μορφή τοῦ Ἀποστόλου εἶναι ἡ μορφή τοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου μου, πού συναναστράφηκε μαζί Του, Τόν ἄκουσε νά διδάσκει, Τόν εἶδε νά θαυματουργεῖ καί ἀργότερα νά βασανίζεται γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, νά ἀνασταίνεται ἀπό τόν τάφο καί νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό. Αὐτή ἡ μορφή τοῦ μάρτυρα εἶναι ἡ μορφή τοῦ ἥρωα ἐκείνου πού ἀντιστάθηκε μέχρις αἵματος γιά τήν τιμή τοῦ Χριστοῦ μου καί πού γιά τό ὄνομά Του δέν λυπήθηκε οὔτε γιά τήν ἴδια του τή ζωή. Καί ἔτσι μέ τήν σπουδή τοῦ αἵματός του στερέωσε τήν ἱερότατη καί μόνη ἀληθινή πίστη μας. Αὐτός ὁ ἱερός λόγος πού ἀκούω, ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λόγια ἀπό τό στόμα Του, τά χείλη τοῦ Κυρίου μου τά εἶπαν∙ καί τώρα μέσα ἀπό αὐτά ὁ Θεός μοῦ λέει: «Ἀγαθός ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπέρ χιλιάδας χρυσίου καί ἀργυρίου»[13]»[14]. Καθετί πού βλέπουμε καί μέσα στόν ναό καί παντοῦ μποροῦμε νά τά κάνουμε ἀφορμή, νά τά χρησιμοποιοῦμε ὡς ἀφορμή καί αἰτία γιά νά ἀγαποῦμε τόν Θεό. Γιατί ὅλα εἶναι τοῦ Κυρίου καί πρός τόν Κύριο μᾶς προσανατολίζουν καί στόν Κύριο ἀναφέρονται.

«Αὐτός ὁ Ἅγιος Οἶκος, ἡ ἐκκλησία ὅπου βρίσκομαι εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν ὁποῖο προσφέρεται ὁμαδική λατρεία καί δοξολογία πρός τόν Κύριό μου ὑπέρ τῶν πιστῶν ἀδελφῶν μου. Αὐτές οἱ ψαλμωδίες, οἱ ὑμνωδίες καί οἱ κοινές προσευχές, εἶναι οἱ ἦχοι μέ τούς ὁποίους δοξάζουμε τόν Θεό, καί αὐτούς ἀναπέμπουμε στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ μας. Αὐτός ὁ ἁγιασμένος ἄνθρωπος, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερέας εἶναι ὁ πλησιέστερος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ μου, πού Τοῦ στέλνει προσευχές γιά μένα τόν ἁμαρτωλό, καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού κηρύσσει τόν θεῖο λόγο εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ μου καί φανερώνει σέ μένα καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Αὐτός δίπλα μου, ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἀδελφός μου, εἶναι τό πιό ἀγαπημένο δημιούργημα τοῦ Κυρίου μου πού πλάστηκε ὅπως κι ἐγώ, ἁμάρτησε, ἀλλά ἐξαγοράστηκε ὅπως κι ἐγώ μέ τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτῆρα μου, καί καλέστηκε μέ τόν θεῖο λόγο στήν αἰώνια ζωή. Πρέπει νά τόν ἀγαπάω, ἀφοῦ εἶναι τό ἀγαπημένο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ∙ νά τόν ἀγαπάω σάν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου∙ νά μήν τοῦ κάνω αὐτό πού δέν θά ἤθελα νά γίνει στόν ἑαυτό μου, ἀλλά ἐκεῖνο πού θά ἤθελα, γιατί καί ὁ Θεός μου ἔτσι μέ πρόσταξε.

Τέλος, ἀδελφέ μου, κάθε γεγονός καί κάθε πράγμα μπορεῖ καί πρέπει νά ξυπνάει μέσα σου τήν ἀνάμνηση καί τήν ἀγάπη πρός τόν Κύριό σου, δείχνοντάς σου συγχρόνως καί τήν δική Του ἀγάπη γιά σένα. Γιατί ἀκόμα καί αὐτή ἡ τιμωρία ἤ ἡ δοκιμασία πού συχνά μᾶς στέλνει προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς, καθώς τό τονίζει καί ἡ γραφή: «ὅν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει»[15]. Μνημόνευε λοιπόν, σέ κάθε περίσταση καί σέ κάθε πράγμα τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ σου. Πρόσεχε νά μήν ξεχνᾶς τόν εὐεργέτη σου, ὅταν ἀπολαμβάνεις τίς εὐεργεσίες Του, γιά νά μήν Τοῦ φανεῖς ἀχάριστος∙ γιατί ἡ λησμοσύνη πρός τόν εὐεργέτη εἶναι φανερό σημεῖο ἀχαριστίας. Καί μήν ξεχνᾶς πώς ἡ μεγαλύτερη, ὕψιστη εὐεργεσία Του πρός ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Χριστός, ὁ μονογενής Υἱός Του, ἀπό ἄκρα συγκατάβαση ἦρθε στή γῆ καί μέ τό τίμιο αἷμα Του καί τά παθήματά Του μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τόν διάβολο, τόν ἅδη καί τόν θάνατο. Ἔτσι μέ τό ἀκατάληπτο ἔργο Του ἀνοίχθηκε γιά τό ἀνθρώπινο γένος ἡ πηγή τοῦ Θείου ἐλέους.

Πρέπει λοιπόν καί ἐμεῖς πάντοτε νά ἀτενίζουμε μέ πίστη σέ αὐτό τό μεγάλο καί ἀκατάληπτο στό νοῦ ἔργο τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν θυμόμαστε διαρκῶς. Καί τόν Θεό πού ἀγάπησε τόσο πολύ ἐμᾶς τούς ἀναξίους νά Τόν εὐγνωμονοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Νά προσκυνοῦμε, νά ὑμνοῦμε, νά εὐχαριστοῦμε καί νά δοξάζουμε τό Ἅγιο ὄνομά Του μέ τήν καρδιά καί τά χείλη. «Εὐλογητός Κύριος, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ καί ἤγειρε κέρας σωτηρίας ἡμῖν ἐν τῷ οἴκῳ Δαυῒδ τοῦ παιδός αὐτοῦ»[16]»[17].

«Ἡ ἀπόσταση φίλου ἀπό φίλο μεγαλώνει τήν συμπάθεια ἀνάμεσα στούς φίλους», λέει καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος. «Ἡ ἀπόσταση ἐχθροῦ ἀπό ἐχθρό μεγαλώνει τό μίσος ἀνάμεσα στούς ἐχθρούς. Ἡ ἀπόσταση μητέρας ἀπό παιδί μεγαλώνει τήν ἀγάπη καί τῆς μητέρας καί τοῦ παιδιοῦ. Ἡ δική μας ἀπόσταση ἀπό τόν Θεό μεγαλώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ὅταν τό αἰσθανθοῦμε αὐτό, τότε μᾶς καίει ἡ ντροπή σάν καυτό σίδερο καί ἐπιστρέφουμε στόν Θεό μέ γρηγορότερα βήματα ἀπ' ὅ,τι εἴχαμε φύγει ἀπό Αὐτόν. Ἡ ἱστορία τῆς ψυχῆς στούς περισσότερους ἀνθρώπους δέν εἶναι συνεχής ἐγγύτητα πρός τόν Θεό οὔτε συνεχής ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἐναλλαγή τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Θεό καί ἐπιστροφῆς πρός τόν Θεό. Ὦ, νά ἦταν τουλάχιστον οἱ τελευταῖες μας μέρες στή γῆ, ὄχι σέ ἀπόσταση ἀπό τόν Θεό, ἀλλά στήν ἄμεση ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ!»[18].

«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ», λέει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἥνωσε τόν οὐρανό μέ την γῆ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκάθισε τόν ἄνθρωπο στόν βασιλικό θρόνο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανέρωσε τόν Θεό ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκανε τόν Κύριο δοῦλο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκανε νά σταυρωθεῖ πρός χάριν τῶν ἐχθρῶν ὁ Ἀγαπητός∙ πρός χάριν τῶν μισούντων ὁ Υἱός∙ πρός χάριν τῶν δούλων ὁ Δεσπότης∙ πρός χάριν τῶν ἀνθρώπων ὁ Θεός∙ πρός χάριν τῶν σκλάβων ὁ Ἐλεύθερος. Καί οὔτε μέχρι ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλά καί σέ μεγαλύτερα μᾶς ἐκάλεσε. Γιατί δέν μᾶς ἀπάλλαξε μόνο ἀπό τά προηγούμενα κακά, ἀλλά καί μᾶς ὑποσχέθηκε πώς θά μᾶς δωρίσει ἄλλα πολύ μεγαλύτερα καλά. Ὑπέρ ὅλων αὐτῶν λοιπόν, ἀφοῦ εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, ἄς ἀποκτήσουμε κάθε ἀρετή», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «γιά νά καταξιωθοῦμε νά πετύχουμε τά ἀγαθά πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ, μέ την χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Αὐτοῦ Υἱοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετά τοῦ ὁποίου εἰς τόν Ἄναρχο Πατέρα συνάμα καί στό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ Δόξα, ἡ Ἐξουσία, ἡ Δύναμις, ἡ Τιμή καί ἡ Εὐχαριστία καί ἡ Προσκύνησις καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»[19].

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Λουκ. 10, 11.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά.

[3] Γαλ. 3, 27.

[4] Ἰωάν. 14, 60.

[5] Ἐκκλ. 1, 1.

[6] Πνευματικά μαργαριτάρια, Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Τόμος Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη.


[8] Πορεία πρός τόν Οὐρανό, Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2008 (στό ἑξῆς: Πορεία πρός τόν Οὐρανό, Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ).

[9] Λουκ. 1, 28.

[10] Λουκ. 1, 42.

[11] Λουκ. 11, 27.

[12] Ἰωάν. 1, 29.

[13] Ψαλμ. 118, 72.

[14] Πορεία πρός τόν Οὐρανό, Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ.

[15] Ἑβρ. 12, 2. & Παρ. 3, 12.

[16] Λουκ. 1, 68-69.

[17] Πορεία πρός τόν Οὐρανό, Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ.

[18] Στοχασμοί περί καλοῦ καί κακοῦ, Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ἐκδ. Ἐν πλῶ, 2009.

[19] Ροδόσταγμα Χρυσοστομικῆς Σοφίας, Ἅγιος Ἰώάννης Χρυσόστομος, ἐκδ. Φωτοδότες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου