Σελίδες

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Ἡ παντογνωσία τοῦ Θεοῦ δέν περιορίζει τήν ἐλευθερία μας, Βίος καί λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης




«Οὐδέν ἀπρονόητον». Τίποτε τό ὁποῖο δέν εἶναι κάτω ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει στή κτίση, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ παντός, ὅλων τῶν κτισμάτων, ὅλων τῶν κτιστῶν, ἀλλά καί ὁ συντηρητής καί ὁ φροντιστής ὅλων τῶν κτισμάτων καί ὅλων τῶν λογικῶν κτισμάτων, τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν δαιμόνων∙ αὐτοί ὅμως ἐξέπεσαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, διότι παροίκουσαν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός ὡς παντογνώστης, γνωρίζει τά πάντα, ἀλλά δέν προορίζει, δέν προκαθορίζει τήν πρόοδο καί τήν ἁγιότητα ἤ τήν κακότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἀφήνει ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο. «Εἶναι ἀσύλληπτη ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπ' τόν δικό μας νοῦ», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Εἶναι ἄπειρη, περιλαμβάνει ὅλα τά ὄντα, ὁρατά καί ἀόρατα, ἔσχατα καί ἀρχαῖα. Τά γνωρίζει ὁ Θεός ὅλα μέ ἀκρίβεια, σέ ὅλο τό βάθος καί τό πλάτος τους. Ὁ Κύριος γνωρίζει ἐμᾶς, πρίν γνωρίσομε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Γνωρίζει τίς διαθέσεις μας καί τήν παραμικρή μας σκέψη, τούς λογισμούς, τίς ἀποφάσεις μας, πρίν νά τίς πάρουμε. Ἀλλά καί πρό τῆς συλλήψεώς μας, καί πρό καταβολῆς κόσμου μᾶς γνώριζε καλά. Γι' αὐτό ὁ Δαβίδ θαυμάζει καί φωνάζει: «Κύριε, ἐδοκίμασάς με καί ἔγνως με... Σύ συνῆκας τούς διαλογισμούς μου ἀπό μακρόθεν...», ἀπό μακριά γνωρίζεις τίς σκέψεις μου, «τήν τρίβον μου», τόν δρόμο μου, «ἐξιχνίασας καί πάσας τάς ὁδούς μου προεῖδες», προβλέπεις, γνωρίζεις ὅλους τούς τρόπους καί ὅλη μου τήν ζωή πρίν κἄν ἐγώ τήν ἀκολουθήσω, τήν φανερώσω∙ «...σύ ἔγνως πάντα τά ἔσχατα καί τά ἀρχαῖα.. ἰδοῦ, Κύριε, σύ ἔγνως πάντα, σύ ἐπλασάς με καί ἔθηκας ἐπ' ἐμέ τήν χεῖρα σου»[1]»[2]. Ἐσύ, Κύριε μέ ἔπλασες καί ἔβαλες ἐπάνω μου τό χέρι Σου.

«Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον», λέει ὁ Ὅσιος, «εἰσχωρεῖ παντοῦ. Γι' αὐτό ἐκεῖνος πού ἐμφορεῖται ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει καί αὐτός τήν γνώση τοῦ Θεοῦ»[3]. Ἔτσι ἑρμηνεύεται καί τό διορατικό καί τό προορατικό χάρισμα τῶν ἁγίων. Ἔτσι καί ὁ Ὅσιος ἑρμηνεύει τό δικό του χάρισμα. Κι ὅταν τόν ρωτοῦσαν, πῶς γνωρίζει ποῦ ὑπάρχει νερό, ἤ πῶς γνωρίζει τό μέλλον, ἔλεγε ὅτι ἡ χάρις τοῦ τό ἀποκαλύπτει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέ ἐνεργό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἔχει καί αὐτός τήν γνώση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Βέβαια δέν γνωρίζει τά πάντα, ὅπως ὁ Θεός, ἀλλά ὅσα θέλει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά τοῦ ἀποκαλύψει.

Ὁ Θεός γνωρίζει τά πάντα, καί ὁ Ἅγιος στό μέτρο πού τοῦ δίνεται, «γνωρίζει τό παρελθόν, τό παρόν, τό μέλλον. Τοῦ τά φανερώνει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τίποτε δέν εἶναι ἄγνωστο στόν Θεό ἀπ' τίς πράξεις μας, ἀλλά γράφονται ὅλα»[4]. Ἔτσι καί ὁ Προφήτης Μωυσῆς γνώρισε τό παρελθόν τῆς Δημιουργίας καί κατέγραψε αὐτά πού τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός γιά τό πῶς ἔγιναν τά πάντα, στίς ἕξι δημιουργικές μέρες.

Ὁ Θεός γνωρίζει τά πάντα. «Γράφονται κι ὅμως δέν γράφονται», ἔλεγε ὁ Ἅγιος. «Γεννιοῦνται καί ὑπάρχουν, ἀλλά καί δέν γεννιοῦνται. Αὐτό πού ξέρετε ἐσεῖς τώρα, τό ξέρει ὁ Θεός πρό καταβολῆς κόσμου. Σᾶς θυμίζω αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος στήν εὐχή πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως: Τό μέν ἀκατέργαστόν μου ἔγνωσαν οἱ ὀφθαλμοί Σου∙ ἐπί τό βιβλίον δέ Σοῦ καί τά μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει». Δηλαδή καί πρίν ἀκόμα πράξουμε κάποια πράγματα, εἶναι γραμμένα εἰς τό βιβλίον Σου, καί αὐτό πού εἶναι ἀκατέργαστο, ἀκόμα δέν ἔχει πάρει μορφή μέσα μας, δέν τό ἔχουμε ἀποφασίσει καί δέν τό ἔχουμε πράξει, αὐτό τό γνωρίζουν οἱ ὀφθαλμοί Σου.

«Αὐτά τά λόγια κάποιοι τά παρεξηγοῦν καί τά μπερδεύουν. «Ἀφοῦ ὁ Θεός τά ἔχει ὅλα γραμμένα, ἔχομε μοίρα λένε, ἔχομε τύχη, ἔχομε πεπρωμένο. Ἄρα ἦταν γραμμένο καί πεπρωμένο νά κάνεις γιά παράδειγμα φόνο, σέ εἶχε προορίσει γιά αὐτό ὁ Θεός». Θά μοῦ πεῖς: «Ἄν εἶναι γραμμένο ὅτι ἐγώ ἐπρόκειτο νά σκοτώσω ἐσένα, εἶμαι ἐγώ ὑπεύθυνος ἤ ἀνεύθυνος; Ἀφοῦ καί τά μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει», γιατί νά εἴμαστε ὑπεύθυνοι οἱ ἄνθρωποι; Τώρα πές μου ἐσύ, πού λέεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, γιατί τό ἔγραφε καί δέν μέ ἀπέτρεπε νά τό κάνω;

Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο. Ὁ Θεός ἐν τῇ παντοδυναμίᾳ Του καί παγνωσία Του γνωρίζει τά παντα, καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν, ἀλλά δέν εἶναι ἐκεῖνος ὑπαίτιος γιά τό κακό. Ὁ Θεός προγνωρίζει, ἀλλά δέν προορίζει». Δέν ὑπάρχει ἀπόλυτος προορισμός, ὅπως πιστεύουν οἱ αἱρετικοί. «Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ὅλα εἶναι γυμνά καί τετραχηλισμένα ἐνώπιόν Του»[5]. Γι’ αὐτό κι αὐτό πού λέμε ὅτι προγνωρίζει καί προορίζει κι αὐτό δέν ἔχει ἔννοια στόν Θεό, γιατί στόν Θεό δέν ὑπάρχει πρό καί μετά, ἀλλά δέν ἔχουμε λέξεις γιά νά ἐκφράσουμε τό ἄκτιστο καί τήν ζωή τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.

«Ὁ Ἀπόστολος λέγει: «πάντα δέ γυμνά καί τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς Αὐτοῦ»[6]. Ὅλα εἶναι φανερά μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ. «Ὡς παντογνώστης γνωρίζει καί τό ἀγαθό καί τό κακό. Συνεργάζεται μέ τό ἀγαθό ὡς φύσει ἀγαθός καί εἶναι ξένος τοῦ κακοῦ. Ἀφοῦ εἶναι ξένος τοῦ κακοῦ, πῶς εἶναι δυνατόν νά μᾶς προορίζει γι' αὐτό; Ὁ Θεός ἐδημιούργησε τά πάντα καλά λίαν καί ἔδωσε σέ ὅλα ἀγαθό, ἅγιο προορισμό»[7]. Ἑπομένως δέν εἶναι κανένας προορισμένος νά γίνει κακός ἀπό τόν Θεό. Γίνεται κακός ἀπό μόνος του, ἀπό τήν προαίρεσή του.

«Τό κακό εἶναι πρόβλημα, τό ὁποῖο ἡ θρησκεία μας τό ἐξηγεῖ μ' ἕνα θαυμάσιο τρόπο», λέει ὁ Ὅσιος, «πού καλύτερος δέν ὑπάρχει. Ποιά εἶναι ἡ ἐξήγηση; Τό κακό ὑπάρχει καί προέρχεται ἀπό τόν διάβολο. Μέσα μας ἔχουμε καί τό κακό πνεῦμα καί τό ἀγαθό πνεῦμα καί μάχονται ἀλλήλοις. «Ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει∙ οὐ δύνασθαι Θεῷ δουλέυειν καί μαμωνᾶ»[8]. Γίνεται δηλαδή μέσα μας πάλη μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ. Σέ αὐτή ὅμως τήν πάλη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἀποφασίσει τί θά διαλέξει. Ἄρα δέν εἶναι ὁ Θεός πού προορίζει καί ἀποφασίζει, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου»[9]. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος καλῶς ἀπό τόν Θεό. Ἔρχεται ὁ πονηρός καί τοῦ ὑποβάλλει τήν πρόταση τῆς κακίας καί ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα ἐπιλέγει, εἴτε νά ὁμοιάσει στόν Θεό, εἴτε νά ὁμοιάσει στόν πονηρό ἀκολουθώντας τον.

«Ὁ Θεός ἐν τῇ παντογνωσία Του γνωρίζει μ' ὅλη τήν ἀκρίβεια, ὄχι ἁπλῶς ἀπό πρίν, ἀλλά πρό καταβολῆς κόσμου ὅτι ὁ τάδε θά κάνει, παραδείγματος χάριν, φόνο, ὅταν γίνει τριάντα τριῶν ἐτῶν. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ τῆς βουλήσεως του, δῶρο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί τό διαστρέβλωσε, ἐνεργεῖ αὐτοβούλως. Δέν εἶναι ὁ Θεός ὁ αἴτιος, οὔτε μᾶς προορίζει γι' αὐτόν τόν σκοπό. Ἡ παγγνωσία Του δέν μᾶς ὑποχρεώνει» καί οὔτε καί μᾶς δεσμεύει. «Σέβεται τήν ἐλευθερία μας, δέν τήν καταργεῖ. Μᾶς ἀγαπάει, δέν μᾶς κάνει δούλους, μᾶς δίνει ἀξία»[10]. Ἄν ὁ Θεός μᾶς εἶχε ἀναγκασμένους στό καλό, ἀναγκαστικά δηλαδή κάναμε, θέλαμε δέν θέλαμε τό καλό, τότε τό καλό βεβαίως δέν θά εἶχε ἀξία καί δέν θά ὑπῆρχε καί λόγος καί νά βραβευτοῦμε καί νά πάρουμε Βασιλεία Θεοῦ, ἀφοῦ θά εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά τό κάνουμε. Καί θά ἤμαστε βεβαίως χωρίς τό θεοδώρητο δῶρο, τό θεόσδοτο αὐτό ὑπέροχο δῶρο πού λέγεται αὐτεξούσιο καί ἐλευθερία. Δέν θά εἴχαμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἐλεύθερος, ἀλλά θά ἤμαστε πολύ κατώτερα ὄντα.

«Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία μας, δέν τήν καταργεῖ. Μᾶς ἀγαπάει, δέν μᾶς κάνει δούλους, μᾶς δίνει ἀξία. Δέν ἐπεμβαίνει στήν ἐλευθερία μας, τήν σέβεται, μᾶς δίνει τό ἐλεύθερο. Ἄρα εἴμαστε ὑπεύθυνοι, διότι κάνουμε αὐτό πού θέλαμε ἐμεῖς. Δέν μᾶς ἀναγκάζει ὁ Θεός. Εἶναι προδιαγεγραμμένο καί γνωστό στόν Θεό ὅτι θά σκοτώσεις ἐσύ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν εἶναι κανονισμένο ὑπό τοῦ Θεοῦ νά τό κάνεις. Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Θεός, πού μᾶς ἐδημιούργησε ἀπό ἄπειρη ἀγάπη κι ὁ ἴδιος εἶναι ἀπόλυτη ἀγάπη καί θέλει μόνο τήν ἀγάπη, νά θελήσει νά σέ ὁδηγήσει στήν κακία καί στόν φόνο; Σοῦ δίνει τήν ἐλευθερία καί μετά σοῦ τήν παίρνει;». Ὄχι, βέβαια. «Ἐσύ ἐνεργεῖς ἐλεύθερα, ἐσύ ἀποφασίζεις αὐτό πού ὁ Θεός γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων χωρίς νά σέ ἀναγκάζει, γι' αὐτό καί εἶσαι ἐσύ ὑπέυθυνος.

Αὐτά τά θέματα εἶναι πολύ λέπτα», λέει ὁ Ὅσιος, «θέλουν θεῖο φωτισμό, γιά νά τά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι μυστήρια. Τό ἀγαθό στή φύση εἶναι μυστήριο. Δέν εἶναι ὡραῖο ἕνα λουλουδάκι μέ ποικίλα χρώματα, πού σέ τραβάει καί σέ κάνει νά τό ἀγαπήσεις; Τό πλησιάζεις κι ἔχει ἄρωμα τόσο εὐγενικό, τόσο λεπτό, πού σέ κάνει νά τό ἀγαπάεις πιό πολύ. Αὐτό εἶναι τό ἀγαθό. Ἔ ναί, ἀλλά δέν εἶναι ὅμως κι αὐτό μυστήριο; Πῶς ἔγιναν αὐτά τά χρώματα, πῶς ἔγινε αὐτό τό ἄρωμα; Τό ἴδιο μποροῦμε νά ποῦμε γιά τά πουλιά, γιά τά ζῶα, γιά τά ὑδρόβια. Ὅλα ἐκφράζουν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.

Λένε μερικοί: «Γιατί ὁ Θεός νά μέ κάνει νά πονάω, γιατί νά μέ κάνει νά ἁμαρτάνω εὔκολα, γιατί νά μοῦ δώσει αὐτό τό χαρακτήρα;...» κ.ἄ. Καί πάλι σᾶς λέω. Ὁ Θεός μας ἔχει πλάσει καλούς. Ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ὅ,τι πιό ὡραῖο καί καλό. Τόν προόρισε νά γίνει τέλειος»[11]. Ὁ προορισμός μας εἶναι ἡ τελειότητα, ἡ θέωση, ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό.

«Τοῦ ἔδωσε ὅμως καί τήν ἐλευθερία κι ἔτσι ἔγκειται καί σ' ἐκεῖνον ν´ ἀκολουθήσει τό ἀγαθό ἤ τό κακό. Ἀπό τό ἕνα μέρος ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ἀπό τό ἄλλο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγάπη καί ἐλευθερία μπλέκουν. Ἑνώνεται τό πνεῦμα -τό δικό μας- μέ τό Πνεῦμα», τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Αὐτή εἶναι ἡ μυστική ζωή, ἡ πνευματική ζωή. Ὅταν τό πνεῦμα μας ἑνώνεται μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τότε κάνουμε τό ἀγαθό, γινόμαστε ἀγαθοί.

Γιά τά πάθη μας», γιά τίς κακίες μας, «εὐθύνεται ἄλλος, ἡ βούλησή μας» καί ὄχι ὁ Θεός. «Ὁ Θεός δέν θέλει νά περιορίσει τή βούλησή μας, δέν θέλει νά μᾶς πιέσει, δέν θέλει νά ἐπιβάλει τή βία. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται τί θά κάνουμε καί πῶς θά ζήσουμε. Ἤ θά ζοῦμε τόν Χριστό καί θά ἔχουμε τά θεῖα βιώματα καί τήν εὐτυχία ἤ θά ζοῦμε στήν μελαγχολία καί στήν λύπη. Μέση κατάστασις, μέσος ὅρος δέν ὑπάρχει»[12]. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι χωρισμένη ἀκριβῶς σέ δύο ὁμάδες ἀνθρώπων ἤ σέ δύο στρατόπεδα: στό στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, πού ζεῖ μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, μέ τά θεῖα βιώματα καί τήν εὐτυχία, καί στό στρατόπεδο τοῦ πονηροῦ, πού ζεῖ μέ τήν μελαγχολία, τήν λύπη καί τήν κατάθλιψη.

«Ἤ θά εἶσαι ἤ δέν θά εἶσαι. Ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Ἡ φύση ἐκδικεῖται, μισεῖ τό κενό». Δέν μπορεῖ νά εἶσαι κενός. Ἤ θά εἶσαι γεμάτος μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἤ μέ τό πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. «Τό καθετί μπορεῖ νά εἶναι ἔτσι, ἀλλά μπορεῖ καί νά μήν εἶναι. Τό φίλημα, ἐπί παραδείγματι, μπορεῖ νά εἶναι ἅγιο καί μπορεῖ νά εἶναι πονηρό. Ἀλλ' αὐτό ἔχει ἀξία, νά ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα. Ἐνῶ, ἄν μᾶς ἔκανε ἄβουλους», σάν ρομπότ δηλαδή «καί κάναμε μόνο ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, δέν θά ὑπῆρχε ἐλευθερία. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ζητάει μόνος του νά γίνει καλός, μέ τήν προαίρεσή του, νά τό ἐπιθυμεῖ μόνος του καί νά γίνεται τρόπον τινά σάν δικό του τό κατόρθωμα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα προέρχεται ἀπ' τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται πρῶτα στό σημεῖο νά τό θέλει, νά τό ἀγαπάει, νά τό ἐπιθυμεῖ», φανερώνει δηλαδή τήν καλή του προαίρεση «καί κατόπιν ἔρχεται ἡ θεία χάρις καί τό κατορθώνει»[13].

Βέβαια ὑπάρχει κι ἕνα ἀκόμα ἐρώτημα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς θά κολαστοῦν. Κι γιατί ἄραγε, λένε κάποιοι, ὁ Θεός νά πλάσει αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί νά μήν ἐμποδίσει τήν πλάση τους, τήν δημιουργία τους; Καί σέ αὐτό τό ἐρώτημα ἀπαντάει, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί λέει: «ὁ Θεός δημιουργεῖ καί φέρει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη τά γινόμενα», ὅλα αὐτά πού ὑπάρχουν, «ἀπό ἀγαθότητα, ἀπό ἀγάπη, καί γνωρίζει ἀπό πρίν τά ὅσα θά γίνουν. Ἄν δέν δημιουργοῦνταν, οὔτε κακοί θά ὑπῆρχαν οὔτε καί ὁ Παντογνώστης Θεός θά τούς γνώριζε ἀπό πρίν». Ὁ Θεός προγνωρίζει αὐτά πού θά γίνουν, ὄχι αὐτά πού δέν θά γίνουν. Ἑπομένως εἶναι ἄτοπο τό ἐρώτημα. «Ὁ Θεός ἄν δημιουργοῦσε τόν κόσμο μέ τήν σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία καί τό κακό θά ἐπικρατήσουν στήν γῆ καί θά ὑπάρξουν ἄνθρωποι πού ἀπό τήν δική τους θέληση θά γίνονταν κακοί, τότε τό κακό θά νικοῦσε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε τό κακό θά ἀποδεικνυόταν πιό ἰσχυρό ἀπό τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ, ἀφοῦ αὐτό θά ἀναχαίτιζε καί θά ἐμπόδιζε τόν Θεό νά δημιουργήσει κι ἄλλα πλάσματα εὐτυχισμένα καί μακάρια.

Κάτι τέτοιο ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνει, γι' αὐτό ἀκριβῶς», συνεχίζει ὁ Ἱερός Δαμασκηνός, «ὁ Θεός δημιουργεῖ ὅσα δημιουργεῖ τά πάντα ἀγαθά. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀπό δική του προαίρεση καί ἐλευθερία γίνεται καλός ἤ κακός. Ὁ Κύριος εἶπε, βέβαια, γιά τόν προδότη Ἰούδα «ἦταν συμφερότερο γι' αὐτόν νά μήν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος»[14]. Αὐτό ὅμως, δέν τό ἔλεγε κακίζοντας τήν κτίση Του, τό δημιούργημά Του, ἀλλά τήν κακία πού κυρίευσε τό κτίσμα, τόν λογικό ἄνθρωπο, ἀπό τήν δική του προαίρεση καί ραθυμία. Διότι ἡ ραθυμία του κατέστησε ἄχρηστη γι' αὐτόν τήν εὐεργεσία τοῦ Δημιουργοῦ». Ὁ Θεός του χάρισε τήν ὕπαρξη, τόν ἔπλασε ἀγαθό, ἀλλά ἡ ραθυμία τοῦ Ἰούδα τόν κατέστησε κακό. «Συμβαίνει δηλαδή ὅ,τι ἀκριβῶς καί στήν περίπτωση πού κάποιος παίρνοντας ἀπό ἕναν ἡγεμόνα πλοῦτο καί ἐξουσία, φερθεῖ τυραννικά στόν εὐεργέτη του. Τότε ὁ εὐεργέτης ἡγεμόνας θά τόν συλλάβει μέ τό δίκιο του καί θά τόν τιμωρήσει, ἄν δεῖ ὅτι αὐτός πού εὐεργετήθηκε συνεχίζει νά παραμένει στήν ἐξουσία καί ἐπιμένει νά φέρεται τυραννικά»[15], δέν μετανοεῖ δηλαδή.

Ἄς δοξάσουμε τόν Κύριο, ἄς Τόν εὐχαριστήσουμε γιά τήν ἀγαθότητά Του πού μᾶς ἔφερε αὐτή ἡ ἀγαθότητα, παρακινημένος ἀπό αὐτή τήν ἀγαθότητα μᾶς ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, ἄς Τόν εὐχαριστήσουμε γιά τήν στοργική Του θεία Πρόνοια, κι ἄς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἐφόσον θά τηροῦμε τό θέλημά Του, πάντοτε θά ἀπολαμβάνουμε τίς θεῖες Του εὐλογίες καί θά ἀξιωθοῦμε καί τῆς Οὐράνιας Βασιλείας Του.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ψαλμ. 138, 1-5.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὅ.π.

[6] Ἑβρ. 4, 13.

[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[8] Ματθ. 6, 24.

[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Μᾶρκ. 14, 21.

[15] Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως, Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἐκδ. Πουρνάρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου