Σελίδες

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος καί ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Βίος καί Λόγοι Ἁγίου Πορφυρίου. Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου


«Μελετᾶτε τάς Γραφάς»[1]. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος τόνιζε πάντοτε ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνεχῶς τήν μελετοῦσαν καί ἐμπνέονταν καί γέμιζαν μέ Πνεῦμα Ἅγιο ἀπό αὐτή τήν μελέτη. Κι ἔτσι ἀποτύπωσαν καί στά ἔργα τους αὐτή τήν ἔμπνευση καί τήν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία εἶναι φανερή στήν ζωή τους, στά λόγια τους. Αὐτή τήν Θεία Χάρη τήν γευόμαστε καί ἐμεῖς, ὅταν μελετοῦμε τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. «Νά διαβάζετε», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μέ ἔρωτα τίς Ἐξομολογήσεις τοῦ Αὐγουστίνου, τό Κεκραγάριον. Ὅταν τά αἰσθάνεσαι αὐτά πού διαβάζεις, καλλιεργεῖς τόν θεῖο ἔρωτα. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ μελέτη»[2]. Δηλαδή, λέει ὁ Ἅγιος, μέ τήν μελέτη καλλιεργοῦμε τόν θεῖο ἔρωτα, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, παρακινούμαστε ἀπό τούς Ἁγίους νά ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς τόν Θεό.

«Διαβάστε τό Κεκραγάριον», ἔλεγε «πού εἶναι ὅλο θεῖο ἔρωτα. Τό διαβάζω καί κλαίω. Τί λόγια ὡραῖα, βαθιά πού ἔχει! Αὐτά νά διαβάζετε, σ' αὐτά νά ἐντρυφᾶτε. Ἔτσι θ' ἀποκτήσετε τόν θεῖο ἔρωτα. «Ὦ, τό ἀθέατο φῶς, μέ τό ὅποιο γίνεται ὁρατή ὅλη ἤ ἄβυσσος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς!», λέει στό Κεκραγάριο περί τοῦ θαυμάσιου Θείου φωτός, ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος. «Σύ εἶσαι ἡ ἀλήθεια, ὦ Λόγε, μέ τόν Ὅποιον ἔγιναν τά πάντα, καί πού χωρίς Ἐσέ δέν εἶναι τίποτα πού νά 'γινε... Σύ, Λόγε, πού εἶπες, τότε, στήν ἀρχή, «Γενηθήτω φῶς», κι ἔγινε φῶς. Πές, λοιπόν, καί γιά μένα τώρα, «Γενηθήτω φῶς!». Καί εἴθε νά μοῦ γίνει φῶς, εἴθε νά τό ἰδῶ τό φῶς αὐτό καί νά γνωρίζω καθετί πού δέν εἶναι φῶς!». Ὅπως ό Ἱερός Αὐγουστῖνος», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἔτσι κι ἐσεῖς νά σκέπτεσθε τόν Παντοδύναμο Θεό, πού ἐπεφέρετο ὑπεράνω τοῦ σκότους καί εἶπε: «Γενηθήτω φῶς» καί ἐγένετο φῶς. Νά λέτε μέ θεῖο ἔρωτα καί ἐνθουσιασμό: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Ὑμνοῦμέν σε, εὐλογοῦμέν σε, προσκυνοῦμέν σε, δοξολογοῦμέν σε, εὐχαριστοῦμέν σοι, διά τήν μεγάλην σου δόξαν». Τί ἔχει νά πεῖ ἤ Δοξολογία, μεγάλη ἤ Δοξολογία, μεγάλο πρᾶγμα, ἤ πιό ὡραία προσευχή!»[3]. Ὅπως ἔλεγε καί σέ ἄλλο σημεῖο, αὐτή εἶναι ἡ τελειότερη προσευχή, ἡ δοξολογία, γιατί εἶναι προσευχή ἀνιδιοτελής, δέν ζητᾶμε τίποτε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά Τόν ὑμνοῦμε καί Τόν δοξάζουμε γιά τό ἄπειρο μεγαλείο Του, γιά τήν ἄπειρη δύναμή Του καί δόξα καί σοφία καί ἀγάπη Του.

«Θεέ μου, ἀχρεῖοι δοῦλοι Σου ἐσμέν οἱ ταπεινοί καί ἀνάξιοι νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά Σέ δοξάζομε. Ἡ μεγάλη Σου ἀγαθότης μᾶς ἀξιώνει, ὅμως, σέ αὐτήν τήν χαρά. Σύ πού Σέ ὑμνοῦσιν Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ἀρχαί, Κυριότητες, τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ καί πᾶσαι αἱ Οὐράνιαι Δυνάμεις Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων.

«Ἴδετε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἐπαναλαμβάνοντας ἀπό τήν Α΄ καθολική τοῦ Ἰωάννου, «Ἴδετε ποταπήν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ό πατήρ, ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν»[4]. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη πού φανέρωσε ὁ Πατέρας ὁ Οὐράνιος σέ μᾶς, νά ὀνομαστοῦμε τέκνα Θεοῦ, «διά τοῦτο ό κόσμος οὐ γινώσκει ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν»[5]. Γι' αὐτό, λέει, δέν μᾶς καταλαβαίνει ὁ κόσμος, διότι δέν ἐγνώρισε ποτέ τόν Θεό Πατέρα. «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν καί οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα∙ οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[6]»[7]. Ἀγαπητοί, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, τώρα εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμα δέν ἔχει φανερωθεῖ τί θά γίνουμε. Γνωρίζουμε ὅτι ὅταν θά φανερωθεῖ, τότε θά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἀφοῦ θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι.

«Διαβάστε μου τώρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τί λέει ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος γιά τήν θεία χάρη. «...βλέπω καλά ὅτι τό καθετί εἶναι δικό σου δῶρο», γράφει ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος στό δέκατο πέμπτο κεφάλαιο, «ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ τίποτε μόνος του δίχως τήν χάρη τοῦ Θεοῦ∙ βλέπω καλά ὅτι τό καθετί εἶναι δικό Σου δῶρο καί πώς χωρίς Ἐσέ νά πράξομε τίποτα δέν μποροῦμε. Γιατί, ἐάν Σύ, Κύριε, δέν φυλάξεις τήν κάθε πόλη, μάταια οἱ φύλακές της ἀγρυπνοῦν... Γιατί, ἔστω κι ἄν εἶχα ποτέ κάποιο ἀγαθό, ἀπό Σένα τό εἶχα. Κι ὅ,τι κι ἄν ἔχω, δικό Σου εἶναι ἤ τό ἔχω γιατί τό ἔλαβα ἀπό Σένα».

«Εἴδατε», σχολιάζει ὁ Ἅγιος, «πῶς τά αἰσθάνεται ὅσα γράφει; Μή νομίσετε ὅτι αὐτά εἶναι φιλολογίες ἤ κενά, χωρίς περιεχόμενο λόγια. Βγαίνουν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. Εἴδατε πόση μετάνοια ἔχει καί πόσο ταπεινώνεται; Τόν χαρίτωσε ὁ Κύριος μέ τήν μετάνοια. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». «Ὅσα λέγει ὁ Αὐγουστῖνος δέν εἶναι δικά του. Εἶναι τῆς θείας χάριτος. Εἶναι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Γι' αὐτό ό Αὐγουστίνος ἔχει τόσο μεγάλο πλοῦτο. Ἔχει χωνέψει τήν Ἁγία Γραφή. Ὅ,τι λέγει, τό λέγει ἀπό κεῖ»[8].

«Τό Εὐαγγέλιο», ἔλεγε κι ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Ἐπίσκοπος Λουγδούνου, «εἶναι ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας». «Καί δέν μποροῦμε νά πετύχουμε τήν ἀρετή μέ ἄλλο τρόπο», πρόσθετε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «οὔτε νά ἀποφύγουμε τό κακό παρά μέ τή μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν. Ὁ μεγαλύτερος θησαυρός τοῦ κόσμου εἶναι τό Εὐαγγέλιο κι ὅποιος τό μελετάει κάθε μέρα, βρῆκε τήν πραγματική εὐτυχία. Γιά τήν ἔρευνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρειάζεται ἔντιμη ζωή, καθαρή ψυχή καί κατά Χριστόν ἀρετή, ὥστε ὁ νοῦς νά βαδίζει τόν δρόμο της καί νά μάθει ὅσο εἶναι προσιτό περί τοῦ θείου λόγου. Νύχτα καί μέρα, ἄς μήν φεύγει ἀπό τό στόμα σου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ».

«Ἄς εἶναι ἔργο σου», λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος πάλι, «ἡ συνεχής μελέτη τῶν θείων γραφῶν μέ σχολαστικότητα καί νά καταγίνεται ἡ ψυχή σου στήν κατανόηση κάθε λέξεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς»[9]. Δέν πρέπει νά μελετᾶ κανείς τεμπέλικα τόν νόμο τοῦ Κύριου. Δέν ἐπιτρέπεται ἄλλοτε νά τόν μελετάει καί ἄλλοτε ὄχι, ἀλλά πάντοτε νά εἶναι ἀφοσιωμένος στά θεῖα λόγια.

«Ὅσοι παραμελοῦν τήν μελέτη τῶν Γραφῶν», λέει καί Ἱερός Χρυσόστομος, «εἶναι φτωχοί καί πεινασμένοι. Ἄς τήν τρέφουμε τήν ψυχή μας μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ νά γράφεται στήν ψυχή μέσα καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου νά μεταβάλλεται σέ πλάκες τοῦ νόμου, δέν πλησιάζει, γιατί ὅπου ὑπάρχουν γράμματα βασιλικά πού εἶναι τυπωμένα σέ θεοφιλῆ διάνοια ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀκτινοβολοῦν πολύ χάρη, οὔτε νά μᾶς ἀτενίζει κατά πρόσωπο θά μπορέσει ἐκεῖνος, ἀλλά ἀπό μακριά θά μᾶς δείξει τά νότα του». Δέν τολμάει ὁ διάβολος νά πλησιάσει τόν ἄνθρωπο πού μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν γράφει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του. Δέν ὑπάρχει τίποτε τόσο φοβερό γιά ἐκεῖνον καί τούς λογισμούς πού ὑποβάλλει ἐκεῖνος, ὅσο ὁ νοῦς πού μελετᾶ τά θεῖα καί ἡ ψυχή πού βρίσκεται διαπαντός μέσα στήν πηγή. Τρέμει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο πού μελετᾶ τό Εὐαγγέλιο, τήν Ἁγία Γραφή. Οἱ Γραφές δέν μᾶς δόθηκαν», λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «γιά νά τίς ἔχουμε μόνο στά βιβλία, ἀλλά καί νά τίς χαράξουμε στίς καρδιές μας.

Ἡ γλυκύτητα τῶν πνευματικῶν νοημάτων εἶναι ἀκόρεστη, γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἡ γῆ πού δέν βρέχεται δέν μπορεῖ νά βγάλει στάχια, ἀκόμα κι ἄν φυτέψει κανείς ἴδιους σπόρους, ἔτσι καί ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά ἐπιδείξει κάποιο καρπό ἄν δέν φωτιστεῖ προηγουμένως ἀπό τίς γραφές. Νά μήν περιφρονεῖτε οὔτε τήν μικρή λέξη οὔτε μιά συλλαβή ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Δέν εἶναι ἁπλῶς λόγια, εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διά τοῦτο εἶναι δυνατό νά βροῦμε ἀκόμα καί σέ μιά συλλαβή, μέγα θησαυρό. Τίποτε δέν γράφτηκε ἁπλῶς καί χωρίς λόγο, ἀλλά γράφτηκαν γιά τό συμφέρον μας καί πρός ὄφελός μας, ἔστω κι ἄν ἐμεῖς ἀγνοοῦμε μερικά. Γι' αὐτό χρειάζεται λεπτομερής ἔρευνα καί συνεχής προσοχή γιά νά μπορέσουμε ἔστω καί λίγο νά διεισδύσουμε στά ἱερά ἐκεῖνα μυστήρια, ἀλλά ἀκόμα καί ἄν δέν καταλαβαίνεις τά γραφόμενα, μεγάλος ἁγιασμός προέρχεται καί μόνο ἀπό τήν ἀνάγνωση. Πνευματικό λιβάδι καί παράδεισος χαρᾶς εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀθυμία, τήν κατάθλιψη, σοῦ φυτεύει τήν εὐχαρίστηση, ἀφανίζει τήν κακία, ριζώνει τήν ἀρετή, δέν σέ ἀφήνει νά ὑποφέρεις μέσα τήν ταραχή, ὅπως συμβαίνει σέ ἐκείνους πού βρίσκονται μέσα στήν τρικυμία. Τίποτε δέν μπορεῖ ἄλλο νά παρηγορήσει ἕναν θλιμμένο, ὅσο ἡ ἀνάγνωση τῶν γραφῶν. Μεγάλο ἀγαθό ἡ ἀνάγνωση τῶν γραφῶν. Ἀπομακρύνει ἀπό τήν λύπη, διατηρεῖ τήν εὐθυμία, διώχνει τήν πονηρία, κάνει τήν ψυχή εὐσεβῆ, μεταφέρει τόν νοῦ μας στόν οὐρανό, κάνει τόν ἄνθρωπο εὐγνώμονα, μᾶς κάνει νά μήν φοβόμαστε ἀπό κανένα, κάνει τήν σκέψη μας νά εἶναι διαρκῶς στραμμένη πρός τά ἐκεῖ, νά κάνουμε τά πάντα ἀποβλέποντας πρός τήν ἀμοιβή τοῦ Κυρίου καί νά ὑπομένουμε τούς κόπους μέ πολλή προθυμία χάρη τῆς ἀρετῆς»[10].

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐντρυφοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ὠφέλεια αὐτή πού ἔπαιρναν προσπαθοῦν νά τήν διδάξουν καί σέ μᾶς, νά μᾶς τήν παρουσιάσουν, ὥστε καί ἐμεῖς νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους καί νά μελετοῦμε.

Συνεχίσει ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί λέει γιά τόν Ἱερό Αὐγουστῖνο, ὁ ὁποῖος ὅπως εἶπε εἶχε καταφάγει τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό ἐκεῖ δανείζεται καί γράφει «Περί θείας ἐξυμνήσεως; «Δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού Σέ ὑμνοῦμε», λέει ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, «ἀλλά Σύ Ἐσέ, διά Σοῦ καί διά Σέ. Γιά μᾶς ὕμνος εἶσαι Σύ, γιατί τότε βρίσκομε τόν ὕμνο τόν ἀληθινό, ὅταν τόν ἔχομε πηγαῖον ἀπό Σένα...», Γιατί Ἐσύ, ὁ αἶνος ὁ ἀληθινός, ἐμπνέεις τήν αἴνεση τήν ἀληθινή. Κι ὅσες φορές ἐπιζητοῦμε αἶνον, ἀπό ἄλλον ὁποιονδήποτε ἐκτός ἀπό Ἐσένα, τόσες φορές ἀποτυχαίνομε στόν αἶνο Σου. Γιατί εἶναι παροδικός ἐκεῖνος, ἐνῶ αὐτός πού εἶναι ἀπό Ἐσένα ἔχει αἰώνια διάρκεια...»[11]. Εἶναι ἀπό τό κεφάλαιο δέκα «ἡ ἀκατανόητη θεία ἐξύμνησις».

«Τί ὡραῖα τά λέει ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος!», λέει σχολιάζοντας ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «Ἐσύ, ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖς. Ό Θεός σοῦ τά λέγει, ἐκεῖνος σοῦ βάζει στήν καρδιά σου τούς ὕμνους καί τίς δοξολογίες κι ἔπειτα τίς ἀπευθύνεις σ' Ἐκεῖνον. Σύμφωνα μέ τό γραφικό: «Τό γάρ τί προσευξόμεθα, καθό δεῖ, οὐκ οἴδαμεν»[12]. Τί θά προσευχηθοῦμε, ἀκριβῶς πῶς πρέπει, δέν γνωρίζουμε. «Ἄλλ' αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»[13]»[14]. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὅμως, προσεύχεται μέ ἔνταση, μέ δύναμη γιά χάρη μας μέ ἀλάλητους στεναγμούς.

Ἄς μελετοῦμε τίς Ἅγιες Γραφές καί ἔτσι θά ξεφεύγουμε ἀπό τήν λύπη καί τήν ἀθυμία καί τήν ἀκηδία καί θά γεμίζουμε μέ Πνεῦμα Ἅγιο.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1]Πρβλ. Ἰωάν. 5, 39.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[4] Α΄ Ἰωάν. 3, 1.

[5] Ὅ.π.

[6] Α΄ Ἰωάν. 3, 2.

[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[8] Ὅ.π


[10] Ὅ.π.

[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[12] Ρωμ. 8, 26.

[13] Ὅ.π.

[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου