(Σκέψεις πρὸς Ἱερέα)
π. Παῦλος Καλλίκας
Τοὺς εἶδες στὴν Βουλή, παππᾶ μου. Τοὺς ἄκουσες νὰ μπουρδολογοῦν καὶ νὰ μιξοκλαῖνε οἱ ψεῦτες, οἱ ἠθοποιοί. Ψήφισαν οἱ «δημοκράτες». Χλωροφόρμιο μὲ μιᾶς ἡ αἴθουσα τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς μύρισε. Βουτιὰ πίσω, σὲ βάραθρο αἰώνων. Νέκρα καὶ σιγή.
Ἦταν βράδυ. Θὰ γύρισες νὰ κοιτάξεις τὰ σπλάγχνα σου, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ζητὰς νὰ ἀναστήσεις, τὰ σταύρωσες καὶ ἀναρωτήθηκες σὲ τί κοινωνία, Θεέ μου, θὰ μεγαλώσουν; Θὰ τὰ ἀφήσεις νὰ γίνουν ραγιᾶδες – νενέκηδες μιᾶς ἀνώμαλης ἀτζέντας; Μὴ γένοιτο, εὐχήθηκες καὶ ἡσύχασες κοιτῶντας τὸ καντήλι στὰ εἰκονίσματα.
Ἄγρια σκυλιὰ καὶ προβατόσχημοι λύκοι χίμηξαν λυσσασμένα στὸ μαντρί σου, παππᾶ μου. Ἔστερξες νὰ δεῖς τους προεστῶτες νὰ τρέχουν, νά..., νά... Μά, ὄχι. Κάτι ψέλλισαν, κάτι... σου ἀπέκρυψαν, ἄρωμα ἀγαπολογίας, αὐτονόητα μισόλογα, φλυαρίες, μισὲς ἀλήθειες. Κρύφτηκαν οἱ λαγοὶ πίσω ἀπὸ τὸν κενὸ λόγο – σύνθημα ποὺ δόθηκε: «Ἐγὼ θὰ τὸ λύσω;». Ἀνακινήθηκαν ἀδιάφορα καὶ σπασμωδικὰ οἱ γερασμένοι ὦμοι. Νὰ τινάξουν λὲς τὴν εὐθύνη, ποὺ σὰν σκόνη ἔλαχε ἐπάνω τους νὰ καθίσει.
Σοῦ μίλησαν χθὲς γιὰ ἀπροϋπόθετη ἀγάπη καὶ ὑπακοή. Εἰσπράττουμε σήμερα ὅλοι μας τὰ ἐπίχειρα. Αὔριο διπλᾶ καὶ τριπλὰ θὰ κλάψουμε. Ἐκκλησιαστικὸς ἀχταρμᾶς προμηνύεται. Κρίνανε μὲ τὰ μέτρα τους. Σὲ κατηγόρησαν γιὰ ἐμπάθεια, γιὰ ἐγωισμὸ καὶ Φαρισαϊσμό. Σὲ εἰρωνεύτηκαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ σωστός, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι λάθος;». Δὲν εἶδα ὅμως κανένα «Φαρισαῖο» ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ κατηγόρησαν, νὰ καλοπερνάει καὶ νὰ στέκεται στὸ ἀπυρόβλητο, ἀγκάλα καὶ συναγελαζόμενος μὲ τὴν ἐξουσία μέχρι καὶ σήμερα. Μᾶλλον το ἀντίθετο. Εἶδα τὸν «Φαρισαῖο» τους νὰ ὑβρίζεται, νὰ ἐκβιάζεται, νὰ συκοφαντεῖται, νὰ διώκεται καὶ νὰ φιμώνεται. Νὰ ἀπειλεῖται μὲ καθαίρεση. Ὡραίους «Φαρισαίους» ἐπινόησαν.
Παππᾶ μου, 200 χρόνια περάσαν ἀπὸ τὸ ἔνδοξο 21΄ καὶ οἱ γκραβοῦρες τῶν Ἀγωνιστῶν ἀκόμα στέκουν ἐκεῖ ἀγριωπὲς νὰ κοιτάζουν μὲ θυμό, γιὰ νὰ σκιάζουν καὶ σήμερα τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας μας. Θυμὸ μὰ καὶ παράπονο μαζί. Ἀφουγκράζομαι. Θαρρὼ ὅτι μοῦ ἀπευθύνονται: « Ὠρέ, γιὰ σᾶς σήμερα δώσαμε ψυχὴ καὶ σῶμα; Ἐμεὶς δὲν εἴχαμε οἰκογένειες νὰ ἀναστήσουμε; Σάμπως ὑπολογίσαμε περιουσίες; Δὲν εἴχαμε λέτε Χριστὸ ἐμείς; Δὲν εἴχαμε ἀγάπη μέσα μας γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας; Δὲν προσευχόμασταν γονατιστοὶ στὰ εἰκονίσματα; Δὲν κοινωνούσαμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ; Δὲν κληθήκαμε σάμπως νὰ πάρουμε γενναῖες ἀποφάσεις; Κόντρα στὰ προνόμια δὲν πήγαμε; Ὅλα τὰ δώσαμε γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἁγία Πίστη μας, χωρὶς φόβο καὶ ἀναστολές... Ἐσεὶς τί κάνετε;». Κι ἀναρωτήθηκα ὁ δόλιος: σήμερα δὲν φθάνει νὰ μὲ συγκινήσει ἕνας Παπαφλέσσας, ἕνας Διάκος, ἕνα Γρηγόριος Πατριάρχης, ἕνας πατρο-Κοσμάς; Τόσοι ἱερωμένοι, ποὺ μάτωσαν τὸ ράσο τους; Ποὺ θυσίασαν τὰ πάντα γιὰ ἐμένα τὸν παππᾶ τοῦ 21ου αἰῶνα; Μὲ συγκινούν, μὲ ἐλέγχουν καὶ μὲ λυπάμαι γιὰ τὴν σιωπή μου.
Δὲν θὰ τοὺς κοινωνήσω, λέω. Μὰ κάποιος ποὺ ὑποθετικὰ ἐπιζητεὶ νὰ κοινωνεὶ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, θὰ Τὸν ἔφτυνε ποτὲ ἔτσι γιὰ ἕνα ξέχειλο ἀπὸ χρυσᾶ «ἄσπρα» κορβανᾶ; Θὰ τὸν πρόδιδε ὡς ὁ Ἰούδας, μάλιστα δημοσίως καὶ μὲ τὸ περίβλημα νόμου; Θὰ νομοθετοῦσε τὴν ἁμαρτία ἀνερυθριάστως καὶ θὰ χειροκροτοῦσε τὴν διαστροφή;
Δὲν θὰ τὸν βάλω στὴν Ἐκκλησία, λέω. Μὰ ρωτὰς ἂν ὁ ἴδιος βολεύεται νὰ τὸν κοιτοὺν αὐστηρὰ οἱ ἱστορημένοι Ἅγιοι, Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι στοὺς τοίχους τῶν Ἐκκλησιῶν; Νομίζεις ὅτι δὲν νοιώθει τὴν ἀνατριχίλα στὴν ραχοκοκαλιά του; Γι' αὐτὸ δὲν κορδώνεται ἀγέρωχα μὴ καὶ τὸν καταλάβουν ὅτι σκιάζεται; Δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ἔρχονται λίγο πρό του «Δι΄ευχών», κάθε τέσσερα χρόνια; Ἢ «Ὅπου γάμος καὶ χαρά...»;
Λέω, καλὴ μετάνοια. Αὐτὸ θὰ τὸ εὐχηθὼ ὁλόψυχα σὲ ἐμένα πρῶτα ποὺ καθ΄ ἑκάστην πέφτω, μὰ ποὺ δὲν δημοσιοποιῶ, οὔτε δικαιολογῶ, οὔτε διαφημίζω τὴν πτώση μου. Θὰ τὸ εὐχηθὼ ὀλόκαρδα σὲ ἐσένα τὸν συνάνθρωπό μου, ἀνὰ πάσα στιγμὴ τοῦ ἔτους. Περισσότερο δὲ στὴν περίοδο τοῦ Τριώδιου, ποὺ κοντοζυγώνει. Ὅλοι ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε. Πανέμορφη εὐχή. Ὅμως; Γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ κάνει κάποιος νόμο ἑνὸς Ὀρθόδοξου Κράτους τὸν κολοφώνα (τὸ ἀποκορύφωμα) τῆς κακίας; Ἀρκεῖ; Ὅταν δὲν ὑπάρχει χρονικὰ καὶ τοπικὰ ἀνάλογο βδέλυγμα σὲ ὀρθόδοξη πατρίδα, ἀρκεῖ αὐτὴ ἡ εὐχὴ γιὰ νὰ συνέλθει ὁ ἐπισήμως διαστροφέας καὶ καθαιρέτης κάθε ἠθικῆς καὶ φυσιολογίας; Δὲν τρέχει καὶ τίποτε σοβαρό;
Τὸ «εἶστε ἀνεπιθύμητοι» μπορεῖ νὰ τὸ πεὶ καὶ ὁ λαϊκός, μὲ παρρησία καὶ σταθερότητα μάλιστα. Οὔτε θὰ γίνει ὁμοτράπεζός του, οὔτε κομματοκύνας τους, ἀπὸ δαύτους ποὺ αὐγάτεψαν στὶς μέρες μας. Θὰ τοὺς περιφρονήσει καὶ θὰ τοὺς ἐλέγξει δημόσια στὶς δημόσιές τους ἐμφανίσεις.
Δὲν ξεσηκώνεται ὁ λαϊκὸς ὅμως, ἂν δὲν δεῖ πρῶτα μπαρουτοκαπνισμένο τὸν παππᾶ του. Δὲν θὰ σηκωθεῖ ὁ λαϊκὸς ἔστω καὶ ἂν ἀκούσει δακρύβρεχτα κηρύγματα ἀπὸ ἄμβωνος, ἄνευ ὅμως πράξεως. Μάλιστα δὲ ὅταν ὑπονοεῖται ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα καὶ μετάθεση εὐθύνης... στὸν λαό. Γιατί; Διότι ἄμβωνες, ποὺ ὁ ἀείμνηστος Καντιώτης μὲ τὸ πριόνι του πρὶν χρόνια ἀφαίρεσε τοὺς ξύλινους λέοντες καὶ τοὺς ἀντικατέστησε, κατὰ τὴν ρήση του, μὲ ξύλινους λαγωούς, δὲν ξεσηκώνουν πλέον, εἶναι ἐκκωφαντικὰ βουβοί.
Γυρνῶ τὸν χρόνο στὰ περασμένα. Τότε ποὺ στάθηκα στὴν Ἅγια Τράπεζα ἀπὸ πίσω, κρατῶντας στὰ τρεμάμενα, ἀνάξια καὶ γυμνά μου χέρια γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Σῶμα Τοῦ. Ἤχησε τότε δυνατὰ στὰ αὐτιά μου τὸ φοβερὸ καὶ ἅγιο «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον ἄὐτήν, ἕὡς τῆς Δευτέρας Παρουσίας τὸῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰἠσοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ' ἂὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι ἄὐτήν». Μὲ τὴν Χάρη σου Κύριε, ψέλλισα. Δὲν θὰ ἀφήσω τὰ Ἅγια στὰ σκυλιά. Ἔδωσα ὑπόσχεση ἱερή. Ὑποχρέωση ἁγία. Θὰ μοῦ ἀπαιτηθεῖ, λέει, ἡ παρακαταθήκη ἀπὸ τὸν Δωρεοδότη Χριστό, ἀπὸ κανέναν ἄλλον.
Μοῦ δόθηκε τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Δὲν μποροῦν νὰ μὲ πείσουν ὅτι εἶμαι ἕνας ὑπάλληλος ποὺ ὀφείλει ὑποταγή. Δὲν μποροῦν νὰ μὲ παρασύρουν οἱ μικρόνοες, ποὺ ἐμπαίζουν τὴν ἐκ Θεοῦ δοσμένη σὲ ἐμὲ πνευματικὴ ἐξουσία. Τὴν διακωμωδοῦν μὲν ἀπὸ ἐσώτερο φόβο, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, ἐνδόμυχα ὅμως τρέμουν.
Ἄλλη λοιπόν, ἡ θέση μου. Εἶναι θέση ποιμένα ποὺ θὰ ξεχωρίσει τώρα τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, μὴ καὶ τὰ δεύτερα μαγαρίσουν τὰ πρῶτα. Θὰ ἀναθεματίσω τὸ ψέμα ποὺ χύνεται ἀπὸ τὶς φαρμακερὲς αὐτὲς ὑπάρξεις. Τὸ θράσος τους νὰ λέγονται Χριστιανοί, οἱ καταφανῶς σήμερα πολέμιοι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Θὰ τοὺς παραδώσω ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση καὶ ὀργὴ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Μήπως καὶ ἔρθουν σὲ συναίσθηση, καὶ γλιτώσουν τὸν ἀφορισμὸ τῆς Κρίσεως, ὅπως τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Χριστοῦ ὁρίζει στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ δείχνει τὴν ἐν πολλοῖς ξεχασμένη ἐκκλησιαστικὴ ἀγάπη, ἐκκλησιαστικὴ πρόνοια, ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα πρὸς τοὺς πολεμίους τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν εἶναι ἀγάπη νὰ συγκαλύπτεις, νὰ ἀφήνεις θολὸ τοπίο ἐπειδὴ ἔτσι σὲ βολεύει. Νὰ ἐπινοεὶς σοφιστεῖες. Δὲν ὑπάρχει χρόνος γιά, «ναὶ μὲν ἀλλά». Δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ δειλούς.
Ὡς καλὸς γιατρὸς θὰ πάρω τὸ νυστέρι μου καὶ θὰ κόψω τὸ σάπιο μέλος, θὰ ξεχωρίσω τὴν γάγγραινα, μὴ καὶ μιανθοῦν ψυχὲς κρεμάμενες στὸ πετραχήλι μου. Παρακαταθήκη εἶναι νὰ φυλάξεις Ἁγία, Ἐφημέριε. Δὲν εἶναι παῖξε – γέλασε. Ποιός εἶναι Αὐτός, ποὺ θὰ σοῦ τὴν ζητήσει ἄφθορη καὶ ἀλώβητη; Σὲ Ποιόν θὰ δώσεις λόγο τελικά, ἀναλογίζεσαι; Ἀλλάζει ὁ Χριστός; Ἀλλάζει τὸ Εὐαγγέλιο Τοῦ; Ἐπειδὴ τάχατες πλεόνασε ἡ ἁμαρτία; Ἐπειδὴ ὁ κολοφώνας τῆς γίνηκε νόμος, θὰ κάνεις τώρα δόγμα ξεχειλώνοντας ἔτι καὶ ἔτι τὸ «κατ΄ οἰκονομίαν»; Μὴ γένοιτο!
Αὐτὰ τὰ αὐτονόητα μὰ ἀπαραίτητα, τὸ λίγα μὰ μὲ πολὺ πόνο καὶ ἀγάπη γραμμένα ἀπὸ ΕΦΗΜΕΡΙΟ ΠΡΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΟ. Τὴν εὐχή σου.
Ὁ συνεφημέριος σου
παπα-Παύλος ἀπὸ Κύθηρα
υ.γ. τέλος διὰ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, ὁἱ ὁπὸῖες στὸ σημεῖο ἄὐτό ἐντέλλονται διὰ τούς ἱἐρεῖς τά ἑξῆς : «Πρεσβύτερος ἔὐλογεῖ, ὁὐκ ἔὐλογεῖται, ἔὐλογίας δέχεται παρά Ἐπισκόπου καὶ συμπρεσβυτέρου, ὡσαύτως ἐπιδίδωσιν συμπρεσβυτὲρῳ· χειροθετεῖ, ὁὐ χειροτονεῖ, ὁὐ καθαιρεῖ, ἀφορίζει δὲ τούς ὑποβεβηκότας, ἐἄν ᾦσίν ὑπεύθυνοι τῇ τοιαὺτῃ τιμωρίᾳ» (Ἀπόστ. Διαταγαὶ 8,28 –ΒΕΠΕΣ 2,162).
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2024/02/blog-post_670.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου