Σελίδες

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Μέ ἀ­φορ­μή τή θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης (Ὁλόκληρη ἡ ὁμιλία καί σέ PDF), Δημητρίου Βλαχοστέργιου (Δρος Γενετικῆς καί Βελτίωσης Φυτῶν)

undefined
Μέ ἀ­φορ­μή τή θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης
Ἀρχεῖο PDF
Σύντομη ἐπιστημονική & θεολογική προσέγγιση[1]
Δη­μή­τριος Ν. Βλα­χο­στέρ­γιος
Δρ. Γε­νε­τι­κῆς & Βελτίωσης Φυτῶν

Τό ἔ­τος 2009 ὀ­νο­μά­στη­κε παγ­κο­σμί­ως ἔ­τος Δαρ­βί­νου, για­τί φέ­τος συμ­πλη­ρώ­θη­καν 200 χρό­νια ἀ­πό τή γέν­νη­ση τοῦ Δαρ­βί­νου καί 150 χρό­νια ἀ­πό τήν πρώ­τη κυ­κλο­φο­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου τοῦ Δαρ­βί­νου Ἡ κα­τα­γω­γή τῶν εἰ­δῶν. Γιά κά­ποι­ους ἴ­σως δέν θά ἔ­πρε­πε νά μι­λᾶ­με γιά τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἀ­πα­σχο­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρα τούς πε­ρισ­σό­τε­ρους Χρι­στια­νούς. Ὡ­στό­σο οἱ λό­γοι πού ὁ­δή­γη­σαν στή συγ­κε­κρι­μέ­νη ὁ­μι­λί­α εἶ­ναι οἱ ἑ­ξῆς.
Α. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης προ­βάλ­λε­ται ἀ­πό πά­ρα πολ­λούς, καί συ­νή­θως μή εἰ­δι­κούς –π.χ. ΜΜΕ– ὡς ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια ἀλ­λά καί ὡς γε­νι­κή θε­ω­ρί­α.
Μά­λι­στα με­τά ἀ­πό τίς πραγ­μα­τι­κά ἐν­τυ­πω­σια­κές ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς ἐ­πι­στή­μης –ὅ­πως ἡ ἀ­πο­κω­δι­κο­ποί­η­ση τοῦ DNA πολ­λῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν– οἱ ἐ­ξε­λι­κτι­κοί ἐμ­φα­νί­ζουν τίς πα­ρα­πά­νω ἀ­να­κα­λύ­ψεις ὡς μί­α πιό τραν­τα­χτή ἀ­πό­δει­ξη γιά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης. Εἶ­ναι ὅ­μως ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα; Πό­σο ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης εἶ­ναι ἐ­πι­στή­μη καί πό­σο πα­ρα­μέ­νει μί­α θε­ω­ρί­α;
Β. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης εἶ­ναι ἐν­σω­μα­τω­μέ­νη στό ἀ­να­λυ­τι­κό πρό­γραμ­μα τῆς Βι­ο­λο­γί­ας τοῦ Γυ­μνα­σί­ου καί τοῦ Λυ­κεί­ου, προ­βαλ­λό­με­νη μᾶλ­λον ὡς ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια πα­ρά ὡς ἐ­πι­στη­μο­νι­κή θε­ω­ρί­α, μέ τόν τί­τλο «Ἐ­ξέ­λι­ξη, τί­πο­τε δέν ἔ­χει νό­η­μα στή Βι­ο­λο­γί­α πα­ρά μό­νο ὑ­πό τό φῶς τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης». Μά­λι­στα ἡ εἰ­σα­γω­γή τοῦ βι­βλί­ου στό κε­φά­λαι­ο τῆς Ἐ­ξέ­λι­ξης κλεί­νει μέ τά πα­ρα­κά­τω λό­για: «Χω­ρίς αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με καί τά λό­για τοῦ Θε­ο­δό­σιου Ντομ­πζάν­σκυ, ἑ­νός με­γά­λου ἐ­ξε­λι­κτι­κοῦ τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να, δέ θά μπο­ρού­σα­με νά κα­τα­νο­ή­σου­με πῶς ἕ­να ἄ­θροι­σμα ἀ­πό χη­μι­κά συ­στα­τι­κά καί κύτ­τα­ρα, ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­γι­νε ἱ­κα­νό: νά εἶ­ναι ζων­τα­νό, νά αἰ­σθά­νε­ται χα­ρά καί πό­νο, νά ξε­χω­ρί­ζει τήν ὀ­μορ­φιά ἀ­πό τήν ἀ­σχή­μια καί νά δι­α­κρί­νει τό κα­λό ἀ­πό τό κα­κό...».
Γ. Ἡ πί­ε­ση πού ἀ­σκεῖ­ται, ἤ πού κά­ποι­οι αἰ­σθά­νον­ται ὅ­τι τούς ἀ­σκεῖ­ται ἀ­πό τίς προ­βαλ­λό­με­νες ὡς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές ἀ­λή­θει­ες, ἔ­χει ὁ­δη­γή­σει στήν ἐμ­φά­νι­ση νέ­ων ὁ­μά­δων ἐν­τός καί ἐ­κτός τῶν τει­χῶν τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­σπά­ζον­ται πλή­ρως τήν ἐ­ξε­λι­κτι­κή προ­έ­λευ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τά ζῶ­α καί ἔ­χουν προ­χω­ρή­σει σέ νέ­ες ἑρ­μη­νεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.
Δ. μᾶς δί­νε­ται ἡ εὐ­και­ρί­α νά ξα­να­θυ­μη­θοῦ­με καί νά προ­σπα­θή­σου­με νά ἐμ­βα­θύ­νου­με στόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τήν δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ἔμ­βι­ων ὄν­των, ἀλ­λά καί τοῦ ἀν­θρώ­που, κυρίως μέ βά­ση τήν θαυ­μα­στή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ γέ­ρον­τος π. Ἀ­θα­να­σί­ου Μυ­τι­λη­ναί­ου ἀλλά και ἄλλων σύγχρονων φωτισμένων ἀνθρώπων τῆς Εκκλησίας μας.
Ἔ­τσι λοι­πόν, μέ τή χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ καί τίς εὐ­χές τῶν πα­τέ­ρων, θά προ­σπα­θή­σου­με νά ποῦ­με κά­ποι­α λί­γα πράγ­μα­τα γιά ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω, ἐκ­με­ταλ­λευ­ό­με­νοι τό πνευ­μα­τι­κό φι­λό­τι­μο[2] ὅ­λων τῶν πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νων.

Εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια;
Ἄν θέ­λα­με νά δώ­σου­με ἕ­να συ­νο­πτι­κό ὁ­ρι­σμό γιά τή θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι μί­α θε­ω­ρί­α ἡ ὁ­ποί­α προ­σπα­θεῖ νά ἐ­ξη­γή­σει τό πῶς ἐμ­φα­νί­στη­καν τά δι­ά­φο­ρα εἴ­δη[3] στή γῆ καί ποι­ά ἡ σχέ­ση πού τά συν­δέ­ει. Προ­κει­μέ­νου ὅ­μως νά προ­χω­ρή­σου­με σέ μί­α κρι­τι­κή τῆς θε­ω­ρί­ας, θά πρέ­πει νά γνω­ρί­σου­με τί ἀ­κρι­βῶς λέ­ει ἡ θε­ω­ρί­α, σύμ­φω­να μέ τίς σύγ­χρο­νες θέ­σεις τῶν ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν ἐ­πι­στη­μό­νων.[4] Τό βα­σι­κό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι: Μέ ποι­όν μη­χα­νι­σμό προ­χω­ρά­ει ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη; Πῶς ἡ θε­ω­ρί­α ἐ­ξη­γεῖ τή με­τά­βα­ση ἀ­πό ἕ­να εἶ­δος σέ ἕ­να ἄλ­λο, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἔ­χουν κα­μί­α σχέ­ση με­τα­ξύ τους;
Γιά τήν ἐ­ξε­λι­κτι­κή θε­ω­ρί­α ἡ μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τή μο­νά­δα πού μπο­ρεῖ νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ εἶ­ναι ὁ πλη­θυ­σμός[5] καί ὄ­χι τό ἄ­το­μο, ὅ­πως ἐ­σφαλ­μέ­να νο­μί­ζε­ται ἀ­πό πολ­λούς. Βέ­βαι­α αὐ­τό ἀ­μέ­σως δη­μι­ουρ­γεῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ πρώ­του πλη­θυ­σμοῦ στή γῆ, τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­παν­τή­σει ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης. Ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά νά ὑ­πάρ­ξει ἐ­ξέ­λι­ξη εἶ­ναι ἡ ποι­κι­λο­μορ­φί­α, ἤ πα­ραλ­λα­κτι­κό­τη­τα, μέ­σα στά ἄ­το­μα τοῦ πλη­θυ­σμοῦ.
Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α, τήν πα­ραλ­λα­κτι­κό­τη­τα δη­μι­ουρ­γοῦν οἱ με­ταλ­λά­ξεις πού συμ­βαί­νουν τυ­χαῖ­α στή φύ­ση. Ἄ­ρα εἰ­σά­γε­ται ὁ πα­ρά­γον­τας τύ­χη. Στή συ­νέ­χεια δρᾶ ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή, ἡ ὁ­ποί­α εὐ­νο­εῖ τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ κα­λύ­τε­ρα προ­σαρ­μο­σμέ­νου στό πε­ρι­βάλ­λον, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος. Ση­μαν­τι­κό ρό­λο στή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης παί­ζει καί ἡ γε­νε­τι­κή ἀ­πο­μό­νω­ση κά­ποι­ων ἀ­τό­μων ἑ­νός πλη­θυ­σμοῦ. Δη­λα­δή τό ὅ­τι λό­γω κά­ποι­ων ἀ­πό­το­μων γε­ω­λο­γι­κῶν, ἤ γε­νι­κό­τε­ρα φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, ἕ­να κομ­μά­τι ἑ­νός πλη­θυ­σμοῦ μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­μο­νω­θεῖ γε­ω­γρα­φι­κά καί νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ σέ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού βρι­σκό­ταν μέ­χρι προ­η­γου­μέ­νως. Συ­νέ­πεια εἶ­ναι ἡ στα­δια­κή ἀλ­λα­γή τῆς γε­νε­τι­κῆς σύ­στα­σης αὐ­τοῦ τοῦ πλη­θυ­σμοῦ –μέ­σω τῶν με­ταλ­λά­ξε­ων καί τῆς φυ­σι­κῆς ἐ­πι­λο­γῆς– καί ἡ ἐμ­φά­νι­ση δι­α­φο­ρε­τι­κῶν εἰ­δῶν λό­γω τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά πε­ρι­βάλ­λον­τα. Ὅ­λα αὐ­τά πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται σέ ἕ­να χρο­νι­κό πλαί­σιο ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἐ­τῶν, μέ μί­α συ­νε­χῆ με­τά­βα­ση ἀ­πό τά ἁ­πλού­στε­ρα πρός τά πο­λυ­πλο­κό­τε­ρα εἴ­δη.
Τί ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια καί τί πα­ρα­μέ­νει μί­α θε­ω­ρί­α;
Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης μπο­ρεῖ νά δι­α­κρι­θεῖ σέ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα: στήν ἐ­ξέ­λι­ξη μέ­σα σέ ἕ­να εἶ­δος καί στήν ἐ­ξέ­λι­ξη ἀ­πό τό ἕ­να εἶ­δος στό ἄλ­λο. Ἡ πρώ­τη ὀ­νο­μά­ζε­ται μι­κρο­ε­ξέ­λι­ξη (microevolution) καί ἐ­ξη­γεῖ τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ποι­κι­λο­μορ­φί­ας μέ­σα στό εἶ­δος· γιά πα­ρά­δειγ­μα, πῶς ἀ­πό ἕ­ναν πλη­θυ­σμό σι­τη­ρῶν προ­κύ­πτει μί­α νέ­α ποι­κι­λί­α σι­τη­ροῦ. Ἡ δεύ­τε­ρη ὀ­νο­μά­ζε­ται μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξη (macroevolution) καί ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι μέ τήν πα­ρα­πά­νω δι­α­δι­κα­σί­α γί­νε­ται ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να εἶ­δος στό ἄλ­λο· δη­λα­δή ὅ­τι ἀ­πό ἕ­ναν πλη­θυ­σμό ψα­ρι­ῶν προ­έ­κυ­ψαν τά ἑρ­πε­τά, τά πτη­νά, τά θη­λα­στι­κά, μέ­χρι πού φθά­νου­με καί στόν ἄν­θρω­πο.
Ἡ μι­κρο­ε­ξέ­λι­ξη εἶ­ναι ἀ­πο­δε­δειγ­μέ­νη ἐ­πι­στη­μο­νι­κά καί πραγ­μα­τι­κά λει­τουρ­γεῖ στή φύ­ση ὅ­πως πε­ρί­που πε­ρι­γρά­φη­κε. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο ὅ­μως νά ἰ­σχυ­ρι­στεῖ κα­νείς ὅ­τι τό ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καί στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξης.
Στή συ­νέ­χεια θά ἀ­να­φερ­θοῦν με­ρι­κές σκέ­ψεις πού δεί­χνουν τίς μη­δα­μι­νές πι­θα­νό­τη­τες τῆς ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας τῆς μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξης καί τό ὅ­τι ἐ­φό­σον ἡ μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξη δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δει­χθεῖ πει­ρα­μα­τι­κά, ἄ­ρα δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει πο­τέ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια.
Ἡ ἐ­πι­στή­μη τῆς Μο­ρια­κῆς Βι­ο­λο­γί­ας καί τῆς Μο­ρια­κῆς Γε­νε­τι­κῆς μέ τήν ἐν­δε­λε­χῆ με­λέ­τη τοῦ DNA μᾶς ἔ­δω­σε τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες μί­α σει­ρά ἀ­πό κα­τα­πλη­κτι­κές ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. Πρῶ­τον, ὅ­τι ὅ­λοι οἱ ζῶν­τες ὀρ­γα­νι­σμοί ἔ­χουν στόν πυ­ρῆ­να τῶν κυτ­τά­ρων τους DNA, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πάρ­χουν οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τό τί ἀ­κρι­βῶς θά γί­νει τό ἀρ­χι­κό κύτ­τα­ρο τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ. Εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κό τό ὅ­τι ἐ­νῶ ὅ­λοι οἱ ὀρ­γα­νι­σμοί ξε­κι­νοῦν ἀ­πό ἕ­να ἁ­πλό κύτ­τα­ρο κα­τα­λή­γουν νά εἶ­ναι τό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κοί με­τα­ξύ τους. Ἀ­πό ἕ­να ἁ­πλό κύτ­τα­ρο ξε­κι­νᾶ καί ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­πό ἕ­να ἁ­πλό κύτ­τα­ρο ξε­κι­νᾶ καί τό μυρ­μήγ­κι, ἀ­πό ἕ­να ἁ­πλό κύτ­τα­ρο ξε­κι­νᾶ καί τό χα­μο­μή­λι· κι ὅ­μως αὐ­τό τό ἀρ­χι­κά πα­νο­μοι­ό­τυ­πο κύτ­τα­ρο κα­τα­λή­γει σ’ αὐ­τή τήν ἐκ­πλη­κτι­κή ποι­κι­λο­μορ­φί­α πού βλέ­που­με γύ­ρω μας. Ὅ­λα αὐ­τά ὀ­φεί­λον­ται στό δι­α­φο­ρε­τι­κό DNA πού εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο μέ­σα στά κύτ­τα­ρα τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν εἰ­δῶν.
Ἐπίσης, γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ὅ­τι οἱ δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ τῶν εἰ­δῶν ὀ­φεί­λον­ται στίς δι­α­φο­ρές πού ὑ­πάρ­χουν στόν ἀ­ριθ­μό καί τό εἶ­δος τῶν γο­νι­δί­ων καί ὅ­τι οἱ δι­α­φο­ρές αὐ­τές εἶ­ναι λί­γο-πο­λύ στα­θε­ρές καί με­τα­φέ­ρον­ται ἀ­πό γε­νιά σέ γε­νιά. Αὐ­τό ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α γιά τόν τρό­πο ἐμ­φά­νι­σης τῶν εἰ­δῶν. Ση­μαί­νει ὅ­τι γιά νά με­τα­βοῦ­με ἀ­πό τό ἕ­να εἶ­δος στό ἄλ­λο θά πρέ­πει νά ὑ­πάρ­ξει προ­σθή­κη ἤ ἀ­φαί­ρε­ση γο­νι­δί­ων, καί μά­λι­στα στό ἐ­πί­πε­δο τῶν ἀ­να­πα­ρα­γω­γι­κῶν κυτ­τά­ρων τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ, κι ὄ­χι ἁ­πλᾶ ἀ­να­συν­δυα­σμός, ἀ­να­κά­τε­μα, τῶν ὑ­παρ­χόν­των γο­νι­δί­ων, πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο συμ­βαί­νει γιά πα­ρά­δειγ­μα ὅ­ταν δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται δύ­ο φυ­τά ἤ δύ­ο ζῶ­α τοῦ ἴ­διου εἴ­δους. Ἔ­τσι ἡ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἀμ­φί­βιου ἀ­πό τό ψά­ρι προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἐμ­φά­νι­ση ἤ ἐ­ξα­φά­νι­ση κά­ποι­ων γο­νι­δί­ων στά γα­με­τι­κά κύτ­τα­ρα· ἀλ­λι­ῶς δέν θά μπο­ροῦ­σαν νά πε­ρά­σουν οἱ ἀλ­λα­γές στούς ἀ­πο­γό­νους. Οἱ ἀλ­λα­γές αὐ­τές θά πρέ­πει νά ἀν­τι­στοι­χοῦν σέ ὅ­λες τίς μορ­φο­λο­γι­κές καί λει­τουρ­γι­κές δι­α­φο­ρές ἀ­νά­με­σα στά εἴ­δη. Οἱ ἐ­ξε­λι­κτι­κοί ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι αὐ­τό ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ τίς με­ταλ­λά­ξεις. Οἱ με­ταλ­λά­ξεις δη­λα­δή εἶ­ναι ὁ μο­χλός πού δη­μι­ουρ­γεῖ τήν ποι­κι­λο­μορ­φί­α καί στή συ­νέ­χεια ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή κα­θο­ρί­ζει ποι­ά ἀ­πό τά εἴ­δη θά ἐ­πι­βι­ώ­σουν.[6]
Σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο θά βο­η­θοῦ­σε μί­α μι­κρή ἀ­να­φο­ρά στό τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τά γο­νί­δια. Τά γο­νί­δια εἶ­ναι μι­κρά κομ­μά­τια ἀ­πό τό DNA τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν, τά ὁ­ποῖ­α ἐμ­φα­νί­ζουν μί­α ἐκ­πλη­κτι­κή ὀρ­γά­νω­ση. Τά γο­νί­δια ἀ­πο­τε­λοῦν­ται ἀ­πό μί­α ἁ­λυ­σί­δα κά­ποι­ων μο­ρί­ων, πού ὀ­νο­μά­ζον­ται νου­κλε­ο­τί­δια, καί τά ὁ­ποῖ­α θά μπο­ροῦ­σαν νά πα­ρο­μοια­στοῦν μέ τά γράμ­μα­τα τοῦ ἀλ­φα­βή­του. Τά νου­κλε­ο­τί­δια εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­να σέ μί­α ἀλ­λη­λου­χί­α, σει­ρά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς βά­ζου­με τά γράμ­μα­τα σέ μί­α λέ­ξη. Ἡ ἀλ­λη­λου­χί­α αὐ­τή τῶν νου­κλε­ο­τι­δί­ων κα­θο­ρί­ζει ὅ­λες τίς λει­τουρ­γί­ες τοῦ κυτ­τά­ρου, τοῦ ἱ­στοῦ, τοῦ ὀρ­γά­νου καί τε­λι­κά τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ. Ὅ­ταν τά νου­κλε­ο­τί­δια δέν εἶ­ναι στή σω­στή σει­ρά, τό­τε κά­τι δέν λει­τουρ­γεῖ σω­στά· ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἀλ­λά­ζει τό νό­η­μα μιᾶς πρό­τα­σης ὅ­ταν ἀλ­λά­ζει ἕ­να γράμ­μα. Ἄλ­λο ση­μαί­νει κα­λός κι ἄλ­λο σα­λός, ἄλ­λο κα­λός κι ἄλ­λο κα­κός· κι ὅ­μως δι­α­φέ­ρουν μό­νο σέ ἕ­να γράμ­μα. Ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά ἐν­τυ­πω­σια­κό εἶ­ναι ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος βι­ο­λο­γι­κός νό­μος πού νά ὁ­ρί­ζει τήν ἀλ­λη­λου­χί­α τῶν νου­κλε­ο­τι­δί­ων σέ κά­θε εἶ­δος, δη­λα­δή τό ποι­ά θά εἶ­ναι ἡ σει­ρά τῶν γραμ­μά­των σέ μί­α λέ­ξη. Ὁ μό­νος λό­γος πού τά νου­κλε­ο­τί­δια, δη­λα­δή τά βι­ο­λο­γι­κά γράμ­μα­τα, βρί­σκον­ται στή συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀλ­λη­λου­χί­α εἶ­ναι ἐ­πει­δή δέ­χθη­καν τήν ἐν­το­λή-πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­πό τό DNA τῶν πα­τρι­κῶν κυτ­τά­ρων τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ὅ­ταν τό DΝΑ ἑ­νός κυτ­τά­ρου πα­πα­ρού­νας δέ­χε­ται τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­πό τό DNA τοῦ πα­τρι­κοῦ κυτ­τά­ρου πα­πα­ρού­νας δέν θά μπο­ροῦ­σε νά λει­τουρ­γή­σει σάν DNA σι­τα­ριοῦ, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέ σάν DNA μί­ας σαύ­ρας ἤ ἑ­νός ψα­ριοῦ. Οἱ ἐ­ξε­λι­κτι­κοί λοι­πόν ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι κα­τά τή δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ δι­πλα­σια­σμοῦ τοῦ DNA, μέ τήν τυ­χαί­α ἐ­πί­δρα­ση φυ­σι­κῶν ἤ χη­μι­κῶν πα­ρα­γόν­των –π.χ. τῆς ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας– προ­κα­λοῦν­ται οἱ λε­γό­με­νες με­ταλ­λά­ξεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὁ­δη­γοῦν στή δη­μι­ουρ­γί­α νέ­ων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν. Εἶ­ναι γνω­στό βέ­βαι­α ὅ­τι οἱ με­ταλ­λά­ξεις σέ πο­σο­στό 95-99% εἶ­ναι ἐ­πι­βλα­βεῖς καί προ­ϋ­πό­θε­ση γιά νά κλη­ρο­νο­μη­θοῦν εἶ­ναι νά συμ­βοῦν στά γα­με­τι­κά κύτ­τα­ρα. Ἔ­τσι, σύμ­φω­να μέ τούς ἐ­ξε­λι­κτι­κούς, στό πέ­ρα­σμα ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἐ­τῶν ἐ­πι­βι­ώ­νουν μό­νο οἱ τυ­χαῖ­ες αὐ­τές μι­κρές ἀλ­λα­γές στίς βι­ο­λο­γι­κές λέ­ξεις καί προ­τά­σεις τοῦ γε­νε­τι­κοῦ κώ­δι­κα πού συσ­σω­ρεύ­τη­καν σέ λο­γι­κή σει­ρά, ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γή­σουν νέ­ες λο­γι­κές ἑ­νό­τη­τες (γο­νί­δια) καί τε­λι­κά νά κα­τα­λή­ξουν σέ ἕ­να νέ­ο ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο καί πλή­ρους νο­ή­μα­τος κεί­με­νο, πού θά ἀν­τι­στοι­χεῖ στό νέ­ο γο­νι­δί­ω­μα ἑ­νός τέ­λει­ου νέ­ου εἴ­δους. Κι ἄν δε­χθοῦ­με ὅ­τι αὐ­τό μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ γιά κά­ποι­α λί­γα γο­νί­δια, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά συμ­βεῖ γιά νά ἐ­ξη­γή­σει τά ἐ­ξε­λι­κτι­κά ἅλ­μα­τα με­τα­ξύ ὀρ­γα­νι­σμῶν, πού δι­α­φέ­ρουν κα­τά ἑ­κα­τον­τά­δες ἤ καί χι­λιά­δες γο­νί­δια. Γιά πα­ρά­δειγ­μα ὁ ἄν­θρω­πος μέ τόν πί­θη­κο ἀ­να­φέρ­θη­κε ἀρ­χι­κά ὅ­τι ἔ­χουν 98,5% κοι­νό DNA[7], ἀλ­λά οἱ δι­α­φο­ρές σέ ἐ­πί­πε­δο νου­κλε­ο­τι­δί­ων εἶ­ναι κά­ποι­α ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Βέ­βαι­α, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες βρῆ­καν ὅ­τι οἱ δι­α­φο­ρές σέ ἐ­πί­πε­δο ποι­ό­τη­τας καί λει­τουρ­γί­ας τῶν γο­νι­δί­ων[8] εἶ­ναι πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες, καί δέν ἀν­τι­στοι­χοῦν μό­νον σέ 5-1,5%. Κά­ποι­οι μά­λι­στα, λαμ­βά­νον­τας ὑ­πό­ψη ὅ­τι οἱ με­ταλ­λά­ξεις εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς τυ­χαῖ­ες καί ὅ­τι τό με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό τους ἔ­χει ἀρ­νη­τι­κή ἐ­πί­δρα­ση στόν ὀρ­γα­νι­σμό, δέν θε­ω­ροῦν ὑ­περ­βο­λή νά ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι τό μον­τέ­λο τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης στό ὁ­ποῖ­ο ἡ τυ­χαί­α με­τάλ­λα­ξη εἶ­ναι ὁ κι­νη­τή­ριος μο­χλός της μοιά­ζει σάν μί­α μα­ϊ­μοῦ ἤ ἕ­να κου­νε­λά­κι πού πη­δά­ει πά­νω σέ ἕ­να πλη­κτρο­λό­γιο, σέ ἕ­να ἀ­νοι­χτό ἀρ­χεῖ­ο κει­μέ­νου, καί οἱ τυ­χαῖ­ες ἀλ­λα­γές πού θά προ­κύ­ψουν μέ­σα σέ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια νά εἶ­ναι τέ­τοι­ες ὥ­στε ἕ­να πα­ρα­μύ­θι τοῦ Αἰ­σώ­που νά με­τα­βλη­θεῖ τε­λι­κά σέ φι­λο­σο­φι­κό σύγ­γραμ­μα. Σί­γου­ρα θά προ­κύ­ψουν τυ­χαῖ­α κά­ποι­ες λέ­ξεις ἤ ἀ­κό­μη καί προ­τά­σεις, ἀλ­λά δέν μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή λο­γι­κή με­τα­βο­λή. Κι ἄν πα­ρο­μοι­ά­σου­με τή φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή μέ τήν ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­γο­ρά, ποι­ά βι­βλί­α θά μπο­ροῦ­σαν νά πω­λη­θοῦν καί νά συ­νε­χί­σουν νά ὑ­πάρ­χουν μέ­χρι νά ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ αὐ­τή ἡ δι­α­δι­κα­σί­α; Κατ’ ἀ­να­λο­γί­α ἕ­νας ζων­τα­νός ὀρ­γα­νι­σμός θά ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά ἐ­πι­βι­ώ­σει ἀ­πό τήν πί­ε­ση τῆς φυ­σι­κῆς ἐ­πι­λο­γῆς μέ τά τό­σα λά­θη πού θά γι­νό­ταν στό γε­νε­τι­κό του ὑ­λι­κό.
Πα­ρα­τη­ρών­τας αὐ­τές τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τοῦ μη­χα­νι­σμοῦ τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, ὑ­πῆρ­ξαν ἐ­ξε­λι­κτι­κοί ἐ­πι­στή­μο­νες, ὅ­πως ὁ Delage, πού ὑ­πο­στή­ρι­ξαν ὅ­τι ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή δέν μπο­ρεῖ νά γεν­νή­σει νέ­α εἴ­δη, ἀλ­λά ποι­κι­λί­ες καί φυ­λές τοῦ ἴ­διου εἴ­δους. Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ Delage[9] ἔ­γρα­ψε: «ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή ἐ­ξα­φα­νί­ζει τε­λι­κά τίς κα­κές φυ­σι­κές ἐ­πι­λο­γές καί προ­στα­τεύ­ει τό εἶ­δος ἀ­πό τόν κίν­δυ­νο νά χα­θεῖ, μέ τό νά τό δι­α­τη­ρεῖ ἀ­ναλ­λοί­ω­το μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες».
Ἐ­πί­σης ἕ­να πο­λύ ση­μαν­τι­κό στοι­χεῖ­ο στό ὁ­ποῖ­ο δέν ἀ­παν­τᾶ ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη εἶ­ναι πῶς ἀ­πο­κτή­θη­κε ἡ τε­λει­ό­τη­τα τήν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νά ἔ­χουν οἱ πρῶ­τοι μο­νο­κύτ­τα­ροι ὀρ­γα­νι­σμοί πού ἐμ­φα­νί­στη­καν στή γῆ, ὄ­χι μό­νο σέ ἐ­πί­πε­δο ὀρ­γά­νω­σης τοῦ κυτ­τά­ρου, ἀλ­λά πῶς κα­τά­φε­ραν νά ἀ­πο­κτή­σουν μί­α τό­σο πε­ρί­πλο­κη δο­μή, ὅ­πως τό DNA, γιά νά μπο­ροῦν νά κλη­ρο­νο­μοῦν τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους στούς ἀ­πο­γό­νους. Γνω­ρί­ζον­τας τήν τε­λει­ό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α λει­τουρ­γεῖ τό DNA, τό πλῆ­θος τῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν πού με­τα­φέ­ρει ἀ­κό­μη καί στούς μο­νο­κύτ­τα­ρους ὀρ­γα­νι­σμούς, τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς με­τα­βί­βα­σης τῆς πλη­ρο­φο­ρί­ας ἀ­πό γε­νιά σέ γε­νιά, τή θαυ­μα­στή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς μεί­ω­σης καί τό­σα ἄλ­λα, τό­τε οἱ πι­θα­νό­τη­τες νά ἔ­γι­ναν ὅ­λα αὐ­τά τυ­χαῖ­α καταλήγουν νά εἶ­ναι πρακτικά μη­δε­νι­κές. Ἀ­κό­μη θά πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι τό ἀρ­χεῖ­ο τῶν ἀ­πο­λι­θω­μά­των[10] δέν εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα πει­στι­κό γιά τήν συ­νε­χῆ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν εἰ­δῶν, κα­θώς δεί­χνει ὅ­τι «ὅ­λα τά εἴ­δη ἐμ­φα­νί­ζον­ται πλή­ρως μορ­φο­ποι­η­μέ­να καί ὄ­χι με­ρι­κῶς μορ­φο­ποι­η­μέ­να. ... Δέν ὑ­πάρ­χουν πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό μι­σο­α­νε­πτυγ­μέ­να φτε­ρά, μά­τια, δέρ­μα, ἀρ­τη­ρί­ες, νεῦ­ρα, καί λοιπά»[11].
Συμ­πε­ραί­νου­με λοι­πόν ὅ­τι τό νά δε­χθεῖ κα­νείς ἤ ὄ­χι τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης μέ τή μορ­φή τῆς μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξης εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο θέ­μα πί­στης στό τυ­χαῖ­ο γε­γο­νός καί ὄ­χι ἐ­πι­στη­μο­νι­κά τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νης θέ­σης. Πολ­λοί σπου­δαῖ­οι ἐ­πι­στή­μο­νες, μά­λι­στα μή Ὀρ­θό­δο­ξοι, ἀ­να­γνώ­ρι­σαν πί­σω ἀ­πό τήν τε­λει­ό­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἦ­ταν τά λό­για του Α. Einstein: «Ὁ Θε­ός ὅ­ταν ἔ­φτι­α­χνε τόν κό­σμο δέν ἔ­ρι­χνε ζά­ρια», ἀλ­λά καί τοῦ Fr. Collins[12]: «Ὁ Θε­ός τῆς Βί­βλου εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γο­νι­δι­ώ­μα­τος· μπο­ρεῖς νά Τόν λα­τρεύ­εις καί στήν ἐκ­κλη­σί­α καί στό ἐρ­γα­στή­ριο». Οἱ ἄ­θε­οι ἐ­πι­στή­μο­νες ἑ­πο­μέ­νως δέν εἶ­ναι ἄ­θε­οι ἐξ αἰ­τί­ας τῶν πο­ρι­σμά­των τῆς ἐ­πι­στή­μης τους, ἀλ­λά ἐξ αἰ­τί­ας κά­ποι­ας προ­σω­πι­κῆς ὑ­λι­στι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας.[13]

Ἡ Θε­ω­ρί­α τῆς Ἐ­ξέ­λι­ξης στήν Ἐκ­παί­δευ­ση.
 Ἴ­σως θά ἀ­να­ρω­τη­θεῖ κα­νείς: Ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα καί ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός κό­σμος ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξη σάν μί­α θε­ω­ρί­α, τό­τε για­τί ἔ­χει πε­ρά­σει στήν Ἐκ­παί­δευ­ση αὐ­τή ἡ θε­ω­ρί­α ὡς ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια;
Κατ’ ἀρ­χήν θά πρέ­πει νά δοῦ­με ποι­οί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού κα­θο­ρί­ζουν τήν δι­δα­κτέ­α ὕ­λη τοῦ μα­θή­μα­τος τῆς Βι­ο­λο­γί­ας. Εἶ­ναι ὡς γνω­στόν τό Παι­δα­γω­γι­κό Ἰν­στι­τοῦ­το. Ἀν­τί ἄλ­λης ἀ­πάν­τη­σης, θά σᾶς δι­α­βά­σω ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πό ἕ­να ἄρ­θρο πού δη­μο­σι­εύ­τη­κε στήν ἐ­φη­με­ρί­δα Τό Πα­ρόν[14] στίς 1-3-2009, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­παν­τᾶ σέ με­γά­λο βαθ­μό στήν πα­ρα­πά­νω ἀ­πο­ρί­α. «...Ὅ­πως εἶ­πε σ’ αὐ­τόν π. Γ. Με­ταλ­λη­νός στό μπλόγκ Thri­ske­fti­ka, ἕ­να βα­σι­κό μει­ο­νέ­κτη­μα τοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ ἔρ­γου εἶ­ναι τά Ἀ­να­λυ­τι­κά Προ­γράμ­μα­τα πού συν­τάσ­σον­ται στό Παι­δα­γω­γι­κό Ἰν­στι­τοῦ­το. Μᾶς δί­νουν με­τά κα­λού­πια καί λέ­νε σέ μᾶς τούς συγ­γρα­φεῖς νά ρί­ξου­με ὑ­λι­κό μέ­σα στά συγ­κε­κρι­μέ­να κα­λού­πια. Σέ μέ­να λοι­πόν καί στόν κ. Φί­λια ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ συγ­γρα­φή τοῦ βι­βλί­ου τῆς Α΄ Λυ­κεί­ου. Ἔ­πρε­πε νά γρά­ψου­με καί γιά τή θέ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πέ­ναν­τι σέ ἄλ­λα θρη­σκεύ­μα­τα. Πρίν κυ­κλο­φο­ρή­σει τό βι­βλί­ο, οἱ Μα­σό­νοι καί οἱ Χι­λια­στές μᾶς ἔ­κα­ναν ἀ­γω­γές. Ζη­τή­σα­με ἀ­κρό­α­ση ἀ­πό τό Παι­δα­γω­γι­κό Ἰν­στι­τοῦ­το (Π.Ι.). Ὅ­ταν πή­γα­με νά τούς συ­ναν­τή­σου­με, τέσσερα μέ­λη τοῦ Π.Ι. (ἡ μί­α ἦ­ταν γυ­ναί­κα), ὄ­χι θε­ο­λό­γοι, μᾶς εἶ­παν εὐ­θαρ­σῶς: «Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε Μα­σό­νοι». Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ Π.Ι. ἦρ­θε σέ δύ­σκο­λη θέ­ση, ἀλ­λά ἐ­γώ τούς εἶ­πα «Αὐ­τό μέ χα­ρο­ποι­εῖ», για­τί ξέ­ρα­με μέ ποι­ούς ἔ­χου­με νά κά­νου­με. Τε­λι­κά γρά­ψα­με τίς ἑ­νό­τη­τες ἀ­να­φέ­ρον­τας ἀρ­χι­κά τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Μα­σό­νων καί τῶν Χι­λια­στῶν καί με­τά τίς ἐγ­κυ­κλί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τίς ὁ­μά­δες αὐ­τές. Με­τά ἀ­πό δύ­ο-τρί­α χρό­νια, μιά μέ­ρα μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε ὁ κ. Φί­λιας καί μέ ρώ­τη­σε ἄν εἶ­χα δεῖ τή νέ­α ἑ­νό­τη­τα τοῦ βι­βλί­ου τῆς Α΄ Λυ­κεί­ου. Τό βι­βλί­ο εἶ­χε ἀλ­λα­χθεῖ καί ἔ­γρα­φε τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­πό αὐ­τά πού ἐ­μεῖς εἴ­χα­με γρά­ψει. Κά­ποι­οι δι­κοί μας ἔ­κα­ναν ἀλ­λα­γές χω­ρίς νά τό ξέ­ρου­με. Τό­τε ζη­τή­σα­με τήν ἀ­πό­συρ­ση συ­νο­λι­κά τοῦ βι­βλί­ου καί τή συγ­γρα­φή ἄλ­λου ἀ­πό ἄλ­λους συγ­γρα­φεῖς. Ἀλ­λά αὐ­τό δέν ἔ­γι­νε». Τό γε­γο­νός λοι­πόν ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν Μα­σό­νοι μέ­σα στό Π.Ι. εἶ­ναι ἕ­νας ση­μαν­τι­κός λό­γος πού ἐ­ξη­γεῖ ἀρ­κε­τά ἀ­πό αὐ­τά πού βλέ­που­με στά Ἀ­να­λυ­τι­κά Προ­γράμ­μα­τα τῶν σχο­λι­κῶν μα­θη­μά­των.
Σή­με­ρα ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να κε­φά­λαι­ο στό βι­βλί­ο Βι­ο­λο­γί­ας τῆς Γ΄ Γυ­μνα­σί­ου καί τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου, μέ τόν τί­τλο Ἐ­ξέ­λι­ξη, καί ὄ­χι Θε­ω­ρί­α τῆς Ἐ­ξέ­λι­ξης. Προ­φα­νῶς σκό­πι­μα ἀ­πα­λεί­φε­ται ἡ λέ­ξη θε­ω­ρί­α, γιά νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη σάν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια στό σύ­νο­λό της. Παρ’ ὅ­­λα αὐ­τά, ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι γραμ­μέ­να κά­ποι­α κομ­μά­τια μέ­σα στό κε­φά­λαι­ο δέ­χε­ται ὅ­τι ἡ μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξη εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα κα­θα­ρῆς τύ­χης καί συγ­κυ­ρι­ῶν. Συγ­κε­κρι­μέ­να τό Βι­βλί­ο τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου (σελ. 133) στήν πα­ρά­γρα­φο πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς πα­ρά­γον­τες πού δι­α­μορ­φώ­νουν τήν ἐ­ξε­λι­κτι­κή πο­ρεί­α, ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς με­ταλ­λά­ξεις, καί γρά­φει: «Οἱ με­ταλ­λά­ξεις ὀ­φεί­λον­ται εἴ­τε σέ τυ­χαῖ­α λά­θη κα­τά τήν ἀν­τι­γρα­φή τοῦ DNA εἴ­τε σέ φυ­σι­κούς ἤ χη­μι­κούς πα­ρά­γον­τες πού ἀλ­λοι­ώ­νουν τή δο­μή τοῦ DNA. Χά­ρη σ’ αὐ­τές δη­μι­ουρ­γοῦν­ται νέ­α γο­νί­δια, πού κα­θο­ρί­ζουν τήν ἐμ­φά­νι­ση νέ­ων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν. Τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αὐ­τά, στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, δέν εἶ­ναι ἐ­πω­φε­λῆ γιά τόν φο­ρέ­α τους. Ὡ­στό­σο, σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, εἶ­ναι πι­θα­νόν μί­α με­τάλ­λα­ξη νά προ­σφέ­ρει αὐ­ξη­μέ­νες δυ­να­τό­τη­τες ἐ­πι­βί­ω­σης στό ἄ­το­μο πού τήν ὑ­πέ­στη, ἐ­πει­δή τυ­χαί­νει τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πού δη­μι­ουρ­γεῖ νά εἶ­ναι συμ­βα­τό μέ τίς νέ­ες συν­θῆ­κες πού ἐ­πι­κρα­τοῦν στό πε­ρι­βάλ­λον. Οἱ με­ταλ­λά­ξεις ἀ­πό μό­νες τους δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νές νά προ­σα­να­το­λί­σουν τήν ἐ­ξε­λι­κτι­κή πο­ρεί­α πρός ὁ­ρι­σμέ­νη κα­τεύ­θυν­ση· προ­σφέ­ρουν ὅ­μως τό ὑ­λι­κό ἐ­πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο δρᾶ ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή».
Δη­λα­δή τά παι­διά δι­δά­σκον­ται, χω­ρίς ἀν­τί­θε­τη ἄ­πο­ψη ἤ ἄλ­λο προ­βλη­μα­τι­σμό, ὅ­τι οἱ τυ­χαῖ­οι πα­ρά­γον­τες εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νοι γιά τήν με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να εἶ­δος στό ἄλ­λο, μέ­χρι τόν ἄν­θρω­πο. Μά­λι­στα ὑ­πάρ­χει εἰ­δι­κή ἑ­νό­τη­τα πού πα­ρου­σιά­ζει τόν ἄν­θρω­πο ὡς ἐ­ξε­λι­κτι­κό ἀ­πό­γο­νο ἑ­νός αὐ­στρα­λο­πι­θή­κου[15] πού ἔ­ζη­σε πρίν ἀ­πό τρία ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια. Δέν γί­νε­ται κἄν δι­α­χω­ρι­σμός γιά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη μέ­σα στό εἶ­δος καί τήν ἐ­ξέ­λι­ξη ἀ­πό εἶ­δος σέ εἶ­δος· ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται ὅ­λα ἑ­νια­ῖα ὡς ἐ­πι­στη­μο­νι­κά συμ­πε­ρά­σμα­τα.

Κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κοι­νός πρό­γο­νος; Ὁ ἄν­θρω­πος εἰ­κό­να εἰ­κό­νος. Τό κα­τ’ εἰ­κό­να στόν ἄν­θρω­πο.
Με­λε­τών­τας κα­νείς τίς ὁ­μι­λί­ες τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ π. Ἀ­θα­να­σί­ου γιά τή Χρι­στι­α­νι­κή Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α, ἀ­να­κα­λύ­πτει τόν βα­θύ­τε­ρο λό­γο γιά τόν ὁ­ποῖ­ο τό­σοι ἄν­θρω­ποι ἀ­πο­δέ­χον­ται αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α. Ὁ μα­κα­ρι­στός γέ­ρον­τας ἀ­παν­τᾶ μέ ἕ­ναν θαυ­μά­σιο τρό­πο στήν καρ­διά τοῦ προ­βλή­μα­τος. «Ἔ­χου­με, λέ­ει ὁ γέ­ρον­τας, πά­ρα πολ­λά κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα μέ τά ζῶ­α· ἄν μά­λι­στα πά­ρου­με τά θη­λα­στι­κά ἔ­χου­με πάμ­πολ­λα κοι­νά. Ἐ­δῶ ὅ­μως μπερ­δεύ­ον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­ταν δέν ἔ­χουν τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη, λέ­νε ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕ­να ζῶ­ο, ὅ­τι εἶ­ναι προ­ϊ­όν ἐ­ξε­λί­ξε­ως· φθά­σα­με στόν πί­θη­κο, καί ἀ­πό τόν πί­θη­κο στόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι πο­λύ εὔ­κο­λο νά πέ­σει κα­νείς σ’ αὐ­τό τό λά­θος. Για­τί; Για­τί πρέ­πει νά ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἕ­να ἐ­πι­πλέ­ον γνώ­ρι­σμα· κι αὐ­τό τό γνώ­ρι­σμα εἶ­ναι τό κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τό εἶ­ναι θέ­μα πί­στε­ως»[16].
Πράγ­μα­τι, οἱ κα­τα­πλη­κτι­κές ὁ­μοι­ό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τά ζῶ­α, πού σή­με­ρα γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὀ­φεί­λον­ται στίς κοι­νές πλη­ρο­φο­ρί­ες πού ὑ­πάρ­χουν στό DNA ἀν­θρώ­που καί ζώ­ων[17], δέν ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι εἶ­ναι ἡ κα­τα­γω­γή μας ἀ­πό τά ζῶ­α, ἀλ­λά ὅ­τι τό σῶ­μα μας λει­τουρ­γεῖ καί εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νο μέ τρό­πο πα­ρό­μοι­ο μέ τῶν ἀ­νώ­τε­ρων ζώ­ων. Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως πού δέν πι­στεύ­ουν στήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ δί­νουν τήν φαι­νο­με­νι­κά πιό λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α. Μέ­σα ἀ­πό τή δι­ή­γη­ση τῆς Γέ­νε­σης ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὅ­τι ὅ­λα τά κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στά ὄν­τα ὀ­φεί­λον­ται στήν ὕ­παρ­ξη κοι­νοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ. Ἡ Γέ­νε­ση πε­ρι­γρά­φει ἕ­να μον­τέ­λο δη­μι­ουρ­γί­ας ἀ­πό τά ἀ­τε­λέ­στε­ρα πρός τά τε­λει­ό­τε­ρα ὄν­τα –σύμ­φω­νη καί μέ τήν ἐ­πι­στή­μη– καί το­νί­ζει κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη ὅ­τι τά εἴ­δη δη­μι­ουρ­γοῦν­ται κα­τά γέ­νος.
Εἰ­δι­κά γιά τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό νά κα­τα­νο­ή­σου­με τήν ἔν­νοι­α τῆς εἰ­κό­νας τοῦ Θε­οῦ. Στή Γέ­νε­ση ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ.[18] Αὐ­τό ὅ­μως εἶ­ναι μί­α ἔκ­φρα­ση πε­ρι­ε­κτι­κή καί ὄ­χι ἀ­να­λυ­τι­κή. Ἀ­να­λυ­τι­κά ἡ ἔν­νοι­α τῆς εἰ­κό­νας τοῦ Θε­οῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στήν Και­νή Δι­α­θή­κη. Γρά­φει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ[19], καί συ­νε­πῶς, ἀ­φοῦ ὁ Χρι­στός εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, τό­τε καί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι εἰ­κό­να Χρι­στοῦ· δη­λα­δή ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι εἰ­κό­να εἰ­κό­νος. Λέ­ει ὁ ἅ­γιος Εἰ­ρη­ναῖ­ος: «Ἐν τοῖς πρόσθεν χρόνοις ἐλέγετο μὲν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον, οὐκ ἐδείκνυτο δέ·  ἔτι γὰρ ἀόρατος ἦν ὁ Λόγος οὗ κατ’ εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος ἐγεγόνει». Δηλαδή: πρό Χριστοῦ, λέγονταν μέν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ∙ δέν φαινόταν ὅμως, γιατί ἀκόμα ὁ Λόγος ἦταν ἀόρατος, τοῦ ὁποίου Λόγου κατ’ εἰκόνα ἔγινε ὁ ἄνθρωπος.
Εἶ­ναι γνω­στό ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες ὅ­τι ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, τό δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, θά ἐ­ναν­θρω­ποῦ­σε ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἄν θά ἁ­μάρ­τα­νε ὁ Ἀ­δάμ ἤ ὄ­χι. Ἔ­τσι λοι­πόν μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται οὐ­σι­α­στι­κά τό ἀρ­χέ­τυ­πο, βά­σει τοῦ ὁ­ποί­ου δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Τό ὅ­τι ἱ­στο­ρι­κά προ­η­γεῖ­ται ἡ ἐμ­φά­νι­ση-δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Ἀ­δάμ δέν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση· ἀ­φο­ρᾶ μό­νο τή χρο­νι­κή σει­ρά φα­νέ­ρω­σης τῶν γε­γο­νό­των. Ἔ­τσι λοι­πόν τό σω­στό εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἀ­δάμ πλά­σθη­κε σύμ­φω­να μέ τόν Χρι­στό, καί ὄ­χι ὅ­τι ὁ Χρι­στός παίρ­νει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση σύμ­φω­να μέ τόν Ἀ­δάμ. Αὐ­τό κα­τα­λα­βαί­νε­τε ὅ­τι ἔ­χει τε­ρά­στια ση­μα­σί­α καί γιά τό θέ­μα πού συ­ζη­τᾶ­με σή­με­ρα.
Ἐ­πί­σης τό κα­τ’ εἰ­κό­να δέν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται μό­νο στή μορ­φή τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει καί ἄλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του Θε­οῦ, πού δέν τά βρί­σκου­με στά ζῶ­α· τό λο­γι­κό, τό δη­μι­ουρ­γι­κό, τό κυ­ρι­αρ­χι­κό καί ἄλλα. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δύ­ο πράγ­μα­τα: φύ­ση καί πρό­σω­πο· τά ζῶ­α εἶ­ναι μό­νο φύ­ση. Τό πρό­σω­πο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Ὅ­ταν ὁ Θε­ός λέ­ει «Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ὢν», τό «εἰ­μί» ἐκ­φρά­ζει ὕ­παρ­ξη, τό ἐ­γώ ἐκ­φρά­ζει πρό­σω­πο. Ὅ­πως ὁ Θε­ός εἶ­ναι οὐ­σί­α καί πρό­σω­πο, ἔ­τσι καί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι οὐ­σί­α καί πρό­σω­πο. Καί ἐ­δῶ βλέ­που­με τήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἄν­θρω­πο. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μί­α θε­ο­λο­γι­κή ὕ­παρ­ξη· ὄ­χι μί­α βι­ο­λο­γι­κή ὕ­παρ­ξη. Ὁ γέ­ρον­τας Ἀ­θα­νά­σιος τό­νι­ζε: «Ὅ­ταν ὁ πι­στός γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τήν Χρι­στο­λο­γί­α, δέν ἐκ­πλήσ­σε­ται ὅ­ταν βλέ­πει ἐ­πι­στη­μο­νι­κά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ὅ­ταν βλέ­πουν ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι πού δέν γνω­ρί­ζουν Χρι­στο­λο­γί­α ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει Θε­ός».[20]

Σχέ­ση Ἐ­πι­στή­μης καί Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς - Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­ξε­λι­κτι­κοί.
Τό πῶς ἀ­κρι­βῶς, ἀπό τε­χνι­κῆς ἀπόψεως, ἔ­πλα­σε ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πο καί τά ὑ­πό­λοι­πα κτί­σμα­τα δέν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή· ἀφ’ ἑ­νός μέν για­τί οἱ ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ δη­μι­ουρ­γι­κές πρά­ξεις, δέν μπο­ροῦν νά πε­ρι­γρα­φοῦν οὔ­τε βέ­βαι­α νά ἐ­ξη­γη­θοῦν καί νά κα­τα­νο­η­θοῦν ἐ­πι­στη­μο­νι­κά[21] καί ἀφ’ ἑ­τέ­ρου για­τί ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται πρω­τί­στως νά ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ τό Ποιός εἶ­ναι πί­σω ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐ­πι­στή­μης ἐν­το­πί­ζε­ται στή με­λέ­τη τῆς οὐ­σί­ας καί τῶν μη­χα­νι­σμῶν λει­τουρ­γί­ας τῶν ὄν­των. Βέ­βαι­α ὑ­πάρ­χουν Πα­τέ­ρες πού μέ βά­ση τά ἐ­πι­στη­μο­νι­κά δε­δο­μέ­να τῆς ἐ­πο­χῆς τους, καί προ­φα­νῶς γιά ποι­μαν­τι­κούς λό­γους, προ­σπά­θη­σαν νά πε­ρι­γρά­ψουν τό πῶς τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, λέ­γον­τας πολ­λές φο­ρές πράγ­μα­τα πού ἡ ἐ­πι­στή­μη ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­σε πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος γρά­φει στήν Ἑ­ξα­ή­με­ρο: «Ἑ­κά­στου γέ­νους τὰς ἀ­παρ­χὰς νῦν, οἱ­ο­νεὶ σπέρ­μα­τά τι­να τῆς φύ­σε­ως, προ­βλη­θῆ­ναι κε­λεύ­ει»[22], δη­λα­δή τίς ἀ­παρ­χές κά­θε γέ­νους, κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο τά σπέρ­μα­τα τῆς φύ­σε­ως κά­θε γέ­νους, δί­νει ἐν­το­λή –ὁ Θε­ός– νά ἐμ­φα­νι­στοῦν. Αὐτό ἀποτελεῖ μί­α προ­σέγ­γι­ση πού σή­με­ρα πολλοί θε­ω­ροῦν ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σάν μί­α προ­φη­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α γιά τόν γε­νε­τι­κό κώ­δι­κα (DNA) πού ἐ­νυ­πάρ­χει σέ ὅ­λα τά «γέ­νη» καί ἐ­ξε­λίσ­σε­ται στόν πλή­ρη ὀρ­γα­νι­σμό. Ὅ­ταν κα­νείς ἔρ­χε­ται σέ ἐ­πα­φή μέ τέ­τοι­α πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, αὐ­θόρ­μη­τα ἐκ­πλήσ­σε­ται καί θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­χε πεῖ ὁ αὐτοαποκαλούμενος ἀγνωστικιστής Ρόμπερτ Τζάστροου[23]: «Γιά τόν ἐπιστήμονα πού ἔχει ζήσει μέ τήν πίστη του στήν δύναμη τῆς λογικῆς, ἡ ἱστορία τελειώνει σάν ἕνα κακό ὄνειρο. Ἔχει σκαρφαλώσει τίς ὁροσειρές τῆς ἄγνοιας ... πλησιάζει νά κατακτήσει τήν ψηλότερη κορυφή... καί, καθώς σέρνεται πάνω ἀπό τόν τελευταῖο βράχο, τόν καλωσορίζει μία ὁμάδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι εἶναι καθισμένοι ἐκεῖ πέρα ἐπί αἰῶνες!»
Ὡ­στό­σο, ὅ­σο ἐν­τυ­πω­σια­κή κι ἄν εἶ­ναι ἡ ἑρ­μη­νεί­α, δέν παύ­ει νά εἶ­ναι μί­α ἑρ­μη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση καί πάντα μέ­σα στό πλαί­σιο πού ὁ­ρί­ζει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή –κα­τά γέ­νος δη­μι­ουρ­γί­α. Γιά τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἑρ­μή­νευ­αν οἱ Πα­τέ­ρες τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ση­μει­ώ­νει ὁ π. Γ. Με­ταλ­λη­νός τά ἑ­ξῆς: «Οἱ Πα­τέ­ρες (Προ­φῆ­τες, Ἀ­πό­στο­λοι καί ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι) ὅ­ταν κα­τέ­χουν καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη σο­φί­α (π.χ. Μ. Βα­σί­λει­ος) γνω­ρί­ζουν τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θε­ω­ρί­ες τῆς ἐ­πο­χῆς τους, τίς ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως ἐ­ρευ­νοῦν μέ­σα ἀ­πό τό πρί­σμα τῆς Θε­ο­λο­γί­ας τους, ἀ­φοῦ σκο­πός τους δέν εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση, ἀλ­λά ἡ κα­θο­δή­γη­ση τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους τέ­κνων πρός τήν σω­τη­ρί­α καί ἡ προ­στα­σί­α τους ἀ­πό γνώ­ση πού εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἐμ­πο­δί­σει τήν πο­ρεί­α τους πρός τήν θε­ο­γνω­σί­α. Ἡ δι­ά­θε­ση ὅ­μως στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν εἶ­ναι a priori πο­λε­μι­κή καί ἀ­πορ­ρι­πτι­κή, ἀλ­λά ἁ­πλῶς ποι­μαν­τι­κή καί προ­στα­τευ­τι­κή».[24] Ἡ πα­τε­ρι­κή ἐμ­πει­ρί­α καί πα­ρά­δο­ση γνω­ρί­ζει ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι σέ δια­ρκῆ ἐ­ξέ­λι­ξη καί ἀ­να­προ­σαρ­μό­ζει τά συμ­πε­ρά­σμα­τά της μέ βά­ση τά νε­ό­τε­ρα εὑ­ρή­μα­τα. Ἡ ἀ­λη­θι­νή ἐ­πι­στή­μη καί οἱ ἀ­λη­θι­νοί ἐ­πι­στή­μο­νες χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό με­τρι­ο­πά­θεια στήν ἀ­να­κοί­νω­ση τῶν συμ­πε­ρα­σμά­των τους, καί πο­τέ δέν βά­ζουν τε­λεί­α σέ ὅ­τι λέ­νε, ἀλ­λά κόμ­μα, πε­ρι­μέ­νον­τας τίς νε­ό­τε­ρες ἐ­ξε­λί­ξεις.
Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως κά­ποι­οι Χρι­στια­νοί, κά­τω ἀ­πό τήν πί­ε­ση πού ὑ­πάρ­χει ὅ­τι ἡ μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξη εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια καί προ­κει­μέ­νου νά μήν ἐμ­φα­νι­στοῦν ἀν­τι­ε­πι­στη­μο­νι­κοί, προ­σαρ­μό­ζουν τή θε­ο­λο­γί­α στήν ἐ­πι­στή­μη καί θε­ω­ροῦν ὅ­τι ὁ Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε μέ τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξης τά πάν­τα.
Στήν Ἑλ­λά­δα ὑ­πάρ­χουν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­ξε­λι­κτι­κοί, ὅ­πως αὐ­το­α­πο­κα­λοῦν­ται. Πο­λύ πε­ρι­λη­πτι­κά οἱ θέ­σεις τους ἔ­χουν ὡς ἑ­ξῆς. Κά­ποι­α στιγ­μή, μέ τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, ἐμ­φα­νί­στη­καν οἱ πρῶ­τοι ἄν­θρω­ποι, οἱ λε­γό­με­νοι προ­α­δα­μια­ῖοι, ἔ­χον­τας ὅ­μως τό κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ. Ἔ­πει­τα ὁ Θε­ός πῆ­ρε τόν κα­τ’ ἐ­ξέ­λι­ξιν ὁ­λο­κλη­ρω­θέν­τα βι­ο­λο­γι­κό ἄν­θρω­πο, πού εἶ­χε τήν δι­κή Του εἰ­κό­να, καί «ἐ­νε­φύ­ση­σε» σέ αὐ­τόν τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, δη­μι­ουρ­γῶν­τας ἔ­τσι τόν ἱ­στο­ρι­κό Ἀ­δάμ. Κύ­ριος ἐκ­πρό­σω­πος αὐ­τῶν τῶν θέ­σε­ων εἶ­ναι ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος Κα­λό­μοι­ρος[25] καί οἱ συ­νε­χι­στές του, πού ἐκ­δη­λώ­νον­ται σή­με­ρα κυ­ρί­ως μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου[26].
Δυ­στυ­χῶς δέν μπο­ροῦ­με στά πλαί­σια μί­ας τέ­τοι­ας ὁ­μι­λί­ας νά ἀ­να­λύ­σου­με σέ βά­θος τό θέ­μα. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως ἀρ­κε­τά κεί­με­να ἀ­ναι­ρε­τι­κά τῶν ἀ­πό­ψε­ων τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν. Ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­μως ὅ­τι ὁ μα­κα­ρι­στός ἅ­γιος γέ­ρον­τας π. Πα­ΐ­σιος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι στά παι­δι­κά του χρό­νια δέ­χθη­κε ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἴ­διου του Χρι­στοῦ μέ ἀ­φορ­μή ἕ­να πει­ρα­σμό ἀ­πι­στί­ας ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Δαρ­βί­νου[27], ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν για­τί νά μήν λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός πῆ­ρε πρῶ­τα τόν πί­θη­κο καί τόν τε­λει­ο­ποί­η­σε, τούς ἀ­παν­τοῦ­σε: «Κα­λά, δέν μπο­ροῦ­σε ὁ Θε­ός νά κά­νη τό τέ­λει­ο δη­μι­ούρ­γη­μα, τόν ἄν­θρω­πο, ποῦ δι­έ­θε­σε γι’ αὐ­τόν ὁ­λό­κλη­ρη ἡ­μέ­ρα; ἔ­πρε­πε νά βρεῖ ἀν­ταλ­λα­κτι­κά;... Δι­ά­βα­σε νά δεῖς τί λέ­ει ἡ προ­φη­τεί­α τοῦ Ἰ­ώβ, στό Ἀ­νά­γνω­σμα τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης. Τώ­ρα αὐ­τά γιά τόν πί­θη­κο οὔ­τε ἡ ἐ­πι­στή­μη τά πα­ρα­δέ­χε­ται». Ὁ γέ­ρον­τας μά­λι­στα, θε­ω­ροῦ­σε αὐ­τές τίς ἀ­πό­ψεις ὡς βλά­σφη­μες: «Ἄν σκε­φθεῖς, ἔ­λε­γε, ὅ­τι ἀ­πό ἄν­θρω­πο, τήν Πα­να­γί­α μας, γεν­νή­θη­κε ὁ Χρι­στός! Δη­λα­δή ἀ­πό­γο­νος τοῦ πί­θη­κου ἦ­ταν ὁ Χρι­στός; Τί βλα­σφη­μί­α! Καί δέν τό κα­τα­λα­βαί­νουν ὅ­τι βλα­σφη­μοῦν[28]. Ρί­χνουν μί­α πέ­τρα, καί δέν κοι­τοῦν πό­σα κε­φά­λια θά σπά­σει. Σοῦ λέ­ει: ″Ἐ­γώ τήν ἔ­ρι­ξα πιό μα­κριά ἀ­πό τόν ἄλ­λο″. Αὐ­τό κά­νουν σή­με­ρα· θαυ­μά­ζουν ποιός θά πε­τά­ξει πιό μα­κριά τήν πέ­τρα[29]. Πό­σα κε­φά­λια θά σπά­σει ἀ­πό αὐ­τούς πού περ­νᾶ­νε ἐ­κεῖ κά­τω, δέν τό σκέ­φτον­ται!».[30] Μά­λι­στα προ­φη­τεύ­ον­τας πό­σο ἐ­πι­κίν­δυ­νο εἶ­ναι καί ποῦ μπο­ρεῖ νά ὁ­δη­γή­σει αὐ­τό τό ρεῦ­μα τῶν Χρι­στια­νῶν Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν, ἔ­λε­γε: «Τώ­ρα στήν ἀρ­χή, γιά νά μήν ὑ­πάρ­χουν ἀν­τι­δρά­σεις, λέ­νε: ″Δέν ἀρ­νού­μα­στε τόν Θε­ό· ἁ­πλᾶ γιά νά μήν φαί­νε­ται ὅ­τι πᾶ­με ἀν­τί­θε­τα σέ ὅ­σα λέ­νε οἱ με­γά­λοι ἐ­πι­στή­μο­νες, παίρ­νου­με συμ­βο­λι­κά τό «χοῦν» καί λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός πῆ­ρε πί­θη­κο γιά σῶ­μα καί τοῦ ἐ­νε­φύ­ση­σε τήν ψυ­χή. Νά δεῖ­τε ὅ­μως, στή συ­νέ­χεια, ὅ­ταν τό δε­χθοῦ­νε αὐ­τό πολ­λοί Χρι­στια­νοί, πού τά ἑρ­μη­νεύ­ου­νε μέ τό μυα­λό, με­τά θά μᾶς ποῦν: Ἔ, κα­λά τώ­ρα... ἐ­νε­φύ­σε ψυ­χή... γιά ἕ­να φοῦ, γιά ἀ­έ­ρα θά συ­ζη­τᾶ­με;! Ἀ­φοῦ ὁ πί­θη­κος ἦ­ταν ζων­τα­νός· εἶ­χε πνο­ή ζω­ῆς· αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ψυ­χή: ἡ ζω­ή. Καί με­τά με­ρι­κά χρό­νια, ἀ­φοῦ τό δε­χθοῦ­νε κι αὐ­τό, θά μᾶς ποῦ­νε: Ποι­ός θε­ός τοῦ Ἀ­δάμ καί τῆς Εὔ­ας;... Ἐν­τά­ξει, δέν λέ­με ὅ­τι γί­να­νε ὅ­λα μό­να τους· ὑ­πάρ­χει μί­α ἀ­νώ­τε­ρη δύ­να­μη: ἡ Φύ­ση».[31] Μή­πως ἀ­γα­πη­τοί μου, δέν τά ἀ­κοῦ­με σή­με­ρα αὐ­τά;
Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν εἶ­ναι ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο γιά νά ἀ­πο­δεί­ξου­με ἤ ὄ­χι τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ. Μέ­σω τῆς ἐ­πι­στή­μης ὅ­μως μπο­ρεῖ νά ἐμ­βα­θύ­νει κα­νείς στή σο­φί­α καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν Πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή του: «τὰ γὰρ ἀ­ό­ρα­τα αὐ­τοῦ ἀ­πὸ κτί­σε­ως κό­σμου τοῖς ποι­ή­μα­σι νο­ού­με­να κα­θο­ρᾶ­ται»[32]. Δη­λα­δή: τά ἀ­ό­ρα­τα τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου βλέ­πον­ται κα­θα­ρά μέ τήν βα­θιά κα­τα­νό­η­ση τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των. «Ἀ­ό­ρα­τα τοῦ Θε­οῦ» εἶ­ναι οἱ ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, στίς ὁ­ποῖ­ες βέ­βαι­α πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται καί οἱ δη­μι­ουρ­γι­κές ἐ­νέρ­γει­ες. Ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τό πα­ρα­πά­νω χω­ρί­ο ὁ πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος σχο­λιά­ζει: «Οἱ ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες βλέ­που­με νά ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται στή δη­μι­ουρ­γί­α. Ὁ Χρι­στός ἔ­κα­νε ἕ­να προ­σκλη­τή­ριο θε­ω­ρί­ας τῆς κτί­σε­ως... εἶ­πε ἐμ­βλέ­ψα­τε στά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, στά κρι­νά­κια τοῦ ἀ­γροῦ καί λοι­πά. Κοι­τάξ­τε τί εἶ­πε: «ἐμ­βλέ­ψα­τε», ″ἐν″ καί ″βλέ­πω″, δη­λα­δή μέ προ­σο­χή θά πα­ρα­τη­ρή­σε­τε ἕ­να κρι­νά­κι τοῦ ἀ­γροῦ. Εἶ­ναι ἕ­να προ­σκλη­τή­ριο πού κά­νει ὁ Θε­ός Δη­μι­ουρ­γός, ὁ Θε­ός Λό­γος, ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α Του, γιά νά κα­τα­στή­σει τούς ἀν­θρώ­πους μέ βά­θος γνώ­σε­ως. Για­τί ὁ Θε­ός ἔ­κα­νε αὐ­τό τό τρο­μα­κτι­κό σέ ἔ­κτα­ση καί δύ­να­μη σύμ­παν; Τό ’χε­τε πο­τέ ρω­τή­σει; Γιά νά γί­νει γνω­στός ὡς Θε­ός δυ­νά­με­ως, σο­φί­ας καί ἀ­γα­θό­τη­τος στόν ἄν­θρω­πο. Γιά νά τόν γνω­ρί­σει ὁ ἄν­θρω­πος».[33]

Μι­κρή ἀ­να­φο­ρά στόν μα­κα­ρι­στό πα­τέ­ρα Ἀ­θα­νά­σιο Μυ­τι­λη­ναῖ­ο.[34]
Ὁ μα­κα­ρι­στός γέ­ρον­τάς μας, πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος, δί­δα­σκε τούς ἀν­θρώ­πους μέ κά­θε τρό­πο. Τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια εἶ­χε φτιά­ξει ἔ­ξω ἀ­πό τό κε­λί του μί­α μι­κρή ἔκ­θε­ση δι­α­φό­ρων ἀν­τι­κει­μέ­νων τά ὁ­ποῖ­α συ­νέ­λε­γε στούς πε­ρι­πά­τους πού ἔ­κα­νε μέ τούς πα­τέ­ρες τῆς μο­νῆς ἤ πού τοῦ ἔ­δι­ναν δι­ά­φο­ροι ἄν­θρω­ποι πού γνώ­ρι­ζαν τό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί τήν ἀ­γά­πη του γιά τήν κτί­ση. Κι αὐ­τό, ὅ­πως μοῦ εἶ­χε πεῖ κά­πο­τε, γιά νά ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο με­λέ­της καί πα­ρα­τή­ρη­σης γιά τούς ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νους πού πε­ρί­με­ναν. Καί ὄ­χι μό­νο. Ὁ ἴ­διος χαι­ρό­ταν πα­ρα­τη­ρών­τας καί με­λε­τών­τας τήν κτί­ση, τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν ζώ­ων καί τῶν που­λι­ῶν, τήν ὀ­μορ­φιά τῶν λου­λου­δι­ῶν, τή μορ­φή καί τήν πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ὅ­λων τῶν ὄν­των. Ἦ­ταν ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος κά­θε φο­ρά πού βρι­σκό­ταν μέ­σα στή φύ­ση καί θυ­μό­ταν τά λό­για τοῦ Λι­ναί­ου ὅ­ταν ὁ Σου­η­δός φυ­σι­ο­δί­φης, περ­πα­τών­τας μέ­σα στά ἀν­θι­σμέ­να λι­βά­δια καί μή ἀν­τέ­χον­τας τήν ὀ­μορ­φιά τους, ἔ­λε­γε: «Σω­πᾶ­στε, σω­πᾶ­στε, μέ ξε­κου­φά­να­τε!». Κι ἄν ὁ Λι­ναῖ­ος ἦ­ταν ἕ­νας ἐ­πι­στή­μο­νας φυ­σι­ο­λά­τρης, ὁ μα­κα­ρι­στός πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος, μπο­ροῦ­σε καί ἔ­βλε­πε πί­σω ἀ­πό τά κτί­σμα­τα τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τό δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τήν ἐ­νυ­πό­στα­τη Σο­φί­α, πού δη­μι­ούρ­γη­σε τόν ὁ­ρα­τό καί ἀ­ό­ρα­το κό­σμο, καί ἀ­να­λυ­ό­ταν σέ καρ­δια­κή δο­ξο­λο­γί­α.

Ἐ­πί­λο­γος
Ἀ­γα­πη­τοί μου, οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες προ­χώ­ρη­σαν στή γνώ­ση καί δο­ξο­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ καί μέ­σα ἀ­πό τήν πα­ρα­τή­ρη­ση τῶν ἔρ­γων τοῦ Θε­οῦ. Γιά νά δεῖ κα­νείς ὅ­μως τόν Θε­ό μέ­σα ἀ­πό τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του, πρέ­πει νά ἔ­χει κα­θα­ρή καρ­διά· δι­α­φο­ρε­τι­κά αὐ­τή ἡ ἴ­δια ἡ κτί­ση ἀ­πο­τε­λεῖ γι’ αὐ­τόν σκάν­δα­λο, δη­λα­δή ἐμ­πό­διο, γιά νά γνω­ρί­σει τόν Θε­ό. Οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς ἔ­χουν πα­ρα­δώ­σει τήν ὁ­δό τῆς γνώ­σης τοῦ Θε­οῦ· δέν ἀ­πο­μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό ἐ­μᾶς πα­ρά νά τήν πο­ρευ­θοῦ­με.






[1]. Τό κεί­με­νο πού ἀ­κο­λου­θεῖ εἶ­ναι ἀ­πό τήν ὁ­μι­λί­α πού ἔ­γι­νε στίς 20-9-2009 στήν ἐ­ναρ­κτή­ρια συ­νάν­τη­ση τῶν κύ­κλων συμ­με­λέ­της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς τοῦ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κοῦ συλ­λό­γου Ἅ­γιος Δα­μια­νός ὁ ἐν Λα­ρί­σῃ.
[2]. Τό πνευ­μα­τι­κό φι­λό­τι­μο ἀ­πο­τε­λεῖ προ­σφι­λῆ ἔκ­φρα­ση τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, τό ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ροῦ­σε ἀ­πα­ραί­τη­το γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή προ­κο­πή τῶν Χρι­στι­α­νῶν.
[3]. Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ εἴ­δους εἶ­ναι ἕ­νας συμ­βα­τι­κός ὁ­ρι­σμός πού δό­θη­κε γι­ά τήν τα­ξι­νό­μη­ση τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν μέ κρι­τή­ρι­ο τήν μορ­φο­λο­γι­κή ὁ­μοι­ό­τη­τα με­τα­ξύ τους καί τήν με­τα­βί­βα­ση τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τους στούς ἀ­πό­γο­νους, ἀρ­χι­κά ἀ­πό τόν Κ. Λιν­ναῖ­ο. Σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν κι ἄλ­λοι ὁ­ρι­σμοί γι­ά τήν ἔν­νοι­α τοῦ εἴ­δους, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­ϋ­πο­θέ­τουν καί τήν πα­ρα­γω­γή γό­νι­μων ἀ­πο­γό­νων. Δέν γνω­ρί­ζου­με ὅ­μως ποι­ό εἶ­ναι τό τα­ξι­νο­μι­κό εὖ­ρος τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή μέ τή φρά­ση «κα­τά γέ­νος». Τό σί­γου­ρο εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­χου­με δη­μι­ουρ­γί­α κα­τά ὁ­μά­δες ὀρ­γα­νι­σμῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν με­τα­ξύ τους, καί σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν ἔ­χου­με στα­δι­α­κή με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ ἑ­νός εἴ­δους στό ἄλ­λο.
[4]. Ἡ σύν­το­μη πε­ρι­γρα­φή τῆς θε­ω­ρί­ας βα­σί­ζε­ται στό ἔγ­κρι­το ἐ­πι­στη­μο­νι­κό ἄρ­θρο R­y­an G.T. 2009. U­n­d­e­r­s­t­a­n­d­i­ng N­a­t­u­r­al S­e­l­e­c­t­i­on: E­s­s­e­n­t­i­al C­o­n­c­e­p­ts a­nd C­o­m­m­on M­i­n­c­o­s­c­e­p­t­i­o­ns. E­v­o­l­u­t­i­on: E­d­u­c­a­t­i­on a­nd O­u­t­r­e­a­ch (2009) v­ol.2, n­o2, 156-175.
[5]. Πλη­θυ­σμός: μί­α ὁ­μά­δα ὅ­μοι­ων (ὄ­χι ἴ­δι­ων) γε­νε­τι­κά ἀ­τό­μων πού μπο­ροῦν νά δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται με­τα­ξύ τους πα­ρά­γον­τας γό­νι­μους ἀ­πο­γό­νους.
[6]. R­y­an G.T. 2009. U­n­d­e­r­s­t­a­n­d­i­ng N­a­t­u­r­al S­e­l­e­c­t­i­on: E­s­s­e­n­t­i­al C­o­n­c­e­p­ts a­nd C­o­m­m­on M­i­n­c­o­s­c­e­p­t­i­o­ns. E­v­o­l­u­t­i­on: E­d­u­c­a­t­i­on a­nd O­u­t­r­e­a­ch (2009) v­ol.2, no.2, 156-175.
[7]. B­r­i­t­t­en R. 2002. D­i­v­e­r­g­e­n­ce b­e­t­w­e­en s­a­m­p­l­es of c­h­i­m­p­a­n­z­ee a­nd h­u­m­an D­NA s­e­q­u­e­n­c­es is 5%, c­o­u­n­t­i­ng i­n­d­e­ls. P­N­AS (2002) v­ol.99, no.21, 13633-13635.
[8]. w­ww.in.gr «...Οἱ δι­α­φο­ρές ἀν­θρώ­που καί χιμ­πατ­ζῆ εἶ­ναι πο­λύ πι­ό πε­ρί­πλο­κες ­πό ­σο ­κτι­μοῦ­σαν οἱ γε­νε­τι­στές, ­πο­κα­λύ­πτει τό χρω­μό­σω­μα 22 τοῦ πλη­σι­έ­στε­ρου ἐν ζω­ συγ­γε­νῆ μας. Πα­ρό­λο πού τά δύ­ο εἴ­δη δι­α­φέ­ρουν ἐ­λά­χι­στα στό γο­νι­δί­ω­μά τους, ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή προ­κα­λεῖ με­γά­λες, μή ἀ­να­με­νό­με­νες δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις στή φυ­σι­ο­λο­γί­α τους. Ἀ­πό πα­λαι­ό­τε­ρες προ­κα­ταρ­κτι­κές ἀ­να­λύ­σεις τοῦ γο­νι­δι­ώ­μα­τος τοῦ χιμ­πατ­ζῆ ἦ­ταν γνω­στό ὅ­τι τό D­NA του εἶ­ναι κα­τά 98,5% ὅ­μοι­ο μέ τό ἀν­θρώ­πι­νο. Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες ἤλ­πι­ζαν ὅ­τι τό ὑ­πό­λοι­πο 1,5% θά ἀ­πο­κά­λυ­πτε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Τώ­ρα ὅ­μως πού οἱ ἐ­ρευ­νη­τές προσ­δι­ό­ρι­σαν τήν πλή­ρη ἀλ­λη­λου­χί­α στό χρω­μό­σω­μα 22 τοῦ χιμ­πατ­ζῆ, οἱ δι­α­φο­ρές ἀ­πό τό ἀν­τί­στοι­χο ἀν­θρώ­πι­νο χρω­μό­σω­μα 21 φαί­νον­ται τε­ρά­στι­ες. Τά ἀν­τί­στοι­χα τμή­μα­τα τῶν δύ­ο χρω­μο­σω­μά­των δι­α­φέ­ρουν ὄν­τως κα­τά μό­λις 1,44%, ἀ­να­φέ­ρει ἡ πο­λυ­ε­θνι­κή ἐ­ρευ­νη­τι­κή ὁ­μά­δα στό πε­ρι­ο­δι­κό N­a­t­u­re. Ὅ­μως οἱ δι­α­φο­ρές αὐ­τές ἐν­το­πί­ζον­ται ὄ­χι σέ «ἄ­χρη­στες» πε­ρι­ο­χές τοῦ D­NA, ὅ­πως πι­στευ­ό­ταν, ἀλ­λά μέ­σα σέ λει­τουρ­γι­κά γο­νί­δι­α. Ἔτ­σι, τό 83% τῶν 231 γο­νι­δί­ων πού ἐ­ξε­τά­στη­καν πα­ρου­σί­α­ζαν δι­α­φο­ρές πού ἐ­πη­ρέ­α­ζαν τίς πρω­τε­ΐ­νες πού πα­ρά­γον­ται μέ τήν πλη­ρο­φο­ρί­α τῶν γο­νι­δί­ων αὐ­τῶν. Ἀ­πό τίς πρω­τε­ΐ­νες αὐ­τές, τό 20% πα­ρου­σί­α­ζε «με­γά­λες δο­μι­κές δι­α­φο­ρές», ἐ­ξη­γεῖ τό N­a­t­u­re.c­om. Ἐ­πι­πλέ­ον οἱ ἐ­ρευ­νη­τές ἐν­τό­πι­σαν 68.000 πε­ρι­ο­χές πού ἦ­ταν πα­ροῦ­σες στό ἕ­να εἶ­δος, ἀλ­λά ἀ­που­σί­α­ζαν ἀ­πό τό ἄλ­λο. Δι­α­πί­στω­σαν μά­λι­στα ὅ­τι τό 20% τῶν γο­νι­δί­ων πού ἐ­ξε­τά­στη­καν πα­ρου­σί­α­ζαν δι­α­φο­ρές στά πρό­τυ­πα τῆς λει­τουρ­γί­ας τους. Ἑ­πό­με­νος στό­χος θά εἶ­ναι νά προσ­δι­ο­ρι­στοῦν οἱ λει­τουρ­γι­κές δι­α­φο­ρές στίς πρω­τε­ΐ­νες ἀν­θρώ­που καί χιμ­πατ­ζῆ. Ἄν καί ἕ­να προ­σχέ­δι­ο τοῦ γο­νι­δι­ώ­μα­τος τοῦ χιμ­πατ­ζῆ εἶ­ναι δι­α­θέ­σι­μο ἀ­πό τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 2003, ἡ πλή­ρης ἀλ­λη­λου­χί­α θά δη­μο­σι­ευ­τεῖ στό N­a­t­u­re ἀρ­γό­τε­ρα φέ­τος. Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι στό χρω­μό­σω­μα 22 ἀν­τι­στοι­χεῖ μό­λις στό 1% τοῦ γο­νι­δι­ώ­μα­τος, νέ­ες ἐκ­πλή­ξεις ἴ­σως πε­ρι­μέ­νουν τούς ἐ­πι­στή­μο­νες.»
[9]. Πρβλ. Λε­κά­τη Γε­ώρ­γι­ου, Ὑ­πάρ­χει Θε­ός; h­t­tp:­//u­s­e­rs.p­a­n­a­f­o­n­et.gr/l­e­k­a­t­is/t­r­a­v­e­l­l­er/T­he%20book%20about%20God.p­df.
[10]. Πρβλ. Βα­σι­λει­ά­δη Ν. «Ὁ Δαρ­βί­νος & ἡ Θε­ω­ρί­α τῆς Ἐ­ξε­λί­ξε­ως». Ἔκδ. «Ὁ Σω­τήρ». Τo 1972, ὁ Στέ­φεν Γκούλντ καί ὁ Νά­ιλς Ἔλ­ντρετζ πρό­τει­ναν μί­α νέ­α θε­ω­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης συμ­βαί­νει μέ σύν­το­μα ξε­σπά­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­κό­πτον­ται ἀ­πό μα­κρές πε­ρι­ό­δους στα­θε­ρό­τη­τας. Οἱ Γκούλντ καί Ἔλ­ντρετζ δι­α­φώ­νη­σαν μέ τήν ἰ­δέ­α ὅ­τι οἱ ὀρ­γα­νι­σμοί ἀλ­λά­ζουν συ­νε­χῶς, προ­σαρ­μο­ζό­με­νοι σέ μι­κρό βαθ­μό πρός τό πε­ρι­βάλ­λον τους. Ἐ­νῶ ὁ Δαρ­βῖ­νος θε­ω­ροῦ­σε τήν ἐ­ξέ­λι­ξη ὡς μί­α ἀρ­γῆ καί συ­νε­χῆ δι­α­δι­κα­σί­α, χω­ρίς αἰφ­νί­δι­α ἅλ­μα­τα, οἱ Γκούλντ καί Ἐλ­ντρετζ πα­ρα­τή­ρη­σαν μί­α ἀ­συ­νέ­χει­α στή με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να εἶ­δος στό ἄλ­λο. Συγ­κε­κρι­μέ­να, τά ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν πού βρί­σκου­με σέ δι­α­δο­χι­κά γε­ω­λο­γι­κά στρώ­μα­τα ἔ­δει­χναν μα­κρά δι­α­λείμ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α τί­πο­τε δέν ἄλ­λα­ζε, καί τά ὁ­ποῖ­α δι­α­κό­πτον­ταν ἀ­πό ξαφ­νι­κές με­τα­βά­σεις, στό πλαί­σι­ο τῶν ὁ­ποί­ων τά δι­ά­φο­ρα εἴ­δη ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ταν καί ἀν­τι­κα­θί­σταν­το σέ ἐν­τε­λῶς νέ­ες μορ­φές. Νέ­α εἴ­δη ἐμ­φα­νί­ζον­ται σέ με­γά­λους ἀ­ριθ­μούς κα­τά τή δι­άρ­κει­α σύν­το­μων πε­ρι­ό­δων, ἴ­σως ἐ­ξαι­τί­ας δρα­μα­τι­κῶν γε­γο­νό­των, ὅ­πως ἡ σύγ­κρου­ση μέ ἀ­στε­ρο­ει­δεῖς. Οἱ συμ­βα­τι­κοί ἐ­ξε­λι­κτι­κοί ἄ­σκη­σαν ὀ­ξύ­τα­τη κρι­τι­κή στόν Γκούλντ, ἀ­πο­κα­λών­τας καί τή θε­ω­ρί­α του «ἐ­ξέ­λι­ξη μέ σπα­σμούς».
[11]. h­t­tp:­//w­ww.c­r­e­a­t­i­o­n­s­c­i­e­n­ce.c­om/o­n­l­i­n­e­b­o­ok/ W. B­r­o­wn «In t­he B­e­g­i­n­n­i­ng».
[12]. F. C­o­l­l­i­ns. Ἀ­με­ρι­κα­νός, Φυ­σι­κός-Γε­νε­τι­στής. Ἀ­πό τούς πλέ­ον ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νους σύγ­χρο­νους ἐ­πι­στή­μο­νες, ἡ­γή­θη­κε τῆς ὁ­μά­δας πού ἀ­πο­κω­δι­κο­ποί­η­σε τό ἀν­θρώ­πι­νο γο­νι­δί­ω­μα τό 2003. Ἄν καί ἀρ­χι­κά ἦ­ταν ἄ­θε­ος, κά­ποι­α στιγ­μή προ­σχώ­ρη­σε στούς Εὐ­αγ­γε­λι­κούς. Τό 2009 ἵ­δρυ­σε τό Ἵ­δρυ­μα «B­i­o­L­o­g­os» γι­ά νά προ­βάλ­λει τήν ἁρ­μο­νί­α με­τα­ξύ χρι­στι­α­νι­κῆς Πί­στης καί Ἐ­πι­στή­μης. Ἀ­πο­δέ­χε­ται τήν κα­τευ­θυ­νό­με­νη ἐ­ξέ­λι­ξη ὡς τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε τόν κό­σμο.
[13]. h­t­tp:­//w­ww.o­o­d­e­gr.c­om/o­o­de/e­p­i­s­t­i­mi/d­i­m­i­o­u­r­g­ia/l­o­g­ia_e­p­i­s­t1.h­tm#14.
[14]. h­t­tp:­//w­ww.p­a­r­on.gr/v3/n­ew.p­hp?id=38579&c­o­l­id=37&c­a­t­id=33&dt=2009-03-01%200:0:0.
[15]. Βι­ο­λο­γί­α 3ης Λυ­κεί­ου. Ἔκδ. Ο­ΕΔΒ, σελ. 147-148. «Τό κα­λύ­τε­ρα δι­α­τη­ρη­μέ­νο καί πλη­ρέ­στε­ρο ἀ­πο­λί­θω­μα (ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τά 2/3 τοῦ σκε­λε­τοῦ καί ἔ­χει ἄ­θι­κτες με­ρι­κές ἀ­να­το­μι­κές συν­δέ­σεις) εἶ­ναι ἡ «Λού­συ», πού βρέ­θη­κε στήν Αἰ­θι­ο­πί­α τό 1974, στήν πε­ρι­ο­χή Ἀ­φάρ. Ἡ «Λού­συ», πού πῆ­ρε τό ὄ­νο­μά της ἀ­πό τό δη­μο­φι­λές τρα­γού­δι τῶν Μπίτλς (″L­u­cy in t­he s­ky w­i­th d­i­a­m­o­n­ds″) τό ὁ­ποῖ­ο ἄ­κου­γαν οἱ ἐ­ρευ­νη­τές κα­τά τή δι­άρ­κει­α τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τους, εἶ­ναι ἕ­νας νε­α­ρός θη­λυ­κός αὐ­στρα­λο­πί­θη­κος πού ἔ­ζη­σε πρίν ἀ­πό 3 ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α χρό­νι­α. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν βρέ­θη­καν τά ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τα ἑ­νός ζευ­γα­ρι­οῦ Αὐ­στρα­λο­πι­θή­κων πού βη­μά­τι­σε στίς στάχ­τες τοῦ ἡ­φαι­στεί­ου Σαν­τι­μᾶν, πρίν ἀ­πό 3 ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α χρό­νι­α, ἀ­πο­δείχ­τη­κε ὅ­τι ἡ ὄρ­θι­α στά­ση καί ἡ δί­πο­δη βά­δι­ση ἦ­ταν δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πού ἐμ­φα­νί­στη­καν ἀρ­κε­τά νω­ρίς στήν ἐ­ξε­λι­κτι­κή ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Στά ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τα αὐ­τά ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται τό ἀν­θρώ­πι­νο πέλ­μα μέ τά εὐ­θυ­γραμ­μι­σμέ­να δάχ­τυ­λα καί τήν κα­τα­σκευ­ή πού εὐ­νο­εῖ τή στή­ρι­ξη τοῦ βά­ρους τοῦ σώ­μα­τος. Ὁ ἐγ­κέ­φα­λος τῶν αὐ­στρα­λο­πι­θή­κων, ἄν καί ἦ­ταν μι­κρό­τε­ρος ἀ­πό τόν ἐγ­κέ­φα­λο τοῦ ἀν­θρώ­που (πε­ρί­που τό 1/3), ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πό αὐ­τόν τῶν πι­θή­κων. Ἀ­πό τήν ὀ­δον­το­φυ­ΐ­α τους, ἀλ­λά καί ἀ­πό τά ὀ­στᾶ τῶν ζώ­ων πού βρέ­θη­καν κον­τά στά ἀ­πο­λι­θώ­μα­τά τους, φαί­νε­ται πώς ἦ­ταν παμ­φά­γοι...».
[16]. π. Ἀ­θα­να­σί­ου Μυ­τι­λη­ναί­ου. Χρι­στιανική Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α, Ὁ­μι­λί­α 16η.
[17]. Γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει 98,5% κοι­νό D­NA μέ τόν πί­θη­κο, 97,5% κοι­νό D­NA μέ τά πον­τί­κι­α, 85% κοι­νό D­NA μέ τό σκύ­λο, 85% κοι­νό DNA μέ τό ψά­ρι-ζέ­βρα καί κα­τά 36% μέ τή φρου­τό­μυ­γα (τά πο­σο­στά βα­σί­ζον­ται σέ δε­δο­μέ­να τῆς C­e­l­e­ra G­e­n­o­m­i­cs).
[18]. Γέν. 1, 26-27.
[19]. Β΄ Κορ. 4, 4. Κολ. 1, 15.
[20]. Πρβλ. π. Ἀ­θαν Μυ­τη­λι­ναί­ου. Χρι­στιανική Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α, Ὁ­μι­λί­α 16η.
[21]. Γι­ά πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ταν γί­νε­ται ἕ­να θαῦ­μα, μί­α θε­ρα­πεί­α, ὅ­που τή μί­α μέ­ρα οἱ ἐ­ξε­τά­σεις καί ἡ κλι­νι­κή εἰ­κό­να τοῦ ἀ­σθε­νοῦς δεί­χνουν τήν ὕ­παρ­ξη τῆς ἀ­σθέ­νει­ας καί τήν ἄλ­λη ὄ­χι, τό φαι­νό­με­νο δέν προ­σεγ­γί­ζε­ται ἐ­πι­στη­μο­νι­κά. Εἶ­ναι τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα μί­ας θε­ρα­πευ­τι­κῆς ἐ­νέρ­γει­ας τοῦ Θε­οῦ.
[22]. Μ. Βα­σι­λεί­ου, Εἰς τήν Ἑ­ξα­ή­με­ρον, PG 29, 149C. Ὁ­μι­λί­α 7η, «Πε­ρί ἑρ­πε­τῶν».
[23]. J­a­s­t­r­ow, R. 1978. G­od a­nd t­he A­s­t­r­o­n­o­m­e­rs. N­ew Y­o­rk, W.W. N­o­r­t­on, p. 116. Ὁ Δρ. Ρόμ­περτ Τζά­στρο­ου εἶ­ναι ἀ­στρο­φυ­σι­κός, ἱ­δρυ­τής τοῦ Ἰν­στι­τού­του Δι­α­στη­μι­κῶν με­λε­τῶν τῆς N­A­SA.
[24]. π. Γ. Με­ταλ­λη­νός. «Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη & Φυ­σι­κές Ἐ­πι­στῆ­μες». Ὀρ­θό­δο­ξος Τύ­πος, 13-02-2009.
[25]. Κα­λό­μοι­ρος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Οἱ 6 Αὐ­γές, σ. 17-22. ἔκδ. «Ζέ­φυ­ρος», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1993.
[26]. Ἡ ἰ­στο­σε­λί­δα τῶν «Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν» εἶ­ναι: h­t­tp:­//e­x­e­l­d­im.b­r­a­v­e­h­o­st.c­om/i­n­d­ex.h­t­ml.
[27]. Ἰ­σα­άκ ἱ­ε­ρομ. «Βί­ος γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του», σ. 50. Στά μα­θη­τι­κά του χρό­νι­α κά­ποι­ος φί­λος τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τοῦ γέ­ρον­τα προ­σπά­θη­σε νά δη­λη­τη­ρι­ά­σει τήν ψυ­χή τοῦ μι­κροῦ Ἀρ­σε­νί­ου, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας τή θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου καί ἀμ­φι­σβη­τών­τας ἔτ­σι τήν θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ μι­κρός Ἀρ­σέ­νι­ος κλο­νί­στη­κε· ἀλ­λά μέ τήν παι­δι­κή του ἁ­πλό­τη­τα εἶ­πε: «Θά πά­ω νά προ­σευ­χη­θῶ, κι ἄν ὁ Χρι­στός εἶ­ναι Θε­ός θά μοῦ πα­ρου­σι­α­στεῖ νά πι­στέ­ψω». Προ­σευ­χή­θη­κε γι­ά ὧ­ρες, ἀλ­λά τί­πο­τε. Στό τέ­λος, τσα­κι­σμέ­νος, στα­μά­τη­σε. Τό­τε θυ­μή­θη­κε μί­α κου­βέν­τα πού εἶ­χε πεῖ ὁ φί­λος του ἀ­δερ­φοῦ του, ὅ­τι πα­ρα­δέ­χε­ται πώς ὁ Χρι­στός ἦ­ταν ἕ­νας δί­και­ος καί ἐ­νά­ρε­τος ἄν­θρω­πος καί ὅ­τι τόν κα­τα­δί­κα­σαν ἄ­δι­κα, καί ὁ μι­κρός Ἀρ­σέ­νι­ος βά­ζον­τας κα­λό λο­γι­σμό καί πο­λύ φι­λό­τι­μο εἶ­πε: «Ἀ­φοῦ ἦ­ταν τέ­τοι­ος, καί ἄν­θρω­πος νά ἦ­ταν ἀ­ξί­ζει νά τόν ἀ­γα­πή­σω, νά τόν ὑ­πα­κού­σω καί νά θυ­σι­α­στῶ γι’ Αὐ­τόν. Δέν θέ­λω οὔ­τε πα­ρά­δει­σο οὔ­τε τί­πο­τε. Γι­ά τήν ἁ­γι­ό­τη­τά του καί τήν κα­λο­σύ­νη, τοῦ ἀ­ξί­ζει κά­θε θυ­σί­α». Ὕ­στε­ρα ἀ­π’ αὐ­τό πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός μέ­σα σέ ἄ­φθο­νο φῶς. Φαι­νό­ταν ἀ­πό τή μέ­ση καί πά­νω. Τό βλέμ­μα Του ἦ­ταν γε­μᾶ­το ἀ­γά­πη. Καί τοῦ εἶ­πε: «ἐ­γώ εἰ­μι ἡ ἀ­νά­στα­σις καὶ ἡ ζω­ή. ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐ­μέ, κἂν ἀ­πο­θά­νῃ ζή­σε­ται». Τά λό­γι­α αὐ­τά ἦ­ταν γραμ­μέ­να καί στό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο πού κρα­τοῦ­σε ἀ­νοι­κτό στό ἀ­ρι­στε­ρό Του χέ­ρι. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α εἶ­ναι τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ πα­τρός Πα­ϊ­σί­ου.
[28]. Σπου­δαί­α ἠ­θι­κή καί θε­ο­λο­γι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ πα­τρός Πα­ϊ­σί­ου γι­ά τίς ἀν­τι­λή­ψεις τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν, πού σχε­τί­ζε­ται μέ τά προ­α­να­φε­ρό­με­να γι­ά τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο.
[29]. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σι­ος ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι πί­σω ἀ­πό ὅ­λες αὐ­τές τίς θε­ω­ρί­ες βρί­σκε­ται ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός πολ­λῶν ἐ­πι­στη­μό­νων καί ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων γι­ά τήν προ­βο­λή τους, χω­ρίς νά ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή ζη­μι­ά πού προ­κύ­πτει.
[30]. Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Λό­γοι Α΄, ἔκδ. Ἱ. Ἡ­συ­χα­στή­ρι­ο Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. Σου­ρω­τή Θεσ­σα­λο­νί­κης.
[31]. Ζουρ­νατ­ζό­γλου Ν. «Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σι­ος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της. Μαρ­τυ­ρί­ες προ­σκυ­νη­τῶν», ἔκδ. Ἁ­γι­ο­τό­κος Καπ­πα­δο­κί­α.
[32]. Ρωμ. 1, 20.
[33]. π. Ἀ­θαν. Μυ­τι­λη­ναί­ου, ἡ Πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή, Ὁ­μι­λί­α 9η.
[34]. Ἡ ἀ­να­φο­ρά εἶ­ναι βα­σι­σμέ­νη σέ προ­σω­πι­κές μνῆ­μες ἀ­πό τόν μα­κα­ρι­στό γέ­ρον­τα, τοῦ ὁ­ποί­ου ἕ­να ἀ­πό τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἦ­ταν ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ἡ ἐνδελεχής παρατήρηση τῆς κτίσης.

 Εὐχαριστοῦμε τόν Δρ. Δημήτριο Βλαχοστέργιο γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης γιά πρώτη φορά στό διαδίκτυο τῆς ἐπιστημονικῆς του αὐτῆς ἐργασίας. Εὐχόμαστε κάθε καλό ἀπό τόν Δημιουργό τοῦ παντός.
undefined

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου