Μαρκ. 8,11:21
«Ἐγκατασταθήκαμε γιά πάνω ἀπό εἴκοσι χρόνια μές στήν ἐρημιά», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀναφερόμενος στήν ζωή πού ἔκανε εἰς τόν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων, εἰς τήν Ἀθήνα. «Ὁ Θεός μοῦ ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία νά ἐργασθῶ σέ ἵδρυμα. Ἔκανα τριάντα τρία χρόνια στήν Πολυκλινική. Εἶχα ὅμως μέσα μου καί μιά ἄλλη ἐπιθυμία. Νά βρῶ ἕνα κτῆμα καί νά χτίσω μοναστήρι. Ψάχνοντας, βρῆκα τόν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων στήν Πεντέλη. Ἦταν μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης.
Πῆγα, λοιπόν, ἐκεῖ μέ την Χάρη τοῦ Θεοῦ κάποια μέρα. Τό ἐκκλησάκι», λέγει ὁ Ἅγιος, «ἦταν κατανυκτικό, παλαιό, μέ λιγοστές εἰκόνες. Ἔξω λίγα μικρά κελλάκια καπνισμένα. Ἔπεσα νά κοιμηθῶ μές στήν ἐκκλησία. Σέ λίγο ἀκούω ἕνα χαρακτηριστικό κτύπο - ἐρχόταν ἀπό τόν τοῖχο πού ἦταν πάνω ἀπ' τό κεφάλι μου. Ἐκεῖ ἦταν κρεμασμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου». Ὁ κτύπος ἦταν κατευθεῖαν ἀπ' τήν εἰκόνα. «Ὁ ἦχος ἦταν ἀπ' τήν εἰκόνα. Τό αἰσθάνθηκα ὅτι ὁ Ἅγιος μέ θέλει νά ἐγκατασταθῶ ἐκεῖ.
Πῆγα ἔφερα τούς γονεῖς μου, τήν ἀδελφή μου, τήν ἀνεψιά μου. Ἐγώ σάν καλόγερος πού ἤμουνα, καταλάβαινα ὅτι οἱ καλόγεροι πού μένανε μόνοι τους στόν «κόσμο» χανόντουσαν». Γι' αὐτό καί αὐτός ἔμενε μαζί μέ τούς γονεῖς του. «Ἐκεῖ εἴχαμε ἡσυχία. Ζούσαμε πολύ ὡραῖα, ἔστω καί μέ συνθῆκες πρωτόγονες. Ἐγκατασταθήκαμε γιά πάνω ἀπό εἴκοσι χρόνια μέσα τήν ἐρημιά. Τότε ἦταν πραγματική ἔρημος. Ὅλη ἡ περιοχή γύρω ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο ἦταν κατάφυτη. Πεῦκα γέρικα καί νέα, πλατάνια, θάμνοι τόπους-τόπους, θυμάρια νά σκορποῦν τήν εὐωδία τους, κυκλάμινα νά ξεπροβάλλουν ἀπ' τίς σχισμές τῶν βράχων, ἀνεμῶνες κι ἄλλα ἀγριολούλουδα, ἀνάλογα σέ κάθε ἐποχή. Ἦταν ἕνας παράδεισος. Ἐκεῖ ἤθελα νά φτιάξω τό μοναστήρι. Ὁ Θεός ὅμως δέν τό ἐπέτρεψε.
Μοῦ ἄρεσε ὁ κῆπος. Σιγά-σιγά», λέει ὁ Ἅγιος, «ἀνοίξαμε ἕνα δρομάκι γιά νά μετακινούμαστε καί νά κουβαλοῦμε τά ἀναγκαῖα πρός τό ζῆν, ὅ,τι ἦταν ἀδύνατον νά ἔχουμε ἀπό τόν κῆπο. Ἀγόρασα κι ἕνα τρακτέρ χειροκίνητο, γιά νά γίνεται ἡ δουλειά ὅσο πιό τέλεια μποροῦσε. Ἡ μεγάλη ἀγάπη μου ἦταν τά δέντρα. Ἐφύτευσα τετρακόσια δέντρα. Ἤθελα τήν ἐργασία πολύ. Γι' αὐτό ἔλεγα πάντα καί τό λέγω καί τώρα: «Νά ἐργάζεσαι ὡς ἀθάνατος καί νά ζεῖς ὡς ἑτοιμοθάνατος». Νά εἶσαι, δηλαδή, ἐνενήντα χρονῶ καί νά φυτεύεις καρυδιές, συκιές ἤ ἐλιές. Εἶναι νά μή σκιρτήσει ἡ καρδιά σου τήν ὥρα πού φυτεύεις! Ὅποιος περνάει καί σέ βλέπει πού κουράζεσαι νά λέει, ὁ ἄμοιρος!»[1]. Ὅμως ὁ Ἅγιος τό ἔκανε αὐτό γιά τό καθῆκον τῆς ἀγάπης ἀπέναντι στίς γενιές πού ἐρχόντουσαν μετά ἀπό αὐτόν.
«Γιά νά προφυλάσσουμε ἀπό ἀσθένειες τά δέντρα», λέει ὁ Ἅγιος, «τά θειαφίζαμε. Μέ τό τσουβάλι στήν πλάτη ἐρχόμουν ἀπ' τήν Πεντέλη μέ τά φυτώρια. Πολύ τά περιποιόμουν. Χρησιμοποιοῦσα καί ἐργάτες. Τό καθῆκον μου ἦταν νά βρίσκομαι στόν Ἅγιο Γεράσιμο πρωί- πρωί, γι' αὐτό ἔφευγα ἀποβραδίς γιά τήν Ἀθήνα. Ὅταν, ὅμως, ἐρχόταν κάποιος γιά νά συζητήσουμε καί μέ κρατοῦσε ὡς ἀργά, ἔφευγα τά μεσάνυχτα ἀπ' τόν Ἅγιο Νικόλαο.
Νερό εἴχαμε ἄφθονο γιά τά κηπευτικά. Ἔφτιαξα δεξαμενή. Χαμηλά σέ μιά ρεματιά γεμάτη πλατάνια ὑπῆρχε μιά πηγή κι ἐκεῖ ἔβαλα μιά πομόνα, γιά νά σηκώνει τό νερό ψηλά στό λόφο, ὅπου ἔφτιαξα δεξαμενή καί τό συγκέντρωνα ἐκεῖ. Ἦταν καί πόσιμο βέβαια νερό. Καί τό καλοκαίρι, ἐπειδή θέλαμε λίγο δροσερό νερό κι ἐκεῖ ψυγεῖο δέν εἴχαμε, εἶχα πάει στήν Αἴγινα καί πῆρα ἕνα σταμνάκι μέ μακρύ λαιμό, πού διατηροῦσε τό νερό δροσερό.
Ἔκανα -λέγει- καί ἐμπόριο μέ κοτόπουλα. Εἶχα νοικιάσει ἕνα κτῆμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης ἀπέναντι ἀπ' τό Ἀστεροσκοπεῖο κι ἔβαλα ἐκεῖ περί τίς 1.000 κότες. Εἶχα στόν νοῦ μου νά φτιάξω μοναστήρι, γι' αὐτό καί ἔβρισκα τρόπους νά συγκεντρώνω χρήματα.
Στά Καλλίσια ἤμασταν ἀπομονωμένοι, γι' αὐτό θέλαμε ἐκεῖ στήν ἐρημιά ν' ἀκοῦμε ἀπό κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό Ἀθηνῶν κάποια ἀκολουθία ἤ Θεία Λειτουργία, καθώς ἐπίσης καί γιά τόν καιρό, τίς εἰδήσεις, νά μάθουμε τί γίνεται στόν κόσμο, γιά νά προσευχόμαστε. Ἔτσι ἀπεφάσισα κι ἔκανα ἕνα ραδιόφωνο, δική μου ἐφεύρεση»[2]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος ἤτανε πάρα πολύ ἱκανός καί στά τεχνικά θέματα.
«Ὅταν δέν ἤμουν ἀπαραίτητος -λέει- στόν Ἅγιο Γεράσιμο, λειτουργοῦσα στόν Ἅγιο Νικόλαο. Σιγά-σιγά, ἄρχισαν νά ἔρχονται κάποιοι ἄνθρωποι γιά νά ἐκκλησιασθοῦν ἤ καί νά ἐξομολογηθοῦν. Μέ ὅλους αὐτούς γίναμε μιά μεγάλη οἰκογένεια, ἡ οἰκογένεια τῶν Καλλισίων»[3].
Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος Γέροντας εἶχε πάρα πολύ μεγάλη ἐργατικότητα. Καί εἶναι σπουδαιότατη ἡ ἀρετή τῆς ἐργατικότητας. Λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ τίς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω»[4]. Ἄν κάποιος δέν θέλει νά ἐργάζεται, αὐτός δέν πρέπει οὔτε καί νά τρώει. Καί πάλι ἔχουμε ἐντολή ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀπό τήν Γένεση: «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου»[5]. Νά τρῶς τόν ἄρτο σου μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου. Καί πάλι λέει στή Σοφία Σειραχ: «μή μισήσῃς ἐπίπονον ἐργασίαν»[6]. Νά μήν μισήσεις καί ἀποστραφεῖς ἐργασία πού εἶναι κοπιαστική. Οὔτε τήν γεωργία, γιατί αὐτή ἔχει καθιερωθεῖ καί ἐπιβληθεῖ ἀπό τόν Θεό. Νά μή μισήσεις τή γεωργία, «ὑπό Ὑψίστου ἐκτισμένην»[7].
«Οἱ ἐργαζόμενοι», λέει καί στίς Διαταγές τῶν Ἀποστόλων, «νά δουλεύουν πέντε ἡμέρες, ἐνῶ τό Σάββατο καί τήν Κυριακή νά τίς ἀφιερώνουν στήν Ἐκκλησία γιά τήν βίωση τῆς εὐσεβείας»[8].
«Γιατί δέν ἐργάζεσαι;», ρωτάει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Ὁ Θεός γι' αὐτό σοῦ ἔδωσε τά χέρια, ὄχι γιά νά παίρνεις ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά γιά νά δίνεις στούς ἄλλους. Διδάξου ἀπό τό μυρμήγκι τήν ἀγάπη γιά τήν ἐργασία καί ἀπό τήν μέλισσα τήν ἀγάπη πρός τό ὡραῖο, τήν ἀγάπη γιά τήν ἐργασία καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἄλλους. Δέν εἶναι ντροπή ἡ χειρονακτική ἐργασία. Ἄν ἦταν ντροπή, δέν θά ἐργαζόταν ὁ Παῦλος. Ντροπή εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία, καί αὐτή συνήθως τήν γεννάει ἡ ἀργία. Γεννάει ὄχι μία ἤ δύο ἤ τρεῖς, ἀλλά ὅλη μαζί τήν κακία. Ὅ,τι εἶναι τό χαλινάρι γιά τό ἄλογο, αὐτό εἶναι ἡ ἐργασία γιά τήν δική μας φύση»[9], λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Δηλαδή, ἡ ἐργασία βοηθάει τόν ἄνθρωπο ὥστε νά συγκρατεῖται ἀπό τό κακό καί νά ἀποφεύγει τήν ἀργία, ἡ ὁποία εἶναι μήτηρ κάθε κακίας.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος πάλι ἔλεγε, ὅτι «ἡ δουλειά εἶναι εὐλογία, εἶναι δῶρο Θεοῦ. Δίνει ζωντάνια στό σῶμα, φρεσκάδα στόν νοῦ. Ἡ δουλειά βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά ξεπαγώσουν τά λάδια τῆς μηχανῆς του, εἶναι δημιουργία. Δίνει χαρά καί παίρνει τό ἄγχος, τήν πλήξη. Ἄν δέν ἔδινε ὁ Θεός τήν δουλειά, θά μούχλιαζε ὁ ἄνθρωπος. Ὅσοι εἶναι ἐργατικοί, ἀκόμα καί στά γεράματά τους δέν σταματοῦν νά δουλεύουν. Ἄν σταματήσουν τήν δουλειά ἐνῶ ἀκόμη ἔχουν δυνάμεις, μελαγχολία θά πάθουν. Αὐτό εἶναι θάνατος γι’ αὐτούς. Ἡ εὐχαρίστηση πού νιώθει ὅποιος κάνει φιλότιμα τήν δουλειά του εἶναι καλή εὐχαρίστηση. Τήν ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά μήν κουράζεται τό πλάσμα του. Αὐτή εἶναι ξεκούραση ἀπό τήν κούραση».
«Νά μήν κάνεις τήν δουλειά σου», πάλι λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «χωρίς νά ἐμπιστεύεσαι στόν Θεό, γιατί μετά ἀγωνιᾶς καί κουράζεις τό μυαλό σου καί νιώθεις ἄσχημα ψυχικά. Σήμερα πολλοί ἄνθρωποι εἶναι βασανισμένοι γιατί δέν ἀγαποῦν τή δουλειά τους∙ κοιτάζουν πότε νά ἔρθει ἡ ὥρα νά φύγουν. Ἐνῶ ὅταν ὑπάρχει ζῆλος γιά τήν δουλειά καί ἔχει κανείς ἐνδιαφέρον γι' αὐτό πού φτιάχνει, ὅσο δουλεύει τόσο ἀνάβει ὁ ζῆλος. Εἶναι πανηγύρι γι' αὐτόν ἡ δουλειά. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀνοίγουν πολλά μέτωπα καί χάνονται μέ τήν πολλή μέριμνα. Ἐγώ ἕνα-δύο πράγματα τακτοποιῶ καί μετά σκέφτομαι ἄλλα. Ποτέ δέν ἔχω νά κάνω πολλά πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι νά κάνω αὐτό, τό τελειώνω καί μετά σκέφτομαι νά κάνω κάτι ἄλλο. Γιατί ἄν δέν τό τελειώσω τό ἕνα καί ἀρχίσω τό ἄλλο, δέν ἔχω ἀνάπαυση. Ὅταν ἔχει κανείς πολλά μαζί νά κάνει, παλαβώνει. Καί μόνο νά τά σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια. Εἶναι μερικοί, πού ἐνῶ ἔχουν περιορισμένες δυνάμεις καί μποροῦν νά κάνουν ἕνα-δύο πράγματα, καταπιάνονται καί μπερδεύονται μέ πολλά καί μετά δέν κάνουν τίποτε σωστό καί σέρνουν καί τούς ἄλλους. Ὅσο μπορεῖ κανείς νά κάνει ἕνα-δύο πράγματα μόνο, νά τά τελειώνει σωστά καί νά ἔχει τό μυαλό του καθαρό καί ξεκούραστο καί μετά νά ἀρχίζει κάτι ἄλλο. Γιατί ἅμα ὁ νοῦς του σκορπίσει, τί πνευματικά θά κάνει μετά; Πῶς νά θυμηθεῖ τόν Χριστό;
Ἡ πολλή δουλειά», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «μέ τήν κόπωσή της καί τόν περισπασμό, ἰδίως ὅταν γίνεται μέ βιασύνη, δέν βοηθάει. Παραμερίζει τήν νήψη καί ἀγριεύει τήν ψυχή. Δέν μπορεῖ ὄχι μόνο νά προσευχηθεῖ κανείς, ἀλλά οὔτε νά σκεφτεῖ. Δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει μέ σύνεση κι ἔτσι οἱ ἐνέργειές του δέν εἶναι σωστές. Ἄν δεῖς ὅτι ὁ νοῦς σου συνέχεια φεύγει καί πάει σέ δουλειές κ.λπ., πρέπει νά καταλάβεις ὅτι δέν πᾶς καλά καί νά ἀνησυχήσεις, γιατί ἔχεις ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό. Νά καταλάβεις ὅτι εἶσαι πιό κοντά στά πράγματα παρά στόν Θεό, στήν κτίση καί ὄχι στόν Κτίστη»[10].
«Μέ τήν πολλή δουλειά καί μέριμνα ξεχνάει κανείς τόν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ παπα-Τύχων: «ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καί πολύ φαγητό στούς Ἰσραηλίτες γιά νά ξεχάσουν τόν Θεό». Στήν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε τούς ἀνθρώπους στήν ὕλη, στόν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιά νά ξεχνοῦν τόν Θεό καί ἔτσι νά μήν μποροῦν, ἤ μᾶλλον νά μήν θέλουν, νά ἀξιοποιήσουν τήν ἐλευθερία πού τούς δίνεται γιά τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Εὐτυχῶς ὅμως χωρίς νά τό θέλει ὁ διάβολος, βγαίνει καί κάτι καλό∙ δέν εὐκαιροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ἁμαρτήσουν ὅσο θέλουν»[11].
«Οἱ ἄνθρωποι κατήργησαν τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς καί τίς γιορτές, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί τελικά ὅσα βγάζουν ἀπό τήν δουλειά τους, τό δίνουν στούς γιατρούς καί στά νοσοκομεῖα. Λέω στούς λαϊκούς νά σταματήσουν νά δουλεύουν Κυριακές καί γιορτές, γιά νά μήν τούς βροῦν στή ζωή τους συμφορές. Ὅλοι μποροῦν νά ρυθμίσουν τή δουλειά τους. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ πνευματική εὐαισθησία. Ἄν ὑπάρχει εὐαισθησία, βρίσκονται λύσεις γιά ὅλα. Καί ἄν λίγο ζημιωθοῦν ἀπό μιά λύση, θά πάρουν εὐλογία διπλή. Πολλοί ὅμως δέν τό καταλαβαίνουν∙ οὔτε στή Θεία Λειτουργία πηγαίνουν. Ἡ Θεία Λειτουργία ἁγιάζει. Ἄν δέν πάει ὁ Χριστιανός τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, πῶς θά ἁγιαστεῖ;»[12].
«Πρέπει νά γνωρίζουμε», λέει καί ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὅτι ὁ ἐργαζόμενος ὀφείλει νά ἐργάζεται, ὄχι γιά νά ἱκανοποιήσει τίς δικές του ἀνάγκες μέ τήν ἐργασία, ἀλλά γιά νά τηρήσει τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού εἶπε: «ἐπείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω»[13]. Γιατί ἡ ἰδιοτελής μέριμνα εἶναι ἐντελῶς ἀπαγορευμένη ἀπό τόν Κύριο πού εἶπε: «Μή μεριμνᾶτε γιά τή ζωή σας, τί θά φᾶτε, οὔτε γιά τό σῶμα σας, μέ τί θά ντυθεῖτε»[14]. Ὀφείλει λοιπόν ὁ καθένας νά ἔχει ὡς σκοπό του κατά τήν ἐργασία τήν ὑπηρεσία αὐτῶν πού ἔχουν ἀνάγκη καί ὄχι τήν ἰδιαίτερη δική του ἀνάγκη. Ἔτσι θά ἀποφύγει τήν φιλαυτία καί θά λάβει ἀπό τόν Κύριο τήν εὐλογία τῆς φιλαδελφείας, κατά τό «ἐφόσον ἐποιήσατε σέ ἕναν ἀπό αὐτούς τούς ἀδελφούς μου τούς ἐλαχίστους σέ μένα ἐποιήσατε»[15]»[16].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ὅ.π.
[4] Β΄Θεσ. 3, 10.
[5] Γέν. 3, 19.
[6] Σοφ.Σειρ. 7, 15.
[7] Ὅ.π.
[10] Οἰκογενειακή ζωή, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Δ’, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 2002.
[11] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου, Λόγοι Α΄, Ἱ. Ἡ. "Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", Σουρωτή Θεσ/νίκης 1998.
[12] Ὅ.π.
[13] Ματθ. 25, 35.
[14] Ματθ. 6, 25.
[15] Ματθ. 25, 40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου