Σελίδες

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

Κενοδοξία - Ὑπερηφάνεια: ἡ θεραπευτική τους Α΄, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τομ. Α΄, Jean Claude Larchet, Ἡ ταπείνωση, Ἁγ. Παϊσίου - Πάθη καί ἀρετές, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



Συνεχίζουμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τήν ἐξέταση τῶν διαφόρων παθῶν. Εἴχαμε ἐξετάσει σέ παρελθοῦσες συνάξεις τό πάθος τῆς κενοδοδξίας καί τῆς ὑπερηφάνειας καί σήμερα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά προχωρήσουμε στήν θεραπευτική αὐτῶν τῶν κορυφαίων παθῶν. Ἡ βασική θεραπεία καί τῶν δύο παθῶν εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὁπότε θά ἀσχοληθοῦμε πρῶτα μέ τόν Ἅγιο Παΐσιο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο ἀφιερωμένο σ’ αὐτή τήν ἀρετή, στό βιβλίο «Λόγοι Ε΄ - Πάθη καί ἀρετές, πού ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στή Σουρωτή τῆς Θεσσαλονίκης»[1] καί θά ἐντρυφήσουμε καί θά τρυφήσουμε, θά χαροῦμε πολύ, αὐτά τά χαριτωμένα πού λέει ὁ Ἅγιος. Καί βεβαίως μετά θά μελετήσουμε καί τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ, τοῦ Claude Larchet, ὅπου μέ ἐπιστημοσύνη μᾶς παρουσιάζει τά δεδομένα τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τήν θεραπευτική αὐτῶν τῶν κορυφαίων παθῶν.

«Ὁ Θεός ταπεινοῖς δίδωσι χάριν»[2]. Καί αὐτό βεβαίως μᾶς τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή πολλές φορές. Ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη στίς Παροιμίες, στό 3ο κεφάλαιο, 34ο στίχο καί ἐπίσης στἠν καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου ἐπαναλαμβάνεται καί στήν Α΄ καθολική τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ Θεός στούς ταπεινούς δίνει Χάρη, στούς ὑπερήφανους ἀντιτάσσεται. Ἄν κανείς δηλαδή θέλει νά μετέχει τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ Χάρις, ἡ Θεία Χάρις εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὄχι τό πρόσωπο βεβαίως, ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι καί ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ὅποιος θέλει λοιπόν νά μετέχει στόν Θεό, στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, στήν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ὅπως εἴπαμε λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἁγία Γραφή, θά πρέπει νά εἶναι ταπεινός. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πόσο βασική εἶναι αὐτή ἡ ἀρετή καί ὁ Ἅγιος θά μᾶς τό πεῖ πολύ ἐπιγραμματικά, ὅτι οὐσιαστικά μία εἶναι ἡ ἀρετή, αὐτή πού λέγεται ταπείνωση. Καί ὅποιος ἔχει αὐτή τήν ἀρετή, ἔχει ὅλες τίς ἀρετές.

«- Γέροντα, πέστε μας κάτι πρίν φύγετε». Ἡ συζήτηση αὐτή, ἔχει μία ὑποσημείωση τό βιβλίο πού μελετᾶμε, ἡ συζήτηση αὐτή ἔγινε στό Ἡσυχαστήριο τόν Φεβρουάριο τοῦ 1968 μέ τίς πρῶτες ἀδελφές. Ὁ Γέροντας τήν ἄλλη μέρα θά ἔφευγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ εἶχε μείνει στό Ἡσυχαστήριο δύο μῆνες γιά νά βάλει τά θεμέλια τῆς πνευματικῆς καί κοινοβιακῆς γραμμῆς. «- Τί νά σᾶς πῶ;», λέει ὁ Ἅγιος, «τόσα σᾶς εἶπα! - Πέστε μας κάτι, γιά νά τό δουλέψουμε, μέχρι νά ξαναρθῆτε. - Ἔ, ἀφοῦ ἐπιμένετε, νά σᾶς πῶ... Μία εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση∙ ἐπειδή ὅμως δέν τό καταλαβαίνετε, ἄντε, νά σᾶς πῶ καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά, ὅποιος ἔχει ταπείνωση, δέν ἔχει καί ἀγάπη;»[3]. Καί ὄντως ἔτσι εἶναι ὅπως τά λέει ὁ Ἅγιος, ἄν κάποιος εἶναι ταπεινός, θά ἐπιλέγει πάντα τήν τελευταία θέση. Ὁπότε θά βάζει τόν ἄλλον μπροστά, νά προηγεῖται. Ἄρα, δείχνει καί ἀγάπη.

«-Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ λέει: «Ὅ,τι εἶναι τό ἁλάτι γιά τό φαγητό, εἶναι καί ἡ ταπείνωση γιά τήν ἀρετή»». Εἶναι ἀπό τόν 49ο Λόγο. Καί ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος: «-Δηλαδή χωρίς τήν ταπείνωση δέν ...τρώγονται οἱ ἀρετές!». Ἔτσι χαριτωμένα ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος! «Θέλει νά πῆ ὁ Ἅγιος, πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν. -Γέροντα, ἀλλοῦ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ λέει, ὅτι ἡ ταπείνωση ἔρχεται, ὅταν ἀποκτήση ὁ ἄνθρωπος ἀρετές». Εἶναι ἀπό τόν 20ο Λόγο. «-Μήπως δέν τό κατάλαβες καλά; Ἄν δέν ἔχη ὁ ἄνθρωπος ταπείνωση, καμιά ἀρετή δέν μπορεῖ νά τόν πλησιάση. - Δηλαδή, Γέροντα, ὅποιος ἔχει ταπείνωση ἔχει ὅλες τίς ἀρετές; - Ἔμ βέβαια. Ὁ ταπεινός ἔχει ὅλα τά πνευματικά ἀρώματα: ἁπλότητα, πραότητα, ἀγάπη χωρίς ὅρια, καλοσύνη, ἀνεξικακία, θυσία, ὑπακοή κ.λ.π. Ἐπειδή ἔχει τήν πνευματική φτώχεια»[4], ὅπως μᾶς λέει καί ὁ πρῶτος μακαρισμός: «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι»[5]. Αὐτό ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος Γέροντας, ὁ ταπεινός ἔχει αὐτήν τήν πνευματική πτωχεία, τήν ὁποία μακαρίζει ὁ Κύριος, δηλαδή ἔχει πτωχή, ἤ πιό σωστά, μηδενική ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Ἔχει μικρή, ἤ πιό σωστά, καμιά ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι κάποιον τι. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι μακάριος.

Λέει λοιπόν ὁ Ἅγιος, ἐπειδή ὁ ταπεινός ἔχει τήν πνευματική φτώχεια, «ἔχει καί ὅλον τόν πνευματικό πλοῦτο». Γιατί ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἔχει τόν ἄπειρο πλοῦτο, ἔχει κάθε καλό. «Εἶναι ἐπίσης καί εὐλαβής καί σιωπηλός (ὁ ταπεινός), γι' αὐτό συγγενεύει καί μέ τήν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε μεγάλη ταπείνωση. Ἐνῶ εἶχε μέσα της ὁλόκληρο τόν Θεό σαρκωμένο, δέν μίλησε καθόλου, μέχρι πού μίλησε ὁ Χριστός στά τριάντα Του χρόνια». Εἶναι πρότυπο ταπεινώσεως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Καί ὅταν συνέλαβε μέσα στά ἄχραντα σπλάχνα της, μετά τόν Εὐαγγελισμό, τόν Κύριο τῆς δόξης, τόν πανοικτίρμονα καί παντοκράτορα καί παντοδύναμο Κύριο, πάλι δέν τό εἶπε σέ κανέναν, οὔτε ἀκόμα στόν προστάτη της, τόν Ἅγιο Ἰωσήφ, παρά μόνο στήν ἐξαδέλφη της, τήν Ἁγία Ἐλισάβετ. «Στόν ἀσπασμό τοῦ Ἀγγέλου», στόν χαιρετισμό τοῦ Ἀγγέλου εἶπε: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»[6]. Δέν εἶπε: «Ἐγώ θά γίνω μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»[7], ἀλλά εἶπε, ἐγώ εἶμαι ἡ δούλη τοῦ Κυρίου καί ἄς γίνει ὅπως λές, ἀφοῦ αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Δέν ἤξερε νά ἀντιστέκεται ποτέ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε μόνο νά ὑποτάσσεται καί μάλιστα μέ χαρά νά δέχεται πάντοτε αὐτό πού ἤθελε καί ἐντέλλετο ὁ Θεός.

«Ἡ Παναγία, γιά τήν ταπείνωσή της, κατέχει τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Χαίροις μετά Θεόν ἡ Θεός, τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα», λέει ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης. Νά εἶναι δούλη, νά εἶναι καί Νύμφη τοῦ Θεοῦ! Νά εἶναι παρθένος, νά εἶναι καί μητέρα! Νά εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι καί Μητέρα τοῦ Πλάστου! Αὐτά εἶναι τά μεγάλα μυστήρια, τά παράξενα», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «πού δέν ἐξηγοῦνται, ἀλλά μόνο βιώνονται!»[8]. Βλέπουμε πόσο ὡραῖα, ἁπλά, ἀλλά καί μέ βαθύτητα θεολογεῖ ὁ Ἅγιος γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο!

«- Γέροντα, ποιά εἰκόνα τῆς Παναγίας σᾶς ἀρέσει περισσότερο; - Ἐμένα ὅλες οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας μοῦ ἀρέσουν. Καί μόνον τό ὄνομά Της νά βρῶ κάπου γραμμένο, τό ἀσπάζομαι πολλές φορές μέ εὐλάβεια καί σκιρτάει ἡ καρδιά μου. Εἶναι φοβερό, ἄν τό σκεφθῆς! Μικρό κοριτσάκι ἦταν καί εἶπε τό «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ»[9]». Ὅπως γνωρίζουμε ἤτανε περίπου 15 ἐτῶν ἡ Παναγία μας, ὅταν εἶπε αὐτά τά λόγια, ὅταν συνέλαβε στά ἄχραντα σπλάχνα της τόν Κύριο τῆς δόξης. «Μέσα σέ λίγες λέξεις», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «τόσα νοήματα! Πολύ θά βοηθηθῆς, ἐάν ἐμβαθύνης στά λόγια αὐτά. Εἶναι λίγα καί δυνατά. Ἄν τά μελετᾶς, θά ἀγαπήσης τήν ταπείνωση∙ κί ἄν ταπεινωθῆς, θά δῆς τόν Θεό νά ἔρχεται μέσα σου καί νά κάνη τήν καρδιά σου Φάτνη τῆς Βηθλεέμ»[10]. Στόν ταπεινό ἀναπαύεται τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.

«- Γέροντα, ποιές ἀρετές πρέπει νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος, γιά νά τόν ἐπισκιάση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ; - Καί μόνον ἡ ταπείνωση φθάνει. Συχνά μέ ρωτοῦν: «Πόσος καιρός χρειάζεται γιά νά ἀποκτήση κανείς τήν Θεία Χάρη;». Μερικοί μπορεῖ σέ ὅλη τους τήν ζωή νά ζοῦν δῆθεν πνευματικά, νά κάνουν ἄσκηση κ.λ.π., ἀλλά νά νομίζουν ὅτι κάτι εἶναι, καί γι᾿ αὐτό νά μήν λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ἄλλοι σέ λίγο χρόνο χαριτώνονται, ἐπειδή ταπεινώνονται». Ὅταν γνήσια ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, λαμβάνει τήν Θεία Χάρη. Καί ἕνας ταπεινός λογισμός ἕλκει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τόν ἀποδεχθεῖ μέ ὅλη του τήν καρδιά, μέ ὅλη του τήν δύναμη. «Ἄν ὁ ἄνθρωπος», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ταπεινωθῆ, μπορεῖ μέσα σέ ἕνα λεπτό νά τόν λούση ἡ Θεία Χάρις, νά γίνη ἄγγελος καί νά βρεθῆ στόν Παράδεισο. Ἐνῶ, ἄν ὑπερηφανευθῆ, μπορεῖ μέσα σέ ἕνα λεπτό νά γίνη ταγκαλάκι καί νά βρεθῆ στήν κόλαση»[11]. Βλέπουμε δηλαδή πόσο λεπτά, πόσο εὐαίσθητα εἶναι τά πνευματικά ζητήματα. Ἄν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τό ζενίθ μπορεῖ νά βρεθεῖ στό ναδίρ, ἀπό τήν κορυφή νά βρεθεῖ στά καταχθόνια, γιατί ἀκριβῶς ἐνέδωσε στόν πειρασμό τῆς ὑπερηφάνειας.

«Ἄν θέλη ὁ ἄνθρωπος, γίνεται ἀρνί· ἄν θέλη, γίνεται κατσίκι», λέει ὁ Ἅγιος. «Τά καημένα τά κατσίκια, καί νά θέλουν νά γίνουν ἀρνιά, δέν μποροῦν· στόν ἄνθρωπο ὅμως ὁ Θεός ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνη ἀπό κατσίκι ἀρνί, ἀρκεῖ νά τό θελήση»[12]. Χαριτωμένα πάντα μιλάει ὁ Ἅγιος!

«Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πάει μόνο στόν ταπεινό καί πρᾶο ἄνθρωπο. Ἐκεῖ ἀναπαύεται τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἶδες τί λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας; «Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον;»[13]. Εἶναι ἀπό τό 66ο κεφάλαιο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα καί μιλάει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ βεβαίως. Σέ ποιόν, λέει, θά κοιτάξω, θά ρίξω τό βλέμμα Μου εὐμενές, λέει ὁ Θεός, παρά στόν ταπεινό καί ἡσύχιο. «Ὁ Θεός θέλει νά ἔχουμε μόνο λίγη ταπείνωση, γιά νά συγγενεύουμε μαζί Του, καί μετά ὅλες οἱ δωρεές Του ἔρχονται ἄφθονες ἡ μία μετά τήν ἄλλη. Γιατί ὁ Θεός», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «χρωστᾶ κατά κάποιον τρόπο στόν ταπεινό ἄνθρωπο πολλή Χάρη καί τοῦ τήν δίνει ὡς δῶρο, χωρίς ἐκεῖνος νά τήν ζητήση. Εἶναι πνευματικός νόμος αὐτό. «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»[14] δέν λέει τό Εὐαγγέλιο;»[15]. Εἶναι θεμελιώδης πνευματικός νόμος αὐτό. Θέλεις νά ἔχεις κοινωνία μέ τόν Θεό; Θέλεις νά ἔχεις θεία ἐνέργεια; Θέλεις νά εἶναι ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου; Θέλεις νά σέ ἐπισκιάσει ὁ Θεός, νά ρίξει τό εὐμενές βλέμμα Του ἐπάνω σου; Ταπεινώσου! Εἶναι πνευματικός νόμος. Λειτουργεῖ ὁ πνευματικός νόμος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινοφρονήσει. Παίρνει ἄμεσα τήν θεία βοήθεια, τήν Θεία Χάρη. Πολλοί ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ὁ Θεός δέν τούς ἀγαπάει, τούς ἀποστρέφεται, τούς τιμωρεῖ, τούς ἐκδικεῖται.. Τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν συμβαίνει! Ὁ Θεός πάντα μᾶς ἀγαπάει καί πάντα θέλει νά εἶναι μαζί μας. Ἡ τρυφή μου μετά τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων[16], λέει. Ἡ χαρά μου δηλαδή, τό γλέντι μου, λέει ὁ Θεός, εἶναι νά εἶμαι μέ τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά τότε τί συμβαίνει; Ἐμεῖς δέν θέλουμε νά εἴμαστε μαζί Του, ἐάν ἔχουμε ὑπερηφάνεια, ἐάν ἔχουμε θέλημα ὑπερήφανο, θέλημα ἐγωιστικό, ἐάν ἔχουμε δικές μας ἐπιθυμίες καί θέλουμε νά γίνονται τά δικά μας θελήματα. Ὅταν ταπεινοφρονήσουμε καί ποῦμε, δέν θέλω τίποτα παρά μόνο αὐτό πού θέλεις Ἐσύ, ὅταν δεχθοῦμε μέ χαρά ὅλα ὅσα μᾶς δίνει Ἐκεῖνος καί μέ εὐγνωμοσύνη καί μέ εὐχαριστία καί μέ δοξολογία, τότε ὁ Θεός μᾶς ἐπισκιάζει καί αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη Του.

«Ἔτσι», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «τά ἔχει κανονίσει ὁ Θεός. «Εἶμαι ταπεινός» θά πῆ: «Ἔχω Θεία Χάρη»! Πολύ ταπεινός, πολλή Χάρη λαμβάνει ἀπό τόν Θεό, γιατί ὁ ταπεινός σάν σφουγγάρι τήν ρουφάει τήν Θεία Χάρη.

Ὅποιος σκύβει ταπεινά καί δέχεται τά χτυπήματα ἀπό τούς ἄλλους, διώχνει τά δικά του ἐξογκώματα, ὀμορφαίνει πνευματικά σάν Ἄγγελος, καί ἔτσι χωράει ἀπό τήν στενή πύλη τοῦ Παραδείσου. Στόν Οὐρανό δέν ἀνεβαίνει κανείς μέ τό κοσμικό ἀνέβασμα ἀλλά μέ τό πνευματικό κατέβασμα»[17]. Θέλεις πνευματικά νά βρεθεῖς δίπλα στόν Θεό, νά εἶσαι μέ τόν Θεό; Ταπεινώσου, κατέβα, καί τότε ἀνεβαίνεις!

«Ἡ ταπείνωση ἀνοίγει τίς πόρτες τοῦ Οὐρανοῦ καί ἔρχεται στόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ὑπερηφάνεια τίς κλείνει»[18]. Λένε μερικοί, «μακάρι νά μᾶς βάλει ὁ Θεός στόν Παράδεισο»! Μά αὐτό ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται! Ἄν θέλεις νά ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ παραδείσου, ταπεινώσου. Καί ὁ Θεός μετά, ὅπως λέει χαριτωμένα ὁ Ἅγιος, εἶναι «ὑποχρεωμένος» νά σέ βοηθήσει καί νά σέ βάλει στόν παράδεισο, ἐφόσον ἐσύ Τοῦ μοιάζεις, γιατί κατεξοχήν ὁ Θεός εἶναι ταπεινός. Εἶναι ἡ βασική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τήν ἀγάπη.

«Ὁ παπα‐Τύχων», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἔλεγε: «Ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπό πολλούς ἀνθρώπους μαζί. Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν κόσμο μέ τό ἕνα χέρι, ἀλλά, ὅταν δῆ κανέναν ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ μέ τά δυό Του χέρια. Ἐκεῖνος πού ἔχει μεγαλύτερη ταπείνωση εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους!». Θέλεις νά γίνεις ἀληθινά μεγάλος; Ταπεινώσου, βάλε τόν ἑαυτό σου χαμηλά, βάλτον εἰ δυνατόν κάτω ἀπ’ ὅλους∙ καί ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό τούς δαίμονες καί ἀπό ὅλα τά κτίσματα, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Γιατί; Γιατί κάνεις ὑπακοή στούς δαίμονες, ὅταν ὑποκύπτεις στούς κακούς λογισμούς καί στά δαιμονικά θελήματα καί προστάγματα καί ὑποβολές, τίς δαιμονικές ὑποβολές. Ὁπότε, ἀφοῦ τούς κάνεις ὑπακοή, εἶσαι κατώτερός τους. Καί εἶσαι καί αἰσχρότερος ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα, ἀφοῦ ὅλα τά κτίσματα, ὅλα τά δημιουργήματα, εἶναι ὅπως τά ἔφτιαξε ὁ Θεός, στό κατά φύσιν δηλαδή, ἐνῶ ἐσύ ἔχεις προχωρήσει στό παρά φύσιν, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν μεγαλύτερη ταπείνωση. Αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, ὁ παπα‐Τύχων.

«Ὅλα ἀπό τό ταπεινό φρόνημα ἐξαρτῶνται», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Ὅταν ὑπάρχη στόν ἄνθρωπο ταπεινό φρόνημα, τότε φυσιολογικά ἀνταμώνει ἡ γῆ μέ τόν Οὐρανό. Οἱ ἄνθρωποι μέ τήν ταπείνωση βρῆκαν τό κουμπί· τό πατοῦν καί ἀνεβαίνουν στόν «Τρίτο Οὐρανό» μέ τό πνευματικό ἀσανσέρ τῆς ἀγάπης. Καί ἀκοῦς μερικούς νά λένε: «Καί γιατί ὁ Θεός θέλει νά ταπεινωθοῦμε;». Ἀκοῦς κουβέντα; Μά, ἄν δέν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δέν χωράει στόν Παράδεισο, ἀλλά καί σ᾿ αὐτήν τήν ζωή δέν ἔχει ἀνάπαυση. Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»[19]»[20]. Ἡ ἀληθινή ἀνάπαυση, πού ὅλοι ζητᾶμε, ἔρχεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μάθει, δηλαδή ἀποκτήσει ἐμπειρία αὐτοῦ πού εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι πρᾶος καί ταπεινός. Ὅταν καί ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιστεῖ νά γίνει πρᾶος καί ταπεινός, ὁπότε νά ζήσει αὐτό πού ζεῖ ὁ Θεός, τή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν πραότητα καί τήν ταπείνωση, τότε βρίσκει καί τήν ἀληθινή ἀνάπαυση. Τότε, θά λέγαμε, ξεκουράζεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκει αὐτό πού θέλει.

«Ἕνας ταπεινός λογισμός κάνει ἀμέσως τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἐνεργῆ. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πῶς ἕνας ταπεινός λογισμός κάνει ἀμέσως τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἐνεργῆ. Εἶχε ἔρθει στό Καλύβι ἕνα ξένο γατάκι». Κοιτάξτε πῶς οἱ Ἅγιοι διδάσκονται καί ἀπό τά πιό εὐτελῆ πράγματα καί ἀπό τό κάθε καθημερινό συμβάν. «Τό καημένο», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «φαίνεται, κάτι εἶχε φάει πού τό πείραξε καί ζητοῦσε βοήθεια. Χτυπιόταν ἀπό τόν πόνο καί πεταγόταν σάν τό χταπόδι, ὅταν τό χτυποῦν... Τό λυπόμουν πού τό ἔβλεπα σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτε. Τό σταύρωνα, τό ξανασταύρωνα, τίποτε! «Βρέ ταλαίπωρε, λέω τότε στόν ἑαυτό μου, βλέπεις τά χάλια σου; Τόσα χρόνια καλόγερος, οὔτε ἕνα γατί δέν μπορεῖς νά βοηθήσης!». Μόλις ἐλεεινολόγησα τόν ἑαυτό μου, ἐκεῖ πού τό γατάκι κόντευε νά ψοφήση, ἀμέσως συνῆλθε. Ἦρθε κοντά μου, μοῦ ἔγλειφε τά πόδια καί ἔκανε χαρούμενο ὄμορφες τοῦμπες... Τί δύναμη ἔχει ἡ ταπείνωση! Γι᾿ αὐτό λέει: «Ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος»[21]»[22]. Μέ τό πού ἔκανε αὐτό τόν ταπεινό λογισμό γιά τόν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος, ἀμέσως βοηθήθηκε αὐτό τό φτωχό πλάσμα τοῦ Θεοῦ! Ἑλκύστηκε δηλαδή ὁ Θεός, ἡ Θεία Χάρις, ἐξαιτίας τοῦ ταπεινοῦ λογισμοῦ.

«Ἔχω προσέξει», λέει ὁ Ἅγιος, «ὅτι ἕνας ταπεινός λογισμός κάνει τόν ἄνθρωπο νά λάμπη, νά ἀκτινοβολῆ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνη ὅλο τό σφάλμα ἐπάνω του, τόν λούζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε προχθές ἕνας γιατρός πού ἔχει πολλά παιδιά καί μοῦ εἶπε: «Πάτερ μου, ἔχω πολλή ὑπερηφάνεια καί γίνεται αἰτία ἡ δική μου ὑπερηφάνεια νά κάνουν ἀταξίες τά παιδιά»». Ἔπαιρνε πάνω του δηλαδή αὐτός ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, ὁ ταπεινός γιατρός, τά σφάλματα τῶν παιδιῶν του καί ἔλεγε, ἐγώ φταίω γιά τά σφάλματα καί τίς ἀταξίες τους! «Καί τό ἔλεγε αὐτό μπροστά στά παιδιά του καί τά μάτια του ἦταν βουρκωμένα, ἀλλά τό πρόσωπό του ἔλαμπε»! Ταπεινωνόταν δηλαδή μπροστά στόν Θεό, μπροστά στόν Γέροντα ἀλλά καί μπροστά στά παιδιά του, τά ὁποῖα ἀτακτοῦσαν. «Τό ἴδιο πρόσεξα πρό ἡμερῶν καί ἐδῶ. Ἦρθαν μερικές ἀδελφές νά συζητήσουμε. Εἴπαμε διάφορα· ἀναγκάστηκα νά τίς μαλώσω πολύ. Μία ἀπό αὐτές δέν βοηθήθηκε καθόλου· κρύα ἦρθε, κρύα ἔφυγε· μόνον ἐκεῖ πέρα ἔλεγε τά κουσούρια τῶν ἄλλων χαρτί καί καλαμάρι.. Βλέπεις, ὅποιος δέν κάνει δουλειά στόν ἑαυτό του, ἔχει αὐτό τό «χάρισμα».. δηλαδή νά παρατηρεῖ τούς ἄλλους καί νά τούς κατακρίνει. «Μία ἄλλη στριμώχθηκε, μέχρι πού ἔκλαψε. Ταπεινώθηκε, ἀλλά μετά ἔλαμπε τό πρόσωπό της. Βλέπετε τί κάνει ἕνας ταπεινός λογισμός μέ συντριβή! Ἀμέσως πᾶνε ὅλα τά κουσούρια στήν ἄκρη, τακτοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος καί ἀκτινοβολεῖ τό πρόσωπό του· ἐνῶ μέ ἕναν λογισμό ὑπερήφανο ἤ βλάσφημο σκοτεινιάζει»[23], γιατί «καρδίας εὐφραινομένης, πρόσωπον θάλλει»[24], ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅταν ἡ καρδιά, ἡ ψυχή εὐφραίνεται.. καί πότε εὐφραίνεται ἡ καρδιά καί ἡ ψυχή; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, μέ τήν ὄντως χαρά, πού εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν κοινωνεῖ μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅταν ἔχει ἐνεργό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του, ὅταν ἔχει τήν Θεία Χάρη μέσα του. Καί πότε τήν ἔχει; Ὅταν εἶναι ταπεινός. Τότε λοιπόν αὐτή ἡ χαρά πού ὑπάρχει στήν ψυχή, στήν καρδιά, ἀκτινοβολεῖται καί στό πρόσωπο. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀληθινά ὡραῖος, ὅπως εἶναι οἱ Ἅγιοι, πού εἶναι ἀληθινά ὡραῖοι. Γιατί ἀκριβῶς ἔχει τήν ὡραιότητα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή ὡραιότητα καί ὀμορφιά. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα φτιασιδώνονται, βάφουν τό πρόσωπό τους, ἀλλοιώνουν τά χαρακτηριστικά τους καί προσπαθοῦν νά φανοῦν ὡραῖοι, νά φανοῦν ὄμορφοι, ἀλλά ἀποτυγχάνουν καί γίνονται περισσότερο ἄσχημοι ἀπό πρίν. Ἡ ἀληθινή ὀμορφιά, ἡ ἀληθινή ὡραιότητα, εἶναι ἡ ὡραιότητα τοῦ Θεοῦ πού δίνεται στόν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτός ταπεινώνεται. Ὅταν συντρίβεται καί μετανοεῖ καί ἔχει ταπεινούς λογισμούς, τότε λάμπει τό πρόσωπό του, ἀκτινοβολεῖ. Ἐνῶ ὅταν ὑπερηφανεύεται, τότε σκοτεινιάζει τό πρόσωπό του καί μοιάζει μέ τόν «μαῦρο» καί ὄχι μέ τόν Θεό.

«Ὅσο ἀνεβάζει πνευματικά τήν ψυχή ἕνας πολύ ταπεινός λογισμός πού θά φέρη γιά μιά στιγμή ὁ ἄνθρωπος, δέν τήν ἀνεβάζουν χρόνια ὁλόκληρα ἀγῶνες ὑπερφυσικοί»[25], λέει χαριτωμένα ὁ Ἅγιος. Γι’ αὐτό, ὁ ἀληθινά ἔξυπνος πνευματικός ἀγωνιστής, κάνει συνεχῶς ταπεινούς λογισμούς, συνεχῶς αὐτοκατηγορεῖται, αὐτομέμφεται. Καί ὅσο περισσότερο κατεβαίνει, ὅσο περισσότερο λιγοστεύει τό μάταιο φρόνημα, ὅσο ἐξαλείφει τήν οἴηση, τήν ἰδέα ὅτι εἶναι κάποιον τι, τόσο ἀνεβαίνει, τόσο καθαρίζεται, τόσο λαμπικάρεται ἡ ψυχή του καί φωτίζει καί ἀκτινοβολεῖ καί τό πρόσωπό του. Μπορεῖς μέ πολύ λίγο ἀγώνα, καλλιεργώντας τούς ταπεινούς λογισμούς, αὐτοκατηγορούμενος, αὐτομεμφόμενος, νά ἀνέβεις πάρα πολύ ψηλά πνευματικά, ὅσο δέν ἀνεβαίνουνε ἄλλοι πού κάνουνε χρόνια πολλά νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί προσευχές.

«- Γέροντα, ἄν κάποιος εἶναι ὑπερήφανος καί βάλη ἕναν ταπεινό λογισμό, θά τόν βοηθήση ὁ Θεός; - Ἔμ, ἄν βάλη ἕναν ταπεινό λογισμό, τότε δέν θά εἶναι ὑπερήφανος· θά εἶναι ταπεινός καί θά τόν βοηθήση ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός», εὔκολα δηλαδή τρέπεται, ἀλλάζει δηλαδή καί ἀνατρέπεται καί παίρνει καί τούμπα, «πάει μία ἀπό ᾿δῶ ‐ μία ἀπό ᾿κεῖ, ἀνάλογα μέ τό τί λογισμό ἔχει. Ὁ ὑπερήφανος, ἄν βάλη ἕναν ταπεινό λογισμό, βοηθιέται. Καί ὁ ταπεινός, ἄν φέρη ἕναν ὑπερήφανο λογισμό, παύει νά εἶναι ταπεινός. Εἶναι κανείς σέ καλή πνευματική κατάσταση; Ἄν ὑπερηφανευθῆ, τόν ἐγκαταλείπει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί φθάνει σέ ἄσχημη κατάσταση»[26]. Γι’ αὐτό πολύ πρέπει νά προσέχουμε, ὅταν αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε καλά πνευματικά, νά μήν ὑπερηφανευτοῦμε καί νά μήν ἀποδώσουμε αὐτή τήν καλή πνευματική κατάσταση στόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά δοξάσουμε, νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό καί μέ φόβο καί τρόμο, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, νά κατεργαστοῦμε ἔτι περαιτέρω τήν σωτηρία μας[27]. Γιατί «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ»[28], ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος. Ἄν νομίζεις ὅτι στέκεσαι καί πᾶς καλά, πρόσεξε μήν πέσεις.

«Εἶναι σέ ἄσχημη κατάσταση, γιατί ἔκανε λ.χ. κάποιο σφάλμα;», λέει πάλι ὁ Ἅγιος. «Ἄν συναισθανθῆ τό σφάλμα του καί μετανοήση εἰλικρινά, ἔρχεται ἡ ταπείνωση καί φθάνει σέ καλή κατάσταση, γιατί ἡ ταπείνωση φέρνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, γιά νά γίνη ἡ ταπείνωση μόνιμη κατάσταση στόν ἄνθρωπο, ὥστε νά παραμείνη μέσα του ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται δουλειά πνευματική»[29]. Βεβαίως ἕνας ταπεινός λογισμός τραβάει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά ἔρθει σέ μία σταθερότητα καί πάντα νά εἶναι ταπεινός, πάντα νά ἔχει ταπεινούς λογισμούς καί πάντα νά ἔχει αὐτή τήν ἀνάπαυση πού χαρίζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτό χρειάζεται ἐργασία πνευματική. Χρειάζεται τόν συνολικό πνευματικό ἀγώνα, ὅπως μᾶς τόν διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Ἄς προχωρήσουμε τώρα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί στή μελέτη τοῦ βιβλίου τοῦ ὀρθοδόξου καθηγητοῦ Jean Claude Larchet, «Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων» καί νά δοῦμε τό κεφάλαιο πού ἔχει: «Ἡ θεραπευτική τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφανείας», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ταπείνωση.

Λέει λοιπόν ὁ καθηγητής: «Περιγράφοντας τήν κενοδοξία» εἴχαμε ἀσχοληθεῖ μέ αὐτό τό θέμα σέ παρελθοῦσες ὁμιλίες καί μέ αὐτά πού γράφει ὁ καθηγητής στόν πρῶτο τόμο τοῦ ἔργου του, ὅπου παρουσιάζει τήν κενοδοξία καί τήν ὑπερηφάνεια σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, ὑπάρχουνε σχετικές ὁμιλίες, μπορεῖτε νά τίς βρεῖτε στό διαδίκτυο καί συνεχίζουμε τώρα, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν θεραπευτική, τό κεφάλαιο περί θεραπευτικῆς αὐτῶν τῶν δύο φοβερῶν παθῶν-ἀκαθαρσιῶν. Ἡ ὑπερηφάνεια, πρέπει νά τό τονίσουμε ἐξαρχῆς, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀκαθαρσία. «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος»[30]. Καθένας πού ἔχει ὑψηλή καρδία, ὑψηλό φρόνημα, εἶναι ἀκάθαρτος. Δέν λέει ἀκάθαρτος ὁ πόρνος. Καί αὐτός βέβαια εἶναι ἀκάθαρτος, ἀλλά πολύ περισσότερα καί βαρύτερα ἀκάθαρτος εἶναι ὁ ὑπερήφανος. Καί ὁ διάβολος δέν ἔχει κάποια ἄλλη ἁμαρτία, ἔχει ὅμως τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες καί γι’ αὐτό καί εἶναι ὁ πλέον ἀκάθαρτος ἀπ’ ὅλους. Γιατί ἔχει τήν ὑπερηφάνεια στόν ὕψιστο βαθμό, ἔχει αὐτό πού λέμε ἀλαζονεία.

Λέει λοιπόν ὁ καθηγητής: «Περιγράφοντας τήν κενοδοξία, εἴδαμε, ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα πάθος ἰδιαίτερα λεπτό, δύσκολο ν' ἀναγνωριστεῖ καί ἱκανό νά περιβάλλεται πολλές µορφές καί νά ἐπιτίθεται στόν ἄνθρωπο ἀπό πολλές πλευρές». Τά ἐξετάζει μαζί τά δύο πάθη ἐδῶ ὁ καθηγητής γιατί συνδέονται ἄμεσα, ἡ κενοδοξία μέ τήν ὑπερηφάνεια. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέει ὅτι ἡ κενοδοξία εἶναι τό προηγούμενο σκαλοπάτι, τό σκαλοπάτι πρίν τήν ὑπερηφάνεια. Ἄν δέν προσέξει ὁ κενόδοξος, θά φτάσει στήν κορυφή τῆς ἀκαθαρσίας πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Πολλοί Πατέρες αὐτά τά δύο πάθη τά συνδέουν καί τά παρουσιάζουν σάν ἕνα ἐννιαῖο πάθος. Κάποιοι τά διακρίνουν, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Ἡ κενοδοξία εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιά τήν μάταιη δόξα, γιά τήν κενή δόξα, γιά τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιά τά μπράβο-μπράβο τοῦ κόσμου, ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ἀποδοχή ἐκ μέρους τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. «Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης», λέει ὁ καθηγητής, «τήν θεωρεῖ -τήν κενοδοξία- ὡς τήν πιό δύσκολη καί ἐπικίνδυνη ἀπ’ ὅλες τίς παγίδες», γιατί εἶναι ἕνα πάθος, τό ὁποῖο δύσκολα ἀναγνωρίζεται. Ἡ θεραπευτική ἔναντι τῆς κενοδοξίας εἶναι ἰδιαίτερα λεπτή. «Τό πάθος τροφοδοτεῖται ἀκόµα καί ἀπ’ ὅσα κάνουµε γιά νά τό πολεµήσουµε»[31], γι’ αὐτό καί εἶναι δυσκολοπολέμητο.

«Ἐνισχύεται ἀπό τήν ἧττα καί τήν καταστροφή του, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός»[32]. Δηλαδή καί ὅταν πολεμᾶς τήν κενοδοξία καί τά καταφέρνεις καί αὐτό ἀκόμα τό γεγονός, ὅτι τά κατάφερες νά τήν νικήσεις, μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς μία αἰτία νά κενοδοξήσεις, νά ὑπερηφανευτεῖς, νά γεμίσεις μέ αὐταρέσκεια, μέ αὐτοέπαινο, ὁπότε πάλι κατρακυλᾶς. Γι’ αὐτό εἶναι δυσκολοπολέμητο αὐτό τό πάθος. Νά τό ποῦμε μέ πιό ἁπλά λόγια, κάνεις κάτι καί σοῦ ἔρχεται ἕνας λογισμός κενοδοξίας καί σοῦ λέει «ἄ, μπράβο, πολύ καλά τό ἔκανες, τί σπουδαῖος πού εἶσαι.. δέν εἶσαι σάν τούς ἄλλους», τό πιάνεις αὐτό, τό ἀναγνωρίζεις καί λές, ὄχι.. δέν εἶμαι τίποτα! Καί μετά ἔρχεται πάλι ἡ κενοδοξία καί σοῦ λέει «ἄ, μπράβο, τό κατάλαβες!» καί προσπαθεῖ πάλι νά σέ ρίξει παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό γεγονός ὅτι τήν νίκησες. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ λεπτό, πολύ πανοῦργο, θά λέγαμε, πάθος καί ὁ δαίμονας ὁ ἀντίστοιχος τῆς κενοδοξίας.

Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός: «Ὅλα τά κακά ἐξασθενοῦν µόλις κυριαρχήσουµε σ' αὐτά καί, ὅταν ἡττηθοῦν, ἀποδυναµώνονται µέρα µέ τή µέρα»[33]. Ἄς ποῦμε ὁ θυμός. Ἄν καταφέρει κανείς νά συγκρατήσει τόν θυμό του μία φορά, τό πάθος ἀποδυναμώνεται. Τήν δεύτερη φορά πού θά προκληθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά θυμώσει, πιό εὔκολα θά κυριαρχήσει στό θυμικό του καί δέν θά θυμώσει. Ὅσο περνάει ὁ καιρός δηλαδή, τό πάθος ἀποδυναμώνεται, ἐφόσον ἀγωνιζόμαστε σωστά ἀπέναντί του.

«Ἡ κενοδοξία, µόλις νικηθεῖ ἀπό κάποιον, ἀνορθώνεται», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός, «καί ἐπανέρχεται γιά νά τόν πολεµήσει ἀγριότερα καί ἐνῶ τή θεωροῦµε ἀδύναµη καί µισοπεθαµένη, αὐτή µπροστά στό κατώφλι τοῦ θανάτου ἀναλαµβάνει τίς δυνάµεις της». Ἀναζωογονεῖται καί ἐκεῖ πού τῆς κόβεις τό κεφάλι, ὅπως ἡ λερναία ὕδρα, πετάει δεύτερο, τρίτο κεφάλι. «Οἱ ὑπόλοιπες κακίες προσβάλλουν γενικά µόνο ὅσους ἔχουν ἤδη νικηθεῖ, ὅμως αὐτή ἐδῶ καταδιώκει σκληρότερα τούς νικητές της, καί ὅσο δυναµικότερα τήν πιέζει καί τήν στριµώχνει κάποιος, τόσο περισσότερο ἐπωφελεῖται ἡ κενοδοξία ἀπό τήν ἔπαρση καί τήν ἀλαζονία τοῦ νικητῆ της, ὥστε νά τοῦ ἀντεπιτεθεῖ βαρύτερα». Γι’ αὐτό θέλει πολλή προσοχή, ὅταν κανείς πολεμήσει τήν κενοδοξία, νά μήν ἀλαζονευτεῖ, νά μήν πέσει στήν ἔπαρση, ὅτι κατάφερε καί νίκησε αὐτό τό λεπτό πάθος, γιατί τότε θά τοῦ ἐπιτεθεῖ βιαιότερα. «Ἔτσι ἡ κενοδοξία ἐξαπατᾶ ἀνελέητα ὅσους δέν περιµένουν τήν ἐπίθεσή της καί δέν παίρνουν τά µέτρα τους»[34], λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός. Κάθε στιγμή λοιπόν πρέπει νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση πνευματική καί νά περιμένουμε αὐτή τήν ἐπίθεση ἀπό αὐτό τό λεπτό καί φοβερό πάθος.

«Ἐκεῖνος πού ἀναλαµβάνει τήν θεραπευτική τῆς κενοδοξίας θά πρέπει λοιπόν νά δείχνει ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος µεγάλη πνευµατική διάκριση καί συνεχῆ νήψη καί ἐγρήγορση», μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός. «Ἡ λεπτοµερής γνώση τοῦ πάθους, τῶν πολλῶν µορφῶν του, τῶν ἐλιγµῶν καί τῶν παγίδων του ἀφενός, καί ἡ συνειδητοποίηση τῶν τρόπων καί τῶν µεθόδων πού θά μᾶς ἐπιτρέψουν νά µαταιώσουµε τίς πανουργίες του ἀφετέρου, συνιστοῦν ἐξαρχῆς θεµελιῶδες στοιχεῖο τῆς προφύλαξης καί τῆς θεραπευτικῆς. Αὐτό ἀκριβῶς, οἱ Πατέρες κρίνουν ὡς ἀπαραίτητο νά θέσουν στή διάθεση ὅσων προσέρχονται νά µάθουν ἀπ' αὐτούς γιά τό πάθος, ὅπως ὑπογραµµίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανός»[35]. Ὅσο περισσότερη γνώση ἔχουμε δηλαδή γιά τό πάθος, γιά τό πῶς τρέφεται, γιά τό πῶς κινεῖται, τίς μεθοδεῖες τοῦ δαίμονα τῆς κενοδοξίας, τόσο ἀποτελεσματικότερα θά τό πολεμήσουμε καί θά φυλαχθοῦμε ἀπ’ αὐτό.

Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός: «Ὅπως οἱ πιό ἔµπειροι ἰατροί δέν ἱκανοποιοῦνται γενικά µέ τήν ἴαση τῶν παρόντων νοσηµάτων ἀλλά, µέ τή σοφή πεῖρα τους, προγιγνώσκουν τίς ἐπικείµενες νόσους καί δροῦν προληπτικά µέ συνταγές καί φάρµακα σωτήρια γιά τή ζωή καί τήν ὑγεία, παρόµοια πράττουν καί οἱ αὐθεντικοί ἰατροί τῶν ψυχῶν: µέσα ἀπό τήν πνευµατική ἔντευξη (συνάντηση καί συζήτηση), πού λειτουργεῖ ὡς ἕνα οὐράνιο ἀντίδοτο, κατανικοῦν ἐκ τῶν προτέρων τίς ἀσθένειες τῆς καρδιᾶς πρίν αὐτές ἐµφανιστοῦν, καί ἀποδεχόµενοι τήν ἀνάπτυξή τους µόνο στόν νοῦ τῶν νέων, τούς ἀποκαλύπτουν καί τήν αἰτία τῶν παθῶν πού τούς ἀπειλοῦν καί τά φάρµακα πού τούς δίνουν τήν ὑγεία»[36]. Δηλαδή ὁ καλός πνευματικός γιατρός, πρίν κἄν δραστηριοποιηθεῖ καί κραταιωθεῖ τό πάθος μέσα στήν ψυχή τοῦ ἐξομολογουμένου, τοῦ πνευματικοῦ του παιδιοῦ, τόν προειδοποιεῖ καί τόν προφυλάσσει. Δρᾶ δηλαδή προληπτικά. Ὁ καλύτερος γιατρός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος προλαμβάνει τήν ἀσθένεια καί ὄχι αὐτός πού τήν ἔχει μπροστά του ἐκδηλωμένη καί τήν πολεμάει, ἐνῶ θά μποροῦσε νά τήν προλάβει.

«Ἐνῶ τούς παρουσιάζουν τίς πλάνες καί τίς ἀπάτες ὅλων τῶν παθῶν, καί ἐκεῖνες πού ἀφοροῦν στούς ἀρχάριους καί ὅσες ἀναφέρονται στούς ζηλωτές, οἱ νέοι διδάσκονται τά µυστικά τῶν ἀγώνων τους, τούς ὁποίους βλέπουν σάν µέσα ἀπό καθρέφτη∙ πληροφοροῦνται ἐπίσης τίς αἰτίες καί τά φάρµακα τῶν κακιῶν ἀπό τίς ὁποῖες κλονίζονται καί γνωρίζουν ἐπιπλέον, πρίν νά ἐµφανιστοῦν, µέ ποιό τρόπο πρέπει νά τούς προειδοποιήσουν γιά τούς µελλοντικούς ἀγῶνες καί πῶς νά τίς ἀντιµετωπίσουν ὡς µαχητές»[37]. Εἶναι ἡ πρόληψη. Ἡ πιό ἀποτελεσματική θεραπεία τοῦ ὁποιοδήποτε πάθους, τόσο στό σωματικό ἐπίπεδο, ὅσο καί στό ψυχικό (στό πνευματικό) εἶναι ἡ πρόληψη. Ὁ ἄνθρωπος ὅσο περισσότερο λοιπόν γνωρίζει περί τῶν παθῶν, τόσο πιό ἀποτελεσματικά θά τά προλαβαίνει, ὥστε νά μήν ἔρχονται καί σκηνώνουν μέσα του καί τόν ταλαιπωροῦν.

«Ὁ ἄνθρωπος θά κινητοποιηθεῖ νά παλέψει ἐναντίον τοῦ συγκεκριµένου πάθους, ἄν συνειδητοποιήσει τούς κινδύνους στούς ὁποίους αὐτό τόν ἐκθέτει». Πόσο ἐπικίνδυνο εἶναι ἄραγε αὐτό τό πάθος; «Ἰδιαίτερα σηµαντικός εἶναι αὐτός τῆς ἀπώλειας ὅλων τῶν ὠφελειῶν[38]». Ὁ πιό μεγάλος κίνδυνος πού ἔρχεται καί ἐμφωλεύει θά λέγαμε σ’ αὐτό τό πάθος εἶναι τό γεγονός ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποκύψει σ’ αὐτό τό πάθος τῆς κενοδοξίας, χάνει ὅλους τούς κόπους του, τούς κόπους πού ἔκανε γιά τίς ἀρετές, τούς κόπους τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα. Αὐτός εἶναι ὁ πιό μεγάλος κίνδυνος. Γι’ αὐτό εἶναι πάρα πολύ φοβερό καί ἐπικίνδυνο τό πάθος τῆς κενοδοξίας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει κάνει χρόνια κόπους στήν νηστεία, στήν ἀγρυπνία, στήν καταπολέμηση τοῦ θυμοῦ, ὁποιουδήποτε πάθους καί νά τά χάσει ὅλα ἐξαιτίας τῆς κενοδοξίας.

Ἰδιαίτερα σηµαντικός λοιπόν εἶναι ὁ κίνδυνος τῆς ἀπώλειας ὅλων τῶν ὠφελειῶν, «πού τοῦ ἔχουν πορίσει οἱ θλίψεις καί οἱ πόνοι πού ἔχει µέχρι τότε ὑποστεῖ, καθώς καί τοῦ συνόλου τῶν ἀρετῶν πού ἔχει καταφέρει ν' ἀποκτήσει». Ἄν ὑποκύψει στήν κενοδοξία, χάνει μέ μιᾶς τίς ἀρετές ὅλες! «Ἀπειλεῖται ἀκόµα νά δεῖ τελικά τόν ἑαυτό του νά ἐκµηδενίζεται σύµφωνα µέ τόν λόγο τοῦ Ψαλµωδοῦ: «Ὁ Θεός διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων»[39]»[40]. Φοβερή ρήση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Εἶναι ἀπό τόν 52ο Ψαλμό. Διασκόρπισε ὁ Θεός τά ὀστᾶ τῶν ἀνθρωπαρέσκων, αὐτῶν πού θέλουν νά ἀρέσουν στούς ἀνθρώπους. Αὐτό τό φοβερό πάθος εἴχανε οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ ἀρχιερεῖς τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ μας. Ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλά πάρα πολλοί. Γι’ αὐτό ἄκουσαν τά οὐαί ἀπό τόν Κύριο. Εἶχαν τήν ἐπιθυμία νά ἀρέσουν στούς ἀνθρώπους, νά δοξάζονται ἀπό τούς ἀνθρώπους, νά τούς ὀνομάζουνε οἱ ἄνθρωποι ἁγίους, σοφούς, συνετούς κ.λ.π. Γι’ αὐτό καί τελικά ἔπεσαν πάρα-πάρα πολύ χαμηλά καί ἔγιναν οἱ πρωταίτιοι τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ μας.

«Νά, µέ ποιό τρόπο συµβάλλουν στόν ἀγῶνα ἡ νοερά προσευχή καί ὁ φόβος τῆς Θείας κρίσης γιά τήν παροῦσα καί τήν µέλλουσα ζωή. Τήν κρίση τούτη ἀποκαλύπτει εἰδικότερα καί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται»[41]»[42]. Ἄν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ τήν νοερά προσευχή, ὁπότε κρατιέται σέ πνευματική ἐγρήγορση, σέ πνευματική προσοχή, καί ἄν συνεχῶς μνημονεύει τήν Θεία κρίση, τήν Δευτέρα Παρουσία, τόν θάνατο καί τό ὅτι θά δώσει λόγο στό φοβερό Κριτήριο τοῦ Θεοῦ, αὐτά τά δυό τόν φυλᾶνε γιά τήν ἀνθρωπαρέσκεια. Καί πλέον γλιτώνει ἀπό αὐτόν τόν φοβερό κίνδυνο νά διαλυθεῖ, νά διασκορπιστοῦν τά ὀστά του, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός, καί νά χάσει ὅλους τούς κόπους του τούς πνευματικούς καί ὅλες τίς ἀρετές του. Καί ὁ Κύριός μας τά ἐπισημαίνει μέ τόν λόγο Tου, «ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται»[43]. Αὐτός πού θά ὑψώσει τόν ἑαυτό του, θά πέσει θύμα τῆς ἀνθρωπαρέσκειας καί τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφανείας, αὐτός θά ταπεινωθεῖ, θά συντριβεῖ καί σωματικά καί πνευματικά.

«Ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιθυµεῖ νά νικήσει τό συγκεκριµένο πάθος, ὀφείλει ν' ἀναγνωρίσει τήν µαταιότητα τῆς ἀνθρώπινης, ἐγκόσµιας καί ἐπίγειας δόξας, γιατί ἡ κενοδοξία εἶναι ἡ ἀναζήτηση μιᾶς τέτοιας δόξας»[44]. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος μέσα του νά ἀπαξιώσει, νά φτύσει αὐτήν τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τά μπράβο-μπράβο, εὖγε-εὖγε, τά ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι πολύ εὔκολα τά λένε μπροστά μας καί πίσω μας βέβαια λένε τά ἀνάποδα πάρα πολλές φορές. Ἀλλά αὐτό ὁ κενόδοξος δέν τό σκέφτεται. «Πές ἕναν καλό λόγο κι ἄς εἶναι καί ψέμα», λέει ὁ κενόδοξος. Δηλαδή, ἔχω καρκίνο.. πές μου ὅτι δέν ἔχω καρκίνο καί ὅτι εἶμαι καί καλά κι ἄς λές ψέματα.. μοῦ ἀρέσει! Καί τρέφεται μέ ἕνα ψέμα. Ἡ ἀναζήτηση τῆς μάταιης αὐτῆς δόξας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό πάθος πού λέγεται κενοδοξία, ἡ ἀναζήτηση τῆς ψεύτικης δόξας. Ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά θεραπευθεῖ ἀπό αὐτό τό πάθος, θά πρέπει νά ἀποδεχθεῖ αὐτή τήν ματαιότητα, αὐτό τό τιποτένιο, αὐτό τό μηδέν πού κρύβει ὁ ἀνθρώπινος ἔπαινος. Εἶναι τό κενό, τό τίποτα. Πρέπει νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος, πόσο σαθρά εἶναι τά θεμέλια τῆς ἐγκόσµιας, τῆς γήινης δόξας, τῆς ἀνθρώπινης δόξας, τά ἀνθρώπινα χειροκροτήματα πόσο κούφια εἶναι καί πόσο μηδαμινοί εἶναι οἱ στόχοι αὐτῆς τῆς κατάστασης. Στοχεύεις νά κερδίσεις τά μπράβο καί τά εὖγε καί τήν ἀναγνώριση καί τήν ἀποδοχή καί τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων; Καί τί θά εἶναι αὐτό πού θά πετύχεις τελικά; Τό τίποτα, τό μηδέν! Γιατί δέν ἔχει κανένα ἀντίκρυσμα. Καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ ἐπαινέσει καί νά σέ δοξάσει, αὐτό δέν ἔχει κανένα ἀντίκρυσμα οὐσιαστικό σέ σένα. Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ὁ θάνατος, ἔρχεται ἡ Κρίσις τοῦ Θεοῦ καί ἐκεῖ τί θά πεῖς, τί θά ἀπολογηθεῖς, τί θά δείξεις ὡς ἔργο πού νά ἀρέσει στόν Θεό, ὥστε νά ἐπιτύχεις τήν αἰώνια ἀνάπαυση καί χαρά καί μακαριότητα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ βασιλεία τῶν ταπεινῶν;

Πρέπει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά κατανοήσει ὅλη τήν ματαιότητα, τήν κουφότητα τῆς ἀνθρώπινης δόξας. «Ὁ θάνατος ἀποκαλύπτει ὅλο τό μέτρο τῆς ματαιότητας καί μηδαμινότητας τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων -τῶν ἀνθρώπινων ἐπαίνων- πού ἀποτελοῦν ἀντικείµενο τοῦ πάθους, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀποτελεῖ τήν καθοριστική στιγµή πού ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ σηµαίνεται στόν ἄνθρωπο». Τήν ὥρα τοῦ θανάτου δίνουμε τίς ἐξετάσεις μας καί ἐκείνη τήν ὥρα ἀποκαλυπτόμαστε ποιοί εἴμαστε στήν πραγματικότητα καί ἔχουμε μιά πρώτη κρίση τοῦ Θεοῦ, μιά πρώτη ἐτυμηγορία τοῦ Θεοῦ. «Νά γιατί ἡ µνήµη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόµη δραστικό καί ἀποτελεσµατικό ὅπλο ἐναντίον τοῦ πάθους τῆς κενοδοξίας»[45]. Ὁπότε χρειάζεται νά ἀπαξιώσουμε μέσα μας τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων, νά συνειδητοποιήσουμε πόσο τιποτένια εἶναι ὅλα αὐτά καί ἀφετέρου νά θυμόμαστε τόν θάνατο καί τήν Κρίση τοῦ Θεοῦ.

«Μέ δεδοµένο ὅτι ἡ κενοδοξία ἐπιζητεῖ τήν τιµή, τήν δόξα, τήν διασηµότητα, τό νά καταστεῖ τό ἄτοµο κέντρο τῆς προσοχῆς, ἁρµόζει ἡ παραίτηση ἀπ' ὅ,τι εἶναι δυνατόν ν' ἀποτελεῖ πηγή ἤ αἰτία ἐκδήλωσής της». Ἑπομένως, καθετί πού θά σοῦ δώσει δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους, πού θά σέ κάνει διάσημο, πού θά σέ βάλει στό κέντρο τῆς προσοχῆς τῶν ἄλλων, θά πρέπει νά τό ἀποφεύγεις, ἄν θέλεις νά γλιτώσεις ἀπό τήν κενοδοξία. «Πρέπει ν' ἀποφεύγεται ὅ,τι βρίσκεται ὁλοφάνερα ὑπό τήν κυριαρχία τῆς κενοδοξίας καί συνιστᾶ ἀρνητικό παράδειγµα. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος ν' ἀρνηθεῖ γιά τόν ἑαυτό του κάθε τιµητικό ἀξίωµα πού τοῦ προσφέρουν οἱ συνάνθρωποί του ἰδιαίτερα ἐξαιτίας τοῦ γοήτρου ἤ τῆς δύναµης πού παρέχει μιά τέτοια ἰδιότητα. Ὀφείλει ἀκόµη ν' ἀποκρούσει κάθε διάκριση δεκτική, νά ἑλκύσει τόν θαυµασµό, τόν ἔπαινο ἤ τό ἐγκώµιο»[46]. Μήν ἐπιζητεῖς τίς διακρίσεις, μήν ἐπιζητεῖς τό γόητρο, τήν δύναμη, τά μπράβο καί τά εὖγε τῶν ἀνθρώπων, τό νά κυριαρχήσεις στούς ἄλλους, τό νά ἀποκτήσεις μία θέση ἰσχύος, νά μήν ἐπιζητεῖς τόν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀναγνώριση, τήν ἀγάπη, τήν ἀποδοχή, τόν ἔπαινο, τίς κολακεῖες.

«Γιά νά ἀντιµετωπίζεται ἡ κενοδοξία ὡς ἐπιθυµία τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναγνωρίζεται καί νά τραβᾶ τήν προσοχή, πρέπει αὐτός νά ἀπέχει ἀπό ὁτιδήποτε εἶναι δυνατό νά τόν κάνει κέντρο τῆς προσοχῆς, δηλαδή ἀπό λόγους, πράξεις καί συµπεριφορές», οἱ ὁποῖες τόν βάζουν στό κέντρο τῆς προσοχῆς τῶν ἄλλων. «Ὅποιος ἐπιθυµεῖ ν' ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν κενοδοξία, ὀφείλει νά κάνει ὅ,τι µπορεῖ, ὥστε νά γίνεται ἤ νά παραµένει ἀφανής καί ἄσηµος µεταξύ τῶν ἀνθρώπων»[47]. Βλέπουμε τόν Κύριό μας πού τριάντα ἀπό τά τριαντα τρία Του χρόνια τά πέρασε στήν ἀφάνεια, γιά νά μᾶς διδάξει καί μᾶς τήν ταπεινοφροσύνη. Καί στά τρία χρόνια πού ἔδρασε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, κάνοντας ὑπακοή στόν νόμο τόν μωσαϊκό πού ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετά τά τριάντα πρέπει νά βγαίνει στή δημόσια δράση, πάλι ὅταν ἔκανε κάποιο θαῦμα, ἔλεγε «μήν τό πεῖτε, κρατῆστε το κρυφό». Γιατί ἀκριβῶς ἤθελε νά μᾶς διδάξει καί μέ αὐτό τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ἀκενοδοξία, τήν ἀφάνεια. Ὅ,τι λοιπόν σέ κάνει διάσημο, σέ βάζει στό κέντρο τῆς προσοχῆς τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νά τό ἀποφεύγεις. Ἄν θέλεις νά ἀπελευθερωθεῖς ἀπό τήν κενοδοξία, πρέπει νά ἀγωνίζεσαι νά παραμένεις ἀφανής καί ἄσημος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.

«Ἐπίσης εἶναι δυνατόν νά συµβάλλουν στήν προσπάθεια -γιά τήν καταπολέμηση τῆς κενοδοξίας- ἡ ἐπιλογή μιᾶς ταπεινῆς θέσης ἤ ἰδιότητας, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡσυχίας»[48]. Μήν ἐπιδιώκεις τίς ὑψηλές θέσεις, τίς διακρίσεις, λ.χ. νά γίνεις διευθυντής μέσα στόν ἐργασιακό χῶρο, νά ἔχεις μία διάκριση, νά γίνεται θόρυβος γύρω ἀπό τό ὄνομά σου. Ἀντίθετα, ἀναζήτησε τήν ἡσυχία, τήν μόνωση, τήν σιωπή, τήν ἀφάνεια.

«Εἴδαµε ὅτι ἡ κενοδοξία ἀφορᾶ στήν ἄνοδο ὄχι µόνο στά γήινα «ἀγαθά» ἀλλά καί στά πνευµατικά ἀγαθά, καί στό δοξασµό ἐνώπιον τῶν ἄλλων ἤ τοῦ ἑαυτοῦ του γιά τήν ἄσκηση καί τίς ἀρετές του»[49]. Δηλαδή ἡ κενοδοξία δέν μπαίνει μόνο στό γήινο, στό ὑλικό ἐπίπεδο. Ἕνας πλούσιος, γιά παράδειγμα, κατά κανόνα εἶναι κενόδοξος, διότι ἔχει ὑλικά ἀγαθά ἄφθονα, ἔχει κοσμική ἰσχύ καί ἐπιδιώκει τήν ἀναγνώριση, τόν ἔπαινο, τήν κολακεία, τόν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων. Ἡ κενοδοξία ὅμως μπαίνει καί στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ἕνας πού κατόρθωσε κάποιες ἀρετές, μπορεῖ νά πέσει σ’ αὐτή τήν παγίδα, νά θελήσει νά γίνουν γνωστές οἱ ἀρετές του, νά ἀναγνωριστοῦν, νά γίνει -ἔτσι- ἀντικείμενο θαυμασμοῦ ἀπό τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἁγιότητά του, γιά τήν πνευματικότητά του, γιά τήν πνευματική του σοφία, γνώση κ.λ.π. Ὁπότε, καί σέ ἐκεῖνο τό ἐπίπεδο μπορεῖ νά μπεῖ ἡ κενοδοξία καί ὁ ἄνθρωπος νά καταστραφεῖ.

«Πρόκειται γιά τήν λεπτότερη καί φοβερότερη µορφή τοῦ πάθους πού ἀδιάκοπα καιροφυλακτεῖ τόν πνευµατικό ἄνθρωπο. Πρέπει νά καταπολεµηθεῖ µέ πολλούς τρόπους. Ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τῶν ὁποίων ἡ κενοδοξία προσδοκᾶ τόν θαυµασµό καί τό ἐγκώµιο, ἐπιβάλλεται -ὁ σωστός πνευματικός ἀγωνιστής- νά κρύβει τήν ἄσκηση καί τίς ἀρετές πού ἔχει, καθώς καί τίς πράξεις πού τίς φανερώνουν»[50]. Γι’ αὐτό μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, μεγαλύτερος ἀγώνας ἀπό τό νά ἐπιτύχεις τίς ἀρετές, εἶναι νά τίς φυλάξεις καί νά τίς κρύψεις. Γιατί ἄν τίς κρύψεις, θά τίς φυλάξεις. Ἄν γίνουν φανερές στόν πολύ κόσμο, ὑπάρχει κίνδυνος νά τίς χάσεις.

«Μέ αὐτή τή σηµασία ὁ Ἅγιος Μάξιµος γράφει: «Κενοδοξίαν ἀναιρεῖ ἡ κρυπτή ἐργασία»»[51]. Θέλεις νά φονεύσεις τήν κενοδοξία, νά τήν ἐξαλείψεις; Νά τά κάνεις κρυφά τά πνευματικά. Ὅ,τι σοῦ προσπορίζει δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους, νά μήν τό φανερώνεις στούς ἀνθρώπους, νά μένει κρυφό. Οἱ προσευχές σου, οἱ οἱ νηστεῖες σου, οἱ ἐλεημοσύνες σου, μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, πρέπει νά εἶναι ὅλες κρυφές.

«Καί ἀλλοῦ συµπληρώνει (ὁ Ἅγιος Μάξιµος): «Οὐ µικρός ἀγών κενοδοξίας ἀπαλλαγῆναι»». Δέν εἶναι µικρός ὁ ἀγώνας νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κενοδοξία. ««Ἀπαλλάττεται δέ τίς διά κρυπτῆς τῶν ἀρετῶν ἐργασίας»». Καί ἀπαλλάσσεται κανείς ἀπό τήν κενοδοξία μέ τήν κρυφή ἐργασία τῶν ἀρετῶν. «Ὀφείλει κάποιος νά ἐπαγρυπνεῖ, ἐλέγχοντας µέ ἐπιµέλεια τήν συµπεριφορά καί τούς λόγους του, ὥστε νά µήν ἀφήσει νά φανερωθεῖ τίποτε ἀπό τήν ἐσωτερική κατάστασή του καί νά µήν ἀποκαλύψει τίποτε ἀπό τήν πνευµατική ζωή του. Γι' αὐτό τόν λόγο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης συµβουλεύει: «Γίνου σπουδαῖος», δηλαδή δραστήριος, ζηλωτής μέ τήν καλή ἔννοια, νά ἐργάζεσαι µέ ζῆλο, «γίνου σπουδαῖος ψυχή, µηδόλως σώµατι τοῦτο ἐµφαίνων»». Νά εἶσαι πρόθυμος ἐσωτερικά, στήν ψυχή σου, χωρίς -λέει- νά τό φανερώνεις αὐτό καθόλου ἐξωτερικά, μέ τό σῶμα σου, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. «Μή σχήµατι». Οὔτε μέ τό σχῆμα, τήν ὄψη σου, μέ τό ὕφος, μέ τίς κινήσεις σου∙ «µή λόγῳ», οὔτε μέ τόν λόγο σου∙ «µή αἰνίγµατι», οὔτε μέ ὑπονοούµενα, μέ νύξεις, μέ ὑπαινιγµούς νά φανερώνεις τήν σπουδή σου, τήν προθυμία σου γιά τά πνευματικά, τήν δραστηριότητά σου, τήν ἐσωτερική σου πνευματική ζωή. ««Ὅπου δ' ἄν πορεύση, τήν σεαυτοῦ πολιτείαν ἀποκρύπτης»»[52], λέει πάλι στόν 21ο του λόγο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στήν Κλίμακα. Ὅπου κι ἄν πᾶς, λέει, νά κρύβεις τήν πολιτεία σου, τόν τρόπο πού ζεῖς. Μή φαίνεσαι πῶς προσεύχεσαι, πῶς νηστεύεις, πῶς κάνεις ἐλεημοσύνη, πῶς ἀγωνίζεσαι ἐνάντια στά πάθη.

Καί ἀλλοῦ γράφει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης: «Ἀρχή ἀκενοδοξίας, φυλακή στόµατος». Ἡ ἀρχή γιά τόν ἀγώνα γιά τήν καταπολέμηση τῆς κενοδοξίας, ἡ ἐπιτυχία τῆς ἀκενοδοξίας, τοῦ νά μήν ἐπιδιώκεις τήν μάταιη δόξα τῶν ἀνθρώπων, τά μπράβο-μπράβο, εἶναι τό νά φυλᾶς τό στόμα σου, νά μή λές πολλά, νά ἀγαπήσεις τήν σιωπή. «Τοῦτο συνεπάγεται πολύ περισσότερο τήν ἄρνηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἄλλων καί ἀκόµη τοῦ κηρύγµατος τοῦ θείου λόγου, ὅπως ὑπογραµµίζει ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας». Νά μήν εἶσαι πρόθυμος, εὔκολος, ἕτοιμος νά διδάξεις τούς ἄλλους. ««Καί εἰ ἀπό χάριτος λαλεῖ τίς», λέει ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας, «καί ἀναγκάζεται ὑπό τινος κηρύσσειν τόν λόγον, αὐτός ὀφείλει ἀηδίζεσθαι», αὐτός πρέπει, λέει, νά ἀποστρέφεται, ἐπειδή αἰσθάνεται δυσφορία, ἀπέχθεια, ἀηδία, «καί φεύγειν ὡς ἀπό πυρός καί ἀντιτάσσεσθαι τῷ νοῦ, ὥστε ἐπέχειν αὐτόν, ἵνα µή διά τοῦ λόγου αὐτοῦ εὑρεθῆ κενοδοξῶν»»[53], λέει ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στήν 55η του Ὁμιλία. Ἐάν, λέει, κάποιος λαλεῖ ἀπό τήν Χάρη, ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί πιέζεται, ἀναγκάζεται ἀπό κάποιον ἄλλον νά κηρύξει τόν λόγο, αὐτός -λέει- ὀφείλει νά ἀποστρέφεται, γιατί αἰσθάνεται δυσφορία καί νά φεύγει σάν ἀπό φωτιά. Καί νά ἀντιτάσσεται μέ τόν νοῦ του, ὥστε νά συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του καί νά μήν βρεθεῖ νά κενοδοξεῖ μέσω τῶν λόγων του, μέσω τῆς ὁμιλίας του. Πόσο πρέπει ν’ ἀγωνίζεται κανείς νά μήν κάνει τόν δάσκαλο. Καί ὅταν οἱ ἄλλοι πάλι τόν πιέζουν, πάλι νά μήν θέλει.

«Καί ἀναφέρει τό παράδειγµα τοῦ Μωϋσή πού, κεκληµένος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό νά κηρύσσει τόν λόγο στό Ἰσραήλ, «παρῃτήσατο λέγων ὅτι «οὐκ εἰµι ἱκανός λαλῆσαι»[54]». Δέν εἶμαι ἱκανός νά μιλήσω. Ποιός; Ὁ Μωυσῆς! Ἔλεγε στόν Θεό, δέν εἶμαι, Κύριε, ἱκανός νά μιλήσω στόν λαό Σου! «Ὁµοίως καί ὁ Ἰερεµίας παρητήσατο λέγων «νεώτερος εἰµι καί οὐ δύναµαι»[55]». Εἶμαι νέος, δέν μπορῶ. «Καί ὁ Παῦλος δέ φησί «εἰ ἄκων τοῦτο πράττω, οἰκονοµίαν πεπίστευµαι»[56]»[57]. Κάνω αὐτό, γιατί αὐτή τήν οἰκονομία, αὐτή τήν ἐντολή ἔχω ἀπό τόν Θεό. Μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός αὐτό τό ἔργο. Δέν τό ἔκανε ἀπό κενοδοξία τό κηρυκτικό του ἔργο, τό τόσο τεράστιο κηρυκτικό του ἔργο ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ.

«Στά Ἀποφθέγµατα συναντᾶµε ἀµέτρητα παραδείγµατα Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νά ὁµιλοῦν ἤ δέν ἀπαντοῦν στά ζητήµατα πού θέτουν ὅσοι ἔρχονται νά τούς ἐρωτήσουν κάτι, παρά µόνο ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἐπιµένουν ἐπί πολύ καί ἔντονα»[58]. Γιατί ἀκριβῶς μισοῦν αὐτή τήν μάταιη δόξα τῶν ἀνθρώπων. Καί σέ καμιά περίπτωση δέν κάνουν ἐπίδειξη τῶν πνευματικῶν τους γνώσεων.

Ἄς βάλουμε κι ἐδῶ μιά ἄνω τελεία καί ἄς σταματήσουμε ἐδῶ γιά σήμερα, γιά νά συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, στήν ἑπόμενη συνάντηση-σύναξή μας μέ αὐτό τό κορυφαῖο πάθος τῆς κενοδοξίας καί τήν θεραπευτική του.

Συνοψίζοντας καί κλείνοντας ἄς ποῦμε κάτι χαριτωμένο ἀπό αὐτό πού γίνεται σήμερα. Καί τό λέει ὁ μέγας σύγχρονος ἱεροκήρυκας, ὁ μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος: «Ρωτῆστε τίς γυναῖκες: Γιατί βάφετε τά νύχια σας; Γιά νά κρύψετε τήν σκουριά ἀπό κάτω;». Ὅπως κάνουμε ὅταν βάφουμε ἕνα σκουριασμένο σίδερο, ἕνα κάγκελο, μιά πόρτα, μιά κάσα, γιά νά μήν τό προσβάλλει ἡ σκουριά, κι ἄν ὑπάρχει νά καλυφθεῖ. Καί ἀπαντάει: «Δέν νομίζω. Βάφετε τά νύχια σας, γιά νά δείξετε ὅτι δέν ἐργάζεστε χειρωνακτική ἐργασία. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει... Γιά νά δείξουν οἱ γυναῖκες ὅτι δέν ἐργάζονται λάντζα, ἀλλά ὅτι εἶναι κυρίες καί δέν ἔχουν ἀνάγκη τήν χειρωνακτική ἐργασία». Βλέπετε, πῶς κρύβεται πίσω ἀπό μιά τόσο καθημερινή πρακτική τῶν γυναικῶν -ἀλλά δυστυχῶς αὐτή ἡ πρακτική τοῦ φτιασιδώματος μπαίνει καί στούς ἄνδρες, τοῦ καλλωπισμοῦ- κρύβεται ἡ κενοδοξία, ἡ ἐπιθυμία νά φανοῦμε στούς ἄλλους ὅτι εἴμαστε κύριοι, ὅτι εἴμαστε κυρίες, ὅτι εἴμαστε ἀξιόλογα πρόσωπα καί ἔχουμε προσεγμένη ἐμφάνιση, γιατί ἀκριβῶς εἴμαστε κάτι σπουδαῖο! Βλέπετε πόση κουφότητα, πόση κενότητα κρύβεται πίσω ἀπ’ ὅλο αὐτό! Δέν εἴμαστε λαντζέρισσες, δέν κάνουμε χειρωνακτικές ἐργασίες.. ὅλα μας εἶναι τέλεια, ἄψογα, περιποιημένα! «Ἄν κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος», λέει ὁ μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος, «καί μπεῖ μέσα σ΄αὐτό τό πνεῦμα τοῦ αὐτοελέγχου, θά ἀνακαλύψει πολλά ἐλαττώματα πάνω του»[59]. Γιατί τό κάνω αὐτό; Γιατί τό κάνω τό ἄλλο; Θά δεῖ ὅτι πολλές φορές -γιά νά μήν ποῦμε σχεδόν πάντα- ὑπηρετεῖ αὐτό τό πάθος, τό πάθος τῆς κενοδοξίας, τῆς ἀνθρωπαρέσκειας.

Καί ἕνα ἀκόμα χαριτωμένο περιστατικό πού δείχνει πόσο κυριαρχεῖ αὐτό τό πάθος στούς ἀνθρώπους, ὅταν ἀκόμα κάνουν καί κάτι πού φαίνεται πολύ καλό. «Ἕνας Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, ζήτησε κάποτε ἀπό τούς Ἕλληνες ὁμογενεῖς τῆς Αἰγύπτου χρήματα..», ξέρετε, στήν Αἴγυπτο εἴχαμε ἀνθοῦσα ἑλληνική παροικία.. ζήτησε λοιπόν ἕνας Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος ἀπό τούς ἐκεῖ ὁμογενεῖς χρήματα, «γιά νά φτιάξουν ἐκεῖ ἕνα γυμνάσιο, ὥστε τά Ἑλληνόπουλα τῆς Αἰγύπτου, νά μάθουνε τήν Ἑλληνική γλώσσα»∙ πού εἶναι τόσο ἀναγκαῖο καί τόσο πολύ λυπόμαστε ὅταν μαθαίνουμε ὅτι τά Ἑλληνόπουλα δεύτερης καί τρίτης γενιᾶς στό ἐξωτερικό ἔχουν χάσει τήν γλώσσα τους, τήν Ἑλληνική γλώσσα. Καί δυστυχῶς μαθαίνουμε ὅτι καί στίς ἐκκλησίες εἰσάγουνε τίς τοπικές γλῶσσες οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς ἐκεῖ τοῦ ἐξωτερικοῦ, γιά νά ἐξυπηρετήσουν δυστυχῶς αὐτές τίς καταστάσεις, ἀφοῦ τά νέα παιδιά πλέον δέν καταλαβαίνουν τά Ἑλληνικά. Αὐτός λοιπόν ὁ Ἐπίσκοπος θέλησε νά κινηθεῖ δραστήρια καί νά φτιάξει ἕνα γυμνάσιο ἑλληνικό, πού νά διδάσκει τήν Ἑλληνική γλώσσα ἐκεῖ στήν Αἴγυπτο. «Εἰδοποίησε ὅλους τούς μεγαλέμπορους τῆς περιοχῆς», καί τούς γνωστοποίησε τό κεφάλαιο, τήν ἐπιδίωξή του, τήν ἐπιθυμία του, «γιά νά συνεισφέρουν στό ἔργο αὐτό καί τελικά μάζεψε ἕνα μηδαμινό ποσό, τό ὁποῖο δέν ἔφτανε οὔτε κοτέτσι νά φτιάξουν»[60]! Ἐνῶ τούς εἶπε πόσο θά κόστιζε τό ἔργο, πόσο μεγάλη ἀνάγκη ὑπῆρχε, αὐτοί δέν ἔδωσαν σχεδόν τίποτα!

«Ὅταν εἶδε τήν ἀνταπόκριση τοῦ κόσμου στήν πράξη, ὁ Ἐπίσκοπος ἀπογοητεύτηκε, ἀλλά ἀμέσως σκέφτηκε μιά «πονηρή» ἰδέα, τήν ὁποία κοινοποίησε στούς μεγαλέμπορους, μέσῳ ἀλληλογραφίας: Μᾶς χρειάζεται ἕνα ἀκόμη μικρό ὑπόλοιπο γιά τό γυμνάσιο καί καλῶ ὅλους τούς ὁμογενεῖς, νά προσφέρουν τόν ὀβολό τους καί νά εἶναι βέβαιοι ὅτι θά γραφτεῖ τό ὄνομά τους μέ χρυσά γράμματα σέ ξεχωριστή πλάκα δωρητῶν καί εὐεργετῶν. Καί ὅποιος προσφέρει τά περισσότερα θά γραφτεῖ πρῶτο τό ὄνομά του. Ὁ δεύτερος, θά γραφτεῖ δεύτερο, ὁ τρίτος, τρίτο κ.ο.κ. Μ' αὐτόν τόν τρόπο καί μέσα σέ μιά βδομάδα κατόρθωσε ὁ Ἐπίσκοπος νά συγκεντρώσει τόσα χρήματα, πού ἀρκοῦσαν νά χτίσουν 5 σχολεῖα!

Τό σχολεῖο χτίστηκε, μετά ἀπό μερικούς μῆνες, καταρτίστηκε ἡ πλάκα μέ τά ὀνόματα τῶν εὐεργετῶν καί καλύφτηκε μέ ἕνα σεντόνι. Τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ σχολείου, πλημμύρισε ἀπό κόσμο τό γυμνάσιο∙ ἦταν ὅλοι ἐκεῖ»[61]! Βλέπετε πόσο κινητοποίησε αὐτό τό φοβερό πάθος τούς ἀνθρώπους γιά νά δώσουν χρήματα! Γιατί θά γραφόταν τό ὄνομά τους. Καί μάλιστα ὅσο περισσότερα ἔδιναν, τόσο πιό ψηλά στήν κατάταξη θά ἦταν τό ὄνομά τους. Πόσο χαμερπές, πόσο γελοῖο εἶναι τό πάθος αὐτό καί πόσο γελοίους κάνει τούς ἀνθρώπους! Ὅπως γελοῖοι γίνονται καί οἱ ἄνθρωποι πού φτιασιδώνονται, ἄνδρες καί γυναῖκες, ὅσο κι ἄν δέν τό καταλαβαίνουν..

Τήν ἡμέρα λοιπόν τῶν ἐγκαινίων εἶχε πλημμυρίσει ἀπό κόσμο τό γυμνάσιο. Ἦταν ὅλοι ἐκεῖ, γιατί ἤλπιζαν βέβαια ὅτι θά εἶναι καί πρῶτοι ἤ τέλος πάντων στίς πρῶτες σειρές στήν πλάκα πού θά ἔγραφε μέ χρυσά γράμματα τά ὀνόματα τῶν εὐεργετῶν. «Ὅλοι μέ ἀγωνία καί τό μυαλό τους στήν πλάκα, δέν ἄκουγαν κἄν τόν ἁγιασμό καί τά τελετουργικά, ἀλλά περίμεναν νά ἀποκαλυφτεῖ ἡ πλάκα. Ἦρθε λοιπόν ἡ στιγμή τῆς ἀποκάλυψης. Καί ὅταν τραβήχτηκε τό σεντόνι ἀπό τήν πλάκα, ἀντί νά δοῦνε ὀνόματα, εἶδαν ἔκπληκτοι, νά ἀναγράφεται μιά φράση στήν πλάκα πού νά λέει: Τοῦτο τό ἔργο ἔγινε, ἐκ τῆς κενοδοξίας τῶν ὁμογενῶν τῆς Αἰγύπτου! Ὁ Θεός νά τούς συγχωρέσει!!!...»[62]. Καί τούς ἔδωσε ὁ σοφός αὐτός Ἐπίσκοπος ἕνα μάθημα ἐνάντια στό κορυφαῖο αὐτό πάθος τῆς κενοδοξίας.

Εἴθε λοιπόν καί ἐμᾶς ὁ Θεός νά μᾶς συγχωρεῖ, γιατί πολλές φορές δουλεύουμε εἴτε ἐν ἐπιγνώσει εἴτε ἀνεπιγνώστως σ’ αὐτό τό φοβερό πάθος πού, ὅπως εἴπαμε, καταστρέφει ὅλον τόν κόπο μας, ὅλο τό πνευματικό μας ἔργο καί τούς πνευματικούς μας ἀγῶνες.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Ε΄, Ἱ. Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», 2010, (στό ἑξῆς: Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου).

[2] Παρ. 3, 34 καί Ἰακ. 4, 6 καί Α΄ Πέτρ. 5, 5.

[3] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[4] Ὅ.π.

[5] Ματθ. 5, 3.

[6] Λουκ. 1, 38.

[7] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[8] Ὅ.π.

[9] Λουκ. 1, 46-48.

[10] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ἡσ. 66, 2.

[14] Παρ. 3, 34 καί Ἰακ. 4, 6 καί Α΄ Πέτρ. 5, 5.

[15] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[16] Πρβλ. Παρ. 8, 31.

[17] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[18] Ὅ.π.

[19] Ματθ. 11, 29.

[20] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[21] Ψαλμ. 135, 23.

[22] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[23] Ὅ.π.

[24] Παρ. 15, 13.

[25] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[26] Ὅ.π.

[27] Πρβλ. Φιλ. 2, 12.

[28] Α΄Κορ. 10, 12.

[29] Πάθη καί Ἀρετές, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου.

[30] Παρ. 16, 6.

[31] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet, Τόμος Α’, ἐκδόσεις Ἀποστολική Διακονία (στό ἑξῆς: Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet).

[32] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.

[33] Ὅ.π.

[34] Ὅ.π.

[35] Ὅ.π.

[36] Ὅ.π.

[37] Ὅ.π.

[38] Ὅ.π.

[39] Ψαλμ. 52, 6.

[40] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.

[41] Λουκ. 14, 11.

[42] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.

[43] Ὅ.π.

[44] Ὅ.π.

[45] Ὅ.π.

[46] Ὅ.π.

[47] Ὅ.π.

[48] Ὅ.π.

[49] Ὅ.π.

[50] Ὅ.π.

[51] Ὅ.π.

[52] Ὅ.π.

[53] Ὅ.π.

[54] Ἔξ. 4, 10.

[55] Ἰερ. 1, 6.

[56] Α΄ Κορ. 9, 17.

[57] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.

[58] Ὅ.π.


[60] Ὅ.π.

[61] Ὅ.π.

[62] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου