Σελίδες

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ἡ κλῆσις γιά τή σαλότητα



«Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ»
Α! ΜΕΡΟΣ
ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ


Ἡ κλῆσις γιά τή σαλότητα
Πρίν ἀρχίση τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός εἶδε στ᾿ ὄνειρο του πώς βρέθηκε σ᾿ ἕνα στάδιο. Ἐκεῖ, ἀπό τή μιά μεριά στέκονταν πολλοί λευκοντυμένοι, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη πλῆθος ἀναρίθμητο ἀπό μαύρους αἰθίοπες. Οἱ αἰθίοπες εἶχαν μαζί τους ἕνα σωματώδη μαῦρο καί προκαλοῦσαν τούς λευκοφόρους:
  • Ποιός, ἔλεγαν, θά παλέψη μ᾿ αὐτόν; Κανείς δέν τόν ἔχει νικήσει αἰῶνες τώρα, παρ᾿ ὅλο πού πάλεψε μέ πολλούς. Εἶναι χιλίαρχος τοῦ σατανᾶ!
Ὅση ὥρα ἐκεῖνοι κόμπαζαν, ὁ μακάριος Ἀνδρέας στεκόταν ἐκεῖ καί ἄκουγε, ἐνῶ οἱ λευκοφόροι βρίσκονταν σέ ἀμηχανία. Ξαφνικά παρουσιάσθηκε ἕνας νέος πολύ ὡραῖος, πού μόλις εἶχε κατεβῆ ἀπό τόν οὐρανό, κρατώντας στό χέρι του τρία στεφάνια.
Τό πρῶτο ἦταν στολισμόνο μέ καθαρό χρυσάφι καί πολύτιμα πετράδια, τό δεύτερο μέ πλῆθος μαργαριτάρια, ἐνῶ τό τρίτο μέ κάθε ποικιλία ἀπό τριαντάφυλλα, κρίνα καί ἄλλα ἄνθη τοῦ παραδείσου. Εἶχε μάλιστα τέτοια εὐωδία, πού δέν μπορεῖ ἀνθρώπινη γλῶσσα νά ἐκφράση.
Ὁ Ἀνδρέας τά κοίταζε μέ θαυμασμό καί λαχταροῦσε νά βρεθῆ τρόπος ν᾿ ἀποκτήση ἕνα ἀπό τά στεφάνια. Πλησιάζει λοιπόν ἐκεῖνον τόν ὡραῖο νέο καί τοῦ λέει:
  • Γιά τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πόσο τά πουλᾶς; Χρήματα νά τ᾿ ἀγοράσω δέν ἔχω. Θά πάω ὅμως νά τό πῶ στόν κύριό μου κι αὐτός θά σοῦ δώση ὅσο χρυσάφι θέλεις.
Ὁ νέος τότε χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
  • Πίστεψέ με, ἀγαπητέ, πώς κι ἄν ἀκόμη μοῦ φέρης τό χρυσάφι ὅλου τοῦ κόσμου, δέν πρόκειται νά πάρης οὔτε ἕνα ἄνθος ἀπό τά στεφάνια αὐτά, γιατί μ᾿ αὐτά στεφανώνονται ὅσοι νικοῦν ἐκείνους τούς αἰθίοπες! Ἄν θέλης λοιπόν ν᾿ ἀποκτήσης ἕνα στεφάνι, πήγαινε νά παλέψης μ᾿ αὐτόν τόν κατάμαυρο αἰθίοπα, καί ἄν τόν νικήσης, θά σοῦ δώδω ὄχι μόνο τοῦτα τά στεφάνια, ἀλλά καί ὅσα ἄλλα θέλεις.
Ἀκούγοντας αὐτά ὁ μακάριος πῆρε θάρρος καί τοῦ είπε:
  • Πίστεψέ με, κύριέ μου, θά κάνω ὅπως μοῦ εἶπες! Μάθε μου μόνο τά τεχνάσματά του.
  • Οἱ αἰθίοπες, παρατήρησε ὁ νέος, ἄν καί θρασεῖς, εἶναι ὅμως δειλοί καί ἀδύναμοι. Ἄς μή σέ τρομάξη λοιπόν τό ἀνάστημά του. Εἶναι σάπιος καί ἀδύναμος σάν τό μαραμένο λάχανο.
Μέ τά λόγια αὐτά τόν ἐνθάρρυνε. Ἔπειτα τόν ἔπιασε καί, παλεύοντας τάχα μαζί του, τοῦ ἔδειξε πῶς ν᾿ ἀντισταθῆ στόν αἰθίοπα. Τέλος τοῦ λέει στ᾿ αὐτί:
  • Ὅταν σέ στριφογυρίση στόν ἀέρα, μή φοβηθῆς! Ἅρπαξέ τον σταυρωτά καί θά νιώσης τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ξεκίνησε λοιπόν ὁ μακάριος γιά νά παλέψη. Βγῆκε στή μέση, ἀπέναντι ἀπό τόν αἰθίοπα, καί τοῦ φώναξε δυνατά:
  • Ἔλα κατάμαυρε, τιποτένιε, ἀνάξιε! Ἔλα νά παλέψουμε οἱ δυό μας!
Μόλις τόν ἄκουσε ἐκεῖνος, ὥρμησε ἀμέσως ξεφυσώντας καί κομπάζοντας. Ἄδραξε τόν Ἀνδρέα καί τόν στριφογύριζε γιά πολλή ὥρα, μέ ἀποτέλεσμα νά χειροκροτοῦν χαρούμενοι οἱ αἰθίοπες, ἐνῶ οἱ λευκοφόροι νά θλίβονται. Νόμιζαν πώς θά τόν βάλη καταγῆς καί θά τόν συντρίψη. Ὁ Ἀνδρέας ὅμως σ᾿ αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή τόν ἅρπαξε σταυρωτά, τόν ἔρριξε κάτω καί τόν ἄφησε ἀναίσθητο! Οἱ λευκοφόροι χάρηκαν ὑπερβολικά. Τόν σήκωσαν στά χέρια, τόν ἀσπάζονταν καί τόν ἄλειφαν μέ μύρα, ἐνῶ οἱ ἀναρίθμητοι αἰθίοπες ἐξαφανίσθηκαν καταντροπιασμένοι. Τότε ὁ ἔνδοξος νέος πλησίασε τόν μακάριο Ἀνδρέα, τοῦ δώρισε ἐκεῖνα τά πολύτιμα στεφάνια, τόν ἀσπάσθηκε καί τοῦ είπε:
  • Ἀπό τή στιγμή αὐτή θά εἶσαι φίλος καί ἀδελφός μου. Ἀγωνίσου τόν καλόν ἀγώνα. Γίνε γιά χάρι μου σαλός κι ἐγώ θά σοῦ χαρίσω πολλά ἀγαθά στή βασιλεία μου.
Ὅταν ξύπνησε ὁ μακάριος, ἀποροῦσε μέ ὅσα εἶδε. Κατάλαβε ὅτι τό ὅραμα αὐτό ἦταν ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ γιά τήν κορυφαία ἄσκησι, τή σαλότητα. Ἀπό τήν ἑπομένη λοιπόν ἡμέρα ἄρχισε νά προσποιῆται τόν τρελλό.



συνεχίζεται

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου