Σελίδες

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

Ἡ σιωπηλή προσευχή καί ἡ ἀληθινή χαρά, Βίος καί Λόγοι Ἁγίου Πορφυρίου.Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου



Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς, τῆς γλυκύτητος καί τῆς μακαριότητος. «Νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Τότε ἀπό μέσα μας θά βγαίνει μέ λαχτάρα, μέ θέρμη, μέ θεῖο ἔρωτα τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θά φωνάζουμε τό ὄνομά Του μυστικά, ἀλάλητα. Νά στεκόμαστε ἀπέναντι στόν Θεό μέ λατρεία, ταπεινά, πάνω στά χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός ἀπό κάθε πτυχή τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου. Νά παρακαλοῦμε νά μᾶς ἔλθουν δάκρυα πρίν τήν προσευχή. Ἀλλά προσοχή, «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»[1]. Νά προσεύχεστε μέ συντριβή. Εἶμαι ἄξιος νά μοῦ δώσεις τέτοια Χάρη, Χριστέ μου; Καί τότε τά δάκρυα αὐτά, γίνονται δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Συγκινοῦμαι. Δέν ἔκανα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζητῶ τό ἔλεός Του» [2].

Βλέπουμε ἐδῶ πῶς ὁ Ἅγιος Πορφύριος διδάσκει τήν ταπείνωση, διδάσκει τήν ἀνιδιοτέλεια στήν προσευχή διδάσκει τόν θεῖο ἔρωτα, τήν ἀγάπη στόν Θεό. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά πάρει ὁποιαδήποτε δωρεά, ὁποιαδήποτε Xάρη, ὁποιαδήποτε κατάνυξη, τότε πλημμυρίζει ἡ καρδιά του ἀπό τήν Θεία Χάρη καί τό Θεῖο ἔλεος. «Νά προσεύχεσθε στόν Θεό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «μέ λαχτάρα καί ἀγάπη, μέσα σέ ἠρεμία, μέ πραότητα, μαλακά χωρίς ἐκβιασμό. Καί ὅταν λέτε τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», νά τήν λέτε ἀργά, ταπεινά, ἁπαλά, μέ θεῖο ἔρωτα. Μέ γλυκύτητα νά λέτε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νά λέτε μία-μία τίς λέξεις, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἁπαλά, τρυφερά, ἀγαπητικά, σιωπηλά, μυστικά, νοερά, ἀλλά καί μέ ἔξαρση, μέ λαχτάρα, μέ ἔρωτα, δίχως ἔνταση, βία ἤ ἄπρεπη ἔμφαση, χωρίς σφιξίματα καί σπρωξίματα. Πῶς ἐκφράζεται ἡ μάνα πού ἀγαπάει τό παιδί της; «Παιδάκι μου, κορούλα μου, Παναγιωτάκη μου, Χρηστάκη μου, μέ λαχτάρα, λαχτάρα! Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ἐδῶ μιλάει ἡ καρδιά: παιδάκι μου, ψυχή μου, Κύριέ μου, Ἰησοῦ, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου.. Αὐτό πού ἔχεις στήν καρδιά σου, στόν νοῦ σου, αὐτό ἐκφράζεις, «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου»[3]»[4].

Ὅταν ἐπικρατήσει στόν ἄνθρωπο ὁ θεῖος ἔρωτας, τότε χωρίς ἐκβιασμό, χωρίς ἰδιαίτερο ζόρι, ὁ ἄνθρωπος μιλάει στόν Θεό, μέ ἀγάπη, μυστικά, νοερά, σιωπηλά, ἀλλά καί μέ ἔξαρση, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος. «Κάποιες φορές εἶναι καλό νά λέτε δυνατά, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, γιά νά τό ἀκοῦνε καί οἱ αἰσθήσεις, νά ἀκούει καί τό αὐτί. Εἴμαστε ψυχή καί σῶμα καί ὑπάρχει ἀλληλεπίδραση.

Ὅταν ὅμως ἐρωτευτεῖς τόν Χριστό, προτιμάεις τήν σιωπή καί τήν νοερά προσευχή. Τότε παύουν τά λόγια. Εἶναι ἡ ἐσωτερική σιωπή, ἡ σιγή πού προηγεῖται συνοδεύει, καί ἀκολουθεῖ τήν θεία ἐπίσκεψη, τήν θεία ἕνωση καί σύγκραση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα καί τῆς ψυχῆς μέ τό θεῖο», γιατί ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πλασμένος νά ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί αὐτό εἶναι πού δίνει τήν ἄφατη, τήν ἀληθινή ἀγαλλίαση στόν ἄνθρωπο. Καί αὐτό γίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει τόν θεῖο ἔρωτα. «Ὅταν βρεθεῖς σέ αὐτή τήν κατάσταση», λέει ὁ Ἅγιος, «δέν χρειάζονται λόγια. Αὐτό εἶναι κάτι πού τό ζεῖς. Κάτι πού δέν ἐξηγεῖται. Μόνο αὐτός πού τό ζεῖ, πού τήν ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τό καταλαβαίνει. Τό αἴσθημα τῆς ἀγάπης σέ πλημμυρίζει, σέ ἑνώνει μέ τόν Χριστό. Γεμίζεις ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση πού δείχνει ὅτι ἔχεις μέσα σου τήν θεία ἀγάπη, τήν τέλεια ἀγάπη. Ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἀνιδιοτελής, ἁπλή, ἀληθινή»[5], ὅμως γεμίζει πλήρως τόν ἄνθρωπο.

«Ὁ τελειότερος τρόπος προσευχῆς εἶναι ὁ σιωπηλός», ὅταν ὁ ἄνθρωπος καρδιακά μιλάει στόν Θεό. «Ὁ τελειότερος τρόπος προσευχῆς εἶναι ἡ σιωπή: «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία», ψάλλουμε στό χειρουβικό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. «Ἐκεῖ γίνεται ἡ θέωση, μές στή σιγή, στή σιωπή, στό μυστήριο. Ἐκεῖ γίνεται ἡ πιό ἀληθινή λατρεία. Γιά νά τό ζήσετε ὅμως αὐτό, πρέπει νά φτάσετε σέ μέτρα. Τότε τά λόγια ὑποχωροῦν. Θυμηθεῖτε, «σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία». Αὐτός ὁ τρόπος τῆς σιγῆς εἶναι ὁ πιό τέλειος. Ἔτσι θεοῦσαι. Μπαίνεις στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ἐμεῖς νά μιλᾶμε πολύ. Νά ἀφήνουμε νά μιλάει ἡ Χάρις»[6]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σιωπᾶ, σιγά-σιγά ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἠρεμεῖ ἡ ψυχή του καί μπορεῖ νά προσευχηθεῖ συγκεντρωμένος καί ἔτσι νά ἀπολαύσει καί τούς καρπούς τῆς προσευχῆς.

«Ἔλεγα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί νέοι ὁρίζοντες ἄνοιγαν», διηγεῖται ὁ Ἅγιος. «Δάκρυα χαρᾶς καί εὐφροσύνης κυλοῦσαν ἀπό τά μάτια μου γιά τήν ἀγάπη καί τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Λαχτάρα! Ἐδῶ κρύβεται τό μεγαλεῖο, ὁ παράδεισος. Ἐπειδή ἀγαπάεις τόν Χριστό, λέεις τά λόγια αὐτά, αὐτές τίς πέντε λέξεις λαχταριστά, μέ καρδιά καί σιγά-σιγά τά λόγια χάνονται. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ καρδιά πού ἀρκεῖ νά πεῖς μιά λέξη, Ἰησοῦ μου, καί τέλος, καμία λέξη. Ἡ ἀγάπη, ἐκφράζεται καλύτερα χωρίς λόγια. Ὅταν μία ψυχή ὄντως ἐρωτευτεῖ τόν Κύριο, προτιμᾶ τήν σιωπή καί τήν νοερά προσευχή. Ἡ πλημμύρα τῆς θείας ἀγάπης γεμίζει τήν ψυχή ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. Ὁ ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι μυστικός λατρευτῆς τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά του, μέ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Αὐτή ἡ ψυχή προηγουμένως εἶχε διαπρέψει στό Ψαλτήρι, στήν Παρακλητική, στά Μηναῖα κ.λπ., τώρα ἔπαψαν τά λόγια, βιώνει μέσα της βαθιά τήν θεία ταπείνωση. Ἔχει ἐγκύψει ὁ Χριστός μέσα της καί αἰσθάνεται τήν θεία φωνή. Εἶναι μές στόν κόσμο καί ἐκτός τοῦ κόσμου. Μέσα στόν παράδεισο, δηλαδή στήν Ἐκκλησία, στόν ἄκτιστο παράδεισο.

Λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριατσιανίνωφ: «Πολύ ἐπιθυμητή εἶναι ἡ προσευχή τῆς καρδιᾶς∙ πολύ ἐπιθυμητή ἡ σιωπή τῆς καρδιᾶς∙ πολύ ἐπιθυμητό εἶναι νά ζοῦμε στήν πιό ἀπομονωμένη ἔρημο, γιατί αὐτές οἱ συνθῆκες εἶναι ἰδιαίτερα εὐνοϊκές γιά τήν προσευχή τῆς καρδιᾶς καί τήν σιωπή τῆς καρδιᾶς». Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί οἱ Ἅγιοι ἔφευγαν στάς ἐρήμους γιά νά μποροῦν νά ἐξασκοῦν τήν καρδιακή νοερά προσευχή. «Ἡ σιωπή τῆς καρδιᾶς εἶναι νά μήν σέ ἀποσπάει τίποτα, νά ζεῖς μόνος, μόνῳ Θεῷ». Ὅταν ὑπάρχει ἐξωτερική ἡσυχία καί πνευματική ζωή, τότε σιωπᾶ ἡ καρδιά καί τίποτα δέν τήν ἀποσπᾶ ἀπό τόν Θεό. «Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρόν καί τά πάντα πληρῶν. Προσπαθῶ νά πετάξω μέσα στό ἄπειρο, μέσα στά ἄστρα. Ὁ νοῦς μου πελαγώνει μέσα στό μεγαλεῖο τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ἀναλογιζόμενος τίς ἀποστάσεις τῶν ἑκατομμυρίων ἐτῶν φωτός. Τόν Παντοδύναμο Θεό τόν αἰσθάνομαι ἐνώπιόν μου καί ἀνοίγω τά χέρια καί ἀνοίγω τήν ψυχή μου γιά νά ἑνωθῶ μαζί Του, νά μεταλάβω τῆς θεότητας»[7]. Ὁ Ἅγιος ζοῦσε τόν Θεῖο ἔρωτα, γι' αὐτό καί εἶχε διαπρέψει στήν προσευχή. Γι' αὐτό καί ζοῦσε ὅπως ἔλεγε μέσα στό ἄπειρο, τή συνεχή κοινωνία μέ τόν Θεό, δοξάζοντάς Τον καί θαυμάζοντας τήν δημιουργία Του. Ἀλλά χρειάζεται ὁπωσδήποτε τό ταπεινό φρόνημα, γιά νά φτάσουμε εἰς τόν Θεῖο ἔρωτα καί στήν ζωντανή, στή σωστή καί καθαρή προσευχή. Καί γιά νά ὑπάρχει αὐτή ἡ πνευματική ζωή, χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἡ μετάνοια.

«Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί ἡ εὐγνωμοσύνη γιά τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος», «μᾶς κάνουν νά λέμε τήν εὐχή φιλότιμα καί ὄχι μηχανικά. Ὕστερα γίνεται καί συνήθεια. Ὅταν γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας καί σκεφτόμαστε τήν ἀχαριστία μας, τότε θά θέλουμε νά λέμε τήν εὐχή. Ὅταν ξυπνοῦμε, ἐνῶ στόν ὕπνο μας λέγαμε τήν εὐχή καί συνεχίζουμε στό ξύπνιο μας, ἔ τότε ἀρχίζει τό πνευματικό γλυκοχάραμα. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν αὐτενέργητη εὐχή δέν προσπαθεῖ νά πεῖ τήν εὐχή, ἀλλά χωρίς νά καταβάλλει καμία προσπάθεια ἡ εὐχή λέγεται μέσα του ἀπό μόνη της. Ἀκόμα καί στόν ὕπνο λέει τήν εὐχή καί ὅταν ξυπνάει συνεχίζει ἡ εὐχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του καί ἔχει συνέχεια κατά νοῦ τήν ἀχαριστία του, τότε πιέζεται ἡ ψυχή φιλότιμα καί ζητάει ταπεινά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί μετά χωρίς νά καταβάλλει προσπάθεια, ἀρχίζει ἡ εὐχή νά λέγεται μόνη της. Δουλεύει μέσα του ἡ εὐχή»[8].

Ἄς ζήσουμε καί ἐμεῖς μέ ταπεινό φρόνημα καί μέ ἀναζήτηση γνήσια τοῦ Θεοῦ, μέ ἡσυχαστικό τρόπο, γιά νά προχωρήσουμε στήν πνευματική ζωή καί στήν καθαρή προσευχή καί νά γεμίζει ἡ καρδιά μας μέ ἀγαλλίαση.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Ματθ. 6, 3.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[3] Μᾶρκ. 12, 30.

[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου