Σελίδες

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Ἡ κενοδοξία (Α΄ μέρος), Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Αποτέλεσμα εικόνας για ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης


Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά τούς τέσσερις πειρασμούς πού ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος κατά τήν τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ὅπως μᾶς τούς παρουσιάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Οἱ τέσσερις προσβολές πού μᾶς φέρνουν οἱ ἐχθροί μας, οἱ δαίμονες, κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι:
1. Ὁ πόλεμος πού κάνουν ἐναντίον τῆς πίστεως.
2. Ἡ ἀπόγνωση.
3. Ἡ κενοδοξία.
4. Τά διάφορα φαντάσματα καί οἱ μεταμορφώσεις τῶν δαιμόνων σέ Ἀγγέλους φωτός.
Τά εἴχαμε πεῖ τήν προηγούμενη φορά καί σήμερα εἴχαμε ὑποσχεθεῖ ν' ἀσχοληθοῦμε μέ τόν τρίτο πειρασμό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πειρασμός τῆς κενοδοξίας, ὁ ὁποῖος, βέβαια, προσβάλλει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του, ἀλλά συνεχῶς, σέ ὅλη μας τή ζωή. Σέ ὅλη του τή ζωή προσβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτό τό θεμελιῶδες πάθος.
Θά ἔχετε ἴσως ὑπόψη σας τή ρίζα τῶν παθῶν, πού εἶναι, κατά τούς Πατέρες, ἡ φιλαυτία, ἡ ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα. Αὐτός εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς φιλαυτίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν ἄλογη ἀγάπη πηγάζουν τρεῖς ἄλλες ἄλογες ἀγάπες, ἀγάπες χωρίς λόγο, χωρίς λογική δηλαδή, χωρίς τή φωτισμένη ἀπό τόν Θεό Λόγο λογική, καί οἱ ὁποῖες εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ φιλοδοξία ἤ ἀλλιῶς κενοδοξία.
Ὁπότε, καταλαβαίνουμε, ὅτι ἡ κενοδοξία εἶναι ἀπό τά θεμελιώδη πάθη, ἡ ὁποία γεννᾶ καί αὐτή βέβαια ἄλλα πάθη. Ἁπλά, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἡ κενοδοξία εἶναι ἡ κενή δόξα. Ἡ προσπάθεια δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει μία φήμη, ἕναν θαυμασμό, μία δόξα, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔχει κανένα περιεχόμενο, δέν ἔχει δηλαδή οὐσία. Εἶναι κάτι κούφιο. Εἶναι κάτι κενό. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός μᾶς λέει, ὅτι ἡ κενοδοξία ἐμφανίζει ποικιλία μορφῶν, διαιρεῖται σέ διάφορα εἴδη καί συνοψίζεται σέ δύο γένη, τά ὁποῖα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι δύο βαθμίδες, δύο σκαλοπάτια κενοδοξίας.
Τό πρῶτο εἶδος κενοδοξίας ἀναφέρεται στήν ἐπινόηση τρόπων μέ σκοπό τήν ἀποκόμιση κάποιων σαρκικῶν καί προφανῶν ὀφελῶν. Κυνηγᾶμε κάποια ὀφέλη σαρκικά καί γήινα καί βρίσκουμε τρόπους πῶς νά τά ἐπιτύχουμε αὐτά πού θέλουμε. Ἀκόμα ἀναφέρεται αὐτό τό πρῶτο εἶδος στήν προσπάθεια νά ἀνέβει τό ἄτομο, νά ἀνέβει ὄχι μπροστά στόν Θεό, ἀλλά μπροστά στούς ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτό πού λέμε νά κερδίσει μιά μάταιη φήμη, μιά μάταιη δόξα.

Ἐκφράζεται ἡ κενοδοξία μέ τήν ἐπιθυμία ὁ ἄνθρωπος νά βλέπεται, νά τόν βλέπουν, νά ἀγαπᾶται, νά τόν ἀγαποῦν δηλαδή οἱ ἄλλοι, νά θαυμάζεται, νά τόν θαυμάζουν, νά ἐκτιμᾶται, νά ἀπολαμβάνει ἐκτίμηση ἀπό τούς ἄλλους, νά τιμᾶται, νά ἐπαινεῖται, νά ἐγκωμιάζεται, ἀκόμα καί νά κολακεύεται ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἕνας ἄνθρωπος δηλαδή πού ἔχει αὐτές τίς ἐπιθυμίες, ἀπό πίσω κρύβεται αὐτό τό πάθος τῆς κενοδοξίας.
Θά πεῖτε: Κακό εἶναι νά θέλουμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε; Κακό εἶναι νά θέλουμε νά μᾶς θαυμάζουνε; Νά μᾶς βλέπουνε; Κακό εἶναι νά βγάζουμε φωτογραφίες καί νά ἔχουμε καί ἕνα site στό facebook; Πού κατεξοχήν προβάλλεται τό πρόσωπο, ἐξ οὗ καί face - τό πρόσωπό μας. Νά φαινόμαστε. Εἶναι κακό; Γιατί ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νά ἀγαπᾶ τή δόξα, τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ ἐπιθυμία γιά τή δόξα, ἀλλά ὄχι τήν κούφια δόξα, πού δίνει τό facebook ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο τέτοιο μάταιο πράγμα, ἀλλά τή δόξα πού δίνει ὁ Θεός, ἡ ὁποία δέν εἶναι κενή περιεχομένου, δέν εἶναι ἄδεια, ἀλλά εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα, ἡ ὁποία παραμένει γιά πάντα. Γιατί ὁ Θεός παραμένει γιά πάντα, ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί αἰώνια, δέ χάνεται ποτέ. Καί αὐτή τήν δόξα κατά βάθος ἐπιθυμοῦμε ὅλοι μας. Αὐτή ποθοῦμε, αὐτή νοσταλγοῦμε. Αὐτή τή δόξα εἶχε ὁ ἄνθρωπος στόν Παράδεισο πρίν τήν πτώση. Αὐτή ἡ δόξα λειτουργοῦσε καί ὡς ἔνδυμα. Ἐνῶ οἱ πρωτόπλαστοι δέν φοροῦσαν ροῦχα, δέν αἰσθάνονταν γυμνοί, γιατί ἦταν ντυμένοι μέ αὐτήν τήν ἄκτιστη θεία δόξα. Χάσαμε τή θεία δόξα μέ τήν ἀμαρτία, μέ τήν ἀνταρσία μας, μέ τό ὄχι πού εἴπαμε στήν ὑπακοή στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νιώσαμε γυμνοί, καί μᾶς ἔχει μείνει ἡ νοσταλγία αὐτῆς τῆς δόξας καί ὁ διάβολος μᾶς δίνει τά ὑποκατάστατά του. Εἶναι αὐτές οἱ δόξες τοῦ κόσμου.
Ὁ κενόδοξος ἄνθρωπος, λοιπόν, ὁ ματαιόδοξος ἄνθρωπος, εἶναι στόν ἀντίποδα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος δέν θέλει οὔτε νά ἀγαπᾶται, οὔτε νά βλέπεται, οὔτε νά θαυμάζεται, οὔτε νά ἐκτιμᾶται, οὔτε νά τιμᾶται, οὔτε νά ἐπαινεῖται. Ἀντίθετα βδελύσσεται τόν ἔπαινο καί τά ἐγκώμια. Οὔτε φυσικά νά κολακεύεται. Καί τί θέλει; Τό φωτοστέφανο. Τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία βλέπουμε νά τήν ἔχουν οἱ Ἅγιοί μας στίς ἅγιες εἰκόνες. Αὐτή τήν ἄκτιστη δόξα κατά βάθος ζητᾶμε ὅλοι μας, ἀλλά ὁ διάβολος μᾶς ἐκτρέπει τήν ἐπιθυμία καί μᾶς κάνει νά ποθοῦμε φτηνά ὑποκατάστατα, τά ὁποῖα τελικά μᾶς ἀφήνουν ἄδειους καί ἡ ἐπιδίωξή τους μᾶς κάνει κούφιους.
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἔπαινος, πού κατεξοχήν συνιστᾶται ἀπό τούς παιδαγωγούς καί τούς ψυχολόγους, ἰδίως στά παιδιά, «νά λες μπράβο λέει στό παιδί» ὁ ἔπαινος κάνει τόν ἄνθρωπο κούφιο, ἄδειο. Καί ὄχι μόνο. Καί ἀλαζόνα, ὑπερήφανο, ὁπότε ὑποχείριο τοῦ δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγει πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅταν μεγαλώσει τό παιδί συντροφιά καί ἀγκαλιά μ' αὐτόν τόν δαίμονα, τελικά θά καταλήξει ἄθεος. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ σύγχρονη ἀθεΐα. Ἕνας πού ἔχει ἀγκαλιά τόν δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας, ποτέ δέ θά μπορέσει νά πάει στήν Ἐκκλησία, νά κάνει ὑπακοή στόν Θεό, νά γίνει ἄνθρωπος πραγματικά τῆς πίστεως.
Ἡ κενοδοξία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἔπαρση, στήν ὑπερηφάνεια, στόν αὐτοθαυμασμό γιά τά πλούτη καί τά ὑλικά ἀγαθά πού πέτυχε νά ἀποκτήσει. Ἡ κενοδοξία συνιστᾶ καί ἕναν ὑποκινητή τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας, τό ὁποῖο ἀνταποδοτικά ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν κενοδοξία. Δηλαδή, τό ἕνα πάθος τρέφει τό ἄλλο πάθος. Λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «κενοδοξία καί φιλαργυρία ἀλλήλων εἰσί γεννητικά». Ἡ κενοδοξία καί ἡ φιλαργυρία γεννοῦν τό ἕνα τό ἄλλο. «Οἱ μέν γάρ κενοδοξοῦντες, πλουτοῦσιν· οἱ δέ πλουτοῦντες, κενοδοξοῦσιν». Αὐτοί πού ἔχουν κενοδοξία προσπαθοῦν νά πλουτίσουν καί ὅταν καταφέρουν νά γίνουν πλούσιοι, κενοδοξοῦν, ὑπερηφανεύονται. Ἡ ὄρεξη τῆς πολυτέλειας καί τῆς ἐπίδειξης φαίνεται νά συνδέεται μέ τά δύο πάθη. Ὑποκινούμενη ἀπό τήν κενοδοξία καί προϋποθέτοντας τή φιλαργυρία τά αὐξάνει ἀνταποδοτικά.
Συχνά ἡ κενοδοξία ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά θέλει νά ἀνέλθει κοινωνική θέση καί τάξη. Τό πάθος αὐτό προσκολλᾶ τόν ἄνθρωπο σέ ὅλες τίς μορφές τῆς ἐξουσίας καί μάλιστα γίνεται αἰτία τῆς ἀναζήτησης αὐτῆς τῆς ἐξουσίας. Γι' αὐτό καί ἕνας ἄνθρωπος κενόδοξος πάρα πολύ στενοχωρεῖται, ὅταν δέν τοῦ ἀναγνωρίζουν τά δικαιώματά του, ὅπως λέει. Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα. Στήν οἰκογένεια εἶναι οἱ δύο σύζυγοι. Ὅταν ὑπάρχει ἡ κενοδοξία, διαμαρτύρεται ὁ ἕνας καί λέει, καλά, ἐγώ συνέχεια θά εἶμαι ὑπό; Δέν ἔχω κι ἐγώ δικαιώματα; Δέν εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος; Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐξουσίας, τῆς ἄσκησης ἐξουσίας. Σύμμαχος καί ὑποκινητής τῶν δύο παθῶν, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν φιλαρχία καί πνεῦμα κυριαρχίας, εἶναι ἡ κενοδοξία. Ἐνῶ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, πού εἶναι τό ἀντίθετο τοῦ κενόδοξου καί τοῦ ὑπερήφανου, δέ ζητάει νά κυριαρχήσει στόν ἄλλον. Δέ θεωρεῖ ὅτι ἔχει δικαιώματα. Δέ ζητάει τίποτα ἀπό κανέναν. Θεωρεῖ ὅτι ἔχει μόνο ὑποχρεώσεις καί κυρίως τήν ὑποχρέωση νά ἀγαπάει, ἀνεξάρτητα ἄν εἰσπράττει ἀπό τόν ἄλλον ἀγάπη ἤ δέν εἰσπράττει, ἤ εἰσπράττει ἐχθρότητα καί μίσος. Συνεχίζει νά ἀγαπάει, γιατί δέ ζητάει τήν ἀνταπόδοση ἀπό τόν ἄλλο, ἀλλά εἶναι βέβαιος ὅτι θά τήν πάρει ἀπό τόν Θεό.
Τό πρῶτο εἶδος κενοδοξίας λοιπόν εἶναι χαμερπές, θά λέγαμε, καί σχετίζεται μέ σαρκικά καί προφανή ὀφέλη ἔχοντας σάν ἀφετηρία πάλι κάποια σαρκικά καί γήινα πράγματα. Προσπαθεῖ δηλαδή κανείς, μέσω τοῦ πλούτου πού συσσωρεύει, νά ἀποκτήσει μιά δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἤ μέσω τῆς θέσης πού θά καταλάβει στήν κοινωνία, στήν ὑπηρεσία του. Προσπαθεῖ μέσω αὐτῶν τῶν τρόπων, χρησιμοποιώντας τέτοια μέσα, νά ἀνέβει καί νά κερδίσει αὐτή τή μάταιη δόξα.
Ὑπάρχει καί ἕνα δεύτερο εἶδος κενοδοξίας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Κασσιανό, τό ὁποῖο τροφοδοτεῖται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς μάταιης φήμης γιά τά πνευματικά καί κρυμμένα ἀγαθά. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ὁ πνευματικός τώρα, προσπαθεῖ νά κερδίσει δόξα μέσω τῆς ἐπίδειξης τῶν ἀρετῶν του. Βλέπε Φαρισαίους.
Ὁ Φαρισαῖος εἶναι κενόδοξος καί προβάλλει τίς ἀρετές του, οἱ ὁποῖες εἶναι πραγματικές, δέν εἶναι φανταστικές. Αὔριο, πρῶτα ὁ Θεός, θ' ἀκούσουμε τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού λέει ὁ Φαρισαῖος, ὅτι δέν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, «νηστεύω δίς τοῦ σαββάτου», δύο φορές τήν ἑβδομάδα. «Ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι»1, δηλαδή τό ἕνα δέκατο, σύμφωνα μέ τόν νόμο τόν μωσαϊκό, ἀπό τά εἰσοδήματά μου τά δίνω ἐλεημοσύνη. Ἀλλά ὅμως ὅλα αὐτά, γιατί τά λέει; Γιατί προβάλλει τόν ἑαυτό του καί τίς ἀρετές του; Γιά νά κερδίσει τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καί νά ἔχει καί μία αὐτοκαύχηση, ἕναν αὐτοέπαινο, ὁ ὁποῖος βέβαια ὑποκινεῖται καί ἀπό τόν διάβολο.
Γι' αὐτό λέει πολύ ὡραῖα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, στόν εἰκοστό πρῶτο λόγο του, «Περί κενοδοξίας», ὅτι πολύ δύσκολα βγαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀβλαβής ἀπό τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων καί δύσκολα τούς ἀποκρούει, ἀλλά πολύ δυσκολότερα ἀπό τούς ἐπαίνους τῶν δαιμόνων, ἀπό τούς λογισμούς δηλαδή, πού ἔρχονται μέσα μας καί μᾶς ἐπαινοῦν καί μᾶς τρέφουν τήν αὐταρέσκεια, τόν ναρκισσισμό, τήν αὐτοπεποίθηση καί ὅλα τά «αὐτό».
«Μερικοί συνηθίζουν», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν παθῶν καί τῶν λογισμῶν, νά κατατάσσουν τήν κενοδοξία σί ἰδιαίτερη τάξι, χωριστά ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτό καί λέγουν ὅτι εἶναι ὀκτώ οἱ πρῶτοι καί κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί. Ἀντιθέτως ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί ἄλλοι ἀπό τούς διδασκάλους τούς ἐμέτρησαν ἑπτά», τούς βασικούς λογισμούς δηλαδή καί τά βασικά πάθη. «Σ᾿ αὐτούς περισσότερο πείθομαι καί ἐγώ· διότι ποιός μπορεῖ νά ἔχη ὑπερηφάνεια, ἀφοῦ ἐνίκησε τήν κενοδοξία;». Ἡ κενοδοξία εἶναι ἕνα σκαλοπάτι πρίν τήν ὑπερηφάνεια. «Τόση δέ μόνο διαφορά ἔχουν μεταξύ τους, ὅση ἔχει ἐκ φύσεως τό παιδί ἀπό τόν ἄνδρα καί τό σιτάρι ἀπό τόν ἄρτο. Τό πρῶτο δηλαδή εἶναι ἡ ἀρχή καί τό δεύτερο τό τέλος. Τώρα λοιπόν», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «πού τό καλεῖ ἡ περίστασις ἄς ὁμιλήσωμε μέ συντομία γιή τήν ἀρχή καί τήν ὁλοκλήρωσι τῶν παθῶν, δηλαδή τήν ἀνόσιο οἴησι»2. Ἀπό τό ρῆμα οἴομαι: νομίζω, ἔχω τήν γνώμη, ἔχω τήν ἰδέα. Ἡ οἴησις εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν, ἡ μεγάλη ἰδέα πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά καί ὅλα τά πάθη τελικά τρέφουν αὐτή τήν μεγάλη ἰδέα καί μᾶς ὁδηγοῦν πάλι στήν ὑπερηφάνεια. Μιά πολύ-πολύ μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Εἶναι καί ἡ ρίζα τῶν παθῶν καί ἡ κορυφή τῶν παθῶν. Γι' αὐτό λέει ὁ Ἅγιος, ἄς μιλήσουμε μέ συντομία, γιά τήν ἀρχή, ἀλλά καί τήν ὁλοκλήρωση τῶν παθῶν, δηλαδή τήν οἴηση.
«Ἡ κενοδοξία εἶναι ὡς πρός μέν τήν μορφή, μεταβολή τῆς φυσικῆς τάξεως καί διαστροφή τῶν καλῶν ἠθῶν καί παρατήρησις παντός ἀξιομέμπτου πράγματος»3. Ἡ φυσική τάξη τῶν πραγμάτων εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ζητάει τόν Θεό. Εἶναι πλασμένος κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Νά ζητάει δηλαδή τή θεία δόξα, τή θέωση, τό νά καθίσει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, νά γίνει θεός κατά χάρη. Γι' αὐτό εἴμαστε πλασμένοι, αὐτή εἶναι ἡ φυσική τάξη καί τό φυσιολογικό μας, νά τό ποῦμε ἔτσι ἁπλά. Ἡ κενοδοξία διαλύει, μεταβάλλει αὐτή τή φυσική τάξη καί σέ κάνει ἀντί νά ζητᾶς τή θέωση, τή δόξα τοῦ Θεοῦ δηλαδή, νά ζητᾶς τήν ἀνθρώπινη δόξα. Ἀντί νά ζητᾶς τά καλά ἤθη, τήν ὁμοίωση μέ τόν Χριστό, διαστρέφεις τά καλά ἤθη καί προσαρμόζεσαι στόν κόσμο καί στά ἤθη τοῦ κόσμου. Ἀκόμα, ἡ κενοδοξία εἶναι παρατήρηση παντός ἀξιόμεμπτου, παντός ἀξιοκατάκριτου πράγματος. Αὐτά πού εἶναι σκύβαλα, πού εἶναι μάταια, πού εἶναι φθοροποιά, ὁ κενόδοξος ἄνθρωπος τά θεωρεῖ σπουδαῖα καί τά ἐπιδιώκει καί τά κυνηγᾶ.
«Ὡς πρός τήν ποιότητα» ἡ κενοδοξία εἶναι «σκορπισμός τῶν καμάτων»4. Ὅταν κανείς δηλαδή ἀγωνίζεται πνευματικά καί συγκεντρώνει ἀρετές, ἄν πέσει στήν κενοδοξία, σκορπίζει τούς κόπους του, γιατί πλέον χάνει τόν μισθό του ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς, εἶχε κερδίσει τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ τελώνης πού δέν εἶχε ἔργα, δέν εἶχε ἀρετές, δέν εἶχε καμάτους, κόπους πνευματικούς, κατέβηκε δικαιωμένος, γιατί ταπεινώθηκε, ταπεινοφρόνησε. Ἀντιστρατεύτηκε δηλαδή στήν κενοδοξία καί δέν ζήτησε τά δικαιώματά του. Θά μποροῦσε, ὅπως λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἀκούγοντας τόν Φαρισαῖο νά τοῦ πεῖ, γιά στάσου, πῶς τά λές αὐτά τά πράγματα γιά μένα; Μέ ξέρεις; Γιατί ὁ Φαρισαῖος δυνατά κατηγοροῦσε καί ὄχι μόνο ὅλη τήν οἰκουμένη… Ἔλεγε, δέν εἶμαι ἐγώ ὅπως οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί γιά τόν διπλανό του, οὔτε εἶμαι σάν κι αὐτόν τόν τελώνη. Κάλλιστα θά μποροῦσε νά τοῦ πεῖ, φίλε ποῦ μέ ξέρεις; Μαζί ζήσαμε; Πῶς λές ὅτι εἶσαι καλύτερος ἀπό μένα; Δέν λέει τίποτα. Πού σημαίνει, ὅτι εἶχε ἀποβάλει τελείως αὐτή τήν ἐπιθυμία γιά τή δόξα τῶν ἀνθρώπων. Καί τό μόνο πού ἔλεγε εἶναι «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»5. Ἡ κενοδοξία λοιπόν σκορπίζει τους καμάτους. Πᾶνε στράφι, θά λέγαμε ἁπλά, οἱ πνευματικοί σου κόποι, οἱ νηστεῖες σου, οἱ ἀγρυπνίες σου, οἱ προσευχές σου, ὅταν ὅλα αὐτά τά κάνεις γιά νά σέ δοῦν οἱ ἄλλοι καί τά προβάλλεις γιά νά πάρεις τή δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους.
«Εἶναι ἡ κενοδοξία ἀπώλεια τῶν ἱδρώτων, δόλιος κλέπτης τοῦ θησαυροῦ, ἀπόγονος τῆς ἀπιστίας»6. Ἕνας πού ζητάει δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους, στό βάθος εἶναι ἄπιστος. Δέν πιστεύει ὅτι θά πάρει δόξα ἀπό τόν Θεό. Δέν πιστεύει ὅτι θά πάρει τήν ἀνταπόδοσή του, τόν μισθό τῶν κόπων του τῶν πνευματικῶν ἀπό τόν Θεό καί ζητάει τήν δόξα τή μάταιη τῶν ἀνθρώπων. Γι' αὐτό καί ὁ Χριστός μας εἶπε στούς Φαρισαίους, πού ἔκαναν τά πάντα γιά νά τούς δοῦν οἱ ἄνθρωποι: «πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες;»7. Δέν μπορεῖτε νά πιστέψετε, ἀφοῦ ζητᾶτε ὁ ἕνας τή δόξα τοῦ ἄλλου καί παίρνετε δόξα ὁ ἕνας ἀπ' τόν ἄλλο. Καί ζητᾶτε καί τή δόξα ἀπό τόν λαό. Γι' αὐτό καί φθονοῦσαν τόν Χριστό μας, ὁ Ὁποῖος τούς ἔπαιρνε τόν λαό, τούς στεροῦσε δηλαδή τή δόξα πού νόμιζαν ὅτι εἶχαν ἀπό τόν λαό.
«Ἡ κενοδοξία εἶναι πρόδρομος τῆς ὑπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στό λιμάνι, μυρμήγκι στό ἁλώνι, πού εἶναι μέν μικρό, ἀλλά ἀπειλεῖ νά κλέψῃ ἀθόρυβα ὅλον τόν καρπό καί τόν κόπο τοῦ γεωργοῦ. Τό μυρμήγκι περιμένει νά γίνη τό σιτάρι, καί ἡ κενοδοξία νά συναχθῆ ὁ πνευματικός πλοῦτος. Καί τό μέν μυρμήγκι τρέχει γιά νά κλέψη· ἡ δέ κενοδοξία χαίρεται, γιατί θά διασκορπίση. Τό πνεῦμα τῆς ἀπογνώσεως χαίρεται, ὅταν βλέπη νά πληθύνεται ἡ κακία, ἐνῷ τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας χαίρεται, ὅταν βλέπη νά πληθύνεται ἡ ἀρετή»8. Ὑπάρχει πονηρό πνεῦμα πού φέρνει στόν ἄνθρωπο τήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία, τίς σκέψεις τῆς αὐτοκτονίας. Πότε δραστηριοποιεῖται αὐτό τό πνεῦμα; Ὅταν πληθυνθεῖ ἡ κακία, ἡ ἁμαρτία δηλαδή στόν ἄνθρωπο. Ὅταν καταφέρει ὁ διάβολος νά ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία, μετά τόν ἄνθρωπο τόν παραλαμβάνει αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀπόγνωσης καί τοῦ λέει, τόσα κακά πού ἔχεις κάνει, τόσο ἐλεεινός πού εἶσαι, δέν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας γιά σένα. Πήγαινε τώρα νά κάνεις καί μερικές ἀκόμα ἁμαρτίες καί μετά βάλε κι ἕνα τέρμα στή ζωή σου. Δέν ὑπάρχει γιά σένα φῶς. Ὅταν ὅμως πληθυνθεῖ ἡ ἀρετή, τότε ἔρχεται ἕνας ἄλλος δαίμονας, ὁ δαίμονας τῆς κενοδοξίας, ὁ ὁποῖος ἔρχεται καί σοῦ λέει, μπράβο, πολύ καλά τά κατάφερες, εἶσαι ἅγιος. Γιά νά σέ κάνει νά χάσεις τούς κόπους σου, τούς καρπούς σου, νά βασιστεῖς στά ἔργα σου, νά πιστέψεις ὅτι τά ἔργα σου εἶναι αὐτά πού θά σέ σώσουν.
Γι' αὐτό κατεξοχήν ἔρχεται ὁ πειρασμός αὐτός τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἐνάρετου ἀνθρώπου κατά κύριο λόγο, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει θάρρος ὄχι στόν Θεό, ὄχι στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στή δική του ἀξιοσύνη καί στούς δικούς του κόπους. «Τί ἔχεις» ὅμως «ὅ οὐκ ἔλαβες;»9, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τίς ἀρετές πῶς τίς ἔκανες; Θά λέγαμε ἔτσι ἁπλά, μέ ξένα κόλλυβα ἔκανες μνημόσυνο. Δηλαδή, ὅλα ὅσα ἔχουμε, τό σῶμα μας, ὁ νοῦς μας, ἡ ψυχή μας, οἱ αἰσθήσεις μας, ἡ θέληση νά κάνουμε τό καλό, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, τί ἔχεις νά καυχηθεῖς καί νά ὑπερηφανευθεῖς; Ὅλη ἡ δόξα πρέπει νά δοθεῖ καί νά δίδεται στόν Θεό. Δέν πρέπει νά γινόμαστε κλέφτες τῆς Θείας δόξας. Ἀφοῦ ὅλα ὅσα κάνουμε τά καλά εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ὅπως τό λέμε καί σέ κάθε Θεία Λειτουργία: «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων»10. Καί ἀπό ἐμᾶς τί ὑπάρχει; Μόνο ἡ ἁμαρτία.
Ὅταν λοιπόν πληθυνθεῖ ἡ ἀρετή, ἔρχεται τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας. «Εἴσοδος γιά τό πρῶτο εἶναι τά πλήθη τῶν τραυμάτων, ἐνῷ γιά τό δεύτερο ὁ πλοῦτος τῶν καμάτων»11. Ὅσο περισσότερες ἁμαρτίες κάνει κανείς τόσο περισσότερες πόρτες ἀνοίγει σ' αὐτό τόν δαίμονα τῆς ἀπελπισίας, τῆς ἀπόγνωσης. Εἴσοδος γιά τό δεύτερο πνεῦμα, τῆς κενοδοξίας, εἶναι ὁ πλοῦτος τῶν καμάτων, ὅταν κανείς κάνει πολλούς κόπους -πνευματικούς ἐννοεῖται- ἀλλά χωρίς νά ἔχει πνευματική νήψη, πνευματική ἐγρήγορση. Δέν σημαίνει αὐτό ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε πολλούς κόπους γιά τόν Θεό, νά μήν ἀγωνιζόμαστε πνευματικά. Ἀλλά θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ὑπάρχει αὐτός ὁ δαίμονας, γιά νά μή χάσουμε τούς κόπους μας. Ὑπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα ἀνθρώπων, μεγάλων ἀσκητῶν, οἱ ὁποῖοι πλανήθηκαν, γιατί ἀκριβῶς ὑπερηφανεύτηκαν, ἀφοῦ προηγουμένως κενοδόξησαν. Δηλαδή, αὐτάρεσκα στάθηκαν ἀπέναντι στούς κόπους τους τούς ἀσκητικούς, θάρρεψαν σ' αὐτούς, καί μετά προχώρησε τό κακό στήν ὑπερηφάνεια καί ἔχασαν τούς κόπους τους καί πολλοί ἀπ' αὐτούς ἔχασαν καί τό μυαλό τους. Γιατί ἀπό τό πλῆθος τῆς ὑπερηφάνειας ὁ ἄνθρωπος φτάνει, ὅπως λέει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, καί στήν ἔκσταση τῶν φρενῶν, δηλαδή στήν τρέλα.
«Παρατήρησε καί θά ἰδῆς ὅτι αὐτή ἡ ἀνόσιος, δηλαδή ἡ κενοδοξία, εἶναι ἀκμαία καί μέχρι τοῦ τάφου. Θά τήν ἰδῆς στά ροῦχα καί στά μύρα καί στήν νεκρική πομπή καί στά ἀρώματα»12, θά λέγαμε καί στά πολλά στεφάνια καί στό πολυτελές φέρετρο καί στόν μαρμαρόχτιστο τάφο καί στά μακιγιάζ πού κάνουν, ἀκόμα καί στά πρόσωπα τῶν νεκρῶν! Μέχρι καί ἐκεῖ φτάνει ἡ κενοδοξία. Νά ἔχεις, λέει, ἕνα ὡραῖο λείψανο... Γιά γέλια καί γιά κλάματα... Μέχρι ἐκεῖ μᾶς ἔχει ποτίσει ἡ κενοδοξία. Μοῦ ἔλεγαν γιά μία κυρία ἑτοιμοθάνατη, καρκινοπαθή, πού γιά νά παρηγορηθεῖ, τί ἔκανε; Ἔβαφε τά νύχια της, ἐνῶ ἦταν μέ τό ἕνα πόδι στόν τάφο. Καί κάτι ἄλλο. Τῆς ἔκαναν καί τούρτα γενεθλίων, ἐνῶ σέ λίγο θά πέθαινε! Ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ παρηγοριά. Μέχρι καί ἐκεῖ. Ξεχνᾶμε τόν προορισμό μας καί ζοῦμε μέσα στή ματαιότητα.
«Παντοῦ λάμπει ὁ ἥλιος ἄφθονα, καί παντοῦ σέ κάθε ἔργο χαίρεται ἡ κενοδοξία. Π.χ. ὅταν νηστεύω, κενοδοξῶ», ὅτι νηστεύω, δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους πού δέν νηστεύουν. «Ἀλλά καί ὅταν καταλύω γιά νά μή φανῆ ἡ ἀρετή μου, πάλι κενοδοξῶ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶμαι συνετός. Ὅταν φορῶ λαμπρά ροῦχα νικῶμαι ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά καί ὅταν τά ἀντικαταστήσω μέ ταπεινά πάλι κενοδοξῶ». Αὐτό πιό πολύ γιά τούς μοναχούς. Μπορεῖ νά δεῖς ἕναν ρακένδυτο μοναχό καί νά εἶναι κενόδοξος. Γιατί θέλει νά τόν βλέπουν οἱ ἄλλοι μοναχοί καί πιό πολύ οἱ λαϊκοί καί νά λένε, πώ πώ, τί μεγάλος ἀσκητής εἶναι αὐτός! Καί νά εἶναι κενόδοξος. Γι' αὐτό λέει, ὅ,τι καί νά κάνω, μετά θά ἔρθει ὁ λογισμός τῆς κενοδοξίας. «Ὅταν ὁμιλῶ νικῶμαι». Ἔρχεται ὁ λογισμός ἀπό μέσα καί σοῦ λέει, τί ὡραῖα πού τά λές. Πόσο τώρα σέ κοιτᾶνε οἱ ἄνθρωποι καί σ' ἀκοῦνε μ' ἀνοιχτό τό στόμα. «Ἀλλά καί ὅταν σιωπῶ πάλι νικῶμαι»13. Σοῦ ἔρχεται ὁ λογισμός πάλι τῆς κενοδοξίας καί σοῦ λέει, ἄ, τώρα θά λένε τί σπουδαῖος εἶναι αὐτός ἔτσι σιωπηλός κ.λ.π.
«Ὅπως κι ἄν τή ρίξεις αὐτή τήν τρίβολο ἄκανθα, ἵσταται ὄρθιο τό κεντρί της»14. Τρίβολος ἄκανθα! Αὐτό ἦταν ἕνα πολεμικό ὅπλο στά παλαιότερα χρόνια, πού οἱ μάχες γίνονταν σῶμα μέ σῶμα καί ὑπῆρχαν οἱ πεζοί. Τότε ἔσπερναν στό πεδίο τῆς μάχης τέτοια ἀγκάθια τρίβολα, πού ὅπως καί νά τά ἔριχνες ὑπῆρχε ἕνα ἀγκάθι, μία ἀκίδα, συνέχεια πρός τά ἐπάνω, ὅπως καί νά ἔπεφτε, καί τό πατοῦσε ὁ στρατιώτης καί τραυματιζότανε. Ἔτσι εἶναι καί ἡ κενοδοξία, δηλαδή ὅπως καί νά τό ρίξεις θά σέ κεντήσει. Θά σέ πειράξει, ὅ,τι καί νά κάνεις. Γι' αὐτό θά πρέπει νά ἔχεις πάντοτε νήψη, ἐγρήγορση.
«Ὁ κενόδοξος δείχνει ὅτι εἶναι πιστός, ἐνῷ εἶναι εἰδωλολάτρης». Δέν λατρεύει τόν Θεό, λατρεύει τόν ἑαυτό του καί ζητάει νά ἀναγνωρίσουνε τήν ἀξία του οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Νά τόν προσκυνήσουν δηλαδή οὐσιαστικά σάν εἴδωλο. Νά προσκυνήσουν αὐτόν πού καί ὁ ἴδιος -τόν ἑαυτό του- τόν ἔχει κάνει εἴδωλο. «Φαινομενικά ὁ κενόδοξος σέβεται τόν Θεό, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἐπιζητεῖ ν' ἀρέσει στούς ἀνθρώπους καί ὄχι στόν Θεό. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικός ἄνθρωπος»15. Προσέξτε το αὐτό. Θέλεις νά ἐπιδεικνύεσαι; Εἶσαι κενόδοξος. Νά ἐπιδεικνύεις τά ὡραῖα σου ροῦχα, τό καινούργιο σου αὐτοκίνητο, τό ἀνακαινισμένο σπίτι; Εἶσαι κενόδοξος, σοῦ ἀρέσει ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων.
«Τοῦ κενοδόξου ἡ νηστεία εἶναι χωρίς μισθό καί ἡ προσευχή ἄκαιρη καί ἄστοχη». Δέν πετυχαίνει τόν στόχο της, «διότι καί τά δύο τά κάνει γιά τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ κενόδοξος ἀσκητής εἶναι διπλά ἀδικημένος, ἀφοῦ καί τό σῶμα του τό τυραννεῖ, καί μισθό δέν παίρνει»16. Βέβαια, αὐτό ἰσχύει καί γιά μᾶς τούς Χριστιανούς πού ἀγωνιζόμαστε στόν κόσμο. Πάντα ὑπάρχει αὐτός ὁ κίνδυνος. Πολλές φορές μπαίνει ὕπουλα καί στή σχέση μέ τόν Πνευματικό μας. Καί τί προσπαθοῦμε; Νά ἀρέσουμε ὄχι στόν Θεό, ἀλλά στόν Πνευματικό μας. Προσέξτε το κι αὐτό. Καί νά προβάλουμε τήν ἄσκησή μας στόν Πνευματικό μας. Δέν λέω νά μήν παίρνουμε εὐλογία. Ἔτσι πρέπει. Νά παίρνουμε εὐλογία ἀπ' τόν Πνευματικό μας γιά ὅποια ἄσκηση θά κάνουμε. Ἀλλά προσοχή σ' αὐτό τό πνεῦμα τῆς κενοδοξίας.
«Ἀποκρύπτει πολλές φορές ὁ Θεός ἀπό τά μάτια μας καί τά καλά πού ἔχομε ἀποκτήσει. Ἦλθε ὅμως αὐτός πού συνηθίζει νά ἐπαινῆ, ἤ μᾶλλον νά πλανᾶ, καί μέ τούς ἐπαίνους μᾶς ἄνοιξε τά μάτια. Καί μόλις αὐτά ἄνοιξαν, ἐξαφανίσθηκε ἀπό μέσα μας ὁ πνευματικός πλοῦτος. Ἐκεῖνος πού κολακεύει εἶναι ὑπηρέτης τῶν δαιμόνων». Προσοχή στήν κολακεία. «Ὁδηγός πρός τήν ὑπερηφάνεια». Αὐτόν πού κολακεύεις, τόν σπρώχνεις στήν ὑπερηφάνεια. «Ἐξολοθρευτής τῆς κατανύξεως, ἀφανιστής τῶν καλῶν ἔργων, ἀποπλανητής ἀπό τόν σωστό δρόμο». Λέει ὁ Προφήτης, «οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς»17»18. Προσοχή λοιπόν, καί νά μήν κολακεύεις, ἀλλά καί νά μή δέχεσαι τίς κολακεῖες. Γιατί θά πλανηθεῖς, ἄν δέχεσαι τίς κολακεῖες. Καί πλανᾶς τούς ἄλλους, ὅταν τούς κολακεύεις.
«Ἴδιον τῶν προχωρημένων στήν ἀρετή εἶναι νά ὑπομένουν γενναῖα καί εὐχάριστα τίς ὕβρεις. Ἴδιον ὅμως τῶν ἁγίων καί τῶν ὁσίων εἶναι νά παρέρχωνται ἀβλαβῶς τούς ἐπαίνους»19. Ἀκόμα ψηλότερο σκαλοπάτι. Θέλεις νά δεῖς τί ἀρετή ἔχεις; Ἐξέτασε τόν ἑαυτό σου πῶς δέχεσαι, καί ἄν δέχεσαι, τίς ὕβρεις τῶν ἄλλων. Ὄχι τά καλά λόγια. Ἄν τίς δέχεσαι, ἔχεις κάποια ἀρετή, ἄν τίς ὑπομένεις μέ γενναιότητα. Ἀλλά ἄν θέλεις νά δεῖς κι ἕνα σκαλοπάτι παραπάνω, νά δεῖς πῶς στέκεσαι ἀπέναντι στούς ἐπαίνους. Μετά ἀπό ἕναν ἔπαινο ἀλλοιώνεσαι; Χαίρεσαι; Κάτι δέν πάει καλά. Ὁ ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ παρέρχεται ἀβλαβῶς, χωρίς βλάβη, τούς ἐπαίνους. Βλέπετε καί ὁ λαός μας ἔχει αὐτή τήν παροιμία «πολλοί τόν πλοῦτο ἐμίσησαν, τή δόξα οὐδείς». Εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά ἀντιπαρέρχεσαι τούς ἐπαίνους. Βλέπετε πολλές φορές λέει, πές το κι ἄς εἶναι καί ψέμα, γιά νά τόν ἀνεβάσεις τόν ἄλλον. Θέλει ν' ἀκούσει μιά καλή κουβέντα, ἄς εἶναι καί ψέμα! Τί εἶναι αὐτό; Παρά ἡ τροφή πού ζητάει στήν κενοδοξία του αὐτός ὁ ἄνθρωπος.
«Εἶδα πενθοῦντας νά τούς ἐπαινοῦν καί νά ἐξοργίζωνται γι᾿ αὐτό. Ἔτσι σάν σοφοί ἔμποροι σέ πανήγυρι ἀντάλλαξαν τό πάθος τῆς κενοδοξίας μέ τό πάθος τῆς ὀργῆς»20. Πραγματικά κανείς πρέπει νά ὀργίζεται -μέ τήν καλή ἔννοια βέβαια- ἀπέναντι στούς ἐπαίνους. Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι, ὅταν μᾶς ἐπαινοῦν, θά πρέπει μέσα μας νά ἀντιδροῦμε, νά μή δεχόμαστε τούς ἐπαίνους. Γιατί; Γιατί ὅποιος δέχεται τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο, οὐσιαστικά κλέβει τόν Θεό. Τί λέμε στήν Ἐκκλησία μας; «Σοι πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις». Σέ ποιόν; «Τῷ Πατρί καί τῷ Ὑιῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Ὅταν λέμε «πᾶσα δόξα» σημαίνει ὅλη ἡ δόξα. Σέ ποιόν ἀνήκει ὅλη ἡ δόξα; Στόν Θεό. Ὁ Θεός κρατάει τή δόξα Του γιά τόν ἑαυτό Του καί ὀφείλουμε νά Τοῦ τή δίνουμε τή δόξα Του καί νά μήν τήν κλέβουμε καί νά δεχόμαστε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο, τήν ἀνθρώπινη δόξα καί νά τήν κρατᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας.
«Ὅταν ἀκούσῃς ὅτι ὁ πλησίον σου ἤ ὁ φίλος σου σέ περιεγέλασε πίσω σου ἤ ἐμπρός σου, ἐσύ νά τοῦ δείξης ἀγάπη καί νά τόν ἐπαινέσης»21. Πόσες παρεξηγήσεις, πόσες στενοχώριες, πόσες ταλαιπωρίες, γιατί λέει, εἶπε αὐτό τό πράγμα πίσω ἀπό τήν πλάτη μου... λέει λόγια γιά μένα… Καί στενοχωριέται, καταστενοχωριέται ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά χαρεῖ. Γιατί συγχωρώντας αὐτόν, συγχωρεῖσαι γιά τίς ἁμαρτίες σου. Τίς δικές σου ἁμαρτίες. Ὅταν λοιπόν μάθεις κάτι τέτοιο, δεῖξε ἀγάπη. Ἀκόμα καί ἐπαίνεσέ τον.
«Οὐδείς γινώσκει τά τοῦ ἀνθρώπου, εἰ μή τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τό ἐν αὐτῷ»22. Κανένας δέν γνωρίζει τά ἐσωτερικά τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου πού ὑπάρχει μέσα του. «Γι᾿ αὐτό ἄς αἰσχυνθοῦν καί ἄς κλείσουν τό στόμα τους ὅσοι ἐγκωμιάζουν τούς ἄλλους κατά πρόσωπον»23. Ἀφοῦ δέν ξέρεις τί εἶναι ὁ ἄλλος. Ὄχι ὁ ἄλλος, οὔτε ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ξέρεις τόν ἑαυτό σου! Πῶς λοιπόν ἔτσι ἐπαινεῖς, ἐγκωμιάζεις; «Εἶναι μεγάλο πράγμα τό νά ἀποδιώξης ἀπό τήν ψυχή σου τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Μεγαλύτερο ὅμως εἶναι τό νά ἀποδιώξης τόν ἔπαινο τῶν δαιμόνων»24, οἱ λογισμοί τῆς αὐταρέσκειας, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, ὁ αὐτοέπαινος ὁ ἐσωτερικός.
«Δέν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη αὐτός ὁ ὁποῖος ἐξευτέλισε τόν ἑαυτό του». Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού αὐτοεξευτελίζονται, ἐγώ δέν εἶμαι τίποτα, εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός κ.λ.π. Αὐτό εἶναι εὔκολο. Δέν εἶναι ταπεινοφροσύνη αὐτό. Αὐτό εἶναι ταπεινολογία, καί πολλές φορές -νά μήν ποῦμε πάντα- κρύβει ὑπερηφάνεια. Αὐτός λοιπόν πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτό του, δέν δείχνει ταπεινοφροσύνη. «Γιατί, πῶς δέν θά σηκώση κανείς τά ἰδικά του λόγια;». Εἶναι εὔκολο μόνος σου νά βρίζεις τόν ἑαυτό σου. «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξυβρίσθη ἀπό ἄλλον καί παρά ταῦτα δέν ἐλάττωσε ἀπέναντί του τήν ἀγάπη του»25, αὐτός εἶναι πού δείχνει ταπεινοφροσύνη. Νά τό ἀκούσεις ἀπ' τόν ἄλλο καί νά μήν ταραχθεῖς καί νά μήν πάψεις νά τόν ἀγαπᾶς! Βλέπετε, μόλις μᾶς ὑβρίζουν, μᾶς ταπεινώνουν, ἀμέσως κινεῖται μέσα μας ἡ ἀντιπάθεια. Ἀμέσως ἀρχίζουμε τούς λογισμούς τῆς κατάκρισης καί λέμε, γιατί, μέ ποιό δικαίωμα, τί τοῦ ἔκανα, δέν τοῦ ἔχω κάνει τίποτα... Ἀρχίζουμε νά ἀντιδροῦμε ἀρνητικά. Αὐτό δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει ταπεινοφροσύνη. Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἀληθινή αὐτογνωσία. Ἐνῶ ὁ ἀληθινά ταπεινόφρων τά δέχεται ὅλα, καί λέει, καί λίγα μοῦ εἶπε! Πολύ χειρότερος εἶμαι ἀπ' αὐτά γιά τά ὁποῖα μέ κατηγορεῖ, καί ἀπ' ὅ,τι μέ χαρακτηρίζει εἶμαι χειρότερος καί πιό κακός. Γιατί ἤδη ἔχεις καταδικάσει ἐσύ προηγουμένως τόν ἑαυτό σου -ὁ ταπεινόφρων αὐτό κάνει- καί ἔχεις τοποθετήσει τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπ' ὅλους.
Καί μάλιστα ὄχι μόνο κάτω ἀπ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, καί κάτω ἀπ' ὅλους τούς δαίμονες ἔχεις βάλει τόν ἑαυτό σου, ἄν εἶσαι πραγματικά ταπεινός. Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα κάνεις ὑπακοή στούς δαίμονες. Κάθε φορά πού κάνουμε μία ἁμαρτία, ἔστω καί ἐλάχιστη, τί κάνουμε; Ὑπακοή στόν δαίμονα. Ἄρα γινόμαστε κατώτεροί του. Ὁ ἀληθινά ταπεινόφρων, λοιπόν, βάζει τόν ἑαυτό του ὄχι μόνο κάτω ἀπ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, θεωρώντας τόν ἑαυτό του πιό ἁμαρτωλό ἀπ' ὅλους, ἀλλά καί κάτω ἀπ' ὅλους τούς δαίμονες. Καί ὄχι μόνο κάτω ἀπ' ὅλους τούς δαίμονες, ἀλλά καί κάτω καί ἀπ' ὅλα τά κτίσματα, ἀπ' ὄλα τά ὄντα. Γιατί; Γιατί γνωρίζει, ὅτι ὅλα τά ὄντα εἶναι ὅπως τά ἔφτιαξε ὁ Θεός, στό κατά φύσιν, ἐνῶ αὐτός εἶναι στό παρά φύσιν, στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας. Ἑπομένως, ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖ ὁ ἄλλος, ὅπως καί νά τόν χαρακτηρίσει, δέν προσβάλλεται. Ὁ ἀληθινά ταπεινός δέν προσβάλλεται. Δέν μπορεῖς νά τόν προσβάλεις. Γιατί ἤδη ἔχει προσβάλει αὐτός τόν ἑαυτό του, ἔχει κατεβάσει τόν ἑαυτό του, ἔχει μηδενίσει τόν ἑαυτό του, καί δέν ἔχει νά πάει πιό κάτω. Ὁπότε δέν μπορεῖ νά τόν κατεβάσει κανένας, ἀφοῦ ἔχει πάει κάτω ἀπ' ὅλους καί ἀπ' ὄλα. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ νά στενοχωρηθεῖ ποτέ; Ποτέ δέν στενοχωριέται, ὅσο κι ἄν τόν βρίσουν, ὅσο κι ἄν τόν ἀδικήσουν. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ ταπεινωμένος, ὁ ἐξουθενωμένος, ὁ μηδενισμένος. Θά πεῖς: Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Θεός; Ναί, ἔτσι μᾶς θέλει. Ἔτσι μᾶς θέλει, γιά νά βγοῦμε πραγματικά ἀπ' τήν κατάσταση αὐτή τῆς μιζέριας πού ἔχουμε. Καί ἡ μιζέρια εἶναι τά πάθη μας καί ἡ ὑπερηφάνεια μας.
«Ἐπεσήμανα τόν δαίμονα τῆς κενοδοξίας νά σπείρη λογισμούς σέ κάποιον ἀδελφό, καί συγχρόνως νά τούς φανερώνη αὐτούς καί σ᾿ ἕναν ἄλλο». Κοιτάξτε τερτίπια πού κάνει ὁ διάβολος. «Καί ἐν συνεχείᾳ νά κάνη τόν δεύτερο νά ἀποκαλύψῃ στόν πρῶτο τά μυστικά τῆς καρδιᾶς του, ὥστε αὐτός νά τόν μακαρίζη ὡς προορατικό. Μερικές φορές ὁ ἀνόσιος δαίμων τῆς κενοδοξίας ἐγγίζει καί στά μέλη τοῦ σώματος καί προξενεῖ διάφορες κινήσεις καί παλμούς»26.
«Ὅσους τιμῶνται καί προτιμῶνται τούς ὡδήγησε στήν ὑπερηφάνεια -ἡ κενοδοξία- καί ὅσους καταφρονοῦνται στήν μνησικακία»27. Πόσο φοβερά ταλαιπωροῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τούς λογισμούς τῆς μνησικακίας. Πίσω καί ἀπ' τή μνησικακία κρύβεται ἡ κενοδοξία. Γιατί νά μοῦ φερθεῖ ἔτσι; Γιατί νά μοῦ πεῖ αὐτόν τόν λόγο; Καί τό θυμᾶται μῆνες, χρόνια.. βασανίζεται, καί δέν θέλει νά μιλήσει στόν ἄλλο. Μά εἶσαι Χριστιανός ἀδερφέ μου; Πῶς θά κοινωνήσεις; Τίποτε.. τόν τρώει αὐτό τό πάθος τῆς μνησικακίας. Καί ἀπό πίσω κρύβεται ἡ κενοδοξία.
«Ἡ κενοδοξία πολλές φορές ἀντί γιά τιμή προξένησε ἀτιμία. Διότι συνέβη νά ὀργισθοῦν (ἐξ αἰτίας της) οἱ μαθηταί της, καί ἔτσι τούς ἐντρόπιασε ἀφάνταστα (ἐμπρός στούς ἄλλους)». Ὁ κενόδοξος, ὅταν δέν τιμᾶται, δέν ἀπολαμβάνει αὐτό πού περιμένει, ὀργίζεται. Γίνεται ρεζίλι δηλαδή μπροστά στούς ἄλλους. Αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος. «Ἡ κενοδοξία τούς ὀξύθυμους ἐπί παρουσίᾳ ἀνθρώπων τούς μετέβαλε σέ πρᾴους». Ὑποκρίνεται τόν πράο ἀπό κενοδοξία. «Κάνει μεγάλη ἕφοδο σέ ὅσους ἔχουν φυσικά χαρίσματα»28. Ἔχει ἕνας τό χάρισμα νά τραγουδάει, νά ζωγραφίζει. Θά τοῦ ἐπιτεθεῖ πάρα πολύ ἡ κενοδοξία. Κι ἄν δέν προσέξει, θά γίνει πολύ ἀλαζόνας. Μία γυναίκα ἔχει φυσική ὀμορφιά. Εἶναι τοῦ Θεοῦ αὐτό. Πολύ εὔκολα ὅμως πέφτει στήν ἀλαζονεία, στήν ὑπερηφάνεια. Ἐνῶ εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι δικό της. Καί δέν τό δίνει ὁ Θεός γιά νά γίνεις ὑπερήφανη, ἀλλά γιά νά δοξάσεις τόν Θεό.
«Αὐτός πού πουλήθηκε στήν κενοδοξία ζῆ διπλή ζωή. Ἐξωτερικά καί μέ τέ σχῆμα του ζῆ ὡς μοναχός, μέ τίς ἐσωτερικές του ὅμως σκέψεις καί διαθέσεις ὡς κοσμικός»29. Προσαρμοσμένο σ' ἐμᾶς, ἐξωτερικά καί μέ τό σχῆμα μας φαινόμαστε Χριστιανοί, ἐσωτερικά ὅμως στίς σκέψεις μας καί στίς διαθέσεις μας εἴμαστε κοσμικοί. Ὑποταγμένοι δηλαδή στό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Ἄν τό ψάξουμε, ὅλοι μας ἀδερφοί μου, λίγο ὡς πολύ, εἴμαστε ὑπεύθυνοι σ' αὐτό τό πάθος. Μᾶς νοιάζει τί εἰκόνα ἔχουμε πρός τά ἔξω καί τί ἰδέα ἔχουν οἱ ἄλλοι γιά μᾶς.
«Μή πείθεσαι στόν λικμήτορα, στόν δαίμονα δηλ. πού λιχνίζει καί καταστρέφει, ὅταν σοῦ προτείνη νά παρουσιάζης τίς ἀρετές σου, γιά νά ὠφεληθοῦν δῆθεν ὅσοι σέ ἀκούουν»30. Ἔρχεται κι αὐτός ὁ λογισμός, νά πεῖς τά πνευματικά σου "κατορθώματα", γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι. «Τί γάρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐάν ὅλον τόν κόσμο κερδήση ἤ ὠφελήση, ἑαυτόν δέ ζημιώση;»31. Τίποτε δέν ὠφελεῖ περισσότερο αὐτούς πού μᾶς βλέπουν ἀπό τήν ταπεινή καί εἰλικρινή συμπεριφορά καί τόν ἀνεπιτήδευτο λόγο. Ἔτσι δίδεται καί στούς ἄλλους παράδειγμα νά μήν ὑπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα ἀπό τό ὁποῖο τί ὑπάρχει περισσότερο ὠφέλιμο;»32. Θέλεις πραγματικά νά ὠφελήσεις, νά γίνεις πραγματικά ταπεινός, νά γίνεις ἁπλός; Νά μήν ἔχεις ἐπιτηδευμένη, δηλαδή ἐπίπλαστη, ψεύτικη συμπεριφορά. Βλέπετε, αὐτό τό ψεύτικο κυριαρχεῖ στόν κόσμο κατεξοχήν. Μπαίνεις στό ἀεροπλάνο καί ἡ ἀεροσυνοδός πάντα μέ τό χαμόγελο. Τῆς δίνεις τά σκουπίδια, λέει thank you, σ' εὐχαριστώ! Λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, αὐτοί ἔχουν περάσει καί τόν ἀββά Ἰσσάκ τόν Σύρο! Ὅμως, ὅλα εἶναι ψεύτικα καί τό καταλαβαίνεις.
«Κάποιος ἀπό τούς προορατικούς Πατέρας ἐπρόσεξε τά ἑξῆς τά ὁποῖα καί διηγεῖται». Κοιτάξτε, γιατί αὐτό ἔχει σημασία καί γιά μᾶς, γιατί ὁ διάβολος τούς ἴδιους πειρασμούς κάνει καί στούς μοναχούς καί στούς λαϊκούς. Ἐμεῖς ἁπλῶς πέφτουμε πολύ πιό εὔκολα... «Ἐνῷ καθόμουν σέ σύναξι μοναχῶν», δηλαδή εἴχανε κάτι σάν συμβούλιο, σύναξη, «ἦλθαν οἱ δαίμονες τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφανείας καί κάθισαν δεξιά καί ἀριστερά μου». Τούς εἶδε ὁ γέροντας. Εἴπαμε εἶναι διαφορετικά πνεύματα. «Καί ὁ πρῶτος μοῦ ἐκεντοῦσε τήν πλευρά μέ τόν δάκτυλο τῆς κενοδοξίας καί μέ προέτρεπε νά εἰπῶ σέ κάποιο ὅραμα ἤ κάτι πού ἐπετέλεσα στήν ἔρημο. Μόλις ὅμως τόν ἀπέκρουσα, λέγοντας, «ἀποστραφείησαν εἰς τά ὀπίσω καί καταισχυθείησαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά»33. Ψαλμός ἑξηκοστός ἔνατος. Νά ἀποστραφοῦν, νά φύγουν πίσω μου, αὐτοί πού μοῦ βάζουν κακούς λογισμούς καί σκέφτονται κακά γιά μένα. «Ἀμέσως ὁ δεύτερος ὁ ἐξ ἀριστερῶν μοῦ ψιθύριζε στό αὐτί: «Εὖγε! Πολύ καλά ἔκανες! Ἔγινες μέγας, ἀφοῦ ἐνίκησες τήν ἀναιδέστατη μητέρα μου». Ἡ μητέρα εἶναι ἡ κενοδοξία καί τό παιδί ἡ ὑπερηφάνεια. «Τότε ἐγώ, χρησιμοποιώντας εὔστοχα τόν ἑπόμενο στίχο τοῦ Ψαλμοῦ, ἀπήντησα: «Ἀποστραφήτωσαν παραυτίκα αἰσχυνόμενοι οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε πεποίηκας»34»35.
Βλέπετε; Ὁ Ἅγιος δέν ἦταν εὔκολη λεία στόν διάβολο, ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε. Σοῦ φέρνει ὑπερηφάνεια λόγω ταπεινοφροσύνης! Σέ ἐπαινεῖ καί σοῦ λέει, πώ, πώ, τί ταπεινός πού εἶσαι, μπράβο σου, τά κατάφερες, τόν ἔπιασες τόν λογισμό τῆς κενοδοξίας!
Δέν πρέπει ν' ἀπελπιστοῦμε. Μερικοί σοῦ λένε, ἄ τί γίνεται; Πλέον δέν ὑπάρχει θεραπεία γιά μένα. Ὄχι. Θά διώξεις καί τόν δεύτερο δαίμονα πού σοῦ λέει μπράβο καί τελείωσες. Μετά θά φύγει γιά λίγο καιρό. Ὄχι γιά πολύ... Δέν πρέπει νά ἡσυχάσεις. Θά σέ ξαναεπισκεφτεῖ.
«Ὅταν ἐρώτησα τόν προορατικόν αὐτόν, «πῶς ἡ κενοδοξία συμβαίνει νά εἶναι μητέρα τῆς ὑπερηφανείας», μοῦ ἀπήντησε: «Οἱ μέν ἔπαινοι ἐξυψώνουν καί δημιουργοῦν φυσίωσι»36. Προσέξτε το αὐτό. Ἔχει σχέση μέ τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν. Νά λές μπράβο στά παιδιά, εὔγε, εὔγε! Καταργήσανε καί τήν βαθμολογία στά σχολεῖα, νομίζω. Γιατί; Γιατί, λέει, πληγώνεται τό παιδί, ἅμα δεῖ ἕναν μικρό βαθμό... Πάντα πρέπει νά εἶναι πρῶτος, ἄριστος. Ἀφοῦ θά εἶναι ὅλοι ἄριστοι, ποιός θά πάρει καί τή σημαία;! Καταργήσαμε καί τά ἀριστεῖα στή σημαία... δέν ξέρω γιατί θά παλεύουμε τώρα!
Οἱ μέν ἔπαινοι λοιπόν ἐξυψώνουν καί δημιουργοῦν φυσίωση. Προσέξτε, τί θά πεῖ φυσίωση; Πῶς φουσκώνεις ἕνα μπαλόνι, ἀερόστατο, καί φεύγει ἐπάνω, χάνεται; Ἔτσι γίνεται καί ἡ ψυχή, ἀερόστατο. Φουσκώνει ἀπό τούς ἐπαίνους, καί ὁ άνθρωπος εἶναι, αὐτό πού λέμε λαϊκά παίρνει ἀέρα τό μυαλό του καί χάνει τόν ἑαυτό του. «Ὅταν δέ ἐξυψωθῆ ἡ ψυχή», τί γίνεται; «Τήν παραλαμβάνει τότε ἡ ὑπερηφάνεια καί «ἀναφέρει αὐτήν ἕως τῶν οὐρανῶν καί καταφέρει ἕως τῶν ἀβύσσων»37. Τήν ἀνεβάζει μέχρι τόν οὐρανό καί τήν κατεβάζει μέχρι τόν ἅδη. Πλέον ὁ ἄνθρωπος δηλαδή γίνεται ὑποχείριο τῶν δαιμόνων. Βλέπετε τί κακό κάνουν οἱ ἔπαινοι; Καί ὅλη ἡ βάση σήμερα τῆς ἀγωγῆς εἶναι οἱ ἔπαινοι, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ ὑψηλή αὐτοεκτίμηση. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπ' αὐτό πού εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Γι' αὐτό ἔχουμε ἄρρωστα παιδιά. Γι' αὐτό καί ἔχουμε ἄρρωστους ἐνήλικες καί δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: ποτέ δέν θά ἐπαινεῖς. Ἔλεγε ὁ Ἄγιος Πορφύριος, μή λέτε μπράβο στά παιδιά. Μήν τά βάλετε μέ μένα, μέ τόν Ἅγιο Πορφύριο! Μή μοῦ πεῖτε, γιατί τό λές πάτερ; Δέν τό λέω ἐγώ, οἱ Ἅγιοι τό λένε. Ὁ ἔπαινος πάρα πολύ βλάπτει. Τόν ἄνθρωπο τόν κάνει ἀερόστατο. Νά, τό λέει ἐδῶ: φυσίωση. Καί μετά σέ παίρνει ὁ ἔξω ἀπό δῶ.
«Ὑπάρχει δόξα πού μᾶς ἔρχεται ἀπό τόν Κύριον». Ὑπάρχει δόξα καί αὐτή τή δόξα πρέπει ν' ἀναζητήσουμε. «Τούς γάρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω»38. Ποιός τό λέει; Ὁ Θεός. «Καί ὑπάρχει δόξα πού εἶναι συνέπεια διαβολικῆς ἐργασίας καί ἀπάτης. «Οὐαί γάρ, λέγει, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι»39»40. Θέλεις νά ἔχεις δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους; Εὔκολο εἶναι, νά τούς κάνεις τά χατίρια! Μέ ὅλους νά συμφωνεῖς. Σέ κανέναν δέ θά λές ὄχι. Καί σ' αὐτόν πού σοῦ λέει τό σωστό θά λές ναί, καί σ' αὐτόν πού σοῦ λέει τό λάθος θά λές ναί, καί εἶσαι πλέον σπουδαῖος γιά ὅλους καί ἀρεστός σέ ὅλους... Ἀλλά πλέον δέν εἶσαι πρόσωπο. Ἔχεις χάσει τόν ἑαυτό σου. Εἶσαι ἕνας χαμαιλέοντας πού παίρνει τό χρῶμα τοῦ περιβάλλοντος. Αὐτή εἶναι ἡ διαβολική δόξα. Καί σήμερα, βλέπετε -καί πάντοτε ἀλλά κατεξοχήν στίς μέρες μας- αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει πέραση. Ὁ πολιτικός. Πού εἶναι μέσα σ' ὅλα. Τούς βολεύει ὅλους. Τούς φέρνει βόλτα ὅλους. Εἶναι ἕνας ὑποκριτής.
«Θά ἀντιληφθῆς σαφῶς τήν πρώτη δόξα, ὅταν τήν θεωρῆς ἐπικίνδυνη, ὅταν τήν ἀποφεύγης παντοιοτρόπως καί ὅταν ἀποκρύπτης τήν καλή σου ζωή, ὅπου καί ἄν εὑρίσκεσαι. Τήν δευτέρα δόξα ἀντιθέτως θά τήν ἀντιληφθῆς», τή δόξα δηλαδή πού ἔρχεται ἀπό τούς δαίμονες, «ὅταν καί τό παραμικρό τό κάνης πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις»41. Ὅ,τι κάνεις, τό κάνεις γιά νά φαίνεσαι. Κραυγαλέο παράδειγμα τά λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα. Καί βλέπεις τά παιδιά, καί μεγάλοι τώρα, συνεχῶς μέ αὐτήν τή μαγκούρα, τό selfie τό λεγόμενο, καί κάθε δευτερόλεπτο, ἄν εἶναι δυνατόν, ν' ἀποτυπώνουν τόν ἑαυτό τους καί ἀμέσως νά τό κάνουν κοινοποίηση στό facebook καί στά ἄλλα δίκτυα.
Ὅταν κάνεις ὁτιδήποτε γιά νά φανεῖς στούς ἄλλους, λοιπόν, ζητᾶς τή δόξα τοῦ κόσμου. Ὅταν δέν ἐπιδιώκεις τή δόξα τοῦ κόσμου, εἶσαι ἀληθινά ταπεινόφρων. Καί αὐτή τή δόξα πού σοῦ φέρνει ἡ ἀρετή, καί αὐτή τή φοβᾶσαι. Δέ θέλεις τή δόξα, πού ἔρχεται ἀπό τόν Θεό. Κρύβεσαι. Βλέπετε οἱ Ἅγιοι, ἕνα ὡραῖο χαρακτηριστικό παράδειγμα, δέν θέλανε νά φαίνονται στούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι Ἅγιοι. Κι ἐνῶ κρυβόντουσαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, τούς φανέρωνε ὁ Θεός. Ἦταν ἕνας γέροντας πολύ σπουδαῖος καί τόν ἤξεραν πολλοί στήν πόλη ἐκεῖ κοντά πού ἔμενε. Ἔπρεπε, ἦταν ἀνάγκη, νά πάει στήν πόλη. Λέει, τώρα θά πάω στήν πόλη, θά πέσουν ὅλοι πάνω μου, θ' ἀρχίσουν νά μοῦ φιλᾶνε τά χέρια, νά μοῦ λένε, γέροντα, τί μεγάλη τιμή πού μᾶς ἔκανες νά ἔρθεις στό σπίτι μας... Δέν τά θέλω ἐγώ αὐτά. Ἔ, λέει, θά πάω τό βράδυ νά μή μέ δοῦνε κι ἔτσι νά περάσω ἀπαρατήρητος. Πῆγε λοιπόν τή νύχτα, καί τί ἔκανε ὁ Θεός; Μπροστά του ἔβαλε ἕναν Ἄγγελο ὁλοφώτεινο νά προπορεύεται! Ὁπότε ὅλη ἡ πόλη μαζεύτηκε ἐξαιτίας τοῦ Ἀγγέλου. Δηλαδή, αὐτό πού δέν ἤθελε, τό ἔπαθε. Ἀλλά θέλω νά πῶ, ποιό εἶναι τό φρόνημα τῶν Ἁγίων. Ἀκόμα καί τή νόμιμη δόξα πού τούς χαρίζει ὁ Θεός κι αὐτή τή φοβοῦνται, δέν τή θέλουν, γιατί λένε, μήπως πέσω στήν ὑπερηφάνεια. Ἐνῶ ὁ ἄλλος κυνηγάει καί τήν χαζή δόξα, τήν κενή δόξα... πόσα like πῆρες σήμερα; Σπουδαῖο πράγμα... Καί τί ἔγινε; Ἤ μέ διέγραψε, λέει, ἀπ' τό facebook καί τά ἔχει βάψει μαῦρα. Κοντεύει ν' αὐτοκτονήσει, γιατί τόν ἔκανε ἀποκλεισμό, τόν μπλόκαρε. Αὐτά ὅλα τί εἶναι; Ἕνα χαζοπράγμα, μιά ἀνοησία εἶναι ὅλα αὐτά. Κι ὅμως αὐτά τά θεωρεῖ πολύ σπουδαῖα.
«Ὅταν ἐμεῖς ἐπιδιώκωμε τήν δόξα καί ὅταν μόνη της μᾶς στέλλεται ἀπό ἄλλους καί ὅταν ἐπιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας», πέσουμε δηλαδή στήν παγίδα, τότε τί νά κάνουμε; «Τότε ἄς ἐνθυμηθοῦμε τό πένθος μας», τό κατά Θεόν πένθος. Νά θυμηθεῖς τίς ἁμαρτίες σου. «Καί τήν μετά συντριβῆς καί φόβου προσευχή μας, καί τότε ὁπωσδήποτε θά τήν ἐκδιώξωμε τήν ἀναίσχυντη κενοδοξία, ἐάν βεβαίως καλλιεργοῦμε πραγματικά τήν προσευχή». Ὅταν λοιπόν πᾶς νά κενοδοξήσεις, ἤ πᾶς νά πέσεις, θυμήσου τίς ἁμαρτίες σου. Ταπεινοφρόνησε. Προσευχήσου. «Ἄς φέρωμε ἀμέσως στήν σκέψι μας τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Καί ἄν ἐπιμένη ἀκόμη, ἄς φοβηθοῦμε τουλάχιστον τήν καταισχύνη πού ἀκολουθεῖ στήν δόξα αὐτή», γιατί τό λέει σαφῶς ὁ Κύριος «ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται»42. Ταπεινωθήσεται ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά ὁπωσδήποτε καί ἐδῶ. Παραχωρεῖ ὁ Θεός, καί λειτουργοῦν αὐτοί οἱ πνευματικοί νόμοι πάντοτε ξέρετε καί μέ ἀκρίβεια. Ἕνας πού ταπεινώνεται, συμβουλεύεται, προσεύχεται, τ' ἀφήνει ὅλα στόν Θεό, ὁ Θεός τόν δοξάζει. Ἕνας πού ὑψώνεται, αὐτοϋψώνεται, δέν ρωτάει κανέναν, ἔχει αὐτοπεποίθηση, καυχιέται, αὐτός, παραχωρεῖ ὁ Θεός νά ταπεινωθεῖ ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή, καί σ' αὐτή τή ζωή. «Ὅταν οἱ ἐπαινοῦντες ἤ μᾶλλον οἱ ἀποπλανῶντες ἀρχίσουν νά μᾶς ἐπαινοῦν, ἄς ἐνθυμηθοῦμε ἀμέσως τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μας, καί ἀσφαλῶς θά ἰδοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι τῶν ἐπαίνων καί τῶν τιμῶν»43.
«Ὑπάρχουν καί μερικοί κενόδοξοι πού θεωροῦν ὑποχρεωμένο τόν Θεόν νά τούς εἰσακούση σέ ὡρισμένα αἰτήματά τους». Ἐξ οὗ κι ὁ γογγυσμός ἔ; Τί Θεός εἶναι αὐτός, γιατί τά ἐπιτρέπει αὐτά, γιατί σέ μένα κ.λ.π. «Ὁ Κύριος συνηθίζει νά τούς προλαμβάνη», αὐτούς τούς κενόδοξους, «καί νά πραγματοποιῆ ὅ,τι θά τοῦ ζητοῦσαν στίς προσευχές τους· καί τοῦτο, γιά νά μή τά λάβουν μέ τήν προσευχή καί αὐξήσουν τήν οἴησί τους»44. Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορές πρίν τοῦ ζητήσουμε κάτι, μᾶς τό δίνει, γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τήν παγίδα πού βλέπει ὅτι θά πέσουμε ὁπωσδήποτε, τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφάνειας.
«Ὡς ἐπί τό πλεῖστον οἱ ἁπλοί καί ἀπονήρευτοι δέν περιπίπτουν στό φαρμακερό αὐτό πάθος, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ κενοδοξία εἶναι διώκτης τῆς ἁπλότητος καί ἐπίπλαστη συμπεριφορά». Αὐτός πού εἶναι πραγματικά ἁπλός δέν πέφτει στήν κενοδοξία. «Ὑπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, ἀφοῦ αὐξηθῆ, βγάζει πτερά καί πετᾶ στά ὕψη. Ὁμοίως καί ἡ κενοδοξία σάν αὐξηθῆ, γεννᾶ τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι ὁ ἀρχηγός καί ἡ τελείωσις, (ἡ ἀρχή καί τό τέλος), ὅλων τῶν κακῶν. Βαθμίς εἰκοστή πρώτη!». Εἶναι τό εἰκοστό πρῶτο σκαλοπάτι στήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη. «Ὅποιος ἀπό αὐτήν, τήν κενοδοξία, δέν αἰχμαλωτίσθηκε, δέν θά περιπέση στήν ἐχθράν τοῦ Θεοῦ ἀκέφαλο ὑπερηφάνεια». Ἀκέφαλος, γιατί ὁ ὑπερήφανος δέν ἀναγνωρίζει κανέναν πάνω ἀπ' αὐτόν.
Σταματᾶμε ἐδῶ, γιατί συμπληρώθηκε ἡ ὥρα. Μᾶς μένει τό κεφάλαιο αὐτό ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο γιά τήν ἑπόμενη φορά. Εἶναι πολύ σπουδαῖο τό θέμα καί ἀφορᾶ σέ ὅλους μας, γιατί δυστυχῶς, εἶναι ἀπό τά θεμελιώδη πάθη, τά ὁποῖα μᾶς ταλαιπωροῦν ἀφάνταστα. Κι ἄν ἐρευνήσει κανείς τό κίνητρο τῶν πράξεών του, θά βρεῖ ἀπό κάτω πολλές φορές αὐτόν τόν ὄφη τῆς κενοδοξίας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «ὁ ἔπαινος φέρνει τόν ζῆλο, ὁ ζῆλος τήν ἀρετή, ἡ ἀρετή τήν μακαριότητα». Ὅποιος τό διαβάσει, τί νά καταλάβει;
Ἀπ: Ὁ ἔπαινος φέρνει τόν ζῆλο, δηλαδή καλλιεργεῖ τήν ἐπιθυμία γιά ἀρετή. Ὑπάρχει καί αὐτό, ἀλλά θέλει διάκριση, πότε θά τό κάνεις καί πῶς θά τό κάνεις. Λέει ἡ Ἁγία Συγκλητική, μία ψυχή πού κινδυνεύει νά σβήσει, νά φτάσει στήν ἀπελπισία, ὅταν καταφέρει κάτι μικρό, κάτι πολύ-πολύ λίγο, νά τήν ἐπαινέσεις, γιά νά τῆς δώσεις θάρρος, γιά νά τήν ἀναζωογονήσεις. Μ' αὐτή τήν ἔννοια λέει ὁ Ἅγιος, ὅτι ὁ ἔπαινος σ' αὐτή τήν περίπτωση, γεννάει τόν ζῆλο, παρακινεῖ δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά προχωρήσει καί στίς ἄλλες ἀρετές. Θέλει ὅμως πολλή-πολλή διάκριση, ὅπως σᾶς εἶπα. Γιατί θά τό κάνεις καί πῶς θά τό κάνεις. Πάντα θά πρέπει νά μή χάνουμε τόν Θεό. Ποτέ, δηλαδή, ὁ ἔπαινος νά μήν αὐτονομεῖται. Ἔκανες κάτι καλό; Ἔκανε τό παιδάκι σου κάτι καλό; Θά τοῦ πεῖς: ὄχι μπράβο σέ σένα. Θά τοῦ πεῖς: Εἶδες ὁ Θεός πόσο σέ βοήθησε καί πῶς σέ βοήθησε; Πᾶμε στόν Θεό, πᾶμε στήν Παναγία, νά εὐχαριστήσουμε, νά δοξάσουμε τόν Θεό. Νά μάθει καί τό παιδάκι ὅτι αὐτό δέν τό ἔκανε μόνο του. Τό ἔκανε μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός τό βοήθησε καί τό ἔκανε. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε καί τά μέσα. Τά χέρια, τά πόδια, τό σῶμα μας, τό μυαλό μας, ὁ νοῦς μας, δικά μας εἶναι; Ἡ δύναμη, ἡ θέληση, ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Θά πρέπει καί τό παιδί λοιπόν νά τό ἐνθαρρύνεις νά κάνει τό καλό, μ' αὐτή τήν ἔννοια λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος τόν ἔπαινο. Βεβαίως πρέπει, ἀλλά μέ τόν σωστό τρόπο. Νά τό μάθεις τό παιδί, τό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, νά καταφεύγει στόν Θεό, νά προσεύχεται. Αὐτό πρέπει νά μάθουν οἱ γονεῖς στά παιδιά καί τότε τό ἐξασφάλισες τό παιδί σου. Τότε θά προοδεύσει πραγματικά τό παιδί σου. Ὄχι νά στηρίζεται στά μπράτσα του. Καταραμένος, λέει ὁ ἅγιος Προφήτης Ἱερεμίας, αὐτός ὁ ὁποῖος ἐλπίζει ἐπ' ἄνθρωπον. «Ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ἐλπίζων ἐπ' ἄνθρωπον καί στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν»45. Αὐτός πού στηρίζεται στά μπράτσα του. Ἔχει αὐτοπεποίθηση. Θά πρέπει νά μάθουμε τό παιδί νά ἔχει θεοπεποίθηση καί ὄχι αὐτοπεποίθηση.
Ἐρ.: Ἐμεῖς μποροῦμε ἀπό μόνοι μας νά ξεριζώσουμε αὐτό τό πάθος τῆς κενοδοξίας; Εἶναι εὔκολο δηλαδή;
Ἀπ.: Ἀπό μόνοι μας δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα. Εἶναι ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο, ἡ θεραπευτική τῆς κενοδοξίας. Θά σᾶς πῶ κάτι, πού λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, τό ὁποῖο ἔχει μία σχέση μ' αὐτό πού λέτε. Θέλεις νά πολεμήσεις τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι τό παιδί τῆς κενοδοξίας; Πολεμώντας τήν ὑπερηφάνεια βέβαια, πιάνεις καί τήν κενοδοξία σ' ἕνα βαθμό. Νά κατηγορεῖς τόν ἑαυτό σου στήν προσευχή σου. Μπροστά στόν Θεό δηλαδή, ὅταν προσεύχεσαι, νά κατακρίνεις τόν ἑαυτό σου. Πῶς ἔλεγε ὁ τελώνης; «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»46. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό. Καί νά τό ἐννοεῖς. Ὄχι ἁπλῶς ἕναν ἁμαρτωλό, ἀλλά ΤΟΝ ἁμαρτωλό, τόν κατεξοχήν ἁμαρτωλό, τόν πιό ἁμαρτωλό ἀπ' ὅλους. Πῶς ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ»47 (τῶν ἁμαρτωλῶν). Εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καί ἔλεγε κάποιος χαριτολογώντας, ἐγώ εἶμαι ὁ δεύτερος, ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος! Πές το καί δεύτερος... ἀλλά ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε στήν κορυφή τῆς ἀρετῆς καί ὄχι στήν κατώτερη βαθμίδα.
Ἕνα πολύ πρακτικό, καλλιεργῆστε τήν αὐτομεμψία στήν προσευχή. Ὁ συνδυασμός αὐτομεμψίας καί προσευχῆς βοηθάει πάρα πολύ στό νά ἐμπεδωθεῖ μέσα μας αὐτή ἡ ἰδέα, ὅτι εἴμαστε τό οὐδέν. Ἐκεῖ πρέπει νά φτάσουμε. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού γιορτάζουμε σήμερα τήν ἀνακομιδή τῶν Ἁγίων του Λειψάνων, ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό τό πράγμα, ὅτι πραγματικά ἄνθρωπος φυσιολογικός πού ἔχει αὐτογνωσία εἶναι αὐτός πού πιστεύει ὅτι εἶναι τό οὐδέν, τό τίποτα. Αὐτός εἶναι καί ὁ ἀληθινά ἄτρωτος ἄνθρωπος. Κανένας δέν μπορεῖ νά σέ πληγώσει μετά. Μοῦ εἶπε λέει κάτι καί μέ πλήγωσε. Δέν σέ πλήγωσε ἐκεῖνος. Ἐσύ πλήγωσες τόν ἑαυτό σου, δηλαδή πληγώθηκε ὁ ἐγωισμός σου. Πληγώθηκε ἡ ἰδέα πού ἔχεις γιά τόν ἑαυτό σου. Συντρίφτηκε ἤ τραυματίστηκε τό εἴδωλο πού εἶχες μέσα σου γιά τόν ἑαυτό σου καί, ἀντί νά τόν εὐχαριστήσεις πού σέ βοηθάει νά γκρεμιστεῖ αὐτό τό εἴδωλο, ἐσύ λές μέ πλήγωσε. Βλέπετε πῶς ὁ διάβολος ἀντιστρέφει τά πράγματα; Καί αὐτό πού εἶναι ὑπέρ ἡμῶν μᾶς τό παρουσιάζει ὅτι εἶναι κατά ἡμῶν. Εἴδατε ὁ λαός ἁπλά τί λέει; Μέ ἔλουσε. Μέ ἔλουσε τί θά πεῖ; Μέ καθάρισε, μέ ἔπλυνε μέ τίς βρισιές του. Εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Πότε, ὅμως, σέ λούζει; Ὅταν τίς δεχτεῖς τίς βρισιές. Ὄχι ὅταν κι ἐσύ καλλιεργήσεις μέσα σου καί λές, τώρα θά σοῦ δείξω ἐγώ... κάτσε νά κοινωνήσω καί μετά τά λέμε.
Ἐρ.: Σέ τέτοιες περιπτώσεις τί κάνεις;
Ἀπ.: Σιωπή, ὑπομονή, γενναιότητα καί προσευχή μέ ἀγάπη γι' αὐτόν πού σέ προσβάλλει, γι' αὐτόν πού σοῦ κάνει τή ζωή δύσκολη.
Ἐρ.: Ἔλεγε μιά γιαγιά ὅτι, ἄν σέ κατηγορήσει κάποιος ἄδικα καί δεχθεῖς αὐτή τήν κατηγόρια, τότε σοῦ παίρνει ὅλες τίς ἁμαρτίες. Ἄν, ἀντιθέτως, ἐσύ κατηγορήσεις καί τό δεχτεῖ ὁ ἄλλος, τοῦ παίρνεις ἐσύ τήν ἁμαρτία.
Ἀπ.: Ἀκριβῶς.
Ἐρ.: ..........................
Ἀπ.: Εἶναι θαυμαστά αὐτά πού ἔγιναν στήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Αὐτός κι ἄν δέν ἀδικήθηκε! Αὐτός ὁ μεγάλος Ἅγιος! Πέθανε καθηρημένος ἀπό τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία. Ἐξόριστος καί καθηρημένος! Ποιός; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος! Τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας! Ἴσως ὁ κορυφαῖος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τούς πιό κορυφαίους πάντως. Κορυφή τῆς κορυφῆς. Μαζί μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Καί πέθανε καθηρημένος, δηλαδή θά λέγαμε, ξυρισμένος. Τοῦ βγάλανε τά ράσα, αὐτό θά πεῖ καθηρημένος. Κι ὅμως τί ἔλεγε; «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν». Δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα. Δέν θεωροῦσε ὅτι εἶναι κάτι σπουδαῖο.
Μετά ἀπό λίγο καιρό πέθαναν καί οἱ βασιλεῖς πού τόν κυνήγησαν καί ἡ βασίλισσα Εὐδοξία καί σειόταν τό μνῆμα της! Δέν εὕρισκε ἡσυχία δηλαδή, καί ἔδειξε ὁ Θεός ὁρατό σημεῖο καί μετά ἀπό ἔτη βγῆκε ἀπόφαση νά ἐπαναφέρουν τό λείψανο τοῦ Ἁγίου καί ὁ Ἅγιος ἦταν ζωντανός! Τόν ἔβαλαν πάνω στόν ἀρχιερατικό του θρόνο καί τοῦ εἶπαν ἀπόλαβε πάλι τόν θρόνο σου καί τό λείψανο τοῦ Ἁγίου εὐλόγησε τόν λαό καί εἶπε «εἰρήνη πᾶσι»! Εἶναι θαυμαστά πράγματα! Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «τούς δοξάζοντάς με δοξάσω»48. Μπορεῖ ἕνα λείψανο νά εὐλογήσει καί νά φωνάξει καί νά μιλήσει; Αὐτό ἔγινε στήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου καί αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή δόξα πού πρέπει ὅλοι νά ἐπιδιώκουμε.
Ἐρ.: Ὅταν φτάσεις στό οὐδέν, πιστεύω ὅτι ὑπάρχει ἕνα μούδιασμα. Τί νά κάνεις; Δέν ἐννοοῦμε μόνο ἀπέναντι στόν Θεό τό οὐδέν. Καί ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας, ἔτσι δέν εἶναι;
Ἀπ.: Ὅταν φτάσουμε στό οὐδέν, μᾶς ἀγκαλιάζει ὁ Θεός καί τότε γινόμαστε θεοί κατά χάρη. Μακάρι νά φτάσουμε ἐκεῖ! Τότε δέν ἔχεις νά κάνεις τίποτα, τά κάνει ὅλα ὁ Θεός. Σέ ἀνεβάζει στόν θρόνο Του καί ἀπολαμβάνεις τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μακάρι νά φτάσουμε ἐκεῖ...
Ἐρ.: Μήπως μερικές φορές, ἀπ’ ὅ,τι ἀκούσαμε, ἀκόμα κι αὐτό μπορεῖ νά περιέχει μία κενοδοξία;
Ἀπ.: Θα ’ρθεῖ ὁ λογισμός ὅτι εἶσαι κάτι σπουδαῖο, γιατί οἱ ἄλλοι δέν ἐπιδιώκουν νά εἶναι τό οὐδέν! Ἐσύ εἶσαι κάτι πιό πάνω ἀπό αὐτούς... Κι ἐκεῖ πρέπει νά ἔχουμε τή νήψη καί τήν ἐγρήγορση νά ποῦμε ὄχι. Κι αὐτό δέν εἶναι τίποτα σπουδαῖο καί δέν τό κάνω γιά τούς ἄλλους, γιά νά πάρω δόξα ἀπό τούς ἄλλους. Θεέ μου, κάνε αὐτό πού κάνω νά εἶναι γιά τή δική σου δόξα, γιά Σένα καί μόνο.
Ἐρ.: Χρειάζεται διάκριση καί εἶναι δύσκολο... Ὅλα αὐτά χρειάζονται διάκριση.
Ἀπ.: Διάκριση καί Πνευματικό ὁδηγό πού νά ἔχει διάκριση. Γιατί ἐμεῖς δέν ἔχουμε διάκριση καί πρέπει νά βροῦμε διακριτικό Πνευματικό ὁδηγό νά μᾶς ὁδηγήσει, νά τό κάνουμε ὅ,τι κάνουμε σωστά.
Ἐρ.: Τί εἶναι κενοδοξία;
Ἀπ.: Εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς μάταιης δόξας τοῦ κόσμου, τῆς μάταιης φήμης, νά θέλουμε νά μᾶς τιμοῦν, νά θέλουμε νά μᾶς ἐπαινοῦν, νά μᾶς ἀποδέχονται, νά μᾶς ἀγαποῦν, νά μᾶς κολακεύουν. Εἶναι τό προστάδιο τῆς ὑπερηφάνειας. Εἶναι ἡ μητέρα. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό παιδί.
Ἐρ.: Εἶναι κενοδοξία, ὅταν σέ μία διένεξη μεταξύ δύο γονιῶν, τοῦ ζευγαριοῦ, γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν, ὁ ἕνας εἶναι εἰδήμων, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχει σπουδάσει αὐτό τό ἀντικείμενο καί ξέρει πῶς νά συμπεριφερθεῖ στό παιδί, γιατί αὐτό εἶναι τό ἀντικείμενό του; Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔχει ἰδέα. Καί παρόλο πού ξέρει ὅτι δέν εἶναι αὐτό τό ἀντικείμενό του, προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τίς ἀπόψεις του. Τότε, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἐκπαιδευτικός καί γνωρίζει, ἄν πεῖ ὅτι ἐγώ ξέρω πῶς νά συμπεριφερθῶ στό παιδί καί αὐτό εἶναι τό σωστό. Αὐτό εἶναι κενοδοξία;
Ἀπ.: Λοιπόν, εἴπαμε γιά τήν σύγχρονη παιδαγωγική, πόσο «εἰδήμονες» εἶναι... Ἄν ἦταν πραγματικά εἰδήμονες, θά βγάζανε καί σωστά παιδιά. Φοβᾶμαι ὅτι δέν εἶναι εἰδήμονες. Αὐτό τό λέω γιά τούς «εἰδήμονες».
Γενικότερα τώρα νά σᾶς ἀπαντήσω, ὅταν ὑπάρχει μία γνώση, ἰσχύει κάτι, λέμε αὐτό ὑπάρχει ὡς γνώση κατατεθειμένη καί ἀποδεκτή. Μπορεῖ νά τό πεῖ. Δέν εἶναι κενοδοξία. Νά τό καταθέσει καί νά πεῖ αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτός δέν εἶναι κενόδοξος. Ἀλλά ἀπό κεῖ καί μετά δέν θά πρέπει νά θέλει νά ἐπιβληθεῖ στόν ἄλλον. Ἐκεῖ εἶναι ἡ διαφορά. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος δηλαδή, λέει ταπεινά τό σωστό, ἀλλά δέν θέλει σέ καμιά περίπτωση νά ἐπιβάλλει τό σωστό. Θά κάνει προσευχή, καί ἄν τό ζευγάρι δέν συμφωνήσει, ὑπάρχει λύση. Θά πᾶμε στόν Πνευματικό. Τό ζευγάρι θά πρέπει νά ἔχει ἕναν Πνευματικό. Τόν ἴδιο Πνευματικό εἶναι τό ἄριστο.
Θά μᾶς πεῖ ὁ Πνευματικός ποιό εἶναι τό σωστό. Γιατί πολλές φορές, σᾶς εἶπα, οἱ «εἰδήμονες» σφάλλουν. Καί ἡ ὅποια ἐπιστήμη, ὄχι μόνο τά παιδαγωγικά, δέν λέει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀλλά τί λέει; Αὐτό ἀποδεχόμαστε σήμερα ὡς ἀλήθεια. Αὔριο μποροῦμε νά ποῦμε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Κι αὐτό εἶναι νόμιμο γιά τήν ἐπιστήμη, δέν εἶναι παράνομο. Εἶναι νόμιμο. Διαβάζεις στήν Ἰατρική ἄς ποῦμε ἕνα τοῦβλο, ἕνα τεράστιο βιβλίο καί μετά ἀπό δέκα χρόνια σοῦ λέει, ξέρεις, ὅλα αὐτά ξέχασέ τα. Ἔχουν ἀλλάξει ὅλα... καί σοῦ δίνουν ἕνα ἄλλο τοῦβλο. Καί λές, ἐγώ τί ἔσπαγα τό κεφάλι μου τόσα χρόνια νά τά μάθω ὅλα αὐτά; Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιστήμη. Δέν ἔχει τήν ἀλήθεια, ἐρευνᾶ τήν ἀλήθεια.
Ὁ Χριστός ὅμως δέν λέει, ἐρευνῶ τήν ἀλήθεια, ἀλλά «εἶμαι ἡ ἀλήθεια»49. Ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορά. Καταλάβατε; Ὁπότε ἄν ἔχεις τόν Χριστό, ἔχεις τήν ἀλήθεια. Ἄν ψάχνεσαι μέ τήν ἐπιστήμη, ψάχνεις τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι σίγουρο ὅτι τήν ἔχεις.
Ἐρ.: Γενικά ὅλες οἱ ἐπιβραβεύσεις, βραβεῖα νόμπελ, ἔπαινοι στά παιδιά, ἀκόμα καί παρασημοφορήσεις, ὅλα αὐτά τρέφουν τήν κενοδοξία;
Ἀπ.: Τί ἄλλο;.. Πῆρε ὁ Χριστός κανένα βραβεῖο νόμπελ; Μᾶς εἶπε νά κυνηγήσουμε κανένα τέτοιο βραβεῖο; Σέ καμιά περίπτωση. Ἀντίθετα μακάρισε τούς πτωχούς, πού δέν ἔχουν κανένα βραβεῖο. Οἱ πτωχοί εἶναι συνήθως τοῦ κλότσου καί τοῦ μπάτσου, ὅπως λέμε ἁπλά. Τούς πενθοῦντες, τούς διά Χριστόν σαλούς. Γιά τόν κόσμο ὁ χριστιανός εἶναι τρελός. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά πάρει βραβεῖο ὁ χριστιανός. Βραβεύεται τό κακό κατά βάση καί ὄχι τό καλό. Ἄν τό ἐξετάσετε στό βάθος, δέν βραβεύεται ἡ ἀρετή. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι δέν θέλανε καθόλου τά βραβεῖα.
Ἐρ.: Εὐλογεῖτε πάτερ. Ἡ ἀξιοπρέπεια ποῦ τοποθετεῖται;
Ἀπ.: Εἶναι μιά εὔσχημη λέξη τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφάνειας. Τό εἴπαμε ἀξιοπρέπεια γιά νά μήν ποῦμε τό πραγματικό του ὄνομα. Θέλει πολλή προσοχή, γιατί πολλά τέτοια κυκλοφοροῦν στόν κόσμο. Κρυβόμαστε πίσω ἀπό τίς λέξεις. Οἱ Ἅγιοι δέν νοιαζόντουσαν γιά τήν ἀξιοπρέπειά τους. Πάρτε τούς διά Χριστόν σαλούς. Ἔκαναν πράγματα ἐπίτηδες, γιά νά τούς κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, γιά νά τούς ἐμπαίζουν. Θά πεῖς: Αὐτό ἀρέσει στόν Θεό; Πάρα πολύ! Πάρα πολύ ἀρέσει στόν Θεό, νά κάνεις πράγματα ἐπίτηδες, γιά νά ταπεινώνεσαι καί νά σέ ταπεινώνουν. Δείχνει πολλή μεγάλη ταπείνωση αὐτό, πολλή μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Πολύ μικρή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ κόσμου νοιάζεται συνεχῶς γιά τό πῶς φαίνεται στούς ἄλλους. Προσπαθεῖ νά εἶναι πάντα ἄψογος. Νά εἶναι πάντα τέτοια ἡ εἰκόνα του πρός τά ἔξω πού νά μήν μπορεῖ νά τόν κατηγορήσει κανένας. Νά μήν τοῦ κάνει παρατήρηση καμία. Τρέμει τίς παρατηρήσεις. Τρέμει τούς ἐλέγχους καί ἀγαπᾶ τούς ἐπαίνους. Ἐνῶ ὁ Ἅγιος, ἀντίθετα, χαίρεται στούς ἐλέγχους, χαίρεται στίς παρατηρήσεις, χαίρεται στίς ἀπαξιώσεις καί φοβᾶται τούς ἐπαίνους. Δέν τούς θέλει καθόλου τούς ἐπαίνους. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
Ἐρ.: Μπορεῖ νά συνυπάρχει ἡ ἀξιοπρέπεια καί ἡ εὐσέβεια Θεοῦ; Νά ζεῖ κάποιος μυστηριακά, νά ἔχει ὅση πίστη μπορεῖ νά ἔχει... συνήθως εἶναι ἀνάμικτα σέ μᾶς.
Ἀπ.: Αὐτή ἡ ἀνάμιξη πολλές φορές μᾶς τρώει. Προσπαθοῦμε νά συμβιβάσουμε καί τό κοσμικό πνεῦμα καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐρ.: Στίς κοινωνίες χρειάζονται πρότυπα;
Ἀπ.: Τό πρότυπο εἶναι ἕνα, ὁ Χριστός. Καί οἱ Ἅγιοι, αὐτοί πού μιμήθηκαν τόν Χριστό. Φυσικά καί χρειάζονται τά πρότυπα. Ἀλλά τό πρότυπο, ξαναλέω, εἶναι ἕνα. Ἐπειδή σήμερα χάσαμε τόν Θεάνθρωπο ὡς πρότυπο καί βάλαμε πρότυπα ἀνθρώπους, γι’ αὐτό ἔχουμε χάσει καί τόν ἄνθρωπο καί ἔχουμε γίνει ἀπάνθρωποι. Αὐτό τό λέει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς. Στή θέση τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, πού εἶναι τό πρότυπό μας, γιατί εἴμαστε φτιαγμένοι κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί καθ΄ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Εὐρώπη καί οἱ Εὐρωπαῖοι, ὁ Δυτικός πολιτισμός γενικότερα, ἔχει βάλει στή θέση τοῦ Θεανθρώπου τόν ἄνθρωπο. Ὅλοι μιλᾶνε γιά ἄνθρωπο, γιά ἀνθρωπισμό. Ἔτσι δέν εἶναι; Ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο... Ποιός νοιάζεται τελικά γιά τόν ἄνθρωπο; Κανένας. Γι’ αὐτό φτάσαμε νά εἴμαστε ἀπάνθρωποι, γιατί χάσαμε τόν Θεάνθρωπο. Χάσαμε τό ἀληθινό πρότυπό μας.
Ἐρ.: Ἄν στίς μέρες μας γίνει κάποιο θαῦμα καί βγεῖ αὐτός καί τό πεῖ, αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει κενοδοξία;
Ἀπ.: Γιά νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς καί σίγουροι, πρίν κάνουμε κάτι, νά παίρνουμε εὐλογία. Ἄν σοῦ πεῖ ὁ Πνευματικός, πέστο. Πέστο. Ἄν δέν σοῦ πεῖ, μήν τό λές.
Γενικός κανόνας αὐτός γιά νά μή μᾶς πιάνει κενοδοξία: πρίν κάνεις κάτι, πάρε εὐλογία. Αὐτό δείχνει ταπείνωση. Γέροντα, νά τό κάνω αὐτό; Νά τό πῶ αὐτό; Ἔχει εὐλογία αὐτό; Τότε εἶσαι σέ ἀσφάλεια. Δέν κινδυνεύεις. Φεύγει ὁ διάβολος, γιατί ρώτησες. Ἐνῶ τό πιό ἅγιο πράγμα, ἄν τό κάνεις χωρίς ἐρώτηση, χωρίς ταπείνωση δηλαδή, τό χάνεις. Χάνεις τόν μισθό σου.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

1 Λουκ. 18, 12.
2 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2009 (στό ἑξῆς: Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου).
3 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
4 Ὅ.π.
5 Λουκ. 18, 12.
6 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
7 Ἰωάν. 5, 44.
8 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
9 Α΄Κορ. 4, 7.
10 Ἰακ. 1, 17.
11 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
12 Ὅ.π.
13 Ὅ.π.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Ἡσ. 3, 12.
18 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
19 Ὅ.π.
20 Ὅ.π.
21 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
22 Α΄Κορ. 2, 11.
23 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
24 Ὅ.π.
25 Ὅ.π.
26 Ὅ.π.
27 Ὅ.π.
28 Ὅ.π.
29 Ὅ.π.
30 Ὅ.π.
31 Ματθ. 16, 26.
32 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
33 Ψαλμ. 69, 3.
34 Ψαλμ. 69, 4.
35 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
36 Ὅ.π.
37 Ὅ.π.
38 Α΄Βασ. 2, 30.
39 Λουκ. 6, 26.
40 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
41 Ὅ.π.
42 Λουκ. 18, 14.
43 Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου.
44 Ὅ.π.
45 Ἰερ. 17, 5.
46 Λουκ. 18, 12.
47 Α΄Τιμ. 1, 6.
48 Α΄Βασ. 2, 30 .
49 Ἰωάν. 14, 6 .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου