Σελίδες

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

«Ἡ χριστιανική ἀπάθεια» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου, 34ο Μέρος. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης






Ὁ Ἅγιος Σιλουανός εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνα καί ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος. Καί ὑπάρχει ἕνα πολύ ὡραῖο βιβλίο πού ἔχει γράψει ὁ μακαριστός γέροντας π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ὁ ὁποῖος ἤτανε μαθητής τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ θά ποῦμε μερικά μικρά ἀποσπάσματα, θά τά σχολιάσουμε κατά δύναμιν ἀπό τό βιβλίο αὐτό. Μιλάει αὐτό τό βιβλίο γιά τήν πνευματική ζωή καί γιά τόν πνευματικό ἀγώνα, μέ βάση τά κείμενα πού ἔχει γράψει ὁ Ἅγιος Σιλουανός καί τήν διδασκαλία του. Γιατί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν κανείς θεραπευτεῖ ψυχικά-πνευματικά ἀπό τήν ἀρρώστια, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία, μετά μπορεῖ νά ὁδηγήσει καί ἄλλους στήν θεραπεία. Ἔτσι λοιπόν, δέν χρειάζεται κανείς νά εἶναι ἱερέας ἤ ἐπίσκοπος. Καί ἕνας ἁπλός μοναχός, καί ἕνας ἁπλός λαϊκός ἀκόμα, ὅταν ἔχει θεραπευτεῖ, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἕνας γέροντας, ὅπως λέμε στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἕνας τέτοιος γέροντας ἦταν ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

Λέει λοιπόν ἀνάμεσα στά ἄλλα ὁ π. Σωφρόνιος γιά τόν ἄνθρωπο.. Λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι ὅμως αὐτό τό πράγμα; Τί θά πεῖ ὅτι εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ποιά εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο; Σέ τί ἔγκειται ἡ εἰκόνα; Στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, στήν ψυχική του σύσταση, στό τριαδικό τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων καί ἐκδηλώσεων; Τριαδικό, δηλαδή, λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος, ὅπως ὁ Θεός εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Ἁγία Τριάδα, ἤ ἀλλιῶς εἶναι Νοῦς ὁ Πατήρ, Λόγος ὁ Υἱός, Υἱός καί Λόγος, καί Πνεῦμα τό Ἅγιο Πνεῦμα, μήπως ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτά τά τρία πράγματα πού ἔχουμε κι ἐμεῖς; Γιατί καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ (μέ μικρό νί βέβαια), ἔχει λόγο, μιλᾶμε, σκεφτόμαστε μέ τή λογική, ἤ μιλᾶμε μέσα μας, αὐτό πού λέμε ἐνδιάθετος λόγος, καί ἔχει καί πνεῦμα ὁ κάθε ἄνθρωπος. Μήπως αὐτό εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;

Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι πολύπλοκη. «Μερικές διαθλάσεις καί ἀνταύγειες τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ δέν ἀποκλείονται σ' ὅλα ὅσα ἀπαριθμήσαμε». Ναί, εἴμαστε. Καί αὐτά τά στοιχεῖα πού ἔχουμε, εἶναι θά λέγαμε κάποια στοιχεῖα τῆς εἰκόνας, καί ἀκόμα κι αὐτό τό τριαδικό τῶν δυνάμεων πού ἔχουμε, τοῦ νοῦ, λόγου καί πνεύματος. «Ἀλλά ἐκεῖνο πού εἶναι πιό οὐσιαστικό ἀπ’ ὅλα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «εἶναι ἡ μορφή τῆς ὕπαρξης»[1], δηλαδή ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νά ὑπάρχουμε μέ τόν Θεό, νά μοιάζουμε στόν Θεό καί νά ζοῦμε τή ζωή τοῦ Θεοῦ καί νά γίνουμε κι ἐμεῖς ὅπως ὁ Θεός, κατά χάριν βέβαια καί ὄχι κατά φύσιν. Ὄχι νά πάρουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

Πῶς γίνεται τώρα αὐτό, θά μοῦ πεῖτε, νά ζοῦμε ὅπως ὁ Θεός, νά ζοῦμε τή ζωή τοῦ Θεοῦ; Κι αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο. Εἶναι αὐτό πού τό λέμε στήν Ἐκκλησία κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση. «Κι ὅμως εἶναι τέτοια» ἡ Χάρις πού μᾶς κάνει ὁ Θεός, «ἡ εὐδοκία τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, νά μπορεῖ νά δεχθεῖ τήν θέωση, νά γίνει δηλαδή κοινωνός τῆς θείας ζωῆς, νά πάρει τόν θεῖο τρόπο ὑπάρξεως, νά γίνει θεός κατά χάρη.

Τήν θέωση», πού εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ἄλλος ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου! Γιατί ἤρθαμε στή γῆ; Ἤρθαμε γιά νά θεωθοῦμε, νά μετανοήσουμε, νά φωτιστοῦμε καί νά θεωθοῦμε. Αὐτή «τήν θέωση ὁ ἄνθρωπος τήν ἐπιδέχεται. Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ἡ ἐνεργοῦσα ἀρχή στήν πράξη τῆς θεώσεως κι ὁ ἄνθρωπος ἡ προσλαμβάνουσα». Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι πού δίνει τήν θέωση καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πού τήν παίρνει. «Αὐτή ἡ πρόσληψη ὅμως δέν εἶναι καθαρά παθητική καί ἡ πράξη τῆς θεώσεως δέν μπορεῖ νά τελεσθεῖ ἀλλιῶς, παρά μέ τήν συμφωνία καί μάλιστα μέ τήν συνεργασία τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου»[2]. Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι ὁ Θεός πού μᾶς δίνει τή θέωση, μᾶς κάνει δηλαδή ὅμοιους μέ Αὐτόν, δέν τό κάνει ἀναγκαστικά, ἀλλά χρειάζεται νά κάνει κάτι καί ὁ ἄνθρωπος. Καί τί εἶναι αὐτό πού κάνει ὁ ἄνθρωπος; Λέγει «ναί» σ’ αὐτή τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά δέν μπορεῖ νά θεωθεῖ. Δηλαδή χωρίς τήν ἀνθρώπινη συνεργασία, ὁ Θεός δέν μᾶς θεώνει, δέν μᾶς κάνει ὅμοιούς Του. Ἐνῶ βλέπετε τήν ὕπαρξη, τό ὅτι ὑπάρχουμε, τό ὅτι πήραμε σάρκα καί ψυχή, τό ὅτι ἔχουμε σάρκα καί ψυχή, αὐτό δέν μᾶς ρώτησε ὁ Θεός, γιατί δέν ὑπήρχαμε. Τώρα ὅμως πού ὑπάρχει ἡ προοπτική αὐτή νά γίνουμε θεοί, μᾶς ρωτάει. Μᾶς ἔδωσε τήν ὕπαρξη, γεννηθήκαμε ὡς ἄνθρωποι χωρίς νά μᾶς ρωτήσει. Ἀλλά τό νά γίνουμε σάν κι Αὐτόν, αὐτό ἐξαρτᾶται καί ἀπό μᾶς. Ἐκεῖνος τό θέλει. Εἶναι αὐτό πού λέμε σωτηρία, νά τό ποῦμε ἁπλά. Λέμε, νά σωθοῦμε, νά πᾶμε στόν παράδεισο τό λέμε ἀλλιῶς, νά σώσουμε τήν ψυχή μας τό λέμε ἀλλιῶς. Αὐτό εἶναι ἡ θέωση. Δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ, ἄν δέν φτάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση, νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός εἶναι πού μᾶς σώζει καί μᾶς διασώζει. Σώζω τί θά πεῖ; Διασώζω. Συνεχίζω δηλαδή νά ὑπάρχω γιά πάντα. Σώζομαι, σώζω τήν ὕπαρξή μου, δέν χάνομαι. Μποροῦμε μόνοι μας νά σωθοῦμε; Ὄχι, χρειαζόμαστε τόν Θεό. Πρέπει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Θεό. Λοιπόν, ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦμε. Ὁ Θεός «θέλει -λέει- πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[3], ἀλλά ἅμα δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός δέν τό κάνει, δέν μᾶς σώζει δηλαδή ἀναγκαστικά. Δέν μᾶς θεώνει ἀναγκαστικά. Τήν θέωση, τήν σωτηρία, τήν δίνει ὁ Θεός, ἀλλά τήν παίρνει ὁ ἄνθρωπος πού θέλει.

«Ἄν δέν θέλουμε, χάνεται ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεως. Καί σ' αὐτό ὑπάρχει ἡ βασική διαφορά τῆς ἀρχικῆς πράξης τῆς δημιουργίας ἀπό τό ἀκόλουθο στάδιο τῆς θεώσεως τῆς λογικῆς κτίσεως»[4]. Δηλαδή τί λέει ἐδῶ μέ ἁπλά λόγια; Ὁ Θεός ὅταν ἔφτιαξε τόν κόσμο, τά πάντα ὁ Θεός τά ἔχει κάνει, τά ἀστέρια, τά ζῶα, τά φυτά καί τόν ἄνθρωπο, δέν ρώτησε κανέναν. Τά ἔδωσε ὅλα νά ὑπάρχουν, τήν Χάρη τῆς ὑπάρξεως. Τώρα ὅμως, πού θέλει ὁ Θεός νά θεωθοῦμε, μᾶς ρωτάει. Καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Ἡ νέα δημιουργία, πού εἶναι ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται μέ τήν συγκατάθεση καί τήν συνεργασία καί τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἄν εἶναι ἀπερινόητο τό μέγα μυστήριο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου γενικῶς», καί εἶναι καί αὐτό ἕνα μυστήριο, πῶς ἔγινε ὁ κόσμος, πῶς δημιούργησε ὁ Θεός τόν κόσμο! Εἶναι ἀπερινόητο, δέν μποροῦμε νά τό σκεφτοῦμε, νά τό συλλάβει ὁ νοῦς μας! Πῶς; Πολύ πιό ἀκατάληπτο καί μεγαλύτερο εἶναι «τό μυστήριο τῆς δημιουργίας αἰωνίων θεῶν καί πιό μεγαλειῶδες»[5]. Ποιοί εἶναι οἱ αἰώνιοι θεοί; Εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει τή δυνατότητα ἀπό τόν Θεό νά γίνει θεός αἰώνιος! Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο, ἔ; Ἀλλά αὐτό δέν γίνεται, εἴπαμε καί τό ξαναλέμε καί τό τονίζουμε, ἐάν δέν θέλει καί ὁ ἄνθρωπος.

«Ἄν ὅλη ἡ ζωή γύρω μας εἶναι θαῦμα, πού μᾶς καταπλήσσει μέ τό μεγαλεῖο του, ἡ συνείδηση τοῦ Θείου θαύματος, μέσα στόν ἄνθρωπο πού εἰσέρχεται στόν κόσμο τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀποκτᾶ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη καί βάθος»[6]. Βλέπουμε γύρω μας τή ζωή, τά ζῶα, τά φυτά καί τούς ἀνθρώπους πού ζοῦνε ἔτσι, ὅλα αὐτά καί χαιρόμαστε καί θαυμάζουμε, πῶς ἔγιναν ὅλα αὐτά, πῶς λειτουργοῦνε, πῶς ὁ Θεός ἐνεργεῖ σ’ αὐτά ὅλα! Ἀκόμα πιό μεγάλο καί θαυμαστό εἶναι νά μπεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν Θεό καί νά ζήσει πλέον ὄχι ἁπλῶς τήν φυσική ζωή, πού ἔχει δώσει ὁ Θεός σέ ὅλους, σέ ὅλα τά ζωντανά ὄντα, ἀλλά νά ζήσει τή ζωή τοῦ Θεοῦ∙ νά μπεῖ μέσα στό Ἄκτιστο Φῶς, πού εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἡ ἄκτιστη Θεία ἐνέργεια.

«Γιά κάθε ἄνθρωπο πού θά ἀναλογιστεῖ τό γεγονός τῆς ὑπάρξεώς του, αὐτό θά εἶναι ἀντικείμενο μεγάλου θαυμασμοῦ! Ἔτυχε νά συναντήσουμε ἀνθρώπους πού, μπαίνοντας στή νοερή σφαίρα πού προσιδιάζει φυσικά στόν ἄνθρωπο, ἐκπλήσσονταν ἀπό τό φωτόμορφο κάλλος της»[7]. Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ ἁπλά; Ὅτι γνώριζε ὁ π. Σωφρόνιος ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἤτανε ἄνθρωποι πού μπήκανε κατά κάποιο τρόπο μέσα στόν νοῦ τους, μέσα στήν ψυχή τους, μέ τίς δυνάμεις πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ὁ Θεός. Ἔμεναν πάλι μέσα στόν ἑαυτό τους. Καί θαύμαζαν! Γιατί ὄντως, ἄν καταφέρει κανείς νά δεῖ τήν ψυχή του, τόν ἑαυτό του, πάλι θαυμάζει. Γιατί καί ἡ ψυχή ἀπό μόνη της ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει κάποιο φῶς πού τῆς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς. Εἶναι τό φῶς τό φυσικό πού ἔχει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό εἶναι θαυμαστό. Ἀλλά ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τή Θεία Χάρη καταφέρει νά μπεῖ στό Θεῖο Φῶς, στό Ἄκτιστο Φῶς, τότε πλέον ὁ θαυμασμός εἶναι μέγιστος καί τό μυστήριο εἶναι ἀνέκφραστο καί δέν ὑπάρχουνε λόγια γιά νά ἐκφράσει ὁ ἄνθρωπος τή χαρά του καί τήν εὐγνωμοσύνη του! Ἡ ἀληθινή μακαριότητα, ἡ ἀληθινή εὐτυχία εἶναι νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, νά μή μείνει σκέτος μέ τόν ἑαυτό του.

Τί εἶναι τώρα ἡ ἀπάθεια; Ἔχουμε ἀκούσει αὐτή τή λέξη ἀπάθεια, ὅτι πρέπει νά γίνουμε ἀπαθεῖς. Ἐτυμολογικά, ἄν ἀναλύσουμε τή λέξη δηλαδή, φαίνεται ἀρνητική ἔννοια. Καί τό λέμε καί στίς ἐκφράσεις μας «αὐτός -λέμε- εἶναι ἀπαθής», δηλαδή κατά κάποιο τρόπο ἀναίσθητος. Σάν κατά κάποιο τρόπο νά μή συμμετέχει στή ζωή ὁ ἀπαθής. Ἔτσι τό λέμε συνήθως. Αὐτή ἡ ἔννοια ὅμως εἶναι καί στήν χριστιανική ὁρολογία; Ὅταν λέμε στήν χριστιανική ὁρολογία ἀπάθεια αὐτό σημαίνει; Ὄχι. Δέν σημαίνει νά χάσουμε τήν ὕπαρξη, νά μή συμμετέχουμε στή ζωή, ἀλλά ἀπάθεια μέ τήν χριστιανική ἔννοια σημαίνει νά ντυθοῦμε τήν καινούρια ζωή, τήν νέα ζωή, τήν ἅγια ζωή, τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τόν Θεό. Δηλαδή, ὁ ἀπαθής εἶναι ὁ θεωμένος ἄνθρωπος, αὐτός πού εἶναι ντυμένος μέ τόν Θεό, αὐτός πού δέν ἔχει πάθη. Δέν ἔχει δηλαδή ἀρρώστιες πού συνδέονται μέ τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ὁρολογία τήν πατερική, τήν χριστιανική, πάθος εἶναι μιά ἁμαρτία πού ἔχει γίνει συνήθεια, κακή συνήθεια, κακή ἕξις. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει συνέχεια, μετά ἀποκτάει τό πάθος τῆς συγκεκριμένης ἁμαρτίας. Ἄν συνέχεια κλέβει, ἄς ποῦμε, ἀποκτάει τό πάθος τῆς κλοπῆς καί γίνεται κλεπτομανής. Ἄν κάποιος ἔχει θυμό καί συνέχεια θυμώνει καί δέν ἀντιστέκεται στόν θυμό, ἀποκτάει τό πάθος τοῦ θυμοῦ καί δέν μπορεῖ μετά νά συγκρατηθεῖ καθόλου. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, ἀντί ἀπαθής εἶναι ἐμπαθής. Ἀπαθής τώρα εἶναι τό ἀντίθετο, νά ἀπαλλαχτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα τά πάθη. Ἀλλά ὄχι μόνο αὐτό, καί νά ντυθεῖ τόν Θεό. Νά ἔχει δηλαδή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα του καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ἀγωνίζεται νά ἔρθει σέ κοινωνία μέ τόν Θεό γιά τόν Ὁποῖο ξέρει ὅτι εἶναι ἀπαθής. Ὁ τελείως ἀπαθής εἶναι ὁ Θεός. Δέν ὑπάρχει πάθος στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία φυσικά, ἀλλά δέν ὑπάρχει καί καμία ἀλλοίωση. Ὁ Θεός δέν ἀλλάζει.

Μερικές φορές, καί παλιότερα ἴσως στό κατηχητικό, μᾶς λέγανε -ἤ καί οἱ γονεῖς μας καμιά φορά- νά εἶσαι καλό παιδί γιά νά σ’ ἀγαπάει ὁ Θεός! Καί περνοῦσαν καί τό μήνυμα, ὅτι ἄν δέν εἶσαι καλό παιδί, δέν σ’ ἀγαπάει ὁ Θεός! Ὄχι, ὁ Θεός πάντα μᾶς ἀγαπάει. Δέν ἀλλάζει ὁ Θεός ἀνάλογα μέ τόν ἄνθρωπο καί μέ τίς διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀλλάζει διαθέσεις ὁ Θεός. Ὁ Θεός πάντα μᾶς ἀγαπάει, γι’ αὐτό καί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ποιός μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;»[8]. Κανένας! Οὔτε ἀκόμα καί ἡ ἁμαρτία μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, ὄχι γιατί ὁ Θεός φεύγει, ἀλλά γιατί ἐμεῖς φεύγουμε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός συνεχίζει νά εἶναι δίπλα μας, ἀλλά πλέον δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει, γιατί ἐμεῖς ἔχουμε χτίσει ἕνα τεῖχος πού μᾶς χωρίζει ἀπ’ Αὐτόν. Καί ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς στέλνει τήν ἀγάπη Του, ἐμεῖς δέν τήν παίρνουμε. Ἔχουμε ἀπομονωθεῖ. Θά πρέπει νά γκρεμιστεῖ τό τεῖχος, γιά νά πάρουμε αὐτή τήν ἀγάπη πού μᾶς προσφέρει συνέχεια ὁ Θεός. Καί πῶς γκρεμίζεται τό τεῖχος; Μέ τό νά φύγει ἡ ἁμαρτία, μέ τό νά μετανοήσουμε. Αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια, νά φύγει ὁτιδήποτε τό κακό πού κάνουμε, πού κάναμε μέχρι τώρα καί ξέρουμε ὅτι δέν τό θέλει ὁ Θεός. Γιατί κάθε κακό πού κάνουμε, κάθε ἁμαρτία πού κάνουμε, εἶναι θά λέγαμε ἕνα μονωτικό, πού μᾶς φυλακίζει στόν ἑαυτό μας καί μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Μᾶς ἀπομονώνει καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ ἁμαρτία δηλαδή χωρίζει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καί τελικά καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο τόν διασπᾶ, τόν κάνει κομμάτια, τόν χωρίζει καί ἀπό τόν ἑαυτό του. Μᾶς χωρίζει καί ἀπό τόν ἑαυτό μας ἡ ἁμαρτία καί χάνουμε καί τόν ἑαυτό μας.

Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος λέμε ὅτι πρέπει νά γίνει ἀπαθής, ἐννοοῦμε ἀκριβῶς αὐτό, νά φύγουν τά πάθη, νά φύγει ἡ ἁμαρτία καί ὁ ἄνθρωπος πλέον νά ντυθεῖ τόν Θεό, ὁπότε ἑνώνεται καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν πλησίον καί μέ τόν ἑαυτό του. Βρίσκει καί τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός, εἴπαμε, εἶναι ἀπαθής. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι κάτι νεκρό ἤ κάτι στατικό, κάτι ἀκίνητο, ὅπως λέγανε οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό μόνο «κινοῦν ἀκίνητο». Ὁ Θεός δέν εἶναι στατικός οὔτε χαρακτηρίζεται ἀπό ἀδιαφορία γιά τή ζωή τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως λένε οἱ αἱρετικοί, ὅτι ὁ Θεός εἶναι κάπου ψηλά στόν οὐρανό, δέν ἀσχολεῖται μέ μᾶς.. Ὄχι. Ὁ Θεός κινεῖται ἀγαπητικά πρός τόν ἄνθρωπο, μέ ἄπειρη συμπάθεια καί ἀγάπη. Ἀλλά καί αὐτά πού λέμε τώρα, ὅτι ὁ Θεός κινεῖται, ὅτι ἔχει συμπάθεια καί ἀγάπη, πάλι κι αὐτά εἶναι ἀνθρώπινες ἐκφράσεις. Τό τί εἶναι στήν οὐσία Του ὁ Θεός δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γιατί; Γιατί δέν ὑπάρχουνε λέξεις νά περιγράψουνε τό ἄκτιστο. Καί οἱ λέξεις εἶναι κτιστές, δημιουργήματα. Δέν μποροῦν νά περιγράψουν τόν ἄκτιστο Θεό. Ἀλλά λέμε κάποια πράγματα καί ἔτσι κάπως ἀνθρωπομορφικά προσπαθοῦμε νά καταλάβουμε τόν Θεό.

Ὁ Θεός λοιπόν εἶναι ἀπαθής. Κινεῖται, ἀγαπάει, συμπαθεῖ, εὐσπλαχνίζεται τόν ἄνθρωπο, εἶναι ὅλος ζωή, ὅλος ἀγάπη. Ὁ Θεός εἶναι φῶς καί «σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία»[9], καί δέν ὑπάρχει καθόλου σκοτάδι στόν Θεό. «Δέν ὑπάρχει -δηλαδή- σκοτία πάθους μέ τήν ἔννοια τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀποσύνθεσης, σκοτία ἄγνοιας ἤ κακοῦ, σκοτία ἀξεπέραστων ἐσωτερικῶν ἀτελειῶν, ἀντιφάσεων, καταπτώσεων ἤ ἀλλοιώσεων τῆς ὕπαρξης». Τίποτα ἀπό αὐτά δέν ὑπάρχει στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι Θεός ζωντανός καί δυναμικός. Ἀλλά «τό δυναμικό τῆς Θείας ζωῆς εἶναι ἀτέλειωτη καί ἄναρχη πληρότητα ὑπάρξεως. Ὁ Θεός εἶναι τό πλήρωμα τῆς ὕπαρξης καί τῆς ζωῆς»[10]. Πάλι λέμε λέξεις κτιστές! Πάλι δέν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ἀκριβῶς, γιατί εἴπαμε δέν μποροῦμε μέ τά κτιστά λόγια, μέ τά δικά μας λόγια, τήν γλώσσα μας αὐτή τήν κτιστή, νά περιγράψουμε τό ἄκτιστο, πού εἶναι ὁ Θεός, τό ἀδημιούργητο.

Ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής, ἀλλά ὄχι ἀμέτοχος στή ζωή τῆς κτίσεως, τῆς Δημιουργίας. Ὁ Θεός ἀγαπάει, οἰκτίρει, δηλαδή λυπᾶται, συμπάσχει, χαίρει, ἀλλά ὅλα αὐτά δέν ἐπιφέρουν καμιά φθορά, πάθος ἤ σχετικότητα στήν ὕπαρξή Του. Δέν Τόν ἀλλοιώνουν ὅμως αὐτά τὀν Θεό. Ὁ Θεός προνοεῖ γιά τήν Δημιουργία Του ὥς τά ἐλάχιστα πράγματα. Γιά ὅλα ἔχει πρόνοια ὁ Θεός! Καί γιά τό πιό μικρό, πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἐνδιαφέρον. Λέει ἄς ποῦμε στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, «ὁ Θεός ἔχει μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας»[11]! Προνοεῖ καί γι’ αὐτά πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε σχεδόν κανένα ἐνδιαφέρον.

«Αὐτή ἡ συμμετοχή ὅμως», ἡ πρόνοια, ἡ φροντίδα δηλαδή, «δέν ἐπιφέρει οὔτε ἀλλαγή οὔτε διακυμάνσεις οὔτε καμιά ἐξελικτική συνέπεια μέσα στό ἴδιο τό Θεῖο Ὄν. Ὁ Θεός δέν ἐξελίσσεται, δέν βελτιώνεται, δέν ἀλλοιώνεται». Εἶναι τέλειος καί ὑπερτέλειος, καί πάνω ἀπό τήν τελειότητα! «Ὁ Θεός ζεῖ ὅλη τήν τραγωδία τοῦ κόσμου, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει πώς στούς κόλπους τῆς Θεότητας διαδραματίζεται ἐπίσης κάποια τραγωδία ἤ γίνεται κάποιος ἀγώνας ὡς συνέπεια τῆς ἐσωτερικῆς της ὑστερήσεως.

Ὁ Θεός ἀγαπάει τόν κόσμο, ἐνεργεῖ στόν κόσμο, ἔρχεται στόν κόσμο, σαρκώνεται, πάσχει καί πεθαίνει μάλιστα σαρκικἀ, χωρίς νά παύει νά εἶναι ἀπαράλλακτος στό ὑπερκόσμιο εἶναι Του»[12]. Δηλαδή δέν παθαίνει τίποτε ἡ Θεότητά Του. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, λέμε ὅτι ἔγινε ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως καί «ἑνώθηκε ἡ Θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως» ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή χωρίς τροπή, χωρίς καμία ἀλλοίωση, χωρίς καμία ἀλλαγή, χωρίς καμία ἀνάμειξη, χωρίς καμία σύγχυση, ἀλλά καί χωρίς καμία διαίρεση ὁ Θεός ἑνώθηκε μέ τόν ἄνθρωπο, ὁ Θεός Λόγος μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί αὐτά ἔγιναν στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις, χωρίς νά συγχέονται, χωρίς νά διαιροῦνται, χωρίς νά ἀλλοιώνονται. Ὁ Θεός λοιπόν «ὅλα τά κάνει τό ἴδιο ἀπαθῶς, ὅπως ἀκριβῶς, ἔξω ἀπό κάθε ἔκταση, ἀγκαλιάζει ὁλοκληρωτικά μέ τήν αἰωνιότητά Του ὅλες τίς ἐξελίξεις τοῦ κτιστοῦ ὄντος»[13]. Ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καί ἀγκαλιάζει ἐμᾶς, τούς κτιστούς, στήν κάθε στιγμή μας.

«Ὁ πιστός χριστιανός ἐννοεῖ τήν θεομίμητη ἀπάθεια ὄχι σάν μιά ψυχρή ἀδιαφορία οὔτε σάν μιά θεωρία πέραν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀλλά σάν ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»[14]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάθεια γιά τόν χριστιανό, τό νά ζεῖ μέσα στό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἕνας καλός ἄνθρωπος, ἕνας τίμιος ἄνθρωπος, ἕνας ἐργατικός, πού ἔχει μία καλή οἰκογένεια, καλά παιδιά, ἄς ποῦμε καλό ὄνομα στήν κοινωνία. Ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἁγιοπνευματικός ἄνθρωπος, αὐτός δηλαδή πού ἔχει ὑποστεῖ μία ὁλοκληρωτική ἀλλαγή. Καί ὄχι ἁπλῶς ἔχει διορθώσει κάποιες ἐξωτερικές συμπεριφορές, ἀλλά ἔχει ἀλλάξει οὐσιαστικά ὅλος καί ἔχει γεμίσει μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ζεῖ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέσα στό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του, ὁ Θεός ὁλόκληρος δηλαδή καί αὐτός μέσα στόν Θεό. Γι’ αὐτό, εἴδατε, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, πού γιορτάζουμε σήμερα, 26 Σεπτεμβρίου, τί μᾶς λέει; «Ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»[15]. Αὐτός πού μένει μέσα στήν ἀγάπη, μένει μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός μέσα του. Αὐτός εἶναι ὁ ἀπαθής ἄνθρωπος. Αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός χριστιανός. Ὁ ἀπαθής εἶναι γεμάτος ἀγάπη, συμπάθεια καί συμπόνοια. Ἀλλά ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό τόν Θεό πού ἐνεργεῖ μέσα του. Λέμε πολλές φορές, «θά ἔχω ἀγάπη, θά ἔχω ταπείνωση, θά συγχωρῶ, δέν θά θυμώνω κλπ.» καί τήν ἄλλη μέρα βλέπεις ὅτι δέν ἔχεις τίποτα ἀπό τά καλά καί ἔχεις ὅλα τά κακά καί χειρότερα ἀκόμα! Γιατί; Γιατί τό λές μέ ἐγωισμό. Δέν ἔχεις καταλάβει ὅτι αὐτά ὅλα δέν τά ἔχεις ἐσύ, οὔτε μπορεῖς νά τά ἔχεις ἀπό μόνος σου ὅση προσπάθεια κι ἄν κάνεις, ἄν δέν τά ζητήσεις ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός τά ἔχει αὐτά καί ὁ Θεός εἶναι πού θά στά δώσει. Ἐσύ ἁπλῶς πρέπει νά τά δεχτεῖς, νά τηρήσεις τίς ἐντολές καί αὐτά πού θά ποῦμε λίγο πιό κάτω, γιά νά φτάσεις στήν ἀπάθεια, νά φτάσεις νά ντυθεῖς τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁπότε θά ἔχεις ὅλα τά καλά καί δέν θά ἔχεις κανένα κακό.

«Ἡ ἀπάθεια μπορεῖ νά ὁριστεῖ ὡς ὁ Χριστός πού ζεῖ μέσα μας»[16]. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού ἤτανε ἀπαθής, «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[17]. Καταλάβατε; Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Πλέον δέν ζεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του. Τί σημαίνει τώρα αὐτό; Νά τό ποῦμε πρακτικά γιατί ἀκούγεται θεωρητικό. Κάνω ὄχι αὐτό πού θέλω ἐγώ, ἀλλά αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός. Δέν ζῶ γιά τόν ἑαυτό μου, δέν ζῶ μέ τόν ἑαυτό μου, δηλαδή μέ τό θέλημά μου καί μέ τίς ἐπιθυμίες μου, ἀλλά ζῶ γιά τόν Χριστό καί κάνω αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός κάθε στιγμή. Γι’ αὐτό τελικά ἡ ὑπακοή, γιά τήν ὁποία τόσο μιλοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ὁ δρόμος γιά νά φτάσουμε στήν ἀπάθεια καί στή θέωση. Γιατί ὑπακοή τί εἶναι; Νά κόβεις κάθε στιγμή τό θέλημά σου, τό δικό σου θέλημα, τή δική σου ἐπιθυμία καί νά λές, Θεέ μου, ἐγώ δέν θέλω τίποτα, θέλω ὅ,τι θέλεις Ἐσύ. Ὁπότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος προχωράει κάθε στιγμή στόν δρόμο τῆς ἀπάθειας, προχωράει στήν ἔνδυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν ἔνδυση τοῦ Χριστοῦ.

«Ἡ ἀπάθεια εἶναι φῶς νέας ζωῆς πού γεννᾶ στόν ἄνθρωπο καινούρια ἄγια αἰσθήματα, νέες θεῖες σκέψεις, νέο φῶς αἰώνιας γνώσεως»[18]. Ὅσο κανείς κόβει τά πάθη του καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο δέχεται καινούριο φῶς θεϊκό καί καινούρια γνώση θεϊκή μέσα του. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὁρίζουν τήν ἀπάθεια ὅτι εἶναι ἀνάσταση τῆς ψυχῆς πρό τοῦ σώματος. Αὐτό τό λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ξέρουμε ὅτι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία θά ἀναστηθοῦμε. Ποιός θά ἀναστηθεῖ; Ἡ ψυχή; Ὄχι, ἡ ψυχή ὑπάρχει. Τό σῶμα θά ἀναστηθεῖ. Θά ἀναστηθοῦν τά σώματα ὅλων. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά κλαῖμε πολύ στίς κηδεῖες. Καί τό σῶμα αὐτό πού βάζουμε στό χῶμα, πάλι θά τό πάρουμε πίσω! Θά ἀναστηθοῦν ὅλα τά σώματα. Ἀλλά ὑπάρχει, λέει, καί μιά ἀνάσταση πρίν ἀπό αὐτή! Εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς ἀπάθειας. Ὅταν κανείς δηλαδή γίνει ἀπαθής, ἀνίσταται πρίν ἀκόμα ἀναστηθεῖ τό σῶμα του, πού θά τό σπείρει κατά τόν θάνατό του στή γῆ καί θά τό ξαναπάρει. Πρίν ὅμως ἀπό αὐτή τήν ἀνάσταση τοῦ σώματος, ἀνασταίνεται ὁ ἄνθρωπος πού γίνεται ἀπαθής, πού δηλαδή μετανοεῖ.

Καί πάλι λέει ὁ ἀββάς Θαλάσσιος, (ἕνας Πατέρας τῆς Φιλοκαλίας εἶναι ὁ ἀββάς Θαλάσσιος), ὅτι «ὁ ἀπαθής εἶναι ὁ φθάσας εἰς τήν ἀπέραντον ἀπειρίαν». Ὡραία ἔκφραση, ἔ; Ἔφθασε στήν ἀπέραντη ἀπειρία, τό ἀπέραντο ἄπειρο. Ποιό εἶναι τό ἀπέραντο ἄπειρο; Ὁ Θεός. Αὐτός πού ἔφτασε στόν Θεό.

Ἡ ὀργανική ὁδός πρός τήν ἀπάθεια. Πῶς θά φτάσουμε ἐκεῖ τώρα; Ὡραῖα μᾶς ἀκούγονται ὅλα αὐτά. Πολύ ὡραῖα εἶναι, νά εἶσαι ἀπαθής, νά μήν ἔχεις πάθη, νά μήν ἔχεις τίποτα μέσα σου τό κακό, νά ἔχεις μόνο τό καλό. Ποιός εἶναι ὁ δρόμος; Ἡ ἀρχή εἶναι ἡ πίστη. Ἡ πίστη, ὅμως ποιά πίστη; Ὄχι μέ τήν ἔννοια «τῆς λογικῆς πεποίθησης», ὅτι ἁπλῶς λογικά πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός, ναί ὑπάρχει, ὑπάρχει μιά ἀνώτερη δύναμη, βέβαια πρέπει νά ὑπάρχει κάτι, κάτι ὑπάρχει.. Δέν ἐννοοῦμε αὐτή τήν πίστη, ἀλλά ἐννοοῦμε τήν πίστη ὡς «τήν ζωντανή αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ»[19]. Τήν πίστη δηλαδή πού ἔχει μέσα της καί ἕνα βίωμα, βιωματική πίστη. Εἶναι μία πίστη ἡ ὁποία δηλαδή ἔχει καί συνέπεια στή ζωή μας. Πιστεύω πού σημαίνει ἐμπιστεύομαι τόν Θεό καί πλέον Τόν παίρνω ὡς ὁδηγό στή ζωή μου. Γι’ αὐτή τήν πίστη μιλᾶμε. Βλέπετε σήμερα πάρα πολλοί Ἕλληνες λένε «κι ἐμεῖς πιστεύουμε» λέει.. Κι ἐμεῖς πιστεύουμε.. τί μᾶς παριστάνεις πού πᾶς κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία; Κι ἐμεῖς πού δέν πᾶμε ποτέ, πιστεύουμε! Δέν τό λένε; Πολλοί τό λένε. Τί μᾶς κάνεις τούς σταυρούς; Κι ἐμεῖς πού δέν κάνουμε τόν σταυρό μας, πιστεύουμε! Τό πόσο πιστεύουνε φαίνεται στήν πράξη. Πῶς φαίνεται, θά μοῦ πεῖτε. Ἀπό τό ἄν κάνουνε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ ὄχι. Καί στήν πράξη, ἄν ψαχτοῦνε, ἀλλά κι ἐμεῖς ἄν ψαχτοῦμε, θά δοῦμε ὅτι πολλές φορές δέν κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν τό κάνουμε. Κάνουμε τό δικό μας θέλημα. Ὁπότε στήν πράξη καί οὐσιαστικά δέν πιστεύουμε. Δέν ἐμπιστευόμαστε δηλαδή τόν Θεό, ἀλλά παίρνουμε ὡς ὁδηγό τήν κοινωνία, τήν τηλεόραση, τή λογική μας καί τά πάθη μας.

Νά πῶ ἕνα ἁπλό παράδειγμα, πού τό ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος (ὁ μακαριστός) ὁ Ἅγιος, στό θέμα τῆς οἰκογένειας. Πόσοι ἄνθρωποι βάζουν τή λογική πάνω ἀπό τήν πίστη; Καί λένε δέν ἔχουμε χρήματα, δέν θά κάνουμε παιδί ἤ θά κάνουμε ἕνα παιδί. Ποιός εἶσαι ἐσύ πού κανονίζεις πόσα παιδιά θά κάνεις; Ἔχεις δικαίωμα; Δέν ἔχεις δικαίωμα. Εἶναι ἁμαρτία νά ἐμποδίζεις τή γέννηση τοῦ παιδιοῦ σου. Ἑπομένως, στήν πράξη ἀποδεικνύεσαι ἄπιστος. Δέν ἐμπιστεύεσαι τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, νά πεῖς, ὅπως λέγανε οἱ παλιοί πού εἴχανε καί δέκα καί δεκαπέντε παιδιά, ἤτανε καί φτωχοί, ὅτι ἔχει ὁ Θεός! Αὐτή εἶναι μεγάλη κουβέντα. Ὄντως ἔχει ὁ Θεός! Μπορεῖ ἐμεῖς νά μήν ἔχουμε ἤ νά φαίνεται ὅτι δέν ἔχουμε, ἀλλά ἐφόσον ἔχουμε τόν Θεό, ἔχουμε κι ἐμεῖς.

Ἡ πίστη λοιπόν αὐτή, ἡ ζωντανή πίστη, πού σημαίνει ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, παίρνω ἑπομένως τίς ἐντολές Του ὡς ὁδηγίες ζωῆς, αὐτή ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀπάθειας. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει κανείς γιά νά φτάσει στήν ἀπάθεια. «Καί ἡ πίστη αὐτή» γεννάει κάτι ἄλλο, «γεννάει τόν φόβο τῆς Κρίσεως τοῦ Θεοῦ»[20]. Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει, ἀποδέχεται τόν Θεό δηλαδή καί τά λόγια Του, μετά φοβᾶται αὐτό πού ἔχει πεῖ ὁ Θεός, πού πρέπει νά τό φοβόμαστε, τήν πιθανότητα νά πᾶμε στήν κόλαση μετά τήν Κρίση πού θά γίνει καί τήν Δευτέρα Παρουσία. Καί λέει, ὀρίστε, ἐδῶ αὐτό τό λέει ὁ Θεός, ὅτι ὑπάρχει κόλαση αἰώνιος. Καί στό εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως πού διαβάζουμε ἐκεῖ, λίγο πρίν ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, λέει ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὅτι «ἀπελεύσονται -λέει τά ἐρίφια, αὐτοί πού εἶναι στά ἀριστερά Μου- εἰς κόλασιν αἰώνιον»[21]. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει, σοῦ λέει, γιατί νά πάω ἐκεῖ πέρα, γιατί; Πρέπει κάτι νά κάνω νά μήν πάω.. Ἀφοῦ ὑπάρχει αὐτό τό πράγμα. Ἀφοῦ μᾶς τό εἶπε ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει! Ἀφοῦ μᾶς τό εἶπε, τό πιστεύουμε.

Ὁπότε, γεννιέται ἀπό τήν πίστη αὐτή ὁ φόβος τῆς Κρίσεως. Φοβᾶται τήν Κρίση, φοβᾶται τήν ἀπολογία πού θά δώσει στόν Θεό, φοβᾶται μήν καταδικαστεῖ αἰώνια. «Καί ἀπό αὐτόν τόν φόβο», πού εἶναι καλός φόβος αὐτός, «γεννιέται ἡ μετάνοια» καί λέει, στάσου, γιά νά μήν πάω ἐκεῖ πέρα, στόν τόπο τῆς αἰωνίου βασάνου, θά πρέπει νά ἀλλάξω ζωή, νά μετανοήσω, νά ἀλλάξω νοῦ, νά ἀλλάξω τρόπο σκέψης, τρόπο θέασης τῶν πραγμάτων. «Καί ἀπό τήν μετάνοια» λοιπόν καί τήν ἀπόφαση γιά ἀλλαγή «γεννιέται ἡ προσευχή, γεννιέται ἡ ἐξομολόγηση καί γεννιέται τό πένθος»[22] καί ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά λυπᾶται, νά στενοχωριέται γιά τίς ἁμαρτίες του. Ἀρχίζει νά προσεύχεται ζωντανά στόν Θεό, νά λέει, Θεέ μου, συγχώρεσέ με, ἐλέησέ με, φύλαξέ με νά μήν πάω στήν κόλαση, σῶσε με, καί ἀρχίζει νά ἐξομολογεῖται, στόν Θεό κατ’ ἀρχάς νά ζητάει συγχώρηση γιά τίς ἁμαρτίες του, καί μετά καί στόν πνευματικό, ὅπως μᾶς ἔχει διδάξει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γιατί αὐτή ἡ δυνατότητα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ἔχει δοθεῖ διά τοῦ Χριστοῦ στούς Ἀποστόλους. Μετά τήν Ἀνάσταση ὁ Χριστός μας ἔδωσε αὐτή τήν ἐξουσία στούς Ἀποστόλους καί τούς εἶπε «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον∙ ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»[23]. Κι ἄν ἐσεῖς τούς τίς ἀφήσετε, τούς τίς ἀφήνω καί Ἐγώ! Ἄν δέν τούς τίς ἀφήσετε ἐσεῖς, οὔτε Ἐγώ τούς τίς ἀφήνω[24]! Βλέπετε; Εἶναι τεράστια ἐξουσία! Καί τήν ἔχει δώσει ὁ Θεός σέ ἕναν ἄνθρωπο, σέ μερικούς ἀνθρώπους. Ὄχι σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως λένε οἱ προτεστάντες «ὅλοι εἴμαστε ἱερεῖς» καί ἑπομένως ἐξομολογοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον.. Δέν εἶναι ἔτσι. Τήν ἔχει δώσει στούς ἱερεῖς, στούς πνευματικούς πατέρες∙ στούς ἐπισκόπους, πού εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καί οἱ ἐπίσκοποι στούς πνευματικούς πατέρες.

Ἕνας λοιπόν πού ξεκινάει σωστά, ξεκινάει μέ τή ζωντανή πίστη, μετά φοβᾶται τήν Κρίση, φοβᾶται μήν πάει στήν κόλαση καί ἀρχίζει νά μετανοεῖ. Ἀρχίζει νά προσεύχεται, νά ἐξομολογεῖται καί νά πενθεῖ. «Ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή καί τά δάκρυα, ὅταν πληθύνουν καί βαθύνουν, ὁδηγοῦν ἀρχικά σέ μιά μερική ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη, ἀπό ὅπου γεννιέται ἡ ἐλπίδα»[25]. Μετά τήν πίστη, λοιπόν, διά τῆς μετανοίας, διά τῶν δακρύων, διά τῆς προσευχῆς, σιγά-σιγά ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά καθαρίζεται. Εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού λέγεται κάθαρση. Ἀρχίζει δηλαδή τί; Νά ἐλευθερώνεται ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ἀπό τά πάθη, ἀπό αὐτή τήν τυρρανία τοῦ διαβόλου πού ὑπάρχει πάνω του. Γιατί τά πάθη δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά δεσμά. Θέλεις νά μή θυμώνεις καί θυμώνεις! Δέν μπορεῖς δηλαδή νά ἐλέγξεις τόν ἑαυτό σου. Αὐτό τί εἶναι; Ἐλευθερία εἶναι; Ὄχι, δουλεία εἶναι.

Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά μετανοεῖ, ἀρχίζει νά σπάει αὐτά τά δεσμά τῶν παθῶν, ἀρχίζει νά ἐλευθερώνεται. Καί αὐτό γεννάει μέσα του τήν ἐλπίδα. Ἀρχίζει νά ἐλπίζει σέ τί; Στή σωτηρία. Σοῦ λέει, κάτι ἀρχίζει νά γλυκοχαράζει.. ὑπάρχει μιά ἐλπίδα καί γιά μένα νά σωθῶ! Γιατί βλέπει ὅτι τά δεσμά τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν σπᾶνε σιγά-σιγά καί μπορεῖ λίγο νά κυριαρχήσει στόν ἑαυτό του.

«Ἡ ἐλπίδα πληθαίνει τούς ἀσκητικούς κόπους». Ὅσο βλέπει ὅτι γλυκοχαράζει, τόσο μπαίνει στή διαδικασία νά ἀσκεῖται, νά νηστεύει, νά κάνει μετάνοιες, νά δακρύζει, νά προσεύχεται περισσότερο, γιατί καταλαβαίνει ὅτι αὐτή ἡ ἄσκηση τόν βοηθάει νά ἐλευθερωθεῖ πιό πολύ, νά ἐλευθερωθεῖ ἀκόμα περισσότερο. Τόν ἀπελευθερώνει. Ἕνας πού νηστεύει, ἀπελευθερώνεται ἄς ποῦμε πιό εὔκολα ἀπό τά δεσμά τῆς γαστριμαργίας, τῆς λαιμαργίας. Μαθαίνει νά χαλιναγωγεῖ τήν ἐπιθυμία τῆς κοιλίας. Καί γενικῶς οἱ ἀσκητικοί κόποι, μαζί μέ «τίς προσευχές καί τά δάκρυα» αὐξάνουνε τήν ἐλπίδα καί «λεπτύνεται καί βαθαίνει τό αἴσθημα τῆς ἁμαρτωλότητας, καί αὐτό αὐξάνει τόν φόβο πού περνᾶ στή βαθύτατη μετάνοια, ἡ ὁποία φέρνει τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ψυχή ἀξιώνεται τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεμάτη ἀπό τό φῶς τῆς Θείας ἀγάπης»[26]. Ὅσο ἀσκεῖται καί μετανοεῖ, τόσο ἡ μετάνοια βαθαίνει καί τόσο συναισθάνεται περισσότερο καί τόν φόβο τῆς αἰώνιας κόλασης, ἀλλά καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί σιγά-σιγά φτάνει στήν πλήρη κάθαρση, ὁπότε δέχεται τήν πλήρη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τό φῶς τῆς Θείας ἀγάπης.

«Καί ἡ πίστη εἶναι ἀγάπη, ἀλλά εἶναι ἀγάπη ἀμυδρή. Καί ἡ ἐλπίδα εἶναι ἀγάπη, ἀλλά ἀγάπη ἀτελής. Κάθε φορά πού ἡ ψυχή ἀνεβαίνει ἀπό κατώτερο σέ ἀνώτερο βαθμό ἀγάπης, περνᾶ ἀπαραιτήτως μέσα ἀπό τόν φόβο»[27]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, μέ τήν καλή ἔννοια, τόν Θεό καί τήν Κρίση, ἀνεβαίνει ἕνα σκαλοπάτι παραπάνω. Ἐνῶ, βλέπετε, ὁ ἀθεόφοβος πού δέν ἔχει ἱερό καί ὅσιο, αὐτός πηγαίνει ἀπό γκρεμό σέ χειρότερο γκρεμό.

«Ἡ ἀγάπη, διώχνει μέ τήν ἐμφάνισή της τόν φόβο. Ὁ φόβος ὅμως πού διώχθηκε ἀπό τήν μικρή ἀγάπη ξαναγεννιέται πάλι ὅταν διαβαίνει ἡ ψυχή σέ μεγαλύτερη ἀγάπη, γιά νά ξανανικηθεῖ καί πάλι ἀπό τήν ἀγάπη. Καί μόνο ἡ τέλεια ἀγάπη, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης, διώχνει τελείως ἔξω τόν φόβο, τόν φόβο ὅμως ἐκεῖνο, πού «κόλασιν ἔχει»[28]»[29]. Αὐτόν τόν φόβο δηλαδή πού πηγάζει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν Κρίση πού θά ἀκολουθήσει. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος βαθαίνει μέσα του τήν μετάνοια, συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του ὅλο καί περισσότερο, φοβᾶται καί πιό πολύ καί τελικά φτάνει νά αἰσθανθεῖ τήν τέλεια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τότε πλέον δέν τήν φοβᾶται τήν κόλαση. «Ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβο»[30]. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι γεμάτοι φοβίες, δέν εἶναι; Γεμάτοι ψυχολογικά, καί πᾶνε γιά νά γλιτώσουν ἀπό τίς φοβίες τους στούς λεγόμενους ψυχιάτρους. Καί δέν γλιτώνουν βέβαια, ἁπλῶς ναρκώνονται. Γιά νά φύγει ἡ φοβία, οἱ ποικίλες φοβίες, χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά φοβηθεῖ τόν Θεό. Καί ὅταν φοβηθεῖ τόν Θεό καί ἀρχίσει νά μετανοεῖ, τότε ἐλευθερώνεται ἀπό κάθε ἄλλο φόβο καί μένει μόνο αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός πλέον ἀντικαθίσταται ἀπό ἕναν ἄλλο φόβο, τόν φόβο ὄχι πλέον τοῦ νά μήν κολαστεῖ, ἀλλά τοῦ φόβου νά μήν λυπήσει τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλέον προχωρήσει καί καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη του, πλέον δέν φοβᾶται τήν κόλαση. Ἀλλά τί φοβᾶται; Μήν στενοχωρήσει τόν Θεό, τόν Χριστό, τόν Ὁποῖο πλέον Τόν ἔχει ἀγαπήσει καί ἔχει αἰσθανθεῖ καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί λέει, τέτοιον Θεό πού ἔχω, τέτοια ἀγάπη πού μοῦ δείχνει, τέτοια καλά πού μοῦ ἔχει δώσει, πῶς μπορῶ ἐγώ νά Τόν στενοχωρήσω, νά Τόν λυπήσω; Τρέμει μή λυπήσει τόν Θεό! Δέν ἔχει πρόβλημα πλέον νά τόν βάλει ὁ Θεός καί στήν κόλαση! Γιατί ἔχει ἀγαπήσει τόν Θεό, ἔχει αἰσθανθεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ξέρει ὅτι καί στήν κόλαση νά τόν βάλει ὁ Θεός καί ἐκεῖ καλά θά περάσει, γιατί θά εἶναι μέ τόν Θεό πού ἀγαπάει. Καί ὁ Θεός εἶναι καί στήν κόλαση! Παντοῦ εἶναι ὁ Θεός. Γιατί ἡ κόλαση δέν εἶναι τόπος, εἶναι τρόπος. Εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει βρεῖ τόν Θεό καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει πλέον φόβο μήν κολαστεῖ. Ἔχει μόνο αὐτό τόν φόβο πού εἴπαμε προηγουμένως, νά μή λυπήσει τόν Θεό.

«Ὑπάρχει καί ἄλλος φόβος Θεοῦ, γεμάτος χαρά καί πνοή ἅγιας αἰωνιότητας». Εἶναι αὐτός ὁ φόβος πού εἴπαμε τώρα, ὁ φόβος πού ἔρχεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Γι’ αὐτόν τόν φόβο πού δέν πρέπει νά ἐγκαταλείπει τόν ἄνθρωπο ὅσο βρίσκεται στή γῆ, ὁ Ἅγιος Σιλουανός λέει τά ἑξῆς: Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ζεῖς μέ φόβο καί ἀγάπη. Μέ φόβο, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος». Δέν εἴμαστε ἐμεῖς κύριοι, ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι. Ὁ Κύριος εἶναι ἔνας. «Μέ φόβο, μή θλίψεις τόν Κύριο μέ κακό λογισμό». Ὄχι μέ πράξη, οὔτε μέ σκέψη! Νά φοβᾶσαι μήν Τόν στενοχωρήσεις. «Μέ ἀγάπη, γιατί ὁ Κύριος εἶναι ἀγάπη»[31]. Βλέπετε; Αὐτά τά δυό πρέπει νά ἔχει ὁ ἀληθινός χριστιανός∙ νά φοβᾶται μήν στενοχωρήσει τόν Κύριο, μήπως Τόν λυπήσει καί νά Τόν ἀγαπάει.

«Ἡ νοερή ἡσυχία τοῦ ὀρθόδοξου μοναχοῦ -καί χριστιανοῦ- γεννιέται ὀργανικά ἀπό τήν βαθειά μετάνοια καί τήν ἀναζήτηση τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ»[32]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει καί τηρήσει τίς ἐντολές, τότε ἡσυχάζει, τότε ἠρεμεῖ. Τότε βρίσκει μέσα του τήν ἐσωτερική ἡσυχία. Βλέπετε πόσο λέμε σήμερα «θέλω νά ἠρεμήσω, νά ἡσυχάσει τό μυαλό μου»! Αὐτό ζητᾶμε οὐσιαστικά, τήν νοερά ἐσωτερική ἡσυχία. Αὐτό δέν γίνεται μέ ἄλλο τρόπο. Οὔτε μέ ἠρεμιστικά γίνεται οὔτε μέ τίποτα γίνεται.. Μέ τό νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος πραγματικά, βαθειά καί νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

«Ἀφετηρία καί βάση τῆς ἡσυχίας δέν εἶναι ἡ ἀφηρημένη φιλοσοφία, ἀλλά ἡ μετάνοια καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον «τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας πού ἐνεργεῖ μέσα μας»[33]»[34]. Γιατί ἔχουμε ἀκαταστασία μέσα μας; Γιατί ἔχουμε ταραχή; Διότι ἐνεργεῖ μέσα μας ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες δηλαδή, τά πάθη μας. Καί ὁ διάβολος πάντοτε εἶναι ἀκατάστατος καί δημιουργεῖ ἀκαταστασία καί σύγχυση καί ταραχή. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό αὐτόν τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας, νικάει τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας καί ζεῖ μέσα του ὁ Θεός, φεύγει καί ἡ ταραχή καί ἔρχεται ἡ εἰρήνη. Γι’ αὐτό εἶναι καί ἕνα κριτήριο τό ἄν κανείς προκόβει πνευματικά, τό ἄν αὐξάνει ἡ εἰρήνη μέσα του. Δέν μπορεῖ νά εἶσαι ἀληθινά χριστιανός καί νά λές, ἔχω ἄγχος, ἔχω ταραχή. Κάτι δέν κάνεις καλά, κάτι δέν πάει καλά. Δέν ἐργάζεσαι σωστά. Ὅσο κανείς ἐργάζεται σωστά, τόσο αὐξάνει ἡ ἐσωτερική του εἰρήνη.

«Ἀκολουθώντας ἀκριβῶς αὐτό τόν δρόμο», τό νά κάνουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «μοναδικό καί καθολικό νόμο τῆς πρόσκαιρης καί τῆς αἰώνιας ὕπαρξής μας, ψάγουμε πνευματικά τό ἀκατάληπτο τῆς Θεότητας». Ἔτσι μετά πλησιάζουμε τόν Θεό, ὅσο ἀγωνιζόμαστε νά κάνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. «Καί σ’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν δρόμο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποβάλλει ὅλες τίς εἰκόνες τοῦ κόσμου καί διάγει ὑπέρ τόν κόσμο»[35], ζεῖ μιά ζωή πάνω ἀπό τόν κόσμο, μιά ζωή ὑπερφυσική θά λέγαμε.

«Αὐτό ὅμως γίνεται, ὅταν αὐτός συνειδητοποιήσει γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι «χείρων πάσης κτίσεως»[36]. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ταπεινωθεῖ κάτω ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα καί τότε πραγματικά μπαίνει στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Κάποτε ἕνας μοναχός εἶχε πάει σ’ ἕναν μεγάλο Γέροντα, τόν Ἅγιο Σισσώη. Καί τοῦ λέει, γέροντα, εἶμαι πολύ χαρούμενος! Καί τοῦ λέει, παιδί μου, γιατί εἶσαι χαρούμενος; Γιατί, γέροντα, βλέπω ἡ προσευχή νά δουλεύει μέσα μου, νά πηγαίνει ρολόι! Συνέχεια προσεύχομαι, δέν φεύγει ὁ νοῦς μου. Καί τί τοῦ ἀπαντάει ὁ μέγας γέροντας; Δέν εἶναι σπουδαῖο πράγμα αὐτό! Τό σπουδαῖο εἶναι νά βλέπεις τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπ’ ὅλη τήν κτίση. Τό βασικό λοιπόν καί τό θεμέλιο, τό θεμελιῶδες πράγμα εἶναι ἡ ταπείνωση, τό ταπεινό φρόνημα. Καί ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει κανείς καί χτίζει τήν πνευματική του ζωή. Ἀρχίζει ἀπό τήν πίστη. Ἄν δέν εἶσαι ταπεινός, δέν θά πιστεύεις. Βλέπετε σήμερα οἱ ἄνθρωποι γιατί δέν πιστεύουν; Γιατί ὑπάρχει ἐγωισμός, ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, τό ὁποῖο ἔχει τραφεῖ ἀπό τήν πολύ μικρή ἡλικία, ἀπό τούς «καλούς» γονεῖς καί μετά καί ἀπό τό σχολεῖο καί ἀπ’ ὅλους τούς συγγενεῖς μέ τά μπράβο-μπράβο καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός σήμερα, πολύ ἐγωιστές. Γι’ αὐτό καί δέν πιστεύουν. Ἄν κανείς ταπεινώνεται, κόβει τό θέλημά του, βλέπει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπ’ ὅλη τήν κτίση, μπαίνει στόν σωστό δρόμο, νά πιστέψει, νά μετανοήσει, νά καθαρθεῖ καί νά φτάσει στήν ἐλπίδα καί στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβο»[37].

Αὐτά ἤθελα νά πῶ στήν ἀγάπη σας. Δέν ξέρω ἄν μερικά ἦταν λίγο δυσνόητα, ἀλλά προσπάθησα νά τά πῶ ὅσο γίνεται ἁπλά. Ἄν θέλετε κάτι νά ρωτήσετε, ὑπάρχει λίγος χρόνος, ἄν θέλετε κάτι νά διευκρινίσουμε. Μερικές φορές πού ρωτᾶτε, βοηθᾶτε καί τούς ἄλλους πού ντρέπονται..

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Εἶναι κάτι ἄσχετο.. Ἐπειδή συμβαίνει τελευταῖα καί συναντάω ἀνθρώπους πού μιλᾶνε γιά Ἁγίους, γιά τόν Ἅγιο Παΐσιο συγκεκριμένα, καί ἀμφισβητοῦν τίς προφητεῖες……. Ἄν κάνω λάθος μέ διορθώνετε. Θεωρῶ ἐγώ ὅτι οἱ προφητεῖες αὐτές εἶναι ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι δέν εἶναι;

Ἀπ. : Ὅταν εἶναι ἀληθινές.

Ἐρ. : Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ὑποτίθεται, οἱ ὁποῖοι εἶναι χριστιανοί καί πιστεύουνε στήν ἁγιότητα αὐτῶν τῶν ἁγίων, πῶς γίνεται νά ἀμφισβητοῦν τίς προφητεῖες καί πολλοί λένε αὐτό εἶναι πλανεμένο, ἄλλοι λένε ὄχι «ἔχει ὁ Θεός».. Ἐντάξει ὁ Θεός ἔχει, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦρθε στόν Ἅγιο Παΐσιο γιά κάποιο λόγο νά μᾶς πεῖ αὐτό.. Ἐμεῖς σάν χριστιανοί, πῶς πρέπει νά βαδίσουμε; Τί πρέπει νά κάνουμε σ’ αὐτό τό σημεῖο;

Ἀπ. : Ἐδῶ βλέπετε ἀμφισβητοῦν ὄχι τίς προφητεῖες τῶν Ἁγίων, τίς προφητεῖες τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἀμφισβητοῦνε! Ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε, θά ξανάρθω; Πόσοι τό πιστεύουνε; Γιά ρωτῆστε τους νά δεῖτε. Ὁ Χριστός μᾶς τό εἶπε! Ἀφοῦ τόν Χριστό δέν πιστεύουν, μή μᾶς παραξενεύει πού δέν πιστεύουνε καί τούς Ἁγίους, καί τόν Ἅγιο Παΐσιο καί τόν Ἅγιο Πορφύριο.. Ἐξάλλου οἱ Ἅγιοι πού τά εἶπαν αὐτά, δέν ἔλεγαν χρόνο. Αὐτό εἶναι ἕνα διακριτικό σημεῖο γιά νά καταλεβαίνετε ἄν ἡ προφητεία εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ ὄχι. Ὅταν εἶναι ἀπό τόν Θεό, ποτέ δέν ὑπάρχει χρόνος, προσδιορισμός χρονικός δηλαδή, ὅτι στίς 15 Ὀκτωβρίου θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία ἄς ποῦμε! Ὄχι, αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἀλλά ὅτι θά γίνουν αὐτά, σίγουρα θά γίνουν. Τώρα τό πότε ὁ Θεός τό ξέρει.

Νά σᾶς πῶ καί κάτι ἀκόμα μέ τίς προφητεῖες. Ὅτι ὑπάρχει ὁ Ἀντίχριστος, ὅτι θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὑπάρχει καταγεγραμμένο στήν Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἅγιοι μᾶς τό λένε, ἀλλά πότε θά ἔρθει, αὐτό, νά ξέρετε, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο. Δηλαδή δέν εἶναι μιά ὁρισμένη χρονική στιγμή πού θά ἔρθει ὁπωσδήποτε. Ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, γιατί ὁ Ἀντίχριστος ὅταν θά ’ρθεῖ, θά τόν ζητήσουν οἱ ἄνθρωποι νά ’ρθεῖ! Θά τόν θελήσουμε. Ὅσο ἐμεῖς δέν τόν θέλουμε καί λέμε ὄχι, μέ τή ζωή μας ὄχι μόνο μέ τά λόγια μας, καί μέ τή ζωή μας δηλαδή κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν ἔρχεται. Δέν θά ἔρθει. Ὅπως ἄς ποῦμε καί μέ τό χάραγμα. Βλέπετε πόσες προσπάθειες κάνανε μέχρι τώρα -ἡ κυβέρνησή μας- νά μᾶς δώσουνε τό τσιπάκι καί ὅλα αὐτά, τό 666.. Δέν πέρασε. Γιατί; Γιατί δέν τό θέλησαν κάποιοι. Ὄχι ὅλοι, κάποιοι. Λοιπόν, ὅσο δέν θά τό θέλουμε, δέν θά ἔρχεται. Ἀλλά, βλέπετε, ὅλο καί λιγοστεύει καί μικραίνει ὁ ἀριθμός καί ἀρχίζουμε νά συμβιβαζόμαστε, δυστυχῶς. Ἔτσι καί ἡ τιμωρία στά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Ἄν ὑπῆρχαν 10 ἄνθρωποι, δέν θά ἐρχόταν ἡ τιμωρία! Δέν ὑπῆρχαν οὔετε 10 καλοί ἄνθρωποι σέ πέντε πόλεις! Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὑπάρχει στήν Ἑλλάδα ἡ καλή μαγιά. Γι’ αὐτό μή φοβόσαστε τήν Ἑλλάδα. Δέν ἔλεγε ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἶναι καλοί. Ὄχι, κανένας δέν τό λέει. Τό ξέρουμε. Ἀλλά ὑπάρχει μιά καλή μαγιά πού φυλάει καί τούς ὑπόλοιπους.

Ἑπομένως, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί (γιά τίς προφητεῖες) νά ζοῦμε σωστά, νά ζοῦμε ἐν μετανοία, ὁπότε φυλᾶμε καί τούς ἄλλους πού δέν ζοῦνε ἐν μετανοία, μήπως κι αὐτοί θελήσουν νά μετανοήσουνε. Ἐμεῖς εὐχόμαστε καί γι’ αὐτούς νά μετανοήσουν. Αὐτός εἶναι ὁ σωστός τρόπος ἀντιμετώπισης καί τῶν προφητειῶν καί αὐτῶν πού ἀμφισβητοῦν τίς προφητεῖες, τό νά ζοῦμε σωστά. Ἐντάξει; Νά ζοῦμε κατά Θεόν ἐμεῖς καί δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτα οὔτε ἀπό τίς προφητεῖες οὔτε ἀπό τόν Ἀντίχριστο οὔτε καί ἀπό αὐτούς πού ἀμφισβητοῦν τίς προφητεῖες καί εἶναι καί ἐναντίον μας. Γιατί αὐτοί πού εἶναι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, εἶναι καί ἐναντίον ἡμῶν τῶν χριστιανῶν. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τό εἶπε, ὅτι «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων»[38]. Τό γράφει μέσα στό Εὐαγγέλιο. (Δέν ξέρω ἄν τό ἔχετε προσέξει). Δηλαδή θά φτάσετε σ’ ἕνα σημεῖο, θά φτάσει ἡ ἀνθρωπότητα σ΄ ἕνα σημεῖο καί ἐσεῖς στή ζωή σας, πού θά σᾶς μισήσουνε οἱ πάντες! Οὔτε ἡ μάνα σας θά σᾶς θέλει, οὔτε ὁ πατέρας σας, οὔτε ἡ γιαγιά σας, οὔτε ὁ παππούς σας, κανένας! Θά σᾶς μισήσουν ὅλοι. Τό καταλαβαίνετε αὐτό; Ὁ Χριστός τό λέει! Καί ἀφοῦ τό λέει ὁ Χριστός, θά γίνει σίγουρα.

Μή μᾶς παραξενεύει λοιπόν ἄν μέσα στό σπίτι μας ἄς ποῦμε ἔχουμε ἐχθρότητα, ἐπειδή ἐμεῖς θέλουμε νά πᾶμε ἄς ποῦμε σήμερα στό μοναστήρι νά ἐκκλησιαστοῦμε καί βλέπουμε κατεβασμένα μοῦτρα.. Γιατί τό εἶπε ὁ Χριστός αὐτό, ὅτι θά σᾶς μισήσουν ὅλοι! Ὅλοι, ὄχι μερικοί! Καί πάλι εἶπε, ὅτι «ἐχρθοί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ»[39]. Πρῶτοι ἐχθροί στόν χριστιανό εἶναι οἱ οἰκιακοί του. Μά, λέει, τί τῆς ἔκανα τῆς μάνας μου, τοῦ πατέρα μου καί μοῦ φέρεται ἔτσι; Τίποτα! Ἐπειδή πιστεύεις στόν Χριστό! Καί ἐπειδή αὐτός ἐνεργεῖται ἀπό τό πονηρό πνεῦμα ἐκείνη τήν ὥρα, σέ μισεῖ. Τόν βάζει ὁ διάβολος νά σέ μισήσει. Ὁ διάβολος ἐνεργεῖ μέσα ἀπό ἀνθρώπους, μέσα ἀπό τά ὄργανά του. Καί οἱ πρῶτοι πού θά χρησιμοποιήσει εἶναι οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ λεγόμενοι φίλοι μας. Γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός ὅτι πρέπει νά ξεκοπεῖς, ἄν θέλεις νά ζήσεις χριστιανικά, καί ἀπ’ αὐτούς πού εἶναι πολύτιμοι σάν τό μάτι σου, σάν τά μάτια σου[40], σάν τό χέρι σου (τό δεξί μου χέρι, λέει). Καί σοῦ λέει ὁ Χριστός, «ἅμα σέ σκανδαλίζει τό χέρι σου, κόψτο καί βάλε ἀπό σοῦ»[41]. Βάλε ἀπό σοῦ τί θά πεῖ; Πέτα το μακριά! Μά, θά πεῖς, αὐτό εἶναι τό δεξί μου χέρι, τόν ξέρω ἀπό μικρό παιδί! Ἄς τόν ξέρεις! Ἐφόσον σέ σκανδαλίζει, σέ ἐμποδίζει νά πᾶς στόν Χριστό, αὐτό σημαίνει σκανδαλίζω, πρέπει νά τόν πετάξεις μακριά. Ὄχι νά τόν μισήσεις. Στήν καρδιά σου θά τόν ἀγαπᾶς, ἀλλά δέν θά μπορεῖς νά τόν συναναστρέφεσαι. Γιατί; Γιατί θά σέ ξαναγυρίσει στήν παλιά σου ζωή καί δέν θά σ’ ἀφήσει νά πᾶς στόν Χριστό, ἐν ὀνόματι τάχατες τῆς φιλίας καί τῆς ἀγάπης καί τῆς συγγένειεας.. Δέν ἀκοῦμε αὐτή τήν ἔκφραση πού λέει, «τί -λέει- θά χαλάσεις τήν οἰκογένειά σου γι’ αὐτά τά πράγματα;». Μάλιστα! Ὁ Χριστός αὐτό λέει: «Ἄν δέν μισήσεις τόν πατέρα σου, τήν μητέρα σου, τή γυναίκα σου, τά παιδιά σου, τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό, δέν μπορεῖς νά εἶσαι μαθητής μου»[42]. Τό εἶπε, ὅταν ὁ πατέρα σου, ἡ γυναίκα σου, ὁ ἄντρας σου σέ ἐμποδίζει νά πᾶς στόν Χριστό. Πάνω ἀπό τήν οἰκογένεια εἶναι ὁ Χριστός.

Ἐρ. : Εἴπατε ὅτι ὅταν ἀναστηθοῦμε, θά πάρουμε τά σώματά μας.

Ἀπ. : Ναί, ὁ καθένας τό δικό του. Δέν ὑπάρχει μετεμψύχωση, πού λένε οἱ ἀνατολικοί, μπαίνουμε σέ καμιά καμήλα, σέ κανένα σκύλο καί.. σαχλαμάρες!

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Τί ἡλικία θά ἔχουμε δηλαδή; Αὐτό θέλεις νά μάθεις;

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ὁ Χριστός μας τί σῶμα εἶχε μετά τήν Ἀνάσταση; Σῶμα πραγματικό, ἀλλά καί περνοῦσε μέσα ἀπό κλειστές πόρτες.. Τέτοιο σῶμα θά εἶναι. Δέν θά ἔχουμε πλέον τή δέσμευση τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς φθορᾶς. Ἄν εἶσαι ὅμως μακριά ἀπό τόν Χριστό, ἐκεῖ θά ἔχεις πιά τόν ἀφόρητο πόνο.

Αὐτά εἶναι καί λίγο τῆς περιεργείας μας.. Ἄς εἴμαστε ὅπως θέλει ὁ Θεός καί μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει.. «αὐτά πού μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «δέν μποροῦμε νά τά φανταστοῦμε πόσο ὡραῖα εἶναι»[43]. Ξεπερνᾶνε κάθε φαντασία, κάθε σκέψη!

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Τό ὅτι προγνωρίζει δέν σημαίνει ὅτι προκαθορίζει. Προγνωρίζει. Καί πάλι δέν τό λέμε σωστά, γιατί, κοιτάξτε, γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει πρό καί μετά. Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει χρόνος. Ὁ Θεός ζεῖ στήν ἀπειρία τοῦ παρόντος, νά τό ποῦμε ἔτσι καί πάλι δέν λέμε, δέν μποροῦμε νά ποῦμε.. δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε τί θά πεῖ νά μήν ὑπάρχει χρόνος, γιατί ἐμεῖς ζοῦμε μέ κατηγορίες παρόν, παρελθόν, μέλλον, ἔτσι δέν εἶναι; Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει αὐτό. Εἶναι ὅλα ἀνοιχτά μπροστά Του, τά πάντα! Μέ αὐτή τήν ἔννοια γνωρίζει φυσικά τήν ἐξέλιξή μας. Ἀλλά αὐτό δέν μᾶς ἐπηρεάζει ἐμᾶς. Δέν μᾶς ἐπηρεάζει. Εἴμαστε τελείως ἐλεύθεροι νά κινηθοῦμε ὅπως θέλεουμε. Ὁ Θεός μᾶς ἀφήνει τελείως ἐλεύθερους καί αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο Του!

Καί στό θέμα τοῦ γάμου ἤ τοῦ μοναχισμοῦ. Πολλοί ἔχουν δίλημμα, λέει, γιατί μέ ἔχει κάνει ὁ Θεός;.. μέ ἔχει κάνει γιά μοναχό, μέ ἔχει κάνει γιά ἔγγαμο; Ὁ Θεός μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους. Ὅ,τι θέλεις, γίνε. Θέλεις νά παντρευτεῖς, θέλεις νά μείνεις ἔτσι, θέλεις νά γίνεις μοναχός; Τό θέμα εἶναι νά ἁγιαστεῖς κι αὐτό εἶναι δυνατό εἴτε εἶσαι στόν γάμο εἴτε εἶσαι στό μοναστήρι εἴτε εἶσαι ἔτσι ὅπως εἶσαι μέχρι τώρα ἄς ποῦμε στόν κόσμο. Τό θέμα εἶναι νά τηρεῖς τίς ἐντολές. Ὅπου βλέπεις ὅτι πιό εὔκολα θά τίς τηρήσεις, γιά σένα, πήγαινε σ’ αὐτόν τόν δρόμο. Ποῦ γέρνει ἡ ψυχή σου, ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, πρός τά ποῦ γέρνει ἡ πλάστιγγα. Ἐκεῖ νά πᾶς. Δηλαδή μή νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει προκαθορίσει τήν πορεία μας. Αὐτό εἶναι λάθος. Αὐτό εἶναι αἵρεση, εἶναι ὁ ἀπόλυτος προορισμός, πού εἶναι καταδικασμένο στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι σωστό. Αὐτό τό ἔχουνε οἱ παπικοί, τό ἔχουνε οἱ προτεστάντες αὐτό τό πράγμα, τόν ἀπόλυτο προορισμό. Εἶναι αἵρεση αὐτό τό πράγμα. Εἶσαι προκαθορισμένος θά σωθεῖς ἤ δέν θά σωθεῖς. Ἀφοῦ δέν θά σωθεῖς, παράτα τα ὅλα ἄς ποῦμε, δέν ἔχει ἔννοια.. Ὄχι, ἐμεῖς θά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, θά ἀγωνιστοῦμε καί, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἄν ἄς ποῦμε βγεῖ μιά ἀνακοίνωση στίς εἰδήσεις ὅτι, ξέρεις, κλείσανε ὅλες οἱ θέσεις στόν παράδεισο, δέν ὑπάρχει ἄλλη θέση.. ἐμεῖς θά ἀγωνιστοῦμε πάλι! Δέν ὑπάρχει τέτοια περίπτωση δηλαδή, ἀλλά λέμε ὑποθετικά.. ἄν ἔβγαζε μιά ἀνακοίνωση ὅτι τελειώσαμε, ἔκλεισε ὁ παράδεισος, δέν ὑπάρχει ἄλλη θέση, ἐμεῖς τί θά κάναμε; Θά τό ρίχναμε στό σορολόπ (πού ἔλεγε ἡ μακαρίτισσα ἡ μητέρα μου); Δηλαδή ἄντε νά κάνουμε ὅλες τίς ἁμαρτίες; Ὄχι. Ἐμεῖς θά ἀγωνιστοῦμε νά εἴμαστε μέ τόν Θεό. Γιατί ὁ παράδεισος δέν εἶναι ἕνας τόπος, οὔτε ἡ κόλαση εἶναι ἕνας τόπος. Εἶναι ὁ τόπος τῆς ὕπαρξης μέ τόν Θεό ἤ χωρίς τόν Θεό.

Καί ὅλοι εἴμαστε γιά νά σωθοῦμε, νά ξέρετε. Καί τό γεγονός ὅτι εἴμαστε βαφτισμένοι εἶναι πάρα-πάρα πολύ σημαντικό καί μᾶς δίνει, ὄχι τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἤδη εἴμαστε μέσα στόν παράδεισο! Γι’ αὐτό καί ὅταν κάνουμε τήν λειτουργία, λέμε «εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός». Δηλαδή εἴμαστε μέσα στή βασιλεία, αὐτό πού κάναμε σήμερα, μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός καί λειτουργηθήκαμε, καί ἐγώ λειτουργήθηκα, λειτούργησα καί λειτουργήθηκα, ὁ Θεός εἶναι πού λειτουργεῖ, ὁ Χριστός εἶναι «ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος»[44].. λοιπόν, αὐτό εἶναι μία βεβαίωση τῆς σωτηρίας μας. Ζήσαμε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στή Θεία Λειτουργία. Τώρα, ὁ καθένας ὅμως προσωπικά ξέρει ἄν τό ἔζησε καί πῶς τό ἔζησε καί πόσο τό ἔζησε. Ἐμεῖς ἔχουμε τή δυνατότητα, γιατί εἴμαστε βαφτισμένοι ὀρθόδοξοι καί ἔχουμε τή μία ἀπό τίς δύο προϋποθέσεις σίγουρα γιά νά σωθοῦμε. Ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιά νά σωθοῦμε; Ὁ Χριστός τό εἶπε: «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς»[45]. Ἐμεῖς εἴμαστε βαφτισμένοι. Τή μία προϋπόθεση τήν ἔχουμε. Δέν μᾶς τήν παίρνει τίποτα. Εἴμαστε σίγουροι ὡς πρός τό ἕνα.

Τώρα τό ἄλλο εἶναι τό πρόβλημα.. Πιστεύουμε; Μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε. Ὄχι ἁπλῶς, ὅπως οἱ μασόνοι, κάποιοι πού λένε ὑπάρχει ἀνώτερη δύναμη.. Μέ τήν ἔννοια νά ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό καί νά Τόν παίρνουμε ὁδηγό στή ζωή μας. Καί νά μήν παίρνουμε κανέναν ἄλλο ὡς ὁδηγό. Ἐκεῖ εἶναι τό πρόβλημα. Ὅσο κανείς προχωράει στήν πίστη, ζεῖ σωστά, τόσο ἔχει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας πιό βέβαιη. Οἱ ἄλλοι οἱ καημένοι, πού εἶναι ἀβάφτιστοι, γι’ αὐτούς πρέπει νά νοιαζόμαστε πιό πολύ! Πόσο ἐνδιαφερόμαστε γι’ αὐτούς; Γιατί δέν ἔχουνε τό ἕνα ἀπό τά δύο. Καί φυσικά καί τό ἄλλο δέν μποροῦνε νά τό ἔχουνε σέ βαθμό σωστό καί τέλειο, ἐφόσον δέν ἔχουνε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί θά πρέπει νά νοιαζόμαστε γι’ αὐτούς. Νά κινηθοῦμε γι’ αὐτούς, νά κάνουμε ἱεραποστολή δηλαδή. Ἀλλά ἡ πρώτη ἱεραποστολή θά γίνει πρῶτα σέ μᾶς τούς ἴδιους. Γιατί λέει καί ἡ παροιμία «πᾶς γιά μαλλί καί βγαίνεις κουρεμένος»! Ἅμα ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ἔχεις ἀναγεννηθεῖ, δέν ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου, τί ἱεραποστολή νά κάνεις μετά ἔξω; Θά σέ κυριέψει τό πονηρό πνεῦμα, θά σέ διαλύσει ὁ διάβολος. Πρέπει πρῶτα νά καθαριστεῖς καί μετά νά καθαρίσεις τούς ἄλλους. «Πρῶτα νά φωτιστεῖς καί μετά νά φωτίσεις», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Βέβαια..

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Γι’ αὐτό ἔχουμε τόν πνευματικό μας πού μᾶς βοηθάει σ’ αὐτό∙ πού ἔχει διάκριση καί μᾶς βοηθάει καί στίς διαπροσωπικές σχέσεις. Ἀλλά καί αὐτά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, ὅταν τά ἔχουμε μέσα μας καί τά πιστεύουμε, μᾶς βοηθᾶνε πάρα πολύ. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς προειδοποίησε, μᾶς τά εἶπε, «θά σᾶς μισήσουν ὅλοι[46].. ἐχρθοί σας οἱ οἰκιακοί σας»[47]. Οἱ οἰκιακοί σας θά εἶναι οἱ ἐχρθοί σας! Ὁπότε τό περιμένεις μετά. Δέν σοκάρεσαι οὔτε προβληματίζεσαι. Γιατί μερικοί προβληματίζονται. Λέει, πάτερ, μήπως εἶμαι σέ λάθος δρόμο; Ἔρχονται μερικοί καί στήν ἐξομολόγηση.. ὅλοι εἶναι ἐναντίον μου! Καλά, λέω, δέν χαίρεσαι; Αὐτό εἶναι! Πρέπει νά τό περιμένεις! Ὅλοι εἶναι ἐναντίον σου! Ὅλοι σοῦ λένε ὅτι εἶσαι λάθος! Μία μοῦ ἔλεγε, μήπως μοῦ ἔχει στρίψει..; Ἐγώ, λέει, μόνο τόν Χριστό θέλω! Μόνο γιά τόν Χριστό θέλω νά μιλάω.. καί μοῦ λένε ὅτι παλάβωσα! Καί λέω, παιδί μου, ὄχι, αὐτό εἶναι τό φυσιολογικό. Ἀλλά δέν τό καταλαβαίνει ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος σέ θεωρεῖ τρελό. Ναί, λέει, μέ θεωροῦν τρελή. Ναί, λέω, ἔτσι εἶναι! Καί τρελή καί πλανεμένη καί δαιμονισμένη θά σέ ποῦνε.. Αὐτοί πού ἔχουν τό δαιμόνιο μέσα τους θά σέ ποῦνε ἐσένα δαιμονισμένη! Τόν ἴδιο τόν Χριστό Τόν εἶπαν ἔτσι! Τόν ἴδιο τόν Χριστό τόν λέγανε δαιμονισμένο, φαντάζεστε; Αὐτοί πού ἦταν δαιμονισμένοι! Γι’ αὐτό μή μᾶς ἐκπλήσσει αὐτό τό γεγονός, ὅτι ἔχουμε αὐτό τόν πόλεμο καί αὐτή τήν ἀντίδραση ἀπό γύρω μας, ἡ ὁποία, νά ξέρετε, ὅλο καί περισσότερο θά αὐξάνει, γιατί ὅλο καί περισσότερο στόν κόσμο δημιουργεῖται μία πόλωση. Εἶναι αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι καί ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι»[48]. Δηλαδή, ὁ κόσμος ὅσο πάει, γίνεται καί πιό ἀκραῖος. Ὁ κακός στήν κακία του γίνεται πιό ἀκραῖα κακός. Τό βλέπουμε καί μέ ὅλους αὐτούς τούς τσιχαντιστές καί μέ τούς τρομοκράτες κλπ. Καί ὁ ἀγαθός γίνεται πιό ἀγαθός! Γιατί ἀλλιῶς δέν θά μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ὑπάρξουμε. Πρέπει κι ἐμεῖς, ὡς ἀντιστάθμισμα τῆς μεγάλης κακίας, νά ζήσουμε ἅγια. Θέλουμε δέν θέλουμε δηλαδή, θά πρέπει νά ἁγιάσουμε καί μέ τήν ἐξωτερική αὐτή πίεση! Ὑπάρχει πόλωση∙ οἱ μέν τρέχουν σέ ἀγρυπνίες, οἱ δέ τρέχουν στά καταγώγια τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῶ, ἄς τό ποῦμε, λίγο παλιότερα ὑπῆρχε μία κατάσταση ὄχι πάλι καλή, μία χλιαρότητα θά ἔλεγα. Τώρα πᾶμε σέ μία κατάσταση πού ὁ ἄθεος γίνεται ἀντίθεος. Ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφορος, ἀλλά γίνεται πολεμικός, ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ.

Γι’ αὐτή τήν διάκριση, πού εἴπατε προηγουμένως, ὁπωσδήποτε θά μᾶς τή δώσει ὁ Θεός καί ὁπωσδήποτε πρέπει νά συμβουλευόμαστε καί τόν πνευματικό μας, γιά νά μήν μπερδευόμαστε, νά μήν ἐπηρεαζόμαστε. Ἀκόμα κι ἄν χρειαστεῖ νά μείνουμε μόνοι μας! Μπορεῖ νά χρειαστεῖ νά μείνουμε μόνοι μας ἀνθρωπίνως. Δέν πειράζει. Λέει κάπου πάλι ἡ Ἁγία Γραφή: «Μή φοβοῦ τό μικρό ποίμνιο»[49]. Βλέπετε, οἱ χριστιανοί οἱ πραγματικοί πάντα λίγοι ἦταν. Λίγοι. Ὁ παπισμός ἔχει τεράστια πλήθη, ἀλλά αὐτοί εἶναι πλανεμένοι, εἶναι μέσα στήν αἵρεση. Δέν σημαίνει ὅτι ὅπου εἶναι οἱ πολλοί, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ ἀλήθεια, ἐκεῖ εἶναι καί τό φῶς. Ὄχι. Μικρό τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ! Καί πάλι λέει ὁ Χριστός: «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός καί ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν»[50]. Λίγοι εἶναι αὐτοί πού βρίσκουνε τήν πύλη πρός τόν Χριστό, πρός τόν Θεό, τήν πύλη τοῦ Φωτός. Οἱ πολλοί εἶναι στήν πλάνη. Καί αὐτούς πού βρίσκουνε τήν πύλη, πού βρίσκουνε τόν δρόμο, τούς κατηγοροῦν αὐτούς ὡς πλανεμένους! Ἐδῶ εἶναι τώρα τό σχιζοφρενικό! Ἀλλά δέν πρέπει νά ἐπηρεαζόμαστε.

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ἐντάξει, ἔχουμε Ἑβραίους.. Ὁ Χριστός μας κατ’ ἀρχάς ἤτανε Ἑβραῖος κατ’ ἄνθρωπον. Ἡ Παναγία μας ἦταν Ἑβραία. Δέν μποροῦμε νά τά λέμε αὐτά, γιατί δέν εἶναι σωστά, ἔτσι; Τό ὅτι ὁ ἑβραϊκός λαός ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ κι αὐτό τό ξέρουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά προσέξτε, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι ἤτανε καλοί. Εἴχαμε περιόδους μάλιστα πού εἴχανε ὅλοι σχεδόν ἐκτραπεῖ. Εἴχανε γίνει εἰδωλολάτρες, ἔκαναν καί ἀνθρωποθυσίες ἀκόμα! Ἀλλά ἔχουμε καί Ἁγίους, ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, ὅλοι αὐτοί οἱ Ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δέν μποροῦμε νά τούς βάλουμε ὅλους ὅτι ἤτανε μακριά ἀπό τόν Θεό! Ἔχουμε ἀνθρώπους στήν Παλαιά Διαθήκη Ἑβραίους, πού εἴχανε φτάσει στή θέωση, εἴχανε δεῖ τόν Θεό. Εἴχανε Θεοφάνεια! Ὁ Ἀβραάμ, λέει, μιλοῦσε ὡς ἐνώπιος ἐνωπίῳ, πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Θεό! Πολύ μεγάλοι, σπουδαῖοι Ἅγιοι!

Σήμερα ὅμως, ὄντως δέν εἶναι ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ. Γιά σήμερα ἰσχύει αὐτό πού λέει αὐτή ἡ κυρία (πῶς τήν εἴπατε) ἡ ἀρχαιολόγος. Γιατί; Γιατί σήμερα, μετά ἀπό τή στιγμή πού σταύρωσαν τόν Χριστό, φυσικά ἔχασαν τή Χάρη. Καί ὁ νέος ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ ξέρετε ποιός εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ ἀπανταχοῦ τῆς γῆς, ὄχι οἱ ὀρθόδοξοι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Δέν εἶναι οἱ Ἕλληνες μόνο, ἀλλά οἱ ἀπανταχοῦ ὀρθόδοξοι ὁποιασδήποτε ἐθνικότητας. Αὐτοί εἶναι ὁ νέος λαός τοῦ Θεοῦ. Ἔχασαν τή Χάρη διότι ἀκριβῶς σταύρωσαν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό πάλι δέν σημαίνει ὅτι ἄν δέν μετανοήσουνε κι αὐτοί δέν θά σωθοῦνε. Κι αὐτοί θά σωθοῦνε. Καί σήμερα ἔχουμε ἕνα τέτοιο ρεῦμα, ξέρετε, Ἑβραίων πού γίνονται Ὀρθόδοξοι, βαφτίζονται, ὅσο κι ἄν δέν φαίνεται καί δέν ἀκούγεται αὐτό.

Πρίν 2-3 χρόνια στά Ἱεροσόλυμα, πού εἴχαμε πάει προσκύνημα, ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης μοῦ ἔδειξε ἕνα βιβλίο Ἀμερικάνου Ὀρθοδόξου πρώην Ἑβραίου, πού εἶχε βαφτιστεῖ ὀρθόδοξος. Ἔχουμε πολλές μεταστροφές. Καί αὐτό τό περιμένουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τό λέει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι μιά μερίδα -ὄχι ὅλοι- ἀπό τούς Ἑβραίους στά ἔσχατα χρόνια θά ἐπιστρέψουν. Θά ἐπιστρέψουν στόν Χριστό. Εἶναι κι αὐτό ἕνα ἀπό τά σημεῖα τῶν καιρῶν, γι’ αὐτούς πού ἐνδιαφέρονται γιά τίς προφητεῖες.

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ἔ, ὅλα σχετικά εἶναι..

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Μέ ταχύτητα βίντεο… Ναί, κοιτάξτε, νά σᾶς πῶ..

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ναί, γιά νά σοῦ δώσει ὑπερηφάνεια.

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Κοίταξε, ἐγώ δέν εἶμαι ὀνειροκρίτης. Οὔτε νά διαβάζετε ὀνειροκρίτες. Θά σᾶς πῶ τό γενικό πού λέει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, νά μήν προσέχετε κανένα ὄνειρο. Κανένα μά κανένα! Ὅσο κι ἄν σᾶς φαίνεται θεϊκό, ὅσο κι ἄν σᾶς φαίνεται ἀποκαλυπτικό. Ἡ ἀσφάλεια εἶναι νά μήν προσέχετε καθόλου τά ὄνειρα (τό ξαναλέω), διότι πολλοί πλανήθηκαν μέσω τῶν ὀνείρων, πάρα πολλοί! Πλανήθηκαν, δηλαδή πῆραν λάθος δρόμο.

Τά ὄνειρα εἶναι κατά βάση καί κυρίως καί προπάντων καί στήν πλειοψηφία τους ἀπό τόν διάβολο, πρῶτον. Δεύτερον, κάποια ὄνειρα εἶναι ἀπό τήν φύση, ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους δηλαδή, ἀπό τίς παραστάσεις πού εἴχαμε τήν προηγούμενη μέρα, τίς ἀγωνίες ἐνδεχομένως πού περάσαμε, ἤ ἀκόμα-ἀκόμα καί ἡ ἰατρική τό λέει, ἄν φάει κανείς βαριά τό βράδυ δύσπεπτα φαγητά, βλέπει ἐφιάλτες μετά, τόν κυνηγᾶνε κλπ. γιατί δυσκολεύεται νά χωνέψει. Σπανιότατα εἶναι ἀπό τόν Θεό. Σπανιότατα! Καί ἄν εἶναι ἀπό τόν Θεό, δέν θά παρεξηγηθεῖ ὁ Θεός πού δέν θά δώσουμε σημασία. Γιατί ξέρει ὅτι ὑπάρχει αὐτός ὁ φόβος πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «μετασχηματίζεται ὁ διάβολος καί σέ ἄγγελο φωτός»[51]. Καί σέ ἄγγελο φωτός! Ὁπότε ὁ κανόνας εἶναι αὐτός. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά τίποτα ἄλλο. Ἄν θέλει κάτι νά μᾶς δώσει ὁ Θεός ὡς μήνυμα, θά βρεῖ τρόπο νά μᾶς τό δώσει.

Ἡ Ἁγία Πελαγία πού βρῆκε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στήν Τῆνο, εἶδε τήν Παναγία σέ ὅραμα καί δέν ἔδωσε σημασία! Τήν ξαναεῖδε πιό ἀπειλητική, πάλι δέν ἔδωσε σημασία! Τρίτη φορά, ἀφοῦ τήν ἀπείλησε πάρα πολύ ὅτι θά πᾶς νά σκάψεις κλπ., τί ἔκανε; Δέν πῆγε νά σκάψει, ὅπως τῆς ἔλεγε ἡ Παναγία στό ὄνειρο, ἀλλά τί; Πῆγε στόν πνευματικό της. Τά εἶπε ὅλα καί μετά πῆρε τήν εὐθύνη ὁ πνευματικός καί πήγανε καί σκάψανε καί βρήκανε τήν εἰκόνα. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἀντιμετώπιση τῶν ὀνείρων, καταλάβατε;

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ἀλήθεια εἶναι αὐτά. Ἀλήθεια εἶναι καί μπορεῖ νά ἔρθουν καί σέ μᾶς. Γι’ αὐτό νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὅλα, ἀλλά χωρίς νά φοβόμαστε. Τιμή μας εἶναι νά δώσουμε καί τή ζωή μας γιά τόν Χριστό! Μεγάλη τιμή μας θά εἶναι!

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Θεωρητικά εἶναι αὐτά. Στήν πράξη ὑπάρχουνε δύο δυνάμεις πού συγκρούονται, ὁ Θεός καί ὁ διάβολος. Δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο. Καί ὁ διάβολος εἶναι -προσέξτε- ἀνθρωποκτόνος. Ἀνθρωποκτόνος θά πεῖ φονιάς. Φονιάς, αὐτό θά πεῖ ἀνθρωποκτόνος. Τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Δηλαδή, τέρπεται-χαίρεται μέ τά αἵματα. Καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά τά βάλει μέ τόν Θεό, νά σκοτώσει τόν Θεό, προσπαθεῖ νά τόν πληγώσει τόν Θεό σκοτώνοντας τά παιδιά Του, τούς ἀνθρώπους∙ παραπλανώντας τούς ἀνθρώπους, αἱματοκυλώντας τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτό εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία.

Γιατί λοιπόν γίνονται ὅλα αὐτά; Διότι ὑπάρχει αὐτό τό μίσος τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἐναντίον τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἔχουνε τόσο πολύ μανία ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Πάντοτε γινόταν αὐτό, δέν γίνεται μόνο τώρα, ξέρετε. Τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ἔχουμε 11.000.000 γνωστούς Μάρτυρες! Ἀφῆστε τούς ἄγνωστους. 11.000.000 χριστιανούς πού σφάχτηκαν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἤ παραδόθηκαν στά θηρία ἤ κάηκαν ἤ πνίγηκαν.. χίλια δυό τούς κάνανε! Εἶναι αὐτό πού εἴπαμε: «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων»[52]. Μᾶς τό ἔχει πεῖ ὁ Κύριος. Καί πάλι μᾶς εἶπε, «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμο»[53]. Πρέπει νά τό περιμένουμε, ὅτι ἐπειδή ζοῦμε μέσα στόν κόσμο, θά ἔχουμε θλίψεις. Καί μία ἀπό τίς θλίψεις εἶναι ὁ διωγμός, τό μαρτύριο. Ἐμᾶς δέν μᾶς ἦρθε ἀκόμα ἔτσι αἱματηρό, ἀλλά λίγο-πολύ ὑπάρχει.. ἡ κοροϊδία, οἱ εἰρωνίες, ὁ χλευασμός πού ἀντιμετωπίζουμε, ὁτιδήποτε χριστιανικό πού ἐμπαίζεται, τό κοροϊδεύουνε. Αὐτά τί εἶναι; Μιά μορφή διωγμοῦ δέν εἶναι; Καί μπορεῖ νά ἔρθουν καί χειρότερα. Δέν μᾶς πειράζει. Τά χειρότερα εἶναι καλύτερα δηλαδή..

Ἐρ. : ………… Ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί θά πᾶνε στήν κόλαση; Ἐκεῖ πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι θά κριθοῦνε κατά συνείδηση…..

Ἀπ. : Λοιπόν, αὐτή εἶναι μία ἐρώτηση πού τήν ἀκούω πάρα πολλές φορές. Ἡ ἀπάντηση εἶναι.. ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι Θεός, δέν θά κρίνω ἐγώ τόν κόσμο, ἔτσι; Αὐτή τήν ἐρώτηση πρέπει νά τήν κάνουμε στόν Θεό. Ἀλλά καί πάλι δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο τί θά κάνει ὁ Θεός μέ ὅλους αὐτούς. Ἐγώ θά ἔλεγα νά ρωτήσουμε γιά μᾶς: Ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἄραγε; Ἐκεῖ εἶναι τό πρόβλημα.

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Σᾶς εἶπα, ἡ στάση μας… Φυσικά, τούς σεβόμαστε ὡς εἰκόνες Θεοῦ. Ὅλοι αὐτοί οἱ λαοί, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή ὁ καθένας ἀπ’ αὐτούς, τούς ἀβάφτιστους, εἶναι εἰκόνα Θεοῦ! Ἔχουν τό κατ’ εἰκόνα. Προσέξτε τί δέν ἔχουν∙ τό καθ’ ὁμοίωση. Ἔχει χαθεῖ τό καθ’ ὁμοίωση. Τί εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση; Ἡ δυνατότητα νά μοιάσουμε στόν Θεό, τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή. Αὐτό δέν ἔχουνε. Αὐτό τό πήραμε ἐμεῖς μέ τό βάφτισμα. Γι’ αὐτό σᾶς λέω, εἴμαστε προνομιοῦχοι μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἀλλά καί ὑποψήφιοι γιά μεγαλύτερη καταδίκη. «Σ' αὐτόν πού δόθηκε πολύ, θά ζητηθεῖ καί πολύ»[54].

Λοιπόν, δέν ἔχουν τό καθ’ ὁμοίωση, ἔχουν τό κατ’ εἰκόνα, εἶναι σεβαστοί. Ἔχουν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Φυσικά μέ σεβασμό. Ἀλλά καί μέ ἀγάπη καί μέ πόνο καί μέ τήν εἰλικρίνεια νά τούς τό ποῦμε ὅτι δέν εἶσαι στόν σωστό δρόμο.

Σήμερα ἡ μεγαλύτερη αἵρεση εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Ξέρετε γιατί; Διότι, τί λέει ὁ Οἰκουμενισμός; «Δέν χρειάζεται νά βαφτιστεῖτε.. ὅπως εἶστε θά σωθεῖτε.. μείνετε ἐκεῖ πού εἶστε.. τόν ἴδιο Θεό πιστεύουμε..». Τούς λέμε ψέματα δηλαδή! Τούς λένε οἱ Οἰκουμενιστές. Ἐμεῖς δέν τά λέμε. Ὀφείλουμε ἀπό ἀγάπη, ἄν τούς ἀγαπᾶμε πραγματικά, καί πρέπει νά τούς ἀγαπᾶμε, νά τούς ποῦμε ὅτι δέν εἶστε στόν σωστό δρόμο.. οἱ θεοί σας εἶναι δαίμονες! «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν δαιμόνια»[55]. Τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Δέν εἶναι ὁ ἴδιος θεός ὁ Μωάμεθ καί ὁ θεός τῶν μουσουλμάνων καί ὁ Βούδας καί ὁ Ζαρατούστρας, ὅπως λένε οἱ Οἰκουμενιστές, ὅτι ὅλοι στόν ἴδιο θεό, ἁπλῶς δίνουμε ἄλλα ὀνόματα.. Αὐτό εἶναι ψέμα! Ἀλλοίμονο, ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα! Τότε γιατί ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ; Δέν χρειαζόταν νά ἔρθει ὁ Χριστός στή γῆ∙ μᾶς ἀρκοῦσε ὁ Δίας, ἔτσι δέν εἶναι; Ἀφοῦ ὅλοι οἱ θεοί εἶναι τό ἴδιο.. Δέν εἶναι καθόλου τό ἴδιο! Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὅλα τά ἄλλα εἶναι δαιμόνια. Αὐτό ὀφείλουμε νά τό ποῦμε, καταλάβατε; Πού σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νά ἀντιστρατευτοῦμε στόν Οἰκουμενισμό, πού λέει ὅτι δέν πειράζει.. καί μή μιλᾶς γιατί θά σέ σφάξει ὁ μουσουλμάνος.. Ἅμα λέγανε ἔτσι καί οἱ Ἀπόστολοι, σήμερα θά ἤμαστε μέ τόν Δία ἀκόμα!

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ἔτσι, πολύ καλά κάνατε. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά πηγαίνουμε οὔτε στούς μικτούς γάμους, πού πηγαίνουνε καί παντρεύονται σέ παπικές ἐκκλησίες, ὅλα αὐτά. Γιατί κι αὐτοί, οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες, ἄς λέγονται χριστιανοί, δέν εἶναι χριστιανοί πραγματικοί. Εἶναι αἱρέσεις χριστιανικές. Δέν εἶναι στόν σωστό δρόμο. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς λέμε, δέν πειράζει, ἄς πᾶμε, ἀφοῦ παντρεύεται τό παιδί μου, παντρεύεται ἡ ἀνιψιά μου.. Ὄχι. Δέν εἶναι γάμος κατ’ ἀρχάς αὐτό πού κάνουνε. Εἶναι μία κωμωδία. Ὀφείλουμε ἀπό ἀγάπη δηλαδή νά ἀντισταθοῦμε σέ ὅλους αὐτούς πού μᾶς λένε ὅτι ὅλοι τό ἴδιο εἶναι.. ὅλοι τό ἴδιο πιστεύουμε.. κι αὐτοί χριστιανοί εἶναι κι αὐτοί θά σωθοῦνε, ἁπλῶς τόν θεό τους τόν λένε Βούδα, τόν λένε Μωάμεθ κ.λ.π. Εἶναι μεγάλη πλάνη.

Καί τό τρίτο πού πρέπει νά κάνουμε ἀπέναντι σ’ αὐτούς, ἤ μᾶλλον τό πρῶτο, νά ἁγιαστοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Νά ἁγιαστοῦμε, γιατί ὁ δικός μας ὁ ἁγιασμός βοηθάει καί αὐτούς. Ἐπειδή ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ἐπειδή ἔχουμε τήν ἴδια φύση, εἴμαστε συνδεδεμένοι. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅσο ἁγιάζεται ὁ καθένας ἀπό μᾶς, ἁγιάζεται καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὅσο ἁμαρτάνουμε καί χειροτερεύουμε ἐμεῖς, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα κατεβαίνει, καταπίπτει. Ἐπηρεάζουμε τούς πάντες καί ἐπηρεαζόμαστε. Καί ἐδῶ εἶναι ὁ ἀγώνας νά ἀντισταθοῦμε στήν κακή ἐπιρροή πού ἀσκεῖ ὁ κόσμος ἐπάνω μας, νά ἀντισταθοῦμε στό κοσμικό πνεῦμα.

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Κοιτάξτε, ὁ κάθε ἄνθρωπος -γιά τήν συνείδηση πού εἴπατε- ἔχει τήν συνείδησή του, ἔτσι; Ἡ συνείδηση εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀκούει τήν συνείδησή του, καί αὐτοί ἔχουν συνείδηση οἱ ἀβάφτιστοι, ἔχουν! Ὅλοι ἔχουν συνείδηση, πού τούς λέει ὅτι, ξέρεις, τό νά πάρεις -μέ συγχωρεῖτε- τήν γυναίκα τοῦ ἄλλου, εἶναι ἁμαρτία. Εἶναι ἁμαρτία, εἶναι λάθος, εἶναι κακό. Τό ξέρει. Τό νά πάρεις τό αὐτοκίνητο τοῦ ἄλλου, εἶναι ἁμαρτία. Νά πάρεις τή ζωή τοῦ ἄλλου κλπ. Λοιπόν, ἄν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε τήν συνείδησή τους, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μή βροῦνε τόν Θεό. Τόν ἀληθινό Θεό, ἔτσι; Τήν Ὀρθοδοξία.

Τό ἔχω πεῖ πολλές φορές σάν παράδειγμα, μέ ἕνα παιδί πού εἶχα γνωρίσει ἀπό τό Ἰράκ, πού ἤτανε φυλακισμένος ἄδικα. Ἤτανε συμβολαιογράφος καί τόν πιέζανε διάφορα κυκλώματα ἐκεῖ νά κάνει μία ἀτιμία. Καί λέει, ἐγώ δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό. Μουσουλμάνος ἦταν αὐτός. Δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό, διότι ἔχω δώσει ὅρκο ὅτι θά εἶμαι τίμιος. Λειτουργοῦσε ἡ συνείδησή του. Τόν φυλάξανε, βγῆκε γιά λίγο τότε πού ἔγινε ὁ πόλεμος στό Ἰράκ καί μετά τόν ξανάπιαναν. Καί ὁ ἄνθρωπος μέ τά πόδια ἔφυγε καί πῆγε Συρία, Τουρκία καί ἦρθε στήν Ἑλλάδα, στή Θεσσαλονίκη καί ἀμέσως βαφτίστηκε. Μέ τό πού ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη, ἀμέσως! Ἀγκάλιασε τόν Θεό, γιατί κατάλαβε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πῶς τό κατάλαβε; Ἐπειδή λειτουργοῦσε ἡ συνείδησή του, ὁ νοῦς του εἶχε μιά κάθαρση καί διέκρινε τό σωστό. Ὁ νοῦς μας σκοτίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί γι’ αὐτό δέν βλέπουμε τό σωστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκούει τήν συνείδησή του, βρίσκει τήν ἀλήθεια σιγά-σιγά.

Κι αὐτοί λοιπόν ὅλοι ἐκεῖ, πού εἴπατε ὅτι δέν γνώρισαν τόν ἀληθινό Θεό, γιατί δέν Τόν γνώρισαν; Νά σᾶς τό πῶ πολύ ἁπλά; Διότι δέν Τοῦ ἀνοίγουν. Δέν ἀκοῦν τήν συνείδησή τους δηλαδή. Γιατί λέει στήν Ἀποκάλυψη ὁ Θεός: «ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύρα καί κρούω»[56]. Ὁ Χριστός δέν κρούει; Σέ ποιούς κρούει; Μόνο σέ μᾶς τούς ὀρθόδοξους; Στούς μουσουλμάνους, στούς βουδιστές δέν κρούει; Σέ ὅλους κρούει. Ἀλλοίμονο! Μήπως δέν προλαβαίνει, γιατί εἶναι πολλοί; Τί Θεός εἶναι τότε; Ὅλους προλαβαίνει καί τούς χτυπάει τήν συνείδησή τους, τούς χτυπάει τήν καρδιά τους διά τῆς συνειδήσεως καί τούς λέει «ἀνοίξτε Μου». Ὅποιος Τοῦ ἀνοίξει, δέν ὑπάρχει περίπτωση, θά βρεῖ τόν τρόπο νά γίνει ὀρθόδοξος χριστιανός. Κι ἄν δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος νά τόν διδάξει, θά στείλει ἄγγελο. Καί ὁ Ἴδιος ἀκόμα θά τοῦ φανερωθεῖ! Ἔχουμε καί τέτοιες περιπτώσεις.

Ἑπομένως, τό πρόβλημα δέν εἶναι στόν Θεό, εἶναι σέ μᾶς. Ἄν ἐμεῖς θέλουμε καί ἀνοίγουμε στόν Χριστό, δέν ὑπάρχει περίπτωση καί βουδιστές καί ὁτιδήποτε νά εἴμαστε καί νά γεννηθήκαμε, θά βροῦμε τόν δρόμο. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει κι ἐμεῖς νά κάνουμε τό ἀνθρώπινο. Εἴμαστε ἐμεῖς ὀρθόδοξοι, βολευτήκαμε μιά χαρά, ἔχουμε τίς προϋποθέσεις καί δέν νοιαζόμαστε γιά τούς ἄλλους.. Θά πρέπει νά νοιαστοῦμε γιά ὅλους αὐτούς, ἀνθρωπίνως θά πρέπει νά κινηθοῦμε κι ἐμεῖς. Γι’ αὐτό ὑπάρχει τό ρητό «ἅμα χριστιανός, ἅμα ἱεραπόστολος». Ἔγινες χριστιανός; Γίνεσαι καί ἱεραπόστολος αὐτόματα!

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Α΄Τιμ. 2, 4.

[4] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

[8] Ρωμ. 8, 35.

[9] Α΄Ἰωάν. 1, 5.

[10] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[11] Ματθ. 10, 30.

[12] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Α΄Ἰωάν. 4, 16.

[16] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[17] Γαλ. 2, 20.

[18] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[19] Ὅ.π.

[20] Ὅ.π.

[21] Ματθ. 25, 46.

[22] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[23] Ἰωάν. 20, 22-23.

[24] Πρβλ. Ματθ. 6, 15.

[25] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[26] Ὅ.π.

[27] Ὅ.π.

[28] Α΄Ἰωάν. 4, 18.

[29] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[30] Α΄Ἰωάν. 4, 1.

[31] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[32] Ὅ.π.

[33] Ρωμ. 7, 23.

[34] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[35] Ὅ.π.

[36] Ὅ.π.

[37] Α΄Ἰωάν. 4, 18.

[38] Ματθ. 10, 22.

[39] Ματθ. 10, 36.

[40] Πρβλ. Ματθ. 5, 29.

[41] Ματθ. 5, 30.

[42] Λουκ. 14, 26.

[43] Α΄Κορ. 2, 9.

[44] Εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ.

[45] Μάρκ. 16, 16.

[46] Ματθ. 10, 22.

[47] Ματθ. 10, 36.

[48] Ἀποκ. 22, 11.

[49] Λουκ. 12, 32.

[50] Ματθ. 7, 14.

[51] Β΄Κορ. 11, 14.

[52] Ματθ. 10, 22.

[53] Ἰωάν. 16, 33.

[54] Λουκ. 12, 48.

[55] Ψαλμ. 95, 5.

[56] Ἀποκ. 3, 20.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου