Σελίδες

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

«Τά εἷδη τῆς φαντασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου, 28ο Μέρος






«Τά εἷδη τῆς φαντασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της». Αὐτό εἶναι τό κεφάλαιο πού, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά δοῦμε σήμερα στόν Ἅγιο Σιλουανό. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ἀφοῦ τολ­μή­σα­με νά γρά­ψου­με γιά τήν «Ἱερά ἡσυ­χία», πού τόσο ἀγαποῦ­σε ὁ Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νός», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «πρέ­πει νά μι­λή­σου­με καί γιά τόν ἀνα­πό­φευ­κτο ἀγώνα τοῦ ἀσκη­τή κατά τῆς φαν­τα­σί­ας»[1]. Καί βέβαια δέν εἶναι μόνο γιά τόν ἀσκητή ὁ ἀγώνας κατά τῆς φαντασίας ἀλλά καί γιά κάθε χριστιανό, διότι ἡ φαντασία παίζει πολύ βασικό ρόλο στή διαδικασία τῆς ἁμαρτίας. Καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἶπαν, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι ἡ γέφυρα τῶν δαιμόνων, δηλαδή μέσω τῆς φαντασίας οἱ δαίμονες μπαίνουν στό κάστρο τῆς ψυχῆς μας. Ξέρετε πού τά κάστρα εἴχανε μία γέφυρα καί ὅταν θέλανε νά ἀσφαλίσουν τό κάστρο, τήν σήκωναν τήν γέφυρα καί ἦταν ἀπομονωμένο τό φρούριο. Ἔτσι καί ἡ φαντασία, στόν πνευματικό ἀγώνα τώρα, παίζει αὐτό τόν ρόλο. Ἄν κανείς δηλαδή ἔχει ριγμένη τήν γέφυρα, τό κάστρο εἶναι πολύ εὐάλωτο∙ περνοῦν πάνω ἀπό τήν γέφυρα οἱ δαίμονες καί μᾶς πολεμοῦν καί μᾶς νικοῦν πολλές φορές.
«Τό κε­φά­λαιο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς αὐτό», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «εἶναι ἐξαιρε­τι­κά λεπτό καί πο­λύ­πλο­κο. Ἐπει­δή βα­σι­κή τάση μας εἶναι νά ἐκθέτουμε συγκε­κρι­μέ­νη πεῖρα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά πε­ρι­γρά­ψου­με ἁπλά σέ γενικές γραμμές τήν συ­νεί­δη­ση καί τίς πα­ρα­στά­σεις πού ἐπι­κρά­τη­σαν μέχρι σή­με­ρα στούς ἀσκη­τι­κούς κύ­κλους τῶν πα­τέ­ρων τοῦ Ἄθω καί πού συμ­με­ρι­ζό­ταν καί ὁ ἴδιος ὁ Γέρον­τας»[2]. Οἱ Ἅγιοι δέν μιλοῦνε θεωρητικά οὔτε στοχαστικά. Δέν κάνουν φιλοσοφία, ἀλλά μέ βάση γεγονότα καί μέ βάση τήν πεῖρα πού ἔχουν, εἴτε δική τους ἤ τήν πεῖρα τῶν ἄλλων Ἁγίων.
«Ἀφή­νου­με κατά μέρος τίς θε­ω­ρί­ες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ψυχολογίας. Δέν θά κάνουμε σύγ­κρι­ση ἤ κριτική αὐτῶν ἤ τῶν ἄλλων θε­ω­ριῶν. Σημειώ­νου­με μόνο πώς σέ πολλά δέν συμ­πί­πτουν, γιατί οἱ δύο θε­ω­ρί­ες ἔχουν σάν βάση δια­φο­ρε­τι­κές κο­σμο­λο­γι­κές καί ἀν­θρω­πο­λο­γι­κές πα­ρα­στά­σεις»[3].
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Ἡ ἐπιστήμη, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, καί μάλιστα ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, δέν ἔχει ἴδιες παραστάσεις μέ αὐτές πού ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τόν κόσμο. Ἄλλα πιστεύει δηλαδή ἡ ψυχολογία γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τόν κόσμο καί ἄλλα μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός. Ἄλλα πιστεύει γιά τήν ψυχή ἡ ψυχολογία, σέ σημεῖο πού κάποιοι νά λένε πώς κἄν δέν ὑπάρχει ψυχή, καί ἄλλα βεβαίως εἶναι αὐτά πού μᾶς διδάσκει ὁ Θεός διαμέσου τῶν Ἁγίων γιά τήν ψυχή. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά παίρνουμε ὅρους καί νά υἱοθετοῦμε κάποια πράγματα ἀπό τήν ψυχολογία καί νά τά περνᾶμε στήν θεολογία. Αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο. Γιατί ἀκριβῶς ἔχουνε διαφορετική βάση τό ἕνα καί τό ἄλλο. Καί γιά νά τό ποῦμε ἔτσι ξεκάθαρα, ἡ ψυχολογία ἔχει ψευδή βάση. Ἡ ψυχολογία κατ’ ἀρχάς δέν παραδέχεται τούς δαίμονες, πού εἶναι βασικό κεφάλαιο. Δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τά ὁποῖα ἐπηρέαζουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγοῦν στήν ἁμαρτία. Ὁπότε, δέν χωράει οὔτε σύγκριση οὔτε ἀλληλοπεριχώρηση, ὅπως κάποιοι πᾶνε νά συζεύξουν αὐτά. Καί ἔλεγε ὁ μακαριστός, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὅτι αὐτοί κάνουν τήν μεγαλύτερη ζημιά στήν Ἐκκλησία, κάποιοι ἱερωμένοι οἱ ὁποῖοι θέλουν νά δοῦνε τόν πιστό καί τόν ἐξομολογούμενο μέ κριτήρια καί μέ μεθόδους ψυχολογίας καί νά ἐφαρμόσουν κάποια ἐπιστήμη ψυχολογική πού ἔχουνε σπουδάσει στήν ποιμαντική τους, στήν διακονία δηλαδή τῶν πιστῶν. Καί γίνεται ἕνα μεγάλο, τεράστιο μπέρδεμα, καί πλάνη βεβαίως. Γιατί φτάνουνε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά λένε, ὅτι ἄλλα εἶναι τά πνευματικά καί ἄλλα εἶναι τά ψυχολογικά. Καί μπορεῖς γιά τά ψυχολογικά -καί πρέπει- νά πηγαίνεις στόν ψυχίατρο, στόν ψυχολόγο.. Καί δυστυχῶς ἔχουμε τέτοιους «πνευματικούς», οἱ ὁποῖοι στέλνουνε τούς ἐξομολογουμένους στόν ψυχολόγο, στόν ψυχίατρο. Προφανῶς δηλαδή δηλώνουν ἀνεπάρκεια νά τούς θεραπεύσουν μέ τόν τρόπο αὐτό! Ἀλλά αὐτό βεβαίως εἶναι φοβερό! Ὁ Χριστός μας δέν μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει τήν ψυχή καί χρειαζόμαστε τόν ψυχολόγο ἤ τόν ψυχίατρο; Εἶναι τραγικό!
Ἑπομένως δέν χωράει καμία ἀλληλοπεριχώρηση ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά δύο καί, νά τό ποῦμε ἀπερίφραστα, οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι, οἱ παλιοί δέν μιλᾶνε γιατί τότε δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ «ἐπιστήμη» τῆς ψυχολογίας, οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι ὅμως, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί ἄλλοι, καταδικάζουν τήν ψυχολογία καί τίς θεωρίες της. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος δέν ἤθελε νά ἀκούσει καθόλου γι’ αὐτά τά πράγματα! Βεβαίως τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαποῦσε ὅλους, καί τούς ψυχολόγους καί τούς ψυχίατρους, ἀλλά δέν συμφωνοῦσε καθόλου μέ αὐτές τίς θεωρίες τίς ψυχολογικές καί ἀπέτρεπε τά παιδιά του ἀπό τό νά πηγαίνουν σέ αὐτά. Καί ἔλεγε, ὅτι ἡ λύση ὅλων τῶν ψυχολογικῶν, τά ὀνόμαζε «λεγόμενα ψυχολογικά», πού στή βάση τους -λέει- εἶναι πνευματικά προβλήματα εἶναι ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἀγάπη στόν Θεό, ὁ θεῖος ἔρωτας, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει νά καλλιεργεῖται μέ τήν μετάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά καλή γενική ἐξομολόγηση καί στή συνέχεια ἀρχίζει νά προσεύχεται συστηματικά καί νά προσέχει, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ξεπερνάει ὅλα τά ψυχολογικά του προβλήματα.
Δυστυχῶς καί ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, τό λέω λεγόμενοι, γιατί πολλοί εἴμαστε κατ’ ὄνομα χριστιανοί, δέν ἔχουμε ἀληθινή μετάνοια. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἐπιθετικότητα πού ἔχουμε. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά κατακρίνουμε τούς γέροντες, τίς γερόντισσες, τούς μοναχούς, τίς μοναχές, τούς κληρικούς μας, τούς ἐπισκόπους.. κι αὐτό δέν δείχνει τίποτα ἄλλο παρά μέσα μας ἕνα ἀτακτοποίητο ἑαυτό. Ὅπως λέγαμε καί στό κήρυγμα, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐπιθετικότητα, κατά βάθος ἔχει μέσα του πονηρό πνεῦμα, δέν ἀγαπάει δηλαδή τόν συνάνθρωπο καί θέλει νά τόν καλουπώσει στά δικά του μέτρα καί σταθμά. Καί ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν ἔχει γευθεῖ τήν συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἔχει μετανοήσει, δέν συγχωρεῖ καί τούς ἄλλους καί δέν δέχεται νά μπεῖ στόν ἴδιο χῶρο μέ τόν ἄλλον. Ἀλλά, ἀντίθετα, θέλει καί τόν ἄλλον νά τόν βάλει στόν δικό του ἄς ποῦμε τρόπο καί μοντέλο -ὅπως ἐκεῖνος τό ἔχει φτιάξει- ζωῆς.
Ἄς δοῦμε ὅμως τί λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος. «Γρά­φει ὁ Γέ­ρον­τας: «Ἄς λησμονή­σου­με ἀδελ­φοί τή γῆ καί ὅλα ὅσα εἶναι πάνω της, γιατί αὐτή μᾶς ἀπο­σπᾶ ἀπό τήν θέα τῆς Ἁγίας Τριά­δας, ἡ Ὁποία εἶναι ἀκα­τά­λη­πτη γιά τόν νοῦ μας, ἀλλά τήν ὁποία βλέπουν οἱ Ἅγιοι στούς οὐ­ρα­νούς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐμεῖς ἄς μέ­νου­με ὅμως στήν προσευχή πέρα ἀπό κάθε φαν­τα­σία»[4]. Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ἄς λησμονοῦ­με, λέει, ἀδελ­φοί, τή γῆ, τά γήινα, τά χωμάτινα, γιατί αὐτά μᾶς ἀποσποῦνε ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας Τριά­δος, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατάληπτη καί δέν χωράει τίποτε τό ἀνθρώπινο πού νά μπορεῖ νά ἀντιστοιχηθεῖ στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει καμία κοινότητα, δηλαδή καμία σχέση, ὅπως εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο. Ἑπομένως, πρέπει τελείως νά φύγουμε ἀπό τά κτιστά, ἀπό τά γήινα, γιά νά μπορέσουμε νά πλησιάσουμε τόν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγκλωβισμένος στά γήινα, καί ὅταν λέμε γήινα ἐννοοῦμε τά χρήματα, τίς περιουσίες, τά ὑλικά ἀγαθά, τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, τίς ἡδονές τῶν αἰσθήσεων καί τήν δόξα, τήν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι σ’ αὐτά προσκολλημένος, ὁπωσδήποτε δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Αὐτή τήν θέα τοῦ Θεοῦ τήν ἔχουν οἱ Ἅγιοι στούς οὐ­ρα­νούς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ἐμεῖς ἄς μένου­με ὅμως στήν προσευχή πέρα ἀπό κάθε φαν­τα­σία»[5]. Βλέπετε τί λέει ὁ Ἅγιος; Ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά προκόψουμε πνευματικά, ἄς μείνουμε στήν προσευχή καί ἄς προσέξουμε τήν φαντασία. Γιατί ἡ φαντασία δέν εἶναι μόνο ἡ γέφυρα τῶν δαιμόνων, ἀλλά εἶναι καί μολυσμός τοῦ νοῦ καί τῆς προσευχῆς. Μιά προσευχή πού ἔχει μέσα φαντασία, καταλήγει νά γίνει ἕνα παιχνίδι δαιμονικό, καί νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος νά νομίζει ὅτι βλέπει καί τόν Θεό καί οὐσιαστικά νά βλέπει τά δαιμονικά φαντάσματα.
«Ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς φαν­τα­σί­ας», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ πολλούς καί ποι­κί­λους τρό­πους. Ὁ ἀσκη­τής -καί ὁ χριστιανός- πα­λεύ­ει πρῶτα-πρῶτα μέ ἐκεῖνο τό εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας, πού συνδέεται μέ τήν ἐνέρ­γεια τῶν χον­δρῶν σαρκι­κῶν παθῶν»[6], πορνεία καί ἄλλα σαρκικά πάθη. Τό πρῶτο λοιπόν πού πρέπει ὁ χριστιανός νά ἀντιμετωπίσει εἶναι οἱ φαντασίες ἀπό αὐτά τά πάθη τά σαρκικά. Ὅπως καταλαβαίνετε, ἀρχίζει τώρα νά μᾶς μιλάει ὁ π. Σωφρόνιος, γιά τά διάφορα εἴδη. Ὑπάρχουνε τέσσερα εἴδη φαντασίας. Καί τά τέσσερα δέν βοηθᾶνε τόν πνευματικό ἄνθρωπο. Τό πρῶτο συνδέεται μέ τά χονδρά σαρκικά πάθη. Καί ὅλοι βεβαίως τό γνωρίζουμε αὐτό, ὅτι ὁ διάβολος ξεσηκώνει τόν ἄνθρωπο σαρκικά μέσω τῆς φαντασίας. Καί βλέπετε καί ὅλες οἱ πλάνες οἱ αἱρετικές, μᾶλλον οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες πού εἶναι κατεξοχήν δαιμονικά πράγματα, καλλιεργοῦν τήν φαντασία συστηματικά. Ἀλλά ὁ διάβολος ἀκόμα περισσότερο χαίρεται μέ τίς σαρκικές φαντασίες καί τρέφεται μέ τίς σαρκικές πτώσεις, γι’ αὐτό καί τό πρῶτο καί τό σπουδαιότερο ὅπλο του εἶναι ἀκριβῶς αὐτές οἱ σαρκικές φαντασίες. Καί σήμερα βέβαια ἔχει πολλαπλάσια μέσα γιά νά καλλιεργήσει αὐτές τίς φαντασίες, ἔχει τήν τεχνολογία, τό διαδίκτυο - τό ἴντερνετ, τήν τηλεόραση, τά περιοδικά, χίλια δυό πράγματα, τά ὁποῖα ἐμβάλλουν μέσα στόν ἄνθρωπο εἰκόνες, οἱ ὁποῖες βέβαια μετά μποροῦνε νά γίνουν καί φαντασίες καί νά προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος στό νά καλλιεργήσει αὐτές τίς εἰκόνες, νά τίς τυπώσει κ.λ.π. κ.λ.π. καί νά πέσει πολύ εὔκολα στήν σαρκική ἁμαρτία.
«Γνω­ρί­ζει ὁ χριστιανός, πώς κάθε πάθος ἔχει τή μορφή του, ἐπει­δή ἀνή­κει στή σφαί­ρα τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου, πού ἀναπόφευ­κτα ὑπάρ­χει στήν α΄ ἤ β΄ μορφή καί πα­ρέ­χει τήν α΄ ἤ β΄ εἰκό­να»[7]. Τί λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι τά πάθη δέν εἶναι ἄκτιστα. Τά πάθη εἶναι κτιστά, ἀνήκουνε στόν ὑλικό κόσμο, στό ἐνθάδε. Δέν εἶναι κάτι πού ἔδωσε ὁ Θεός οὔτε εἶναι στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τά πάθη. Εἶναι αὐτά τά πάθη διεστραμμένες κινήσεις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Αὐτά εἶναι τά πάθη. Καί ἀντί ὁ ἄνθρωπος νά χρησιμοποιεῖ λ.χ. τήν ἐπιθυμία γιά ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό, τήν κατευθύνει διεστραμμένα στό ν’ ἀγαπήσει τήν σάρκα καί τίς σαρκικές ἡδονές κ.λ.π. κ.λ.π. Αὐτά τά πάθη λοιπόν ἔχουν καί μιά μορφή. Γιατί ὅλα τά πράγματα τά ὑλικά, τά τοῦ κτιστοῦ, τά κτιστά ἔχουν μιά μορφή καί μιά εἰκόνα.
«Κα­νο­νι­κά ἡ ἐνέρ­γεια τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐπι­θυ­μί­ας ἀποκτᾶ δύ­να­μη στόν ἄνθρωπο τότε μόνο, ὅταν ἡ ἐμ­πα­θής εἰ­κό­να, ἀφοῦ γί­νει ἐσω­τε­ρι­κά δεκτή, προσελκύ­σ­ει μέ τό μέρος της τόν νοῦ»[8]. Ὑπάρχει μιά ἐμπαθής εἰκόνα, ἀλλά αὐτή δέν ἔχει δύναμη, ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν τήν προσέξει, δέν τήν προσέχει. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος π. Σωφρόνιος, ὅτι ἡ ἐμ­πα­θής εἰ­κό­να ἀποκτᾶ δύ­να­μη ὅταν προ­σελ­κύσ­ει τόν νοῦ. Λέγοντας νοῦ δέν ἐννοοῦμε τήν διάνοια, τόν ἐγκέφαλο, τήν σκέψη, ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό πού ὀνομάζουμε «λεπτή προσοχή». Ποῦ εἶναι ὁ νοῦς μας; Ἐκεῖ πού προσέχουμε. Ἐκεῖ πού προσέχουμε, εἶναι ὁ νοῦς μας. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς. Μποροῦμε νά ποῦμε λοιπόν, ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἡ λεπτή προσοχή. Ὅπου λοιπόν εἶναι ἡ προσοχή, ἐκεῖ εἴμαστε οὐσιαστικά. Λέμε πολλές φορές, πᾶμε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι ἀλλοῦ! Ναί. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς δέν προσέχουμε οὔτε τί λέει ὁ ἱερέας οὔτε τί λέει ὁ ψάλτης, εἴμαστε ἀλλοῦ! Εἴμαστε πράγματι στήν ἐκκλησία μόνο σωματικά. Οὐσιαστικά δέν εἴμαστε. Ὅ,τι λοιπόν προσέχουμε, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας, ἐκεῖ εἴμαστε.
Ἄν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος μιά εἰκόνα ἐμπαθή τήν προσέξει, τότε αὐτή ἡ εἰκονα ἀποκτάει δύναμη. Ἄν δέν τήν προσέξει, δέν ἀποκτάει δύναμη. Λένε πολλοί, τώρα τό καλοκαίρι ἄς ποῦμε δέν προσέχουν οἱ γυναῖκες, ντύνονται σκανδαλιστικά κ.λ.π. Ἄν δέν προσέξεις, δέν ἀποκτάει δύναμη καμιά εἰκονα πού θά περάσει μπροστά σου. Τό θέμα εἶναι σέ σένα, ἄν προσέχεις ἤ δέν προσέχεις. Βέβαια, θά μοῦ πεῖτε, εἶναι πολύ δύσκολο. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μήν προσέξεις, γιατί ἀκριβῶς ὑπάρχει μέσα μας ἡ σαρκική προσκόλληση καί ἐπιθυμία σ’ αὐτά τά πράγματα. Ἄν λοιπόν τό πολεμήσεις μέσα σου, μετά πολύ εὔκολα δέν θά προσέξεις. Καί πότε ξεκολλάει ὁ νοῦς ἀπό τήν ἐμπαθή εἰκόνα καί ἀπό τήν ὅποια πειρασμική κατάσταση; Ὅταν κολλήσει στόν Χριστό. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔδωσαν ὡς φάρμακο κατά τῆς διάσπασης τοῦ νοῦ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Καί κατά τῆς φαντασίας πάλι τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γιατί, ὅπως θά δοῦμε, ὅλα τά εἴδη φαντασίας εἶναι ἀντίθετα μέ τήν πνευματική ζωή. Καί τό φάρμακο τό ὁποῖο «σταυρώνει» τήν φαντασία, τό μέσο μέ τό ὁποῖο σταυρώνεται ἡ φαντασία, γιατί πρέπει νά σταυρωθεῖ ἡ φαντασία, δηλαδή νά θανατωθεῖ, μέ τήν ἔννοια νά ἀκινητοποιηθεῖ, εἶναι πάλι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κα­νο­νι­κά, λοιπόν, ἡ ἐνέρ­γεια τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐπι­θυ­μί­ας ἀποκτάει δύ­να­μη ὅταν ὁ ἄν­θρω­πος προσέξει τήν ἐμπαθή εἰκόνα. «Ἄν ὅμως ὁ νοῦς ἀπορ­ρί­ψει τήν προτει­νό­με­νη σέ αὐτόν μορφή τοῦ πά­θους, αὐτή δέν μπο­ρεῖ νά ἐξε­λι­χθεῖ καί σβήνει. Ὅταν, γιά παράδειγ­μα, ἔρ­χε­ται σαρκική ἐπι­θυ­μία, ἔστω καί φυ­σιο­λο­γι­κή», μέ τήν ἔννοια ἀπό τή φύση, «ὁ ἀσκη­τής προφυλάσ­σει τόν νοῦ του ἀπό τήν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους πού ἔρ­χε­ται ἀπό ἔξω. (Μι­λών­τας ἐδῶ γιά νοῦ ἔχου­με ὑπόψη ὄχι τό λογικό, τήν λο­γι­κή σκέψη, ἀλλά αὐτό πού θά ὁρί­ζα­με ἴσως κα­λύ­τε­ρα ὡς «προσοχή»)»[9]. Αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως. Ἄλλο εἶναι τό λογικό πού ἑδράζεται στόν ἐγκέφαλο, ἡ διάνοια, καί ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς πού ἑδράζεται στήν καρδιά καί εἶναι ἡ προσοχή.
«Ἄν ὁ νοῦς δέν δε­χθεῖ αὐτή τήν εἰκό­να, τό πάθος δέν μπο­ρεῖ νά ἀνα­πτύ­ξει τήν ἐνέρ­γειά του. Μιά τέ­τοια προφύλαξη τοῦ νοῦ ἀπό τήν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους δίνει στόν ἄν­θρω­πο τήν πραγ­μα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα, ἀποδεδειγμέ­νη ἀπό χι­λιε­τή ἀσκη­τι­κή πεῖρα, νά φυ­λά­ξει πλή­ρως σέ ὅλη τή ζωή σώ­φρο­να ἐγ­κρά­τεια». Αὐτό τό ὁποῖο φαίνεται τρελό καί ἀκατόρθωτο γιά τούς πολλούς, τό νά μείνει ἕνας ἄνθρωπος ἁγνός καί καθαρός σ’ ὅλη του τή ζωή, νά μείνει παρθένος. Κι ὅμως εἶναι δυνατόν αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς προσέχει τόν νοῦ του. Τότε μπορεῖ νά ἀσκήσει αὐτή τήν εὐλογημένη ἐγκράτεια, «ἀκόμα καί ὅταν τό σῶμα εἶναι ἰσχυ­ρό»[10]. Γιατί δέν φταίει τό σῶμα. Λένε μερικοί, φταῖνε οἱ ὁρμόνες, φταῖνε οἱ ὁρμές. Δέν φταῖνε αὐτά. Ἐκεῖνο πού φταίει εἶναι ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος κολλάει καί περιεργάζεται πράγματα πού δέν πρέπει καί βεβαίως μετά ἡ ἐμπάθεια καλλιεργεῖται καί αὐξάνεται καί γίνεται ἀνίκητη. Ὅπως μιά μικρή φωτίτσα, ὅταν τῆς ρίξεις προσάναμμα καί φωτιά καί βενζίνη, βεβαίως μετά γίνεται μεγάλη πυρκαγιά!
Καί αὐτό τό παράδειγμα τό εἴδαμε στόν Γέροντα, πῶς ἄσκησε σέ ὅλη του τή ζωή ἐγκράτεια, παρόλο πού ἦταν πολύ ἰσχυρό τό σῶμα του. Ἦταν πολύ δυνατός ἄνθρωπος ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι εἴχανε πολύ ἰσχυρό σῶμα. Ἄς ποῦμε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ἱδρυτής τῆς Μονῆς τῆς Λαύρας, ἤτανε τόσο δυνατός, πού ἡ δύναμή του ἦταν συγκρίσιμη μέ τοῦ βοδιοῦ! Ὅταν ἔφτιαξαν ἕνα μηχάνημα πού ζύμωνε, τότε ἡ Λαύρα εἶχε φτάσει νά ἔχει 1000 μοναχούς(!), ὁπότε καταλαβαίνετε τό ζυμωτήριο ἤτανε ἕνα τεράστιο καζάνι καί γιά ν΄ ἀνακατέψουν τό ζυμάρι, χρησιμοποιοῦσανε δύο βόδια. Πολλές φορές στή θέση τοῦ ἑνός βοδιοῦ ἔμπαινε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος! Τόσο δυνατός ἤτανε! Κι ὅμως αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐγκραστέτατος! Καί γιά νά χορτάσει ἤθελε ὀκτώ πιάτα φαγητό! Καί ἔτρωγε κάθε φορά δύο καί οἱ ἄλλοι τόν παρεξηγοῦσαν ὅτι εἶναι γαστρίμαργος.. Τόσο μᾶς κόβει κι ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους.. Ἀλλά ὅμως αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τό τόσο ἰσχυρό σῶμα, δέν ὑπέκυψε στήν σαρκική ἡδονή καί στόν σαρκικό πειρασμό.

«Ἀν­τί­θε­τα, ἄν ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που δέ­χε­ται μέ εὐχαρίστηση τήν ἐμ­πα­θή εἰκό­να» καί αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει τίς περισσότερες φορές, «ἡ ἐνέρ­γειά της μπορεῖ νά βιάσει τυ­ραν­νι­κά ἀκόμα καί τό ἀνίκανο, ἀσθενι­κό καί ἐξαν­τλη­μέ­νο σῶμα»[11]. Μπορεῖ τό σῶμα νά εἶναι καί ἄρρωστο καί ἀσθενικό κι ὅμως νά ξεσηκωθεῖ σαρκικά, ὅταν ὁ νοῦς προσέχει στίς ἐμπαθεῖς εἰκόνες καί στίς ἐμπαθεῖς φαντασίες. Βλέπετε τί τεράστια σημασία ἔχει ὁ νοῦς καί πῶς τοποθετεῖται σέ σχέση μέ τίς εἰκόνες καί τίς φαντασίες. Γιατί ἡ εἰκόνα μπορεῖ νά εἶναι πραγματική, ἡ εἰκόνα θά ἔρθει μπροστά στά μάτια σου, κάτι.. ἤ μπορεῖ νά τήν φτιάξεις ἐσύ, ὁπότε εἶναι φανταστική. Καί στήν μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση, ἄν τό προσέξει κανείς αὐτό, τότε μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ στήν σαρκική ἁμαρτία.

«Ἂς πά­ρου­με ἄλλο πάθος, λόγου χάρη τό μίσος. Καί αὐτό τό πάθος ἔχει ἐπίσης τήν εἰκό­να του». Γιατί εἴπαμε τά πάθη εἶναι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο κτιστά καί ἔχουν ἑπομένως τίς εἰκόνες τους. «Ἄν ὁ νοῦς προ­φυ­λά­γε­ται ἀπό τόν «συν­δυα­σμό» μέ αὐτήν τήν εἰκόνα», τό μίσος, «τό πάθος δέν μπο­ρεῖ νά ἐξε­λι­χθεῖ· σέ πε­ρί­πτω­ση, ὅμως, πού θά ἑνω­θεῖ μαζί της, τότε τό πάθος ἀνά­λο­γα μέ τό μέτρο αὐτῆς τῆς ἑνώσεως θά ἀπο­κτᾶ συ­νεχῶς με­γα­λύ­τε­ρη δύνα­μη καί μπο­ρεῖ νά φθά­σει ὥς τόν βαθμό τῆς κα­το­χῆς»[12] καί ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά εἶναι οὐσιαστικά δαιμονοκρατούμενος ἀπό τό μίσος. Ἔτσι φτάνουν κάποιοι ἄνθρωποι νά ἔχουν νά μιλήσουν χρόνια μέ τόν ἀδελφό τους, μέ τήν ἀδελφή τους, μέ τήν πεθερά τους, μέ τόν γείτονά τους, γιατί; Γιατί ἀκριβῶς αὐτό τό πάθος, ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πάθους, τό μίσος, ἑνώνεται μέ τόν νοῦ τους. Γίνεται ὁ συνδυασμός, θά λέγαμε κατά κάποιο τρόπο ἕνας γάμος καί ὁ ἄνθρωπος κυριεύεται ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο εἶδος φαντασίας, πού συνδέεται μέ τά χονδρά σαρκικά πάθη, καί ἄς ποῦμε κοντά σ’ αὐτό εἶναι καί ἡ φαντασία πού ἔχει σχέση μέ τό μίσος καί τήν ἀντιπάθεια.

«Τό ἄλλο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε ὀνειροπόληση-ρεμβασμός. Ὁ ἄν­θρω­πος βγαί­νει ἀπό τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή κατά­στα­ση τῶν πραγ­μά­των στόν κόσμο καί ζεῖ στή σφαί­ρα τῆς φαν­τα­σί­ας», αὐτό πού λέμε «αὐτός εἶναι στόν κόσμο του, εἶναι χαμένος». «Ἐπει­δή ὅμως ἡ φαν­τα­σία εἶναι ἀδύναμη νά δημιουργήσει κάτι «ἐκ τοῦ μηδενός», ἡ φαν­τα­σία εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς κι αὐτή, ἡ ὁποία ὅμως δέν φτιάχνει κάτι ἀπό τό μή ὄν. Χρησιμοποιεῖ εἰκόνες τοῦ περιβάλλοντος, οἱ ὁποῖες ἔχουνε ἀποταμιευθεῖ στήν μνήμη καί τίς ἀνακαλεῖ καί μπορεῖ νά τίς ἐπεξεργαστεῖ. Δέν δημιουργεῖ κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. «Τά πλάσματά της ἔχουν ἐξάπαντος τά χαρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ γύρω κό­σμου. Μέ ἄλλα λόγια, θά ὑπάρ­χουν σέ αὐτά ἀνα­πό­φευ­κτα, ὅπως συμ­βαί­νει καί στά ὄνει­ρα, στοιχεῖα τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κόσμου, καί γιά τόν λόγο αὐτόν ὄχι τε­λεί­ως ἀπρό­σι­τα. Ἕνας φτωχός ἐπί παραδείγματι φαν­τά­ζε­ται τόν ἑαυτό του βασιλιά, προ­φή­τη, με­γά­λο ἐπι­στή­μο­να. Ἡ ἱστο­ρία γνω­ρί­ζει πράγ­μα­τι πε­ρι­πτώ­σεις φτω­χῶν ἀν­θρώ­πων ἀπό τά κα­τώ­τε­ρα στρώμα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἱε­ραρ­χί­ας πού ἔγι­ναν αὐ­το­κρά­το­ρες κ.τ.τ., ἀλλά κάτι τέτοιο συ­νή­θως δέν συμ­βαί­νει σέ αὐ­τούς πού ὀνει­ρο­πο­λοῦν»[13]. Ἔχει καί μιά ἐλαφριά εἰρωνεία ἐδῶ.. Αὐτοί ἁπλῶς τό φαντάζονται.

«Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ ἀναγνώστης κατάλαβε τί ἐννοοῦμε μέ τήν «ὀνειροπόληση»»[14]. Εἶναι φοβερό κι αὐτό τό πράγμα! Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐκτός πραγματικότητας! Ζεῖ μιά εἰκονική πραγματικότητα, θά λέγαμε. Καί βέβαια κι αὐτό καλλιεργεῖται μέσα ἀπό τήν τηλεόραση, τόν κινηματογράφο. Γιατί ἔχει τόση πολλή διάδοση ὁ κινηματογράφος; Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα ξεχνιέται τελείως. Μπαίνει σ’ ἕναν τεχνητό κόσμο -καί τό ἴντερνετ ἐπίσης-, σέ μιά εἰκονική πραγματικότητα, ταυτίζεται μ’ αὐτή καί οὐσιαστικά εἶναι σέ ἕναν ρεμβασμό συνεχή, σέ μιά συνεχή ὀνειροπόληση. Εἶναι τό δεύτερο εἶδος φαντασίας.

«Καί γιά νά μήν μακρηγοροῦμε, ἄς περάσουμε σέ ἄλλο εἶδος ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς δυ­νά­με­ως τῆς φαν­τα­σί­ας». Τό τρίτο εἶδος τώρα. Εἴπαμε πρῶτο, ἡ φαντασία πού συνδέεται μέ τά σαρκικά πάθη, δεύτερο, ἡ ὀνειροπόληση καί τρίτο, «ὁ ἄν­θρω­πος χρη­σι­μο­ποιεῖ τήν ἱκα­νό­τη­τα τῆς μνή­μης καί τῆς πα­ρα­στά­σε­ως καί ἔτσι μπο­ρεῖ καί σκέ­πτε­ται, γιά νά βρεῖ τήν λύση ἑνός προ­βλή­μα­τος, λ.χ. τε­χνι­κοῦ· τότε ὁ νοῦς του ἀνα­ζη­τεῖ μέ τήν νόηση τήν δυ­να­τό­τη­τα ἔμ­πρα­κτης πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως τῆς α΄ ἤ β΄ ἰδέας»[15]. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε δημιουργική φαντασία καί πολλοί τό θεωροῦνε καλό πράγμα. Ἀλλά κι αὐτό δέν εἶναι καλό πράγμα γι’ αὐτόν πού θέλει νά κάνει πνευματική ζωή (καί ὅλοι θέλουμε νά κάνουμε). Κι αὐτή ἡ φαντασία, ἡ λεγόμενη δημιουργική, ἐμποδίζει τήν πνευματική ζωή. Χρησιμοποιεῖται πάλι γι’ αὐτόν τόν κόσμο, γιά νά λυθοῦν κάποια προβλήματα τεχνικά, ἐπιστημονικά, πολιτισμικά κ.λ.π.

«Αὐτό τό εἶδος τῆς ἐρ­γα­σί­ας τοῦ νοῦ, πού συ­νο­δεύ­ε­ται ἀπό τήν φαν­τα­σία, ἔχει με­γί­στη ση­μα­σία γιά τόν πο­λι­τι­σμό καί εἶναι ἀπα­ραί­τη­το στοι­χεῖο στήν δομή τῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκη­τής, ὅμως, πού φροντίζει γιά τήν καθαρή προ­σευ­χή, προ­σπα­θεῖ μέ τήν ἀκτη­μο­σύ­νη νά πε­ριο­ρί­σει τόν ἑαυτό του ἀπό κα­θε­τί, γιά νά μήν τόν ἐμ­πο­δί­σει αὐτό τό εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας «νά δίνει στόν Θεό τήν πρώτη του σκέψη καί τήν πρώτη του δύ­να­μη», νά συγ­κεν­τρώ­νε­ται δηλαδή πλή­ρως στόν Θεό»[16]. Βλέπετε οἱ ἐπιστήμονες, αὐτοί ὅλοι πού ἀσχολοῦνται μέ τά τεχνικά προβλήματα κ.λ.π., ἀπορροφοῦνται ἀπ΄ αὐτό τό πράγμα, καί σοῦ λέει, ξυπνάω καί κοιμᾶμαι μ’ αὐτό! Καί μπορεῖ νά δεῖ καί τήν λύση στόν ὕπνο του! Ἡ φαντασία λειτουργεῖ καί στόν ὕπνο καί τό βλέπει στόν ὕπνο του λυμένο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού θέλει νά κάνει πνευματική ζωή, θέλει καί ὁ ὕπνος καί τό πρῶτο ξύπνημα καί ἡ πρώτη σκέψη μέ τό πού θά ξυπνήσει νά εἶναι γιά τόν Θεό.

«Τέλος, ἕνα ἀκόμη εἶδος φαν­τα­σί­ας -τό τέταρτο- γιά τό ὁποῖο θέ­λου­με νά μιλή­σου­με, εἶναι οἱ ἀπό­πει­ρες τοῦ λο­γι­κοῦ νά διεισ­δύ­σει στά μυ­στή­ρια τοῦ εἶναι καί νά συλλάβει τόν Θεῖο κόσμο». Δηλαδή νά προσπαθήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τήν φαντασία νά βρεῖ τόν Θεό. «Αὐτές οἱ ἀπό­πει­ρες συ­νο­δεύ­ον­ται ἀνα­πό­φευ­κτα ἀπό τήν φαν­τα­σία, πού πολ­λοί ἀρέσκονται νά τήν ἀποκαλοῦν μέ τό ὑψηλό ὄνομα τῆς «θε­ο­λο­γι­κῆς δη­μιουρ­γί­ας»». Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα δημιουργία, γιατί εἴπαμε ἡ φαντασία δέν φτιάχνει τίποτα ἐκ τοῦ μηδενός. «Ὁ ἀθλη­τής τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας καί τῆς κα­θα­ρᾶς προ­σευ­χῆς πα­λεύ­ει μέσα του ἀπο­φα­σι­στι­κά ἐναν­τί­ον αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους «δη­μιουρ­γί­ας», πού εἶναι δια­δι­κα­σία ἀν­τί­θε­τη πρός τήν τάξη τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ εἶναι, δη­λα­δή μπο­ρεῖ νά δη­μιουρ­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τόν Θεό κατά τήν δική του εἰ­κό­να καί ὁμοί­ω­ση»[17]. Ἐνῶ τό αὐ­θεν­τι­κό εἶναι, αὐτό πού εἴμαστε δηλαδή, στήν πραγματικότητα τί εἴμαστε; Εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ φτιαγμένοι. Ὁ ἄνθρωπος τώρα πού ἐνεργοποιεῖ αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας καί προσπαθεῖ νά δεῖ τόν Θεό, νά φτιάξει τόν Θεό μέσα ἀπό τήν φαντασία, ἀντιστρέφει τά πράγματα καί ἀντί νά εἶναι ὁ ἴδιος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, φτιάχνει τόν Θεό κατ’ εἰκόνα δική του! Ἐξ οὗ καί τά εἴδωλα, ἡ εἰδωλολατρεία. Οἱ ἀρχαῖοι αὐτό εἴχανε πάθει, καί οἱ σύγχρονοι εἰδωλολάτρες, ἔχουνε φτιάξει τόν Θεό μέσω τῆς φαντασίας κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δική τους. Γι’ αὐτό εἴχαμε τούς θεούς τούς εἰδωλολατρικούς πού εἶναι οὐσιαστικά προσωποποιήσεις τῶν παθῶν. Τῆς σαρκικότητας ἡ Ἀφροδίτη. Τοῦ θυμοῦ ὁ Ἄρης. Τῆς οἰνοποσίας καί τοῦ γλεντιοῦ ὁ Διόνυσος. Λοιπόν, οὐσιαστικά εἶναι ὅλα αὐτά εἰκόνες δικές μας! Καί τά ὀνομάσαμε θεούς μέ τελικό σκοπό τί; Νά κατοχυρώσουμε τά πάθη μας καί νά δώσουμε καί ἱερό καί θρησκευτικό θά λέγαμε χαρακτήρα στά πάθη μας. Φοβερό πράγμα! Εἶναι μεγάλη τέχνη αὐτή τοῦ διαβόλου..

Σήμερα στή θέση τῆς θρησκείας ἔχει μπεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ ψεύτικη ἐπιστήμη. Καί ἔρχεται ὁ Φρόυντ καί σοῦ λέει, δέν εἶναι κακό πράγμα ἡ πορνεία ἤ ξέρω ’γώ μία σχέση ἤ πολλές σχέσεις! Ἴσα-ἴσα, εἶναι καλό καί ἐπιστημονικά σωστό! Λοιπόν, ἀντί νά ἔχουμε τήν Ἀφροδίτη, σήμερα ἔχουμε τόν Φρόυντ. Καί παίζει τόν ἴδιο ρόλο οὐσιαστικά. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή προσπαθεῖ νά ἀποσείσει τίς ἐνοχές του κάνοντας θεούς τά πάθη του, εἴτε δίνοντάς τους ἐπιστημονικό χαρακτήρα, εἴτε μέσω τῆς ἐπιστήμης εἴτε μέσω τῆς θεολογίας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό τό τέταρτο εἶδος τῆς φαντασίας, τό ὁποῖο ὁπωσδήποτε, πάση θυσία, πρέπει νά τό ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος! Σέ καμιά περίπτωση, δηλαδή, δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά προσπαθεῖ νά φανταστεῖ τόν Θεό, πῶς εἶναι ὁ Θεός! Ἀλλά νά Τόν προσεγγίζει πάντα μέ τόν καθαρό καί «ἀνείδεο» νοῦ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Ἀνείδεος σημαίνει χωρίς εἶδος, χωρίς μορφή, ἀδιαμόρφωτα καί πέρα ἀπό κάθε φαντασία νά προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας ἀδιαμόρφωτο τόν νοῦ του, χωρίς σχήματα, χωρίς χρώματα, χωρίς μορφές.

«Ἴσως τά λεχθέντα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «νά προ­κα­λέ­σουν πολ­λές ἀπο­ρί­ες καί ἀν­τιρ­ρή­σεις, ἀλλά δέν μπο­ροῦ­με νά ἐπε­κτα­θοῦ­με σέ δια­σα­φή­σεις, ἐλ­πί­ζουμε πώς, ὅπου ὑπάρ­χει ἡ διά­θε­ση, θά γί­νου­με ἀν­τι­λη­πτοί ὅπως πρέ­πει.
Ὁ ἀθλη­τής τῆς προ­σευ­χῆς ξε­κι­νᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δη­μιούρ­γη­σε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό»[18]. Ἐνῶ, βλέπετε, τί λένε οἱ ἄθεοι, κομμουνιστές κλπ.; Ὅτι ἐσεῖς, λένε, Τόν φτιάξατε τόν Θεό! Θεός δέν ὑπάρχει… Ἀλήθεια λένε, ὄχι βέβαια γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά γιά ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες ἀλήθεια λένε. Ὄντως εἶναι δημιούργημα τῶν ἀνθρώπων ὁ θεός (ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας). Ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες οὐσιαστικά αὐτό εἶναι. Ἔχουνε φτιάξει οἱ ἄνθρωποι τόν θεό, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δική τους καί προσπαθοῦνε νά τόν ἐξευμενίσουνε μέ τάχατες θυσίες, τελετές κλπ, καί νά τόν ἔχουνε ὑπηρέτη στήν καλοπέρασή τους! Γιατί οὐσιαστικά οἱ θρησκεῖες οἱ διάφορες τί εἶναι; Εἶναι μιά ἀναζήτηση τῆς εὐδαιμονίας, τῆς καλοπέρασης, μέσω τοῦ θεοῦ. Τοῦ θεοῦ, ὄχι ὅμως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλά τοῦ θεοῦ πού ἔχουν φτιάξει οἱ ἴδιοι κατ’ εἰκόνα δική τους.

Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δέν παίρνει τόν Θεό νά τόν κάνει ὑπηρετικό τῆς καλοπέρασής μας, τῆς φιληδονίας μας. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεό. Μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, αὐτοαποκαλύπτεται καί μᾶς καλεῖ σέ μία ἄρνηση τῆς φιληδονίας, σέ μία ἄρνηση τῆς φιληδοξίας, σέ μία ἄρνηση τῆς φιλαργυρίας, τῶν παθῶν, τῆς φιλαυτίας μας, καί σέ μία ὁμοίωση μαζί Του.

«Ὁ ἀθλη­της -λοιπόν- τῆς προ­σευ­χῆς ξε­κι­νᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημιούρ­γη­σε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό» καί αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀποσπαστεῖ ἀπό κάθε θε­ο­λο­γι­κή ἤ φι­λο­σο­φι­κή δη­μιουρ­γία, στρέ­φε­ται πρός τόν Θεό μέ μιά «ἀσχημάτιστη» προ­σευ­χή», μιά προσευχή χωρίς σχήματα, χωρίς μορφές, χωρίς φαντασίες. «Καί ἄν συγ­κα­τα­βεῖ ἡ Θεία εὐ­δο­κία καί δοθεῖ στόν προ­σευ­χό­με­νο νά γευ­θεῖ τήν ἐγ­γύ­τη­τα τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση γιά τόν Θεό πού βρί­σκε­ται πέρα ἀπό ὅλα θά πάρει κά­ποια μορφή, πού δέν τήν ἐπι­νόη­σε, ὅμως, ὁ ἀσκη­τής ἤ ὁ προ­φή­της, ἀλλά ἔχει δοθεῖ ἄνω­θεν»[19]. Ἄν θέλει ὁ Θεός νά σοῦ δώσει κάτι, νά αἰσθανθεῖς τήν παρουσία Του, ἀλλο ἐκεῖνο. Ἀλλά ἐσύ δέν θά προσπαθήσεις νά φτιάξεις τίποτε.

«Ὁ ἀσκη­τής ζητάει μέ τήν προ­σευ­χή τόν Θεό, τόν Ποι­η­τή του, καί ὁ Θεός μέ τήν συγ­κα­τά­βα­ση καί τήν εὐ­δο­κία Του δίνει τήν γνώση γι’ Αὐτόν μέ εἰ­κό­νες προ­σι­τές στόν ἄν­θρω­πο. Οἱ εἰ­κό­νες πού δίνει ὁ Θεός κα­τα­στρέ­φουν τά πάθη μέσα στόν ἄνθρω­πο καί τόν ἁγιά­ζουν. Ἄν, ὅμως, τίς δε­χθεῖ σάν τε­λεί­ω­ση τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως, πέ­φτει σέ σφάλμα»[20]. Δηλαδή, καί αὐτές οἱ εἰκόνες πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι τό πλήρες τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δίνει μιά εἰκόνα, τόσο ὅσο μποροῦμε ν΄ ἀντέξουμε. Ἀλλοίμονο ἄν μείνουμε σ’ αὐτή τήν εἰκόνα καί δεχτοῦμε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ τε­λειότητα τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Θεοῦ! Τότε πέ­φτουμε σέ σφάλμα καί οἱ εἰκόνες, «ἀκόμα καί οἱ εἰκόνες οἱ δοσμένες ἄνωθεν μπο­ροῦν νά ἀπο­τε­λέ­σουν ἀξε­πέ­ρα­στο ἐμ­πό­διο γιά μιά τε­λειό­τε­ρη θε­ο­γνω­σία»[21].

Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς γλιτώνει ἀπό αὐτή τήν παγίδα τῆς φαντασίας. Νά πολεμοῦμε τήν φαντασία μας καί, ὅπως τό εἴπαμε, ὁ πόλεμος ἔγκειται στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἀδιάσπαστη, τήν ἀσχημάτιστη, τήν καθαρά προσευχή, ἡ ὁποία ὄντως σταυρώνει τήν φαντασία καί τά διάφορα εἴδη της.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Ὅ.π.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὅ.π.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ὅ.π.

[18] Ὅ.π.

[19] Ὅ.π.

[20] Ὅ.π.

[21] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου