«Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»[1], ὁμολογοῦν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Καί βέβαια αὐτή ἡ ἀποκάλυψις εἶναι ἐκ Θεοῦ. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τούς φώτισε καί ἐπίστεψαν καί ἐδέχθησαν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Μεσσία καί λυτρωτή καί τό ὁμολογοῦν. Ἐνῶ βλέπουμε στό ἱερό εὐαγγέλιο ὅτι πάρα πολλοί ἄλλοι ἐσκανδαλίσθησαν ὅταν ἄκουσαν ὅτι θά πρέπει νά φάγουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά ζήσουν ζωήν αἰώνιον.
Ὁ Κύριος ἡμῶν στούς ἀνθρώπους τούς ἰδικούς Του ἀποκαλύπτεται καί κάνει καί ἀποκαλύψεις ὑπερφυεῖς γιά πολλά πράγματα. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ζοῦσε συνεχῶς καί γευότανε αὐτά τά θεϊκά δῶρα. «Θά σᾶς διηγηθῶ», λέγει, «μερικά παραδείγματα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά νά καταλάβετε ὅτι ὁ Θεός στούς ἀξίους Του μέ τρόπο ἁπλό καί φυσικό κάνει μεγάλες ἀποκαλύψεις. Ἀποκαλύπτει γεγονότα τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τί θά γίνει στό μέλλον». Εἶναι τό χάρισμα τῆς προοράσεως, ἀλλά καί τῆς διοράσεως. «Τούς ἀποκαλύπτει», λέει ὁ Ἅγιος, «τό βάθος τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, τούς πόνους καί τίς χαρές τους, τίς ἁμαρτίες καί τά χαρίσματά τους. Τίς σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειές τους, τόν χρόνο καί τόν τρόπο τοῦ θανάτου τους.
Ἀκοῦστε με», λέει ὁ Ἅγιος, «πάνω ψηλά εἰς τό Σινά εἶναι πολλά ἀσκητήρια. Ἐκεῖ λοιπόν, κατοικοῦσε κάποτε ἕνας γέροντας μέ τόν ὑποτακτικό του. Ὁ Γέροντας ἦταν ἑκατό χρονῶν. Εἶχε πληροφορία ὅτι θά ἀποθάνει». Καί πράγματι, ὁ Θεός σέ πολλούς Ἁγίους Του τούς ἀποκαλύπτει λίγες μέρες πρίν, συνήθως τρεῖς μέρες πρίν, ὅτι θά ἀποθάνουν, γιά νά ἑτοιμαστοῦν ἀκόμα καλύτερα ἀπ' ὅ,τι εἶναι. Ἔτσι, συνέβη καί σέ αὐτόν ἐδῶ τόν ἀσκητή. «Πιό κάτω ἀπό τό ἀσκητήριο», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «Πιό κάτω σέ μιά κατωφέρεια, ὑπῆρχε λίγο χῶμα. Λέγει λοιπόν στόν ὑποτακτικό του: Νά μοῦ σκάψεις τόν λάκκο μου γιατί θά ἀποθάνω. Σέ λίγο θά σέ φωνάξω. Ὁ ὑποτακτικός ὑπάκουσε ἀμέσως κι ἔσκαψε τόν λάκκο. Ὁ γέροντας ἔκανε προσευχή. Σέ λίγο φωνάζει: - Ἔλα, Παφνούτιε παιδί μου, πιάσε με ἀπό τό χέρι νά μέ πάεις στόν τάφο, γιατί ὅταν πεθάνω, πῶς θά μέ κατεβάσεις μόνος σου ἐκεῖ κάτω; Ἔλα, πιάσε με ἀπό τό χέρι. Καί σιγά-σιγά μέ τό μπαστουνάκι καί μέ τήν βοήθεια τοῦ ὑποτακτικοῦ κατεβήκανε τήν κατηφόρα. Ἐφθάσανε στόν τάφο καί τοῦ λέγει: - Κράτα με, κράτα με! Καί μέ τή βοήθειά του μπῆκε στόν τάφο, ἀφοῦ προηγουμένως, χαιρετιστήκανε, φιληθήκανε. Μπῆκε μές στόν τάφο, ξαπλώθηκε, ἔκλεισε τά μάτια του καί προσευχόμενος παρέδωσε τό πνεῦμα»[2].
Καί βέβαια αὐτό ὅλο εἶναι πραγματικό γεγονός, τό διηγεῖται ὁ Ἅγιος μέ αὐτόν τόν ζωντανό τρόπο καί φανερώνει τό γεγονός αὐτό τήν τελειότητα τῶν ἁγίων, τήν ἀφοβία τους ἀπέναντι στόν θάνατο, ἀλλά καί τήν ἀγάπη πού ἔχουν πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους μέχρι καί στά ἐλάχιστα. Ἐδῶ ὁ Γέροντας δέν ἤθελε νά κάνει τόν ὑποτακτικό του νά κουραστεῖ καθόλου καί μπῆκε μόνος του, σύμφωνα μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, εἰς τόν τάφο καί ἐκοιμήθη.
«Εἴδατε;», λέει ὁ Ἅγιος. «Φαίνονται ἀπίστευτα. Κι ὅμως, ἔτσι γίνανε! Πολλοί ἅγιοι ἀξιώθηκαν ἀπό τόν Θεό νά μεταφέρονται σέ ἄλλους τόπους κατά τήν ἐπιθυμία τους καί νά πηγαίνουν ἐκεῖ "εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος"[3]»[4], ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά τίς οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού γεύτηκε ἀνεβαίνοντας μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, εἴτε ἐν σωματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, ἔτσι καί πολλοί ἄλλοι μεταφέρονταν καί γίνονταν ὁρατοί καί ἀπό ἄλλους σέ πολύ μακρινές ἀποστάσεις ἀπό ὅ,τι ἦταν τό κελί τους καί τό Μοναστήρι τους.
«Κάποια φορά», διηγεῖται ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινά, πατήρ Γεώργιος, ἦταν ἄρρωστος. Εἶχε, ὅμως, τήν ἐπιθυμία νά πάει νά μεταλάβει ἀπό τόν Πατριάρχη στά Ἱεροσόλυμα. Ἐκείνη τήν στιγμή στό κελλί του στό Σινά πήγανε οἱ ὑποτακτικοί του καί τόν ρώτησαν ἄν θά μπορέσει νά ἔλθει στήν ἐκκλησία. - Ὄχι, τούς λέει, δέν θά ἔλθω. Μόλις φύγανε, ὁ Γέροντας ἔμεινε μόνος σωματικῶς, ἐνῶ πνευματικῶς, μέ τόν νοῦ του, πῆγε στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἀναστάσεως τῶν Ἱεροσολύμων καί παρακολουθοῦσε ἐκεῖ τήν Λειτουργία. Εἶδε τόν Πατριάρχη νά μπαίνει στό Ἱερό. Ἀλλά καί ὅλοι ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ ἀρχιερεῖς εἶδαν τόν ἡγούμενο τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καί τήν ὥρα τῆς Θείας Μεταλήψεως τοῦ ἐφόρεσαν ἐπιτραχήλιο, γιά νά κοινωνήσει. Προσῆλθε στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀπό τά χέρια τοῦ Πατριάρχου ἐπῆρε τά ἄχραντα Μυστήρια. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Μετάληψη, ἐπήγανε ὅλοι οἱ ἱερεῖς στόν ἱερό νιπτήρα καί πλύνανε τά χέρια τους. Ἐπέρασε καί ὁ πατήρ Γεώργιος δίπλα στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος τοῦ λέει: - Τό μεσημέρι σέ περιμένω στό τραπέζι. Ὁ πατήρ Γεώργιος δέν μίλησε, ἀλλά τοῦ ἔκανε μία ὑπόκλιση. Ἐν τῷ μεταξύ στό Σινά, μετά τήν Θεία Λειτουργία, μπῆκαν στό κελλί του ὁ διάκονος καί ὁ παπάς μ' ἕναν μοναχό, πού κρατοῦσε τήν λαμπάδα καί τό θυμιατό, καί τόν μεταλάβανε.
Στά Ἱεροσόλυμα, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά φᾶνε, ὁ Πατριάρχης περίμενε τόν πατέρα Γεώργιο. Πέρασε ἡ ὥρα, δέν μπόρεσαν νά περιμένουν ἄλλο καί βάλανε νά φᾶνε. Ὁ Πατριάρχης στενοχωρήθηκε πολύ κι ἔστειλε στό Σινά τρεῖς ἀδελφούς ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, γιά νά δοῦνε γιατί τόν παράκουσε κι ἔφυγε, ἐνῶ ἦταν τόσο γνωστός γιά τήν ὑπακοή του. Ἔφθασαν, λοιπόν, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πατριάρχη καί μόλις μπήκανε μέσα στό μοναστήρι, λένε: - Εἶχε ἔλθει ὁ Γέροντάς σας κάτω στά Ἱεροσόλυμα καί μετέλαβε στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως. Τόν εἴδαμε ὅλοι ἐκεῖ καί ὁ Πατριάρχης τοῦ εἶπε νά καθίσει στήν τράπεζα. Ἐκεῖνος ὅμως ἔφυγε. Αὐτό στενοχώρησε πολύ τόν Πατριάρχη∙ τόν παρεξήγησε καί μᾶς ἀνέθεσε νά τόν μαλώσουμε γι' αὐτή του τήν παρακοή.
Οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς τά χάσανε. - Τί λέτε; τούς λένε. Ὁ Γέροντάς μας ἔχει νά βγεῖ ἀπ' τό μοναστήρι πενήντα χρόνια! Λάθος κάνετε. - Ὄχι, τούς λένε, τόν εἴδαμε ὅλοι. - Γιά νά σᾶς ἀποδείξουμε τήν ἀλήθεια, ἐλᾶτε, λοιπόν, νά σᾶς πᾶμε στόν Γέροντα. Τούς ἐπήγανε καί, μόλις τόν ἀντίκρισαν, τοῦ κάνανε τά παράπονα τοῦ Πατριάρχη. Ἐκεῖνος δέν μίλησε, σέ λίγο, ὅμως, τούς εἶπε: - Νά πεῖτε στόν Μακαριώτατο νά μέ συγχωρέσει κι ἀκόμη νά τοῦ δώσετε ἕνα χαρμόσυνο μήνυμα: ὁ Θεός μοῦ ἀπεκάλυψε πώς σέ ἕξι μῆνες θά σμίξουμε∙ γι' αὐτό νά ἑτοιμασθεῖ.
Βλέπετε, ὁ ἡγούμενος τους Σινά πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, χωρίς ὁ ἴδιος νά ξέρει ἄν ἦταν ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, ἀλλά πάντως τόν εἴδατε πού πῆγε»[5].
Βλέπουμε ἔτσι αὐτές τίς θαυμαστές ἀποκαλύψεις καί μεταβάσεις τῶν Ἁγίων. Καί φανερώνεται μέσα ἀπό αὐτά καί ἡ δύναμις καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τά ὑπερφυῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄς δοξάζουμε καί ἄς εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τά θεῖα Του δῶρα, καί τούς Ἁγίους Του, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί γιά μᾶς πρότυπο ζωῆς, καί ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους δρόμος πού δείχνει καί σέ μᾶς τό πῶς θά φθάσουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 6, 69.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Β΄ Κορ. 11, 31.
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου