Σελίδες

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

«Οἱ δοκιμασίες φανερώνουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ» Ἅγιος Σιλουανός, π. Σωφρονίου, 40ο μέρος.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης






Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τῶν ἑορταζόντων σήμερα Ἁγίων Ἀναργύρων θά συνεχίσουμε τόν Ἅγιο Σιλουανό σχολιάζοντας κατά δύναμην αὐτά πού γράφει ὁ π. Σωφρόνιος γιά αὐτόν τόν μεγάλο σύγχρονο Ἅγιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Ἅγιο Σιλουανό. Καί εἴχαμε μείνει τήν προηγούμενη φορά στό κεφάλαιο πού λέγεται «Πνευματικές δοκιμασίες»[1] καί λέγαμε πώς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ Θεός, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στό ξεκίνημά του πάρα πολύ. Ὅταν μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ἐξομολογεῖται καί ἀλλάζει τρόπο ζωῆς, αὐτό σημαίνει μετανοῶ, καί προσπαθεῖ νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός τοῦ δίνει πάρα πολλή βοήθεια, πάρα πολλή Χάρη, τήν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος καί ζεῖ ἕναν παράδεισο∙ τόν ὁποῖο βέβαια δέν ἀξίζει θά λέγαμε ἐκείνη τήν στιγμή, διότι δέν ἔκανε κάτι γιά τόν Θεό, οὔτε κουράστηκε οὔτε νήστεψε οὔτε ἐνδεχομένως ἔκανε μετάνοιες οὔτε ἔχει ἐργαστεῖ τίς ἐντολές μέχρι τότε, ἀφοῦ ἦταν ἀμετανόητος ὥς τότε. Ὡστόσο ὅμως ὁ Θεός, γιά νά τοῦ δώσει νά καταλάβει τί σημαίνει Θεός, τί σημαίνει παράδεισος, τί σημαίνει Ἐκκλησία, τί σημαίνει νά ζοῦμε μέσα στόν Θεό, τοῦ δίνει μία πολύ ἐνισχυμένη θά λέγαμε δόση Χάρης, χαρᾶς, εἰρήνης, μακαριότητας, παραδείσου!

Στή συνέχεια, ὅμως, γιά νά δοκιμαστεῖ καί ἡ θέληση καί ἡ βούληση καί ἡ σταθερότητα τοῦ ἀνθρώπου, παραχωρεῖ μία συστολή τῆς Χάρης. Μικραίνει δηλαδή ἡ ἔνταση καί ἡ δόση θά λέγαμε τῆς Χάρης πού δίνει ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται σάν νά ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τόν Θεό. Μερικοί χρησιμοποιοῦν καί τήν λέξη «Θεοεγκατάλειψη» γιά νά ἐκφράσουν αὐτή τήν κατάσταση, ἀλλά στήν πραγματικότητα ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἄνθρωπο. «Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω»[2], λέει ἡ Ἁγία Γραφή, λέει ὁ Θεός στήν Ἁγία Γραφή. Δέν θά σέ ἀφήσω, δέν θά σέ ἐγκαταλείψω ποτέ. Ἀλλά τί συμβαίνει; Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδείξει ὅτι ὄντως πιστεύει στόν Θεό, Τόν ἐμπιστεύεται δηλαδή καί μένει κοντά Του, ὄχι μόνο ὅταν ἀπολαμβάνει αὐτόν τόν παράδεισο πού εἴπαμε στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού τοῦ ἔδειξε ὁ Θεός, ἀλλά καί ὅταν δέν τόν ἀπολαμβάνει ἀλλά ὅμως δέν παύει καί πάλι νά πιστεύει. Καί ἰσχύει αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος στόν Θωμᾶ: «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες»[3]. Δηλαδή θέλουμε πολλές φορές συνέχεια νά ἔχουμε αὐτή τήν ἐμπειρία καί αὐτή τή Χάρη καί, εἰ δυνατόν, νά βλέπουμε ζωντανό τόν Θεό κάθε στιγμή μπροστά μας. Ἀλλά ὁ Κύριος εἶπε, μακάριοι εἶναι αὐτοί πού δέν βλέπουν καί πιστεύουν στόν Θεό! Ἔτσι λοιπόν περνάει ἕνα ἀρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεῖ καί χρόνια, σ’ αὐτή τήν κατάσταση πού λέγεται ἄρση τῆς Χάρης, καί ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζεται. Καί πολλοί, γιά νά μήν ποῦμε οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, εἴμαστε σ’ αὐτό τό στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί κρινόμαστε ἀπό τό ἄν θά παραμείνουμε σταθερά, ὅπως στό πρῶτο ξεκίνημα, στήν πρώτη ἀγάπη. Ὅπως λέει στήν Ἀποκάλυψη σέ μία ἐπιστολή πού ἔχει σέ ἕναν ἐπίσκοπο ἐκεῖ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Χριστός, τοῦ λέει, «ἔχω κάτι κατά σοῦ», ἔχω κάτι ἐναντίον σου, «ὅτι τήν πρώτην ἀγάπην ἀφῆκας»[4]. Ἄφησες τήν πρώτη ἀγάπη πού εἶχες σέ Μένα! Δέν πρέπει νά ἀφήνουμε δηλαδή καί τόν καιρό τῆς συστολῆς τῆς Χάρης, τῆς μείωσης τῆς Χάρης, τήν ἀγάπη μας στόν Θεό. Εἶναι ὅπως καί ἡ μητέρα πού κάνει μερικές φορές ἕνα παιχνίδι καί κρύβεται ἀπό τό μικρό παιδάκι καί τό παιδάκι ἀρχίζει καί φωνάζει καί την ἀναζητάει ἐφόσον ἔχει ἀγάπη γι’ αὐτήν. Ἔτσι καί ὁ Θεός κρύβεται λίγο, ἀλλά μᾶς παρακολουθεῖ. Καί μετά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμείνει σταθερός στήν πίστη, στήν προσευχή, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τότε ξαναέρχεται ἡ πρώτη Χάρις καί ἀκόμα περισσότερη.

«Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στό παχύ περίβλημα τῆς σάρκας», καί ἐπειδή ζεῖ μέσα στήν σάρκα, δέν εἴμαστε μόνο πνεῦμα, ἔχουμε καί σάρκα, «δέν μπορεῖ νά μείνει ἀσάλευτος»[5], λέει ὁ π. Σωφρόνιος. Δηλαδή, εἶπε καί ὁ Κύριος: «τό μέν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δέ σάρξ ἀσθενής»[6]. Πολλές φορές δηλαδή ἡ σάρκα γίνεται αἰτία νά σαλευόμαστε, νά φεύγουμε ἀπό τόν Θεό, νά χάνουμε τήν καλή πνευματική μας κατάσταση.

«Σέ ὁρισμένες στιγμές καθαρῆς προσευχῆς» καί ὅταν λέει καθαρή ἐννοεῖ τήν προσευχή πού δέν ἔχει λογισμούς-σκέψεις, «τότε ἡ ψυχή -λέει- ψαύει τήν πραγματική αἰώνια ὕπαρξη», τότε ἡ ψυχή ψηλαφᾶ τόν Θεό καί αὐτό εἶναι ὁ «ἔσχατος σκοπός της». Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιτυχία στήν πνευματική ζωή, ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Κι αὐτό γίνεται στήν ὥρα τῆς προσευχῆς. «Ὅταν ὅμως τελειώσει ἡ προσευχή αὐτή, ἡ ψυχή ξανάρχεται στήν κατάσταση ἤ τῆς μέσης ἀντίληψης τοῦ Θεοῦ», σέ μιά μεσαία κατάσταση, ἀντιλαμβάνεται τόν Θεό ἀλλά ὄχι τόσο τέλεια ὅσο στήν ὥρα τῆς καλῆς προσευχῆς πού κάνουμε, τῆς καθαρῆς προσευχῆς, ἤ ἀκόμα καί πιό κάτω γυρνάει ὁ ἄνθρωπος, «στήν σαρκική ἀντίληψη τοῦ κόσμου καί μέ αὐτή ἐπιστρέφει καί ἕνα σκοτάδι σαρκικό καί μειώνει τήν ἔνταση τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας»[7]. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή καταλαβαίνει ὅτι ἔχει χάσει τόν Θεό, ἐνῶ στήν ὥρα τῆς προσευχῆς εἶχε αὐτή τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι εἶναι μαζί μέ τόν Θεό. Ὅταν ἀφήσει τήν προσευχή, πέφτει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς σαρκικότητας.

«Σέ πολλούς ἀνθρώπους ἡ σαρκική αἴσθηση τοῦ κόσμου εἶναι τόσο συνεχής, πού δέν ξέρουν σχεδόν καμιά ἄλλη καί ἔτσι γίνονται «σάρξ», ἡ ὁποία δέν δέχεται τόν νόμο τοῦ Θεοῦ»[8]. Θυμηθεῖτε αὐτό πού λέει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ὁ Θεός ἔκανε τόν κατακλυσμό «διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας»[9]. Γιατί εἴχανε γίνει οἱ ἄνθρωποι σάρκες. Δηλαδή εἴχανε σαρκοποιηθεῖ πλήρως καί οἱ ψυχές τους. Καί οἱ ψυχές τους ἦταν σαρκικές. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ ν’ ἀφήνει τήν προσευχή. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «ἀδιαλείπτως νά προσεύχεται»[10]. Γιατί τό σαρκικό φρόνημα σαρκοποιεῖ καί τήν ψυχή δηλαδή σιγά-σιγά, ὄχι μόνο τό σῶμα, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται καί δέν ἀνάγει τόν νοῦ του στόν Θεό.

«Ὁ ἀσκητής ζεῖ τήν ἀποστροφή ἀπό τήν καθαρή προσευχή στήν παχύτητα τῆς σαρκικῆς ἀντίληψης τοῦ κόσμου σάν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό»[11], τόν Κύριο. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπό τοῦ Κυρίου»[12]. Παραμένοντας μέσα στό σῶμα, μένουμε ἔξω, ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Κύριο. «Θαρροῦμεν δέ καί εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καί ἐνδημῆσαι πρός τόν Κύριον»[13]». Καί πιστεύουμε καί ἐλπίζουμε καί θέλουμε νά βγοῦμε ἀπό τό σῶμα, νά φύγουμε ἀπό τό σῶμα καί νά πᾶμε νά κατοικήσουμε μέσα στόν Κύριο. Αὐτός εἶναι ὁ πόθος τοῦ χριστιανοῦ τοῦ πραγματικοῦ. Δέν φοβᾶται τόν θάνατο οὔτε νά ἀφήσει ἡ ψυχή τό σῶμα, ἀλλά νά λαχταράει νά ἐκδημήσει τοῦ σώματος γιά νά ἐνδημήσει πρός Κύριον.

«Μόνο μέ τόν ἀδιάκοπο ἀγῶνα συγκρατεῖται ὁ ἀσκητής ἀπό τήν πτώση πρός τήν ὁποία τόν παρασύρει συνεχῶς ἡ σάρκα του». Ὁ Ἅγιος, ὁ ἀσκητής, αὐτός πού ἀγωνίζεται πραγματικά, τό νά ἀφήσει τήν προσευχή καί νά ἀσχοληθεῖ μέ κάτι γήινο, τό θεωρεῖ πτώση. Γιατί εἶναι ἕνα κατέβασμα ἀπό τό ἀνώτατο σκαλοπάτι, τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, σέ κάτι πιό χαμηλό. «Καί ὅσο συχνότερες καί μεγαλύτερης διάρκειας εἶναι οἱ πνευματικές ἐμπειρίες, τόσο βαρύτερο εἶναι τό βίωμα τῆς καταβάσεως στή σαρκική αἴσθηση τοῦ κόσμου.

Ὅταν ὁ ἀσκητής δονεῖται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί προσεύχεται μέ βαθύ θρῆνο, τότε φθάνει σέ κατάσταση ἀξεπέραστη γιά τόν ἴδιο τήν στιγμή τῆς ἐμπειρίας καί ἀπολαμβάνει τήν ἀνάπαυση τοῦ πνεύματος ἀπό τήν προσέγγισή του στόν Θεό. Ὅταν, ὅμως τελειώσει ἡ προσευχή αὐτή, τότε ἡ ἀνάπαυση διατηρεῖται στήν ψυχή γιά λίγο χρόνο, κάποτε περισσότερο, κάποτε λιγότερο, καί ξαναρχίζουν οἱ ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν»[14]. Γι’ αὐτό λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, νά ἐκπληρώνουμε τήν καρδιά μας, δηλαδή νά φλογίζουμε τήν καρδιά μας μέ τήν συνεχή προσευχή καί ὄχι μέ τήν διακοπτόμενη. Γιατί ἡ διακοπτόμενη προσευχή στό τέλος δέν ἔχει ἀποτέλεσμα. Εἶναι σάν ἕναν ὁ ὁποῖος θέλει νά καθαρίσει τόν χρυσό καί τό βάζει καί τό βγάζει ἀπό τό καμίνι∙ δέν τό ἀφήνει συνέχεια νά καοῦν τά ὀξείδια, ὁπότε παγώνει ὁ χρυσός καί δέν καθαρίζεται. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά καθαριστεῖ, συνεχῶς πρέπει νά ἐπιμένει στήν προσευχή καί στόν πνευματικό ἀγῶνα.

Ὅταν τελειώνει ἡ προσευχή, ἀρχίζουνε πάλι οἱ ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν. «Ἡ ἐναλλαγή αὐτῶν τῶν καταστάσεων ὁδηγεῖ σέ διάφορα ἀποτελέσματα. Ἄλλοι φθάνουν σέ κάποιο σημεῖο τῆς πνευματικῆς τους πορείας τήν δύναμη ἐκείνη τῆς προσευχῆς πού ἐμπνέει στήν ψυχή τους φόβο καί τρόμο. Ὕστερα ὅμως ἐλαττώνεται σιγά-σιγά ἡ ἐνταση τῆς προσευχῆς τους. Ἀντίθετα, οἱ καρτερικοί ἀθλητές προκόβουν ἀκατάπαυστα ζητώντας ὁλοένα καί μεγαλύτερη πληρότητα στήν προσευχή, ὡσότου ριζώσει στήν ψυχή τους ἡ ἐπιθυμία, ἀκόμα καί ἡ ἀνάγκη, νά γίνουν ἄσπλαγχνοι στόν ἑαυτό τους, ὡσότου δηλαδή φθάσουν στό «μισῆσαι καί ἀπολέσαι» τήν ψυχή τους τήν ἴδια»[15]. Δέν σκέφτονται πλέον τόν ἑαυτό τους προκειμένου νά συνεχίσουν νά προσεύχονται καί νά παραμένουν στόν Θεό καί ξεχνᾶνε ἀκόμα καί τίς σωματικές τους ἀνάγκες.

«Ἀλλά καί αὐτό δέν εἶναι, ὅπως βλέπουμε στά γραπτά τοῦ Γέροντα, ἡ ἔσχατη ἀγάπη πού δίνει ὁ Κύριος νά γνωρίσουν οἱ δοῦλοι Του, πού ἡ γλυκύτητά της κάνει τόν ἄνθρωπο νά ὑποφέρει εὔκολα κάθε πάθος, ἀκόμα καί τόν θάνατο». Δέν εἶναι ἡ ὕψιστη ἀγάπη αὐτή, ὑπάρχει κι ἄλλο σκαλοπάτι πιό μεγάλο, πιό ὑψηλό. «Ὁ μακαριστός Γέροντας ἤξερε πώς ἡ ἀγάπη πού τόν δίδαξε τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἠ Ἀλήθεια, πού βρίσκεται ὀντολογικά πάνω ἀπό κάθε ἀμφιβολία. Αὐτόν τόν βαθμό τῆς γνώσεως τόν δοκίμασε, ὅταν τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος. Ἔλεγε πώς, ὅταν ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στήν ψυχή, εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἀναγνωρίσει αὐτή τόν Δημιουργό της καί Θεό»[16]. Ὁ Θεός εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἶναι ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, εἶναι πρόσωπο δηλαδή. Καί ὁ Θεός εἶναι καί ἡ ἀγάπη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεῖ τόν Θεό, εἶναι ἀδύνατον, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός, νά μήν Τόν ἀναγνωρίσει ἡ ψυχή.

«Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ ἔδωσε τήν θεωρία τῆς τέλειας ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ καί γι' αὐτό ἐπεδίωκε νά ἀποκτήσει αὐτή τήν ἁγιότητα μέ ὅλη του τήν καρδιά, μέ ὅλο του τό εἶναι»[17]. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ ἕναν νοῦ ἀκάθαρτο. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζει τήν καρδιά του, ἁγιάζεται, τόσο γίνεται δεκτικός στόν Θεό, τόσο αἰσθάνεται καί ζεῖ τόν Θεό.

«Ὅποιος βρίσκεται σ’ αὐτόν τόν δρόμο δέν μπορεῖ νά παραδοθεῖ στόν ἀφηρημένο λογικό στοχασμό, ἔστω καί γιά τά μυστήρια τῆς πίστεως». Ἕνας δηλαδή πού ζεῖ τόν Θεό, δέν σκέφτεται μέ τήν λογική, ἀλλά ζεῖ μέ τήν καρδιά του αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ψυχή του ἀποφεύγει κάθε διανοητική προσπάθεια, γιατί ἐνέχει τήν ἰδιοτυπία νά ἀποσυνθέτει τήν ἀκεραιότητα καί τήν ἑνότητα τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματος πού ἔχει ἀνυψωθεῖ μέ τήν προσευχή πρός τόν Θεό». Δηλαδή, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι στήν προσευχή, ἄν ἀρχίσει νά σκέφτεται μέ τή λογική, νά κάνει στοχασμό, τότε καταστρέφεται αὐτή ἡ ἐμπειρία. Ἄν θελήσει νά τό ἀναλύσει λογικά ἄς ποῦμε αὐτό πού ζεῖ. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἀναλυθεῖ λογικά καί νά προσεγγιστεῖ μέ τήν λογική οὔτε μέ τήν σκέψη οὔτε μέ τόν στοχασμό, ἀλλά μέ τό βίωμα τῆς καθαρῆς καρδιᾶς.

«Ἀπό τήν συνεχή παραμονή της στήν προσευχή ἡ μνήμη ἐξασθενεῖ γιά καθετί ἐξωτερικό καί, ἄν δέν τήν βοηθοῦσε ἡ συνήθεια νά ἀσχολεῖται καί τά προηγούμενα ἔτη μέ τίς βιοτικές μέριμνες καί ἀσχολίες, δέν θά μποροῦσε νά φροντίσει κανονικά γι’ αὐτές τίς ἀνάγκες, γιατί ἔχει ἐλευθερώσει τόν ἀσκητή ἀπό τήν σκέψη τῶν ἀναγκῶν τῆς καθημερινῆς ζωῆς»[18]. Ἡ Χάρις δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ὅταν βιώνεται στόν βαθμό αὐτό, κάνει τόν ἄνθρωπο νά ξεχνάει τά καθημερινά του ἔργα καί τά συνήθη, τά βιοτικά, καί τίς ἀναγκαῖες ἀκόμα ἐνέργειες πού πρέπει νά κάνει. Κι ἄν δέν ὑπῆρχε, λέει, ἡ συνήθεια ἀπό τά προηγούμενα χρόνια, δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα, νά λειτουργήσει δηλαδή στήν καθημερινότητα.

Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι, ἄς ποῦμε, λ.χ. οἱ διά Χριστόν σαλοί, γιά τόν κόσμο εἶναι πολύ παράξεινοι. Ἐνῶ αὐτοί ζοῦνε τόν Θεό, ἔχουνε αὐτή τήν πεῖρα τοῦ Θεοῦ καί μπορεῖ νά μή φροντίζουν σχεδόν καθόλου γιά τόν ἑαυτό τους. Εἴχαμε καί στό Ἅγιον Ὄρος τέτοιους ἀνθρώπους, διά Χριστόν σαλούς, πού ἄς ποῦμε στό κελί τους εἶχαν μία τρομερή ἀκαταστασία καί μία τελεία ἀπροσπάθεια καί ἀφροντισιά θά λέγαμε γιά τόν ἑαυτό τους. Ἀλλά αὐτό δέν ἤτανε διότι ἤτανε τεμπέληδες καί δέν θέλανε νά καθαρίσουν ἄς ποῦμε τό κελί τους, ἀλλά ἤτανε τελείως ἀφημένοι στόν Θεό καί στήν προσευχή καί κάθε ἄλλη ἐνέργεια τούς φαινόταν περιττή. Ἡ ψυχή τους εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπ΄ αὐτές τίς καθημερινές ἀνάγκες.

«Ἡ ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο», λέγει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «καί τήν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σάν νά ἔγινε παράφρονη», σάν νά τρελάθηκε. «Κάθεται, σιωπᾶ, δέν θέλει νά μιλᾶ· καί κοιτάζει σάν παράφρονη τόν κόσμο καί δέν τόν ἐπιθυμεῖ καί δέν τόν βλέπει». Ἔτσι ἤτανε οἱ διά Χριστόν σαλοί. Καί αὐτή ἡ ἀλλαγή γίνεται, θά λέγαμε, κάπως ξαφνικά γιά τόν κόσμο καί δέν μπορεῖ νά καταλάβει ὁ κόσμος τί ἔγινε στήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. «Καί οἱ ἄνθρωποι δέν ξέρουν πώς αὐτή -ἡ ψυχή- βλέπει τόν ἀγαπημένο Κύριο καί ὁ κόσμος ἔμεινε, θαρρεῖς, πίσω καί ἔπεσε στήν λησμονιά καί ἡ ψυχή δέν θέλει νά τόν προσέχει, γιατί αὐτός δέν ἔχει ἄφθαρτη γλυκύτητα»[19]. Προσέξτε αὐτό τό τελευταῖο, ὁ κόσμος δέν ἔχει ἄφθαρτη γλυκύτητα. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά ἀπό τήν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γλυκύτητα πού δίνει ὁ Θεός εἶναι ἄφθαρτη, δηλαδή δέν φθείρεται, δέν μειώνεται, δέν ἀηδιάζεται, δέν μπουχτίζει ὁ ἄνθρωπος τήν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ κόσμος, ὅση γλύκα καί νά ἔχει, αὐτή ἡ γλύκα εἶναι φθαρτή. Κάποια στιγμή τήν ἀηδιάζεις, τήν μπουχτίζεις, τήν χορταίνεις. Καί λές, ἄλλο, ἄλλο.. φτάνει αὐτό, δέν τό θέλω.. Τό καλύτερο φαγητό νά τρῶς, κάποια στιγμή λές, τέρμα, δέν μπορῶ ἄλλο! Ἄλλο πράγμα θέλω τώρα. Τό τρῶς καί τό ἄλλο, μετά τό μπουχτίζεις, λές ἄλλο.. ἄλλο.. Ἐνῶ μέ τόν Θεό δέν γίνεται αὐτό, ὁ Θεός ἔχει ἄφθαρτη γλυκύτητα καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τῆς χαρᾶς καί τῆς ὅποιας ἐμπειρίας δίνει ὁ Θεός σέ σχέση μέ τήν «χαρά» τοῦ κόσμου.

«Κράτα τόν vοῦ σου στόν Ἅδη καί μήv ἀπελπίζεσαι». Αὐτή ἡ φράση ἐλέχθη ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό στόν Ἅγιο Σιλουανό, ὅταν ἐκεῖνος εἶχε προσπαθήσει νά προσευχηθεῖ ἀλλά, ἐπειδή εἶχε κάποια ὑπερηφάνεια, τήν ὥρα πού πῆγε νά κάνει μετάνοια στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνας δαίμονας. Καί τρόμαξε καί συγκλονίστηκε! Καί λέει, ἐγώ τώρα θά προσκυνήσω τόν δαίμονα; Θέε μου, λέει, ἐλέησέ με. Καί ἄκουσε μιά φωνή πού τοῦ λέει, «αὐτά παθαίνουν οἱ ὑπερήφανοι». Ἤτανε κατά παραχώρηση Θεοῦ ὅλο αὐτό, γιατί ὑπῆρχε μέσα στήν ψυχή του λίγη ὑπερηφάνεια. Καί ἀμέσως τότε ξαναπάντησε καί ρώτησε δηλαδή ὁ Ἅγιος Σιλουανός τόν Κύριο, Κύριε, τί νά κάνω, γιά νά γίνω ταπεινός, γιά νά φύγει ἡ ὑπερηφάνεια; Καί τοῦ εἶπε αὐτή τήν φράση: «Κράτα τόν vοῦ σου στόν Ἅδη καί μήv ἀπελπίζεσαι»[20]. Δηλαδή εἶναι πολύ σοβαρή αὐτή ἡ φράση καί πρέπει νά τήν καταλάβουμε, γιατί εἶναι φράση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τοῦ εἶπε δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, ὅτι πρέπει νά ἔχεις φρόνημα ὅτι εἶσαι στήν κόλαση. Ὅταν τοῦ λέει «κράτα τόν νοῦ σου», σημαίνει ὅτι ἐσύ ὁ ἴδιος εἶσαι ἄξιος γιά τήν κόλαση, πρέπει ἔτσι νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου, χωρίς ὅμως νά ἀπελπίζεσαι. Ὅπως λέγαμε καί στό κήρυγμα, ὁ Θεός εἶναι καί στήν κόλαση! Παντοῦ εἶναι ὁ Θεός, πανταχοῦ παρών. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ταπεινός θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο μόνο γιά τήν κόλαση! Γιά τίποτε ἄλλο, οὔτε γιά παράδεισο οὔτε γιά ὁποιοδήποτε βραβεῖο οὔτε γιά ὁποιοδήποτε γλυκύτητα καί χαρά καί Χάρη. Αὐτό εἶναι τό σωστό φρόνημα. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά στενοχωριόμαστε, ὅταν ἄς ποῦμε ἐνδεχομένως, ἐνῶ προσπαθοῦμε, δέν αἰσθανόμαστε κάποια γλυκύτητα πού εἴχαμε αἰσθανθεῖ παλιότερα. Γιατί ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ ταπείνωση, τό ταπεινό φρόνημα. Θά ποῦμε, «δέν εἴμαστε ἄξιοι καί ὁ Θεός γι’ αὐτό δέν μᾶς δίνει κάτι νά αἰσθανθοῦμε». Ἀλλά ἐμεῖς δέν θά φύγουμε ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν θέλουμε αὐτό τό κάτι, θέλουμε τόν Ἴδιο τόν Θεό!

«Ὁ ἀσκητής βλέπει μέ τήν πνευματική θεωρία πράγματα πού γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους παραμένουνε μυστήριο. Τοῦ εἶναι, ὅμως, ἀδύνατον νά διηγηθεῖ αὐτό τό μυστήριο, πού σάν μεταφραστεῖ στήν ἀνθρώπινη γλώσσα, παρουσιάζεται τελείως διαφορετικό στόν ἀκροατή»[21]. Δηλαδή αὐτά πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ μετά νά τά ἐκφράσει. Γιατί; Γιατί ἡ γλώσσα εἶναι κτιστή. Εἶναι δημιούργημα δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Μέσω τοῦ Θεοῦ βεβαίως ὅλα τά κάνει ὁ ἄνθρωπος καί ἡ δύναμη πού τοῦ δίνει τοῦ ἀνθρώπου ἡ διανοητική τόν ἔκανε νά φτιάξει καί τήν γλώσσα. Ἀλλά αὐτή ἡ γλώσσα ἡ κτιστή δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει τό ἄκτιστο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὅταν προσπαθήσει νά πεῖ τί ἔζησε, ὁ ἄλλος δέν θά τό καταλάβει, ἐάν δέν ἔχει τήν ἴδια μέ αὐτόν ἐμπειρία. Θά καταλάβει, ὅσο μπορεῖ, ἀπό τή δική του ἐμπειρία.

«Ἡ γλώσσα τῶν ἀνθρώπινων λέξεων καί ἐννοιῶν παρέχει πολύ περιορισμένη δυνατότητα μεταδόσεως τῆς ἐσωτερικῆς κατάστασης τοῦ ἑνός στόν ἄλλον». Λέμε πολλές φορές νιώθω, τόν νιώθω, μέ νιώθει κ.λ.π. Γιατί ἔχουμε τίς ἀνάλογες ἐμπειρίες. «Ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἀμοιβαίας κατανοήσεως εἶναι ἡ κοινότητα, ἡ ταυτότητα πείρας». Ἔχουμε τήν ἴδια ἐμπειρία. «Ἐφόσον δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ κοινότητα τῆς ἐμπειρίας, δέν κατορθώνεται ἡ ἀμοιβαία κατανόηση, γιατί τό περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν, μέ τίς ὁποῖες ἐκφραζόμαστε ὅλοι μας, ἀντιστοιχεῖ στό πλάτος τῆς διανοητικῆς ἤ ὑπαρξιακῆς πείρας καθενός προσώπου»[22]. Δηλαδή πόσο καταλαβαίνουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἐξαρτᾶται ἀπό τί νόημα δίνουμε στήν κάθε λέξη, τήν ἔννοια τῆς κάθε λέξης. Λένε σήμερα οἱ ἄνθρωποι πολύ τήν λέξη ἀγάπη. Τί σημαίνει ὅμως ἀγάπη; Ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη; Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς λέξεως ἀγάπη; Ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἐμπειρίες πού ἔχει ὁ καθένας. Ἄν ἄς ποῦμε κάποιος δέν ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»[23], τῆς τέλειας ἀγάπης, δέν μπορεῖ νά καταλάβει αὐτό πού θά τοῦ πεῖ ἕνας ἅγιος, ἕνας ἀσκητής, γιά τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἐκτός ἐάν ἐνεργήσει ἡ Χάρις καί ὁ ἴδιος ἀφήσει τήν ψυχή του ἀνοιχτή, ὁπότε ὄντως μπαίνει κι αὐτός στήν ἴδια ἐμπειρία μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν καταλαβαίνει. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύναμη.

«Σέ κάθε ἔννοια καθένας μας κλείνει τό εὖρος τῆς πείρας του». Πολύ σημαντικό αὐτό! Σέ κάθε ἔννοια ὁ καθένας κλείνει τήν ἐμπειρία του. Ἀνάλογα μέ τήν ἐμπειρία πού ἔχουμε, δίνουμε καί τήν ἔννοια στήν κάθε λέξη «καί γι' αὐτό ὅλοι μιλοῦμε ἀναπόφευκτα διάφορες γλῶσσες. Τό ὁμοούσιο, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπινου γένους», ἐπειδή ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, «καθιστᾶ δυνατό νά προκαλέσεις μέ τόν λόγο μιά νέα ἐμπειρία στήν ψυχή τοῦ ἀκροατῆ, ἔτσι σάν νά γεννοῦσες μέσα του νέα ζωή»[24]. Μπορεῖ ὅμως νά βοηθήσεις τόν ἄλλον, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ἴδια οὐσία, ὅταν εἶναι καί ὁ ἄλλος δεκτικός καί ἀνοιχτός, νά ἀποκτήσει αὐτή τήν νέα ἐμπειρία πού δέν τήν εἶχε ὡς τότε. Τήν εἶχες μέν ἐσύ, τοῦ τή λές μέ τά λόγια κάπως καί μπαίνει κι αὐτός στήν ἴδια ἐμπειρία. Γεννιέται ἐκείνη τήν στιγμή μέσα του ἡ ἴδια ἐμπειρία, ἐπειδή ὑπάρχει τό ὁμοούσιο.

«Καί ἄν συμβαίνει ἔτσι στίς διανθρώπινες σχέσεις αὐτό τό πράγμα, πολύ περισσότερο συμβαίνει τό ἴδιο μέ τή Θεία ἐνέργεια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σέ μιά δεδομένη στιγμή, ὅταν δηλαδή τόν δέχεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή μέ τήν κατάλληλη ἐσωτερική διάθεση, ἐμπνέει μέ τήν ἐμφάνισή του πραγματικά καινούργια ζωή∙ τήν ζωή πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Θεό, δηλαδή τήν αἰώνια ζωή»[25]. Θυμηθεῖτε τόν Ἅγιο Αὐγουστίνο, πού ἐνῶ ζοῦσε γιά πολλά χρόνια μέσα στήν κραιπάλη, μέσα στή μέθη, μέσα στήν ἀκολασία, ἄνοιξε σέ κατάλληλη στιγμή τήν Ἁγία Γραφή, διάβασε ἕναν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού λέει, «μή μέθαις καί κώμοις.. ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους»[26] κλπ. καί ἀμέσως ἄλλαξε, μετανόησε καί πῆγε καί ἐξομολογήθηκε καί στή συνέχεια βαφτίστηκε καί ἀξιώθηκε νά γίνει καί ἐπίσκοπος καί ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνήργησε στήν ψυχή του αὐτή τήν ἀλλαγή.

«Παρότι ἔχω ὑπόψη μου ὄχι μόνο τήν ἀτέλεια τοῦ μέσου ἐπικοινωνίας μας, δηλαδή τῆς γλώσσας, ἀλλά καί τήν προσωπική μου ἀνεπάρκεια, θά ἀποτολμήσω νά ἐπιστρέψω στήν παράδοξη μορφολογικά προσευχή-διάλογο, γιά τήν όποία μίλησα πιό πάνω, δηλαδή στά λόγια: «Κράτα τόν vοῦ σου στόν Ἅδη καί μήv ἀπελπίζεσαι»»[27], λέει ὁ π. Σωφρόνιος.

«Ὅποιος διάβασε τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀδύνατον νά μήν πρόσεξε τήν ἰδιομορφία τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἐξωτερικά, τυπικά, δέν φαίνεται νά ἔχουν καμιά λογική ἀκολουθία. Πάρτε σάν παράδειγμα τή συνομιλία Του μέ τόν Νικόδημο, μέ τήν Σαμαρείτιδα, μέ τούς Μαθητές κατά τό Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ προσοχή τοῦ Χριστοῦ στρέφεται ὄχι τόσο στό τί λέει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο στό τί ὑπάρχει στό βάθος του καί τί μπορεῖ νά δεχθεῖ ἀπό τόν Θεό»[28].

Ἄς ποῦμε μέ τήν Σαμαρείτιδα εἶπε ὁ Χριστός, «ἄν ἤξερες ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ μιλάει, θά Τοῦ ζητοῦσες καί θά σοῦ ἔδινε τό ὕδωρ τό ζῶν»[29]. Καί ἀμέσως αὐτή λέει, δῶσε μου Κύριε, αὐτό τό ζωντανό νερό νά μήν ἔρχομαι ἐδῶ καί κουράζομαι, στήν πηγή. Δέν τῆς ἀπαντάει σ’ αὐτόν τόν λογισμό ὁ Χριστός. Ἀλλά τί τῆς λέει; Πήγαινε καί φώναξε τόν ἄνδρα σου. Κάτι πού φαίνεται ἐξωτερικά ἀνακόλουθο, ἀσύνδετο. Κι ὅμως ἔχει σημασία, γιατί αὐτό χρειαζόταν νά ἀκούσει ἐκείνη τήν στιγμή. Καί ἀμέσως αὐτή Τοῦ λέει, ὅτι δέν ἔχω ἄνδρα! Καί τῆς ἀπαντάει ὁ Χριστός, καλά τό εἶπες αὐτό, καί συνεχίζεται ὁ διάλογος. Δηλαδή ὁ Χριστός μας βλέπει στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας καί ὄχι τόσο αὐτά πού λέμε, ἀλλά τί μποροῦμε νά δεχτοῦμε. Καί μᾶς πάει ἀπό τό ἕνα μάθημα στό ἄλλο.

«Ἔτσι καί αὐτή ἡ προσευχή-διάλογος τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ ἐξωτερικά φαίνεται νά ἔχει μικρή σημασία, καί σέ μερικούς μπορεῖ νά φανεῖ μάλιστα ἀνόητο παραλήρημα» αὐτός ὁ διάλογος πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, πού ρώτησε ὁ Ἅγιος τόν Θεό τί νά κάνω γιά νά γίνω ταπεινός καί τοῦ εἶπε, κράτα τόν vοῦ σου στόν Ἅδη καί μήv ἀπελπίζεσαι. «Ἄν μᾶς ἀνοιγόταν τό πραγματικό της περιεχόμενο καί ἡ δύναμη τῆς ἀποκαλύψεως πού ἔδωσε στόν Σιλουανό, θά μπορούσαμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα πώς θά συγκλόνιζε τήν ὕπαρξή μας ὡς τά μύχια βάθη μας. Δεκάδες χρόνια ὀδυρόταν ὁ Γέροντας Σιλουανός «μέ μεγάλα δάκρυα», γιά νά γνωρίσει ὁ κόσμος τόν Θεό. Δέν ἀμφέβαλλε πώς, ἄν οἱ λαοί σκεφτόταν», ἄν οἱ λαοί γνώριζαν τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, «θά ἐγκατέλειπαν, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, σάν «σκύβαλα», σάν παιδικά παιγνίδια, τά πάθη πού τούς κατέχουν καί θά ἄρχιζαν νά ἐπιδιώκουν ἡμέρα καί νύχτα αὐτήν τή θεία ταπείνωση καί αὐτήν τήν θεία ἀγάπη μέ ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τους». Ὁ Ἅγιος Σιλουανός σκεφτόταν «τούς λαούς καί τούς ἔκλεινε στήν συμπόνοια τῆς προσευχῆς τῆς καρδιᾶς του»[30] καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά δώσει στούς λαούς νά Τόν γνωρίσουν -προσέξτε- ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι σημαίνει νά ἔχουν ζωντανή ἐμπειρία τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, ὁπότε μετά, ἄν γευόντουσαν τό τί εἶναι ὁ Θεός ὅπως τό γεύτηκε ὁ ἴδιος σ’ αὐτή τήν συνομιλία πού εἴπαμε προηγουμένως, μετά ἀπό μόνοι τους οἱ ἄνθρωποι θά τρέχανε ν’ ἀφήσουν τά πάθη τους καί νά ἀγαπήσουν τόν Θεό!

«Καί ἄν γινόταν αὐτό, θά ἄλλαζε τό πρόσωπο τῆς γῆς καί ἡ μοίρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὅλος ὁ κόσμος θά μεταμορφωνόταν, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, «σέ μία ὥρα»! Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτή ἡ δύναμη. Ἴσως σᾶς φανεῖ παράδοξο νά ἀκούσετε πώς ἐκείνη τήν νύχτα ἀποκαλύφθηκε στόν Σιλουανό τό μυστήριο τῆς πτώσεως καί τῆς λυτρώσεως καί ὅλη ἡ πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Στόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀποκαλύφθηκε σαφῶς στό Θαβώρ τήν ἡμέρα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι «οὐδέν ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[31]»[32]. Δέν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα δηλαδή πού νά ἔχει δοθεῖ στούς ἀνθρώπους μέσα στό ὁποῖο μποροῦμε νά σωθοῦμε. Μόνο τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί οἱ χριστιανοί εἶναι αὐτοί πού βαστάζουν τό ὄνομα, ὅπως λέει πάλι ἡ Γραφή, δηλαδή συνεχῶς προσεύχονται καί ἐπικαλοῦνται τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Καί αὐτό τό ὄνομα δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ὄνομα, ἀλλά περικλείει μέσα του τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν ἴδιο τόν Θεό καί ὅταν κανείς τό ἐπικαλεῖται, γεμίζει μέ τόν Θεό!

«Καί ὄχι μόνο οἱ Ἑβραῖοι πρεσβύτεροι καί γραμματεῖς θαύμαζαν τήν κατηγορηματική δήλωση τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἰωάννου, ἀνθρώπων ἀγραμμάτων καί ἰδιωτῶν, ἀλλά καί ἐμεῖς ὅλοι μέχρι σήμερα θαυμάζουμε καί διερωτόμαστε: «Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ ξέρεις, ἐσύ Πέτρε, ἀγράμματος καί ἀμόρφωτος, ποιά ὀνόματα δόθηκαν στήν ὑφήλιο; Σοῦ ἦταν τάχα γνωστή ἡ ἱστορία τῶν πολιτισμῶν καί τῶν θρησκειῶν τῆς Κίνας κ.λ.π.;»[33]. Ὄχι, ἦταν ἀγράμματος, ἀλλά ἐκείνη τήν ὥρα πού εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ στό Θαβώρ, στήν Μεταμόρφωση, ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός ὅτι μόνο Αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Σωτήρας. Δέν ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας.

«Στόν «ἀγράμματο καί ἀπαίδευτο» Σιλουανό ἀποκαλύφθηκαν ἐπίσης μυστήρια κρυφά «γιά τούς σοφούς καί συνετούς» καί ἡ νύχτα ἐκείνη, πού ἔγινε ἡ ὑπερφυσική προσευχή-συνομιλία, ἔχει τεράστια σημασία γιά τή ζωή τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος εἶναι..», καί γιά τή ζωή τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ βεβαίως, ἀλλά καί ὅλων ἡμῶν. «Ὁ κόσμος εἶναι βὐθισμένος στό σκοτάδι τῆς πνευματικῆς ἄγνοιας. Ἡ ὁδος πρός τήν αἰώνια ζωή κηρύσσεται ἀκατάπαυστα σέ ὅλες τίς γλῶσσες, ἀλλά αὐτοί πού πραγματικά γνωρίζουν αὐτή τήν ὁδό εἶναι μόλις μερικές μονάδες σέ κάθε γενεά»[34]. Αὐτό βέβαια δέ σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Μποροῦμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά σωθοῦμε, ἀρκεῖ νά ἔχουμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν ταπεινή διάθεση στήν ψυχή μας.

Ἐδῶ σταματῶ, ἄν θέλετε κάτι νά ρωτήσετε. Ἴσως εἶναι λίγο δύσκολα γιά κάποιους, ἀλλά προσπαθοῦμε νά τά ποῦμε ἁπλά. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία γιά μᾶς εἶναι νά εἴμαστε ταπεινοί, νά μοιάζουμε στόν Ἅγιο Σιλουανό, νά πολεμᾶμε τήν ὑπερηφάνεια καί τά πάθη μας, νά μένουμε σταθερά στήν πίστη στόν Χριστό καί τότε θά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ πράγματι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός σωτήρας καί λυτρωτής! Καί μήν ψάχνουμε γιά ἄλλη σωτηρία καί ἄλλους σωτῆρες.

Παρακαλοῦμε καί τούς Ἁγίους πού γιορτάζουνε σήμερα νά μᾶς δίνουν τή Χάρη τους, ὥστε νά παραμένουμε σ’ αὐτή τήν ὑπακοή στόν Χριστό, στήν ταπείνωση καί στήν ἀγάπη.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε, πάτερ. Εἴπαμε, σέ κάποιον πού μετανοεῖ, ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Πρίν αὐτός ὁ μετανοών δέν πίστευε τόσο, ἴσως τόσο πολύ. Πῶς ἐκφράζεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέ ὑλικά ἀγαθά, νά πηγαίνουν ὅλα καλά ἤ μιά κατάσταση ἄς ποῦμε….

Ἀπ. : Ἡ ἀντίληψη ὅταν ἔχουμε ὑλικά ἀγαθά ἤ τέλος πάντων πᾶμε καλά στό ἐπάγγελμα ἤ ἔχουμε τά καλά μας τά παιδιά καί κάνανε καί καλούς γάμους καί ἔχουμε καί ἐγγόνια, αὐτό εἶναι ἰουδαϊκή ἀντίληψη, δηλαδή τήν εἴχανε οἱ Ἰουδαῖοι πρό Χριστοῦ καί θεωρούσανε, ἀντίθετα, καταραμένο τόν ἄνθρωπο ἄς ποῦμε πού δέν ἔχει παιδιά ἤ πού ἤτανε ἐνδεχομένως φτωχός. Δέν εἶναι σωστό αὐτό. Καί σήμερα αὐτή ἡ ἀντίληψη ἔχει μείνει στούς Προτεστάντες. Οἱ Προτεστάντες, γι’ αὐτό καί ἔχουμε τόν καπιταλισμό, τό ἔχει ἀποδείξει ἕνας κοινωνιολόγος, ὁ Μάξ Βέμπερ αὐτό, ὅτι ὁ καπιταλισμός εἶναι δημιούργημα τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Τί λέει ὁ Προτεσταντισμός, οἱ Εὐαγγελικοί; (Μοῦ φαίνεται ὑπάρχουν κάποιοι καί ἐδῶ στήν πόλη). Λένε ὅτι, ἐάν εἶσαι καλός καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός θά σοῦ δίνει πολλά χρήματα, θά σοῦ δίνει πλοῦτο! Ὁπότε τί κάνανε αὐτοί; Γιά νά ἀποδείξουν ὅτι εἶναι καλοί, κάνανε Οἰκονομία καί δημιουργήθηκε ἡ Οἰκονομία καί τό Κεφάλαιο καί ὁ Καπιταλισμός. Γιά νά εἶναι βέβαιοι ὅτι θά σωθοῦνε, ἐφόσον πᾶνε καλά οἱ ἐπιχειρήσεις τους! Ἀντίθετα, ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε αὐτό τό πράγμα. Ὁ Θεός μᾶς εἶπε ὅτι θά ἔχετε θλίψεις ἐν τῷ κόσμῳ. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά -θαρρεῖτε- θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμο»[35]. Ἐγώ ἔχω νικήσει τόν κόσμο καί τό κοσμικό φρόνημα. Μᾶς ὑποσχέθηκε δηλαδή θλίψεις, ὄχι ἀπολαύσεις σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Μᾶς εἶπε ὅμως πάλι ὅτι «ὁ ζυγός Μου εἶναι χρηστός καί τό φορτίο Μου εἶναι ἐλαφρό»[36]. Πότε γίνεται χρηστός; Χρηστός, καλός δηλαδή, ὡραῖος ὁ ζυγός. Ζυγός ξέρετε τί εἶναι, ἔτσι; Αὐτό τό ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο συνέδεεαν τά βόδια ἄς ποῦμε, τά ζῶα μέ τό ἀλέτρι. Καί τραβοῦσαν τά ζῶα καί ὄργωναν.

Λοιπόν, ὁ ζυγός τοῦ Χριστοῦ, λέει, εἶναι χρηστός καί τό φορτίο Του ἐλαφρό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βιάσει τόν ἑαυτό του, γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος ὅτι «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν»[37] καί βρεῖ τήν «στενή καί τεθλιμμένη ὁδό»[38]. Ὄχι τήν πλατεία καί εὐρύχωρη καί ἄνετη μέ τίς ὑλικές ἀπολαύσεις πού εἴπατε, ἀλλά τήν στενή καί τεθλιμμένη, πού «λίγοι τήν βρίσκουν»[39]. Προσέξτε, λίγοι τήν βρίσκουν! Τό εἶπε ὁ Χριστός. Γιατί τήν βρίσκουν λίγοι; Γιατί δέν βιάζουν τόν ἑαυτό τους οἱ ἄνθρωποι νά ξεπεράσουν τήν ραθυμία τους, ὁπότε μένουνε σ’ αὐτό: «πολύ δύσκολο, τί λές τώρα;.. τό εὐγαγγέλιο εἶναι πολύ δύσκολο!». Γι’ αὐτούς εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, λένε οἱ Πατέρες. Γιατί δέν βάζουνε λίγο κόπο στήν ἀρχή. Ὅπως τό αὐτοκίνητο γιά νά πάρει μπρός πρέπει νά βάλει γκάζι, νά δώσει παραπάνω ἐνέργεια ἄς ποῦμε στή μηχανή, ὥστε νά κινηθεῖ. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, γιά νά μπεῖ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πρέπει στήν ἀρχή νά βιάσει τόν ἑαυτό του. Ἄν δέν τό κάνει ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά βρεῖ τήν πύλη πού ὁδηγεῖ στή ζωή. Ἄν τήν βρεῖ ὅμως τήν ὁδό, μετά γίνεται ἐλαφρό τό φορτίο. Ὅταν φτάσεις δηλαδή περίπου στή μέση, τότε καταλαβαίνεις ὅτι ναί, ἐδῶ ὑπάρχει ἀνάπαυση. Γιατί ἀπό τήν στιγμή ποὑ ὁ ἄνθρωπος θά μετανοήσει, ἀρχίζει νά ζεῖ τόν παράδεισο. Δέν τόν ζεῖ στήν πληρότητά του, ἀλλά ἀρχίζει νά τόν προγεύεται. Λίγο νά γεύεται τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τήν ἠρεμία τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά τοῦ Θεοῦ, τήν καλοσύνη, τήν χρηστότητα, τήν ἐπιείκεια, τήν ἐγκράτεια, ὅλα αὐτά πού εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νιώθει ὅτι ναί, αὐτή ἡ ζωή εἶναι μέν ζυγός, εἶναι ζυγός προσέξτε, ἀλλά εἶναι ἐλαφρός ζυγός! Ἐνῶ ὁ ζυγός τοῦ κόσμου εἶναι βαρύς. Ὁ διάβολος τί κάνει; Μᾶς κοροϊδεύει καί μᾶς λέει, ἐλᾶτε σέ μένα. Ἐγώ δέν θά σᾶς πῶ ποτέ μή.. κάντε ὅ,τι θέλετε.. Μᾶς κοροϊδεύει! Ἐλᾶτε σέ μένα καί θά εἶστε ἐλεύθεροι! Οὔτε μή, οὔτε πήγαινε στήν ἐκκλησία οὔτε πήγαινε νά ἐξομολογηθεῖς.. δέν θά σοῦ πῶ τίποτα ἐγώ ἀπό αὐτά.. Ἐλᾶτε σέ μένα, θά περάσετε καλά! Πᾶνε οἱ πιό πολλοί λοιπόν σ’ αὐτόν, στήν πλατεία καί εὐρύχωρο ὁδό, πού λέει τό εὐαγγέλιο, ἡ ὁποία ἀπάγει στήν ἀπώλεια. Ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια. Καί τί βρίσκουν ἐκεῖ; Βρίσκουν ἐλευθερία; Ὄχι. Βρίσκουνε χρυσά δεσμά. Τί νά τό κάνεις; Εἶναι δεσμά, ἄς εἶναι καί χρυσά! Δηλαδή ἀλυσοδένονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τά πάθη τους, ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους. Καί οὔτε χαρά ἔχουνε οὔτε εἰρήνη ἔχουνε οὔτε ἐλευθερία ἔχουνε. Αὐτά πού τούς ἔδωσε ὁ διάβολος δηλαδή στήν πράξη βλέπουνε ὅτι δέν ὑπάρχουνε, στόν τρόπο πού ζοῦνε, στή ζωή πού διάλεξαν.

Ἐνῶ οἱ ἄλλοι μπαίνοντας σ’ αὐτόν τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ πού φαίνεται δύσκολος ἐνῶ δέν εἶναι, μετά βρίσκουνε τήν ἀνάπαυση. Καί σιγά-σιγά προχωροῦνε στήν ἐλευθερία τήν ὅλο καί μεγαλύτερη πού πλησιάζει τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόλυτη καί δέν δεσμεύονται ἀπό τά πάθη τους. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία εἶναι αὐτή, νά μπορεῖς νά κυβερνᾶς τόν ἑαυτό σου καί νά μή σέ κυβερνάει ἡ σάρκα σου, νά μή σέ κυβερνᾶνε οἱ ἐπιθυμίες σου, νά μή γελιοποιεῖσαι στούς ἄλλους. Βλέπετε, ἕνας πού εἶναι μέθυσος ἄς ποῦμε, καί στούς ἄλλους γελιοποιεῖται καί ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει τόν ἑαυτό του. Φοβερό, τραγικό πράγμα.. νά εἶσαι δοῦλος σέ μιά οὐσία ἤ ναρκομανής! Αὐτά πῶς ξεκίνησαν; Ἀκριβῶς ἀπό αὐτά τά κηρύγματα τοῦ διαβόλου, ἐλᾶτε σέ μένα καί θά περάσετε καλά! Τί καλά; Δεσμεύσαι καί δένεσαι μέ τά χειρότερα δεσμά! Καί μετά θέλεις νά ἐλευθερωθεῖς καί δέν σ΄ ἀφήνει! Γιατί σοῦ λέει, τί, ὅποτε θέλεις θά φύγεις; Ὄχι, δέν σ’ ἀφήνω ἐγώ.. μπορεῖ νά θέλεις τώρα νά φύγεις, ἀλλά δέν σ’ ἀφήνω! Γιατί ἔχει ἀποκτήσει δικαιώματα ὁ διάβολος. Καί χρειάζεται μετά πολύ μεγάλη προσπάθεια νά τινάξεις τά δεσμά αὐτά, νά νηστέψεις, νά ἐξομολογεῖσαι, νά προσεύχεσαι, νά κάνεις αὐτά σέ πολύ μεγάλο βαθμό, σέ ἔνταση, γιά νά σπάσεις αὐτά τά δεσμά.

Ἑπομένως, γιά νά ἔχουμε αὐτή τήν ἐμπειρία, χρειάζεται λίγο στήν ἀρχή νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά μήν κυνηγᾶμε τίς ὑλικές ἀπολαύσεις οὔτε νά θεωροῦμε ὅτι ἐάν ἔχουμε καλά σπίτια, καλό μισθό, καλή δουλειά, ὅτι ἔχουμε καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὄχι! Ἄν δέν εἴμαστε μέ τόν Θεό, αὐτά -λέει ὁ Χριστός- ὅτι πρέπει νά σέ ἀνησυχήσουνε, τά «καλά». Ἄν σοῦ πᾶνε ὅλα καλά κοσμικά κι ἐσύ δέν εἶσαι μέ τόν Θεό σωστά, μᾶλλον σέ ἔχει ἐγκαταλείψει ὁ Θεός καί πρέπει νά ψαχτεῖς. Γιατί σοῦ πᾶνε ὅλα καλά, ἐνῶ ἐσύ οὔτε ἐκκλησία πᾶς ἐνδεχομένως, οὔτε προσεύχεσαι, οὔτε, οὔτε… Μήπως ὁ Θεός ἁπλῶς σοῦ δίνει χρόνο καί ἀγαθά γιά νά σέ φιλοτιμήσει νά μετανοήσεις; Αὐτό γίνεται. Γιατί «αὐτόν πού ἀγαπάει -λέει- ὁ Θεός, τόν παιδεύει»[40]. Δέν τοῦ δίνει ἀπολαύσεις ἐδῶ στή γῆ ἄπλετες. Τοῦ δίνει χαρές πνευματικές, ὄχι ὑλικές. Ἀλλά ὑλικά θά λέγαμε, καί κοσμικά, τόν παιδεύει, δηλαδή τόν παιδαγωγεῖ, καί γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται καί γιά νά τόν καθαρίσει ἀκόμα περισσότερο. Ὅπως ἔχουμε πεῖ τό παράδειγμα μέ τά ροῦχα, ὅταν κανείς θέλει νά τά καθαρίσει, θά πρέπει νά τά ταλαιπωρήσει. Μέ τό νά τά χαϊδεύει ἁπλῶς δέν καθαρίζονται τά ροῦχα. Πρέπει νά τά βάλεις στό πλυντήριο, νά τά στύψεις κ.λ.π. Ἔτσι γίνεται ἡ κάθαρση καί τῆς ψυχῆς μας, μέσα ἀπό τίς θλίψεις, μέσα ἀπό τίς ταλαιπωρίες, μέσα ἀπό τήν σύνθλιψη ἀπό ἐξωτερικά γεγονότα, τά ὁποῖα ὅμως -προσέξτε- δέν ἀφαιροῦνε τήν εἰρήνη τήν προσωπική. Καί ἐνῶ μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ἔχει καρκίνο, νά ἔχει χίλια προβλήματα μέ τά παιδιά του, νά δυσκολεύεται οἰκονομικά κ.λ.π. ὅμως μέσα του ἔχει μιά ἄπλετη εἰρήνη καί χαρά καί λέει, αὐτά πού μοῦ δίνει ὁ Θεός, σίγουρα εἶναι γιά τό καλό μου. Δέν ἔχω ν’ ἀνησυχήσω γι’ αὐτά. «Ὅν ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει», παιδαγωγεῖ, «μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται»[41].

Τί ἔκανε στόν Ἰώβ! Ὁ Ἱώβ ἤτανε τό καλύτερό του παιδί! Ἄμεμπτος, ἀκέραιος, ἅγιος! Καί τί τράβηξε.. σέ μιά μέρα τοῦ πῆρε τήν περιουσία του, μετά ὅλα του τά παιδιά, μετά τοῦ πῆρε καί τήν ὑγεία! Τοῦ ἔστειλε καί μιά γυναίκα, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε, «βλαστήμα τόν Θεό καί τελεύτα»[42]. Τόν ἔσπρωχνε δηλαδή στήν αὐτοκτονία τήν σωματική καί τήν πνευματική. Τόσος πειρασμός! Κι ὅμως αὐτός ἔλεγε, «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο»[43] καί ὅταν δεχόμαστε τά καλά, εἴμαστε χαρούμενοι. Τώρα πού μᾶς δίνει ὁ Θεός αὐτά, γιατί νά μήν τά δεχτοῦμε κι αὐτά, ὅπως δεχόμαστε τά καλά; Γιατί ὁ Θεός μόνο καλά δίνει.

Ἑπομένως, δέν εἶναι κριτήριο τό ὅτι πᾶμε καλά, ἐάν ἔχουμε ὑλικές ἀπολαβές. Μπορεῖ νά εἶναι καί κακό ἄν δέν ζοῦμε σωστά. Δέν πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι πᾶμε καλά ὅταν ἔχουμε ὑλικές ἀπολαύσεις. Ὅταν ἔχουμε θλίψεις, στενοχώριες, ἀρρώστιες, τότε πᾶμε καλά καί ἐφόσον φυσικά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί δοξάζουμε τόν Θεό. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὅταν ἄρχισε νά πονάει, νά ἀρρωσταίνει, τότε -εἶχε πεῖ σέ ἕναν- τώρα ἀρχίζουν τά γλέντια! Τώρα ἀρχίζουν τά γλέντια! Καταλάβατε; Πόσο ἀνάποδα δηλαδή τά ἔχουμε πάρει τά πράγματα καί ἔχουμε προτεσταντικές ἀντιλήψεις καί ἰουδαϊκές ἀντιλήψεις. Γι’ αὐτό μή ζητᾶμε ὑλικές χαρές καί ἀπολαύσεις. Νά ζητᾶμε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πού δίνει εἰρήνη, πραότητα, καλοσύνη, ὅλα αὐτά, τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[44].

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ἑβρ. 13, 5.

[3] Ἰωάν. 20, 29.

[4] Ἀποκ. 2, 4.

[5] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[6] Ματθ. 26, 41.

[7] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[8] Ὅ.π.

[9] Γεν. 6, 3.

[10] Α΄Θεσ. 5, 17.

[11] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[12] Β΄Κορ. 5, 6.

[13] Β΄Κορ. 5, 8.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ὅ.π.

[18] Ὅ.π.

[19] Ὅ.π.

[20] Ὅ.π.

[21] Ὅ.π.

[22] Α΄Ἰωάν. 4, 8.

[23] Α΄Ἰωάν. 4, 16.

[24] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[25] Ὅ.π.

[26] Ρωμ. 13, 12-13.

[27] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[28] Ὅ.π.

[29] Ἰωάν. 4, 10.

[30] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[31] Πράξ. 4, 12.

[32] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[33] Ὅ.π.

[34] Ὅ.π.

[35] Ἰωάν. 16, 33.

[36] Ματθ. 11, 30.

[37] Ματθ. 11, 12.

[38] Ματθ. 7, 14.

[39] Ὅ.π.

[40] Παρ. 3, 12.

[41] Ὅ.π.

[42] Ἰώβ 2, 9δ.

[43] Ἰώβ 1, 21.

[44] Γαλ. 5, 22.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου