[Ἰωάν. 10, 9-16]
«Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός∙ ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων»[1]. Αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια θά μποροῦσε νά πεῖ μέ πᾶσαν ἀκρίβειαν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τόν ὁποῖον ἑορτάζουμε σήμερα, γιατί πράγματι ἀναδείχθηκε ποιμήν καλός, μιμητής τοῦ κορυφαίου Καλοῦ Ποιμένος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πράγματι διέθεσε τήν ψυχή του ὑπέρ τῶν προβάτων, θυσίασε τήν ζωή του ὑπερ τῶν προβάτων τῶν λογικῶν, τῶν πιστῶν Χριστιανῶν. Καί αὐτό διότι ἀγάπησε τόν Χριστό καί Τόν ἀγάπησε ἀνιδιοτελῶς καί Τόν ἐλάτρεψε ἀνιδιοτελῶς, ἀφοσιώθηκε εἰς Αὐτόν. Ἀγάπησε τήν ἐρημίαν καί τήν ἡσυχίαν ὑπερβαλλόντως, γιατί ἀκριβῶς ἀγαποῦσε τήν συνομιλία μέ τόν Θεόν. Ἔτσι καί ἐμεῖς θά πρέπει νά προσερχόμαστε εἰς τόν Θεόν ἀνιδιοτελῶς, μέ ὅλη τήν καρδία μας καί τήν ψυχή μας. Ὁ Χριστός δέν ἐκβιάζει κανέναν. Ὁ Χριστός θέλει νά Τόν ἀγαπήσουμε ἐλεύθερα. «Κάθεται», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὁ Χριστός ἔξω ἀπό τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας καί κρούει γιά νά Τοῦ ἀνοίξουμε. Μά δέν μπαίνει μέσα. Δηλδαδή δέν σπάζει τήν θύρα. Δέν θέλει νά παραβιάσει τήν ἐλευθερία, πού ὁ Ἴδιος μᾶς ἔχει δώσει καί ποτέ δέν τήν καταλύει. Ποτέ ὁ Θεός δέν ἀφαιρεῖ τό αὐτεξούσιο ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τό λέγει στήν Ἀποκάλυψη: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω∙ ἐάν τίς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ, καί αὐτός μετ' ἐμοῦ»[2]»[3]. Στέκομαι στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί κρούω. Καί ἄν κάποιος θελήσει καί ἀκούσει τήν φωνή Μου καί ἀνοίξει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του, τότε θά εἰσέλθω σέ αὐτόν καί θά δειπνήσω μέ αὐτόν καί αὐτός μαζί Μου.
«Ὁ Χριστός», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι εὐγενής. Στέκει ἔξω ἀπό τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί χτυπάει ἁπαλά. Ἄν Τοῦ ἀνοίξουμε, θά ἔλθει μέσα μας καί θά μᾶς δώσει τά πάντα, τόν ἑαυτό Του, μυστικά καί ἀθόρυβα. Θά μᾶς διακονήσει. Θά πλύνει τίς ἁμαρτίες μας, θά μᾶς γεμίσει μέ τό φῶς Του καί τήν Θεία Του Χάρι. Τόν Χριστό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος πάλι, «δέν θά μπορέσουμε νά Τόν γνωρίσουμε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει καί ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωριστεῖ. Δέν μπορῶ νά τά ἐξηγήσω ἀκριβῶς αὐτά», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «εἶναι μυστήρια. Ἀκοῦστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ»[4]. Οὔτε μποροῦμε νά Τόν ἀγαπήσουμε, ἄν ὁ Ἴδιος δέν μᾶς ἀγαπήσει. Ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀγαπήσει, ἅμα ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶς ἀγαπήσει»[5]. Καί αὐτό βέβαια τό λέγει ὁ Ἅγιος ὄχι γιατί ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀγάπη καί δέν τήν ἐκχέει πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά διότι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι δέν Τόν ἀγαποῦν, δέν τηροῦν δηλαδή τίς ἐντολές Του καί χτίζουν ἕνα τοῖχος, τό ὁποῖο ἐμποδίζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά φτάσει ὡς αὐτούς καί αἰσθάνονται ὅτι ὁ Θεός δέν τούς ἀγαπᾶ. Ἀλλά οἱ ἴδιοι εἶναι ἡ αἰτία πού δέν αἰσθάνονται αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
«Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει ὁ Θεός», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, δηλαδή γιά νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «πρέπει νά βρεῖ μέσα μας, ὁ Θεός, κάτι τό ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δέν παίρνεις ὅμως τίποτε. Ἑτοιμάζεσαι ν΄ ἀποκτήσεις ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἔλθει μέσα σου ἡ Θεία Χάρις, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μπεῖ, ὅταν δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Καί ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν μποροῦμε ν΄ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμα μᾶς τονίζει καί μᾶς διδάσκει ὅτι «ὁ Θεός στούς ὑπερήφανους ἀντιτάσσεται, ἐνῶ στούς ταπεινούς δίνει τήν Θεία Του Χάρι»[6]. «Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στή λατρεία τοῦ Θεοῦ», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»[7]»[8]. Δηλαδή καί ἐσύ ὁ ἴδιος νά μήν καταλαβαίνεις, νά μήν συνειδητοποιεῖς αὐτό τό καλό πού κάνεις. Τό ἀριστερό σου χέρι νά μήν γνωρίζει τί κάνει τό δεξί σου χέρι. Ὅ,τι καλό κάνεις, ὄχι μόνο νά τό κρύβεις ἀπό τούς ἄλλους ὅσο εἶναι δυνατόν, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό, καί μάλιστα ἀπό τόν κακό ἑαυτό σου, δηλαδή ἀπό τά πάθη σου, τά ὁποῖα τείνουν νά θρέψουν τόν ἐγωισμό, τήν ἀλαζονεία, τήν καύχηση, τήν αὐταρέσκεια.
«Κανείς νά μή σᾶς βλέπει», λέγει ὁ Ἅγιος, «κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό Θεῖον. Ὅλα αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές». Καί στή συνέχεια ἀναφέρει ὁ Ἅγιος τήν περίπτωση μέ τό ἀηδόνι. «Μέσα στό δάσος -λέει- κελαηδάει. Στή σιγή. Νά πεῖς πώς κάποιος τό ἀκούει, πώς κάποιος τό ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μέσα στήν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καί μ΄ αὐτόν πού ἐρωτεύεται τόν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, «φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλῶσσα». Πιάνει μιά σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καί ζεῖ τόν Θεό μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλῆτοις»[9]. Σημεῖον ὅτι ζεῖ τόν Θεό, «ἐν ὧ τᾷ πάντα ζεῖ καί κινεῖται»[10], διότι «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν»[11]»[12].
Ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκει τόν Θεό, ζεῖ μέ ἀνιδιοτέλεια τή ζωή του ἐμπροσθεν του Θεοῦ. Λατρεύει τόν Θεό χωρίς νά ἐπιδιώκει κανέναν ἀνθρώπινο ἔπαινο, κανένα ἀνθρώπινο μισθό, γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός θά τόν ἀνταμείψει, ἤ πιό σωστά οὔτε καί αὐτό τό σκέφτεται, ἀλλά ὅ,τι κάνει, τό κάνει ἀπό καθαρή ἀγάπη πρός τόν Θεό.
«Ἔ, ὅταν φτάσεις σέ μιά τέτοια ταπείνωση», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «καί ἐργάζεσαι ἀνιδιοτελῶς ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ καί Τόν λατρεύεις χωρίς νά ζητᾶς καμία ἀνταπόδοση», τότε ὁ ἄνθρωπος, ἐξαναγκάζει κατά κάποιο τρόπο την χάρι τοῦ Θεοῦ νά κατοικήσει μέσα του, «καί τότε», λέει ὁ Ἅγιος, «τά κέρδισες ὅλα. Ὅταν ἔχεις τήν ταπείνωση, ὅταν γίνεις αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ, αἰχμάλωτος μέ τήν καλή ἔννοια, δηλαδή δοχεῖο τῆς Χάριτος, σέ αἰχμαλωτίσει ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, τότε μπορεῖς νά πεῖς μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[13]. Ἀλλά θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει αὐτή τήν κίνηση, νά δείξει τήν καλή του προαίρεση καί νά ταπεινωθεῖ. Εἶναι πάρα πολύ εὔκολο νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό, νά κάνουμε, δηλαδή, αὐτά πού θέλει ὁ Θεός. Ὄχι ἁπλῶς εὔκολο, ἀλλά εὐκολότατο. Ἀρκεῖ νά κάνουμε τό ἄνοιγμα. Ὅταν κάνουμε τό ἄνοιγμα, γιά νά δεχθοῦμε τό θεῖον, γινόμαστε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐγκύψει μέσα μας ὁ Χριστός»[14]. Καί αὐτό τό ἄνοιγμα εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ καί ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰλικρινά, ὁ Θεός μετά θά ’ρθεῖ μέσα του, θά ἐργαστεῖ καί ὅλα θά τά κάνει ὁ Ἴδιος.
«Καί ἄν ἐγκύψει μέσα μας ὁ Χριστός», λέει ὁ Ἅγιος, «μᾶς χαρίζει τήν ἐλευθερία. Τήν ἐλευθερία ἀπό τά πάθη, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τόν θάνατο. Ποῦ νά βρεῖς λέξεις γι΄ αὐτά τά μυστήρια!... Ὅλο τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στόν Χριστό. Τό δόσιμο στόν κόσμο τόν πνευματικό. Οὔτε μοναξιά νιώθει κανείς, οὔτε τίποτε. Ζεῖ μέσα σ΄ ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ πού ἡ ψυχή χαίρεται, ἐκεῖ πού εὐφραίνεται, ποῦ ποτέ δέν χορταίνει»[15]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, τότε ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ὅποιος ὑψώνεται, αὐτός θά ταπεινωθεῖ, λέγει ὁ Κύριος. «Ὅστις ὑψώσει ἑαυτόν, ταπεινωθήσεται, καί ὅστις ταπεινώσει ἑαυτόν, θά ὑψωθεῖ»[16]. Καί κάθε ἕνας πού ὑψώνει τόν ἑαυτό του, θά ταπεινωθεῖ∙ καί κάθε ἕνας πού ταπεινώνει τόν ἑαυτό του, θά ὑψωθεῖ. «Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς»[17], ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος στήν ἐπιστολή του τήν καθολική. Ὁ Θεός θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν, ἀλλά δυστυχῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν ταπεινώνονται, νά πιστέψουν καί νά λατρέψουν τόν Θεό ἀνιδιοτελῶς.
«Ἐγγύς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τῇ καρδίᾳ καί τούς ταπεινούς τῷ πνεύματι σώσει»[18]. Σώζει ὁ Θεός, αὐτούς πού εἶναι ταπεινοί στό πνεῦμα καί συντετριμμένοι στήν καρδιά. «Ὅσο μέγας εἶ», λέει καί στήν Σοφία Σειράχ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅσο μεγάλος εἶσαι, τόσο περισσότερο, νά ταπεινώνεσαι, «καί ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν»[19]∙ καί θά βρεῖς Χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό εἶναι πού λέγει καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, ἑλκύει τόν Θεό, ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί τότε αἰσθάνεται καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπάει. Ἄς ἀγαπήσουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τόν Κύριο ἀνιδιοτελῶς, ἄς γεμίσουμε μέ τήν εὐλογημένη ταπείνωση τήν ψυχή μας, τήν καρδιά μας, τήν σκέψη μας, τά φρονήματά μας.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πλησιάζει τόν ταπεινό, λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, τόν ὑπερήφανο τόν κυκλώνουν οἱ λυπηρές περιστάσεις γιά νά ταπεινωθεῖ καί νά σωθεῖ. Ὁ ὑπερήφανος ἔχει πάρα πολλές θλίψεις. Ὁ ταπεινός δέχεται πάντα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί γεμίζει ἀπό χαρά καί εὐφροσύνη καί τότε δέν προσεύχεται μέ βία, ἀλλά μέ χαρά.
Τόν ταπεινό ἄνθρωπο κανείς δέν τόν μισεῖ, οὔτε τόν ἐπιπλήττει οὔτε τόν καταφρονεῖ, τόν ἀγαπάει ὁ Χριστός καί ἀγαπιέται ἀπό ὅλους καί ὅλοι τόν ἐπιθυμοῦν, λέγει πάλι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος μέ ἀφορμή τόν λόγο τῆς Θεοτόκου, «Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ»[20], λέει, «ὁ ταπεινός ἔχει ὅλα τά πνευματικά ἀρώματα, ἁπλότητα, πραότητα, ἀγάπη χωρίς ὅρια, καλοσύνη, ἀνεξικακία, θυσία, ὑπακοή κ.λπ.». Καί ὅλα αὐτά τά ἔχει διότι ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοῦ τά δίδει. «Ἐπειδή ἔχει τήν πνευματική φτώχεια», λέει ὁ Ἅγιος, «ἔχει καί ὅλο τόν πνευματικό πλοῦτο. Εἶναι ἐπίσης καί εὐλαβής καί σιωπηλός, γι' αὐτό καί συγγενεύει μέ τήν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε μεγάλη ταπείνωση. Ἐνῶ εἶχε μέσα της ὁλόκληρο τόν Θεό σαρκωμένο, δέν μίλησε καθόλου. Μικρό κοριτσάκι ἦταν καί εἶπε τό «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μοῦ τόν Κύριον, Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». Μέσα σέ λίγες λέξεις τόσα νοήματα!». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται, μοιάζει στήν Θεοτόκο καί τότε ὁ Θεός ἐπιβλέπει, ρίχνει τό βλέμμα Του στοργικό στήν ταπείνωση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. «Πολύ θά βοηθηθεῖς», λέει ὁ Ἅγιος, «ἄν ἐμβαθύνεις στά λόγια αὐτά, ὅτι ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωση τῆς δούλης Αὐτοῦ. Εἶναι λίγα καί δυνατά. Ἄν τά μελετᾶς, θά ἀγαπήσεις τήν ταπείνωση. Καί ἄν ταπεινωθεῖς, θά δεῖς τόν Θεό νά ἔρχεται μέσα σου καί νά κάνει τήν καρδιά σου φάτνη τῆς Βηθλεέμ»[21].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 10, 11.
[2] Ἀποκ. 3, 20.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Γαλ. 4, 9.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Παρ. 3, 34 καί Ἰακ. 4, 6 καί Α΄ Πέτρ. 5, 5.
[7] Ματθ. 6, 3.
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ρωμ. 8, 26.
[10] Α΄ἀντίφωνον ἀναβαθμῶν Ὄρθρου Κυριακῆς γ΄ ἤχου.
[11] Πράξ. 17, 28.
[12] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[13] Γαλ. 2, 20.
[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[15] Ὅ.π.
[16] Ματθ. 23, 12.
[17] Ἰακ. 4, 10.
[18] Ψαλμ. 33, 19.
[19] Σοφ.Σειρ. 3, 18.
[20] Λουκ. 1, 48.
[21] Λόγοι Ε΄, Πάθη καί ἀρετές, ἔκδ. Ἱ. Ἡσ. Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου