Σελίδες

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας (Β΄)


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Β΄)
Α΄ ΜΕΡΟΣ            
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «χῶρος» καί ὁ «τρόπος», ὅπου γίνεται ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ὅλων διά τῆς μετοχῆς στήν ἄκτιστη Θεία δόξα. Στήν Ἐκκλησία - Παράδεισο «ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων  εἶναι ἕνα»[1] . Ἑνώνονται διά τῆς ἄκτιστης ἀγάπης, μετέχοντες στήν ἄκτιστη δόξα τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί γνήσια ἀγάπη, ἡ μόνη ἀληθινή καί πραγματική δόξα. Αὐτήν τήν ἀγάπη, αὐτήν τήν μετοχή στήν ἄκτιστη δόξα, τήν δίδει ὁ Χριστός στούς ἀληθινούς μαθητάς Του. Στήν Ἀρχιερατική Του προσευχή τό φανερώνει: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν»[2]. Ἐκεῖνο, πού μᾶς κάνει ὅλους «ἕνα» μέσα στήν Ἐκκλησία, (τόσο στήν ἐν οὐρανοῖς ὅσο καί στήν ἐπί γῆς) εἶναι ἡ μετοχή μας σ’ αὐτήν τήν ἄκτιστη Θεία δόξα. Αὐτήν τήν ὁποία δίδει ὁ Πατήρ στόν Υἱό καί ὁ Υἱός στούς ἀδελφούς Του, δηλ. σ’ ὅλους ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν (τηροῦν τό θέλημά τοῦ Πατρός Του[3]).
Ἡ ἄκτιστη Θεία δόξα δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ Θεία Χάρη, ἡ ἄκτιστη θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μποροῦμε νά μετέχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐάν καί ἐφόσον τό θέλουμε. Ἀνταποκρινόμενοι σ’ αὐτήν τήν Θεία δωρεά, διά τῆς ὑπακοῆς στίς Θεῖες ἐντολές, ἑνωνόμαστε σ’ ἕνα σῶμα μεταξύ μας καί μέ τόν Χριστό. Ἐκπληρώνουμε ἔτσι, τό αἴτημα τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς: «Ἵνα πάντες ἕν ὦσι»[4] . Διά τῆς ἑνώσεως δέ μέ τόν Χριστό, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πραγματώνουμε τήν θέωσή μας, πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας, (δηλ. φθάνουμε στό «καθ’ ὁμοίωσιν»[5]).

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑνώνει κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Γέροντας Πορφύριος σκέφτεται ὀρθοδοξότατα καί τονίζει ὅτι, ὅπως «ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι’ ἀποτελοῦν ἕνα»[6], ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πού εἴμαστε μύρια πρόσωπα, καλούμαστε νά γίνουμε «ἕνα». Ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τρισυπόστατος «Τρίφωτος Ἑνάς»[7], ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καλούμαστε νά γίνουμε μυριοϋπόστατος, «μυριόφωτος ἑνάς» κατά Χάριν. Αὐτό πραγματώνεται, ὅταν συνεργαστεῖ ἡ ἀνθρώπινη θέλησή μας μέ τήν Θεία Χάρη.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς χαρίζει τήν θέωση. Ἡ δική μας προσπάθεια ἔγκειται στό νά φυλάξουμε αὐτήν τήν ὕψιστη δωρεά. «Κατὰ τὴν πατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς», παρατηρεῖ ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, «σὲ τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, στὸ ν' ἀφήνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ νὰ ἐνεργεῖ σ' αὐτόν»[8]. Καί συνεχίζει: «Ἀλλὰ τοῦτο γίνεται πραγματικότητα μόνον, ὅταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἄρει τὰ ἐμπόδια ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔχει ἐπισωρεύσει, ὥστε νὰ φανερωθεῖ ἡ Χάρη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔλαβε στὸ βάπτισμα. Ἡ ὅλη συμβολὴ τῆς ἐλεύθερης θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐπικεντρώνεται στὸ «ὑπομεῖναι τὴν Χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρὸν»[9], νὰ βαστάξει καὶ νὰ διατηρήσει τὴν προσφερθεῖσα Χάρη. Ἡ ἐνεργοποίηση δηλαδὴ τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ πιστοῦ δὲν κατευθύνεται στὴν κατάκτηση τῆς Θείας Χάριτος, ἀλλὰ στὴ διατήρησή της. Ἡ ὅλη ἐπαγρύπνηση καὶ ἀγωνιστικότητα τοῦ πιστοῦ ἔχει τὸ νόημα ὅτι δὲν ἐπιτρέπει νὰ εἰσάγονται μέσα του ἐκεῖνα, ποὺ ἐναντιώνονται στὴ ζωὴ καὶ προκαλοῦν τὸ θάνατο φυγαδεύοντας τὴ Θεία Χάρη, ἐνῶ παράλληλα ἡ πολλαπλὴ φροντίδα του γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Θείας Χάριτος φανερώνεται καὶ ὡς ἀρετὴ του[10]. Σέ καμμιά περίπτωση ὅμως ἡ ἀρετή αὐτή δέν ἀποτελεῖ καθαρά ἀνθρώπινη ἐνέργεια ἀλλά εἶναι καρπός τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος[11], πού προϋποθέτει τήν ἀνθρώπινη συνεργία»[12].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

http://HristosPanagia3.blogspot.com



[1] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 200.  
[2]  Ἰω. 17, 22.
[3] Πρβλ. Ματθ. 12, 50.
[4]  Ἰω. 17, 21.
[5] Πρβλ. ὑποσημείωση 24 καί 109.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 200.
[7] Τριώδιο, Δοξαστικό α΄ Ὠδῆς, Δευτέρας τῆς Α΄Ἑβδομάδος, Εἰς τόν Ὄρθρον: «Μονάς πλή, τρίφωτε ρχικωτάτη νάς, πανσθενεστάτη πάνζωε, Θεέ καί Κύριε, Πατήρ Παντοκράτωρ, Υἱός καί τό Πνεμα, σζε τούς σέβοντάς σε».
[8]  Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, Κεφάλαιο Δ΄, σελ. 223.
[9] Βλ. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆςΛόγος Α', PG 150.501Β: «Ἔτσι τοίνυν τὸ μὲν θεόθεν, τὸ δὲ τῆς ἡμετέρας σπουδῆς, καὶ τὸ μὲν ἐκείνου καθαρῶς ἔργον, τὸ δὲ καὶ ἡμῖν ἔχει φιλοτιμίαν. Μᾶλλον δὲ τοσοῦτον παρ' ἡμῶν εἰσφέρεται μόνον, ὅσον ὑπομεῖναι τὴν Χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρόν, μηδὲ σβέσαι τὴν λαμπάδα ἡμμένην ἤδη». Πρβλ. τοῦ Ἴδιου Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ', PG 150, 520C: «Τοῦτο γὰρ ὑπὲρ τῆς ζωῆς εἰσάγομεν μόνον, τὰς δωρεᾶς ὑπομεῖναι καὶ τῶν χαρίτων ἀνασχέσθαι καὶ μὴ ρίψαι τὸν στέφανον, ὅν πολλοῖς ἱδρῶσι καὶ πόνοις ἔπλεξεν ἡμῖν ὁ Θεός».
[10] Βλ. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ', PG 150, 685Α.
[11] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 33, PG 151, 416D – 417Α: «πᾶν γάρ εἶδος ἀρετῆς ἐν ἡμῖν, ἐνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ προσγίνεται·  τοῦ δέ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον».
[12]  Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, Κεφάλαιο Δ΄, σελ. 224.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου