Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Α΄)
Tί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Γιά τόν Γέροντα Πορφύριο εἶναι το κορυφαῖο Μυστήριο, «τό μυστήριο τῶν μυστηρίων»[1]. Σύμφωνα καί μέ τόν π. Ἀθανάσιο Γιέβτιτς, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τό κεντρικό μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ»[2].
Ἀποτελεῖ ἡ Ἐκκλησία- ὅπως δίδασκε ὁ π. Πορφύριος- φανέρωση, ἀπόδειξη καί «ἔκφραση τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ»[3]. Ἡ παν-σοφία Του, ἀλλά καί τό πολυ-ποίκιλον τῆς σοφίας Του φανερώθηκε στήν Ἐκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τόν ὁρισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἀκατάληπτος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἔτσι καί τό σῶμα Του, κατά τή θεότητά Του, εἶναι ἀπερίγραπτο, ἀκατάληπτο, ἀνερμήνευτο. «Πρόκειται περί «μεγάλου μυστηρίου», τοῦ μεγαλυτέρου εἰς ὅλους τούς κόσμους μας: περί τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»[4], γράφει χαρακτηριστικά ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1894-1979).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «θεῖο καθίδρυμα»[5], τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος καί, ἀκολουθώντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο, δίδασκε ὅτι σ’ Αὐτήν «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»[6]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄναρχη, ἄκτιστη, ἀτελεύτητη, αἰώνια, ὅπως καί ὁ Ἱδρυτής Της, ὁ Τριαδικός Θεός, εἶναι ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος. «Ἡ Ἐκκλησία», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «ὑπῆρχε πρό τῶν αἰώνων, πρό τῶν ἀγγέλων, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου»[7], διότι ἡ πρώτη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἅγιος Τριαδικός Θεός, τά Τρία ὁμότιμα, ὁμοούσια καί ὁμόδοξα Πρόσωπα τῆς «ἁπλῆς τριφώτου ἀρχικωτάτης Ἑνάδος»[8]. «Τό μυστήριο λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας», παρατηρεῖ καί ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, «συνδέεται ἀχώριστα μέ τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ὡς συνδετικό κρίκο τό μυστήριο τοῦ ἐνυποστάτου Θεανθρώπου»[9]. «Πρό καταβολῆς κόσμου»[10], διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὑπῆρχε τό ἀπόρρητο καί ἄγνωστο στούς πάντες μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τό σχέδιο τῆς, διά τῆς Ἐκκλησίας, σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ καινή ζωή. Σύμφωνα μέ τόν μακαριστό Γέροντα Πορφύριο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ νέα ζωή, «ἡ ζωή ἐν Χριστῷ». Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει θάνατος, διότι ὁ Χριστός τόν καταργεῖ. Ὅποιος ζεῖ ἐντός Της, δέν φοβᾶται τό θάνατο[11], ἀλλά ἐπίσης οὔτε τόν διάβολο, οὔτε τήν κόλαση[12]. Ἡ αἰωνιότητα, ἡ μετοχή στήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας, στήν αἰώνια μακαριότητα, εἶναι μιά πραγματικότητα, πού ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί ἀπό τώρα, γι’ αὐτούς πού θέλουν, δηλ. γι’ αὐτούς πού ἐντάσσονται ὀργανικά στήν Ἐκκλησία[13]. Σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τόν ἑξῆς λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐάν τις τόν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μή γεύσηται θανάτου εἰς τόν αἰῶνα»[14]. Ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό του «ἐπάτησε τόν θάνατο»[15]. «Ὅποιος μπαίνει στήν Ἐκκλησία», διακήρυσσε ὁ Γέροντας, «σώζεται, γίνεται αἰώνιος...δέν πεθαίνει ποτέ»[16]. Δέν ὑπάρχουν δύο ζωές, μία πρό καί μία μετά θάνατον. «Μία εἶναι ἡ ζωή»[17], ἑνιαία. Οὐσιαστικά ἡ Ζωή εἶναι ὁ Χριστός[18]. Ἐάν κανείς ἐνταχθεῖ πραγματικά καί παραμείνει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἐντάσσεται σ’ αὐτήν τήν μία καί ἑνιαία Ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός. «Εἶμαι αἰώνιος»[19] διακήρυσσε πανηγυρικά ὁ Γέροντας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὅποιος ζεῖ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ζεῖ στόν ἐπι γῆς Παράδεισο, ὁ ὁποῖος «εἶναι ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς»[20]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Παράδεισος, εἶναι ἡ ζωή μέσα στό φῶς καί στήν ἀγαλλίαση[21]. Στήν Ἐκκλησία «ζοῦμε τόν Χριστό»[22]. Ζοῦμε τήν Μία Ἀλήθεια, πού δέν εἶναι μία θεωρητική πρόταση - ἀξίωμα, ἀλλά εἶναι τό Ἕνα καί μοναδικό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι καί ἡ βίωση τοῦ Παραδείσου, ἀφοῦ «ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος»[23]. Γι’ αὐτό ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ ἴδιος, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, στόν οὐρανό καί στή γῆ[24]. «Ἡ ἐνεργός μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή Θεία Χάρη κατά τήν παροῦσα ζωή» σημειώνει ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης «ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τό ἄκτιστο φῶς τῆς Θείας Χάρης καί μέ τήν ἀΐδια Θεία ζωή»[25]. Προϋπόθεση γιά νά ζήσουμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό εἶναι νά τήν ζήσουμε (νά τήν προγευθοῦμε), ἔστω κατ’ ἐλάχιστον, ἐδῶ στή γῆ. « Ἄν δέν φθάσει κανείς τουλάχιστον σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ, σ’ αὐτήν τήν ζωή», διδάσκει ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης «δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεόν ὡς Φῶς, οὔτε σ’ αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά οὔτε καί στήν ἄλλη ζωή»[26]. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος θεολόγος σημειώνει ὅτι: «Τοσοῦτον τῆς Ἐκείνου θέας ἐκπέσομεν, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου ἡμῶν ἀπ’ ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας», καί συνεχίζει «καθ’ ὅσον τοῦ φωτός αὐτοῦ ἑκουσίως ἑαυτούς ὑστερήσαμεν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ»[27].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτη: Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Γέροντα Πορφύριο τόν Ἁγιορείτη (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου).
[1] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 193.
[2] Ἐκκλησιολογία Ἀποστόλου Παύλου, σελ. 7.
[3] Ὅ.π. σελ. 193.
[4] Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σελ. 182.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 193.
[6] Κολ. 2, 9.
[7] Ὅ.π. σελ. 193.
[8] Τριώδιον, Δευτέρα Α΄ Ἑβδομάδος, Δοξαστικό Α΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ ὄρθρου.
[9] Ἐκκλησιολογία Ἀποστόλου Παύλου, σελ. 219.
[10] Ἐφ. 1, 4.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 479.
[12] Ὅ.π. σελ. 535.
[13] Ὅ.π. σελ. 582- 583.
[14] Ἰωάν. 8, 52.
[15] Πρβλ.τό Ἀναστάσιμο: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
[16] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198-199.
[17] Ὅ.π. σελ. 583.
[18] Ἰωάν. 14, 6.
[19] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 199.
[20] Ὅ.π. σελ. 200.
[21] Ὅ.π. σελ. 200-201.
[22] Ὅ.π. σελ. 195.
[23] Ὅ.π. σελ. 200.
[24] Ὅ.π. σελ. 200.
[25] Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰῶνα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, (στό ἑξῆς: Χάρη καί ἐλευθερία)σελ. 183.
[26] Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004 (στό ἑξῆς: Πατερική Θεολογία) σελ. 48.
[27] Ἁγίου Συμεών νέου θεολόγου, Εὑρισκόμενα, Λόγος 75ος. (Διονυσίου Ζαγοραίου "Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου τά Εὑρισκόμενα", Ἐκδ. Β.Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1977).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου