Σελίδες

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Οἱ ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες, ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ἅγιος Σιλουανός, 15ο μέρος. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης




Συνεχίζουμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν Ἅγιο Σιλουανό. Καί σήμερα ἔχουμε μερικά μικρά κεφάλαια, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου καί στή ζωή του. Ἕνα κεφάλαιο εἶναι γιά τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Καί λέει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε πολύ τίς μακρές ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες στόν ναό, μέ τόν ἀπέραντο πλοῦτο σέ πνευματικό περιεχόμενο»[1]. Ὅπως γνωρίζουμε ἦταν στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στό Ἅγιον Ὄρος καί οἱ ἀκολουθίες οἱ ἁγιορείτικες εἶναι μακρές. Καί ἀκόμα πιό μακρές εἶναι οἱ ἀγρυπνίες. Μπορεῖ νά κρατᾶνε καί ἕξι καί ἑφτά καί δέκα καί δώδεκα ὧρες καί δεκαπέντα ὧρες καμιά φορά! Καί βέβαια ἐκεῖ μέσα ὁ ἄνθρωπος καί ἀσκεῖται καί κουράζεται καί καταπονεῖται, ἀλλά καί μπορεῖ καί κάνει τήν νοερά προσευχή καί ἀνεβαίνει μέ τόν νοῦ του στόν Θεό, καί ἀγρυπνεῖ δηλαδή ἀποκομίζοντας μεγάλη ὠφέλεια.

Ὁ Ἅγιος Σιλουανός «τιμοῦσε -πολύ- τό ἔργο τῶν ψαλτῶν καί τῶν ἀναγνωστῶν καί προσευχόταν πολύ γι αὐτούς, παρακαλώντας τόν Θεό νά τούς βοηθάει, ἰδιαίτερα στίς ὀλονύχτιες ἀγρυπνίες»[2]. Γιατί βέβαια στίς ἀγρυπνίες οἱ ψάλτες σηκώνουν πολύ μεγάλο βάρος, πολλή κούραση καί χρειάζονται ἐνίσχυση ἀπό τίς προσευχές μας. Σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Μονῆς οἱ ὀλονύκτιες ἀγρυπνίες εἶναι 66, τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Δηλαδή κάνανε τόν χρόνο 66 ἀγρυνίες ὀλονύκτιες.

«Παρόλη ὅμως τήν ἀγάπη του γιά τήν μεγαλοπρέπεια, τήν ὀμορφιά καί τήν μουσική τῶν ἀκολουθιῶν, ἔλεγε πώς καθορίστηκαν βέβαια μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά κατά τήν μορφή τους ἀποτελοῦν ἀτελή προσευχή καί δόθηκαν στόν λαό γιατί ἀναλογοῦν στίς δυνάμεις ὅλων καί εἶναι ὠφέλιμες γιά ὅλους»[3]. Ἐδῶ ἄς σταθοῦμε λίγο. Γιατί ἄραγε λέει ὁ Ἅγιος ὅτι εἶναι ἀτελής προσευχή ἡ ἀγρυπνία καί γενικότερα οἱ ἀκολουθίες πού ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ λεγόμενη «λογική λατρεία» μέ ψαλμωδίες; Διότι βεβαίως ἡ ἀνώτερη λατρεία, ἡ τέλεια λατρεία εἶναι ἡ καρδιακή, ἡ λεγόμενη νοερά λατρεία, ἡ ὁποία γίνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἐκεῖ κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει κάνει καί τήν καρδιά ναό. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει φτάσει στά ὑψηλότερα σκαλοπάτια τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἐπιδίωκαν αὐτό τό πράγμα καί μᾶς τό δίδασκαν, ὅτι θά πρέπει νά γίνουμε ἐμεῖς ναός τοῦ Θεοῦ, ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί δέν τό λένε μόνο οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό λέει, τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί στήν Ἁγία Γραφή τό λέει, ὅτι πήραμε τήν ἐξουσία μέ τό ἅγιο βάφτισμα νά γίνουμε τέκνα Θεοῦ καί νά γίνουμε καί ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν νοερά προσευχή, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, φθάσει νά ἀκούει μέσα του τήν φωνή αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐπικαλεῖται τόν Πατέρα, φωνάζει στόν Πατέρα «ἀββά ὁ Πατήρ»[4], ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁ φωτισμός, τό δεύτερο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, στήν τελειότερη μορφή του, αὐτή ἡ αὐτενεργοῦσα νοερά προσευχή τῆς καρδιᾶς, κατά τήν ὁποία ὁ χριστιανός ἀκούει τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται μέσα του. Καί αὐτή εἶναι ἡ τέλεια προσευχή.

Ἡ λογική λατρεία, εἶναι ἡ λατρεία, ἡ προσευχή πού κάνουμε μέ τόν λόγο, τόν προφορικό λόγο, τόν ἔναρθρο λόγο, καί ἡ ὁποία βεβαίως παρακολουθεῖται ἀπό τήν διάνοια, ἀπό τήν σκέψη, ἀπό τόν νοῦ. Μιλᾶμε, ψέλνουμε, διαβάζουμε προσευχές καί αὐτό βεβαίως εἶναι πάλι προσευχή, ἀλλά εἶναι ἀτελής προσευχή, γιατί πολλές φορές ὁ νοῦς φεύγει, δέν παρακολουθεῖ τά λεγόμενα∙ καί ἡ καρδιά ἐπίσης μπορεῖ νά εἶναι ἀλλοῦ καί νά μήν εἶναι στόν Θεό καί στήν ἀγάπη στόν Θεό. Λοιπόν, ἡ τέλεια προσευχή εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν καρδιά του, νοερῶς, προσεύχεται στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἄν διαβάσουμε στό Γεροντικό, θά δοῦμε ὅτι δέν ἐπικροτοῦσαν τήν ψαλμωδία. Καί ὅταν ἄρχισε νά διαδίδεται ἡ ψαλμωδία, οἱ Γεροντάδες ἀντέδρασαν. Λέει μιά ἱστορία στό Γεροντικό, γιά κάποιον πού πῆγε στήν πόλη, ἔφυγε ἀπό τό κελί του γιά κάποια ἐργασία, καί γύρισε στό κελί του καί ἀνέφερε στόν Γέροντά του τί ἐμπειρίες εἶχε ἀπό τήν πόλη. Καί τοῦ εἶπε, ὅτι ἐμεῖς, Γέροντα, πλέον ἐδῶ δέν κάνουμε τίποτα.. νά δεῖς τί ὡραῖα πού ψέλνουνε οἱ ἄνθρωποι στίς πόλεις μέσα στίς ἐκκλησίες, τί ὡραία μουσική ἔχουνε! Ὁ Γέροντας δέν ἐνθουσιάστηκε καθόλου καί τοῦ εἶπε ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἡ σωστή προσευχή, ἡ τέλεια προσευχή∙ εἶναι ἀτελής προσευχή καί δίδεται κατ’ οἰκονομία. Ἡ Ἐκκλησία τήν παραχωρεῖ αὐτή τήν προσευχή, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουνε μάθει τήν νοερά καρδιακή προσευχή, μέ τήν ὁποία κατεξοχήν λατρεύεται ὁ Θεός. «Πνεῦμα ὁ Θεός, καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν»[5]. Ἀλλά μέχρι νά φτάσουμε στήν νοερά λατρεία, χρειάζεται καί αὐτή, ἡ λογική λατρεία, γι’ αὐτό καί τήν κάνουμε.

Ὁ Ἅγιος λοιπόν τό ἔλεγε αὐτό καί ἤτανε ὁπωσδήποτε σύμφωνος, καί εἶναι σύμφωνος μέ τό ὅλο πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. ««Ὁ Κύριος», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «μᾶς ἔδωσε τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες μέ τήν ψαλμωδία, γιατί εἴμαστε ἀδύνατα παιδιά»[6].

Ἀκόμα μία μικρή παρένθεση.. Πῶς ἄρχισε ἡ ψαλμωδία νά μπαίνει στήν Ἐκκλησία; Ἀπό τόν Ἄρειο! Ἀπό τόν αἱρετικό Ἄρειο, ὁ ὁποῖος διέδιδε τίς ἰδέες του τίς αἱρετικές μέ ψαλμωδίες, μέ τραγούδια δηλαδή τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐπειδή εἶδαν ὅτι πολύ ἐπηρεάζει μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἄρειος, σκέφτηκαν ὅτι γιατί νά μήν χρησιμοποιήσουμε κι ἐμεῖς τή μουσική γιά νά διαδώσουμε τίς ὀρθόδοξες θέσεις στόν λαό; Γι’ αὐτό θά δεῖτε πώς ἔχουμε πάρα πολλά τροπάρια, κανόνες, πού εἶναι δογματικοί. Καί μιλᾶνε δηλαδή γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά τό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως, γιά τό ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, γιά τό ὅτι ἡ Παναγία μας εἶναι Θεοτόκος. Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἁπλῶς γιά νά τά λέμε, ἀλλά εἶναι καί μία ἀντίκρουση, ἕνας ἀντιπερισπασμός στούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ἀντίθετα τραγουδάκια, βλάσφημα ὅμως, μέ ὄχι ἀληθινό δογματικό περιεχόμενο.

«Ὁ Κύριος», λοιπόν, «μᾶς ἔδωσε τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες μέ τήν ψαλμωδία, γιατί εἴμαστε ἀδύνατα παιδιά. Ἀκόμα δέν ξέρουμε νά προσευχόμαστε, ὅπως πρέπει, καί ἔτσι ἡ ψαλμωδία ὠφελεῖ ὅλους», προσέξτε τί λέει ὅμως, «ὅσους ψάλλουν μέ ταπείνωση». Καί σήμερα, ἔλεγε ἕνας Γέροντας, σπάνια νά βρεῖς ψάλτη μέ ταπείνωση! Σπάνιο πράγμα! Βλέπετε, πῶς ὁ διάβολος μᾶς κλέβει, καί παρόλο πού παραχωρήθηκε ἡ ψαλμωδία, πάλι βάζει νά ψέλνουμε μέ ὑπερηφάνεια καί χάνουμε πάλι τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ δηλαδή, γιατί δουλεύουμε στά πάθη μας. «Εἶναι καλύτερο, ὅταν ἡ καρδιά μας γίνεται ναός τοῦ Κυρίου καί ὁ νοῦς θρόνος Του», λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Καλύτερο καί ἀνώτερο. Καί εἶναι αὐτό πού θέλουμε, αὐτό πού πρέπει νά ἐπιδιώκουμε. «Ἀκόμα ἔλεγε, πώς ὁ κόσμος ὅλος μεταβάλλεται σέ ναό τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ριζώσει στά βάθη τῆς καρδιᾶς»[7]. Τότε ὅλος ὁ κόσμος μεταβάλλεται σέ ναό τοῦ Θεοῦ! Ὅταν ριζώσει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή στήν καρδιά καί γίνει αὐτενεργοῦσα, τότε πράγματι γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλου τοῦ κόσμου.

Τώρα βλέπουμε καί ἕνα ἄλλο φαινόμενο -τό ἔχω πεῖ- καί μέσα στήν Λατρεία, μέσα στήν ἐκκλησία, πού κάποιοι χριστιανοί, ἐνῶ ὑπάρχουνε οἱ ψάλτες, ψέλνουνε κι αὐτοί. Καί αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό, γιατί διασποῦν τούς ὑπόλοιπους. Μπορεῖ νά ἐνθουσιάζεται κάποιος, νά θέλει νά πεῖ.. ἀλλά δέν πρέπει. Ἐφόσον ὑπάρχει ὁ ψάλτης, ἡ ὁμάδα τῶν ψαλτῶν, πρέπει νά ἔχουμε σιωπή, γιατί γίνεται μία διάχυση. Ἀφήνω πιά τά κινητά καί ὅλα αὐτά πού χτυπᾶνε καί στίς ἱερότερες ὧρες.. Καί εἶναι φοβερό αὐτό τό πράγμα. Γιατί αὐτό εἶναι ἁμαρτία ὄχι μόνο στόν Θεό, βεβαίως κατεξοχήν στόν Θεό, ἀλλά καί στούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐκείνη τήν ὥρα προσπαθοῦν νά προσευχηθοῦνε κι ἐσύ ἀφήνεις τό κινητό σου ἀνοιχτό νά χτυπήσει! Καί μερικοί μάλιστα οὔτε κἄν τό κλείνουνε.. τρέχουνε κραδαίνοντας τό κινητό γιά νά ἀπαντήσουν κιόλας! Ἔκανες πού ἔκανε τό ἕνα λάθος, κλεῖστο ἐπιτέλους! Πρέπει ν’ ἀπαντήσεις κιόλας; Καί ἀναστατώνουν ὅλη τήν Λατρεία, τό ὁποῖο εἶναι πράγμα, νά ξέρετε, πού μπορεῖ νά ἐπέμβει καί ἡ Ἀστυνομία ἀκόμη, (νά τό ποῦμε ἔτσι νομικά). Δέν ἐπιτρέπεται νά δημιουργεῖς ἀταξία μέσα στήν Λατρεία. Ἀλλά δέν θέλουμε νά ἐνεργοῦμε ἔτσι, πρέπει μόνοι μας νά τό καταλάβουμε τί ζημιά κάνουμε. Ὁπότε θέλω νά τό προσέξουμε κι ἐμεῖς ἐδῶ πέρα. Δέν θέλω νά σᾶς κουράζω, συνέχεια σᾶς τό λέω.. ἀλλά πρέπει νά τό καταλάβουμε! Βέβαια ἔρχονται καί μερικοί πρώτη φορά, ἀλλά κι ἐσεῖς πού τό ξέρετε, νά τούς τό λέτε, νά μήν μουρμουρίζουν μέσα στήν ἐκκλησία, δέν εἶναι ὡραῖο, ὅταν ψάλλουν οἱ ψάλτες ἤ ὅταν λέει ὁ ἱερέας. Μερικοί λένε καί τά τοῦ ἱερέως! Καί τό ἄλλο, νά φροντίζουν νά ἔχουν κλειστό τό κινητό τους. Γιατί δυστυχῶς, τήν ὥρα πού ἐσύ εἶσαι στήν ἐκκλησία, κάποιοι ἄλλοι εἶναι ἀπ’ ἔξω καί κοιμοῦνται, ἤ δέν ξέρω στό σπίτι, καί ἐκείνη τήν ὥρα τούς ἔρχεται νά πάρουν τηλέφωνο.

Ὁπότε θέλει προσοχή στήν Λατρεία. Ἔχουμε πού ἔχουμε ἀτελή Λατρεία. Εἴπαμε, εἶναι ἡ λογική λατρεία μέ τίς ψαλμωδίες. Ἐμεῖς τήν κάνουμε ἀκόμα πιό ἀτελή καί πολύ λειψή, γιά νά μήν πῶ ὅτι γίνεται ἁμαρτία τελικά! Καί ἐπιτέλους, ἄν κάποιος νομίζει ὅτι πρέπει νά ἔχει ἀνοιχτό τό κινητό του, ἄς μήν μπαίνει μέσα στήν ἐκκλησία. Ἄς κάθεται ἀπ’ ἔξω, νά περιμένει νά χτυπήσει τό κινητό του. Τί νά ποῦμε πιά;..

«Γιά τήν ἐξομοίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό: Πολλά ἔλεγε καί ἔγραψε ὁ Γέροντας γιά τήν ὁμοιότητα μέ τόν Χριστό, πού ἔχουν ὅσοι τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐξομοίωση μέ τόν Χριστό μπορεῖ νά εἶναι μεγαλύτερη ἤ μικρότερη, χωρίς ὅμως νά ἔχει ὅρια»[8]. Αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τώρα, ὅτι ὁ χριστιανός δηλαδή ὁμοιάζει μέ τόν Χριστό καί ὀφείλει νά ὁμοιάσει ὅσο γίνεται περισσότερο καί δέν ὑπάρχει ἕνα στόπ θά λέγαμε σ’ αὐτή τήν προσπάθεια.

«Ἔλεγε ὁ Γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός: «Τόσο ἀγάπησε ὁ Κύριος τό δημιούργημά Του, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό. Καί θυμόταν τότε τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[9]»[10], στήν Α΄ καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου. Θά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν πότε καί πῶς καί γιατί; Διότι, λέει, θά Τόν δοῦμε ὅπως εἶναι. Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, πού στήν παροῦσα ζωή εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τί κάνει; Ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Καί ἡ πρώτη θέα, τό πρῶτο ἄκτιστο Φῶς πού βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε, εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀρχίζει νά μετανοεῖ, τί κάνει οὐσιαστικά; Ἀρχίζει νά ὁμοιάζει μέ τόν Χριστό. Λίγο, λίγο, λίγο, ὅσο βαθαίνει ἡ μετάνοια, τόσο πιό πολύ μορφώνεται ὁ χαρακτήρας τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο. Ὅπως ἕνας ζωγράφος πού σιγά-σιγά βάζει πινελιές καί σιγά-σιγά φτιάχνει τό πορτραίτο, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἐν μετανοία φτιάχνει μέ πινελιές σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἐξομοιώνεται μέ τόν Χριστό.

«Πάρα πολύ ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν»[11]». Πάτερ μου, -εἶναι ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ μας-, παρακαλεῖ τόν Θεό Πατέρα καί λέγει, θέλω αὐτούς πού Μοῦ ἔδωκες, νά εἶναι ὅπου εἶμαι καί Ἐγώ. Βλέπετε, ὁ Χριστός μας δέν εἶναι φθονερός, νά πεῖ, αὐτό πού ἔχω, τό κρατάω μόνο γιά Μένα.. Θέλει αὐτό πού ἔχει Ἐκεῖνος, νά τό ἔχουμε κι ἐμεῖς, τήν δόξα πού ἔχει Ἐκεῖνος, νά τήν ἔχουμε κι ἐμεῖς∙ νά εἶναι ὅλος ὁ κόσμος ἐκεῖ πού εἶναι κι Αὐτός, γιά νά θεωροῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Θέλει ὁ Θεός δηλαδή νά μᾶς κάνει θεούς. Αὐτό θά πεῖ ἐξομοίωση μέ τόν Θεό, γίνεσαι καί ἐσύ θεός κατά χάρη.

«Νά θεωρεῖς αὐτή τήν δόξα, χωρίς νά μετέχεις σέ αὐτήν, εἶναι ἀδύνατον. Γι' αὐτό ἡ φράση, «ἶνα θεωρωσι τήν δόξαν τήν Ἐμήν»[12], σημαίνει νά δοθεῖ καί σέ αὐτούς ἡ δόξα αὐτή»[13]. Καί αὐτή εἶναι ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ, νά παίρνουμε αὐτή τήν Χάρη, αὐτή τήν δόξα πού ἔχει καί ὁ Ἴδιος. Βλέπουμε οἱ Ἅγιοι, πού ἔχουν γύρω ἀπό τό κεφάλι τους τό φωτοστέφανο, αὐτό δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ δόξα, ἡ δόξα τῶν Ἁγίων, ἡ Χάρη τῶν Ἁγίων πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια δόξα εἶναι καί τῶν Ἁγίων καί τοῦ Θεοῦ. Καί θά λέγαμε ἡ μεγαλύτερη «χαρά» τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς ἐκπλήρωσαν τό θέλημά Του καί πῆραν τήν δόξα Του. Χωρίς ὁ Ἴδιος νά χάνει κάτι, δίνει καί στούς ἀνθρώπους τήν δόξα Του. Καί εἶναι μεγάλη περιφρόνηση νά μᾶς δίνει ὁ Θεός τήν Θεότητά Του καί ἐμεῖς ν’ ἀδιαφοροῦμε καί νά κάνουμε καί τά ἀντίθετα, νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιά νά μήν πάρουμε αὐτή τήν δόξα, ἤ νά τήν ἀπενεργοποιήσουμε! Γιατί μᾶς τήν δίνει δωρεάν στό βάφτισμα καί ἐμεῖς ἀντί νά τήν κρατοῦμε σέ κατάσταση ἐνεργό, τήν ἀπενεργοποιοῦμε μέ τίς ἁμαρτίες.

«Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»[14] καί ὡς ἀπέραντη ἀγάπη θέλει νά δώσει ὅλο τόν Ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο». Λέει πολύ ὡραῖα ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὅ,τι καί ὁ Θεός πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητας. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Θεός τά δίνει στόν ἄνθρωπο, ἐκτός ἀπό τήν οὐσία Του, ἡ ὁποία βεβαίως δέν δίνεται, γιατί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δυνατόν. «Ἐγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς»[15]». Ἀλλά τήν δόξα πού Μοῦ ἔδωσες, λέει στόν Θεό Πατέρα, τήν ἔδωσα σ’ αὐτούς, στούς ἀνθρώπους. Ἡ δόξα εἶναι ἀκριβῶς ἡ Θεότητα, ἡ Θεία Χάρις, ἡ Θεία ἐνέργεια. Καί ὅταν θά δοθεῖ αὐτή ἡ δόξα στούς ἀνθρώπους, τότε, παρόλο πού ὁ ἄνθρωπος μένει στήν οὐσία του κτίσμα», πάντα παραμένουμε κτίσματα, «γίνεται ὅμως θεός κατά χάρη, δηλαδή δέχεται τήν μορφή τῆς Θείας ὑπάρξεως»[16] καί ἀποκτάει δηλαδή ὄχι τήν οὐσία, ἀλλά μετέχει στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀγάπη. Πᾶς κοντά σ’ ἕναν ἅγιο καί εἰσπράττεις αὐτή τήν ἀγάπη καί νιώθεις τόσο πολύ ὡραῖα, τόσο πολύ ἄνετα! Καί λές, πῶς μ’ ἀγαπάει αὐτός ὁ ἄνθρωπος τόσο πολύ; Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού κατοικεῖ σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός μετέχει δηλαδή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί αὐτή τήν ἴδια ἐνέργεια ἔχει κι αὐτός καί νιώθεις κοντά του, ὅπως θά ἔνιωθες κοντά στόν Θεό, καί ἀναπαύεσαι ὅπως θά ἀναπαυόσουνα κοντά στόν Θεό.

«Γι’ αὐτό τό θέμα δέν ἀγαπᾶ νά μιλᾶ οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή, διατηρώντας μιά συνετή αὐτοσuγκράτηση. Γιατί; Ἴσως γιατί διεγείρεται ἡ φαντασία τῶν ἀκροατῶν καί ὀνειροπωλοῦν ἀνεβαίνοντας σέ νεφελώδη ὕψη, λησμονώντας ἤ ἀγνοώντας πώς ὁ Θεός εἶναι Ταπείνωση. Ἀναγνωρίζοντας στόν Κύριο τόν πλησιέστερο, τόν πιό οἰκεῖο Πατέρα, ὁ Γέροντας ἔλεγε πώς «τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ἔκανε οἰκείους Του». Ὅταν ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν ψυχή, κάνει φuσικῶς τόν ἄνθρωπο συγγενή μέ τόν Θεό σέ τέτοιο σημεῖο, πού ἡ ψυχή φωνάζει μέ μεγάλη καί ἀναμφίβολη βεβαιότητα πρός τόν Κύριο: Πατέρα»[17], «ἀββᾶ»[18], ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γινόμαστε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε δυνάμει συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν στιγμή πού βαφτιστήκαμε, ἀλλά θά πρέπει αὐτό νά τό κάνουμε καί ἐνεργεία μέ τήν ἐν μετανοία καί ἐν ὑπακοή ζωή.

«Τό θέμα τοῦ μεγαλείου τοῦ Κυρίου πού πάσχει γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων ὅλου τοῦ κόσμου αἰχμαλώτιζε τήν ψυχή τοῦ Γέροντα. Ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ, τοῦ προκαλοῦσε κατάπληξη. Ἔψαλλε μέσα στήν ψυχή του ὕμνους στόν Κύριο γιά τά κοσμοσωτήρια Πάθη Του∙ ἤξερε ἀκόμα πώς αὐτούς τούς ὕμνους τούς τοῦ δίδασκε ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι' αὐτό τούς ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο»[19]. Βλέπουμε ἐδῶ τήν νοερά λατρεία, γιά τήν ὁποία μιλούσαμε προηγουμένως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ λατρεία πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας καί ἡ προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί βλέπουμε ἐδῶ πῶς τό Ἅγιο Πνεῦμα δίδασκε ὕμνους νοερῶς στόν Γέροντα!

«Κατανοοῦσε τήν δοξολογία τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων ὡς ἀσίγητο ὕμνο πρός τόν Κύριο γιά τήν ταπείνωση καί τά πάθη Του, μέ τά ὁποῖα ἀπολύτρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο. Ἄκουγε μυστικά τό πνεῦμα τοῦ Γέροντα τούς χερουβικούς ὕμνους, πού, ὅπως ἔλεγε, «ἀκοῦν ὅλοι οἱ οὐρανοί» καί «εἶναι γλυκεῖς, γιατί ψάλλονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα»»[20].

Ἄλλο κεφάλαιο γιά τήν Ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Γέροντας εἶχε μιά ἰδιότυπη ἰδέα πώς μπορεῖ νά ἀναζητήσει τόν Θεό μόνο ἐκεῖνος πού Τόν γνώρισε καί μετά Τόν ἔχασε». Ἔλεγε, ἔτσι ἁπλά θά λέγαμε, δέν μπορεῖς νά ψάξεις κάτι πού δέν ἔχεις χάσει! Τόν Θεό Τόν ἀναζητοῦμε, ὅταν λίγο Τόν ἔχουμε βρεῖ, Τόν ἔχουμε γευτεῖ καί μετά Τόν χάσαμε. Αὐτή τήν ἰδέα εἶχε ὁ Ἅγιος. Ὁ Θεός δέν ἀσκεῖ βία στόν ἄνθρωπο. Εἶχε τήν γνώμη ὁ Γέροντας πώς κάθε ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε κάποια ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεός δέν ἀσκεῖ βία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά στέκεται μέ μακροθυμία δίπλα στήν καρδιά καί περιμένει ταπεινά πότε θά Τοῦ ἀνοιχθεῖ αὐτή ἡ καρδιά»[21]. Μᾶς τό λέει στήν Ἀποκάλυψη, «ἰδού, ἕστηκα ἐπί τήν θύραν τῆς καρδίας καί κρούω»[22]. Καί περιμένει ὁ Χριστός νά Τοῦ ἀνοίξουμε. Ἑπομένως δέν εἶναι ἐμεῖς ὅτι χτυπᾶμε στόν Χριστό καί δέν μᾶς ἀνοίγει.

Καί λένε κάποιοι, ἄραγε δέν εἶναι ἀδικία νά μήν σωθοῦνε κι αὐτοί πού εἶναι στήν Ἄπω Ἀνατολή, στήν Ἰνδία, στήν Κίνα, πού δέν ἄκουσαν ποτέ γιά τόν Χριστό; Κι αὐτοί ἄκουσαν! Ὁ Χριστός ἔχει τόν τρόπο νά κρούσει καί στίς δικές τους ψυχές. Ξέρει Ἐκεῖνος. Ὁπότε δέν εἶναι τό πρόβλημα ὅτι ὁ Χριστός δέν μᾶς θέλει ἤ δέν τούς θέλει, ἀλλά ἐμεῖς δέν Τόν θέλουμε. Κι ἄν δεῖτε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πού ὑποτίθεται εἴμαστε μέσα στήν βασιλεία, πόσο ζοῦμε τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἴδατε πού λέει ὁ Κύριος, ὅτι «θά ἔρθουν ἀπό Ἀνατολῶν καί Δυσμῶν καί θά μποῦνε στήν βασιλεία καί οἱ Υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται ἔξω»[23]! Υἱοί τῆς βασιλείας εἴμαστε ἐμεῖς οἱ βαφτισμένοι. Εἴμαστε παιδιά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πόσοι ἀπό μᾶς ὅμως ζοῦμε τώρα τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί θά τήν ζήσουμε καί μετά, μετά θάνατον; Ὅσοι μόνο ζοῦνε ἐν μετανοία, ἐν εἰλικρινή μετανοία καί ὄχι ὅσοι ζοῦνε κοσμικά, δηλαδή δαιμονικά. Γιατί ὅποιος εἶναι κοσμικός, εἶναι ὑποταγμένος στόν κόσμο δηλαδή, «ὁ κόσμος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[24], ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ἄρα καί ὁ κοσμικός ἐν τῷ πονηρῷ εἶναι ὑποταγμένος. Πῶς μπορεῖ αὐτός τώρα νά εἶναι μέ τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ καί νά πάει καί στόν παράδεισο; Ἄς εἶναι βαφτισμένος, ἔχει ἀπενεργοποιήσει τό βάφτισμα. Ἑπομένως τό βασικό εἶναι ὄχι ἁπλῶς νά βαφτιστοῦμε, καί αὐτό βεβαίως εἶναι ἀπαραίτητο, ἀλλά τό νά διατηρήσουμε τό βάφτισμα ἐνεργό.

Ὁ Θεός λοιπόν χτυπάει σέ ὅλους, καί στούς βουδιστές καί στούς ἄθεους.. καί τό πρόβλημα δέν εἶναι στόν Θεό, εἶναι σ’ αὐτούς πού δέν θέλουνε νά Τοῦ ἀνοίξουνε. «Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀναζητεῖ τόν ἄνθρωπο, πρίν Τόν ἀναζητήσει ὁ ἄνθρωπος. Καί, ὅταν στήν κατάλληλη στιγμή ἐμφανιστεῖ ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, τότε μόνο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό στό μέτρο πού τοῦ δόθηκε καί τότε μόνο ἀρχίζει νά ἀναζητεῖ τόν Θεό, ὁ Όποῖος κρύβεται ἀπό τήν καρδιά»[25]. Εἶναι τά λεγόμενα «παιχνίδια τῆς Χάρης». Ὁ Θεός κρύβεται λίγο καί πάλι φανερώνεται, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ζητήσει τόν Θεό, νά ποθήσει τόν Θεό, νά ἀγαπήσει τόν Θεό.

«Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πῶς θά ἀναζητᾶς κάτι πού δέν ἔχασες; Πῶς θά ζητᾶς κάτι πού δέν γνωρίζεις καθόλου; Ἡ ψυχή, ὅμως, γνωρίζει τόν Κύριο καί γι' αὐτό Τόν ἀναζητεῖ»»[26]. Βλέπετε; Λέει κάτι πολύ ὡραῖο ὁ Ἅγιος ἐδῶ, ὅτι ὁ Θεός φροντίζει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά ἔχουνε μία ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νά Τόν ἀναζητήσουν. Πόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση καί μᾶς τά λένε.. πρίν 20 χρόνια μοῦ ἔγινε αὐτό τό θαῦμα.. Καί μετά τί ἔγινε; Ἔκανε 20 χρόνια νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ. Χάθηκε. Γιατί χάθηκες, ἐνῶ ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε μιά τόσο συγκλονιστική ἐμπειρία; Γιατί εἴμαστε, δυστυχῶς, ράθυμοι, εἴμαστε ἀμελεῖς, εἴμαστε ἀπρόσεκτοι, καί ἐνῶ μᾶς δίδεται ὁ Θεός, ἔχουμε γεύση τοῦ Θεοῦ, μετά δέν Τόν ἀναζητοῦμε. Τόν ξεχνᾶμε. Ἡ ραθυμία, ἡ λήθη καί ἡ ἄγνοια. Αὐτή εἶναι ἡ σειρά μέ τήν ὁποία φτάνουμε στήν ἀθεΐα τελικά, ἔ; Ραθυμοῦμε, τεμπελιάζουμε, δέν προσευχόμαστε, δέν ἀναζητοῦμε τόν Θεό. Ἡ ραθυμία θά φέρει τήν λήθη, ξεχνιόμαστε.. Ὁ γυναίκα λέει παντρεύτηκε, ὁ ἄνδρας νυμφεύθηκε καί τά ἔχασε μετά! Γιατί τά ἔχασες, ἔχασες τήν πνευματική σου κατάσταση πού εἶχες πρό τοῦ γάμου; Ξεχάστηκε! Ἔπεσε μέσα στίς μέριμνες τίς οἰκογενειακές κ.λ.π., ἦρθε ἡ λήθη. Ἀλλά πρίν τήν λήθη εἶχε ἔρθει ἡ ραθυμία. Εἶχε τεμπελιάσει, εἶχε ἀφήσει τόν κανόνα του, νά κάνει τά πνευματικά του τά καθημερινά. Καί μετά ἀπό τήν λήθη ἔρχεται καί ἡ ἄγνοια. Ἡ ἄγνοια εἶναι ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔλλειψη ἐμπειρίας, τό τρίτο καί τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα. Μέ αὐτά λοιπόν μᾶς πολεμάει ὁ πονηρός, ἀλλά κι ἐμεῖς πολεμᾶμε τόν ἑαυτό μας συμπράττοντας μαζί του.

Καί ἕνα τελευταῖο κεφάλαιο, γιά τήν στάση πρός τόν πλησίον. «Κάθε ἄνθρωπος βλέπει στούς ἄλλους μόνο αὐτό πού γνώρισε μέ τήν πνευματική του πεῖρα γιά τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον εἶναι σίγουρο κριτήριο γιά τό βαθμό αὐτογνωσίας, στόν ὁποῖο ἔφθασε»[27]. Δηλαδή, στούς ἄλλους βλέπουμε αὐτό πού ἔχουμε ἤδη ζήσει στόν ἑαυτό μας. Στόν βαθμό δηλαδή πού ἔχουμε ζήσει τόν Θεό, τό βλέπουμε καί στούς ἄλλους. Ἄν δέν ἔχουμε ζήσει τόν Θεό πολύ, δέν βλέπουμε καί τόν Θεό πολύ στούς ἄλλους. Ἄν ὅμως ἔχουμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ἔντονη, αὐτό βλέπουμε ὅτι τό ἔχουνε καί οἱ ἄλλοι. Καί ἕνας ἅγιος εἶναι αὐτός πού πραγματικά καταλαβαίνει τόν ἅγιο! Ἕνας πού εἶναι ἄσχετος, δέν καταλαβαίνει τόν ἅγιο. Γιατί δέν τό ἔχει ζήσει τί θά πεῖ ἅγιος, τί θά πεῖ Χάρις Θεοῦ, ὁπότε δέν τό βλέπει καί στόν ἄλλον. Μπορεῖ ὁ ἄλλος νά τό ζεῖ..

Τό ἔχω πεῖ καί τό παράδειγμα αὐτό: κάποτε εἶχα πάει στόν Ἅγιο Παΐσιο, καθόμουνα ἀπ’ ἔξω καί ἦταν καί ἕνας ναυτικός. Μοῦ ἔλεγε τήν ζωή του ἐκεῖ.. καί τοῦ ἔφερε ὁ π. Παΐσιος νά τόν κεράσει. Τοῦ ἔφερε καφέ, λουκούμι κ.λ.π. τό ἄφησε ἐκεῖ δίπλα του καί ἔφυγε. Καί μετά μοῦ λέει, «νά βλέπεις;.. καλό γεροντάκι αὐτό, καλό γεροντάκι..». Δηλαδή ἔβλεπε ἕναν Ἅγιο καί ἔβλεπε ἕνα ἁπλό γεροντάκι, ἐντάξει, πού φέρνει καί καφέ! Δέν καταλάβαινε περισσότερα. Τόσο εἶχε ζήσει, τόσο ἔβλεπε καί στόν Ἅγιο, τόν Ἅγιο! Καταλάβατε; Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ, στό μέτρο πού ἔχεις ζήσει τήν Χάρη, τήν βλέπεις καί στόν ἄλλον. Κι αὐτός εἶναι καί ἕνας τρόπος νά καταλάβεις καί τόν ἑαυτό σου. Τό τί βλέπεις στούς ἄλλους εἶναι κι αὐτό πού ἔχεις ζήσει ἐσύ. Νά προχωρεῖς δηλαδή στήν αὐτογνωσία.

«Ὅποιος ἔμαθε ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του σέ ποιό βάθος καί σέ ποιά ἔνταση μποροῦν νά φθάσουν οἱ όδύνες τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος ὅταν ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό φῶς τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως, καί ὅποιος κοντά σ’ αὐτό ἔμαθε καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου ὅταν βρίσκεται κοντά στόν Θεό, μόνο αὐτός γνωρίζει πώς κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἔχει αἰώνια ἀξία, μεγαλύτερη ἀπό ὅλο τόν κόσμο»[28]. Ὅταν ἔχεις ζήσει τόν Θεό, ἔχεις ζήσει τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος. Κι ὅταν ἔχεις ζήσει καί τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό, μπορεῖς νά καταλάβεις καί τόν ἄλλον τί βιώνει ὅταν εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. Βλέπετε; Ἐνῶ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι ἀκαλλιέργητος πνευματικά, δέν καταλαβαίνει τό μεγαλεῖο πού κρύβει ὁ ἄλλος ἄνθρωπος. Καί τί τόν θεωρεῖ; Σάν ἕνα «ρές», ἕνα πράγμα, τίποτα. Ὅπως αὐτοί οἱ παγκοσμιοποιητές ἄς ποῦμε, πού ἔχουνε στό σχέδιο νά περάσουνε σέ ὅλους ἀπό ἕνα τσιπάκι.. τά ἔχουνε δρομολογήσει αὐτά καί ὅταν ἕνας ἄνθρωπος, λέει, δέν μᾶς κάνει τήν δουλειά πού θέλουμε, ἁπλούστατα θά κλείνουμε τό τσιπάκι! Κι αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι ἀνύπαρκτος οὐσιαστικά γιά τό σύστημα. Γιατί ὅλα θά ἐξαρτῶνται ἀπό τό τσιπάκι. Καί τά χρήματα καί τό ἄν θά ἔχει βενζίνη ἤ ὄχι, τίποτα δέν θά μπορεῖ νά κάνει. Οὐσιαστικά θά σκοτώνουν τούς ἀνθρώπους σάν μύγες! Γιατί ὅμως νά φτάνουνε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σέ μιά τέτοια ἀπαξίωση; Γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουνε ζήσει τόν Θεό, ὁπότε δέν ἔχουνε ζήσει καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὑποτιμοῦνε τόν κάθε ἄνθρωπο, ἐπειδή οἱ ἴδιοι δέν ἔχουνε ζήσει τίποτε ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά γίνει θεός, νά γίνει θεός κατά χάρη. Ὅποιος δέν τά ἔχει ζήσει αὐτά, μπορεῖ νά φτάσει πολύ εὔκολα στόν φόνο, μπορεῖ νά φτάσει πολύ εὔκολα στήν ἐξουδένωση τοῦ ἄλλου, νά κάνει τόν ἄλλον σκουπίδι! Γιατί δέν βλέπει στόν ἄλλον τόν Θεό, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ζήσει τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καί ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, αὐτός μόνο καταλαβαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, καί ὁ πιό ἁμαρτωλός καί ὁ πιό ἄξεστος, ἔχει αἰώνια ἀξία μεγαλύτερη ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο, ἀπό ὅλο τόν κόσμο! Ὅπως τό εἶπε ὁ Κύριος: «μία ψυχή δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζει ὅλος ὁ κόσμος»[29]. Γι’ αὐτό ξέρει, πώς ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν καθένα καί ξέρει πόσο τόν ἀγαπᾶ τόν καθένα ἀπ’ αὐτούς τούς ἐλάχιστους! «Γι’ αὐτό ποτέ, οὔτε σκέφτεται τόν φόνο, οὔτε ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά βλάψει ἤ νά λυπήσει τόν πλησίον. Ὅποιος ὅμως «ἁπλῶς πιστεύει» ἤ ἔνιωσε μέσα του μόνο μιά μέτρια χάρη καί «προσδοκᾶ» ἀσαφῶς ἀκόμη τήν αἰώνια ζωή», θολά, κάτι ὑπάρχει… «αὐτός προφυλάσσει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν ἁμαρτία στό μέτρο πού ἀγαπάει τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη του ὅμως εἶναι ἀτελής καί μπορεῖ νά φτάσει νά προσβάλει τόν ἀδελφό»[30]. Καί ἔρχεται καί σοῦ λέει κυνικότατα «τόν ἔβρισα»! Σάν νά λέει, δέν ἔκανα καί κάτι.. τόν ἔβρισα, τόν ἐξουδένωσα. Κι ὅμως κάνει κάτι πού δείχνει τό ποιός εἶναι ὁ ἴδιος, ὅτι δέν ἔχει ζήσει οὐσιαστικά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τό τί σημαίνει ἄνθρωπος.

«Ὅποιος «γιά τό δικό του συμφέρον» ζημιώνει ἄσπλαγχνα τούς ἄλλους ἤ κάνει φόνο, αὐτός ἔχει ἐξομοιωθεῖ μέ τά κτήνη καί στό βάθος του ἔχει τήν αὐτογνωσία πώς εἶναι θηριόμορφος». Τό καταλαβαίνει στό βάθος του ὅτι εἶναι ζῶο. Καί τό λένε κιόλας, «ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος, εἶμαι κτῆνος», «ἀφοῦ δέν πιστεύει στήν αἰώνια ζωή ἤ βρίσκεται σέ μιά πνευματική πορεία δαιμονική.

Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔμαθε ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτόν νά βλέπει στόν καθένα τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Πότε τό ἔμαθε ὅμως; Ἀπό τήν στιγμή πού εἶδε τόν Θεό! «Δεχόταν γενικά τούς ἀνθρώπους ὡς τέκνα Θεοῦ, ὡς φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[31]. Γι’ αὐτό, βλέπετε, πᾶμε στούς Ἁγίους, πᾶμε στούς χαρισματούχους, καί τούς δέχονται ὅλους μέ μιά τέτοια ἀγάπη, μέ μιά τέτοια τιμή, μιά τέτοια ἐκτίμηση, πού παθαίνουνε οἱ ἄνθρωποι!.. καί λέει, μά εἶναι δυνατόν; Ἐμένα μ’ ἀγαπάει ὅπως κανέναν ἄλλον! Πάει καί ὁ ἄλλος καί νιώθει τό ἴδιο πράγμα, καί ἐμένα, λέει, μ’ ἀγαπάει ὅπως κανέναν ἄλλον! Ὅλοι νιώθουν αὐτή τήν μοναδικότητα τῆς ἀγάπης τῶν Ἁγίων, τῶν Γερόντων. Γιατί ἀκριβῶς ὁ Γέροντας ὁ ἅγιος βλέπει τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς τόν Θεό, ὡς τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

«Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Πνεῦμα καί Φῶς τῆς Ἀλήθειας ζεῖ σ’ ἕνα κάποιο μέτρο μέσα στόν καθένα καί φωτίζει πάντα ἄνθρωπο. Ἔτσι, ὅποιος παραμένει στή Χάρη, βλέπει τήν Χάρη καί στούς ἄλλους. Ὅποιος, ὅμως, δέν αἰσθάνεται μέσα του τήν Χάρη, αὐτός δέν τήν βλέπει καί στούς ἄλλους. Ἔλεγε ἀκόμα ὁ Ἅγιος, πώς ἀπό τόν τρόπο πού δέχεται ὁ ἄνθρωπος τόν πλησίον του, μπορεῖς νά κρίνεις γιά τόν βαθμό τῆς Χάρης, πού ἔχει μέσα του», ἀπό τό πῶς βλέπει καί δέχεται τόν πλησίον του. «Ἄν ὁ ἄνθρωπος βλέπει στόν ἀδελφό του τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει καί ὁ ἴδιος μεγάλη Χάρη. Ἄν, ὅμως, μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος κατέχεται ἀπό πονηρό πνεῦμα». Γιατί τό πονηρό πνεῦμα τοῦ ἐμπνέει τό μίσος καί ἀπομακρύνεται ἀπ’ ὅλους καί νιώθει αὐτή τήν παγωμάρα. «Αὐτή ἡ τελευταία διαπίστωση ἦταν τελείως ἀναμφισβήτητη γιά τόν Γέροντα». Ἄν μισεῖς δηλαδή τόν ἄλλον, ἔχεις πονηρό πνεῦμα. «Ἦταν βαθιά πεπεισμένος πώς ὁ ἄνθρωπος πού μισεῖ τόν ἀδελφό του, ὅποιος καί ἄν εἶναι, ἔκανε τήν καρδιά του κατοικία πονηροῦ πνεύματος καί ἔτσι χωρίσθηκε ἀπό τόν Χριστό»[32].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχ. Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός τοῦ Ἄθω, Γ΄ ἔκδοση, Ἔσσεξ 1985 (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Ὅ.π.

[4] Γαλ. 4, 6.

[5] Ἰωάν. 4, 24.

[6] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὅ.π.

[9] Α΄ Ἰωάν. 3, 2.

[10] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[11] Ἰωάν. 17, 24.

[12] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[13] Ὅ.π.

[14] Α΄ Ἰωάν. 4, 16.

[15] Ἰωάν. 17, 22.

[16] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[17] Ὅ.π.

[18] Γαλ. 4, 6.

[19] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[20] Ὅ.π.

[21] Ὅ.π.

[22] Ἀποκ. 3, 20.

[23] Ματθ. 8, 11-12.

[24] Α΄ Ἰωάν. 5, 19.

[25] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[26] Ὅ.π.

[27] Ὅ.π.

[28] Ὅ.π.

[29] Πρβλ. Μάρκ. 8, 36.

[30] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[31] Ὅ.π.

[32] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου